Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Κεφάλαιο 37ο "Κυττάζοντας προς το Νότο"



Στην εκπνοή του Φλεβάρη, έρχεται και το 37ο κεφάλαιο. Ενώ οι Χέηλ σιγά σιγά αναρρώνουν από το τραύμα της απώλειας και του πένθους, για τον Χίγκινς έρχονται ακόμα πιο δύσκολες ημέρες. Και σύντομα θα κληθεί να διαλέξει μεταξύ υπερηφάνειας, τιμής  και επιβίωσης.

Κυττάζοντας προς το Νότο

 Η πόρτα του Χίγκινς ήταν κλειστή την επόμενη ημέρα όταν πήγαν να επισκεφθούν την χήρα Μπάουσερ . Έμαθαν όμως από ένα γείτονα ότι αυτή τη φορά όντως έλειπε.
Εντούτοις, είχε πάει να δει την κυρία Μπάουσερ πριν καταπιαστεί με τις δουλειές που είχε εκείνη την ημέρα, όποιες κι αν ήταν αυτές. Η επίσκεψη στη κυρία Μπάουσερ δεν απέδωσε τα αναμενόμενα . Πίστευε ότι κακοπάθαινε σκληρά έτσι που την εγκατέλειψε μόνη ο αυτόχειρας άντρας της – καιπράγματι, σε μεγάλο βαθμό αυτό ήταν αληθές κι έτσι ήταν πολύ δύσκολο αντικρουστεί. Παρ’ όλ’ αυτά ήταν αποκαρδιωτικό να βλέπει κανείς ότι η σκέψη της ήταν εστιασμένη αποκλειστικά στον εαυτό της και στην κατάσταση στην οποία είχε περιπέσει. Και αυτός ο εγωκεντρισμός άγγιζε ακόμα και τη σχέση με τα παιδιά της, τα οποία θεωρούσε βάρος παρά την  βιολογική, από ένστικτο  αγάπη της προς αυτά. Η Μάργκαρετ προσπάθησε να πιάσει φιλία με ένα δύο από τα παιδιά, ενώ ο πατέρας της πάσχιζε να στρέψει τη σκέψη της χήρας σε κάτι ανώτερο από το να κάθεται ανήμπορη να μεμψιμοιρεί. Διαπίστωσε ότι τα παιδιά πενθούσαν με τρόπο πιο αληθινό και ουσιαστικό, σε σχέση με τη μητέρα τους.   Ο «μπαμπάκας» τους ήταν καλός, και αυτό μπορούσε το καθένα τους να διαβεβαιώσει πρόθυμα με τα σπασμένα του λογάκια, να δείξει κάποια τρυφερότητα, κάποια επιείκεια κληρονομημένη από τον χαμένο τους πατέρα.
«Τούτο που είναι  ‘κεί πάνω είναι στ’ αλήθεια εκείνος ; Δε του μοιάζει. Με κάνει να φοβάμαι αλλά  εμένα ο μπαμπάκας  δεν με φόβιζε ποτέ.»
............................................................................................................................................................
Η Μάργκαρετ είχε αποκαρδιωθεί με όλα αυτά και όταν έφυγαν της ήταν αδύνατο να εμψυχώσει τον πατέρα της.
« Είναι η ζωή της πόλης,» είπε. « Ερεθίζει το νευρικό σύστημα με όλη αυτή την βιασύνη και τη φασαρία και την ταχύτητα που έχουν όλα γύρω, για να μην αναφέρω τον εγκλεισμό σε αυτά τα στενάχωρα σπίτια, που από μόνος του είναι ικανός να οδηγήσει στην κατάθλιψη και στο άγχος. Αντίθετα, στην εξοχή, οι άνθρωποι περνούν πολύ περισσότερο χρόνο στο ύπαιθρο, ακόμα και τα παιδιά, ακόμα και το χειμώνα.»
«Μα οι άνθρωποι πρέπει να ζουν στις πόλεις. Ακόμα και στην εξοχή, η σκέψη σε μερικούς ανθρώπους αποτελματώνεται τόσο ώστε γίνονται σχεδόν μοιρολάτρες.»
