Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Κεφάλαιο 40ο: Παραφωνίες



Και προχωράμε σιγά- σιγά στο Μάιο και στο τεσσαρακοστό κεφάλαιο.....
Σιγά- σιγά. Δεν βιαζόμαστε !



Κεφάλαιο 40ο

ΠΑΡΑΦΩΝΙΕΣ

Η Μάργκαρετ δεν προσδοκούσε να χαρεί ιδιαίτερα με την επίσκεψη του κυρίου Μπέλλ – ανυπομονούσε γι αυτήν για  λογαριασμό και μόνο του πατέρα της. Μόλις όμως έφτασε ο νονός της ένοιωσε αμέσως πολύ φιλικά απέναντί του.  Εκείνος είπε ότι ήταν απαράδεκτο  το ότι κατάκτησε τόσο εύκολα την καρδιά του, ήταν μια αρετή κληρονομική να μπορεί τόσο εύκολα να κερδίσει την εκτίμησή του και εκείνη με τη σειρά της παραδέχτηκε ότι ο νονός της κάτω από την ακαδημαϊκή του τήβεννο έκρυβε ένα αρκετά νεανικό παρουσιαστικό.
«Νεανικό όσον αφορά την καλοσύνη και την ευγένεια, εννοώ. Γιατί φοβάμαι πως πρέπει να παραδεχτώ ότι οι ιδέες σας είναι οι πλέον σκουριασμένες και παλαιομοδίτικες που έχω ακούσει  εδώ και καιρό.»
« Μα, ακούς τι λέει αυτή η θυγατέρα σου, Χεηλ ; Η παραμονή της στο Μίλτον την έχει εντελώς διαφθείρει !  Έγινε μια δημοκράτισσα, μια κόκκινη ρεπουμπλικανή, μια πασιφίστρια, μια σοσιαλίστρια ….!»
« Και όλα αυτά, πατέρα, απλά και μόνον επειδή υπερασπίζομαι την πρόοδο του εμπορίου. Αν ήταν στο χέρι του κυρίου Μπελλ, ακόμα θα ανταλλάσαμε  δερμάτα ζώων με βελανίδια.»
«Όχι, όχι. Θα έσκαβα και θα φύτευα πατάτες. Και θα κούρευα  άγρια ζωά  για να φτιάξω χιτώνες  με το μαλλί  τους. Μην υπερβάλλεις, δεσποινάριο. Όμως αυτή η παραζάλη με έχει κουράσει. Οι πάντες τρέχουν πάνω κάτω προσπαθώντας να κερδίσουν χρήματα.»
« Δεν μπορούν όλοι να κάθονται αναπαυτικά στις αίθουσες των κολλεγίων τους και να βλέπουν τα πλούτη  τους να αυξάνονται χωρίς οι ίδιοι να καταβάλλουν κανέναν κόπο. Αναμφίβολα πολλοί από τους ανθρώπους εδώ θα ήταν ευγνώμονες αν έβλεπαν την περιουσία τους να μεγαλώνει  όπως η δική σας χωρίς οι ίδιοι να έχουν κανέναν μπελά στο κεφάλι τους.» είπε ο κύριος Χέηλ.
«Δεν το πιστεύω. Τους αρέσει όλο αυτό το τρέξιμο  και η φασαρία.  Όσο για το να ηρεμήσουν και να μάθουν από το παρελθόν αναλογιζόμενοι ή να σχεδιάσουν το μέλλον δουλεύοντας με πίστη και με αίσθηση εμπιστοσύνης σ’αυτό που έρχεται…Σιγά ! Δεν νομίζω ότι υπάρχει έστω και ένας άνθρωπος που να είναι σε θέση να μείνει ήρεμος. Και είναι μια μεγάλη τέχνη αυτό.»
«Υποψιάζομαι ότι οι  Μιλτονέζοι  πιστεύουν ότι οι της Οξφόρδης  δεν ξέρουν πώς να κινηθούν. Θα ήταν καλό αν μπορούσαν να ανακατευτούν συγχρωτιστούν  λιγάκι μεταξύ τους.»
«Θα έκανε καλό στους Μιλτονέζους. Πολλά από τα δυσάρεστα για άλλους ανθρώπους πράγματα, σε αυτούς ίσως να  έκαναν  καλό.»
«Μα κι εσείς, Μιλτονέζος δεν είστε;» ρώτησε η Μάργκαρετ. «Νόμιζα πως θα ήσασταν υπερήφανος για την πόλη σας.»
