Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Βορράς και Νότος 5ο Κεφάλαιο "Αποφάσεις"

Στην εκπνοή του Οκτωβρίου, πρόλαβα να ολοκληρώσω και το πέμπτο κεφάλαιο. Ευελπιστώ μέσα στον Νοέμβριο να έχουμε το έκτο και το πολυαναμενόμενο έβδομο!!!
Χρωστάω ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ στη φίλη ΧΡΥΣΑ  που με ευαισθησία και ταλέντο έχει αναλάβει την εικονογράφηση του blog!




 Κεφάλαιο  5ο     " Αποφάσεις" 


“I ask Thee for a thoughtful love,
Through constant watching wise,
To meet the glad with joyful smiles,
And to wipe the weeping eyes;
And a heart at leisure from itself
To soothe and sympathise.”

Η Μάργκαρετ άκουγε με υπομονή όλα τα σχέδια της μητέρας της σχετικά με κάποια πρόσθετη βοήθεια που θα ανακούφιζε τους ασθενέστερους οικονομικά ενορίτες. Δεν μπορούσε να την αγνοήσει αλλά κάθε καινούρια ιδέα ήταν και μια μαχαιριά στην καρδιά της. Τον καιρό που θα έφτανε το πρώτο δριμύ ψύχος, θα βρίσκονταν ήδη μακριά από το Χέλστοουν. Μπορεί ο γέρο Σάιμον να υπέφερε από ρευματισμούς και η όρασή του να είχε επιδεινωθεί αλλά δεν θα υπήρχε κανείς να τον φροντίσει, να του διαβάσει  και να του πάει λίγη κρεατόσουπα ή ζεστά ρούχα από κόκκινη φανέλα. Κι αν βρισκόταν κανείς, θα ήταν κάποιος ξένος και το γεροντάκι μάταια θα την αναζητούσε. Το μικρό, ανάπηρο αγόρι της Μέρυ Ντόμβιλ, μάταια θα σερνόταν στην πόρτα και θα περίμενε να τη δεί να έρχεται απ’ το δάσος. Αυτοί οι καημένοι οι άνθρωποι, που ήταν φίλοι τους, δεν θα καταλάβαιναν ποτέ για ποια αιτία τους είχε εγκαταλείψει, κι αυτοί και άλλοι ακόμα.
« Ο πατέρας σου ξόδευε πάντα τον μισθό του για τις ανάγκες της ενορίας. Ίσως κάνω κατάχρηση των μελλοντικών οφειλών μας αλλά ο χειμώνας θα είναι βαρύς και οι φτωχοί της ενορίας θα χρειαστούν βοήθεια.»
«Αχ, μαμά, ας κάνουμε ό,τι περνάει απ΄το χέρι μας» είπε η Μάργκαρετ με ζήλο, παραβλέποντας το αν ήταν σώφρων η ιδέα, γαντζωμένη στην σκέψη ότι  ήταν η τελευταία φορά που θα τους προσέφεραν την φροντίδα τους . « Μπορεί να μην είμαστε για πολύ ακόμα εδώ.»
« Καλή μου, μήπως είσαι άρρωστη;» ρώτησε η κα Χέηλ ανήσυχη, παρερμηνεύοντας το σχόλιο της Μάργκαρετ σχετικά με το αβέβαιο μέλλον τους στο  Χέλστοουν. « Μοιάζεις χλωμή και κουρασμένη. Αυτός το υγρό, ανθυγιεινό κλίμα φταίει.»
«Όχι- όχι, μαμά. Δεν φταίει αυτό. Το κλίμα είναι θαυμάσιο.  Ο αέρας φέρνει  φρεσκάδα και καθαρά αρώματα και όχι την κάπνα    της  Χάρλευ Στρήτ. Αισθάνομαι  παρόλα αυτά , κουρασμένη. Πρέπει να είναι ήδη ώρα για ύπνο.»
