Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Κεφάλαιο 7ο " Νέα πρόσωπα και εικόνες"



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο

«Νέα πρόσωπα και εικόνες»

Την επόμενη μέρα το απόγευμα, περίπου είκοσι μίλια μακριά απ΄οτο Μίλτον –Νόρθερν,  μπήκαν σε ένα μικρό παράπλευρο  σιδηροδρομικό  δίκτυο  που  οδηγούσε στο Ήστον.
.......................................
Από μακριά, ο ήχος της θάλασσας καθώς πάφλαζε ρυθμικά στην αμμώδη ακτή, πιο κοντά οι φωνές από τους αγωγιάτες με τα γαϊδουράκια τους, πρωτόγνωρες σκηνές ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια της σαν πίνακες, χωρίς να νοιάζεται μέσα στην νωχελικότητά της να τις κατανοήσει  προτού σβήσουν∙ ο περίπατος κάτω στην παραλία για να αναπνεύσουν το θαλασσινό αεράκι, απαλό και ζεστό στην αμμώδη ακτή ακόμα και τώρα, τέλη Νοέμβρη∙  η  μεγάλη , θαμπή  θαλασσογραμμή που άγγιζε τον απαλόχρωμο ουρανό∙ το άσπρο πανάκι  μιας βάρκας μακριά που φάνταζε ασημένιο κάτω από τις  χλωμές ηλιαχτίδες : της φαινόταν ότι μπορούσε να ονειρευτεί τη ζωή της  έτσι, με αυτήν την πολυτέλεια της  ονειροπόλησης, με την σκέψη ολοκληρωτικά στο παρόν, μην τολμώντας να σκεφτεί το παρελθόν, μη  θέλοντας να  κυττάξει προς το μέλλον.
..................................................................................
Η Μάργκαρετ γνώριζε ότι έπρεπε να φύγουν αλλά αποστρεφόταν την ιδέα της βιομηχανικής πόλης και πίστευε  ότι έκανε καλό στην μητέρα της το κλίμα στο Ήστον, έτσι πρόθυμα θα ανέβαλλε το ταξίδι για το Μίλτον.
Για αρκετά μίλια πριν φτάσουν στο Μίλτον έβλεπαν ένα σκούρο μολυβένιο σύννεφο να κρέμεται στον ορίζοντα προς την κατεύθυνση που βρισκόταν η πόλη. Η αντίθεση με τον χλωμό, γκριζογάλανο, χειμωνιάτικο ουρανό,  το  έκανε να μοιάζει  ακόμα πιο σκοτεινό ∙  γιατί στο Ήστον  είχαν ήδη εμφανιστεί τα πρώτα σημάδια της παγωνιάς.  Καθώς πλησίαζαν στην πόλη, ο αέρας είχε μια αμυδρή αίσθηση και  μυρωδιά καπνού ∙ ίσως οφειλόταν  περισσότερο στην  έλλειψη της ευωδιάς χόρτου και βλάστησης παρά σε κάποια συγκεκριμένη μυρωδιά. Σύντομα, βρέθηκαν να στριφογυρνάνε σε δρόμους μακρείς και ίσιους με ολόγυρα χτισμένα μικρά, ομοιόμορφα, τούβλινα σπίτια  .Εδώ κι εκεί, σαν την κότα ανάμεσα στα κοτόπουλα, ξεπρόβαλε κάποιο μεγάλο, μακρόστενο εργοστάσιο,  με πολλά  παράθυρα, ξεφυσώντας μαύρο, πυκνό καπνό, συμβάλλοντας έτσι  ικανοποιητικά  στη δημιουργία του νέφους το οποίο η Μάργκαρετ είχε θεωρήσει σαν σύννεφο φορτωμένο βροχή. Καθώς προχωρούσαν με την άμαξα από το σταθμό στο ξενοδοχείο, ανάμεσα σε μεγαλύτερους και φαρδύτερους δρόμους, έπρεπε να σταματούν συνέχεια ∙ μεγάλα φορτωμένα κάρα εμπόδιζαν τις όχι και πολύ μεγάλες διόδους. Η Μάργκαρετ επισκεπτόταν πότε – πότε την πόλη στις εξόδους με την θεία της. Όμως εκεί υπήρχαν πολλά βαρυφορτωμένα και δυσκίνητα οχήματα προορισμένα  για διάφορες χρήσεις και λειτουργίες ∙  εδώ, κάθε καμιόνι,  κάθε  βαγόνι και καρότσι μετέφερε βαμβάκι, είτε χύμα σε τσουβάλια, είτε σε  μορφή υφάσματος συσκευασμένο σε δέματα  από κάμποτ. Οι άνθρωποι συνωστίζονταν στους δρόμους, οι περισσότεροι καλοντυμένοι όσον αφορά το ύφασμα, αλλά με μια ατημέλητη χαλαρότητα, την οποία η Μάργκαρετ βρήκε πολύ διαφορετική σε σχέση με την φθαρμένη, ξεφτισμένη κομψότητα της αντίστοιχης τάξης του Λονδίνου.
« Η Νιού Στρητ» είπε ο κος Χέηλ. «Αυτός, νομίζω, είναι ο κεντρικός δρόμος του Μίλτον . Ο Μπελ μου τον έχει αναφέρει συχνά.  Ήταν η διαπλάτυνση αυτού του δρόμου από απλό δρομάκι σε κεντρική λεωφόρο, πριν από τριάντα χρόνια, που έγινε η αφορμή να αποκτήσει  τόση αξία η περιουσία του. Το εργοστάσιο του κου Θόρντον θα πρέπει να είναι κάπου εδώ κοντά γιατί είναι νοικάρης  του κου Μπελ. Φαντάζομαι όμως  ότι θα διευθετεί τις υποθέσεις του από το γραφείο του στις αποθήκες.»
«Πού είναι το ξενοδοχείο μας, πατέρα;»
«Νομίζω, κοντά στο τέλος αυτού του δρόμου. Να δειπνήσουμε πριν ή αφού επισκεφθούμε τα σπίτια που είδαμε στην εφημερίδα  Τα Νέα του Μίλτον
«Ω, ας τελειώσουμε πρώτα τη δουλειά μας. »
«Πολύ καλά. Τότε θα δω αν υπάρχει κανένα γράμμα ή μήνυμα για μένα από τον κο Θόρντον, επειδή μου είπε ότι θα με ενημέρωνε αν μάθαινε κάτι για κάποιο σπίτι, κατόπιν μπορούμε να φύγουμε. Ας κρατήσουμε την άμαξα ∙ είναι προτιμότερο έτσι, παρά να περιπλανηθούμε και να κινδυνεύσουμε να χάσουμε το απογευματινό τραίνο.»

.......................................................................................
Ο πατέρας της την συνόδευσε στο ξενοδοχείο, μπήκε μαζί της στην είσοδο και αφήνοντάς την στην άκρη της σκάλας, έφυγε για να βρεί  τον ιδιοκτήτη  του σπιτιού στο οποίο είχαν καταλήξει. Τη στιγμή που η Μάργκαρετ άπλωνε το χέρι της να ανοίξει την πόρτα για το δωμάτιό τους, άκουσε τα γρήγορα βήματα ενός γκρούμ ακριβώς  πίσω της –
«Με συγχωρείτε, κυρία. Ο κύριος έφυγε τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να του το πω. Ο κος Θόρντον πέρασε αμέσως μόλις φύγατε ∙  και επειδή από ό,τι κατάλαβα ο κύριος είπε ότι θα επιστρέφατε σε μια ώρα, τον ενημέρωσα σχετικά και ήρθε ξανά πριν από πέντε λεπτά, λέγοντας ότι θα περιμένει τον κο Χέηλ. Είναι στο δωμάτιό σας τώρα, κυρία.»
«Ευχαριστώ. Ο πατέρας μου θα επιστρέψει σύντομα, και τότε μπορείς να τον ενημερώσεις.»

Η Μάργκαρετ άνοιξε την πόρτα και προχώρησε με το συνηθισμένο ευθύ, τολμηρό και αξιοπρεπές ύφος της. Δεν αισθανόταν καμιά αμηχανία γιατί ήξερε πολύ καλά πώς να κινείται ανάμεσα σε κόσμο. Την περίμενε κάποιος που είχε επαγγελματικές σχέσεις με το πατέρα της ∙  επιπλέον,  επειδή αισθάνονταν ήδη αρκετά υποχρεωμένοι σε αυτόν, ήταν πρόθυμη να του φερθεί με όλη την ευγένεια που απαιτούσε η περίσταση.
Ο κος Θόρντον σαφέστατα εξεπλάγην περισσότερο, και  βρέθηκε σε μεγαλύτερη αμηχανία από την ίδια. Αντί για τον  ήσυχο, μεσήλικα κληρικό, μπήκε με αυτοπεποίθηση στο δωμάτιο μια νεαρή κοπέλα γεμάτη αληθινή αξιοπρέπεια – μια κοπέλα πολύ  διαφορετική από αυτές που έβλεπε συνήθως. Το ντύσιμό της ήταν αρκετά απλό:  Ένα αυστηρό, ψάθινο μπονέ, εξαιρετικό στην ποιότητα και στο σχέδιο, στολισμένο με μια άσπρη κορδέλα ∙ ένα σκούρο μεταξωτό  φόρεμα, χωρίς γιρλάντες ή βολάν ∙ μια μεγάλη Ινδική εσάρπα, που έπεφτε γύρω της με μακριές και πλατιές πτυχώσεις  και την οποία φορούσε όπως μια αυτοκράτειρα την εσθήτα της. Δεν κατάλαβε ποια ήταν, καθώς συνάντησε το ευθύ, ανεπιτήδευτο και  ατάραχο βλέμμα της που φανέρωνε  ότι η παρουσία του εκεί δεν απασχολούσε την όμορφη όψη της, και δεν χρωμάτισε με έκπληξη  το λευκό σαν ελεφαντόδοντο, πρόσωπό της. Ήξερε ότι  ο κος Χέηλ είχε μια κόρη, αλλά φανταζόταν ότι ήταν μικρό κορίτσι.
« Ο κος Θόρντον, νομίζω!» είπε η Μάργκαρετ, έπειτα από μια μικρή παύση, η οποία  δεν ήταν αρκετή για να ξαναβρεί τα λόγια του. «Θα καθίσετε; Ο πατέρας μου με συνόδευσε ως  την είσοδο μόλις πριν από ένα λεπτό ∙ δυστυχώς όμως, δεν του είπαν ότι βρίσκεστε εδώ και έφυγε για κάποια δουλειά. Θα επιστρέψει όμως πολύ σύντομα. Λυπάμαι που μπήκατε στον κόπο να έρθετε δύο φορές.»
Ο κος Θόρντον  ήταν συνηθισμένος  να δίνει διαταγές, εντούτοις,  φάνηκε πως εκείνη απέκτησε αμέσως ένα είδος επιβολής πάνω του. Λίγο πριν την είσοδό της στο δωμάτιο, είχε αρχίσει να αδημονεί για το γεγονός ότι έχανε το χρόνο του, ιδιαίτερα μια  μέρα που ήταν εργάσιμη, κι όμως, τώρα αναζήτησε μια θέση  ευθύς αμέσως  μόλις του το ζήτησε.
«Γνωρίζετε μήπως πού  έχει πάει ο κος Χέηλ; Ίσως μπορέσω να  τον βρώ.»    

