Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Κεφάλαιο 41ο "ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ".




Κεφάλαιο 41ο

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ

Καθώς ο χειμώνας προχωρούσε, οι μέρες άρχισαν να μεγαλώνουν χωρίς να φέρνουν τίποτα από την λάμψη της ελπίδας που συνήθως συνοδεύει τις ηλιαχτίδες του Φεβρουαρίου. Η κυρία Θόρντον, όπως είναι φυσικό είχε ολωσδιόλου πάψει να έρχεται στο σπίτι. Ο κύριος Θόρντον ερχόταν περιστασιακά αλλά οι επισκέψεις του απευθύνονταν στον πατέρα της και περιορίζονταν στο σπουδαστήριο. Ο κύριος Χέηλ μιλούσε γι αυτόν όπως πάντα. Μάλιστα η σπανιότητα των συναντήσεών τους, τους προσέδιδε ακόμα μεγαλύτερη αξία. Και αυτό που καταλάβαινε η Μάργκαρετ από τα λεγόμενα του κυρίου Θόρντον, ήταν ότι η ελάττωση των επισκέψεών του δεν είχε προκύψει από κάποια ματαίωση ή κάτι άτοπο. Υπήρξε μια εμπλοκή στη δουλειές του κατά την διάρκεια της απεργίας και απαιτούσε μεγαλύτερη προσοχή από μέρους του απ’ όσο είχε δείξει τον προηγούμενο χειμώνα. Η Μάργκαρετ ανακάλυψε μάλιστα ότι από καιρού εις καιρόν αναφερόταν στο πρόσωπό της, και απ’ όσο  μπορούσε να ξέρει, στον ίδιο φιλικό και ήρεμο τόνο, δίχως να το επιζητά αλλά ούτε και να το αποφεύγει.
Εκείνη δεν είχε την κατάλληλη διάθεση για να ανυψώσει τον ψυχισμό  του πατέρα της. Η ήρεμη αταραξία είχε διαδεχθεί μια τόσο μακρά εποχή άγχους και έγνοιας – ανάμεικτη με ξαφνικές αναταράξεις- ώστε ο νους της είχε γίνει άκαμπτος.  Προσπάθησε να βρει μια απασχόληση με το να διδάσκει τα παιδιά των Μπάουσερ και εργάστηκε σκληρά με στόχο την αγαθοεργία. Αληθινά, δούλευε σκληρά όμως η καρδιά της ήταν απονεκρωμένη και δεν συμμετείχε σ’αυτό με την ψυχή της και μ’ όλο που κατέβαλλε κάθε προσπάθεια επίπονα και  με συνέπεια, δεν ένοιωθε την παραμικρή ευχαρίστηση –  η ζωή εξακολουθούσε να της φαίνεται ζοφερή και θλιβερή. Το μόνο πράγμα που έκανε καλά, ήταν αυτό που έκανε  από οίκτο, χωρίς να το συνειδητοποιεί – η σιωπηλή παρηγοριά και ανακούφιση που πρόσφερε στον πατέρα της. Μπορούσε να αντιληφθεί και να κατανοήσει κάθε του διάθεση, να πραγματοποιήσει κάθε του επιθυμία πριν εκείνος προλάβει να την εκφράσει. Επιθυμίες που σε κάθε περίπτωση  εκφράζονταν διακριτικά και πάντα με  δισταγμό και με ζητώντας συγνώμη. Πρόθυμα και με πραότητα έσπευδε να υπακούσει.
  Ο Μάρτιος έφερε τα νέα για τον γάμο του Φρέντερικ. Έλαβαν γράμμα από εκείνον και την Ντολόρες.  Εκείνη έγραφε σε Ισπανικά-Αγγλικά όπως ήταν φυσικό, ενώ εκείνος με κάποιους ιδιωματισμούς που φανέρωναν πόσο πολύ τον είχε επηρεάσει  η γλώσσα που μιλιόταν στη χώρα της συζύγου του. Λαμβάνοντας το γράμμα του Χένρυ Λέννοξ στο οποίο  ανάφερε πόσο μικρές  ήταν οι ελπίδες να αποκατασταθεί το όνομά του σε ενδεχόμενο ναυτοδικείο λόγω της έλλειψης μαρτύρων,  ο Φρέντερικ είχε γράψει ένα μάλλον οργισμένο γράμμα στο οποίο αποκήρυσσε την Αγγλία ως πατρίδα του και ευχόταν να μπορούσε να αποποιηθεί την ιθαγένειά του. Δήλωνε πως δεν θα δεχόταν την απόδοση χάριτος ακόμη και αν του προσφερόταν ούτε θα ζούσε στην χώρα ακόμα κι αν του επιτρεπόταν.  Όλα αυτά έκαναν την Μάργκαρετ να κλάψει με πόνο – τόσο αφύσικο της φάνηκε όταν το πρωτοδιάβασε. Όταν όμως το συλλογίστηκε καλά, κατάλαβε ότι ήταν περισσότερο ένας τρόπος να εκφράσει την πικρή του απογοήτευση για τις ελπίδες του που χάθηκαν, κι ένιωσε ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος από την υπομονή. Στο επόμενο γράμμα, ο Φρέντερικ μιλούσε με τόση χαρά για το μέλλον ώστε δεν σκεφτόταν καθόλου το παρελθόν και η Μάργκαρετ συνειδητοποίησε αυτό που επιθυμούσε για τον αδελφό της – η υπομονή- ήταν αυτό που θα έπρεπε να επιδείξει και η ίδια.
