Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Κεφάλαιο 38ο - "Υποσχέσεις Που Εκπληρώνονται"

Πολλά και σημαντικά σε αυτό το 38ο κεφάλαιο. Υποσχέσεις που εκπληρώνονται είτε με χαιρεκακη διάθεση είτε με το στανιό. Και αντιπαραθέσεις ! Ενδιαφέρουσες αντιπαραθέσεις !!!



Κεφαλαιο 38ο

Υποσχεσεισ Που Εκπληρωνονται


Δεν ήταν μόνον ότι ο κύριος Θόρντον γνώριζε πως η Μάγκαρετ είχε δώσει ψευδή μαρτυρία – αν και η ίδια πίστευε πως για το γεγονός αυτό είχε ξεπέσει στην υπόληψή του -  αλλά το ότι αυτό της το ψεύδος, στο νού του,  σχετιζόταν ολοφάνερα με κάποιον εραστή. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το γεμάτο αγάπη και ειλικρίνεια βλέμμα που την είδε να ανταλλάσσει με έναν άλλον άνδρα, την μεταξύ τους οικειότητα που πρόδιδε τουλάχιστον σχέση εμπιστοσύνης αν όχι βέβαιης αγάπης. Αυτή η σκέψη τον κέντριζε ολοένα ˙ ήταν μια εικόνα που την έβλεπε μπροστά του όπου κι αν πήγαινε, ό,τι κι αν έκανε. Επιπροσθέτως (και αυτό τον έκανε να τρίζει τα δόντια του στην ανάμνηση και μόνο) ήταν η ώρα, σούρουπο μόλις σκοτείνιαζε, το μέρος, τόσο μακριά από το σπίτι και όχι πολυσύχναστο. Η ευγενέστερη πλευρά του εαυτού του αρχικά έτεινε να πιστέψει ότι όλα αυτά μπορεί να ήταν  τυχαία, αθώα και δικαιολογημένα. Όμως, άπαξ και της αναγνώρισε το δικαίωμα να αγαπήσει και να αγαπηθεί ( και τι λόγο είχε να της το αρνηθεί ; Μήπως δεν είχε  με πολύ ξεκάθαρα λόγια  απορρίψει την αγάπη του ;)θα μπορούσε πολύ εύκολα να είχε παρασυρθεί σε έναν μακρινότερο περίπατο, μια ώρα περισσότερο προχωρημένη απ’ όσο περίμενε. Όμως εκείνο το ψέμα! Πού  πρόδιδε κάποια  ένοχη συνείδηση για κάποιο σφάλμα, το οποίο προσπάθησε να αποκρύψει  - κάτι που ήταν τόσο αταίριαστο με το χαρακτήρα της.
Τουλάχιστον αυτό της το αναγνώριζε αν και θα ήταν πιο ανακουφιστικό αν όλον αυτόν τον καιρό τη θεωρούσε ανάξια της εκτίμησής του. Αυτό ήταν η αιτία της δυστυχίας του – ότι την αγαπούσε με πάθος, και πως τη θεωρούσε, με όλα τα ψεγάδια της, πιο υπέροχη και αξιαγάπήτη από κάθε άλλη γυναίκα. Κι όμως, έβλεπε πως ήταν τόσο προσκολλημένη σε έναν άλλον άνδρα, είχε τόσο παρασυρθεί από τα αισθήματά της για εκείνον, ώστε να παραβιάσει τον  φιλαλήθη χαρακτήρα της. Αυτό ακριβώς το ψέμα που την στιγμάτιζε ήταν η απόδειξη του πόσο τυφλά αγαπούσε κάποιον άλλον – εκείνον τον όμορφο άνδρα  που ήταν λυγερός, κομψός και  μελαχρινός – ενώ ο ίδιος ήταν τραχύς, σκυθρωπός και με γεροδεμένος. Ρίχτηκε στο μαρτύριο της αυτομαστίγωσης μέσα σε αγωνιώδη, πυρετική ζήλια. Σκέφτηκε εκείνο το βλέμμα, εκείνη τη στάση! Πώς θα είχε ρίξει τη ζωή του στα πόδια της για ένα της τέτοιο βλέμμα, για να τον αγγίξει με τέτοια  στοργή.  Οίκτιρε τον εαυτό του επειδή είχε δώσει αξία στον αυθόρμητο τρόπο με τον οποίο τον είχε υπερασπιστεί απέναντι στην οργή του πλήθους. Τώρα ήξερε πόσο τρυφερή και γοητευτική φαινόταν όταν ήταν με έναν άνδρα που αγαπούσε πραγματικά. Θυμήθηκε λέξη προς λέξη τα λόγια της που έκοβαν σαν λεπίδες: « Θα έκανε  το ίδιο– και περισσότερο πρόθυμα- για κάθε έναν από εκείνο το πλήθος, όπως και για εκείνον.» Στην προσπάθειά της να αποφύγει την αιματοχυσία τον θεωρούσε ίσο με τον καθένα από το πλήθος. Όμως εκείνος ο άνδρας, εκείνος ο κρυφός εραστής δεν ήταν ίσος με κανέναν άλλον. Βλέμματα, λέξεις, αγκαλιές, ψέματα, συγκαλύψεις – όλα για εκείνον.