«Ομολογώ πως δεν βλέπω τίποτα για το οποίο θα έπρεπε να είμαι υπερήφανος. Αν έρθεις καμμιά φορά στην Οξφόρδη, Μάργκαρετ, θα σου δείξω ένα πραγματικό ‘πεδίον δόξης λαμπρόν’ . »
«Λοιπόν,» είπε ο κύριος Χέηλ, « ο κύριος Θόρντον θα έρθει απόψε για τσάι,  και είναι τόσο υπερήφανος για το Μίλτον, όσο είστε εσείς για την Οξφόρδη. Εσείς οι δυο θα πρέπει να προσπαθήσετε και να γίνεται αμφότεροι πιο ανοιχτόμυαλοι.»
«Ευχαριστώ πολύ, δεν επιθυμώ  να διευρύνω περισσότερο  το μυαλό μου,» είπε ο κύριος Μπέλλ.

« Αλήθεια, θα έρθει ο κύριος Θόρντον για τσάι, πατέρα ;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Μάργκαρετ.
«Ή την ώρα του τσαγιού, ή αμέσως μετά. Δεν ήταν σίγουρος. Μας είπε να μην τον περιμένουμε.»
Ο κύριος Θόρντον ήταν αποφασισμένος να μην ερευνήσει καθόλου  μέχρι σε ποιο βαθμό προχώρησε η μητέρα του στο σχέδιό της να μιλήσει στην Μάργκαρετ για την απρεπή συμπεριφορά της.

 Ήταν σίγουρος ότι αν όντως εκείνη η συνομιλία έλαβε χώρα, η αναφορά της μητέρας του για τα όσα συνέβησαν θα είχε σαν αποτέλεσμα να αισθανθεί ενόχληση και πικρία ενώ όλη την ώρα θα σκεφτόταν τι θα έπρεπε να περνούσε από το μυαλό της μητέρας του εκείνες τις στιγμές.  Απέφευγε την οποιαδήποτε αναφορά στο όνομα της Μάργκαρετ. Ο ίδιος, ενώ την κατηγορούσε,  την ζήλευε και την αποκήρυσσε, την αγαπούσε  οδυνηρά, σχεδόν παρά την θέλησή του. Την έβλεπε στα όνειρά του ˙ έβλεπε ότι ερχόταν προς το μέρος του χορεύοντας, με μια αγκαλιά ολάνοιχτη,  ανάλαφρη και χαρούμενη  έτσι που μ’ όλο που τον γοήτευε, ένοιωθε να την  απεχθάνεται.  Όμως αυτή η αποτύπωση της μορφής της Μάργκαρετ  - που δεν είχε τίποτα από την προσωπικότητα  της Μάργκαρετ, σαν να είχε κάνει κατάληψη στο σώμα της κάποιο σατανικό πνεύμα -  ήταν τόσο βαθιά χαραγμένη στη φαντασία του, ώστε όταν ξυπνούσε δυσκολευόταν να ξεχωρίσει την Εύα από την Λίλιθ*. Και η αντιπάθεια που έτρεφε για την δεύτερη, έμοιαζε να περικλείνει  και να παραμορφώνει και την πρώτη. Όμως ήταν πολύ περήφανος ώστε να παραδεχθεί την αδυναμία του με το να αποφεύγει να την βλέπει. Ούτε αναζητούσε ευκαιρία να βρεθεί κοντά της αλλά ούτε  και την απέφευγε. Για να πείσει τον εαυτό του  ότι διέθετε αυτοέλεγχο, χρονοτριβούσε πάνω σε όλες τις λεπτομέρειες της εργασίας που  είχε να κάνει εκείνο το απόγευμα. Σκόπιμα, τραβούσε επί μακρόν και αργοπορούσε σε κάθε του ενέργεια, επομένως, ήταν περασμένες οκτώ όταν πια έφτασε στο σπίτι του κυρίου Χέηλ. Ύστερα, είχαν να μιλήσουν για επαγγελματικά θέματα στο γραφείο  με τον κύριο Μπέλλ, με τον τελευταίο να παρατείνει   την συνομιλία τους δίπλα στη φωτιά, με διάφορα ανιαρά θέματα, πολύ μετά την λήξη των επαγγελματικών τους , ενώ θα μπορούσαν να έχουν ανεβεί με τους άλλους  στο σαλόνι. Αλλά ο κύριος Θόρντον δεν επρόκειτο να πει λέξη σχετικά με την αλλαγή του χώρου συζήτησης. Άναβε και κόρωνε, θεωρώντας τον κύριο Μπελ ως τον πλέον πληκτικό συνδαιτυμόνα ενώ ο κύριος Μπελ με την σειρά του, ανταπέδιδε κρυφά  την φιλοφρόνηση, σκεπτόμενος ότι ο κύριος Θόρντον ήταν εξαιρετικά απότομος  και αγενής, με έλλειψη  ευφυίας και καλής συμπεριφοράς.  Επιτέλους, κάποιος αμυδρός θόρυβος από το επάνω πάτωμα τους υπενθύμισε ότι θα ήταν καλό να ανεβούν στο σαλόνι. Βρήκαν την Μάργκαρετ με ένα γράμμα ανοιγμένο ενώπιόν της, να συζητά με θέρμη το περιεχόμενό του με τον πατέρα της. Το δίπλωσε και το έβαλε στην άκρη αμέσως μόλις μπήκαν οι κύριοι, αλλά η οξυμένη αίσθηση του κυρίου Θόρντον, άκουσ τα εξής λόγια του κυρίου Χέηλ προς τον κύριο Μπέλλ:
«Γράμμα από τον Χένρυ Λέννοξ. Έδωσε πολλές ελπίδες στην Μάργκαρετ.»