« Πήγε σε κάποιον κο Ντόνκιν στην Κάνουτ Στρητ. Είναι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που επιθυμεί να ενοικιάσει ο πατέρας μου στο Κράμπτον.»
Ο κος Θόρντον γνώριζε το σπίτι.  Είχε δει την αγγελία, και είχε αναζητήσει να δει και το σπίτι, κατόπιν παράκλησης του κου Μπελ να βοηθήσει τον φίλο του  όσο καλύτερα μπορούσε, υποκινούμενος και από  το δικό του  προσωπικό ενδιαφέρον, για τον κληρικό που είχε εγκαταλείψει τα προς το ζην κάτω από τέτοιες συνθήκες όπως ο κος Χέηλ.  Ο κος Θόρντον πίστευε πως το σπίτι στο Κράμπτον ήταν πραγματικά ό,τι έπρεπε ∙ τώρα όμως που έβλεπε την Μάργκαρετ, τόσο έξοχη στον τρόπο που κινείτο και στην εμφάνιση,  άρχισε να αισθάνεται ντροπή για το γεγονός ότι είχε θεωρήσει το σπίτι κατάλληλο για τους Χέηλ, παρά την δεδομένη κακογουστιά που είχε διακρίνει σε αυτό όταν το επιθεωρούσε.
Η Μάργκαρετ δεν μπορούσε να αλλάξει το παρουσιαστικό της ∙ κι όμως,  το μικρό σουφρωμένο άνω χείλος, το στρογγυλό, ανασηκωμένο πηγούνι της, ο τρόπος που κρατούσε ψηλά το κεφάλι της,  οι κινήσεις της γεμάτες μια γλυκειά, γυναικεία αψηφισιά, έδιναν πάντα σε όσους δεν την γνώριζαν, μια αίσθηση υπεροψίας. Αυτή τη στιγμή ήταν κουρασμένη και θα προτιμούσε να ξεκουραστεί όπως της είχε προτείνει ο πατέρας της, αλλά βέβαια το όφειλε στον εαυτό της να φερθεί όπως άρμοζε σε μια κυρία,  και να μιλά ευγενικά κάθε τόσο σε αυτόν τον άγνωστο ∙ ο οποίος, ομολογουμένως,  δεν ήταν ούτε υπερβολικά ραφιναρισμένος ούτε ιδιαίτερα αψεγάδιαστος μετά από μια σκληρή μέρα  μέσα στους δρόμους και στο πλήθος του Μίλτον. Ευχόταν να έφευγε όπως είχε και ο ίδιος πει ότι θα έκανε αντί να κάθεται εκεί, απαντώντας ευγενικά στα σχόλια που έκανε εκείνη. Είχε βγάλει την εσάρπα της και την είχε κρεμάσει στην πλάτη της καρέκλας της. Καθόταν απέναντί του και το φως έπεφτε πάνω της ∙ τα μάτια του απολάμβαναν την ομορφιά της σε όλη της την έκταση ∙ η στρογγυλάδα του λευκού λαιμού της έτσι όπως έγερνε ελαφρά στο πλάι, προβάλλοντας  από την λυγερή αλλά με καμπύλες κορμοστασιά της, τα χείλη της  που κινούνταν τόσο ανάλαφρα καθώς μιλούσε, χωρίς να διαταράσσουν την δροσερή, ήρεμη όψη της που παρέμενε αναλλοίωτη με μια όμορφη υπεροψία ∙ τα μάτια της που έλαμπαν γλυκά, συναντώντας τα δικά του με την σοβαρή ελευθερία μιας δεσποσύνης. Πριν ακόμα τελειώσει η συζήτησή τους, σχεδόν είπε μέσα του ότι δεν του άρεσε ∙ προσπαθώντας να αποζημιωθεί για  την ταπεινωτική αίσθηση  ότι ενώ αυτός την κυττούσε με  απροκάλυπτο θαυμασμό, εκείνη τον ατένιζε με μια υπερήφανη αδιαφορία, θεωρώντας τον – όπως εκείνος εκνευρισμένος έβλεπε τον εαυτό του– ως  έναν μεγαλόσωμο, άξεστο τύπο  χωρίς τίποτα το εκλεπτυσμένο ή το ευγενικό πάνω του.  Ερμήνευσε την σοβαρή, ψύχραιμη συμπεριφορά της ως περιφρόνηση και ένιωσε να θίγεται βαθιά μέσα του, τόσο πολύ ώστε  σχεδόν ήθελε να σηκωθεί και να φύγει, και να μην συναντήσει ποτέ ξανά αυτή την οικογένεια Χέηλ με  την υπεροψία της. -
Τη στιγμή που η Μάργκαρετ είχε εξαντλήσει όλα τα θέματα που είχε προς συζήτηση- και δύσκολα μάλλον θα την ονόμαζε κανείς συζήτηση με τόσο λίγες και σύντομες φράσεις – μπήκε ο πατέρας της και ζητώντας συγνώμη ,με τον   ευγενικό και εύχαρη τρόπο ενός τζέντλεμαν, για την απουσία του, αποκατέστησε την καλή γνώμη του κου Θόρντον για τον ίδιο και την οικογένειά  του.
Ο κος Χέηλ και ο επισκέπτης του είχαν πολλά να πούν για τον κοινό τους φίλο, κο Μπελ ∙ η Μάργκαρετ ωστόσο,  χαρούμενη που ο ρόλος της στην περιποίηση του  επισκέπτη τους είχε ολοκληρωθεί,  πλησίασε στο παράθυρο και προσπάθησε να εξοικειωθεί με  την περίεργη όψη  του δρόμου. Ήταν τόσο απορροφημένη παρατηρώντας αυτά που γίνονταν έξω, ώστε σχεδόν δεν  άκουσε τον πατέρα της όταν της μίλησε, και χρειάστηκε να το ξανακάνει :
«Μάργκαρετ! Ο ιδιοκτήτης  επιμένει να βρίσκει της αρεσκείας του αυτή τη φριχτή ταπετσαρία, και φοβάμαι ότι θα πρέπει να την αφήσουμε ως έχει.»
«Ω, αλήθεια ;! Τι κρίμα! »  απάντησε και άρχισε να σκέφτεται την πιθανότητα να καλύψει τουλάχιστον ένα μέρος της με κάποια από τα δικά της σχέδια, αλλά  γρήγορα εγκατέλειψε την ιδέα, μια και ήταν πιθανόν να κάνουν το ήδη κακό, χειρότερο. Εν τω μεταξύ, ο πατέρας  της, με την ευγενική, φιλόξενη διάθεση των επαρχιωτών, πίεζε ήδη τον κο Θόρντον να γευματίσει μαζί τους. Θα τον έβγαζε εκτός προγράμματος αν παρέμενε, κι όμως αισθανόταν ότι αν η Μάργκαρετ με ένα βλέμμα ή μια λέξη είχε συνηγορήσει στην πρόσκληση του πατέρα της, θα  την είχε αποδεχτεί ∙ χαιρόταν που εκείνη δεν το είχε κάνει, και όμως είχε θυμώσει μαζί της επειδή δεν το έκανε. Τον αποχαιρέτησε με μια χαμηλή , επίσημη υπόκλιση όταν έφυγε, και αισθάνθηκε τόσο αδέξιος σε κάθε μέρος του σώματός του όσο δεν είχε νοιώσει ποτέ στη ζωή του.
«Λοιπόν, Μάργκαρετ, ας δειπνήσουμε τώρα όσο πιο σύντομα μπορούμε. Έδωσες παραγγελία;»
«Όχι, πατέρα. Εκείνος ο άνδρας ήταν εδώ όταν έφτασα, και δεν βρήκα την ευκαιρία.»
«Τότε, θα πρέπει να αρκεστούμε σε ό,τι βρούμε. Φοβάμαι, ότι χρειάστηκε να περιμένει πολύ.»
« Υπερβολικά πολύ, έχω την εντύπωση. Ήμουν ήδη εξουθενωμένη όταν έφτασες. Δεν ήταν σε θέση να συζητήσει για κανένα θέμα επί μακρόν, μόνο  έδινε σύντομες, κοφτές απαντήσεις.»
«Αλλά πολύ εύστοχες, θέλω να πιστεύω. Είναι ένας άνθρωπος με ξεκάθαρη σκέψη. Είπε – τον άκουσες;- ότι το Κράμπτον έχει γερό υπέδαφος και είναι αναμφισβήτητα  το πιο υγιεινό προάστιο στα περίχωρα του Μίλτον.»
Όταν επέστρεψαν στο Ήστον, έδωσαν λογαριασμό για όλα τα πεπραγμένα της ημέρας στην κα Χέηλ, που τους βομβάρδιζε με ερωτήσεις την ώρα που έπαιρναν το τσάι τους.
« Και πώς ήταν ο κος Θόρντον, με τον οποίο αλληλογραφούσατε;»
«Να ρωτήσεις την Μάργκαρετ», είπε ο σύζυγός της. «Με τον κύριο Θόρντον  προσπάθησαν επί μακρόν να συζητήσουν ενώ εγώ έλειπα για να δω τον σπιτονοικοκύρη μας.»
«Ω, δεν νομίζω ότι έχω μια εικόνα του πώς είναι», είπε η Μάργκαρετ νωθρά ∙ ήταν πολύ κουρασμένη για να ασκήσει τις δεξιότητές της στην περιγραφή. Έπειτα, ορθώνοντας το κορμί της, είπε: « Είναι ένας ψηλός άνδρας, με φαρδιές πλάτες, περίπου – πόσο χρονών είναι πατέρα;»
«Γύρω στα τριάντα, θα έλεγα.»
«Περίπου τριάντα χρόνων, με ένα πρόσωπο που δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς ούτε ακριβώς άσχημο, ούτε και όμορφο, τίποτα το ξεχωριστό – δεν είναι ο τύπος του τζέντλεμαν, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο.»
«Όχι όμως και χοντροκομμένος ή απλοϊκός» πρόσθεσε ο πατέρας της, με μια δόση ζήλειας για την δυσφήμιση του μοναδικού φίλου που είχε στο Μίλτον.
«Α, όχι!» είπε η Μάργκαρετ. « Με μια τέτοια έκφραση αποφασιστικότητας και εξουσίας, κανένα πρόσωπο, όσο κοινό και να είναι στα χαρακτηριστικά του, δεν μπορεί να είναι ούτε χοντροκομμένο ούτε απλοϊκό. Δεν θα ήθελα να πρέπει να διαπραγματευτώ μαζί του ∙ φαίνεται αρκετά άκαμπτος. Σε γενικές γραμμές ένας άνδρας που μοιάζει φτιαγμένος για αυτό που κάνει, μητέρα ∙ οξυδερκής και ισχυρός, όπως πρέπει να είναι ένας επιτυχημένος έμπορος.»
«Μην αποκαλείς έμπορους,  τους εργοστασιάρχες του Μίλτον, Μάργκαρετ. Είναι πολύ διαφορετικοί.» είπε ο κος Χέηλ.
« Αλήθεια;  Χρησιμοποιώ τον όρο για όλους όσους έχουν εμπορεύονται κάτι χειροπιαστό ∙ αν νομίζεις όμως ότι δεν είναι σωστός ο όρος πατέρα, δεν θα τον χρησιμοποιώ. Αλλά, ω, μαμά, μια και λέμε για χοντροκοπιά και  απλοϊκότητα, πρέπει να προετοιμαστείς για την ταπετσαρία στο σαλόνι μας. Ροζ και γαλάζια  τριαντάφυλλα με κίτρινα φύλλα! Και τόσο βαριά γύψινα γύρω στο δωμάτιο!»
Όταν όμως μετακόμισαν στο καινούριο τους σπίτι στο Μίλτον, η αποκρουστική ταπετσαρία είχε φύγει. Ο σπιτονοικοκύρης δέχτηκε ατάραχος τις ευχαριστίες τους ∙ και τους άφησε να πιστεύουν αφού το ήθελαν, ότι είχε αναθεωρήσει την απόφασή του ως προς την αλλαγή της ταπετσαρίας. Δεν ήταν ανάγκη να τους πει ότι αυτό που δεν σκοτιζόταν να κάνει για έναν κάποιον άσημο στους κύκλους του Μίλτον, αιδεσιμότατο κο  Χέηλ,   ήταν χαρά του να το κάνει  μετά από μια και μόνη αυστηρή και κοφτή απαίτηση του  κυρίου  Θόρντον, του πλούσιου εργοστασιάρχη .