Ο κύριος Θόρντον είχε επίγνωση ότι ποτέ άλλοτε στη ζωή του δεν είχε υπάρξει τόσο ευέξαπτος  όσο ήταν τώρα. Σε όποιον τον ρωτούσε ήθελε να δώσει – ή καλύτερα να γρυλίσει-  μια σύντομη, κοφτή απάντηση, και αυτή η επίγνωση πλήγωνε την υπερηφάνειά του. Πάντα υπερηφανευόταν για τον αυτοέλεγχό του και ήταν αποφασισμένος να ελέγξει τον εαυτό του.  Έτσι κατάφερε να μαλακώσει το ύφος του σε έναν τόνο ήπιας αποφασιστικότητας, όμως  ήταν πιο σκληρός και αυστηρός απ’ όσο συνήθως. Στο σπίτι ήταν περισσότερο σιωπηλός απ’ όσο πριν. Περνούσε τα απογεύματά του  βαδίζοντας αδιάκοπα πάνω κάτω, κάτι που, αν το έκανε κάποιος άλλος, θα είχε εξοργίσει αφάνταστα την μητέρα του, η οποία δύσκολα το ανεχόταν ακόμα και από τον αγαπημένο της γυιό.
«Δεν μπορείς να σταματήσεις λιγάκι- δεν μπορείς να καθίσεις για ένα λεπτό; Θέλω κάτι να σου πω, αν μπορέσεις να πάψεις αυτό το αδιάκοπο πήγαιν’ έλα.»
Κάθισε αμέσως σε μια καρέκλα κοντά στον τοίχο.
«Ήθελα να σου μιλήσω για την Μπέτσυ. Λέει πως πρέπει να φύγει. Ότι ο θάνατος του μνηστήρα της  την επηρέασε τόσο ώστε δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στη δουλειά της.»


«Πολύ καλά. Υποθέτω, τότε,  πως θα πρέπει ν’ αρχίσουμε να ψάχνουμε για μαγείρισσα.»
« Εσείς οι άντρες έτσι σκέφτεστε. Δεν είναι μόνο  το μαγείρεμα, είναι ότι ξέρει τα πάντα για το νοικοκυριό μας. Εκτός αυτού μου είπε κάτι για την φίλη σου, την δεσποινίδα Χέηλ.»
«Δεν είμαι φίλος με την δεσποινίδα Χέηλ. Είμαι φίλος με τον κύριο Χέηλ.»
«Χαίρομαι που τ’ ακούω, γιατί αν ήταν φίλη σου, θα σε πείραζε αυτό που λέει η Μπέτσυ.»
«Πες  μου», είπε εκείνος με εκείνη την ακραία  ηρεμία που είχε υιοθετήσει στην συμπεριφορά του τις τελευταίες ημέρες.
«Η Μπέτσυ λέει ότι την νύχτα που ο αρραβωνιαστικός της – ξεχνώ το όνομά του, γιατί πάντα λέει ΄εκείνος’ - »
«Ο Λέοναρντς.»
«Την νύχτα που  είδανε τον Λέοναρντς για τελευταία φορά στο σταθμό – στην τελευταία του βάρδια, δηλαδή – η δεσποινίδα Χέηλ ήταν εκεί και περιφερόταν με έναν νεαρό, ο οποίος, όπως πιστεύει η Μπέτσυ σκότωσε τον Λέοναρντς, χτυπώντας τον με γροθιά ή σπρώχνοντάς τον.»
«Ο Λέοναρντς δεν πέθανε από  γροθιά ή σπρώξιμο.»
«Πώς το ξέρεις;»
« Γιατί έθεσα ξεκάθαρα την ερώτηση στον γιατρό του νοσοκομείου.  Μου είπε ότι υπήρχε μια μακροχρόνια αρρώστια που προκλήθηκε από την συνήθεια του Λέοναρντς να πίνει υπερβολικά. Ότι το γεγονός πως η κατάστασή του επιδεινώθηκε ραγδαία όταν βρέθηκε σε κατάσταση μέθης, έδωσε απάντηση στο ερώτημα αν η τελευταία και θανατηφόρα κρίση προκλήθηκε από την υπερβολική μέθη ή την
 πτώση.»
« Την πτώση; Ποια πτώση;»
« Αυτήν που προκλήθηκε από το σπρώξιμο ή το χτύπημα που αναφέρει η Μπέτσυ.»
«Άρα υπήρξε χτύπημα ή σπρώξιμο.»
«Έτσι πιστεύω.»
«Και ποιος το έκανε;»
« Καθώς δεν διεξήχθη έρευνα, μετά από την γνωμάτευση του γιατρού, δεν είμαι σε θέση να σου πώ.»
«Όμως η δεσποινίς Χέηλ βρισκόταν εκεί;»
Καμμία απάντηση.
«Και μάλιστα με κάποιον νεαρό.»
Και πάλι καμμία απάντηση. Στο τέλος είπε: «Μητέρα, σου είπα πως δεν έγινε ανάκριση. Δεν  υπήρξε έρευνα .Καμμία δικαστική  έρευνα θέλω να πω.»