Ο κύριος Μπελλ ένευσε καταφατικά. Όταν ο κύριος Θόρντον γύρισε το βλέμμα του στην Μάργκαρετ, εκείνη ήταν κατακόκκινη σαν τριαντάφυλλο.  Ήθελε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να σηκωθεί και να φύγει εκείνη την στιγμή και να μην ξαναπατήσει το πόδι του σ’εκείνο το σπίτι.
«Φανταστήκαμε» είπε ο κυριος Χέηλ «ότι εσείς και ο κύριος Θόρντον ακολουθήσατε την συμβουλή της Μάργκαρετ και προσπαθούσατε να προσηλυτίσετε ο ένας τον άλλον, τόση ώρα που αργοπορούσατε στο γραφείο.»
«Και φανταστήκατε ότι δεν θα είχε απομείνει τίποτα από εμάς παρά μια γνώμη, όπως η ουρά στον γάτο του Κίλκενυ**. Πείτε μου, παρακαλώ, τίνος η γνώμη νομίζετε ότι θα επέμενε πεισματικά να επιβιώνει;»
Ο κύριος Θόρντον δεν είχε ιδέα για τη πράγμα μιλούσαν και απαξιούσε να ρωτήσει. Ο κύριος Χέηλ, ευγενικά, προσφέρθηκε να τον διαφωτίσει.
«Κύριε Θόρντον, σήμερα το πρωί κατηγορούσαμε τον κύριο Μπέλλ για την μεσαιωνικά αδιάλλακτη Οξφορδιανή του στάση ενάντια στην γενέτειρά του και προτείναμε – η Μάργκαρετ θαρρώ – πως θα του έκανε καλό να συναναστραφεί λιγάκι με τους εργοστασιάρχες του Μίλτον.»
«Να με συγχωρεί η χάρη σας. Νομίζω πως η Μάργκαρετ είπε πως θα έκανε καλό στους εργοστασιάρχες του Μίλτον να συναναστραφούν λίγο περισσότερο με άνδρες της Οξφόρδης. Έτσι δεν είναι Μάργκαρετ;»
«Νομίζω πως είπα πως θα έκανε καλό και στα δύο μέρη να συναναστραφούν μεταξύ τους – και είναι  κάτι που και εγώ και ο πατέρας πιστεύουμε.»
«Βλέπετε λοιπόν κύριε Θόρντον, πως  ενόσω βρισκόμασταν στο γραφείο, οφείλαμε να βελτιωνόμαστε αμφότεροι αντί να συζητούμε για τις εκλιπούσες οικογένειες των Σμιθ και των Χάρρισον. Εντούτοις, είμαι πρόθυμος να αναλάβω αυτήν την ευθύνη τώρα. Αναρωτιέμαι πότε έχετε σκοπό να ζήσετε τη ζωή σας εσείς οι Μιλτονέζοι.  Φαίνεται ότι όλη η ζωή σας αναλώνεται στην απόκτηση υλικών αγαθών.»
«Λέγοντας να ζήσουμε τη ζωή μας, υποθέτω ότι αναφέρεστε στην αναψυχή.»
«Ακριβώς, την αναψυχή . Δεν θα προσδιορίσω  επακριβώς  το είδος, γιατί είμαι σίγουρος ότι και οι δυο θεωρούμε την απλή τέρψη ως ένα είδος πολύ φτωχής αναψυχής.»