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Κεφάλαιο 6ο " Αποχαιρετισμός"



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Αποχαιρετισμός

“Unwatch’d the garden bough shall sway,
The tender blossom flutter down,
Unloved that beech will gather brown,
The maple burn itself away;
Unloved the sun-flower, shinning fair,
Ray round with flames her disk of seed,
And many a rose carnation feed                                                                                                                          
With summer spice the humming air;
Till from the garden and the wild
A fresh association blow
And year by year the landscape grow
Familiar to the stranger’s child;
As year by year the labourer tills
His wonted glebe, or lops the glades;
From all the circle of the hills.” 
                                         TENNYSON

Έφτασε και η τελευταία μέρα* το σπίτι ήταν γεμάτο μπαούλα και  αποσκευές που κουβαλήθηκαν όλα στην εξώπορτα κι από εκεί στον κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό. Ακόμα και η πρασιά με το όμορφο γρασίδι δίπλα στο σπίτι είχε βρωμίσει και χαλάσει  από τα άχυρα που έφερνε ο αέρας μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα και τις πόρτες.
............................................................................................................
Η Μάργκαρετ κατευθύνθηκε στο μονοπάτι προς το τοιχάκι με την αχλαδιά. Δεν είχε ξαναπεράσει από τότε που το είχε περπατήσει στο πλευρό του Χένρυ Λέννοξ. Εδώ, σε αυτό το παρτέρι με το θυμάρι, είχε αρχίσει να της λέει εκείνο που δεν έπρεπε να σκέφτεται τώρα. Τα μάτια της είχαν σταθεί σε αυτή την όψιμη τριανταφυλλιά καθώς προσπαθούσε να απαντήσει* και στα μισά της τελευταίας του φράσης,  εκείνη είχε ξαφνικά συνειδητοποιήσει πόσο όμορφα φαίνονταν τα πουπουλένια φύλλα της καροτιάς. 
Μόλις πριν από δύο εβδομάδες! Και πόσο  είχαν αλλάξει τα πάντα! Που να βρισκόταν άραγε τώρα; Στο Λονδίνο – στην συνηθισμένη του ρουτίνα* δείπνα με τους παλαιούς γνώριμους της Χάρλευ Στρήτ ή με δικούς του πιο εύθυμους φίλους. Ακόμα και τώρα, καθώς εκείνη βάδιζε περίλυπη σε αυτόν τον μουντό και σκοτεινό κήπο, όπου όλα γύρω της έπεφταν, ξεθώριαζαν και παραδίδονταν στη σήψη, μπορεί εκείνος να παραμέριζε ευχαρίστως τις νομικές δέλτους έπειτα από μια κοπιαστική μέρα και να ξέδινε, όπως συχνά της έλεγε ότι έκανε, καλπάζοντας με το άλογο  στους Κήπους του Τέμπλ,  έχοντας στ αυτιά του την μεγαλειώδη, ακαθόριστη βοή των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων μιας  πολυάσχολης  πολιτείας τόσο κοντινής αλλά κρυμμένης και  ρίχνοντας κάθε τόσο ματιές,  καθώς έπαιρνε τις στροφές στα φώτα της πόλης που ξεπροβαλλαν πέρα από το ποτάμι, στο βάθος.
..............................................................................................................
 Άκουσε την Σάρλοτ να σφαλίζει και να αμπαρώνει τις πόρτες και τα παράθυρα για τη νύχτα, χωρίς να έχει αντιληφθεί πως κάποιος είχε βγει έξω στον κήπο. Από τη μεριά του δάσους, πολύ κοντά στο  σπίτι ακούστηκε  ένα δυνατό τρίξιμο από κλαδί που σπάει είτε επειδή σάπισε είτε επειδή κάποιος πάτησε πάνω του* η Μάργκαρετ έτρεξε γρήγορα στο παράθυρο και  άρχισε να το χτυπά βιαστικά και τρέμοντας τόσο που η Σάρλοτ, από μέσα, ξαφνιάστηκε.
«Άνοιξέ μου! Άνοιξέ μου! Σάρλοτ, εγώ είμαι!»
Η καρδιά της δεν σταμάτησε να χτυπάει άτακτα μέχρι που βρέθηκε ασφαλής μέσα στο καθιστικό, με τα παράθυρα κλειστά και μανταλωμένα και τους γνώριμους τοίχους να την κλείνουν προστατευτικά μέσα τους. Είχε καθίσει πάνω σε ένα μπαούλο, άκεφη, το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και διαλυμένο – χωρίς φωτιά ή άλλο φώς εκτός από την φλόγα που έβγαζε η μεγάλη άκοπη κάφτρα από το κερί. Η Σάρλοτ την κύτταζε έκπληκτη και η Μάργκαρετ αισθανόμενη περισσότερο παρά βλέποντας το έκπληκτο βλέμμα της, σηκώθηκε.
«Φοβήθηκα  ότι θα με έκλεινες έξω, Σάρλοτ» της είπε  χαμογελώντας βεβιασμένα.
« Και μετά μέσα στην κουζίνα ούτε που θα με άκουγες, και οι πόρτες από το δρομάκι και την αυλή της εκκλησίας ήταν κλεισμένες προ πολλού.»
«Ω, δεσποινίς, θα σας αναζητούσα σύντομα… Οι εργάτες ήθελαν να τους πείτε τι άλλο να κάνουν. Και έχω σερβίρει το τσάι στο γραφείο του κυρίου, μια και είναι το πιο άνετο δωμάτιο, που λέει ο λόγος.»
«Σ’ ευχαριστώ Σάρλοτ. Είσαι καλό κορίτσι.  Θα λυπηθώ που θα σε αφήσω. Προσπάθησε να μου γράψεις αν ποτέ χρειαστείς τη βοήθειά μου ή κάποια συμβουλή. Ξέρεις, θα μου δίνει μεγάλη χαρά να λαβαίνω γράμμα από το Χέλστοουν. Θα σου στείλω οπωσδήποτε την διεύθυνσή μου μόλις την μάθω.»
.............................................................................................................
« Περπάτησες πολύ, σήμερα;» τον ρώτησε βλέποντας ότι δεν είχε αγγίξει καθόλου το φαγητό.
«Μέχρι το Φόρνταμ Μπίς. Πήγα να δω την χήρα του Μάλτμπυ.   Λυπήθηκε πολύ που  δεν σε αποχαιρέτησε. Έλεγε ότι η μικρούλα η Σούζαν κυττούσε για μέρες κάτω στο μονοπάτι, περιμένοντας….. Α, Μάργκαρετ, τι συμβαίνει , καλή μου ;»
Η σκέψη ότι το κοριτσάκι  την περίμενε μάταια  και ότι το απογοήτευε συνέχεια  όχι επειδή το είχε ξεχάσει αλλά επειδή  της ήταν αδύνατον να λείψει από το σπίτι,  ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για την καημένη την Μάργκαρετ και άρχισε να κλαίει  με λυγμούς  σαν να της ξέσχιζαν την καρδιά. Ο κος Χέηλ είχε σαστίσει περίλυπος. Σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο. Η Μάργκαρετ προσπάθησε να δείξει αυτοκυριαρχία αλλά θα μιλούσε μόνο όταν θα μπορούσε να το κάνει με φωνή σταθερή. Τον άκουσε να μιλάει σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του.
« Δεν το αντέχω. Δεν μπορώ να αντέξω να βασανίζονται άλλοι. Νόμιζα ότι μπορούσα να τραβήξω το δρόμο μου με υπομονή. Ω, δεν υπάρχει επιστροφή;»
«Όχι, πατέρα.» Είπε η Μάργκαρετ με σταθερή και χαμηλή φωνή κυττάζοντάς τον στα μάτια. «Ήδη είναι αρκετά άσχημο να νομίζουν ότι έχεις πέσει σε σφάλμα. Θα ήταν απείρως χειρότερο να σε θεωρούν υποκριτή.» Η φωνή της χαμήλωσε στην τελευταία φράση σαν να σκεφτόταν για λίγο την ιδέα της υποκρισίας σε σχέση με την αντίληψη που είχε ο πατέρας της για την ασέβεια.
«Εξάλλου», συνέχισε «απλώς είμαι κουρασμένη απόψε. Μην νομίζεις ότι υποφέρω από αυτό που έκανες, καλέ μου πατέρα. Νομίζω, κανείς από τους δυο μας δεν είναι σε θέση να μιλήσει γι αυτό απόψε,» είπε νοιώθοντας τους λυγμούς και τα δάκρυα να ετοιμάζονται να την κατακλύσουν παρά τις προσπάθειές της. «Καλύτερα να πάω ένα φλυτζάνι τσάι στη μαμά. Πήρε το δικό της πολύ νωρίς, όταν ήμουν πολύ απασχολημένη για να πάω κοντά της και είμαι βέβαιη ότι ευχαρίστως θα έπινε άλλο ένα τώρα.»
Το προγραμματισμένο δρομολόγιο του τραίνου τους έσυρε αμείλικτα μακριά από το όμορφο, αγαπημένο Χέλστοουν, το επόμενο πρωί. Έφυγαν* είχαν ρίξει μια τελευταία ματιά  στο σπίτι τους, το χαμηλό στενόμακρο πρεσβυτέριο  που έμοιαζε  τώρα περισσότερο φιλόξενο από ποτέ, έτσι στεφανωμένο με μικρές τριανταφυλιές και πυράκανθους και τον πρωινό ήλιο να λάμπει στα παράθυρα , που καθένα τους  έκρυβε και μια πολυφίλητη κάμαρα. Ήδη πριν ακόμα  ανέβουν  στην άμαξα που είχε έρθει  από το Σάουθάμπτον για να τους πάει στο σταθμό, είχαν πάρει το δρόμο χωρίς επιστροφή.  Η Μάργκαρετ ένοιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά της και γύρισε να κυττάξει για τελευταία φορά  την αναλαμπή του ήλιου στο καμπαριό της εκκλησίας  καθώς έπαιρναν την  στροφή απ΄ όπου ήξερε ότι μπορούσε να το δεί  πάνω από μια συστάδα δέντρων * όμως κι ο πατέρας της το θυμόταν και  έτσι αναγνώρισε σιωπηλά ότι του ανήκε δικαιωματικά η θέση στο  μοναδικό παράθυρο από όπου μπορούσε να το δεί. Έγειρε πίσω,  έκλεισε τα μάτια της και αγνόησε τα δάκρυα  που ξεχείλισαν και στάθηκαν για λίγο στις χαμηλωμένες βλεφαρίδες  πριν  κυλήσουν στα μάγουλα και στάξουν στο φόρεμά της.

Θα διανυκτέρευαν στο Λονδίνο σε ένα ήσυχο ξενοδοχείο. Η καημένη η κα Χέηλ έκλαιγε σχεδόν σε όλη την διαδρομή και η Ντίξον έδειχνε τη θλίψη της με ένα υπερβολικά εξοργισμένο ύφος  και μια συνεχή οργίλη προσπάθεια  να μην αφήσει ούτε το φουστάνι της να αγγίξει τον  αναίσθητο κο Χέηλ τον οποίο θεωρούσε υπαίτιο όλης αυτής της συμφοράς.
Περνούσαν από  γνώριμους δρόμους, σπίτια τα οποία είχε συχνά επισκεφθεί στο παρελθόν, μαγαζιά στα οποία κάποτε τριγυρνούσε  ανυπόμονα , συνοδεύοντας τη θεία της, ενώ η συγκεκριμένη κυρία  προσπαθούσε επί μακρόν να πάρει μια βαρυσήμαντη απόφαση* ήταν το δίχως άλλο παλιά γνώριμα στέκια, και αν για εκείνους η μέρα είχε τραβήξει υπερβολικά σε μάκρος και ένοιωθαν ότι έπρεπε τα πάντα να ήταν κλειστά  για τη νύχτα, στην πραγματικότητα ήταν ώρα αιχμής  όταν  έφτασαν  στο Λονδίνο,  εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου.
Η κα Χέηλ είχε πολύ καιρό να επισκεφτεί το Λονδίνο και ανασηκώθηκε, σχεδόν σαν παιδί, να κυττάξει   γύρω της  τους διάφορους δρόμους,   και να αναφωνήσει με ενθουσιασμό βλέποντας καταστήματα και άμαξες-
«Ω, να το Χάρισον, ...απ όπου αγόρασα πολλά για το γάμο μου. Για δές πόσο άλλαξε! Έβαλαν τεράστιες βιτρίνες, μεγαλύτερες από του Κρόουφορντς στο Σάουθαμπτον.  Ω, και εκεί, είμαι βέβαιη πως- μάλλον δεν- μα, ναι σωστά- Μάργκαρετ, μόλις προσπεράσαμε τον κο Χένρυ Λέννοξ. Που να πηγαίνει μέσα σε όλα αυτά τα καταστήματα;»
Η Μάργκαρετ έσκυψε μπροστά και αμέσως έγειρε πίσω, χαμογελώντας μόνη της με την ξαφνική της  κίνηση.  Ήταν  ήδη εκατοντάδες γιάρδες μακριά αλλά έμοιαζε σαν  ένα αναμνηστικό από το Χέλστοουν- τον είχε συνδέσει με ένα λαμπρό, ηλιόλουστο πρωινό μιας περιπετειώδους ημέρας και θα ήθελε να τον έβλεπε, χωρίς εκείνος να μπορεί να την δει, χωρίς να υπάρχει πιθανότητα να μιλήσουν.
......................................................................................................................