..........................................................................................................................................................
Ο πατέρας της, εκείνη την Άνοιξη,  αντιμετώπιζε ενίοτε κάποια δυσκολία στην αναπνοή,  που τον στεναχωρούσε αρκετά. Η Μάργκαρετ δεν ανησυχούσε πολύ καθώς αυτή η δυσκολία εξαφανιζόταν εντελώς στα μεσοδιαστήματα, εντούτοις όμως, ήθελε πολύ να τον ταρακουνήσει από την παθητικότητά του και τον πίεζε να αποδεχτεί την πρόσκληση του κυρίου Μπέλλ να τον επισκεφθεί στην Οξφόρδη τον ερχόμενο Απρίλιο. Η πρόσκληση συμπεριλάμβανε και την ίδια . Για την ακρίβεια, είχε γράψει ένα γράμμα που απευθυνόταν ιδιαιτέρως στην ίδια και την διέταζε να έρθει, αλλά εκείνη αισθανόταν ότι θα ήταν μεγαλύτερη ανακούφιση για την ίδια να παραμείνει στην  γαλήνη  του σπιτιού της, απαλλαγμένη εντελώς από οιεσδήποτε ευθύνες  έτσι ώστε να μπορέσει να  ηρεμήσει την καρδιά και το μυαλό της με τρόπο που δεν μπόρεσε να κάνει  τα τελευταία δύο χρόνια.
Όταν ο πατέρας της έφυγε για το σιδηροδρομικό σταθμό, η Μάργκαρετ αισθάνθηκε πόσο μεγάλη πίεση είχε υποστεί – πίεση χρόνου και πίεση ψυχική. Ένοιωθε κατάπληκτη, σχεδόν αποσβολωμένη  μέσα σε τόση ελευθερία. Κανείς δεν περίμενε από εκείνη να τον εμψυχώσει ή να τον ψυχαγωγήσει. Δεν είχε να νοιαστεί και να φροντίσει  για κανέναν ασθενή. Μπορούσε να κάθεται άπραγη, αμίλητη, χωρίς έγνοια καμμιά και – αυτό που έμοιαζε πιο πολύτιμο απ’ όλα τα άλλα δικαιώματα – μπορούσε να είναι δυστυχής αν το ήθελε. Εδώ και μήνες,  έπρεπε να κλειδώνει  τις  δικές της ανάγκες και τα προβλήματα σε ένα σκοτεινό ντουλάπι. Τώρα όμως, είχε την άνεση να τις ανασύρει, να θρηνήσει επάνω τους, να ανακαλύψει την φύση τους και να ψάξει τον καλύτερο  τρόπο να τις αποσυνθέσει έτσι ώστε να  βρει γαλήνη. Όλες αυτές τις εβδομάδες είχε  θολή επίγνωση της ύπαρξής τους, μ’ όλο που ήταν κρυμμένες και αθέατες. Τώρα, για μια και μοναδική φορά, θα τις συλλογιζόταν και θα όριζε πώς η κάθε μια επηρέαζε τη ζωή της. Έτσι, έμεινε για ώρες στο καθιστικό σχεδόν χωρίς να κουνηθεί από τη θέση της, αναπολώντας την πίκρα κάθε ανάμνησης με ατάραχη αποφασιστικότητα. Μια φορά μόνο έκλαψε γοερά, στην οδυνηρή ανάμνηση της ολιγοπιστίας της που την οδήγησε να πει εκείνο το ταπεινωτικό ψέμα.
Τώρα δεν μπορούσε ούτε καν να αναγνωρίσει την ισχύ της αιτίας που  την οδήγησε εκεί. Όλα τα σχέδιά της για τον Φρέντερικ είχαν αποτύχει και το αρχικό της κίνητρο κείτονταν εκεί, ένας νεκρός εμπαιγμός – ένας εμπαιγμός που ποτέ δεν υπήρξε στ’ αλήθεια. Το ψέμα ήταν τόσο ανόητα αξιοκαταθρήνητο ιδωμένο υπό το πρίσμα των γεγονότων που ακολούθησαν ενώ η πίστη στην ισχύ της αλήθειας εμπεριείχε τόσο περισσότερη σοφία.