« Η Μπέτσυ λέει ότι ο Γούλμερ (ένας γνωστός της που δουλεύει σε οπωροπωλείο, πέρα στο Κράμπτον)  ορκίζεται πως η δεσποινίς Χέηλ βρισκόταν στον σταθμό εκείνη την ώρα, περπατώντας πέρα δώθε με έναν νεαρό.»
« Δεν βλέπω σε τι μας αφορά αυτό. Η δεσποινίς Χέηλ μπορεί να πράττει ελεύθερα, όπως της αρέσει.»
«Χαίρομαι που το λες αυτό,» είπε η κυρία Θόρντον με ζέση. «Σίγουρα έχει λίγη σημασία για εμάς – καθόλου μάλιστα για εσένα, μετά από όσα συνέβησαν!  Όμως, υποσχέ- έδωσα υπόσχεση στην κυρία Χέηλ ότι δεν θα επέτρεπα στην κόρη της να παραστρατήσει χωρίς να τη νουθετήσω και να της δώσω κάποια συμβουλή. Σίγουρα θα της δείξω ποια είναι η γνώμη μου για μια τέτοια διαγωγή.»
«Δεν βλέπω τίποτα επιλήψιμο σε ό,τι έκανε εκείνο το απόγευμα,» είπε ο κύριος Θόρντον και πλησίασε τη μητέρα του. Στάθηκε κοντά στο τζάκι, στρέφοντας το πρόσωπό του από την άλλη μεριά.
« Δεν θα ενέκρινες να γυρνάει η Φάννυ με έναν νεαρό, σούρουπο σε ένα απομονωμένο μέρος. Για να μην αναφέρω το ότι επέλεξε να κάνει τον περίπατό της την ώρα  που η μητέρα της ήταν ακόμα άταφη. Θα ήθελες να δει ένας βοηθός οπωροπώλη  την αδελφή σου να συμπεριφέρεται έτσι ;»
«Κατ’ αρχάς, μια και δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που κι εγώ ήμουν βοηθός υφασματοπώλη, απλά το  γεγονός ότι ένας βοηθός οπωροπώλη είδε να συντελείται μια πράξη, δεν αλλάζει το χαρακτήρα της πράξης κατά τη γνώμη μου. Και εν συνεχεία,  βλέπω να υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της δεσποινίδος Χέηλ και της Φάννυ.  Φαντάζομαι  ότι η πρώτη μπορεί να είχε σοβαρούς λόγους  για τους οποίους θα όφειλε να παραβλέψει κάθε φαινομενική απρέπεια στην συμπεριφορά της. Δεν νομίζω ότι η Φάννυ είχε ποτέ σοβαρούς λόγους για να κάνει οτιδήποτε. Χρειάζεται την επίβλεψη άλλων. Η δεσποινίς Χέηλ πιστεύω ότι είναι σε θέση να επιβλέψει τον εαυτό της.»
«Ωραία γνώμη έχεις για την αδελφή σου, στ’ αλήθεια!  Πραγματικά, Τζων, θα έλεγε κανείς ότι με τόσα που έχει κάνει η δεσποινίς Χέηλ θα έπρεπε να είχες ανοίξει τα μάτια σου ! Σε ανάγκασε να της προτείνεις γάμο, επιδεικνύοντας με τόλμη ένα ψεύτικο  ενδιαφέρον για σένα – για να σε εξαπατήσει με αυτόν τον νεαρό, αναμφίβολα. Βλέπω ξεκάθαρα τη διαγωγή της τώρα. Πρέπει να πιστεύεις ότι είναι εραστής της, έτσι δεν είναι ;»
Στράφηκε προς τη μητέρα του. Το πρόσωπό του ήταν πολύ χλωμό και σκυθρωπό. «Μάλιστα, μητέρα. Πράγματι πιστεύω ότι είναι εραστής της.»  Με αυτά τα λόγια επέστρεψε ξανά στην προηγούμενη στάση του. Φάνηκε να σφαδάζει σαν κάποιος που βιώνει έντονο σωματικό πόνο. Έπειτα, προτού προλάβει εκείνη να μιλήσει, στράφηκε ξανά προς το μέρος της.
«Μητέρα. Αυτός, όποιος κι αν είναι, είναι ο εραστής της.  Εκείνη όμως ίσως χρειάζεται τη βοήθεια και τη συμβουλή μιας γυναίκας.  Ίσως να αντιμετωπίζει δυσκολίες και πειρασμούς τους οποίους δεν γνωρίζω. Φοβάμαι όμως πως υπάρχουν. Δεν θέλω να ξέρω τι ακριβώς είναι. Όμως εσύ, καθώς πάντα στάθηκες μια καλή  - ναι! και τρυφερή μητέρα  σε μένα, πήγαινε κοντά της, κέρδισε την εμπιστοσύνη της  και συμβούλεψέ την τι είναι καλύτερο να πράξει. Ξέρω ότι κάτι δεν πάει καλά. Κάτι τρομερό την βασανίζει.»
«Για όνομα του Θεού, Τζων!» είπε η μητέρα του, που τώρα είχε πραγματικά σοκαριστεί, «τι εννοείς; Τι θέλεις να πεις ; Τι ξέρεις ;»
Εκείνος δεν της απάντησε.
«Τζων! Δεν ξέρω τι να βάλω με το μυαλό μου, γι αυτό μίλα !  Δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς  έτσι εναντίον της.»