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Βορράς και Νότος 5ο Κεφάλαιο "Αποφάσεις"

Στην εκπνοή του Οκτωβρίου, πρόλαβα να ολοκληρώσω και το πέμπτο κεφάλαιο. Ευελπιστώ μέσα στον Νοέμβριο να έχουμε το έκτο και το πολυαναμενόμενο έβδομο!!!
Χρωστάω ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ στη φίλη ΧΡΥΣΑ  που με ευαισθησία και ταλέντο έχει αναλάβει την εικονογράφηση του blog!




 Κεφάλαιο  5ο     " Αποφάσεις" 


“I ask Thee for a thoughtful love,
Through constant watching wise,
To meet the glad with joyful smiles,
And to wipe the weeping eyes;
And a heart at leisure from itself
To soothe and sympathise.”

Η Μάργκαρετ άκουγε με υπομονή όλα τα σχέδια της μητέρας της σχετικά με κάποια πρόσθετη βοήθεια που θα ανακούφιζε τους ασθενέστερους οικονομικά ενορίτες. Δεν μπορούσε να την αγνοήσει αλλά κάθε καινούρια ιδέα ήταν και μια μαχαιριά στην καρδιά της. Τον καιρό που θα έφτανε το πρώτο δριμύ ψύχος, θα βρίσκονταν ήδη μακριά από το Χέλστοουν. Μπορεί ο γέρο Σάιμον να υπέφερε από ρευματισμούς και η όρασή του να είχε επιδεινωθεί αλλά δεν θα υπήρχε κανείς να τον φροντίσει, να του διαβάσει  και να του πάει λίγη κρεατόσουπα ή ζεστά ρούχα από κόκκινη φανέλα. Κι αν βρισκόταν κανείς, θα ήταν κάποιος ξένος και το γεροντάκι μάταια θα την αναζητούσε. Το μικρό, ανάπηρο αγόρι της Μέρυ Ντόμβιλ, μάταια θα σερνόταν στην πόρτα και θα περίμενε να τη δεί να έρχεται απ’ το δάσος. Αυτοί οι καημένοι οι άνθρωποι, που ήταν φίλοι τους, δεν θα καταλάβαιναν ποτέ για ποια αιτία τους είχε εγκαταλείψει, κι αυτοί και άλλοι ακόμα.
« Ο πατέρας σου ξόδευε πάντα τον μισθό του για τις ανάγκες της ενορίας. Ίσως κάνω κατάχρηση των μελλοντικών οφειλών μας αλλά ο χειμώνας θα είναι βαρύς και οι φτωχοί της ενορίας θα χρειαστούν βοήθεια.»
«Αχ, μαμά, ας κάνουμε ό,τι περνάει απ΄το χέρι μας» είπε η Μάργκαρετ με ζήλο, παραβλέποντας το αν ήταν σώφρων η ιδέα, γαντζωμένη στην σκέψη ότι  ήταν η τελευταία φορά που θα τους προσέφεραν την φροντίδα τους . « Μπορεί να μην είμαστε για πολύ ακόμα εδώ.»
« Καλή μου, μήπως είσαι άρρωστη;» ρώτησε η κα Χέηλ ανήσυχη, παρερμηνεύοντας το σχόλιο της Μάργκαρετ σχετικά με το αβέβαιο μέλλον τους στο  Χέλστοουν. « Μοιάζεις χλωμή και κουρασμένη. Αυτός το υγρό, ανθυγιεινό κλίμα φταίει.»
«Όχι- όχι, μαμά. Δεν φταίει αυτό. Το κλίμα είναι θαυμάσιο.  Ο αέρας φέρνει  φρεσκάδα και καθαρά αρώματα και όχι την κάπνα    της  Χάρλευ Στρήτ. Αισθάνομαι  παρόλα αυτά , κουρασμένη. Πρέπει να είναι ήδη ώρα για ύπνο.»
«Δεν είναι και τόσο περασμένη η ώρα. Μόλις εννέα και μισή.  Καλύτερα να πάς αμέσως να πλαγιάσεις, παιδί μου. Ζήτα απ’την Ντίξον να σου ετοιμάσει ένα ζεστό. Θα έρθω να σε δώ μόλις ξαπλώσεις. Φοβάμαι ότι κάπου κρύωσες, ή ίσως οι αναθυμιάσεις από  τα νερά στο βούρκο…»
«Αχ, μαμά» είπε η Μάργκαρετ χαμογελώντας αχνά καθώς φιλούσε τη μητέρα της, «Είμαι πολύ καλά, μην ανησυχείς για μένα –είμαι απλώς κουρασμένη.»
Η Μάργκαρετ ανέβηκε πάνω. Για να καθησυχάσει τη μητέρα της συμβιβάστηκε με ένα μπωλ ζεστό χυλό. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και σχεδόν την είχε πάρει ο ύπνος όταν  ήρθε η κα Χέηλ να την δεί και να την καληνυχτίσει πριν αποσυρθεί στο δωμάτιό της. Αλλά μόλις άκουσε την πόρτα της μητέρας της να κλείνει, πετάχτηκε από το κρεβάτι, έριξε πάνω της μια ρόμπα και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο μέχρι που το τρίξιμο μιας σανίδας στο πάτωμα την έκανε να συνειδητοποιήσει πως δεν έπρεπε να ακουστεί θόρυβος.
.......................................................................................................................................................
Άθλια, ανήσυχη νύχτα! Άσχημη προετοιμασία για την επόμενη μέρα. Ξύπνησε ανήσυχη, χωρίς να έχει ξεκουραστεί, με την συναίσθηση ότι η πραγματικότητα ήταν ακόμα χειρότερη κι από τα ταραγμένα όνειρά της. Και τότε τα θυμήθηκε όλα. Όχι  απλά τη θλίψη, αλλά την οδυνηρή παραφωνία της θλίψης. Σε ποια μονοπάτια είχε περιπλανηθεί ο πατέρας της, παρασυρμένος από τις αμφιβολίες που δεν ήταν παρά πειρασμοί του Κακού; Λαχταρούσε να ρωτήσει αλλά και πάλι δεν ήθελε με τίποτα στον  κόσμο να ακούσει τις απαντήσεις.
Το ψυχρό, ηλιόλουστο πρωινό έκανε την μητέρα της να νοιώθει ιδιαίτερα χαρούμενη και ευτυχισμένη την ώρα του πρωινού. Συνέχιζε να μιλά για τα σχέδιά της που είχαν σκοπό να ανακουφίσουν κάποιους από τους ενορίτες χωρίς να αντιλαμβάνεται την σιωπή του συζύγου της και της μονοσύλλαβες απαντήσεις της Μάργκαρετ. Πριν ακόμα μαζευτεί  το τραπέζι, ο κος Χέηλ σηκώθηκε και ακουμπώντας το χέρι του στο τραπέζι  σαν για να στηριχτεί, είπε:
«Δεν θα γυρίσω σπίτι πριν από το βράδυ. Θα πάω στο συνοικισμό του Μπρέισυ και θα ζητήσω από τον Ντόμσον που καλλιεργεί να μου δώσει κάτι για το δείπνο. Θα επιστρέψω στις επτά για το τσάι.»
Δεν έστρεψε το βλέμμα σε καμιά τους, αλλά η Μάργκαρετ ήξερε τι εννοούσε. Μέχρι τις επτά η μητέρα της θα έπρεπε να έχει μάθει τα νέα. Ο κος Χέηλ θα το είχε αναβάλλει  μέχρι τις εξήμισι  αλλά η Μάργκαρετ ήταν άλλος τύπος. Δεν θα μπορύσε να αντέξει το ανυπόφορο βάρος στο μυαλό της όλη την ημέρα. Καλύτερα να ξεμπέρδευε μια και καλή. Ολόκληρη η μέρα δεν θα έφτανε για να παρηγορήσει την μητέρα της . Αλλά ενώ στεκόταν δίπλα στο παράθυρο, σκεπτόμενη πώς να αρχίσει και περιμένοντας να φύγει η υπηρέτρια από το δωμάτιο, η μητέρα της ανέβηκε να  ετοιμάσει τα πράγματά της για το σχολείο. Κατέβηκε πανέτοιμη και με μια διάθεση πιο ζωηρή απ΄ότι συνήθως.
«Μητέρα, έλα να κάνουμε μια βόλτα στον κήπο, σήμερα…μια μικρή βόλτα μόνο» είπε η Μάργκαρετ, αγκαλιάζοντας την μητέρα της από τη μέση.
Βγήκαν από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Η κα Χέηλ μιλούσε – έλεγε κάτι – η Μάργκαρετ δεν πρόσεχε τι.  Την προσοχή της  είχε τραβήξει μια μέλισσα που είχε καθήσει σε έναν ανθό σε σχήμα καμπάνας. Όταν θα έφευγε κουβαλώντας τη λεία της τότε θα άρχιζε- αυτό θα ήταν το σύνθημα. Το έντομο  πέταξε.
«Μαμά! Ο μπαμπάς θα φύγει από το Χέλστοουν!» Το ξεστόμισε με μια ανάσα. «Θα αφήσει την Εκκλησία και θα εγκατασταθεί στο Μίλτον, στο Βορρά.» Ήταν οι τρείς πλέον δύσκολες να ειπωθούν αλήθειες.
«Γιατί το λες αυτό;» είπε η κα Χέηλ με έκπληξη και δυσπιστία. « Ποιος σου είπε αυτές τις ανοησίες;»
«Ο ίδιος ο μπαμπάς.» είπε η Μάργκαρετ λαχταρώντας να πεί κάτι γλυκό και καθησυχαστικό  αλλά χωρίς να βρίσκει τίποτα στην κυριολεξία. Πλησίαζαν σε ένα παγκάκι. Η κα Χέηλ κάθισε  και άρχισε να κλαίει.
«Δεν σε καταλαβαίνω» είπε. « Ή σφάλλεις εντελώς ή δεν μπορώ καθόλου να σε καταλάβω.»
«Όχι, μητέρα. Δεν σφάλλω. Ο μπαμπάς έγραψε στον Επίσκοπο λέγοντάς του ότι έχει αμφιβολίες και δεν μπορεί να παραμείνει στην Αγγλικανική εκκλησία με καθαρή συνείδηση, επομένως πρέπει  να παραιτηθεί από την θέση του  στο Χέλστοουν. Έχει επίσης συμβουλευθεί τον κο Μπέλλ – ξέρεις, τον ανάδοχο του Φρέντερικ, μαμά, και έχει κανονιστεί να εγκατασταθούμε στο Μίλτον του Βορρά.»
Η κα Χέηλ κυττούσε κατάματα την Μάργκαρετ όση ώρα μιλούσε. Το συννεφιασμένο της πρόσωπο μαρτυρούσε ότι επιτέλους  πίστευε πως όσα της έλεγε ήταν αλήθεια.
«Δεν πιστεύω ότι είναι αλήθεια.» είπε κα Χέηλ, στο τέλος. « Σίγουρα θα μου είχε μιλήσει πριν τα πράγματα καταλήξουν εκεί.»
Η Μάργκαρετ συνειδητοποίησε ότι η μητέρα της όφειλε να έχει ήδη ενημερωθεί. Παρά τις αδυναμίες της και την δυσαρέσκειά της ήταν λάθος εκ μέρους του πατέρα της  να την αφήσει να μάθει την αλλαγή στις προθέσεις του και την επερχόμενη μεταβολή στη ζωή τους από την καλύτερα πληροφορημένη κόρη της. Η Μάργκαρετ κάθισε δίπλα στην μητέρα της και την πήρε στην αγκαλιά της.
«Καημένη μου, καλή μου μαμά! Φοβόμαστε τόσο μήπως σε στενοχωρήσουμε. Ο μπαμπάς ανησυχούσε τόσο – ξέρεις, επειδή δεν είσαι τόσο δυνατή, και θα πρέπει νε είχε τόσες εκκρεμότητες να διευθετήσει.»
«Εσένα πότε σου μίλησε, Μάργκαρετ;»
«Χθές…μόλις χθές» αποκρίθηκε η Μάργκαρετ, αντιλαμβανόμενη την ζήλεια που έκρυβε η ερώτηση. « Ο καημένος ο μπαμπάς!» - προσπάθησε να κάνει την μητέρα της να δει με συμπάθεια όλα όσα είχε περάσει ο πατέρας της. Η κα Χεηλ σήκωσε το κεφάλι της.
«Τι εννοεί λέγοντας ότι έχει αμφιβολίες;» ρώτησε. « Σίγουρα δεν εννοεί ότι έχει αλλάξει τρόπο σκέψης ή ότι γνωρίζει περισσότερα από εκκλησία;»
Η Μάργκαρετ, κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, καθώς τα μάτια της πλημμύριζαν με δάκρυα, μια και τα λόγια της μητέρας της χτύπησαν και σε εκείνη μια ευαίσθητη χορδή.
«Δεν μπορεί να τον συνετίσει ο Επίσκοπος;» ρώτησε η κα Χέηλ κάπως ανυπόμονα.
«Φοβάμαι πως όχι,» είπε η Μάργκαρετ. «Αλλά δεν τον ρώτησα. Δεν άντεχα να ακούσω την πιθανή απάντηση. Όπως και να έχει έχουν όλα δρομολογηθεί. Σε δύο εβδομάδες θα αφήσει την ενορία. Νομίζω πως είπε ότι έχει ήδη στείλει την Πράξη Παραιτήσεώς του.»
«Σε δύο εβδομάδες!» αναφώνησε η
κα Χέηλ. « Αυτό  είναι πολύ περίεργο – δεν είναι καθόλου σωστό. Το θεωρώ μεγάλη έλλειψη ευαισθησίας εκ μέρους του.» και ξέσπασε την αγωνία της  με κλάματα. «Λες ότι έχει αμφιβολίες και ότι παραιτείται από τη θέση του  και όλα αυτά χωρίς να με συμβουλευθεί.  Τολμώ να πω ότι αν μου είχε μιλήσει από την αρχή θα του είχα διαλύσει τις αμφιβολίες.»
Η Μάργκαρετ που αισθανόταν ότι ο πατέρας της δεν είχε συμπεριφερθεί όπως έπρεπε, δεν άντεχε να ακούει την μητέρα της να τον κακολογεί. Ήξερε ότι οι υπερβολικές επιφυλάξεις του πατέρα της πήγαζαν από τρυφερότητα προς την μητέρα της και όσο και αν υπέκρυπταν δειλία, σε καμιά περίπτωση δεν έδειχναν αναισθησία.
« Νόμιζα ότι μπορεί και να χαιρόσουν που θα φεύγαμε από το Χέλστοουν, μαμά.» είπε μετά από μια μικρή παύση. « Το κλίμα εδώ δεν σου έκανε ποτέ καλό, το ξέρεις.»
« Δεν μπορεί να πιστεύεις ότι  ο καπνός στον αέρα μιας βιομηχανικής πόλης  γεμάτη καμινάδες και ρύπους  όπως το Μίλτον  θα είναι καλύτερος από αυτόν εδώ που είναι καθαρός και γλυκός αν και ενίοτε έχει πολλή υγρασία. Φαντάσου την ζωή εν μέσω εργοστασίων και  εργατών! Αν και, όπως είναι φυσικό,  αν ο πατέρας σου εγκαταλείψει την Εκκλησία δεν θα είμαστε πλέον δεκτοί στην καλή κοινωνία, σε οποιοδήποτε μέρος. Θα είναι τέτοια ατίμωση για μας! Καημένε Λόρδε Τζων! Ευτυχώς που δεν ζεί να δεί την κατάληξη του πατέρα σου! Κάθε μέρα, μετά το δείπνο, όταν ήμουν μικρή και ζούσα με τη θεία σου Σω στην έπαυλη του Μπέρσφορντ, ο Λόρδος Τζων συνήθιζε να κάνει την πρώτη πρόποση ‘υπέρ της Εκκλησίας και του Βασιλέως’.»
Η Μάργκαρετ χάρηκε που οι σκέψεις της μητέρας της είχαν στραφεί μακριά από το γεγονός της αποσιώπησης εκ μέρους του συζύγου της ενός τόσο σημαντικού για εκείνον θέματος. Μετά από την σφοδρή ανησυχία της για την φύση των αμφιβολιών του πατέρα της, αυτό το γεγονός ήταν που της προξενούσε μεγαλύτερο πόνο.
«Ξέρεις, ότι δεν συναναστρεφόμαστε πολύ κόσμο από την καλή κοινωνία, μαμά. Οι Γκόρμανς, που είναι οι πλησιέστεροι γείτονές μας ( αν μπορούν να θεωρηθούν καλή κοινωνία- τους οποίους βλέπουμε σπάνια), είναι κι αυτοί έμποροι όπως και οι κάτοικοι του Μίλτον.»
«Σωστά» είπε η κα Χέηλ με κάποια αγανάκτηση,  « μα, όπως και να’χει, οι Γκόρμανς κατασκευάζουν άμαξες για το μισό αρχοντολόϊ της κομητείας και έχουν συναλλαγές μαζί τους. Όμως αυτοί οι άνθρωποι των εργοστασίων – ποιος στο καλό φορά  βαμβακερά  όταν μπορεί να φορέσει λινά;»