«Δεν είναι και τόσο περασμένη η ώρα. Μόλις εννέα και μισή.  Καλύτερα να πάς αμέσως να πλαγιάσεις, παιδί μου. Ζήτα απ’την Ντίξον να σου ετοιμάσει ένα ζεστό. Θα έρθω να σε δώ μόλις ξαπλώσεις. Φοβάμαι ότι κάπου κρύωσες, ή ίσως οι αναθυμιάσεις από  τα νερά στο βούρκο…»
«Αχ, μαμά» είπε η Μάργκαρετ χαμογελώντας αχνά καθώς φιλούσε τη μητέρα της, «Είμαι πολύ καλά, μην ανησυχείς για μένα –είμαι απλώς κουρασμένη.»
Η Μάργκαρετ ανέβηκε πάνω. Για να καθησυχάσει τη μητέρα της συμβιβάστηκε με ένα μπωλ ζεστό χυλό. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και σχεδόν την είχε πάρει ο ύπνος όταν  ήρθε η κα Χέηλ να την δεί και να την καληνυχτίσει πριν αποσυρθεί στο δωμάτιό της. Αλλά μόλις άκουσε την πόρτα της μητέρας της να κλείνει, πετάχτηκε από το κρεβάτι, έριξε πάνω της μια ρόμπα και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο μέχρι που το τρίξιμο μιας σανίδας στο πάτωμα την έκανε να συνειδητοποιήσει πως δεν έπρεπε να ακουστεί θόρυβος.
.......................................................................................................................................................
Άθλια, ανήσυχη νύχτα! Άσχημη προετοιμασία για την επόμενη μέρα. Ξύπνησε ανήσυχη, χωρίς να έχει ξεκουραστεί, με την συναίσθηση ότι η πραγματικότητα ήταν ακόμα χειρότερη κι από τα ταραγμένα όνειρά της. Και τότε τα θυμήθηκε όλα. Όχι  απλά τη θλίψη, αλλά την οδυνηρή παραφωνία της θλίψης. Σε ποια μονοπάτια είχε περιπλανηθεί ο πατέρας της, παρασυρμένος από τις αμφιβολίες που δεν ήταν παρά πειρασμοί του Κακού; Λαχταρούσε να ρωτήσει αλλά και πάλι δεν ήθελε με τίποτα στον  κόσμο να ακούσει τις απαντήσεις.
Το ψυχρό, ηλιόλουστο πρωινό έκανε την μητέρα της να νοιώθει ιδιαίτερα χαρούμενη και ευτυχισμένη την ώρα του πρωινού. Συνέχιζε να μιλά για τα σχέδιά της που είχαν σκοπό να ανακουφίσουν κάποιους από τους ενορίτες χωρίς να αντιλαμβάνεται την σιωπή του συζύγου της και της μονοσύλλαβες απαντήσεις της Μάργκαρετ. Πριν ακόμα μαζευτεί  το τραπέζι, ο κος Χέηλ σηκώθηκε και ακουμπώντας το χέρι του στο τραπέζι  σαν για να στηριχτεί, είπε:
«Δεν θα γυρίσω σπίτι πριν από το βράδυ. Θα πάω στο συνοικισμό του Μπρέισυ και θα ζητήσω από τον Ντόμσον που καλλιεργεί να μου δώσει κάτι για το δείπνο. Θα επιστρέψω στις επτά για το τσάι.»
Δεν έστρεψε το βλέμμα σε καμιά τους, αλλά η Μάργκαρετ ήξερε τι εννοούσε. Μέχρι τις επτά η μητέρα της θα έπρεπε να έχει μάθει τα νέα. Ο κος Χέηλ θα το είχε αναβάλλει  μέχρι τις εξήμισι  αλλά η Μάργκαρετ ήταν άλλος τύπος. Δεν θα μπορύσε να αντέξει το ανυπόφορο βάρος στο μυαλό της όλη την ημέρα. Καλύτερα να ξεμπέρδευε μια και καλή. Ολόκληρη η μέρα δεν θα έφτανε για να παρηγορήσει την μητέρα της . Αλλά ενώ στεκόταν δίπλα στο παράθυρο, σκεπτόμενη πώς να αρχίσει και περιμένοντας να φύγει η υπηρέτρια από το δωμάτιο, η μητέρα της ανέβηκε να  ετοιμάσει τα πράγματά της για το σχολείο. Κατέβηκε πανέτοιμη και με μια διάθεση πιο ζωηρή απ΄ότι συνήθως.