«Όχι εναντίον της, μητέρα! Δεν θα μπορούσα να μιλήσω εναντίον της.»
«Ε, λοιπόν, δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς έτσι γι αυτήν εκτός αν δώσεις περισσότερες εξηγήσεις. Αυτά τα μισόλογα  μπορούν να καταστρέψουν την υπόληψη μιας γυναίκας.»
« Την υπόληψή της !  Μητέρα, μην τολμήσεις….» Γύρισε και την κύτταξε με μάτια που πετούσαν φλόγες. Έπειτα ορθώνοντας το κορμί του αποφασιστικά και με αξιοπρέπεια, είπε « Δεν θα πώ τίποτα άλλο παρά αυτό που είναι λίγο-πολύ η  ξεκάθαρη αλήθεια και είμαι σίγουρος ότι με πιστεύεις: Έχω σοβαρούς  λόγους να πιστεύω ότι η δεσποινίς Χέηλ αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα και δυσκολίες που συνδέονται  με μια σχέση, η οποία απ’όσον τουλάχιστον γνωρίζω τον χαρακτήρα της  δεσποινίδος Χέηλ, είναι  απόλυτα αθώα. Ποιοι είναι αυτοί οι σοβαροί λόγοι, δεν θα αναφέρω. Όμως δεν θα δεχτώ να ακούσω από κανέναν ούτε λέξη εναντίον της, ή κάποιον ενοχοποιητικό υπαινιγμό, παρά μονάχα ότι αυτή τη στιγμή χρειάζεται τη συμβουλή κάποιας ευγενικής και τρυφερής κυρίας. Υποσχέθηκες στην κυρία Χέηλ να είσαι εσύ αυτή!»
«Όχι!» είπε η κυρία Θόρντον. « Μετά χαράς μπορώ να πώ ότι δεν υποσχέθηκα να δείξω ευγένεια ή τρυφερότητα, γιατί  εκείνη την ώρα ένοιωσα ότι θα ήταν πέραν των δυνάμεών μου να προσφέρω κάτι τέτοιο σε μια κοπέλα με το χαρακτήρα της δεσποινίδος Χέηλ. Υποσχέθηκα να την συμβουλέψω και να δώσω την γνώμη μου, όπως θα έκανα  και για την κόρη μου. Θα της μιλήσω όπως θα μιλούσα και στην Φάννυ αν την είχαν δει να περιφέρεται με κάποιον νεαρό στο σούρουπο. Θα της μιλήσω βασιζόμενη σε αυτά που γνωρίζω, χωρίς να επηρεαστώ με τον έναν  ή τον άλλον τρόπο από τους ‘σοβαρούς λόγους’ που δεν  θέλεις να μου εμπιστευτείς. Έτσι θα έχω εκπληρώσει την υπόσχεσή μου και θα έχω κάνει το καθήκον μου.»
«Δεν θα το δεχτεί» της απάντησε οργισμένα.
«Θα αναγκαστεί να το δεχτεί, αν μιλήσω στο όνομα της νεκρής μητέρας της.»
« Λοιπόν» είπε εκείνος βγαίνοντας , «μην μου πεις τίποτε άλλο πάνω στο θέμα. Δεν αντέχω να το σκεφτώ. Καλύτερα να της μιλήσεις εσύ με οποιονδήποτε τρόπο παρά να μην της μιλήσει κανένας – Ω, αυτό το βλέμμα της αγάπης!» συνέχισε με σφιγμένα δόντια  κλεισμένος στο ιδιαίτερο δωμάτιό του. «Και αυτό το αναθεματισμένο ψέμα που φανέρωνε κάποια τρομερή καταισχύνη που δεν έπρεπε να βγει  φως στο οποίο θεωρούσα ότι ζούσε εκείνη συνεχώς! Ω, Μάργκαρετ, Μάργκαρετ ! Μητέρα, τι μαρτύριο με έκανες να περάσω! Ω, Μάργκαρετ, γιατί δεν αγάπησες εμένα ; Μπορεί να είμαι άξεστος και απότομος αλλά δεν θα σου ζητούσα ποτέ να πεις ψέματα για χάρη μου.»
...............................................................................................................................................................
Η Μάργκαρετ ήταν μόνη της. Έγραφε γράμμα στην Ήντιθ, δίνοντάς της πολλές λεπτομέρειες για τις τελευταίες ημέρες της μητέρας της. Ήταν μια ασχολία που την έκανε να αισθάνεται ευάλωτη και χρειάστηκε να σκουπίσει τα δάκρυά της καθώς της ανακοινώθηκε η άφιξη της κυρίας Θόρντον.  
Ήταν τόσο γλυκιά κι ευγενική στην υποδοχή που της έκανε, ώστε η επισκέπτριά της ένοιωσε κάπως να λυγίζει. Έμοιαζε αδύνατον να μπορέσει να εκφέρει τα λόγια που είχε τόσο καλά προετοιμάσει όταν δεν είχε μπροστά της την παραλήπτρια.  Η πλούσια, ήσυχη φωνή της Μάργκαρετ ήταν πιο χαμηλότονη απ’ ότι συνήθως. Οι τρόποι της είχαν περισσότερη χάρη, επειδή η καρδιά της  ήταν γεμάτη ευγνωμοσύνη για την φιλόφρονα επίσκεψη της κυρίας Θόρντον. 