Πάνω στην ταραχή της, άνοιξε ασυναίσθητα ένα βιβλίο του πατέρα της που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Τα λόγια στα οποία έπεσε η ματιά της, έμοιαζαν να ανταποκρίνονται ακριβώς στην παρούσα κατάστασή της-  του δριμύ αυτοοικτιρμού:

Ωστόσο,φτωχή μου καρδιά, ιδού, είμαστε πεσμενοι μεσα στο λακκο τον οποιο ημασταν τοσο αποφασισμενοι ν' αποφύγουμε.Ας ανασυνταχθουμε,και ας τον αφησουμε για παντα,ας ζητησουμε το ελεος του Θεου και ας ελπισουμε σε Αυτόν  πως θα μας βοηθησει εφεξης για να ειμαστε πιο σθεναροι, και ας ξαναμπουμε στην οδό  της ταπεινότητας. Κουράγιο,ας είμαστε σε επιφυλακή, ο Θεός θα μας βοηθήσει.

« Η οδός της ταπεινότητος. Α..»  σκέφτηκε η Μάργκαρετ «αυτό το ξέχασα! Κουράγιο όμως, καρδούλα μου. Θα γυρίσουμε πίσω και με τη βοήθεια του Θεού θα βρούμε το χαμένο δρόμο.»

Έτσι σηκώθηκε, αποφασισμένη να απασχοληθεί με κάτι για να μην σκέφτεται. Για αρχή, κάλεσε τη Μάρθα, καθώς εκείνη περνούσε από τη πόρτα του καθιστικού για να πάει στα επάνω δωμάτια,  και προσπάθησε να μάθει τι βρισκόταν κάτω από τους σοβαρούς, ευπρεπείς και σαν που ταιριάζει σε υπηρέτρια τρόπους της που εμπεριέκλειαν την ιδιαίτερη προσωπικότητά της με μια υπακοή  σχεδόν μηχανιστική.
Δυσκολεύτηκε να την κάνει να μιλήσει για τα προσωπικά της ενδιαφέροντα αλλά φαίνεται πως χτύπησε τη σωστή χορδή όταν ανέφερε το όνομα της κυρίας Θόρντον. Το πρόσωπο της Μάρθας έλαμψε και με ελάχιστη ενθάρρυνση, ξετύλιξε μια μεγάλη ιστορία  για το πώς ο πατέρας της παλαιότερα  σχετιζόταν με τον σύζυγο της κυρίας Θόρντον – για την ακρίβεια ήταν σε θέση να τον βοηθήσει –πώς ακριβώς η Μάρθα δεν το γνώριζε επειδή ήταν πολύ μικρή τότε. Οι περιστάσεις χώρισαν τις δύο οικογένειες μέχρι που η Μάρθα ήταν σχεδόν μεγάλη κοπέλα. Τότε ο πατέρας της άρχισε να ξεπέφτει κοινωνικά από τη θέση που είχε σαν υπάλληλος σε εταιρεία, και με το θάνατο της μητέρας της, εκείνη και η αδελφή της θα ήταν «ολότελα χαμένες» όπως χαρακτηριστικά είπε η Μάρθα, αν δεν βρισκόταν η κυρία Θόρντον, η  οποία έψαξε να τις βρει, και νοιάστηκε γι αυτές, και τις φρόντισε.
«Ήμουν άρρωστη με πυρετό και πολύ αδύναμη. Η κυρία Θόρντον αλλά και ο κύριος Θόρντον δεν ησύχασαν μέχρις ότου με πήραν στο σπίτι τους να με φροντίσουν για να γίνω  καλά. Μέχρι και στη θάλασσα με έστειλαν. Ο γιατρός είπε πως ο πυρετός ήταν κολλητικός αλλά δεν τους ένοιαξε σταλιά. Μόνο η δεσποινίς Φάννυ έφυγε να επισκεφτεί εκείνη την οικογένεια στην οποία σύντομα θα γινόταν νύφη. Έτσι, μ’όλο που  φοβόταν τότε, όλα τέλειωσαν καλά.»
«Η δεσποινίς Φάννυ θα παντρευτεί!» αναφώνησε η Μάργκαρετ.
«Ναι, και μάλιστα μ’έναν πλούσιο κύριο, μόνο που είναι κάπως μεγαλύτερος απ’αυτήν. Τον λένε Γουάτσον και έχει εργοστάσια έξω από το Χέηλυ. Είναι καλό ταίριασμα μ’όλο που εκείνος έχει γκρίζα μαλλιά.»