«Μητέρα, έλα να κάνουμε μια βόλτα στον κήπο, σήμερα…μια μικρή βόλτα μόνο» είπε η Μάργκαρετ, αγκαλιάζοντας την μητέρα της από τη μέση.
Βγήκαν από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Η κα Χέηλ μιλούσε – έλεγε κάτι – η Μάργκαρετ δεν πρόσεχε τι.  Την προσοχή της  είχε τραβήξει μια μέλισσα που είχε καθήσει σε έναν ανθό σε σχήμα καμπάνας. Όταν θα έφευγε κουβαλώντας τη λεία της τότε θα άρχιζε- αυτό θα ήταν το σύνθημα. Το έντομο  πέταξε.
«Μαμά! Ο μπαμπάς θα φύγει από το Χέλστοουν!» Το ξεστόμισε με μια ανάσα. «Θα αφήσει την Εκκλησία και θα εγκατασταθεί στο Μίλτον, στο Βορρά.» Ήταν οι τρείς πλέον δύσκολες να ειπωθούν αλήθειες.
«Γιατί το λες αυτό;» είπε η κα Χέηλ με έκπληξη και δυσπιστία. « Ποιος σου είπε αυτές τις ανοησίες;»
«Ο ίδιος ο μπαμπάς.» είπε η Μάργκαρετ λαχταρώντας να πεί κάτι γλυκό και καθησυχαστικό  αλλά χωρίς να βρίσκει τίποτα στην κυριολεξία. Πλησίαζαν σε ένα παγκάκι. Η κα Χέηλ κάθισε  και άρχισε να κλαίει.
«Δεν σε καταλαβαίνω» είπε. « Ή σφάλλεις εντελώς ή δεν μπορώ καθόλου να σε καταλάβω.»
«Όχι, μητέρα. Δεν σφάλλω. Ο μπαμπάς έγραψε στον Επίσκοπο λέγοντάς του ότι έχει αμφιβολίες και δεν μπορεί να παραμείνει στην Αγγλικανική εκκλησία με καθαρή συνείδηση, επομένως πρέπει  να παραιτηθεί από την θέση του  στο Χέλστοουν. Έχει επίσης συμβουλευθεί τον κο Μπέλλ – ξέρεις, τον ανάδοχο του Φρέντερικ, μαμά, και έχει κανονιστεί να εγκατασταθούμε στο Μίλτον του Βορρά.»
Η κα Χέηλ κυττούσε κατάματα την Μάργκαρετ όση ώρα μιλούσε. Το συννεφιασμένο της πρόσωπο μαρτυρούσε ότι επιτέλους  πίστευε πως όσα της έλεγε ήταν αλήθεια.
«Δεν πιστεύω ότι είναι αλήθεια.» είπε κα Χέηλ, στο τέλος. « Σίγουρα θα μου είχε μιλήσει πριν τα πράγματα καταλήξουν εκεί.»
Η Μάργκαρετ συνειδητοποίησε ότι η μητέρα της όφειλε να έχει ήδη ενημερωθεί. Παρά τις αδυναμίες της και την δυσαρέσκειά της ήταν λάθος εκ μέρους του πατέρα της  να την αφήσει να μάθει την αλλαγή στις προθέσεις του και την επερχόμενη μεταβολή στη ζωή τους από την καλύτερα πληροφορημένη κόρη της. Η Μάργκαρετ κάθισε δίπλα στην μητέρα της και την πήρε στην αγκαλιά της.
«Καημένη μου, καλή μου μαμά! Φοβόμαστε τόσο μήπως σε στενοχωρήσουμε. Ο μπαμπάς ανησυχούσε τόσο – ξέρεις, επειδή δεν είσαι τόσο δυνατή, και θα πρέπει νε είχε τόσες εκκρεμότητες να διευθετήσει.»
«Εσένα πότε σου μίλησε, Μάργκαρετ;»
«Χθές…μόλις χθές» αποκρίθηκε η Μάργκαρετ, αντιλαμβανόμενη την ζήλεια που έκρυβε η ερώτηση. « Ο καημένος ο μπαμπάς!» - προσπάθησε να κάνει την μητέρα της να δει με συμπάθεια όλα όσα είχε περάσει ο πατέρας της. Η κα Χεηλ σήκωσε το κεφάλι της.