«Θα προτιμούσα να μου δώσετε τον ορισμό του είδους της αναψυχής στην οποία αναφέρεστε.»
« Ε, λοιπόν, την ευχαρίστηση που δίνει ο ελεύθερος χρόνος. Να  μπορεί να χαρεί κάποιος την ισχύ και την άνεση που δίνει το χρήμα. Αγωνίζεστε όλοι σας  να κερδίσετε χρήματα. Προς τι ;»
Ο κύριος Θόρντον σιωπούσε. « Πραγματικά, δεν έχω ιδέα. Προσωπικά δεν αγωνίζομαι για να κερδίσω χρήματα.»
«Αλλά τότε, για ποιο πράγμα αγωνίζεστε;»
« Είναι μια  πολύ προσωπική ερώτηση. Θα πρέπει να ανοίξω την καρδιά μου σαν σε εξομολόγηση, και δεν είμαι σίγουρος ότι έχω προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο.»


«Όχι!» είπε ο κύριος Χέηλ. « ας μην δώσουμε προσωπική χροιά στην εξομολόγησή σας. Κανείς σας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτικός τύπος της πόλης σας. Έχετε και οι δύο την δική σας ανεξάρτητη προσωπικότητα.»
«Δεν είμαι βέβαιος αν αυτό αποτελεί φιλοφρόνηση ή όχι. Θα μου άρεσε να είμαι αντιπρόσωπος της Οξφόρδης, με το κάλλος, την γνώση και την υπερήφανη, μακρόχρονη ιστορία της. Τι λές, Μάργκαρετ ; Θα πρέπει να νοιώθω κολακευμένος;»
«Δεν γνωρίζω την Οξφόρδη. Αλλά υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο να είναι κάποιος αντιπρόσωπος μιας πόλης και αντιπροσωπευτικός τύπος των κατοίκων της   πόλης.»
«Πολύ σωστά, δεσποινίς Μάργκαρετ. Τώρα θυμάμαι ότι  σήμερα το πρωί, ήσασταν εναντίον μου και οι προτιμήσεις σας έκλιναν υπέρ του Μίλτον και των εργοστασιαρχών του.»
Ο Μάργκαρετ είδε να περνά αστραπιαία από το πρόσωπο του κυρίου Θόρντον  μια έκφραση έκπληξης και ενοχλήθηκε με την ερμηνεία που ίσως έδινε στα λόγια του λόγια του κυρίου Μπελλ.  Εκείνος συνέχισε.
« Α, μακάρι να μπορούσα να σας δείξω την Χάι Στρητ μας ή την πλατεία  μας του Ρέηντκλιφ. Δεν θα αναφέρω τα κολλέγια μας, έτσι θα επιτρέψω στον κύριο Θόρντον με τη σειρά του να παραλείψει να συμπεριλάβει  τα εργοστάσια στις χάρες του Μίλτον. Έχω το δικαίωμα να κακομεταχειριστώ την γενέτειρά μου. Είμαι Μιλτονέζος, μην το ξεχνάτε.»
Ο κυριος Θόρντον είχε ενοχληθεί πέραν του δέοντος από τα λόγια του κυρίου Μπέλλ. Δεν είχε καμμιά διάθεση για αστεϊσμούς. Σε κάποια άλλη στιγμή, θα διασκέδαζε με την  σε σχεδόν εξοργισμένο τόνο μομφή  του κυρίου Μπέλλ ενάντια σε μια πόλη στην οποία η ζωή είχε τόσες διακυμάνσεις όσα και τα διαφορετικά είδη ενδυμασίας. Τώρα όμως ήταν αρκετά χολωμένος για να δοκιμάσει να αντικρούσει μια ούτως ή άλλως  προσχηματική επίθεση.
« Δεν θεωρώ το Μίλτον ως πρότυπο πόλεως.»
«Ούτε καν ως προς την αρχιτεκτονική του;» ρώτησε ο κύριος Μπελ με πονηριά.

«Όχι! Έχουμε πολλές ασχολίες για να εστιάσουμε  απλά στην εξωτερική εμφάνιση των κτισμάτων.»
« Μη λέτε απλά εξωτερική εμφάνιση των κτισμάτων » είπε ο κύριος Χέηλ σε ήπιο τόνο. « Δεν παύουν να μας γοητεύουν παιδιόθεν και έως σήμερα –κάθε ημέρα της ζωής μας.»