Έκανε το πάν για να βρει ενδιαφέροντα θέματα προς συζήτηση. Εξήρε την Μάρθα, την υπηρέτρια που τους είχε βρει η κυρία Θόρντον, είπε πως έγραψε στην Ήντιθ για ένα μικρό ελληνικό   για το οποίο είχαν μιλήσει με την δεσποινίδα Θόρντον.  Η κυρία Θόρντον ήταν αρκετά αμήχανη. Το κοφτερό δαμασκηνό σπαθί της  έμοιαζε να αχρηστεύεται ανάμεσα στα ροδοπέταλα. Παρέμενε σιωπηλή γιατί προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να πράξει το καθήκον της.  Στο τέλος, βρήκε τη δύναμη να το κάνει, χάρη σε μια υποψία η οποία αντίθετα σε κάθε πιθανότητα, εισχώρησε στο μυαλό της : Πως όλη αυτή η γλυκύτητα τρόπων είχε στόχο να εξευμενίσει  τον κύριο Θόρντον. Ότι με κάποιον τρόπο  η άλλη σχέση είχε αποτύχει και ότι εξυπηρετούσε τους σκοπούς της δεσποινίδος Χέηλ να στραφεί στον θαυμαστή που απέρριψε. Η καημένη η Μάργκαρετ! Η μόνη αλήθεια που υπήρχε σε αυτήν την υποψία ήταν ότι η κυρία Θόρντον ήταν η μητέρα  του ανθρώπου, του οποίου τη γνώμη εκτιμούσε και φοβόταν πως είχε χάσει. Και αυτή η σκέψη υποσυνείδητα, βάρυνε επιπλέον στην  φυσική επιθυμία της να ευχαριστήσει κάποιον που της έδειχνε καλοσύνη με την επίσκεψή του. Η κυρία Θόρντον σηκώθηκε να φύγει, όμως έμοιαζε ότι δεν είχε πει ακόμα αυτό που ήθελε. Ξερόβηξε και άρχισε:
«Δεσποινίς Χέηλ, έχω ένα καθήκον να εκπληρώσω. Υποσχέθηκα στην καημένη την μητέρα σου ότι, στο βαθμό που μου επιτρέπει η φτωχή μου κρίση, δεν θα σας επέτρεπα να  υποπέσετε σε κάποιο σφάλμα (εδώ η φωνή της γλύκανε λιγάκι) άθελά σας, χωρίς να προσπαθήσω να σας νουθετήσω, χωρίς τουλάχιστον να σας δώσω κάποια συμβουλή, είτε την δεχτείτε, είτε όχι.»
Η Μάργκαρετ στεκόταν μπροστά της, κατακόκκινη όπως όλοι οι ένοχοι με μάτια που έμοιαζαν να διαστέλλονται καθώς κοίταζε την κυρία Θόρντον. Νόμισε ότι είχε έρθει να της μιλήσει για το ψευδή της κατάθεση – ότι ο κύριος Θόρντον της αναθέσει να της εξηγήσει τους κινδύνους στους οποίους είχε εκθέσει τον εαυτό της: Να πρέπει να παραστεί στην ολομέλεια του δικαστηρίου. Και  μόλο που η καρδιά της βούλιαζε στη σκέψη ότι  είχε προτιμήσει να μην έρθει ο ίδιος να την επικρίνει, ώστε αφού λάβει την τιμωρία της να επανορθωθεί στην εκτίμησή του, ωστόσο ήταν αρκετά ταπεινωμένη ώστε να αντέξει κάθε ψόγο ως προς αυτό το θέμα υπομονετικά και με πραότητα.
Η κυρία Θόρντον συνέχισε:
«Αρχικά, όταν κάποια από τις υπηρέτριές μου με πληροφόρησε ότι σας είδαν να περπατάτε με κάποιον νεαρό άνδρα, στο Άουτγουντ, τόσο μακριά από την οικία σας, και μια τέτοια ώρα, δυσκολεύτηκα να το πιστέψω. Όμως, ο γιός μου, λυπάμαι που το λέω, επιβεβαίωσε την ιστορία της. Ήταν – το λιγότερο – απρεπές! Πολλές νεαρές έχασαν ήδη την υπόληψή τους….»
Τα μάτια της Μάργκαρετ  άστραψαν φλογισμένα.  Αυτό ήταν αναπάντεχο – και τόσο προσβλητικό. Αν η κυρία Θόρντον της είχε μιλήσει για το ψέμα που είπε, όλα καλά και άγια – θα το δεχόταν και θα ταπεινωνόταν. Αλλά να αναμειχθεί στην αγωγή της – να μιλήσει για την υπόληψή της! Εκείνη, η κυρία Θόρντον – μια ξένη-  ήταν υπερβολική αυθάδεια! Δεν θα της απαντούσε – ούτε μια λέξη. Η κυρία Θόρντον είδε την οργή στα μάτια της Μάργκαρετ, πράγμα που πυροδότησε την μαχητικότητά της.