«Τι εννοεί λέγοντας ότι έχει αμφιβολίες;» ρώτησε. « Σίγουρα δεν εννοεί ότι έχει αλλάξει τρόπο σκέψης ή ότι γνωρίζει περισσότερα από εκκλησία;»
Η Μάργκαρετ, κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, καθώς τα μάτια της πλημμύριζαν με δάκρυα, μια και τα λόγια της μητέρας της χτύπησαν και σε εκείνη μια ευαίσθητη χορδή.
«Δεν μπορεί να τον συνετίσει ο Επίσκοπος;» ρώτησε η κα Χέηλ κάπως ανυπόμονα.
«Φοβάμαι πως όχι,» είπε η Μάργκαρετ. «Αλλά δεν τον ρώτησα. Δεν άντεχα να ακούσω την πιθανή απάντηση. Όπως και να έχει έχουν όλα δρομολογηθεί. Σε δύο εβδομάδες θα αφήσει την ενορία. Νομίζω πως είπε ότι έχει ήδη στείλει την Πράξη Παραιτήσεώς του.»
«Σε δύο εβδομάδες!» αναφώνησε η
κα Χέηλ. « Αυτό  είναι πολύ περίεργο – δεν είναι καθόλου σωστό. Το θεωρώ μεγάλη έλλειψη ευαισθησίας εκ μέρους του.» και ξέσπασε την αγωνία της  με κλάματα. «Λες ότι έχει αμφιβολίες και ότι παραιτείται από τη θέση του  και όλα αυτά χωρίς να με συμβουλευθεί.  Τολμώ να πω ότι αν μου είχε μιλήσει από την αρχή θα του είχα διαλύσει τις αμφιβολίες.»
Η Μάργκαρετ που αισθανόταν ότι ο πατέρας της δεν είχε συμπεριφερθεί όπως έπρεπε, δεν άντεχε να ακούει την μητέρα της να τον κακολογεί. Ήξερε ότι οι υπερβολικές επιφυλάξεις του πατέρα της πήγαζαν από τρυφερότητα προς την μητέρα της και όσο και αν υπέκρυπταν δειλία, σε καμιά περίπτωση δεν έδειχναν αναισθησία.
« Νόμιζα ότι μπορεί και να χαιρόσουν που θα φεύγαμε από το Χέλστοουν, μαμά.» είπε μετά από μια μικρή παύση. « Το κλίμα εδώ δεν σου έκανε ποτέ καλό, το ξέρεις.»
« Δεν μπορεί να πιστεύεις ότι  ο καπνός στον αέρα μιας βιομηχανικής πόλης  γεμάτη καμινάδες και ρύπους  όπως το Μίλτον  θα είναι καλύτερος από αυτόν εδώ που είναι καθαρός και γλυκός αν και ενίοτε έχει πολλή υγρασία. Φαντάσου την ζωή εν μέσω εργοστασίων και  εργατών! Αν και, όπως είναι φυσικό,  αν ο πατέρας σου εγκαταλείψει την Εκκλησία δεν θα είμαστε πλέον δεκτοί στην καλή κοινωνία, σε οποιοδήποτε μέρος. Θα είναι τέτοια ατίμωση για μας! Καημένε Λόρδε Τζων! Ευτυχώς που δεν ζεί να δεί την κατάληξη του πατέρα σου! Κάθε μέρα, μετά το δείπνο, όταν ήμουν μικρή και ζούσα με τη θεία σου Σω στην έπαυλη του Μπέρσφορντ, ο Λόρδος Τζων συνήθιζε να κάνει την πρώτη πρόποση ‘υπέρ της Εκκλησίας και του Βασιλέως’.»
Η Μάργκαρετ χάρηκε που οι σκέψεις της μητέρας της είχαν στραφεί μακριά από το γεγονός της αποσιώπησης εκ μέρους του συζύγου της ενός τόσο σημαντικού για εκείνον θέματος. Μετά από την σφοδρή ανησυχία της για την φύση των αμφιβολιών του πατέρα της, αυτό το γεγονός ήταν που της προξενούσε μεγαλύτερο πόνο.