Αυτή η πληροφορία έκανε την Μάργκαρετ να μείνει σιωπηλή για λίγο, ήταν όμως αρκετό το διάστημα ώστε η Μάρθα να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της και μαζί με αυτήν την λακωνικότητα στις απαντήσεις της. Αποτελείωσε το σκούπισμα του τζακιού, ρώτησε τι ώρα  έπρεπε να ετοιμάσει το τσάι και έφυγε από το δωμάτιο με το ίδιο ανέκφραστο πρόσωπο που είχε όταν μπήκε.  Η Μάργκαρετ χρειάστηκε να συγκρατήσει τον εαυτό της από το να επαναλάβει ένα άσχημο παιχνίδι που είχε υιοθετήσει προσφάτως : το να σκέφτεται  τι επιρροή είχε επάνω του κάθε συμβάν  που μάθαινε ότι σχετιζόταν με τον κύριο Θόρντον ˙  του άρεσε ή όχι ;
Την επόμενη μέρα υποδέχτηκε τα μικρά των Μπάουσερ για μάθημα και έπειτα βγήκε για μια μεγάλη βόλτα που κατέληξε σε επίσκεψη στην Μαίρη Χίγκινς.  Προς μεγάλη της έκπληξη βρήκε τον Νίκολας να έχει  ήδη επιστρέψει από την δουλειά στο σπίτι.
Η μεγαλύτερη διάρκεια της μέρας την ξεγέλασε ως προς το πόσο προχωρημένη ήταν ήδη η ώρα. Από τους τρόπους του, ήταν εμφανές ότι και εκείνος είχε αποκτήσει λίγη ταπεινότητα, ήταν πιο ήρεμος και με λιγότερο κομπασμό.
«Το λοιπόν, ο  αφέντης πάει ταξίδι, έτσι ; Έτσι μου ‘παν τα μικρά. Μα είναι διαόλια στην εξυπνάδα, έτσι δεν είναι ; Σάματις είναι πιο ξύπνια κι από τα δικά μου, αν και δε πρέπει να το λέω μιας κι έχω ένα παιδί στο μνήμα. Ο καιρός τώρα δα κάνει τους ανθρώπους να τριγυρνάνε ‘δω κι εκεί. Και το αφεντικό στο εργοστάσιο, σταματημό δεν έχει – όλο φεύγει και γυρνάει έξω.»
«Αυτός είναι ο λόγος που γύρισες νωρίτερα στο σπίτι;» ρώτησε με αφέλεια η Μάργκαρετ.
«Δεν ξέρεις τι σου γίνεται.» έκανε περιφρονητικά. « Δεν έχω δυο πρόσωπα ελόγου  μου – ένα για όταν με βλέπει ο αφέντης κι  άλλο για πίσω από την πλάτη του. Λόγιασα καλά την ώρα από  όλα τα ρολόγια που χτύπησαν στην πόλη πριν φύγω από τη δουλειά. Όχι – ο Θόρντον σου, είναι καλός αντίπαλος αλλά είναι πιότερο άξιος σαν πάει κανείς να τον ξεγελάσει. ‘συ μου βρήκες τη θέση και σ’ευχαριστώ. Τούτες τις μέρες δεν είναι καθόλου κακό να δουλεύεις στο εργοστάσιο του Θόρντον. Σήκω πάνω, λεβέντη μου και πες τον ύμνο που’μαθες στη δεσποινίδα Μάργκαρετ. Έτσι, πάτα γερά στα πόδια σου, τέντωσ’το χέρι σου σαν καλάμι. Με το ένα, με το δύο, με το τρία…!»
Ο μικρούλης επανέλαβε έναν ύμνο των Μεθοδιστών, με νοήματα πολύ προχωρημένα για την ηλικία του, που όμως είχε καταλάβει τον ρυθμό του και τον επαναλάμβανε με ύφος και πόζα μέλους του Κοινοβουλίου. Καθώς η Μάργκαρετ χειροκροτούσε αδιάφορα, ο Νίκολας του ζήτησε να πει κι άλλον ύμνο, κι ύστερα κι άλλον, ανακάλυψε προς μεγάλη της έκπληξη ότι ο Νίκολας έτσι παράδοξα και ασυνείδητα,  είχε αρχίσει να δείχνει ενδιαφέρον προς τα της εκκλησίας που πριν απαξιούσε.
Είχε περάσει η ώρα που συνήθως έπαιρνε το τσάι της όταν γύρισε στο σπίτι, αλλά ήταν μια ανακούφιση η αίσθηση ότι δεν είχε κάνει κανέναν να την περιμένει και το να μπορεί να παραδίδεται στις δικές της σκέψεις αντί να παρακολουθεί κάποιον άλλον  για να δει αν θα πρέπει να είναι χαρούμενη ή λυπημένη. Μετά το τσάι, αποφάσισε να μελετήσει ένα μεγάλο πακέτο με γράμματα και να ξεχωρίσει κάποια που έπρεπε να καταστραφούν.