«Προς χάριν της μητέρας σου, θεώρησα  σωστό να σε προειδοποιήσω ενάντια σε τέτοιες απρέπειες. Μακροπρόθεσμα θα σε κάνουν να ξεπέσεις στην εκτίμηση του κόσμου, ακόμα κι αν δεν επιφέρουν κάποια  συγκεκριμένη βλάβη.»
«Προς χάριν της μητέρας μου,» είπε η Μάργκαρετ με φωνή σπασμένη από τα δάκρυα, «θα μπορούσα να αντέξω πολλά – αλλά όχι τα πάντα. Σίγουρα, η μητέρα μου δεν θα ήθελε να υποστώ τέτοια προσβολή.»
«Προσβολή, δεσποινίς Χέηλ!»
«Μάλιστα, κυρία.» είπε η Μάργκαρετ πιο σταθερά. « Είναι προσβολή. Τι σας κάνει να υποψιάζεστε ότι εγώ…Ω!» έκανε καταρρέοντας και σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της « ..τώρα ξέρω. Ο κύριος Θόρντον σας είπε…»

«Όχι, δεσποινίς Χέηλ,» είπε η κυρία Θόρντον που η φιλαλήθειά της δεν της επέτρεπε να αφήσει την Μάργκαρετ να συνεχίσει την εξομολόγησή της, αν και από περιέργεια ήθελε να την ακούσει. «Σταματήστε, ο κύριος Θόρντον δεν μου είπε τίποτα. Δεν γνωρίζετε τον γυιό μου. Δεν είσαστε άξια να τον γνωρίσετε. Μου είπε τα εξής. Άκουσε τα, νεαρά μου, και ίσως καταλάβεις – αν είσαι σε θέση να καταλάβεις – τι είδους άνθρωπο απέρριψες. Αυτός ο βιομήχανος απ’το Μίλτον, που την μεγάλη, ευαίσθητη καρδιά του απαξίωσες με τέτοιον τρόπο, μου είπε μόλις χθες το βράδυ – ‘Πήγαινε κοντά της. Έχω λόγους να πιστεύω ότι βρίσκεται σε στεναχώριες εξαιτίας κάποιας σχέσης. Χρειάζεται μια γυναίκα να τη συμβουλέψει.’ Ναι, νομίζω πως αυτό είπε, επί λέξει. Πέραν τούτου – εκτός από το να παραδεχτεί ότι βρισκόσουν στο σταθμό Άουτγουντ με έναν νεαρό το βράδυ της εικοστής έκτης του μηνός – δεν είπε τίποτα άλλο. Ούτε μία λέξη εναντίον σου. Αν γνωρίζει ο,τιδήποτε για την αιτία  που σε κάνει να έχεις ξεσπάσει έτσι σε λυγμούς, το κρατά για τον εαυτό του.»
.....................................................................................................................................................
Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή  να θέσει το αίτημά του ο Χίγκινς. Όμως είχε υποσχεθεί στην Μάργκαρετ να το κάνει με οποιοδήποτε κόστος. Έτσι, παρ’ όλο που κάθε λεπτό που περνούσε ένοιωθε να μεγαλώνει η αποστροφή καθώς και η υπερηφάνειά του και ένοιωθε το θυμό του να φουντώνει, στεκόταν με τις ώρες ακουμπώντας σε ένα τοιχάκι, πότε ακουμπώντας στο ένα πόδι, πότε στο άλλο. Κάποια στιγμή, άκουσε επιτέλους το σύρτη να τραβιέται, και είδε να βγαίνει ο κύριος Θόρντον.
«Θέλω να σας μιλήσω, κύριε.»
« Δεν έχω χρόνο τώρα, άνθρωπέ μου. Έχω ήδη αργήσει.»
«Το λοιπόν,  θα πρέπει να περιμένω μέχρις να γυρίσετε.»
Ο κύριος Θόρντον είχε σχεδόν φτάσει στο δρόμο. Ο Χίγκινς αναστέναξε. Ήταν όμως ανώφελο. Το να προσπαθήσει να τον συναντήσει στο δρόμο, ήταν η μόνη του ευκαιρία για να δει «τ’ αφεντικό». Αν είχε χτυπήσει το κουδούνι, πολύ περισσότερο αν είχε ανέβει να τον ζητήσει, θα τον είχαν στείλει στον επιστάτη. Έτσι, έμεινε πάλι ακίνητος, χωρίς να μιλά σε κανέναν απλά νεύοντας στους λίγους που τον αναγνώριζαν και του μιλούσαν καθώς οι εργάτες έβγαιναν από την αυλή για την ώρα του φαγητού και ρίχνοντας το πιο βλοσυρό του ύφος στους Ιρλανδούς «ρουφιάνους» που μόλις  είχαν έρθει.  Ο κύριος Θόρντον επιτέλους, επέστρεψε.
«Πώς! Είσαι ακόμα εδώ ;»
«Μα’στα, κύριε. Πρέπει να σας μιλήσω.»
«Έλα μαζί μου, τότε. Περίμενε. Θα κάνουμε το γύρο της αυλής. Οι εργάτες δεν έρχονται στο πίσω μέρος και θα  έχουμε ησυχία. Είναι η ώρα του φαγητού, καθώς βλέπω…» είπε κλείνοντας την πόρτα στο δωμάτιο των αχθοφόρων.