«Ναι, αυτό το αναγνωρίζω. Υποθέτω πώς κάθε τρόπος ζωής έχει τις δικές του δοκιμασίες και τις δικές του αμαρτίες. Για τους κατοίκους των πόλεων θα πρέπει να είναι τόσο δύσκολη η ηρεμία και η υπομονή όσο είναι για τους ανθρώπους που μεγάλωσαν στην εξοχή το να είναι δραστήριοι και να μπορούν να αντιμετωπίσουν πρωτόγνωρες καταστάσεις. Και για τους δύο η πραγμάτωση  οποιουδήποτε  μέλλοντος θα πρέπει να φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Για τους μεν επειδή το παρόν είναι τόσο ασφυκτικό και πιεστικό, για τους δε επειδή η ζωή τους παρασύρει σε ένα ζωώδες γλεντοκόπημα και κατά συνέπεια τους κάνει να ξεχνούν και να αμελούν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την ευχαρίστησή τους, και αυτό είναι το μόνο για το οποίο νοιάζονται, προνοούν και ανυπομονούν.»
«Επομένως, τόσο η ανάγκη για περισυλλογή όσο και η ανόητη ικανοποίηση με την καθεστηκυία τάξη έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Την καημένη την κυρία Μπάουσερ! Ελάχιστα πράγματα  μπορούμε να κάνουμε γι αυτήν!»
«Κι όμως, δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τις προσπάθειες, όσο κι αν μοιάζουν ανώφελες. Ω, πατέρα ! Πόσο άσχημος είναι ο κόσμος που ζούμε!»
«Έτσι ακριβώς, παιδί μου. Το αισθανόμαστε τώρα, οπωσδήποτε.  Όμως ακόμα και εν τω μέσω της θλίψεώς μας, υπήρξαμε ευτυχισμένοι.  Τι χαρά που μας έδωσε η επίσκεψη του Φρέντερικ!»
«Πραγματικά !» είπε η Μάργκαρετ χαρούμενη. «Ήταν τόσο γλυκές εκείνες οι κλεφτές και εντελώς απαγορευμένες στιγμές!»
Όμως ξαφνικά σώπασε.  Η ανάμνηση της επίσκεψης  του Φρέντερικ, αμαυρώθηκε καθώς θυμήθηκε την δική της δειλία. Περισσότερο απ’ όλα τα ελαττώματα, αυτό που απεχθανόταν στους άλλους  ήταν η έλλειψη γενναιότητας, η μικροπρέπεια ψυχής που οδηγούσε στο ψέμα. Και να που και η ίδια βρέθηκε ένοχη σ’αυτό. Ακολούθως σκέφτηκε ότι ο κύριος Θόρντον  είχε επίγνωση της ψευδομαρτυρίας της. Αναρωτήθηκε αν θα την πείραζε έστω και κατά το ήμισυ, αν το είχε  ανακαλύψει κάποιος άλλος. Φαντάστηκε να το ανακάλυπτε η θεία Σώ και η Ήντιθ, ο πατέρας της, ο Λοχαγός Λέννοξ και ο αδελφός του, ο Φρέντερικ. Η σκέψη του να  μάθαινε ο Φρέντερικ τι είχε κάνει, έστω και για χάρη του, ήταν η πλέον οδυνηρή, επειδή τα δυο αδέλφια βρίσκονταν στο ξεκίνημα  αμοιβαίας αγάπης και σεβασμού. Αλλά ακόμα και το να πέσει χαμηλά στην εκτίμηση του Φρέντερικ, δεν ήταν τίποτα μπροστά στην αισχύνη, στην αποτρόπαια αισχύνη που αισθανόταν στη σκέψη του ότι θα έβλεπε ξανά τον κύριο Θόρντον. Κι όμως, λαχταρούσε να τον δει, να δώσει ένα τέλος σε όλα αυτά, να καταλάβει τι θέση είχε στην εκτίμησή του. Τα μάγουλά της φλογίστηκαν καθώς θυμήθηκε  με πόση υπερηφάνεια είχε δηλώσει υπαινικτικά την εναντίωσή της ως προς το εμπόριο (στις πρώτες ημέρες της γνωριμίας τους)  επειδή οδηγούσε συχνότατα στην απάτη, πλασάροντας κατώτερη ποιότητα για ανώτερη αφ’ ενός  ή  κερδοσκοπώντας μέσω  αλλότριων αγαθών  και πόρων αφ’ ετέρου. Θυμήθηκε το βλέμμα του κυρίου Θόρντον, γεμάτη ήρεμη αποδοκιμασία, καθώς με δυο λόγια της έδινε να καταλάβει πως  μακροχρόνια, στο ευρύτερο πλαίσιο του εμπορίου,  οι ανέντιμες μέθοδοι δράσης αποδεικνύονταν σαφώς επιζήμιες, και πως  η εφαρμογή τέτοιων  πρακτικών  με  φτωχή προσδοκία  επιτυχίας, ήταν αφροσύνη και όχι σοφία – τόσο η απάτη στο εμπόριο όπως και σε άλλους κλάδους. Θυμάται να τον ρωτά  εκείνη – τόσο δυνατή μέσα στην απειρία της αλήθειας της – αν το να αγοράζεις φθηνά και να πουλάς ακριβότερα στην αγορά  δεν φανερώνει έλλειμμα δίκαιης διαφάνειας η οποία είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με την έννοια της αλήθειας. Είχε χρησιμοποιήσει την λέξη «ιπποτική» και ο πατέρας της την είχε διορθώσει με μια υψηλότερη έννοια το «Χριστιανική»,  κι έτσι πήρε επάνω του την συζήτηση, ενώ εκείνη καθόταν σιωπηλή με ένα αμυδρό αίσθημα περιφρόνησης.