..................................................................................................................................................................
Αναστέναξε καθώς σηκώθηκε να πάει για ύπνο.  Παρά το «Ένα βήμα τη φορά», παρά τη μία και μοναδική της υποχρέωση να είναι αφοσιωμένη στον πατέρα της, αισθανόταν στην καρδιά της αγωνία και λύπη.
Αλλά και ο κύριος Χέηλ είχε στη σκέψη του την Μάργκαρετ, εκείνη την Απριλιάτικη βραδιά, τόσο επίμονα και παράδοξα όσο και η κόρη του. Ήταν κουρασμένος έχοντας συναντήσει  παλιούς φίλους και περπατήσει σε γνώριμα μέρη. Είχε ίσως υπερβάλλει στη σκέψη για το  πώς οι παλιοί του φίλοι θα τον υποδέχονταν  δεδομένης  της αλλαγής στα πιστεύω του, όμως αν και κάποιοι ίσως να αισθάνθηκαν ταραχή και θλίψη ή αγανάκτηση για την πτώση του θεωρητικά, όμως μόλις  ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον άνθρωπο που κάποτε είχαν αγαπήσει, οι θεωρίες ξεχάστηκαν ή απλά πρόσθεσαν μια τρυφερή σοβαρότητα  στη συμπεριφορά τους. Ο κύριος Χέηλ δεν ήταν γνωστός σε πολλούς. Ανήκε σε μια από τις μικρότερες αδελφότητες και  πάντα ήταν συνεσταλμένος και ντροπαλός. Όμως εκείνοι που τον καιρό της νεότητος είχαν λάβει τον κόπο να διεισδύσουν την λεπτότητα της σκέψης και των συναισθημάτων που κρύβονταν κάτω από την σιωπή και την αναποφασιστικότητά του, τον είχαν κλείσει βαθιά μέσα στην καρδιά τους με εκείνη την προστατευτική ευγένεια  που θα έδειχναν σε μια γυναίκα. Και η ανανέωση αυτής της καλοσύνης, μετά από τη διακοπή τόσων χρόνων και εν μέσω τόσων αλλαγών τον είχε ταράξει περισσότερο από οποιαδήποτε αγένεια ή έκφραση δυσαρέσκειας.
«Φοβάμαι ότι το παρακάναμε,» είπε ο κύριος Μπέλλ. «Τώρα σε βλέπω να υποφέρεις έχοντας ζήσει τόσο πολύ στην ατμόσφαιρα του Μίλτον.»
«Είμαι κουρασμένος,»  είπε ο κύριος Χέηλ. «Αλλά όχι από την ατμόσφαιρα του Μίλτον. Είμαι πενήντα πέντε χρόνων και αυτό από μόνο του αρκεί για να δικαιολογήσει  απώλεια δυνάμεων.»
«Ανοησίες! Είμαι πάνω από εξήντα και καθόλου δεν έχω απωλέσει τις δυνάμεις μου, φυσικές ή πνευματικές. Μη μου λές εμένα  τέτοια   πράγματα! Πενήντα πέντε! Μα, είσαι νέος ακόμα!»
Ο κύριος Χέηλ κούνησε το κεφάλι του. «Αυτά τα λίγα τελευταία χρόνια!»  Αφού  έκανε μια παύση, ανασηκώθηκε από την σχεδόν ύπτια θέση που είχε σε μια από τις  αναπαυτικές  σαιζ-λονγκ του κυρίου Μπέλλ και είπε  με παλλόμενη  φωνή σε πολύ σοβαρό τόνο:
«Μπελλ, μην σκεφτείς ότι αν  μπορούσα να προείδω όλα αυτά που θα επακολουθούσαν της ιδεολογικής μου μεταστροφής και της μετοίκησής μου -  Όχι! Ούτε ακόμα αν εγνώριζα πόσο εκείνη θα υπέφερε –  δεν θα  άλλαζα κάτι στην δημόσια παραδοχή μου  ότι δεν είχα πλέον την ίδια πίστη στην Εκκλησία την οποία υπηρετούσα ως ιερέας. Όπως το βλέπω τώρα, ακόμα κι αν μπορούσα να προβλέψω  το φρικτό μαρτύριο  που πέρασα μέσα από τα πάθη ενός αγαπημένου μου προσώπου, θα είχα πράξει το ίδιο, δηλαδή θα εγκατέλειπα ανοικτά και ξεκάθαρα την Εκκλησία. Ίσως να είχα πράξει διαφορετικά και με πιο σώφρονα τρόπο όσον αφορά τα σχετικά με την οικογένειά μου.  Όμως νομίζω πως ο Κύριος δεν με προίκισε με υπερβάλλουσα σωφροσύνη ή δύναμη.» συμπλήρωσε ξαναγυρνώντας στην προηγούμενή του θέση.
