Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Κεφάλαιο 9 Ένδυμα για τσάι



ΒΟΡΡΑΣ ΚΑΙ ΝΟΤΟΣ 


Κεφάλαιο 9ο

ΈΝΔΥΜΑ ΓΙΑ ΤΣΑΙ



 Την  επομένη  εκείνης  συνάντησης  με τον Χίγκινς και την κόρη του, ο κος Χέηλ  ανέβηκε στο μικρό καθιστικό σε μια ασυνήθιστη γι αυτόν ώρα.  Άρχισε να περιεργάζεται εξεταστικά  τα διάφορα αντικείμενα μέσα στο δωμάτιο  αλλά η Μάργκαρετ  καταλάβαινε ότι ήταν απλά ένα νευρικό τρικ – ένας τρόπος να αναβάλλει κάτι που ήθελε αλλά φοβόταν να πεί. Στο τέλος  το ξεστόμισε -
«Αγαπητή μου! Έχω καλέσει τον κο Θόρντον για τσάι  απόψε.»
Η κα Χέηλ ήταν γερμένη στην πολυθρόνα της, με τα μάτια κλειστά  και με μια έκφραση πόνου στο πρόσωπό της που τον τελευταίο καιρό έμοιαζε να έχει γίνει  μόνιμη. Αλλά ανασηκώθηκε και άρχισε να μεμψιμοιρεί ακούγοντας τα όσα είπε ο σύζυγός της.
«Ο κος Θόρντον!- και απόψε μάλιστα! Μα γιατί στο καλό θέλει να έρθει εδώ αυτός ο άνθρωπος; Και η Ντίξον έχει να πλύνει τις μουσελίνες και τις δαντέλες μου, και μάλιστα με  το σκληρό νερό που δημιουργούν αυτοί οι τρομεροί ανατολικοί άνεμοι-κάτι που νομίζω θα συμβαίνει όλο το χρόνο εδώ στο Μίλτον !»

«Ο άνεμος είναι  μεταβλητός, αγαπητή μου», είπε ο κος Χέηλ κυττάζοντας έξω τον καπνό που παρασυρόταν από τον άνεμο που ερχόταν απ’τα ανατολικά, μόνο που δεν είχε ιδέα από τα σημεία του ορίζοντα και τα προσάρμοζε κατά βούληση.
«Μην μου πείς!» είπε η κα Χέηλ αναριγώντας και τυλίχτηκε ακόμα πιο σφιχτά στο σάλι της. «Με βοριά ή με νοτιά πάντως, υποθέτω πως αυτός ο  άνθρωπος θα έρθει.»

«Ω, μαμά, είναι φανερό πως δεν έχεις γνωρίσει τον κο Θόρντον. Φαίνεται άνθρωπος που θα του άρεσε να αναμετρηθεί με κάθε εναντιότητα που θα βρισκόταν στο δρόμο του – είτε αυτό είναι αντίπαλος, είτε είναι άνεμος  ή  οι περιστάσεις. Όσο  περισσότερο λυσσομανά η καταιγίδα τόσο πιο σίγουρο είναι ότι θα μας έρθει. Όμως θα πάω  εγώ να βοηθήσω την  Ντίξον. Θα γίνω περίφημη οικιακή βοηθός. Και δεν νομίζω ότι θα θελήσει καμία άλλη ψυχαγωγία από το να συζητήσει με τον πατέρα. Πατέρα, πραγματικά ανυπομονώ να σας δω μαζί ως Δάμονα και Φιντία. Τον είδα μόνο μια φορά και  όπως κανείς μας δεν ήξερε τι να πει στον άλλον  νομίζω πως  δεν τα πήγαμε και τόσο καλά.»

«Δεν νομίζω ότι θα τον συμπαθήσεις ποτέ ή ότι θα τον βρείς ευχάριστο, Μάργκαρετ. Δεν είναι ο τύπος που γοητεύει τις γυναίκες.»