Καμμιά περιφρόνηση δεν αισθανόταν τώρα, καμμιά διάθεση να μιλήσει για ιπποτισμό . Από τούδε και στο εξής θα έπρεπε να αισθάνεται ταπεινωμένη και ντροπιασμένη ενώπιόν του. Αλλά πότε θα τον ξανάβλεπε ; Η καρδιά της αναπηδούσε από φόβο κάθε που χτυπούσε το κουδούνι της εξώπορτας κι όμως όταν καταλάγιαζε και ηρεμούσε, αισθανόταν μια περίεργη θλίψη και  απογοήτευση που της ράγιζε την καρδιά . Ήταν φανερό πως ο πατέρας της  τον περίμενε  και  του προξενούσε έκπληξη το γεγονός ότι δεν ερχόταν.  Κι αλήθεια, υπήρχαν θέματα στην συζήτησή τους τις προάλλες, στα οποία δεν είχαν το χρόνο να εμβαθύνουν. Είχαν όμως αφήσει να εννοηθεί ότι ει δυνατόν το επόμενο βράδυ – διαφορετικά, το πρώτο βράδυ που θα είχε την ευχέρεια ο κύριος Θόρντον- θα συναντιόνταν για να συνεχίσουν τη συζήτησή τους. Ο κύριος Χέηλ ανυπομονούσε για την συνάντηση αυτήν από τη στιγμή που αποχαιρετίστηκαν.  Δεν είχε ακόμα αναλάβει τα διδακτικά του καθήκοντα, τα οποία είχε εγκαταλείψει όταν η ασθένεια της συζύγου του επιδεινώθηκε, έτσι, οι δραστηριότητές του ήταν λιγότερες απ’ότι συνήθως, και το σοβαρό συμβάν της προηγούμενης μέρας ( η αυτοκτονία του Μπάουσερ) τον είχε προβληματίσει ακόμα περισσότερο. Όλο το απόγευμα ήταν ανήσυχος. Ολοένα έλεγε πως « Ήμουν σίγουρος πως θα ερχόταν ο κύριος Θόρντον. Νομίζω πως ο κομιστής του βιβλίου, χθες το βράδυ, πρέπει να έφερε μαζί του κάποιο σημείωμα και ξέχασε να το παραδώσει. Μήπως ήρθε σήμερα κάποιο μήνυμα ;»
«Θα πάω να κυττάξω, πατέρα» είπε η Μάργκαρετ αφού άκουσε τον πατέρα της να λέει άλλη μια φορά τα ίδια λόγια πάνω- κάτω.  «Σταθείτε, ακούω το κουδούνι !» Κάθισε αμέσως και έσκυψε  πάνω από το εργόχειρό της με προσήλωση. Άκουσε βήματα στη σκάλα, αλλά κατάλαβε ότι ήταν μόνο από έναν άνθρωπο – την Ντίξον. Σήκωσε το κεφάλι της μ’έναν αναστεναγμό, νοιώθοντας, καθώς πίστευε. Χαρούμενη.
«Κύριε, είναι εκείνος ο Χίγκινς.  Θέλει, λέει,  να δει εσάς, ή την δεσποινίδα Χέηλ. Ή  μπορεί να μου είπε πως θέλει πρώτα να δει την δεσποινίδα και μετά εσάς, κύριε – φέρεται κάπως παράξενα.»
«Καλύτερα να έρθει πάνω, Ντίξον, έτσι μπορεί να μας δει και τους δύο και να επιλέξει με ποιον θα συνομιλήσει.»