« Περιμένετε μια στιγμή,» είπε ο κύριος Θόρντον . «Θυμηθείτε ότι είμαστε διαφορετική φυλή από τους  Έλληνες, για τους οποίους η ομορφιά ήταν το πάν και για τους οποίους ο κύριος Μπελλ θα μπορούσε να αναφερθεί ότι διήγαν βίο αναψυχής και ήρεμης τρυφηλότητας βασισμένο κατά κύριο λόγο στις απολαύσεις των αισθήσεων. Δεν σπεύδω ούτε να τους κατηγορήσω ούτε να τους μιμηθώ. Όμως το αίμα μου είναι Τευτονικό – ίσως περισσότερο  νοθευμένο σε αυτό το μέρος της Αγγλίας απ’ ότι σε άλλες περιοχές. Διατηρούμε αρκετά από τα γλωσσικά τους στοιχεία αλλά διατηρούμε πολύ περισσότερο το πνεύμα τους. Η ζωή για εμάς δεν είναι μια περίοδος αναψυχής αλλά δράσης και άσκησης.  Θεωρούμε ότι η δόξα και η ομορφιά εγείρονται από την  εσωτερική μας δύναμη που μας βοηθά να θριαμβεύσουμε ενάντια στα υλικά εμπόδια αλλά και σε ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες.  Εδώ στο Νταρκσάιρ είμαστε Τεύτονες και σε ένα άλλο επίπεδο. Δεν μας αρέσει να υπακούμε σε νόμους που φτιάχθηκαν για εμάς εκ του μακρόθεν.  Μακάρι να μας επέτρεπαν να βρούμε την δική μας δικαιοσύνη αντί να επεμβαίνουν διαρκώς  με ανεπαρκείς νομοθετήσεις. Υπερασπιζόμαστε με σθένος την αυτοδιοίκηση και εναντιωνόμαστε στον συγκεντρωτισμό.»
« Εν ολίγοις, θα προτιμούσατε να καθιερωθεί εκ νέου η Επταρχία*.  Όπως και να’χει, ανακαλώ τα όσα είπα το πρωί – ότι εσείς οι Μιλτονέζοι δεν σέβεστε το παρελθόν.  Είστε ευλαβείς προσκυνητές του Θώρ**.»
«Αν δεν ευλαβούμαστε το παρελθόν στον βαθμό που το κάνετε εσείς στην Οξφόρδη, είναι επειδή θέλουμε κάτι το οποίο να έχει άμεση σχέση με το σήμερα. Ουδεμία αντίρρηση όταν η μελέτη του παρελθόντος οδηγεί σε κάποια πρόβλεψη για το μέλλον. Όμως για όσους προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους σε καινούριες καταστάσεις θα ήταν καλύτερο αν  καθοδηγούμασταν από λόγια εμπειρίας στο πώς να δράσουμε  σε ό,τι μας απασχολεί  άμεσα και επιτακτικά ˙ στις δυσκολίες που θα συναντήσουμε και πώς θα τις υπερνικήσουμε –όχι απλά να τις παραμερίσουμε προσωρινά. Από αυτό εξαρτάται το μέλλον μας. Με τη σοφία του παρελθόντος, βοηθήστε μας να αντιμετωπίσουμε το παρόν. Όμως όχι ! Οι άνθρωποι μιλούν με μεγαλύτερη ευκολία για την Ουτοπία παρά για το τι πρέπει να γίνει αύριο. Κι όμως όταν αυτό που πρέπει να γίνει, το κάνουν άλλοι, είναι οι πρώτοι που θα φωνάξουν “Αίσχος!” 


 « Και όλη αυτήν την ώρα δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε.  Θα καταδεχτείτε εσείς, οι Μιλτονέζοι να παρωδήσετε τις τωρινές δυσκολίες σας με την Οξφόρδη;  Δεν μας γνωρίζετε καλά.»
Ο κύριος Θόρντον γέλασε ευθύς με αυτό το σχόλιο. «Νομίζω πως αναφερόμουν σε κάτι που μας προβληματίζει αρκετά, τώρα τελευταία: Είχα στο νου μου τις απεργίες, οι οποίες  έφεραν προβλήματα και ήταν αρκετά επιζήμιες όπως αντιλήφθηκα με προσωπικό κόστος.  Κι όμως αυτή η πρόσφατη απεργία  η οποία μου στοίχισε, ήταν αρκούντως έντιμη.»
«Μία έντιμη απεργία!» είπε ο κύριος Μπέλλ. «Αυτό δείχνει ότι το παρακάνατε με την λατρεία του Θώρ.»