Σταμάτησε να μιλήσει στον επιστάτη. Εκείνος του είπε χαμηλόφωνα:
«Υποθέτω πως γνωρίζετε κύριε, ότι αυτός ο άνθρωπος, είναι ο Χίγκινς, ένας από τους αρχηγούς στο Συνδικάτο. Έβγαλε εκείνον το λόγο στο Χάρτσφηλντ.»
«Όχι, δεν το γνώριζα,» είπε ο κύριος Θόρντον γυρίζοντας απότομα να δει τον άνθρωπο που περπατούσε μαζί του. Είχε ακουστά μόνο τον Χίγκινς ως ταραχοποιό πνεύμα.
« Πάμε!» του είπε και ο τόνος του ήταν πιο απότομος από πριν. «Τέτοιοι άνδρες σαν κι αυτόν,» αναλογιζόταν «πλήττουν το εμπόριο και την πόλη στην οποία ζουν. Απλοί δημαγωγοί που αγαπούν την εξουσία, με οποιοδήποτε κόστος στις ζωές των άλλων.»
« Λοιπόν, κύριε, τι  θέλετε από εμένα;» ρώτησε ο κύριος Θόρντον γυρίζοντας να τον κυττάξει καταπρόσωπο, μόλις μπήκαν στο λογιστήριο του εργοστασίου.
«Με λένε Χίγκινς…»
«Αυτό το γνωρίζω,» τον διέκοψε. «Το θέμα είναι τι θέλετε, κύριε Χίγκινς.»
«Δουλειά θέλω.»
«Δουλειά.! Είσαι πολύ ξύπνιος που  έρχεσαι να μου γυρέψεις δουλειά. Δεν είσαι αναιδής, αυτό είναι σίγουρο !»
« Είναι πολλοί και καλύτεροί μου,  ‘κείνοι που δεν με χωνεύουνε, οχιές που χτυπάνε πισώπλατα. Μα και τούτοι ακόμα δεν μ’ έχουνε για σεμνό!» είπε  ο Χίγκινς. Είχε ενοχληθεί περισσότερο από το ύφος του κυρίου Θόρντον παρά από τα λόγια του.
Ο κύριος Θόρντον είδε πάνω στο γραφείο ένα γράμμα που απευθυνόταν προς αυτόν. Το πήρε και άρχισε να το διαβάζει. Στο τέλος,  ανασήκωσε το κεφάλι του.
«Τι περιμένεις ;»
«Μια ερώτηση έκαμα και περιμένω απάντηση.»
«Σου απάντησα. Μη χάνεις άλλο  το χρόνο σου.»
« Κύριε, πρωτύτερα είπατε κάτι για την αναίδειά μου. Κείνο που ξέρω όμως είναι ότι αν έχεις τρόπους πρέπει να λές ‘ναι’ ή ‘όχι’ όταν κάποιος σε ρωτάει κάτι. Θα σας ήμουν υπόχρεος αν μου δίνατε δουλειά. Ο Χάμπερς μπορεί να σας πει ότι είμαι καλός  στη δουλειά μου.»
« Καλά θα κάνεις να μη με στείλεις στο Χάμπερ για συστάσεις, άνθρωπέ μου! Ίσως μου  πει περισσότερα απ’ όσα θέλεις ν’  ακούσω !»
« Θα το ρισκάρω. Το χειρότερο που μπορούνε να πούνε για μένα είναι ότι έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για τους άλλους, ακόμα και με χάσιμο δικό μου.»
«Καλύτερα να πας να τους γυρέψεις δουλειά. Έδιωξα  πάνω από εκατό από τους καλύτερους εργάτες μου επειδή  ακολούθησαν εσένα και κάποιους σαν και σένα- και πιστεύεις ότι θα σε πάρω στη δουλειά;  Καλύτερα να βάλω φωτιά στο εργοστάσιο και να το κάψω!»
Ο Χίγκινς γύρισε να φύγει. Έπειτα, θυμήθηκε τον Μπάουσερ και γύρισε και τον κύτταξε κάνοντας την μεγαλύτερη παραχώρηση που μπορούσε να επιδείξει.
«Αφεντικό, σου υπόσχομαι  ότι δεν θα πω ούτε λέξη που θα μπορούσε να σου προξενήσει ζημιά, όσο εσύ μας φέρεσαι δίκια. Και θα σου πώ και το άλλο: Σου δίνω το λόγο μου, πως αν σε δω να κάνεις κάτι στραβό και να φέρεσαι άδικα, θα’ρθώ να σου το πώ πρώτα σε σένα μοναχά, και αυτό λογιάζω ότι είναι μια δίκια προειδοποίηση. Κι έτσι και δεν έρθουμε σε συμφωνία, τότε μπορείς να με διώξεις  μες στην επόμενη ώρα.»
«Μα την αλήθεια, έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου! Χάσιμο είχε ο Χάμπερς που σ’ έδιωξε. Πώς άφησε και του ξέφυγε τέτοια διάνοια ;»
« Μπορείς να πεις πώς κανείς μας δεν ήταν ευχαριστημένος με τον άλλονε. Εγώ δεν υπέγραφα  ΄κείνα  που θέλανε να μου δώσουνε να υπογράψω κι αυτοί δε θα  με παίρνανε έτσι. Έτσι λοιπόν, έχω το ελεύθερο να πάω αλλού να γυρέψω δουλειά. Κι όπως είπα, αφεντικό, αν και δε θα ‘πρεπε να το πώ, είμαι καλός στη δουλειά μου και μπορεί κανείς να μου ’χει εμπιστοσύνη- ειδικά αν κρατηθώ μακριά από το ποτό. Κι έχεις το λόγο μου, αυτό θα κάνω από ‘δω και μπρός.»