«Ω, όπως νομίζετε, κύριε. Εγώ μια φορά δεν έχω καμμιά όρεξη να ακούσω τι έχει να πει. Έτσι και βλέπατε τα παπούτσια του, είμαι σίγουρη πως θα λέγατε πως είναι καλύτερα να τον μπάσω στην κουζίνα.»
« Υποθέτω  πως μπορεί να τα σκουπίσει.» είπε ο κύριος Χέηλ.  Έτσι η Ντίξον έφυγε φουριόζα για να του πει να περάσει επάνω. Της πέρασε όμως κάπως ο θυμός, όταν εκείνος, αφού την είδε να κυττάζει τα παπούτσια του με κάποιο δισταγμό, κάθισε στα σκαλοπάτια, τα έβγαλε και χωρίς να πει λέξη ανέβηκε επάνω.
« Στις προσταγές σας, κύριε!», είπε στρώνοντας προς τα πίσω τα μαλλιά του καθώς έμπαινε στο δωμάτιο. « Συμπαθάτε με (ρίχνοντας ένα βλέμμα στη Μάργκαρετ)  που μπαίνω με τις κάλτσες – βολόδερνα στους δρόμους  ολημερίς – και δεν είναι και μες στην πάστρα όσο να πεις.»
Η Μάργκαρετ σκέφτηκε πως ίσως έφταιγε η κούραση για την αλλαγή στη συμπεριφορά του, επειδή φαινόταν ασυνήθιστα ήσυχος και υποτονικός. Φαινόταν ότι ήθελε να πει κάτι αλλά δίσταζε.
Ο κύριος Χέηλ, πάντα πρόθυμος να συνδράμει με συμπάθεια  στην συστολή και τον δισταγμό,  ή στην έλλειψη αυτοκυριαρχίας, έσπευσε να τον βοηθήσει.
« Μόλις ετοιμαζόμασταν να  πάρουμε το τσάι μας, κύριε Χίγκινς, θα πάρετε κι εσείς ένα φλυτζάνι μαζί μας. Σίγουρα θα είστε κουρασμένος αφού είχατε τόσες δουλειές μια τέτοια βροχερή  ημέρα. Μάργκαρετ, καλή μου, μπορείς να  επισπεύσεις το τσάι;»
Η Μάργκαρετ επίσπευσε το τσάι, αναλαμβάνοντας η ίδια την προετοιμασία του, πράγμα που πρόσβαλλε την Ντίξον, η οποία είχε γίνει εύθικτη και ευερέθιστη μέσα στο πένθος για την κυρία της. Όμως η Μάρθα, όπως και όλοι όσοι γνώριζαν την Μάργκαρετ – ακόμα και η ίδια η Ντίξον, εν καιρώ- ένοιωθε χαρά και τιμή να εκπληρώνει οποιαδήποτε επιθυμία της. Η προθυμία της αλλά και η γλυκειά ανεκτικότητα της Μάργκαρετ, σύντομα έκαναν την Ντίξον να αισθανθεί ντροπή.
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο κύριος κι εσείς θέλετε  πάντα να δέχεστε επάνω ανθρώπους κατώτερης τάξης, από τότε που ήρθαμε στο Μίλτον. Στο Χέλστοουν, δεν προχωρούσαν πιο πέρα από την κουζίνα, και για μερικούς από αυτούς ακόμα κι αυτό τους πήγαινε πολύ, και φρόντιζα να τους το δείξω.»
Για το Χίγκινς ήταν πιο εύκολο να βρει ανακούφιση από το φορτίο του σε έναν παρά σε δύο. Μόλις η Μάργκαρετ έφυγε από το δωμάτιο, προχώρησε προς την πόρτα να βεβαιωθεί ότι  ήταν κλειστή. Έπειτα, πλησίασε τον κύριο Χέηλ.
«Κύριε» είπε, «δεν φαντάζεστε για ποιο λόγο πήρα τους δρόμους σήμερα. Περσότερο αν θυμάστε το πώς σας μίλησα χθες. Γύρευα δουλειά. Το έκαμα. Είπα μέσα μου πως θα κράταγα την γλώσσα μου, δε θα βγαζα μιλιά, ότι και να μου λέγαν εκείνοι. Θε να δάγκωνα τη γλώσσα μου καλύτερα, παρά να βιαστώ να μιλήσω. Για χάρη ‘κεινού – καταλαβαίνετε.» είπε δείχνοντας με τον αντίχειρα σε κάποια απροσδιόριστη κατεύθυνση.
«Όχι, δεν καταλαβαίνω,» είπε ο κύριος Χέηλ, βλέποντας τον να περιμένει κάποιο είδος επιβεβαίωσης, και ολότελα σαστισμένος για το  ποιος  θα μπορούσε να  ήταν «εκείνος».