Η Μάργκαρετ έγειρε το κεφάλι της με περιφρόνηση « Δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα οι άνδρες που γοητεύουν τις γυναίκες, πατέρα. Ωστόσο, ο κος Θόρντον έρχεται εδώ ως φίλος σου – ως κάποιος που έχει  κερδίσει την εκτίμησή σου»-
«Ο μοναδικός εδώ στο Μίλτον,» είπε ο κος Χέηλ.
«Έτσι λοιπόν, θα τον καλοδεχτούμε και θα του προσφέρουμε μικρά κέικ με καρύδα. Η Ντίξον θα  χαρεί αν της ζητήσουμε να φτιάξει μερικά και θα αναλάβω εγώ να σιδερώσω τα δαντελένια σου σκουφάκια, μαμά.»
Πολλές φορές εκείνο το πρωινό η Μάργκαρετ ευχήθηκε να ήταν ο κος Θόρντον όσο πιο  μακριά γινόταν. Είχε κατά νού να κάνει άλλα πράγματα:  ένα γράμμα στην Ήντιθ, ένα ωραίο κομμάτι από το Δάντη,  μια επίσκεψη στους Χίγκινς. Αντί γι αυτό, βρέθηκε να σιδερώνει όλη την ημέρα, ακούγοντας τα παράπονα της Ντίξον και το μόνο που μπορούσε ήταν να παρακαλάει από μέσα της  να φανεί αρκετά τυχερή έτσι ώστε να την αποτρέψει από το να  μεταφέρει την Ιερεμιάδα της στη κα Χέηλ. Κάθε τόσο, έπρεπε να υπενθυμίζει στον εαυτό της την εκτίμηση που έτρεφε ο πατέρας της για τον κο Θόρντον, για να καταλαγιάσει την ένταση και την κούραση που ένοιωθε να την πλημμυρίζουν και που απειλούσαν να μετατραπούν  σε έναν από τους φοβερούς πονοκεφάλους που την ταλαιπωρούσαν τελευταία. Μόλις που ήταν σε θέση να μιλήσει όταν επιτέλους μπόρεσε να καθίσει, και είπε στην μητέρα της ότι δεν ήταν πλέον η Πέγκυ η παραδουλεύτρα αλλά η αριστοκράτισσα Μάργκαρετ Χέηλ. Αυτό, το είπε χάριν αστεϊσμού και αμέσως  μετάνιωσε που δεν συγκράτησε τη γλώσσα της, γιατί η μητέρα της το πήρε στα σοβαρά.

«Μάλιστα! Αν κάποιος μου έλεγε τότε που ήμουν η Μις Μπέρεσφορντ και μια από τις καλλονές της περιοχής ότι το παιδί μου θα   έπρεπε να σταθεί όρθιο για μισή μέρα μέσα σε μια μικρή, στενάχωρη κουζίνα, να δουλεύει σαν παραδουλεύτρα  για να υποδεχτούμε έναν έμπορο,  και ότι αυτός ο έμπορος θα ήταν ο μοναδικός»…….
«Ω, μαμά!» έκανε η Μάργκαρετ καθώς σηκωνόταν από τη θέση της «μη με τιμωρείς τόσο για έναν άστοχο λόγο μου. Δεν με νοιάζει να σιδερώσω ή να κάνω οποιαδήποτε δουλειά για εσένα ή τον πατέρα. Εγώ, που γεννήθηκα και ανατράφηκα αριστοκρατικά ως προς το κάθε τι,  ακόμα κι αν πρέπει να σφουγγαρίσω το πάτωμα ή να πλύνω τα πιάτα. Τώρα νοιώθω λιγάκι κουρασμένη, για πολύ λίγο όμως  ∙ σε μισή ώρα θα μπορώ να το ξανακάνω από την αρχή. Όσο για το ότι ο κος Θόρντον ασχολείται με το εμπόριο τι άλλο θα μπορούσε να κάνει ο δυστυχής;  Υποθέτω ότι η μόρφωσή του δεν θα τον καθιστούσε ικανό για κάτι άλλο.» Η Μάργκαρετ  όρθωσε αργά το κορμί της και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της∙ προς το παρόν δεν μπορούσε να αντέξει περισσότερο.