Η Μάργκαρετ  διαισθάνθηκε περισσότερο παρά είδε ότι ο κύριος Θόρντον ήταν πικραμένος με την συνεχόμενη τροπή σε αστεϊσμούς μιας συζήτησης που  ο ίδιος θεωρούσε  σοβαρή. Έκανε μια προσπάθεια να αλλάξει το θέμα της συζήτησης για το  οποίο ο ένας κύριος ήταν σχετικά αδιάφορος ενώ τον άλλον τον αφορούσε προσωπικά και σε βάθος. Πίεσε τον εαυτό της να πει κάτι.
« Η Ήντιθ λέει ότι βρίσκει στην Κέρκυρα καλύτερες και φθηνότερες μουσικές παρτιτούρες.»
« Αλήθεια;» είπε ο πατέρας της. «Νομίζω ότι πρόκειται για τις συνηθισμένες υπερβολές της Ήντιθ. Είσαι σίγουρη, Μάργκαρετ;»
«Σίγουρα, αυτό μου γράφει, πατέρα.»
« Τότε, σίγουρα έτσι έχουν τα πράγματα.» είπε ο κύριος Μπελλ. «Μάργκαρετ, είμαι τόσο πεπεισμένος για την φιλαλήθειά σου, ώστε είμαι σίγουρος ότι αρκεί να καλύψει και την εξαδέλφη σου. Δεν πιστεύω ότι μια δική σου εξαδέλφη θα μπορούσε να υπερβάλλει.»
« Είναι τόσο γνωστή η δεσποινίς Χέηλ για το φιλαλήθες του χαρακτήρα της;» είπε ο κύριος Θόρντον με πικρία. Την στιγμή που το ξεστόμισε, θα μπορούσε να είχε δαγκώσει την γλώσσα του- να την κόψει. Ποιος ήταν εκείνος ; Και γιατί θα έπρεπε να της πετάξει κατάμουτρα την αισχύνη της ; Πόσο κακός ήταν απόψε, πόσο κακοδιάθετος εξαιτίας της απομάκρυνσής του από εκείνην για τόσο καιρό. Η αναφορά ενός συγκεκριμένου ονόματος τον εξόργιζε επειδή πίστευε ότι ανήκε σε κάποιον πιο επιτυχημένο εραστή. Και τώρα ήταν θυμωμένος γιατί αδυνατούσε να αντιμετωπίσει «ελαφρά τη καρδία» κάποιον που προσπαθούσε με πειράγματα και αστεϊσμούς να κάνει την βραδυά να περάσει ευχάριστα – τον ευγενικό προς όλους παλιό φίλο, του οποίου τους τρόπους γνώριζε καλά ο κύριος Θόρντον, μια και τον ήξερε πολλά χρόνια.
Και να μιλήσει έτσι στην Μάργκαρετ ! Δεν σηκώθηκε να φύγει από το δωμάτιο όπως θα έκανε παλαιότερα όταν οι απότομοι τρόποι του ή ο χαρακτήρας του την ενοχλούσαν. Έμεινε εντελώς ακίνητη, μετά από ένα βλέμμα έκπληξης και θλίψης που έκανε τα μάτια της να μοιάζουν με ενός παιδιού που αντιμετωπίζει την απόρριψη. Τα είδε να διαστέλλονται αργά γεμάτα λύπη και όνειδος και  έπειτα να χαμηλώνουν. Έσκυψε στο εργόχειρό της και δεν ξαναμίλησε. Όμως δεν  μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της και είδε το κορμί της να ριγεί από έναν στεναγμό, σαν να την έκανε να τρέμει μια περίεργη παγωνιά. Ένιωσε ότι είχε χάσει  την εμπιστοσύνη της. Έδινε κοφτές και απότομες απαντήσεις, ήταν αμήχανος και σκυθρωπός, ανίκανος να κάνει την διάκριση μεταξύ αστεϊσμού και σοβαρότητας, αγωνιώντας μόνο για ένα της βλέμμα μια λέξη, ώστε να θέσει τον εαυτό του μπροστά στα πόδια της με ταπεινότητα και μετάνοια. Όμως εκείνη ούτε ξαναμίλησε, ούτε τον κύτταξε. Τα δάχτυλά της πετούσαν πάνω-κάτω στο κέντημα, σταθερά και επιδέξια σαν να ήταν η μοναδική ασχολία στη ζωή της.  Δεν ενδιαφερόταν γι αυτόν αλλιώς το πάθος και η θέρμη που είχε η λαχτάρα του, θα την είχαν κάνει  να σηκώσει εκείνα τα μάτια, έστω και για μια στιγμή, για να διαβάσει την μετάνοια που έδειχναν τα δικά του. Θα μπορούσε να την αρπάξει και να την ταρακουνήσει πριν φύγει,  έτσι ώστε με μια φανερά βίαιη πράξη να κερδίσει το προνόμιο να της μιλήσει για τις τύψεις που του κατέτρωγαν την καρδιά.