«Για να σου μένουν περισσότερα χρήματα να οργανώσεις την επόμενη απεργία, υποθέτω, έτσι;»
«Όχι! Μακάρι να  μπορούσα, μα τα θέλω για να φροντίσω τη χήρα και τα ορφανά κάποιου που του σάλεψε το μυαλό από ‘κείνους τους ρουφιάνους που έφερες. Του’φαγε τη δουλειά  ένας  Ιρλανδέζος που δεν ήξερε πού παν τα τέσσερα !»
«Ε, λοιπόν, άμα έχεις αυτές τις καλές προθέσεις, καλύτερα να κυττάξεις κάπου αλλού. Θα σε συμβούλευα να μην μείνεις στο Μίλτον γιατί εδώ σε γνωρίζουν πολύ καλά οι πάντες.»
«Έτσι κι ήτανε καλοκαίρι, θα πήγαινα στη θέση του Ιρλανδέζου. Θα ‘κανα το ναυτικό, θα πήγαινα στ’ αλώνια ή στο θέρο κι ούτε που θα ’θελα να ξαναδώ το Μίλτον στα μάτια μου. Αλλά είναι χειμώνας και τα παιδιά θα πεινάσουνε.»
«Ωραίος ναυτικός θα γινόσουνα ! Και δεν θα μπορούσες να βγάλεις ούτε το μισό μεροκάματο ενός Ιρλανδού στα χωράφια.»
«Ε, τότες θα ζήταγα μισό μεροκάματο για  δώδεκα ώρες έτσι και δεν μπορούσα να βγάλω ολόκληρη τη  δουλειά. Δεν ξέρετε κάπου που να χρειάζονται εργάτη και να μπορούν να με δοκιμάσουν ; Μακριά από τα  εργοστάσια μιας και θαρρείτε πως είμαι  ένας τέτοιος μπουρλοτιέρης! Για χάρη των παιδιών, θα δεχτώ ό,τι μεροκάματο μου δώσουν.»
«Μα δεν βλέπεις τι θα γίνεις ; Ένας ‘ρουφιάνος’. Θα χρέωνες μικρότερο μεροκάματο από τους άλλους εργάτες – κι αυτό για χάρη των παιδιών ενός άλλου. Σκέψου τι κακό θα έκανες σε έναν άλλο φουκαρά που θα ήθελε να βγάλει ένα μεροκάματο για ταίσει τα δικά του παιδιά. Εσύ και το Συνδικάτο σου θα στρεφόσασταν εναντίον του. Όχι, όχι! Μόνο και μόνο αν σκεφτώ τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκες σε αυτούς τους φτωχούς Ιρλανδούς μέχρι τώρα, θα αρνηθώ αυτό που μου ζητάς. Δεν θα σου δώσω δουλειά. Δε λέω ότι δεν πιστεύω την πρόφαση  με την οποία μου γυρεύεις δουλειά – δεν ξέρω λεπτομέρειες γι αυτό. Μπορεί να είναι αλήθεια, μπορεί και όχι. Όπως και να ΄χει δεν είναι μια πολύ πιθανή ιστορία. Θα μου επιτρέψεις να φύγω. Δεν σου δίνω δουλειά. Ορίστε η απάντηση που γυρεύεις.»
«Σας άκουσα, κύριε.  Δεν θα έμπαινα στον κόπο να σας ενοχλήσω, αλλά ήρθα με το στανιό, γιατί μου ’πανε πως έχετε ανθρωπιά μέσα σας. Φαίνεται πως η κυρία  που μου το είπε παρεξήγησε κι εγώ παραπλανήθηκα. Δεν είμαι δα κι ο πρώτος που τον παραπλανεί μια γυναίκα.»
«Την επόμενη φορά, να πεις στην κυρία να κυττάζει τη δουλειά της και να μη σπαταλά ούτε το χρόνο σου ούτε το δικό μου. Οι γυναίκες φέρνουν την πανούκλα στον κόσμο. Άντε – δίνε του !»
«Σας είμαι υπόχρεος για την καλοσύνη σας και πιότερο για το ευγενικό σας κατευόδιο.»
Ο κύριος Θόρντον δεν μπήκε στον κόπο να του απαντήσει. Όμως κυττάζοντας από το παράθυρο λίγο αργότερα, του έκανε εντύπωση η  αδύνατη φιγούρα του σκυφτού άνδρα  που προχωρούσε στην αυλή. Βάδιζε αργά και κουρασμένα, κάτι που ερχόταν  σε μεγάλη αντίθεση με την ξεκάθαρη αποφασιστικότητα με την οποία τον είχε αντιμετωπίσει ο ίδιος άνδρας λίγο πριν. Πήγε στο δωμάτιο του θυρωρού.
«Πόση ώρα περίμενε εκείνος ο Χίγκινς για να μου μιλήσει;»

...........................................................................................................................................................