Σε όλη τη διάρκεια της μέρας η Μάργκαρετ δεν άφησε λεπτό την μητέρα της,  προσπαθώντας με όλη της την ψυχή να κατανοήσει την τροπή που έπαιρναν κάθε φορά τα συναισθήματά της, ειδικά καθώς πλησίαζε το απόγευμα και άρχιζε να αγωνιά όλο και περισσότερο για την επιστροφή του πατέρα της, σε ένα σπίτι που έπρεπε να τον περιμένει  φιλόξενο και καθησυχαστικό έπειτα από μια μέρα κούρασης και άγχους. Ανέφερε συνεχώς  το γεγονός ότι ο πατέρας της θα έπρεπε να είχε επι μακρόν υποφέρει το βάρος σιωπηλάˑ η μητέρα της αρκέστηκε να αποκριθεί ψυχρά ότι  όφειλε να της έχει μιλήσει, και ότι σε αυτήν την περίπτωση θα είχε κάποιον να του δώσει μια συμβουλή, και η Μάργκαρετ αισθάνθηκε την καρδιά της να βουλιάζει ακούγοντας τα βήματα   του πατέρα της στην είσοδο.  Δεν τολμούσε να πάει να τον βρεί και να του πει για το τι είχε  κάνει όλη την μέρα, από φόβο  μήπως προκαλέσει τη ζηλόφθονη ενόχληση της μητέρας της. Τον άκουσε να περιφέρεται σαν να περίμενε να πάει να τον βρει ή να του δώσει κάποιο σημάδι και δεν τολμούσε να κινηθεί. Είδε τα σφιγμένα χείλη της μητέρας της και  την αλλαγή στο χρώμα της και κατάλαβε ότι και εκείνη είχε αντιληφθεί την επιστροφή του συζύγου της. Ευθύς εκείνος άνοιξε την πόρτα και στάθηκε στο κατώφλι αβέβαιος για το αν θα έπρεπε να μπει.
Το πρόσωπό του ήταν γκρίζο και χλωμό και το βλέμμα του δειλό και φοβισμένο, κάτι  που ήταν σχεδόν  οικτρό  να το βλέπεις σε έναν άνδρα όμως αυτό ακριβώς το βλέμμα το γεμάτο  βαρύθυμη αβεβαιότητα,  γεμάτο πνευματική και σωματική  εξάντληση ήταν που συγκίνησε την καρδιά της συζύγου του. Προχώρησε προς το μέρος του και ρίχτηκε στην αγκαλιά του κλαίγοντας.
«Ω, Ρίτσαρντ, Ρίτσαρντ, έπρεπε να μου είχες μιλήσει νωρίτερα!»
Και τότε, δακρυσμένη, η Μάργκαρετ την άφησε, έτρεξε επάνω και ρίχτηκε στο κρεβάτι κρύβοντας το πρόσωπό της στο μαξιλάρι για να καταπνίξει τους υστερικούς λυγμούς που επιτέλους ξέσπασαν από μέσα της, έπειτα από την άκαμπτη αυτοσυγκράτηση μιας ολόκληρης μέρας.
Πόση ώρα έμεινε ξαπλωμένη δεν ήξερε. Δεν άκουσε θόρυβο αν και μπήκε η υπηρέτρια να τακτοποιήσει το δωμάτιο.  Το κορίτσι κατάτρομαγμένο βγήκε ξανά  από το δωμάτιο  ακροπατώντας και είπε στην κα Ντίξον και στην κα Χέηλ ότι δεσποινίς Χέηλ  σπάραζε στο κλάμα˙  σίγουρα θα αρρώσταινε σοβαρά  αν συνέχιζε έτσι.  Στη συνέχεια  η Μάργκαρετ ένοιωσε ότι κάποιος την άγγιζε και ανακάθισε ξαφνιασμένη˙ είδε την Ντίξον στη σκιά καθώς εκείνη κρατούσε το κερί κάπως πίσω της μην θέλοντας να πειράξει το φώς τα θολά, ξαφνιασμένα και πρησμένα μάτια της δεσποινίδος Χέηλ.
«Ω, Ντίξον! Δεν σε άκουσα που μπήκες!» είπε η Μάργκαρετ προσπαθώντας τρέμοντας ακόμη να βρεί την αυτοκυριαρχία της. «Είναι πολύ περασμένη η ώρα;» συνέχισε καθώς σηκωνόταν απρόθυμα από το κρεβάτι και άφηνε τα πόδια της να ακουμπήσουν το πάτωμα χαλαρά, παραμερίζοντας τα μουσκεμένα της μαλλιά από το πρόσωπο, προσπαθώντας να φανεί ότι δεν συνέβαινε τίποτα σαν να την είχε πάρει απλά ο ύπνος.
« Ιδέα δεν έχω τι ώρα είναι.» απάντησε η Ντίξον εκνευρισμένη. « Από τη στιγμή που μου είπε η μαμά σου αυτά τα φριχτά νέα, έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου. Πραγματικά δεν ξέρω τι θα  απογίνουμε. Όταν η Σάρλοτ μου είπε πως κλαίγατε, δεσποινίς Χέηλ, σκέφτηκα : Φυσικό είναι, το καημένο το κορίτσι! Ακούς, εκεί ο κύριος να σκέφτεται να γίνει αιρετικός σε αυτήν την ηλικία, και ενώ ακόμα και αν δεν μπορεί να πει κανείς ότι τα κατάφερε σπουδαία ως κληρικός, τουλάχιστον δεν τα πήγε και χάλια. Ένας ξάδερφός μου, δεσποινίς, έγινε Μεθοδιστής στα πενήντα του, κι ήταν ράφτης όλη του τη ζωή, αλλά πάλι δεν ήταν και κανένας σπουδαίος ράφτης, δεν είχε κάνει ποτέ του ούτε ένα ζευγάρι παντελόνια της προκοπής όσο δούλευε, άρα δεν είναι ν απορεί κανείς, αλλά ο κύριος…! Έλεγα και στην κυρία: Τι θα έλεγε ο καημένος ο Λόρδος Τζων; Ποτέ δεν του άρεσε που παντρευτήκατε τον κο Χέηλ, αλλά αν ήξερε αυτήν την κατάντια, θα έβριζε χειρότερα απ  ότι είχε βρίσει ποτέ, αν ήταν ποτέ αυτό δυνατόν!»
Η Ντίξον είχε συνηθίσει τόσο να σχολιάζει τις ενέργειες του κου Χέηλ ενάντια στην κυρία της    ( η οποία, ανάλογα με την διάθεσή της άλλοτε την άκουγε και άλλοτε όχι) που δεν  πρόσεξε το θυμό  που άστραψε στο πρόσωπο της Μάργκαρετ. Να ανέχεται να μιλάει έτσι για τον πατέρα της μια υπηρέτρια και μάλιστα ενώπιόν της!
«Ντίξον!» είπε με φωνή χαμηλή, και έναν τόνο που συνήθιζε πάντα όταν ήταν πολύ αναστατωμένη, και ηχούσε σαν μακρινή ταραχή ή σαν να ετοιμαζόταν να ξεσπάσει μακρινή καταιγίδα. «Ντίξον! Ξεχνάς σε ποιόν μιλάς.»  Είχε σηκωθεί ολόρθη τώρα και πατούσε σταθερά στα πόδια της, κοιτάζοντας κατάματα την υπηρέτρια με βλέμμα ευθύ. «Είμαι η κόρη του κου Χέηλ. Πήγαινε! Έκανες ένα ασυνήθιστο λάθος, ένα λάθος για το οποίο  είμαι σίγουρη ότι τα καλά σου αισθήματα θα σε κάνουν να μετανοιώσεις αργότερα, όταν το σκεφτείς καλά.» Η Ντίξον έμεινε για λίγο ακόμα στο δωμάτιο, διστάζοντας. Η Μάργκαρετ ξαναείπε: «Μπορείς να φύγεις, Ντίξον. Δεν σε χρειάζομαι άλλο.» Η Ντίξον δεν ήξερε αν θα έπρεπε να νοιώσει θιγμένη από αυτά τα αποφασιστικά λόγια, ή να της βάλει τις φωνές. Και τα δύο θα  είχαν φέρει αποτέλεσμα με την κυρία  της. Όμως, όπως έλεγε και η ίδια στον εαυτό της «Η δεσποινίς Χέηλ, έχει απάνω της μιαν αρχοντιά παλαιϊκή,  το ίδιο και ο καημένος ο νεαρός κος Φρέντερικ. Αναρωτιέμαι από πού την πήραν;» και έτσι, μολονότι  θα την είχαν θίξει τέτοια λόγια αν προέρχονταν  από οποιονδήποτε λιγότερο υπεροπτικό και αποφασιστικό στους τρόπους ,  αρκέστηκε να πει με ένα ύφος μισο-κακόμοιρο και μισο-θιγμένο:
«Να μην ξεκουμπώσω το φόρεμά σας δεσποινίς, και να σας χτενίσω τα μαλλιά ;»
«Όχι! Όχι  απόψε, σ ευχαριστώ.» Και η Μάργκαρετ σοβαρή τη συνόδεψε με το κερί έξω από το δωμάτιό της και μαντάλωσε την πόρτα. Έκτοτε, η Ντίξον  υπάκουε και θαύμαζε την Μάργκαρετ. Επειδή της θύμιζε τόσο πολύ τον νεαρό κύριο Φρέντερικ, έλεγε, αλλά η αλήθεια ήταν ότι η Ντίξον όπως και πολλοί άλλοι αρέσκονται να αισθάνονται  ότι καθοδηγούνται  από χαρακτήρες δυνατούς και με θέληση. Η Μάργκαρετ χρειαζόταν  όλη την βοήθεια που μπορούσε να της δώσει η Ντίξον  με πράξεις και όχι με λόγια γιατί για αρκετό καιρό η εν λόγω, θεωρούσε καθήκον της να δείχνει στην μικρή κυρά της την ενόχλησή της, μιλώντας της όσο το δυνατόν λιγότερο ˙ έτσι η εκτόνωνε την ενέργειά της περισσότερο με τη δράση παρά με τα λόγια. Δύο εβδομάδες ήταν πολύ λίγος καιρός για να οργανωθεί μια τόσο μεγάλη μετακόμιση  ˙όπως έλεγε η Ντίξον «Καθόλου κύριος – οπωσδήποτε κάθε άλλος κύριος θα  …» αλλά βλέποντας το αυστηρό κι αλύγιστο ύφος της Μάργκαρετ, έκρυψε την υπόλοιπη φράση της  με ένα βηχαλάκι και πήρε πειθήνια  το σιρόπι  που της πρόσφερε η Μάργκαρετ  για να μαλακώσει «ένα μικρό γαργαλητό εδώ στο στήθος, δεσποινίς». Αλλά κάθε άλλος εξόν του κου Χέηλ θα είχε το πρακτικό μυαλό να καταλάβει ότι σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα θα ήταν αδύνατο να βρούν σπίτι στο Μίλτον ή οπουδήποτε αλλού στο οποίο να μπορεί να μεταφερθεί η αναγκαία οικοσκευή τους από το πρεσβυτέριο του Χέλστοουν.
................................................................................................................................