Ευτυχώς που  η βραδυά του έκλεισε με έναν μεγάλο περίπατο έξω στο δρόμο. Τον συνέφερε και τον έκανε να καταλήξει στην σοβαρή απόφαση να την συναντά στο εξής όσο δυνατόν λιγότερο καθώς η θέα και μόνο εκείνου του προσώπου και εκείνου του κορμιού, το άκουσμα και μόνο εκείνης της φωνής ( σαν απαλή μελωδική πνοή) είχε τέτοια εξουσία επάνω του ώστε να τον κάνει να χάνει την λογική του. Ας είναι ! Είχε γνωρίσει  τι ήταν η αγάπη – μια κοφτερή μαχαιριά, ένα ξέφρενο πάθος στις φλόγες του οποίου  πάλευε.  Όμως μέσα από αυτό το καμίνι θα πάλευε να βρει το δρόμο του προς την ηλικία της ωριμότητας, περισσότερο πλούσιος και ανθρώπινος τώρα που είχε γνωρίσει αυτό το μεγάλο πάθος. 


Μόλις εκείνος έφυγε, κάπως απότομα, από το δωμάτιο, η Μάργκαρετ σηκώθηκε και άρχισε να μαζεύει σιωπηλά το εργόχειρό της. Τα μακριά νήματα φαίνονταν να είναι ασυνήθιστα βαριά για τα κουρασμένα χέρια της. Οι στρογγυλάδες στο πρόσωπό της τραβήχτηκαν προς τα κάτω και η όλη της εμφάνιση έδειχνε άνθρωπο που είχε περάσει μια εξαντλητική ημέρα. Καθώς οι τρεις τους ετοιμάζονταν να αποσυρθούν για ύπνο, ο κύριος Μπέλλ μουρμούρισε κάτι επιτιμητικό για τον κύριο Θόρντον.
«Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο τόσο κακομαθημένο από την επιτυχία. Δεν σηκώνει λέξη – ούτε ένα αστείο. Τα πάντα φαίνεται να ενοχλούν  την αξιοπρέπεια της Υψηλότητάς του. Παλιά ήταν τόσο απλός και ευγενικός σαν την ηλιόλουστη μέρα. Δεν υπήρχε περίπτωση να προσβληθεί γιατί δεν είχε ίχνος ματαιοδοξίας μέσα του.»
«Ούτε τώρα είναι ματαιόδοξος.» είπε η Μάργκαρετ  ήσυχα και διακριτικά, στρέφοντας από το τραπέζι όπου βρισκόταν. «Απόψε δεν ήταν ο εαυτός του. Κάτι πρέπει να τον είχε εκνευρίσει πριν έρθει εδώ.»
Ο κύριος Μπέλλ της έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα πάνω από τα γυαλιά του. Φαινόταν αρκετά ήρεμη, αλλά μόλις έφυγε από το δωμάτιο , ρώτησε ξαφνικά:
«Χέηλ! Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι ο Θόρντον και η κόρη σου έχουν αυτό που αποκαλούν οι Γάλλοι ‘τρυφερά αισθήματα’ ο ένας για τον άλλον;»
«Ποτέ !» είπε ο κύριος Χέηλ, στην αρχή ξαφνιασμένος και μετά αναστατωμένος από την ιδέα. «Όχι, είμαι σίγουρος ότι κάνεις λάθος. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι σφάλλεις.  Αν υπάρχει κάτι, είναι από την πλευρά του κυρίου Θόρντον. Ο καημένος! Ελπίζω ειλικρινά να μην τρέφει αισθήματα γι αυτήν γιατί είμαι σίγουρος ότι εκείνη θα τον απορρίψει.»
«Τι να πώ!  Είμαι γεροντοπαλίκαρο και όλη μου τη ζωή απέφευγα τους έρωτες, έτσι μπορεί η κρίση μου να σφάλλει. Διαφορετικά, θα έλεγα ότι και εκείνη εμφάνιζε παρόμοια συμπτώματα απόψε.»