« ΄Κείνος που τον έχουνε ξαπλώσει εκειδά.» είπε κάνοντας ακόμα ένα νεύμα. «’κείνος που πήγε και πνίγηκε, ο δόλιος! Δεν το ‘χα ότι θα πήγαινε και θα ξάπλωνε χωρίς να σαλέψει  μέχρι να τονε σκεπάσει το νερό και να πνιγεί.  Ο Μπάουσερ.»
« Ναι, τώρα το καταλαβα.» είπε ο κύριος Χέηλ. « Μου έλεγες πριν ότι συγκρατιόσουν να μην μιλήσεις….»
«…για χάρη ‘κεινού. Αλλά όχι τόσο για κείνονε, γιατί όπου κι αν είναι, ότι και να’γινε, δεν θα πεινάσει, ούτε θα κρυώσει ξανά. Μα για χάρη της γυναίκας του και των παιδιών του.»
«Ο Θεός να σ’ έχει καλά!» είπε ο κύριος Χέηλ με έξαψη. Κατόπιν, αφού ηρέμησε, είπα ξέπνοα «Τι ακριβώς εννοείς ; Πες μου τι έγινε.»
« Μα έτσι κατά πώς σας τα’πα.» είπε ο Χίγκινς ελαφρώς έκπληκτος με την ταραχή του κυρίου Χέηλ.  «Δε θα πήγαινα να γυρέψω δουλειά για ελόγου μου, αλλά για ‘κείνα που νοιώθω ότι τα ‘χω βάρος πάνω μου. Λογάριαζα πως θα τον έβαζα σε καλό δρόμο τον Μπάουσερ, μα ‘γω τον έκαμα να ξεστρατίσει. Θα πρέπει το λοιπόν να ξεχρεώσω.»
Ο κύριος Χέηλ πήρε το χέρι του Χίγκινς και το έσφιξε αμίλητος. Ο Χίγκινς έμοιαζε να αισθάνεται αμηχανία και ντροπή.
«’νταξει, ‘ντάξει, αφεντικό! Καθένας από μας αν θέλει να λογιάζεται γι άντρας, θε να΄κανε τα ίδια, ίσως και περσότερα. Γιατί πίστεψέ με, ακόμα δεν είδα κανένα φως για δουλειά. Γιατί μ’όλο που του’λεγα του Χάμπερ πως εργάτη σαν κι ελόγου μου – αν θα μ’έπαιρνε – δεν πρόκειται να είχε άλλον τέτοιονα στη δούλεψή του, κι αυτός καταπώς έκαναν κι οι άλλοι δεν με πήρε. Την εντολή πού’χε δώσει βέβαια δεν θα την υπόγραφα – όχι, δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό για τίποτα.  Είμαι το μαύρο πρόβατο, φτωχός και άχρηστος – τι μπορώ να κάνω για τα παιδιά, αν δεν με βοηθήσετε εσείς, εφημέριε ;»
«Να βοηθήσω ! Πώς ; Θα έκανα τα πάντα – αλλά τι μπορώ να κάνω;»
«Η δεσποινίς από  ‘δώ» επειδή η Μάργκαρετ είχε επιστρέψει στο δωμάτιο και καθόταν ακούγοντας σιωπηλή «πάντα έλεγε σπουδαία πράματα για το Νότο και τη ζωή που κάνουν εκεί. Να, δηλαδής δεν ξέρω πόσο μακρυά είναι, έλεγα όμως, αν ήταν μπορετό να πήγαινα ’κει κάτω, εκείθε το φαγητό είναι φθηνό και τα εργατικά καλά, κι όλος ο κόσμος, εργάτες κι αφεντικά  φέρονται ανθρωπινά. Θα μπορούσατε, ίσως να με βοηθήσετε να εργαστώ. Δεν είμαι ούτε σαρανταπέντε χρονώ και είμαι άξιος και δυνατός, αφεντικό.»
« Όμως ποια δουλειά θα μπορούσες να κάνεις, άνθρωπέ μου;»
« Να, έλεγα πως θα μπορούσα κάπως να σκάβω…»
« Και γι αυτή τη δουλειά,» είπε η Μάργκαρετ παρεμβαίνοντας, « και για οποιαδήποτε άλλη, Χίγκινς,  θα πληρωνόσουν – στην καλύτερη περίπτωση-  με εννιά σελίνια την εβδομάδα – ή και δέκα, αν δούλευες στο ύπαιθρο. Το φαγητό κοστίζει όσο κι εδώ – μόνο που εκεί μπορείς να έχεις ένα μικρό περιβόλι.»