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Κεφάλαιο IV " Αμφιβολίες και δυσχέρειες"



Μόλις ολοκλήρωσα την μετάφραση του τέταρτου κεφαλαίου. Για τις ανυπόμονες εξ ημών, ο κος Θόρντον θα εμφανιστεί σε όλη την θαυμαστή του ωραιότητα στο έβδομο κεφάλαιο. Ναί, έχουμε λίγο χρόνο, ακόμα....Στο μεταξύ ο κος Χέηλ συνεχίζει να ταλαιπωρεί την θυγατέρα του με τις αιφνίδιες ανακοινώσεις του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV


Αμφιβολίες και δυσχέρειες

“Cast me upon some naked shore,
Where I may  tracke
Only the print of some sad wracke,
If thou be there though the seas roare,
I shall no gentler calm implore.”
                                    HABINGTON

Είχε φύγει.  Το σπίτι  σφαλίστηκε για το βράδυ. Δεν διακρίνονταν πια ο βαθυγάλανος ουρανός ή τα άλικα και κεχριμπαρένια χρώματα.  Η Μάργκαρετ ανέβηκε στο δωμάτιό της να ντυθεί και βρήκε την Ντίξον αρκετά  εκνευρισμένη για το πρόσθετο βάρος που προκάλεσε η αναπάντεχη επίσκεψη σε μια ούτως ή άλλως πολυάσχολη ημέρα. Έδειξε την ενόχλησή της βουρτσίζοντας απότομα τα μαλλιά της Μάργκαρετ προφασιζόμενη ότι βιαζόταν να πάει στην κα Χέηλ. Αλλά και πάλι, η Μάργκαρετ χρειάστηκε να περιμένει πολύ ώρα στο καθιστικό μέχρι να κατέβει η μητέρα της. Κάθισε μόνη της πλάι στη φωτιά με σβηστά τα κεριά στο τραπέζι δίπλα της, αναλογιζόμενη όσα είχαν γίνει εκείνη την ημέρα, την , ξένοιαστη βόλτα, τις χαρούμενες ώρες της ζωγραφικής, το εύθυμο και ευχάριστο δείπνο και τον αμήχανο και στενάχωρο περίπατο στον κήπο.