Ο κύριος Μπέλλ φύσηξε επιδεικτικά την μύτη του πριν απαντήσει, λέγοντας:
«Σου έδωσε δύναμη να κάνεις αυτό που θεωρούσε η συνείδησή του, σωστό. Και δεν θεωρώ ότι χρειάζεται περισσότερη ή ιερότερη δύναμη ή σοφία από αυτή.  Γνωρίζω πως εγώ δεν διαθέτω τόση. Κι όμως θεωρούμαι σοφός στα ανόητα βιβλία κάποιων ανθρώπων. Χαρακτήρ αδαμάντινος, ανεξάρτητος και τα τοιαύτα. Κι όμως  ο πλέον ηλίθιος που υπακούει στο δικό του απλοϊκό  σύστημα αξιών, ακόμα κι αν αυτό είναι το να σκουπίζει τα πόδια του στον τάπητα της  εξώπορτας, είναι σοφότερος και ισχυρότερος εμού. Πόσο εύκολα εξαπατούνται οι άνθρωποι!»
Ακολούθησε μια παύση. Ο κύριος Χέηλ μίλησε πρώτος, συνεχίζοντας την σκέψη του.
«Σχετικά με την Μάργκαρετ.»
« Σχετικά με την Μάργκαρετ, λοιπόν! Τι συμβαίνει ;»
«Αν πεθάνω….»
«Ανοησίες!»
«Τι θα απογίνει εκείνη – το σκέφτομαι συχνά.  Υποθέτω ότι οι Λέννοξ θα της ζητήσουν να μείνει μαζί τους. Προσπαθώ να φαντάζομαι ότι έτσι θα γίνει. Η θεία της η Σώ, την αγαπούσε με το δικό της  σιωπηλό τρόπο, όμως η αγάπη της ξεχνιέται εν τη απουσία.»
« Σφάλμα σύνηθες πολύ. Τι είδους άνθρωποι είναι οι Λέννοξ;»
«Εκείνος  είναι ευειδής, ομιλητικός και ευπροσήγορος. Η Ήντιθ μια γλυκιά, κάπως κακομαθημένη καλλονή. Η Μάργκαρετ την αγαπά με όλη της την καρδιά και η Ήντιθ το ίδιο – τουλάχιστον όσο της είναι δυνατόν να αγαπήσει.»
« Άκου, Χέηλ. Γνωρίζεις ότι αυτό το κορίτσι σου  μες στην καρδιά μου το’χω. Σου το έχω ξαναπεί. Φυσικά ως θυγατέρα σου και πνευματικό μου τέκνο ενδιαφερόμουν για εκείνη και πριν να την δω την προηγούμενη φορά.  Όμως με αυτήν μου την επίσκεψη στο Μίλτον έγινα σκλάβος της. Μ’ έσυρε  ολοπρόθυμον στο άρμα της, εμένα το γέρο ξεκούτη. Επειδή, αληθινά, έχει  όλο το μεγαλείο και την γαλήνη του ανθρώπου που έχει παλέψει και παλεύει ακόμα, κι όμως προσβλέπει στη νίκη που θα έρθει αναμφίβολα. Ναι, μ’ όλες τις παρούσες δυσκολίες της, έχει αυτό το βλέμμα στο πρόσωπό της. Έτσι, όλη μου η περιουσία, είναι στην υπηρεσία της αν τη χρειαστεί και θα γίνει δική της ούτως η άλλως όταν πεθάνω. Επιπλέον, θέτω τον εαυτό μου στην υπηρεσία της ως πιστός της ιππότης και ακόλουθος μ’ όλο που είμαι ένας εξηντάρης γεροπαράξενος. Ειλικρινά, παλιέ μου φίλε, η κόρη σου  θα είναι η πρωταρχική μου έγνοια στη ζωή και όποια αρωγή  μπορούν  να συνδράμουν το πνεύμα μου, η σοφία μου ή η πρόθυμη καρδιά μου, θα την έχει. Δεν την επέλεξα ως αντικείμενο διαπαιδαγώγησης και νουθεσίας . Κάτι που γνωρίζω από τα παλιά ότι είναι δική σου μέριμνα, διαφορετικά δεν θα ήσουν ευχαριστημένος.  Όμως σίγουρα εσύ θα ζήσεις πολύ περισσότερα χρόνια από εμένα. Βλέπεις ότι οι αδύνατοι πάντα καταφέρνουν να ξεγελάνε και να νικούν  το Χάρο. Είναι οι εύσωμοι και πληθωρικοί σαν κι εμένα που φεύγουν πρώτοι !»