Στην οικία του κου Θόρντον, την  ίδια στιγμή μια ανάλογη αλλά διαφορετική σκηνή λάμβανε χώρα. 
...............................
«Τζών! Εσύ είσαι;»
Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο γυιός της.
«Τι σε φέρνει σπίτι τόσο νωρίς; Νόμιζα ότι θα πήγαινες για τσάι στο σπίτι  εκείνου του φίλου του κυρίου Μπέλλ ∙ σε αυτόν τον κύριο Χέηλ, σωστά;»
«Αυτό ακριβώς θα κάνω, μητέρα. Γύρισα μόνο για να ντυθώ.»
«Να ντυθείς! Χμ! Στα νιάτα μου οι νέοι αρκούνταν να ντύνονται μια φορά την ημέρα. Γιατί θα πρέπει να αλλάξεις για να πάς να πιείς τσάι με έναν γέρο πάστορα;»
«Ο κος Χέηλ είναι τζέντλεμαν και η σύζυγος με την κόρη του, είναι κυρίες με καταγωγή.»
« Η σύζυγος και η κόρη ! Δασκάλες είναι κι αυτές; Με τι ασχολούνται; Δεν μου τις έχεις αναφέρει ποτέ.»
«Όχι, μητέρα, γιατί δεν έχω γνωρίσει ακόμα την κα Χέηλ ∙ συνάντησα μόνο την δεσποινίδα Χέηλ για κανένα μισάωρο.»
« Πρόσεχε να μην σε τυλίξει μια άφραγκη κοπέλα, Τζών.»
« Δεν με τυλίγουν εύκολα, μητέρα, και νομίζω πως το ξέρεις. Αλλά δεν θα ανεχτώ να μιλάς έτσι για την δεσποινίδα Χέηλ, γιατί με προσβάλλεις.  Δεν είχε πέσει  ποτέ στην αντίληψή μου ότι κάποια νεαρή προσπαθεί να με τυλίξει, ούτε πιστεύω ότι καμιά θα μπεί σ’αυτόν τον μάταιο κόπο.»

Η κυρία Θόρντον δεν έδειξε να υποχωρεί στα επιχειρήματα του γυιού της. Εξάλλου για  το φύλο της, είχε αρκετή υπερηφάνεια.
«Τέλος πάντων, εγώ απλά σου λέω να προσέχεις. Ίσως τα κορίτσια μας εδώ στο Μίλτον  είναι πολύ ανεξάρτητα και έχουν αρκετή αξιοπρέπεια ώστε να μην ψαρεύουν συζύγους ∙ αυτή όμως η δεσποινίδα Χέηλ είναι από τα μέρη της αριστοκρατίας, εκεί που κατά πώς λένε οι πλούσιοι σύζυγοι θεωρούνται κελεπούρια.
Ο κος Θόρντον σκυθρώπιασε και προχώρησε περισσότερο στο δωμάτιο.
« Μητέρα», έκανε με ένα κοφτό, περιφρονητικό γέλιο « θα με κάνεις να σου εξομολογηθώ κάτι. Τη μοναδική φορά που είδα την δεσποινίδα Χέηλ με αντιμετώπισε με μια αφ’υψηλού ευγένεια η οποία περιείχε αρκετή δόση  περιφρόνησης. Στεκόταν απόμακρη  σαν να ήταν εκείνη  η  βασίλισσα κι εγώ ο ταπεινός και βρώμικος υποτακτικός  της. Μην ανησυχείς, μητέρα.»
« Όχι! Ανησυχώ και είμαι και πολύ δυσαρεστημένη. Πώς τόλμησε αυτή, η κόρη ενός τυχοδιώκτη κληρικού να σε κυττάξει αφ’υψηλού;  Στη θέση σου, δεν θα άλλαζα ρούχα για κανέναν τους – ξιπασμένοι όλοι τους !»
Εκείνος, καθώς έφευγε από το δωμάτιο, της είπε:
«Ο κος Χέηλ είναι καλός, και ευγενικός και μορφωμένος. Δεν είναι ξιπασμένος. Όσο για την κυρία Χέηλ, αν θες, θα σου πώ απόψε  τι είδους άνθρωπος είναι.» Έκλεισε την πόρτα και έφυγε.
«Ακούς εκεί να περιφρονήσει τον γυιό  μου! Να του φερθεί σαν να ήταν δούλος της! Χμπφ ! Ήθελα να ήξερα που  θα βρεί καλύτερον ! Σαν παιδί και σαν άνδρας έχει την πιο γενναία και ευγενική καρδιά  που γνώρισα ποτέ μου. Και δεν το λέω επειδή είμαι μάνα του ∙ ξέρω τι γίνεται γύρω μου, στραβή δεν είμαι. Ξέρω τι άνθρωπος είναι η Φάννυ μου και ποιός είναι ο Τζών μου.  Ακούς να τον περιφρονήσει!  Τη μισώ!»