«Θα μπορούσαν να το δουλέψουν τα παιδιά» είπε. « Το’χω σιχαθεί το Μίλτον και μ’έχει σιχαθεί κι αυτό.»
«Δεν πρέπει να πάς στο Νότο, παρ’ όλ’ αυτά.» είπε η Μάργκαρετ. « Δεν θα μπορούσες ν’ αντέξεις εκεί. Θα έπρεπε να εργάζεσαι συνέχεια στην ύπαιθρο, βρέξει-χιονίσει. Θα σε πεθάνουν οι ρευματισμοί. Απλά και μόνο η σωματική εργασία στην ηλικία σου, θα σε εξόντωνε. Και η αμοιβή είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που έχεις συνηθίσει.»
« Δε  είμαι ιδιότροπος στο φαί μου.» είπε σα να είχε προσβληθεί.
«Όμως υπολογίζεις ότι  μια φορά την εβδομάδα θα μπορείς να αγοράσεις κρέας από το χασάπη, αν έχεις δουλειά. Να το πληρώνεις από αυτά τα δέκα σελίνια, και  να μπορείς να κρατήσεις μαζί σου τα παιδιά. Οφείλω να σου το  πώ – επειδή ήταν τα λόγια μου που σου έβαλαν την ιδέα, να σου δώσω την εικόνα ξεκάθαρα. Δεν θα αντέξεις την πλήξη της ζωής. Δεν έχεις ιδέα για τι πρόκειται – θα σε κατατρώει σαν την σκουριά. Εκείνοι που έζησαν όλη τους τη ζωή εκεί, έχουν συνηθίσει να βαλτώνουν μέσα στο τέλμα. Κοπιάζουν από μέρα σε μέρα, μέσα στα χωράφια, μόνοι, κάτω από τον ήλιο, αμίλητοι, σκυφτοί  χωρίς να σηκώνουν το κεφάλι. Η σκληρή δουλειά των σκαφτιάδων τους κλέβει τη σπιρτάδα του μυαλού.  Ο μόχθος, ίδιος κι απαράλλακτος αμβλύνει  την φαντασία τους. Δεν τους νοιάζει να μαζευτούν μετά τη δουλειά  και να συζητήσουν για ιδέες ή θεωρίες, ακόμα και για τα πιο ανούσια ή τρελά πράγματα. Πηγαίνουν στα σπίτια τους, κατάκοποι, σκοτωμένοι στη δουλειά, οι δυστυχισμένοι. Δεν τους νοιάζει παρά να φάνε και να ξεκουραστούν. Δεν μπορείς να τους ξεσηκώσεις σε οποιαδήποτε μορφή συντροφικότητας – κάτι που στην πόλη είναι τόσο κοινό όσο και ο αέρας που αναπνέεις. Τώρα, αν αυτό είναι καλό ή κακό, δεν το γνωρίζω. Όμως ξέρω σίγουρα ότι από  όλους τους ανθρώπους, εσύ δεν θα άντεχες να ζήσεις  έτσι ανάμεσα σε τέτοιους εργάτες. Αυτό που για εκείνους  θα ήταν ηρεμία, σ’εσένα θα έφερνε συνεχή εκνευρισμό. Μην το σκέφτεσαι άλλο, Νίκολας, σε παρακαλώ. Εκτός των άλλων, δεν θα μπορούσες να πληρώσεις για να μεταφερθούν όλοι τους – η μητέρα και τα παιδιά, εκεί. Κι αυτό είναι καλό.»