«Ξέρεις, ότι δεν συναναστρεφόμαστε πολύ κόσμο από την καλή κοινωνία, μαμά. Οι Γκόρμανς, που είναι οι πλησιέστεροι γείτονές μας ( αν μπορούν να θεωρηθούν καλή κοινωνία- τους οποίους βλέπουμε σπάνια), είναι κι αυτοί έμποροι όπως και οι κάτοικοι του Μίλτον.»
«Σωστά» είπε η κα Χέηλ με κάποια αγανάκτηση,  « μα, όπως και να’χει, οι Γκόρμανς κατασκευάζουν άμαξες για το μισό αρχοντολόϊ της κομητείας και έχουν συναλλαγές μαζί τους. Όμως αυτοί οι άνθρωποι των εργοστασίων – ποιος στο καλό φορά  βαμβακερά  όταν μπορεί να φορέσει λινά;»



Σε όλη τη διάρκεια της μέρας η Μάργκαρετ δεν άφησε λεπτό την μητέρα της,  προσπαθώντας με όλη της την ψυχή να κατανοήσει την τροπή που έπαιρναν κάθε φορά τα συναισθήματά της, ειδικά καθώς πλησίαζε το απόγευμα και άρχιζε να αγωνιά όλο και περισσότερο για την επιστροφή του πατέρα της, σε ένα σπίτι που έπρεπε να τον περιμένει  φιλόξενο και καθησυχαστικό έπειτα από μια μέρα κούρασης και άγχους. Ανέφερε συνεχώς  το γεγονός ότι ο πατέρας της θα έπρεπε να είχε επι μακρόν υποφέρει το βάρος σιωπηλάˑ η μητέρα της αρκέστηκε να αποκριθεί ψυχρά ότι  όφειλε να της έχει μιλήσει, και ότι σε αυτήν την περίπτωση θα είχε κάποιον να του δώσει μια συμβουλή, και η Μάργκαρετ αισθάνθηκε την καρδιά της να βουλιάζει ακούγοντας τα βήματα   του πατέρα της στην είσοδο.  Δεν τολμούσε να πάει να τον βρεί και να του πει για το τι είχε  κάνει όλη την μέρα, από φόβο  μήπως προκαλέσει τη ζηλόφθονη ενόχληση της μητέρας της. Τον άκουσε να περιφέρεται σαν να περίμενε να πάει να τον βρει ή να του δώσει κάποιο σημάδι και δεν τολμούσε να κινηθεί. Είδε τα σφιγμένα χείλη της μητέρας της και  την αλλαγή στο χρώμα της και κατάλαβε ότι και εκείνη είχε αντιληφθεί την επιστροφή του συζύγου της. Ευθύς εκείνος άνοιξε την πόρτα και στάθηκε στο κατώφλι αβέβαιος για το αν θα έπρεπε να μπει.
Το πρόσωπό του ήταν γκρίζο και χλωμό και το βλέμμα του δειλό και φοβισμένο, κάτι  που ήταν σχεδόν  οικτρό  να το βλέπεις σε έναν άνδρα όμως αυτό ακριβώς το βλέμμα το γεμάτο  βαρύθυμη αβεβαιότητα,  γεμάτο πνευματική και σωματική  εξάντληση ήταν που συγκίνησε την καρδιά της συζύγου του. Προχώρησε προς το μέρος του και ρίχτηκε στην αγκαλιά του κλαίγοντας.
«Ω, Ρίτσαρντ, Ρίτσαρντ, έπρεπε να μου είχες μιλήσει νωρίτερα!»
Και τότε, δακρυσμένη, η Μάργκαρετ την άφησε, έτρεξε επάνω και ρίχτηκε στο κρεβάτι κρύβοντας το πρόσωπό της στο μαξιλάρι για να καταπνίξει τους υστερικούς λυγμούς που επιτέλους ξέσπασαν από μέσα της, έπειτα από την άκαμπτη αυτοσυγκράτηση μιας ολόκληρης μέρας.