Η μητέρα της μπήκε στο δωμάτιο προτού καταλαγιάσει ο ανεμοστρόβιλος στο μυαλό της . Η Μάργκαρετ έπρεπε να παραμερίσει τις σκέψεις της για όλα όσα είχαν ειπωθεί και συμβεί εκείνη την ημέρα, για να ακούσει υπομονετικά το πώς η Ντίξον ήταν όλο παράπονα για το σιδερόπανο που κάηκε πάλι, και το πώς είδανε την Σούζαν Λάιτφουτ να φορά μπονέ με τεχνητά  άνθη και ως εκ τούτου να δίνει δείγματα ενός ματαιόδοξου και επιπόλαιου  χαρακτήρα. Ο κος Χέηλ έπινε το τσάι του σιωπηλός και αφηρημένος  ενώ η Μάργκαρετ κρατούσε όλες τις απαντήσεις για τον εαυτό  της. Απορούσε πώς οι γονείς της  μπορούσαν να είναι τόσο επιλήσμονες, τόσο αδιάφοροι για τον επισκέπτη που είχαν δεχτεί, έτσι ώστε να μην αναφέρουν καθόλου το όνομά του. Ξεχνούσε πως δεν είχε κάνει  σε αυτούς πρόταση γάμου.
Μετά το τσάι ο κος Χέηλ σηκώθηκε και στάθηκε ακουμπώντας το χέρι του στο περβάζι του τζακιού, με το κεφάλι του σκυφτό, βαθειά απορροφημένος στις σκέψεις του, αναστενάζοντας βαθειά κάθε τόσο. Η κα Χέηλ βγήκε να μιλήσει με την Ντίξον για κάποια χειμωνιάτικα ρούχα που θα έδιναν στους φτωχούς.
Η Μάργκαρετ ετοίμαζε για τη μητέρα της το μαλλί για πλέξιμο, αποφεύγοντας να σκεφτεί τις ώρες μιας ατελείωτης βραδυάς που βρίσκονταν μπροστά της  και ευχόταν να έρθει γρήγορα η ώρα που θα μπορούσε να πάει για ύπνο, ώστε να σκεφτεί για άλλη μια φορά τα γεγονότα της ημέρας.
«Μάργκαρετ!» Ο κος Χέηλ μίλησε επιτέλους,  με ένα τόσο απότομο  και απελπισμένο ύφος που την ξάφνιασε. « Είναι επείγον αυτό το πλέξιμο; Θέλω να πώ, μπορείς να το αφήσεις και να έρθεις στο γραφείο μου ; Θέλω να σου μιλήσω για κάτι σοβαρό που αφορά όλους μας.»
«Κάτι σοβαρό που  αφορά όλους μας.»  Ο κος Λέννοξ δεν είχε την ευκαιρία να μιλήσει κατ’ ιδίαν με τον πατέρα της  μετά την άρνησή της, διαφορετικά αυτό θα ήταν όντως κάτι πολύ σοβαρό. Αρχικά η Μάργκαρετ αισθάνθηκε κάποια ενοχή και ντράπηκε που είχε κιόλας μεγαλώσει τόσο ώστε να θεωρείται ήδη  γυναίκα σε ηλικία γάμου, και εν συνεχεία  δεν ήξερε αν δεν δυσαρεστούσε τον πατέρα της το γεγονός ότι ανέλαβε η ίδια να απορρίψει την πρόταση του κου Λέννοξ. Ύστερα όμως κατάλαβε ότι μάλλον θα επρόκειτο για κάτι μεταγενέστερο που συνέβη ξαφνικά, κάτι που προβλημάτισε τον πατέρα της και θέλησε να της μιλήσει.
Την έβαλε να καθήσει δίπλα του, σκάλισε λίγο τη φωτιά, έκοψε την κάφτρα από τα κεριά, αναστέναξε μια- δυο φορές ακόμα πριν αποφασίσει να της μιλήσει  στρεφόμενος απότομα προς το μέρος της  «Μάργκαρετ! Πρόκειται να  φύγω από το Χέλστοουν»
«Μπαμπά, θα φύγεις από το Χέλστοουν! Μα γιατί ;»
Για ένα δύο λεπτά ο κος Χέηλ δεν αποκρίθηκε.  Έπαιξε  με κάποια χαρτιά πάνω στο γραφείο νευρικά και αμήχανα, άνοιξε μερικές φορές το στόμα του να μιλήσει αλλά το ξανάκλεισε χωρίς να βρεί το κουράγιο να πεί  λέξη. Η Μάργκαρετ δεν άντεχε τη θέα αυτής της αγωνίας  που ήταν περισσότερο  οδυνηρή για τον πατέρα της  παρά για την ίδια .
«Μα γιατί, καλέ μου μπαμπά ; Πες μου!»
Σήκωσε το κεφάλι του ξαφνικά και την κύτταξε κι ύστερα είπε αργά με μια βεβιασμένη ηρεμία – «Επειδή δεν πρέπει πλέον να είμαι λειτουργός ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας."
«Αχ, μα τι συμβαίνει; Μίλησε, μπαμπά! Πες τα μου όλα! Γιατί δεν μπορείς πλέον να είσαι κληρικός; Είμαι σίγουρη ότι αν ο Επίσκοπος γνώριζε όλα όσα ξέρουμε για τον Φρέντερικ και για τον σκληρό, άδικο…»
«Δεν έχει σχέση με τον Φρέντερικ. Ούτε αφορά τον επίσκοπο. Αφορά εμένα. Μάργκαρετ, θα σου μιλήσω. Θα απαντήσω όλες τις ερωτήσεις σου αυτή τη φορά αλλά έπειτα, δεν θα ξαναμιλήσουμε για το θέμα αυτό. Είμαι σε θέση να αντιμετωπίσω τις συνέπειες που προκαλούν οι άθλιες, οδυνηρές αμφιβολίες μου αλλά το να μιλήσω για ότι που προξένησε τέτοια ταλαιπωρία είναι κάτι που με ξεπερνά.»
«Αμφιβολίες, μπαμπά! Αμφιβολίες σχετικά με την Πίστη ;»ρώτησε η Μάργκαρετ σοκαρισμένη όσο ποτέ.
«Όχι ! Δεν αμφιβάλλω για την Πίστη – ούτε κατά διάνοια.»
Έκανε μια παύση.  Η Μάργκαρετ αναστέναξε φοβούμενη το τι θα ακολουθούσε. Ο κος Χέηλ ξεκίνησε πάλι,  μιλώντας γρήγορα αυτή τη φορά σαν για να απαλλαγεί από ένα βάρος .
«Δεν θα μπορούσες να το αντιληφθείς σε όλη του την έκταση, αν σου το έλεγα- την ανησυχία μου για χρόνια τώρα  να ξέρω αν έχω το δικαίωμα να στηρίξω τη  ζωή μου – τις προσπάθειές μου να καταπνίξω τις αμφιβολίες  που ένιωθα να με καίνε,  με το κύρος της Εκκλησίας. Ω, Μάργκαρετ, πόσο αγαπώ την Αγία Εκκλησία από την οποία πρόκειται να απομακρυνθώ!»  Για μερικά λεπτά δεν μπορούσε να συνεχίσει.  Η Μάργκαρετ δεν ήξερε τι να πει- της φαινόταν τόσο εξωφρενικά ακατανόητο σαν να επρόκειτο ο πατέρας της να ασπαστεί τον Μωαμεθανισμό.
« Διάβαζα σήμερα για τους δύο χιλιάδες που αφορίστηκαν από την Εκκλησία », συνέχισε ο κος Χέηλ  χαμογελώντας αδύναμα, « προσπαθώντας να υποκλέψω λίγη από την ανδρεία τους-μάταια όμως…μάταια…το συναίσθημα είναι τόσο σφοδρό.»
«Αλλά, μπαμπά, το συλλογίστηκες καλά;  Ω, φαίνεται  τόσο τρομερό, τόσο απαίσιο,» είπε η Μάργκαρετ ξεσπώντας ξαφνικά σε κλάματα. Ο θεμέλιος λίθος του σπιτιού της, όλα όσα πίστευε για τον  αγαπημένο της πατέρα έμοιαζαν έτοιμα να καταρρεύσουν. Τι μπορούσε να πει: Τι έπρεπε να κάνει; Η απόγνωσή της έκανε τον κο  Χέηλ να οπλιστεί με δύναμη και  να προσπαθήσει να την παρηγορήσει. Κατάπιε τους λυγμούς που συγκλόνιζαν το στήθος του έως τώρα και πλησιάζοντας την βιβλιοθήκη πήρε ένα βιβλίο που διάβαζε συχνά τις τελευταίες μέρες και από το οποίο πίστευε πως είχε αντλήσει την δύναμη να ξεκινήσει την πορεία που είχε κατά νου.
«Άκουσε, Μάργκαρετ, καλή μου», είπε αγκαλιάζοντάς την. Εκείνη κράτησε το χέρι του και το έσφιξε δυνατά αλλά δεν μπορούσε να σηκώσει το βλέμμα της, ούτε να συγκεντρωθεί σε ό,τι της διάβαζε, τόσο μεγάλη ήταν η εσωτερική της ταραχή.
« Είναι ένας μονόλογος από κάποιον που ήταν κάποτε ιερέας σε μια επαρχιακή ενορία, όπως εγώ. Γράφτηκε από τον κο Όλντφηλντ, ιερέα στο Κάρσινγκτον του Ντέρμπυσαϊρ, πριν από εκατόν εξήντα χρόνια ή και παραπάνω. Οι δοκιμασίες του έλαβαν τέλος. Αγωνίστηκε τον αγώνα τον καλό.»  Τις δυο τελευταίες φράσεις της είπε χαμηλόφωνα σαν να μιλούσε στον εαυτό του. Έπειτα συνέχισε να διαβάζει δυνατά από το βιβλίο-
.......................................................................................................................
Καθώς διάβαζε  το απόσπασμα αυτό, αλλά και άλλα τα οποία δεν διάβαζε δυνατά, ισχυροποιούσε την απόφασή του και αισθανόταν  ότι και εκείνος θα  μπορούσε να φανεί  δυνατός και σταθερός στα πιστεύω του, μόλις όμως σταμάτησε και  άκουσε τους  σιγανούς λυγμούς που συγκλόνιζαν την Μάργκαρετ, ένιωσε το κουράγιο του να βυθίζεται σε πελάγη απελπισίας.
«Μάργκαρετ, καλή μου!» είπε τραβώντας την κοντά του, « σκέψου τους πρώτους Μάρτυρες του Χριστιανισμού, σκέψου τους χιλιάδες που βασανίστηκαν.»
«Όμως πατέρα,» είπε εκείνη σηκώνοντας για πρώτη φορά το μουσκεμένο από τα δάκρυα πρόσωπό της « οι πρώτοι Χριστιανοί βασανίστηκαν για την αλήθεια, ενώ εσύ – αχ, καλέ μου μπαμπά!»
.......................................................................................................................................
Σηκώθηκε και  άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο,  μουρμουρίζοντας  φράσεις  γεμάτες  αυτο-μομφή και ταπείνωση ,  από τις οποίες η Μάργκαρετ   ευτυχώς άκουγε ελάχιστες. Στο τέλος, κατέληξε λέγοντας –
«Μάργκαρετ, για να επιστρέψουμε στο γνωστή, θλιβερή πραγματικότητα:  Πρέπει να φύγουμε από το Χέλστοουν.»
«Μάλιστα. Το καταλαβαίνω. Αλλά πότε;»
«Έγραψα στον  Επίσκοπο – νόμιζα ότι στο είχα ήδη πεί, αλλά τελευταία ξεχνώ» είπε ο κος Χέηλ  πέφτοντας πάλι στο γνωστό καταθλιπτικό του ύφος αμέσως μόλις ήρθε αντιμέτωπος με την αναπόφευκτη πραγματικότητα «και τον πληροφόρησα για την απόφασή μου να παραιτηθώ από τα καθήκοντά μου. Υπήρξε πολύ ευγενικός.  Δεν φείσθηκε επιχειρημάτων και αιτιολογήσεων αλλά μάταια… μάταια.  Τα ίδια που και εγώ είχα χρησιμοποιήσει στον εαυτό μου, χωρίς αποτέλεσμα.  Θα πρέπει να κάνω την πράξη παραίτησής μου και να παρουσιαστώ  στον Επίσκοπο ο ίδιος  για να τον αποχαιρετίσω.  Αυτό θα είναι μια σκληρή δοκιμασία.  Αλλά χειρότερο, χείριστο όλων θα είναι ο αποχωρισμός από τους αγαπημένους μου ενορίτες.  Θα αναλάβει ένας  δόκιμος εφημέριος  τις Προσευχές – κάποιος κος Μπράουν. Θα έρθει να μείνει μαζί μας αύριο. Την επόμενη Κυριακή θα κάνω το αποχαιρετιστήριο κήρυγμά μου.»
Ήταν ανάγκη  να γίνουν όλα τόσο ξαφνικά; σκέφτηκε η Μάργκαρετ – όμως ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Η χρονοτριβή απλά θα έκανε τα πράγματα πιο επώδυνα. Ήταν καλύτερα να νιώθει ένα μούδιασμα κατάπληξης ακούγοντας για όλες αυτές τις ετοιμασίες που έμοιαζαν να έχουν ήδη ολοκληρωθεί πριν καν η ίδια μάθει το παραμικρό. «Η μαμά τι λέει γι αυτό;» ρώτησε αναστενάζοντας βαθειά.
Προς μεγάλη της έκπληξη ο πατέρας της άρχισε πάλι να βηματίζει στο δωμάτιο προτού της απαντήσει. Μετά από ώρα, σταμάτησε και είπε:
«Μάργκαρετ, είμαι δειλός τελικά.  Δεν αντέχω να προξενώ πόνο. Γνωρίζω κάλλιστα πως ο γάμος μου με την μητέρα σου δεν ήταν αυτό που εκείνη ήλπιζε – αυτό  που δικαιωματικά προσδοκούσε-  και το τωρινό, θα ήταν ένα τόσο μεγάλο πλήγμα γι αυτήν που δεν αντέχει η καρδιά μου,  δεν έχω τη δύναμη να της το πω. Όμως τώρα, πρέπει να το μάθει.» είπε κυττάζοντας με παράπονο την κόρη του.  Η Μάργκαρετ  αισθάνθηκε να την συντρίβει η ιδέα πως η μητέρα της δεν ήξερε τίποτα για όλα αυτά που είχαν ήδη συντελεστεί και προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό.
«Ναι, πρέπει, πράγματι… Ίσως τελικά να μην – Ω, ναι ! Σίγουρα αυτό θα την κλονίσει.» είπε η Μάργκαρετ καθώς ένιωθε η ίδια το πλήγμα να την σαρώνει, προσπαθώντας να καταλάβει πώς θα λάβαινε την είδηση κάποιος άλλος. « Πού πρόκειται να εγκατασταθούμε;» είπε στο τέλος, με ανανεωμένη απορία για το τι τους επιφύλασσε το μέλλον, αν ο πατέρας της είχε όντως κάνει σχέδια για το μέλλον.
« Στο Μίλτον …στο Βορρά.» απάντησε  εκείνος βαριεστημένα και αδιάφορα, συναισθανόμενος ότι παρά την αγάπη που  του είχε η θυγατέρα του και που την έκανε προς στιγμήν να προσπαθήσει να τον παρηγορήσει,  ο πόνος της παρέμενε οξύτερος από ποτέ.
«Στο Μίλτον του Βορρά!  Στην βιομηχανική πόλη του Ντάρκσαϊρ;»