μάδα, θα ψωνίζεις κρέας από το χασάπη, εφόσον έχεις δουλειά, θα το πληρώνεις από τα δέκα σελίνια σου, και θα συντηρείς τα καημένα τα παιδιά, εφ’όσον μπορείς. Οφείλω να σου το
«Τα’χω λογαριάσει. Ένα σπίτι μας φτάνει, απ’το άλλο θα πουληθούν τα έπιπλα. Και οι άνθρωποι εκεί, θα’χουνε κι αυτοί φαμελιές –  μ’ έξι –εφτά παιδιά, μπορεί. Ο Θεός να τους φυλάει!»  είπε, με περισσότερη πεποίθηση στον τρόπο που έβλεπε εκείνος την κατάσταση, παρά σε όλα όσα είχε πει η Μάργκαρετ και ξαφνικά αποποιήθηκε την ιδέα, η οποία είχε μόλις προ ολίγου γεννηθεί στο μυαλό του που ήταν ήδη θολό από την κούραση και την έγνοια. «Ο Θεός να τους βοηθά! Το ίδιο βασανίζονται οι άνθρωποι και στο Βορρά και στο Νότο. Αν εκεί η δουλειά  είναι σίγουρη και σταθερή, το μεροκάματο είναι της πείνας ενώ εδώ μπορεί τη μια μέρα να έχεις μπόλικο παραδάκι και την άλλη μέρα ούτε δεκάρα. Στα σίγουρα, τούτο τον κόσμο δεν  μπορώ να τον καταλάβω ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος. Χρειάζεται ξάκρισμα και ποιος μπορεί να το κάνει, αν τα πράγματα έχουν έτσι καταπώς τα λέτε εσείς εκεί πέρα, και δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο παρά μονάχα αυτό που βλέπουμε ;»
Ο κύριος Χέηλ καταγινόταν με το να κόβει το ψωμί και το βούτυρο, πράγμα το οποίο ικανοποιούσε την Μάργκαρετ, γιατί καταλάβαινε πως ήταν καλύτερο να αφήσουν στην ησυχία του τον Χίγκινς.
Ακόμα κι αν ο πατέρας της άρχιζε να μιλάει ήπια όσον αφορά τις σκέψεις του Χίγκινς, εκείνος θα το θεωρούσε πρόκληση για να επιχειρηματολογήσει  μένοντας αμετακίνητος στις απόψεις του. Η Μάργκαρετ με τον πατέρα της έπιασαν να συζητούν «περί ανέμων και υδάτων» μέχρι που ο Χίγκινς χόρτασε, χωρίς καν να αντιλαμβάνεται ότι έτρωγε. Έπειτα, έσπρωξε την καρέκλα του προς τα πίσω και προσπάθησε να εστιάσει την προσοχή του στην συζήτηση, αλλά ήταν μάταιοˑ και ξαναγύρισε στην βλοσυρή ονειροπόλησή του. Ξαφνικά, η Μάργκαρετ είπε ( το στριφογύριζε για ώρα στο μυαλό της αλλά οι λέξεις είχαν κολλήσει στο λαιμό της):  «Χίγκινς, πήγες να ζητήσεις δουλειά στο εργοστάσιο Μάρλμπορόου ;»
«Στου Θόρντον ; Αμέ, πήγα κι εκεί.»
«Και τι είπε;»
«Κάποιον σαν ελόγου μου δεν τον αφήνουν να μιλήσει με το αφεντικό. Ο επιστάτης μου ’πε να τσακιστώ πάω στο διάολο.»
«Μακάρι να μιλούσες με τον κύριο Θόρντον.» είπε ο κύριος Χέηλ. «Ίσως να μην σου έδινε δουλειά, αλλά δεν θα χρησιμοποιούσε τέτοια γλώσσα.»
«Όσο γι αυτό, μαθημένος είμαι και δεν σκάω για κάτι τέτοια. Δε με πειράζει άμα με προσβάλλουν. Αλλά να, με πείραξε που δε με θέλουν ούτε ‘κει ούτε πουθενά αλλού.»
«Όμως θα ήθελα να συναντήσεις τον κύριο Θόρντον.» επανέλαβε η Μάργκαρετ . «Το ξέρω πως ζητάω πολλά αλλά θα ήθελες να ξαναπάς αύριο και να προσπαθήσεις πάλι ; Θα χαιρόμουν πολύ αν το έκανες.»
«Φοβάμαι πως θα είναι ανώφελο,» είπε ο κύριος Χέηλ χαμηλόφωνα. « Θα ήταν καλύτερο να του μιλήσω εγώ.» Η Μάργκαρετ κυττούσε ακόμα τον Χίγκινς, περιμένοντας την απάντησή του. Ήταν δύσκολο να αντισταθεί κανείς σε αυτό το απαλό, σοβαρό της βλέμμα. Ο Χίγκινς αναστέναξε.
« Θα μου τσαλαπατήσει την περηφάνια μου. Αν ήταν μοναχά για μένανε, θα προτιμούσα να ψοφήσω της πείνας. Κάλλιο να τον ξάπλωνα κάτω  παρά να πάω να του ζητήσω χάρη. Καλύτερα να με μαστιγώνανε. Μα, με το συμπάθειο, δεν είσαι σαν τις άλλες κοπελιές, κι ο τρόπος που’χεις δεν μοιάζει κανενός. Θα κάνω τα πικρά γλυκά και θα πάω αύριο. Μη θαρρείς πως θα με πάρει. Τούτος ο άντρας, είναι η φτιασιά του τέτοια – καλύτερα να τον κάψουν παρά να υποχωρήσει. Το κάνω για χατήρι σου, Μις Χέηλ, κι είν’ η πρώτη φορά που κάνω χατήρι σε γυναίκα. Δεν έκανα ούτε στη γυναίκα μου ούτε στη Μπέσσυ.»