Πόση ώρα έμεινε ξαπλωμένη δεν ήξερε. Δεν άκουσε θόρυβο αν και μπήκε η υπηρέτρια να τακτοποιήσει το δωμάτιο.  Το κορίτσι κατάτρομαγμένο βγήκε ξανά  από το δωμάτιο  ακροπατώντας και είπε στην κα Ντίξον και στην κα Χέηλ ότι δεσποινίς Χέηλ  σπάραζε στο κλάμα˙  σίγουρα θα αρρώσταινε σοβαρά  αν συνέχιζε έτσι.  Στη συνέχεια  η Μάργκαρετ ένοιωσε ότι κάποιος την άγγιζε και ανακάθισε ξαφνιασμένη˙ είδε την Ντίξον στη σκιά καθώς εκείνη κρατούσε το κερί κάπως πίσω της μην θέλοντας να πειράξει το φώς τα θολά, ξαφνιασμένα και πρησμένα μάτια της δεσποινίδος Χέηλ.
«Ω, Ντίξον! Δεν σε άκουσα που μπήκες!» είπε η Μάργκαρετ προσπαθώντας τρέμοντας ακόμη να βρεί την αυτοκυριαρχία της. «Είναι πολύ περασμένη η ώρα;» συνέχισε καθώς σηκωνόταν απρόθυμα από το κρεβάτι και άφηνε τα πόδια της να ακουμπήσουν το πάτωμα χαλαρά, παραμερίζοντας τα μουσκεμένα της μαλλιά από το πρόσωπο, προσπαθώντας να φανεί ότι δεν συνέβαινε τίποτα σαν να την είχε πάρει απλά ο ύπνος.
« Ιδέα δεν έχω τι ώρα είναι.» απάντησε η Ντίξον εκνευρισμένη. « Από τη στιγμή που μου είπε η μαμά σου αυτά τα φριχτά νέα, έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου. Πραγματικά δεν ξέρω τι θα  απογίνουμε. Όταν η Σάρλοτ μου είπε πως κλαίγατε, δεσποινίς Χέηλ, σκέφτηκα : Φυσικό είναι, το καημένο το κορίτσι! Ακούς, εκεί ο κύριος να σκέφτεται να γίνει αιρετικός σε αυτήν την ηλικία, και ενώ ακόμα και αν δεν μπορεί να πει κανείς ότι τα κατάφερε σπουδαία ως κληρικός, τουλάχιστον δεν τα πήγε και χάλια. Ένας ξάδερφός μου, δεσποινίς, έγινε Μεθοδιστής στα πενήντα του, κι ήταν ράφτης όλη του τη ζωή, αλλά πάλι δεν ήταν και κανένας σπουδαίος ράφτης, δεν είχε κάνει ποτέ του ούτε ένα ζευγάρι παντελόνια της προκοπής όσο δούλευε, άρα δεν είναι ν απορεί κανείς, αλλά ο κύριος…! Έλεγα και στην κυρία: Τι θα έλεγε ο καημένος ο Λόρδος Τζων; Ποτέ δεν του άρεσε που παντρευτήκατε τον κο Χέηλ, αλλά αν ήξερε αυτήν την κατάντια, θα έβριζε χειρότερα απ  ότι είχε βρίσει ποτέ, αν ήταν ποτέ αυτό δυνατόν!»
Η Ντίξον είχε συνηθίσει τόσο να σχολιάζει τις ενέργειες του κου Χέηλ ενάντια στην κυρία της    ( η οποία, ανάλογα με την διάθεσή της άλλοτε την άκουγε και άλλοτε όχι) που δεν  πρόσεξε το θυμό  που άστραψε στο πρόσωπο της Μάργκαρετ. Να ανέχεται να μιλάει έτσι για τον πατέρα της μια υπηρέτρια και μάλιστα ενώπιόν της!