 «Ναι», απάντησε με το ίδιο μελαγχολικά αδιάφορο ύφος.
«Γιατί εκεί, πατέρα;» τον ρώτησε.
«Γιατί εκεί μπορώ να θρέψω την οικογένειά μου.  Εξάλλου δεν γνωρίζω κανέναν εκεί, και κανένας  δεν ξέρει το Χέλστοουν, επομένως κανείς δεν θα μου μιλάει γι αυτό.»
«Να θρέψεις την οικογένεια..! Μα νόμιζα πως εσύ και η μαμά είχατε…» αλλά σταμάτησε την φυσιολογική της περιέργεια για το τι τους επιφύλασσε το μέλλον βλέποντας τον πατέρα της ολοένα και πιο σκυθρωπό. Όμως  εκείνος διαισθάνθηκε γρήγορα την μελαγχολική της διάθεση, βλέποντας το πρόσωπό της την αντανάκλαση των δικών του συναισθημάτων και προσπάθησε να απαλύνει την ατμόσφαιρα.
«Θα τα μάθεις όλα, Μάργκαρετ. Μόνο, βοήθησέ με να το πω στην μητέρα σου. Νομίζω ότι μπορώ να κάνω τα πάντα εκτός από αυτό: Τρέμω την ιδέα να της δώσω  τέτοια μεγάλη θλίψη. Αν σου τα πω  όλα, τότε ίσως θα μπορούσες να της μιλήσεις αύριο. Θα λείψω όλη την ημέρα για να αποχαιρετήσω τον  Ντόμπσον  τον αγρότη και τους φτωχούς ενορίτες που ζουν στο Μπρέησυ Κόμμον. Θα σου ήταν δύσκολο να της μιλήσεις αύριο, Μάργκαρετ;»
Η Μάργκαρετ θα δυσκολευόταν τρομερά και θα ήθελε όσο τίποτα άλλο στη ζωή της  να μπορούσε να το αποφύγει. Δεν μίλησε αμέσως. Ο πατέρας της είπε: « Σε δυσκολεύει πάρα πολύ, δεν είναι έτσι, Μάργκαρετ;» Εκείνη αμέσως ανέκτησε την ψυχραιμία της και με μια λάμψη στο πρόσωπο, είπε σταθερά:
«Είναι κάτι οδυνηρό, αλλά πρέπει να γίνει και γι αυτό θα προσπαθήσω όσο μπορώ. Πρέπει να έχεις κι εσύ αρκετά δυσάρεστα πράγματα να κάνεις.»
Ο κος Χέηλ κούνησε το κεφάλι του μελαγχολικά και της έσφιξε το χέρι με ευγνωμοσύνη. Η Μάργκαρετ ήταν πάλι έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα. Για να αποσπάσει τις σκέψεις της είπε: « Τώρα, μπαμπά, πες μου ποια είναι τα σχέδιά μας. Εσύ και η μαμά, έχετε ένα εισόδημα ανεξάρτητο από το μισθό σου, έτσι δεν είναι; Ξέρω ότι η θεία Σω, έχει.»
«Έτσι είναι.  Υποθέτω ότι έχουμε ένα εισόδημα εκατόν εβδομήντα λιρών το χρόνο. Εβδομήντα λίρες πηγαίνουν στον Φρέντερικ από τότε που είναι στο εξωτερικό. Δεν ξέρω αν του χρειάζεται ολόκληρο το ποσό», συνέχισε διστακτικά « Πρέπει να έχει κάποιο εισόδημα μια και υπηρετεί στον Ισπανικό στρατό.»
«Ο Φρέντερικ» είπε εκείνη αποφασιστικά, «δεν πρέπει να υποφέρει σε μια ξένη χώρα, μια και η πατρίδα του, του συμπεριφέρθηκε τόσο άδικα. Μένουν εκατό λίρες. Δεν θα μπορούσαμε εσύ εγώ και η μαμά να ζήσουμε σε ένα πολύ φθηνό, ήσυχο μέρος στην Αγγλία με εκατό λίρες το χρόνο; Ω, νομίζω πως θα μπορούσαμε.»
«Όχι!» είπε ο κος Χέηλ. « Αυτό δεν γίνεται. Πρέπει να κάνω κάτι. Πρέπει να ασχοληθώ με κάτι  για να αποδιώχνω τις νοσηρές σκέψεις. Εξάλλου, μια επαρχιακή ενορία θα ήταν μια διαρκής οδυνηρή υπενθύμιση του Χέλστοουν και της εδώ ζωής  μου ως εφημέριος. Δεν μπορώ να το βαστάξω, Μάργκαρετ. Επιπλέον, εκατό λίρες δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών ενός νοικοκυριού με τις ανέσεις που η μητέρα σου έχει συνηθίσει και που δικαιωματικά θα πρέπει να έχει. Όχι- πρέπει να πάμε στο Μίλτον. Αυτό είναι δεδομένο.  Πάντα αποφασίζω καλύτερα μόνος μου, ανεπηρέαστος από  τα πρόσωπα που αγαπώ,» είπε σαν να απολογείτο κατά κάποιον τρόπο επειδή είχε ήδη λάβει τόσες αποφάσεις πριν καν ενημερώσει οποιοδήποτε από τα μέλη της οικογένειάς του. « Δεν υποφέρω τις αντιρρήσεις. Μου προκαλούν αναποφασιστικότητα.»
Η Μάργκαρετ αποφάσισε να σιωπήσει. Στο κάτω κάτω, τι σημασία είχε ο προορισμός εν συγκρίσει με την μία και μοναδική δεινή αλλαγή;
Ο κος Χέηλ συνέχισε: « Πριν λίγους μήνες, όταν δεν μπορούσα άλλο να αντέξω την δυστυχία που μου προκαλούσαν οι αμφιβολίες μου, και έπρεπε σε κάποιον να μιλήσω, έγραψα στον κο Μπέλλ – τον θυμάσαι τον κο Μπέλλ, Μάργκαρετ;»
«Όχι. Δεν νομίζω να τον έχω δει ποτέ. Αλλά ξέρω ότι είναι ο νονός του Φρέντερικ – ο παλιός καθηγητής σου στην Οξφόρδη, έτσι δεν είναι;»
«Ακριβώς. Είναι μέλος του Πλύμουθ Κόλετζ, εκεί. Νομίζω πως κατάγεται από το Μίλτον.  Όπως και να’χει είναι κύριος ακίνητης περιουσίας εκεί, η οποία απέκτησε μεγάλη αξία από τότε που το Μίλτον  έγινε μεγάλη βιομηχανική περιοχή. Είχα λόγους να υποπτεύομαι – να φαντάζομαι- ότι δεν θα έπρεπε να αναφέρω τίποτα. Αλλά ήμουν σίγουρος ότι ο κος Μπέλλ θα έδειχνε κατανόηση. Δεν ξέρω πως κατάφερε να με ενθαρρύνει τόσο.  Έζησε μια άνετη ζωή στο κολλέγιο, όλα του τα χρόνια. Εντούτοις μου έδειξε μεγάλη καλοσύνη. Σε αυτόν οφείλουμε το ότι πηγαίνουμε στο Μίλτον.»
«Με ποιόν τρόπο;» είπεη Μάργκαρετ.
«Μα, έχει μισθωτές και ακίνητα, και εργοστάσια στο Μίλτον. Έτσι, αν και δεν του αρέσει το μέρος – υπερβολικά θορυβώδες για τον τρόπο ζωής του- είναι υποχρεωμένος να διατηρεί μια επικοινωνία και εξ όσων μου λέει, πρόκειται για έναν επαρκή χώρο εργασίας για έναν οικοδιδάσκαλο.»
«Οικοδιδάσκαλος!» είπε η Μάργκαρετ απαξιωτικά « Τι στο καλό χρειάζεται ένας βιοτέχνης τους κλασσικούς ή τη λογοτεχνία ή γενικότερα την μορφωση που λαμβάνει ένας τζέντλεμαν;»
«Ω, μα ορισμένοι από αυτούς ,» είπε ο πατέρας της «φαίνονται να είναι πραγματικά αξιόλογοι άνθρωποι, με πλήρη συνείδηση των εκπαιδευτικών τους ελλείψεων, πράγμα που δεν μπορώ να πω για αρκετούς από τους Οξφορδιανούς. Κάποιοι είναι αποφασισμένοι να μορφωθούν καίτοι έχουν προ πολλού ενηλικιωθεί. Άλλοι, επιθυμούν  να έχουν τα παιδιά τους την παιδεία  που δεν είχαν οι ίδιοι. Όπως και να’χει, υπάρχει ένας καλός χώρος εργασίας για έναν οικοδιδάσκαλο. Ο κος Μπέλλ με συνέστησε σε έναν μισθωτή του,  κάποιον κο Θόρντον - ιδιαιτέρως ευφυή άνδρα καθόσον μπορώ να κρίνω από τα γράμματά του. Και, Μάργκαρετ, στο Μίλτον θα  έχω μια ζωή πολυάσχολη, αν  όχι ευτυχισμένη, εν τούτοις οι άνθρωποι και οι παραστάσεις θα είναι τόσο διαφορετικές που δεν θα μου θυμίζουν το Χέλστοουν.»
Η Μάργκαρετ διαισθάνθηκε ότι υπήρχε και κάποιο κρυφό κίνητρο. Όλα θα ήταν διαφορετικά. Χαώδες καθώς ήταν – και η αλήθεια είναι ότι τής είχε δημιουργηθεί μια αντιπάθεια από αυτά που είχε ακούσει για τη Βόρεια Αγγλία, τους βιοτέχνες, τους ανθρώπους, το άγριο και ζοφερό τοπίο- τουλάχιστον είχε ένα καλό: ήταν τελείως διαφορετικό από το Χέλστοουν και δεν θα τους θύμιζε καθόλου τον αγαπημένο τους τόπο.
«Πότε φεύγουμε;» ρώτησε η Μάργκαρετ μετά από μια σύντομη σιωπή.
«Δεν ξέρω  ακριβώς. Ήθελα να το συζητήσω μαζί σου. Βλέπεις, η μητέρα σου ακόμα δεν ξέρει τίποτα  - αλλά νομίζω σε δυο εβδομάδες. Αφού υπογραφή η Πράξις Παραιτήσεώς μου δεν έχω δικαίωμα να παραμείνω.»
Η Μάργκαρετ έμεινε άναυδη.
«Σε δυο εβδομάδες!»
« Όχι και  με την ακρίβεια ημέρας! Τίποτα δεν είναι ακόμα οριστικό...» είπε ο πατέρας της ανήσυχα και με κάποιο δισταγμό, βλέποντας  την  θλίψη που σκέπαζε το βλέμμα της και  την  ταραχή που φανέρωνε το πρόσωπό  της. Αλλά εκείνη πίεσε  αμέσως τον εαυτό της να συνέλθει.
« Καημένη Μαρία!» είπε ο κος Χέηλ τρυφερά «Καημένη μου, Μαρία! Ω, αν δεν είμαστε παντρεμένοι – αν ήμουν  μόνος στον κόσμο, πόσο πιο εύκολο θα ήταν! Όμως, έτσι  όπως έχει η η κατάσταση – Μάργκαρετ, δεν τολμώ  να της μιλήσω!»
«Όχι,» είπε η Μάργκαρετ λυπημένα, « θα της μιλήσω εγώ. Δώσε μου χρόνο μέχρι αύριο το βράδυ να βρώ την κατάλληλη ευκαρία. Αχ, πατέρα,» ξέσπασε ξαφνικά εκλιπαρώντας με πάθος « σε παρακαλώ, πες μου ότι  είναι ένας εφιάλτης, ένα τρομακτικό όνειρο , ότι δεν το ζω αυτό πραγματικά!  Δεν μπορεί στ αλήθεια να θέλεις να φύγεις από την Εκκλησία – να εγκαταλείψεις το Χέλστοουν- να χωριστείς για πάντα από εμένα, την μητέρα, ακολουθώντας μια πλάνη, έναν πειρασμό! Δεν μπορεί να το εννοείς στ’ αλήθεια!»
Ο κος Χέηλ στεκόταν παγερά ακίνητος καθώς του μιλούσε.
Έπειτα, την κύτταξε στα μάτια και είπε με σιγανή, βραχνή και μετρημένη φωνή.
« Μάργκαρετ, το εννοώ. Μην ξεγελάς τον εαυτό σου αμφιβάλλοντας για την αλήθεια των λόγων μου, των προθέσεών μου και των ειλημμένων αποφάσεών μου .» Έμεινε να την κυττάει με το ίδιο σταθερό, πετρωμένο βλέμμα για αρκετή ώρα. Το ίδιο και εκείνη, ανταπέδιδε το βλέμμα του με μάτια γεμάτα παράκληση, πριν πάρει απόφαση ότι όλα ήταν αμετάκλητα. Έπειτα, σηκώθηκε, και χωρίς να πει άλλη λέξη κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Καθώς άπλωνε το χέρι της στο πόμολο, άκουσε τον πατέρα της να την φωνάζει. Στεκόταν δίπλα στο τζάκι σκυφτός και μαζεμένος. Καθώς όμως τον πλησίασε, όρθωσε το ανάστημά του και θέτοντας τα χέρια του στο κεφάλι της, της είπε με σοβαρότητα:
« Η ευλογία του Κυρίου μαζί σου, παιδί μου!»
««Μάλιστα,» απάντησε  εκείνη και επέστρεψε στο καθιστικό ζαλισμένη και σε σύγχυση.