Αν ο κύριος Μπέλλ είχε προφητικό χάρισμα, θα είχε δει τον πυρσό να τρεμοσβήνει και τον Άγγελο σοβαρό και πένθιμο  να γνέφει στο φίλο του από τα ύψη. Εκείνη την νύχτα ο κύριος Χέηλ έγειρε στο προσκέφαλό του και δεν ξύπνησε ποτέ ξανά. Ο υπηρέτης που μπήκε στο δωμάτιο το άλλο πρωί δεν έλαβε  καμμία απάντηση όταν του μίλησε. Πλησίασε στην κλίνη και είδε το ήρεμο, όμορφο πρόσωπο να κείτεται ωχρό και παγωμένο κάτω από την αναπόδραστη σφραγίδα του θανάτου.  Η όψη του ήταν γαλήνια. Δεν υπήρχαν σημάδια αγωνίας ή πόνου. Η καρδιά του θα πρέπει να έπαψε να χτυπά ενώ κοιμόταν.
Ο κύριος Μπέλλ έμεινε αποσβολωμένος από το πλήγμα και συνήλθε μόνο και μόνο για να εξοργιστεί με αυτό που του πρότεινε ο υπηρέτης του.
« Εισαγγελική έρευνα; Ήμαρτον ! Μήπως θαρρείς πως τον δηλητηρίασα; Ο κύριος Φόρμπς λέει πως είναι η φυσιολογική κατάληξη μιας καρδιακής νόσου. Καημένε Χέηλ! Την έφθειρες πρόωρα την τρυφερή καρδιά σου. Καημένε μου παλιόφιλε!  Πώς μιλούσε για  - Γουώλις, σε πέντε λεπτά να μου έχεις έτοιμη μια μικρή βαλίτσα. Κάθομαι εδώ και μιλάω… Ετοίμασέ την, είπα!  Πρέπει να πάω στο Μίλτον με το επόμενο δρομολόγιο.»

Σε είκοσι λεπτά από τη λήψη αυτής της απόφασης, η βαλίτσα είχε ετοιμαστεί, η άμαξα είχε κληθεί, και ο κύριος Μπέλλ είχε ήδη φτάσει στο σιδηροδρομικό σταθμό.
Το τραίνο από το Λονδίνο έφτασε ασθμαίνον, οπισθοχώρησε μερικά μέτρα, και ο κύριος Μπέλλ επιβιβάσθηκε ωθούμενος κάπως βιαστικά από τον ανυπόμονο σιδηροδρομικό υπάλληλο. Έγειρε πίσω και έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει  πώς μπορούσε κάποιος που ήταν εν ζωή χθες να κείτεται νεκρός σήμερα. Αμέσως  δάκρυα  άρχισαν να ξεγλιστρούν  ανάμεσα από τα γεροντικά του βλέφαρα. Καθώς το ένοιωσε, άνοιξε τα μάτια του αποφασισμένος  να δείχνει όσο το δυνατόν πιο εύθυμος. Δεν θα έβαζε τα κλάματα μπροστά σε  δυο ξένους. Όχι αυτός !
Δεν κάθονταν δύο ξένοι απέναντί του, αλλά μονάχα ένας και  αυτός στο ίδιο κάθισμα, αλλά μακριά , στην άλλη άκρη. Ο κύριος Μπέηλ άρχισε να τον παρατηρεί διακριτικά για να δει τι είδους άνθρωπος ήταν αυτός που μπορεί να είδε το συναισθηματικό του ξέσπασμα. Και πίσω από την ολάνοιχτη εφημερίδα των Times αναγνώρισε τον κύριο Θόρντον.
« Μα, τι στο καλό, εσύ είσαι Θόρντον;» είπε πλησιάζοντας πιο κοντά. Έσφιξε το χέρι του κυρίου Θόρντον σε μια δυνατή και θερμή χειραψία που όμως σταμάτησε απότομα γιατί έπρεπε να σκουπίσει τα δάκρυά του. Την τελευταία φορά που τον είχε δει ήταν με συντροφιά τον φίλο του τον Χέηλ.
«Πηγαίνω στο Μίλτον για ένα θλιβερό καθήκον. Πάω να αναγγείλω στην κόρη του Χέηλ τον αιφνίδιο θάνατό του.»
«Τον θάνατο του ;! Ο κύριος Χέηλ νεκρός;!»
«Ναι, το λέω συνεχώς στον εαυτό μου ‘Ο Χέηλ πέθανε’ αλλά δεν εννοώ να το πιστέψω πως είναι αλήθεια. Παρ’ όλ’αυτά, ο Χέηλ είναι νεκρός. Πήγε για ύπνο υγιής κατά τα φαινόμενα και ήταν εντελώς παγωμένος σήμερα το πρωί που πήγε ο υπηρέτης μου να τον φωνάξει.»
«Πού ; Δεν καταλαβαίνω!»