«Τότε, νομίζω πως κάνεις λάθος. Νοιάζεται γι αυτήν μ’ όλο που πραγματικά κατά καιρούς  εκείνη υπήρξε αγενής μαζί του. Όμως από την μεριά της – Μα, η Μάργκαρετ δεν έχει κάνει σκέψεις γι αυτόν, είμαι σίγουρος. Δεν έχει βάλει κάτι τέτοιο στο μυαλό της.»
«Φτάνει να το έχει βάλει στην καρδιά της. Όμως απλά  κάνω υποθέσεις για το τι θα μπορούσε να συμβαίνει. Τολμώ να πω ότι έκανα λάθος. Και είτε έσφαλλα είτε όχι, νυστάζω πολύ. Έτσι λοιπόν, αφού όπως βλέπω σε αναστάτωσα και σε ξαγρύπνησα με της άκαιρες φαντασιοκοπίες μου, θα κατευθυνθώ ξένοιαστος προς την κλίνη μου.»
Όμως ο κύριος Χέηλ ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει να τον διαταράξουν τέτοιες ανυπόστατες ιδέες. Έτσι ξάπλωσε και έμεινε ξάγρυπνος σταθερά προσηλωμένος στο να μην το σκέφτεται.
Ο κύριος Μπέλλ αναχώρησε την επόμενη ημέρα, ξορκίζοντας την Μάργκαρετ να προσβλέπει σε αυτόν σαν σε κάποιον που δικαιωματικά θα της πρόσφερε βοήθεια και προστασία σε κάθε δύσκολη περίσταση, όποιας φύσεως και αν ήταν αυτή. Στον κύριο Χέηλ είπε:
«Αυτήν την κόρη σου την Μάργκαρετ μες στην καρδιά μου την έβαλα.  Να την προσέχεις γιατί είναι ένα σπάνιο πλάσμα – παραείναι καλή για το Μίλτον-  μόνο στην Οξφόρδη θα ταίριαζε. Εννοώ την πόλη όχι τους άνδρες. Δεν μπορώ να της βρω ακόμα ταίρι. Αλλά όταν τα καταφέρω, θα φέρω τον νεαρό μου να σταθεί πλάι πλάι στην νεαρή σου όπως το τζίνι έφερε να ταιριάξει  τον Πρίγκιπα Καραλμαζάν στην Πριγκίπισσα Μπαντούρ της νεράιδας.»
«Σε εκλιπαρώ, μην κάνεις κάτι τέτοιο. Θυμήσου τις  δυστυχίες που ακολούθησαν. Εξάλλου, δεν μπορώ να στερηθώ τη Μάργκαρετ.»
«Όχι- τώρα που το καλοσκέφτομαι, θα την κρατήσουμε για να μας γηροκομήσει σε δέκα χρόνια από τώρα, όταν θα έχουμε γίνει δυο γερο ραμολιμέντα. Σοβαρά, Χέηλ, μακάρι να έφευγες από το Μίλτον. Δεν σου ταιριάζει καθόλου  παρ’ όλο που εγώ σου συνέστησα να έρθεις. Αν το έκανες, θα καταδεχόμουν να πάω να μείνω στο Πανεπιστήμιο και  με την Μάργκαρετ θα μπορούσατε να μείνετε στο πρεσβυτέριο. Εσύ να γίνεις αναπληρωτής εφημέριος και να με απαλλάξεις από τη «βρώμικη» δουλειά  κι εκείνη να είναι η οικοδέσποινά μας – η Λαίδη Μπάουντιφουλ του χωριού- την ημέρα και την νύχτα να μας διαβάζει μέχρι να μας πάρει ο ύπνος.  Θα ήμουν ευτυχής με μια τέτοια ζωή. Τι λες κι εσύ;»
«Ουδέποτε» είπε ο κύριος Χέηλ αποφασιστικά. « Η μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου συνετελέσθη και έχω πληρώσει   το τίμημα οδύνης  που μου αναλογούσε. Εδώ θα τελειώσω τη ζωή μου και εδώ θα με θάψουν και θα χαθώ μες στο πλήθος.»
«Δεν σκοπεύω να παραιτηθώ ακόμα από τα σχέδιά μου. Αλλά προς το παρόν δεν θα σε ζαλίσω με αυτά. Πού είναι Το Μαργαριτάρι;  Έλα Μάργκαρετ, δώσε μου ένα αποχαιρετιστήριο φιλί, και να θυμάσαι πού μπορείς να βρεις έναν αληθινό φίλο που θα σου προσφέρει όση βοήθεια στο μέτρο των δυνατοτήτων του. Είσαι παιδί μου, Μάργκαρετ. Να το θυμάσαι και ο Θεός να σε ευλογεί!»

........................................................................................................................................................