«Ένας λόγος παραπάνω για να σε ευχαριστήσω,» είπε η Μάργκαρετ χαμογελώντας. «Αν και δεν σε πιστεύω: Νομίζω ότι και στη γυναίκα σου και στην κόρη σου έκανες το χατήρι, όπως οι περισσότεροι άνδρες.»
«Όσο για τον κύριο Θόρντον,» είπε ο κύριος Χέηλ, « θα σου δώσω να του πάς ένα σημείωμα, που θα τολμούσα να πω ότι θα σου εξασφαλίσει μια ακρόαση.»
« Σας ευχαριστώ, κύριε, αλλά θα προτιμούσα να τα καταφέρω μονάχος μου. Δεν θέλω να μου κάνει χάρη κάποιος που δεν κατέχει τα πώς και τα γιατί του καυγά.  Το να ανακατεύεται κανείς μεταξύ αφεντικού και εργάτη, είναι σαν να μπαίνει στη μέση ανάμεσα σ’ ένα ανδρόγυνο : Χρειάζεται πολύ μυαλό για να κάνεις μια στάλα καλό.  Θα πάω και θα στηθώ στην μπροστινή πύλη. Θα μείνω εκεί από τις έξι το πρωί μέχρι να καταφέρω να του μιλήσω.  Αλλά πιο καλά να γινόμουν σκουπιδιάρης – αν δεν κάνανε ήδη αυτή τη δουλειά οι άποροι.  Μην έχεις καθόλου ελπίδες, δεσποινίς. Περσότερες ελπίδες θα’χες αν άρμεγες μια πέτρα να βγάλει γάλα. Σας εύχομαι καληνύχτα   και σας ευχαριστώ πολύ.»
«Θα βρεις τα παπούτσια σου στην κουζίνα, δίπλα στη φωτιά. Τα έβαλα εκεί για να στεγνώσουν,» είπε η Μάργκαρετ.
Γύρισε και την κοίταξε για κάμποση ώρα, κι ύστερα σκούπισε τα μάτια με το ισχνό του χέρι κι έφυγε.
«Πόσο υπερήφανος άνθρωπος είναι!» είπε ο πατέρας της, κάπως ενοχλημένος με τον τρόπο που ο Χίγκινς αποποιήθηκε την προσφορά του να μεσολαβήσει στον κύριο Θόρντον.
«Είναι.» είπε η Μάργκαρετ. «Αλλά και πόσο σπουδαίες ανδρικές αρετές έχει, μαζί με την υπερηφάνεια.»
«Ήταν διασκεδαστικό να βλέπει κανείς πώς τελικά έδειξε να σέβεται εκείνη την πλευρά στον χαρακτήρα του κυρίου Θόρντον που μοιάζει πολύ με την δική του.»
« Όλοι αυτοί οι άνθρωποι εδώ στο Βορρά, μοιάζει να  έχουν κάτι  από γρανίτη, έτσι πατέρα;»
«Όχι όμως ο δύστυχος Μπάουσερ, ούτε η γυναίκα του.»
« Αν κρίνω από την προφορά τους, πρέπει να ήταν Ιρλανδικής καταγωγής. Αναρωτιέμαι αν θα τα καταφέρει αύριο ο Χίγκινς. Αν γινόταν  αυτός και ο κύριος Θόρντον να  συνομιλήσουν  ως άνδρας προς άνδρα, - αν ο Χίγκινς ξεχνούσε πως ο κύριος Θόρντον είναι αφεντικό, και του μιλούσε όπως μιλά σ’εμάς- και αν ο κύριος  Θόρντον έδειχνε αρκετή υπομονή ώστε να τον ακούσει με ανθρωπιά στην καρδιά του, και όχι ως αφεντικό…»
« Κοντεύεις να δικαιώσεις επιτέλους τον κύριο Θόρντον, Μάργκαρετ,» είπε ο πατέρας της  τσιμπώντας της ελαφρά το αυτί.
Η Μάργκαρετ ένοιωσε την καρδιά της να βουλιάζει και δεν μπόρεσε να απαντήσει.
........................................................................................................................................................