«Στην Οξφόρδη. Είχε έρθει να μείνει μαζί μου. Ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν την Οξφόρδη εδώ και δεκαεπτά χρόνια….και η τελευταία.»
Κανείς δεν είπε λέξη επί ένα τέταρτο της ώρας. Έπειτα μίλησε ο κύριος Θόρντον.
«Και εκείνη…!»  αμέσως όμως τα λόγια του  κόπηκαν.
«Εννοείς την Μάργκαρετ. Ναι, πηγαίνω να της το πώ. Ο καημένος! Πόσο την είχε στο μυαλό του το τελευταίο βράδυ! Θεέ και Κύριε – χθες βράδυ μόλις !  Και πόσο απροσμέτρητα μακρυά βρίσκεται σήμερα. Αλλά προς χάριν  του θα έχω την Μάργκαρετ σαν παιδί μου. Χθες βράδυ είπα πως θα την πάρω υπό την προστασία μου προς χάριν της. Ε, λοιπόν, θα το κάνω προς χάριν και των δύο.»
Ο κύριος Θόρντον προσπάθησε μια- δυο φορές να μιλήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στο τέλος, μπόρεσε να πει: «Τι θ’απογίνει εκείνη ;»

«Φαντάζομαι ότι δύο άνθρωποι θα την περιμένουν. Ένας εγώ. Θα έβαζα έναν δράκοντα αληθινό στο σπίτι μου, αν έχοντας τέτοιον συνοδό και φτιάχνοντας δικό μου νοικοκυριό, μπορούσα να δώσω στα γεράματά μου λίγη ευτυχία έχοντας την Μάργκαρετ για κόρη. Αλλά είναι κι αυτοί οι Λέννοξ!»
«Ποιοι είναι αυτοί ;» ρώτησε ο κύριος Θόρντον με φωνή που έτρεμε μόλις κρύβοντας το ενδιαφέρον του.
«Ω, αυτάρεσκοι Λονδρέζοι  που πολύ πιθανόν να θεωρούν ότι έχουν περισσότερα δικαιώματα πάνω της.  Ο λοχαγός Λέννοξ παντρεύτηκε την εξαδέλφη της – το κορίτσι με το οποίο μεγάλωσε η Μάργκαρετ. Αρκετά καλοί άνθρωποι, θα έλεγα.
Και ύστερα, είναι και η θεία της, η κυρία Σω. Ίσως υπάρχει κάποιος τρόπος, αν ζητήσω σε γάμο αυτήν την πλούσια κυρία! Όμως αυτό θα ήταν υπερβολικό! Είναι και εκείνος ο αδελφός !»
«Ποιος αδελφός ; Ο αδελφός της θείας της ;»
«Όχι, όχι. Ο έξυπνος Λέννοξ (γιατί ο λοχαγός είναι ηλίθιος καθώς αντιλαμβάνεσαι), ένας νεαρός δικηγόρος που θα θέσει τον εαυτό  του στις υπηρεσίες της Μάργκαρετ. Γνωρίζω πως την είχε στο μυαλό του τα τελευταία πέντε χρόνια  ίσως και παραπάνω. Μου το είπε ένας από τους συνέταιρούς του. Το μόνο που τον σταματούσε είναι ότι η Μάργκαρετ δεν είχε περιουσία. Αλλά τώρα αυτό δεν είναι πλέον θέμα.»
«Μα, πώς ;» ρώτησε ο κύριος Θόρντον που η περιέργειά του ήταν πολύ ειλικρινής για να συνειδητοποιήσει το αδιάκριτο της ερώτησης.
«Θα με κληρονομήσει όταν πεθάνω. Και αν αυτός ο Χένρυ Λέννοξ της αξίζει έστω και κατά το ήμισυ και της αρέσει – ε, τότε ίσως βρω άλλον τρόπο να στήσω σπιτικό μέσω ενός γάμου. Τρέμω,  μήπως σε κάποια  ανύποπτη στιγμή ,  υποπέσω σε τέτοιο πειρασμό με τη θεία.»
Όμως κανείς από τους δύο δεν είχε διάθεση να γελάσει, έτσι η παραδοξότητα των λόγων του κυρίου Μπέλλ διέλαθε της προσοχής και των δύο. Ο κύριος Μπελλ έσμιξε τα χείλη του σε σφύριγμα αλλά κανένας ήχος δεν βγήκε παρά μια μακρόσυρτη συρριστική ανάσα. Άλλαξε θέση αλλά και πάλι δεν βρήκε ησυχία. Ο κύριος Θόρντον καθόταν εντελώς ακίνητος, με το βλέμμα καρφωμένο σε ένα σημείο στην εφημερίδα, την οποία είχε πάρει στα χέρια του για να δώσει στον εαυτό του την άνεση να σκεφτεί.
...................................................................................................................................................................