«Ντίξον!» είπε με φωνή χαμηλή, και έναν τόνο που συνήθιζε πάντα όταν ήταν πολύ αναστατωμένη, και ηχούσε σαν μακρινή ταραχή ή σαν να ετοιμαζόταν να ξεσπάσει μακρινή καταιγίδα. «Ντίξον! Ξεχνάς σε ποιόν μιλάς.»  Είχε σηκωθεί ολόρθη τώρα και πατούσε σταθερά στα πόδια της, κοιτάζοντας κατάματα την υπηρέτρια με βλέμμα ευθύ. «Είμαι η κόρη του κου Χέηλ. Πήγαινε! Έκανες ένα ασυνήθιστο λάθος, ένα λάθος για το οποίο  είμαι σίγουρη ότι τα καλά σου αισθήματα θα σε κάνουν να μετανοιώσεις αργότερα, όταν το σκεφτείς καλά.» Η Ντίξον έμεινε για λίγο ακόμα στο δωμάτιο, διστάζοντας. Η Μάργκαρετ ξαναείπε: «Μπορείς να φύγεις, Ντίξον. Δεν σε χρειάζομαι άλλο.» Η Ντίξον δεν ήξερε αν θα έπρεπε να νοιώσει θιγμένη από αυτά τα αποφασιστικά λόγια, ή να της βάλει τις φωνές. Και τα δύο θα  είχαν φέρει αποτέλεσμα με την κυρία  της. Όμως, όπως έλεγε και η ίδια στον εαυτό της «Η δεσποινίς Χέηλ, έχει απάνω της μιαν αρχοντιά παλαιϊκή,  το ίδιο και ο καημένος ο νεαρός κος Φρέντερικ. Αναρωτιέμαι από πού την πήραν;» και έτσι, μολονότι  θα την είχαν θίξει τέτοια λόγια αν προέρχονταν  από οποιονδήποτε λιγότερο υπεροπτικό και αποφασιστικό στους τρόπους ,  αρκέστηκε να πει με ένα ύφος μισο-κακόμοιρο και μισο-θιγμένο:
«Να μην ξεκουμπώσω το φόρεμά σας δεσποινίς, και να σας χτενίσω τα μαλλιά ;»
«Όχι! Όχι  απόψε, σ ευχαριστώ.» Και η Μάργκαρετ σοβαρή τη συνόδεψε με το κερί έξω από το δωμάτιό της και μαντάλωσε την πόρτα. Έκτοτε, η Ντίξον  υπάκουε και θαύμαζε την Μάργκαρετ. Επειδή της θύμιζε τόσο πολύ τον νεαρό κύριο Φρέντερικ, έλεγε, αλλά η αλήθεια ήταν ότι η Ντίξον όπως και πολλοί άλλοι αρέσκονται να αισθάνονται  ότι καθοδηγούνται  από χαρακτήρες δυνατούς και με θέληση. Η Μάργκαρετ χρειαζόταν  όλη την βοήθεια που μπορούσε να της δώσει η Ντίξον  με πράξεις και όχι με λόγια γιατί για αρκετό καιρό η εν λόγω, θεωρούσε καθήκον της να δείχνει στην μικρή κυρά της την ενόχλησή της, μιλώντας της όσο το δυνατόν λιγότερο ˙ έτσι η εκτόνωνε την ενέργειά της περισσότερο με τη δράση παρά με τα λόγια. Δύο εβδομάδες ήταν πολύ λίγος καιρός για να οργανωθεί μια τόσο μεγάλη μετακόμιση  ˙όπως έλεγε η Ντίξον «Καθόλου κύριος – οπωσδήποτε κάθε άλλος κύριος θα  …» αλλά βλέποντας το αυστηρό κι αλύγιστο ύφος της Μάργκαρετ, έκρυψε την υπόλοιπη φράση της  με ένα βηχαλάκι και πήρε πειθήνια  το σιρόπι  που της πρόσφερε η Μάργκαρετ  για να μαλακώσει «ένα μικρό γαργαλητό εδώ στο στήθος, δεσποινίς». Αλλά κάθε άλλος εξόν του κου Χέηλ θα είχε το πρακτικό μυαλό να καταλάβει ότι σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα θα ήταν αδύνατο να βρούν σπίτι στο Μίλτον ή οπουδήποτε αλλού στο οποίο να μπορεί να μεταφερθεί η αναγκαία οικοσκευή τους από το πρεσβυτέριο του Χέλστοουν.
................................................................................................................................