Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Κεφάλαιο 19ο "Επισκέψεις ενός αγγέλου"



Αν τα τελευταία κεφάλαια τα βρήκατε ασυνήθιστα ορθογραφημένα και σε πιο στρωτά ελληνικά είναι γιατί ανέλαβε να συμμαζέψει τα ασυμάζευτα η Χριστίνα Γαλανάκη, φιλόλογος, την οποία και ευχαριστώ θερμά ! Μαζί με την Χρύσα που με βοηθάει στην εικονογράφηση είναι φοβερή ομάδα !

Meanwhile...
Άσχημο το κλίμα στο Μίλτον. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις έχουν ήδη ξεκινήσει. Οι εργοδότες ανησυχούν αλλά κρατάνε στάση αναμονής  και οι συνδικαλιστές δεν βλέπουν παρά  μόνο την ευόδωση των αιτημάτων τους. Στο μεταξύ σε αρκετές εργατικές οικογένειες λιμοκτονούν.
Και εν μέσω όλων αυτών η περηφάνεια  και η προκατάληψη της Μάργκαρετ σε σχέση με τον κύριο Θόρντον δεν έχει τέλος !



Κεφάλαιο 19 «ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ»

Η κυρία Χέηλ παραδόξως έμοιαζε να ενδιαφέρεται και να διασκεδάζει με την προοπτική του επίσημου δείπνου της οικογένειας Θόρντον. Αναρωτιόταν συνεχώς για τις λεπτομέρειες, με εκείνη την αφέλεια των μικρών παιδιών που επιθυμούν να μάθουν εκ των προτέρων τα πάντα για κάτι ευχάριστο που περιμένουν. Ωστόσο, η μονότονη ζωή των ανθρώπων που ζουν καθηλωμένοι σε ένα κρεβάτι τούς κάνει να μοιάζουν πολλές φορές με τα παιδιά, επειδή κι αυτοί αντιλαμβάνονται τα γεγονότα δυσανάλογα, πιστεύοντας ότι οι τοίχοι και τα παραβάν που τους αποκλείουν από τον έξω κόσμο είναι κατ’ ανάγκη μεγαλύτερα απ’ όσα λαμβάνουν χώρα εκεί έξω. Επιπλέον, η κυρία Χέηλ ως κοπέλα είχε την φιλαρέσκειά της, την οποία ίσως αναγκάστηκε να αποποιηθεί σε μεγάλο βαθμό ως σύζυγος κληρικού -την είχε καταπνίξει και υποτάξει, αλλά δεν την είχε εξαφανίσει εντελώς- επομένως της άρεσε η σκέψη να δει την Μάργκαρετ ντυμένη για μια δεξίωση και συζητούσαν για το τι θα φορέσει με ασίγαστη αδημονία, η οποία διασκέδαζε την Μάργκαρετ, που σ’ εκείνο τον ένα χρόνο που παρουσιάστηκε στην καλή κοινωνία στη Χάρλεϋ Στρητ είχε εξοικειωθεί πολύ περισσότερο απ’ όσο η μητέρα της στα εικοσιπέντε χρόνια στο Χέλστοουν.
..................................................................................................................................
«Α, μπα;! Σε καλέσανε στου Θόρντον που έχει τη φάμπρικα του Μάρλμποροου;»
«Ναι, Μπέσσυ. Γιατί εκπλήσσεσαι τόσο πολύ;»
«Τίποτα, έτσι. Μα να ξέρεις πως ελόγου τους τα ’χουνε καλά με τους πρώτους εδώ στο Μίλτον.»
«Και εμείς νομίζεις ότι δεν ανήκουμε σ’ αυτούς, έτσι Μπέσσυ;»
Η Μπέσσυ αναψοκοκκίνισε λιγάκι καταλαβαίνοντας ότι προδόθηκε η σκέψη της τόσο εύκολα.
«Βλέπεις» της είπε «εδώ το χρήμα το λογαριάζουνε πάνω απ’ όλα – και δεν φαίνεστε να είστε από τους πλούσιους.»
«Όχι» είπε η Μάργκαρετ «αυτό είναι αλήθεια. Αλλά είμαστε άνθρωποι μορφωμένοι και έχουμε ζήσει ανάμεσα σε καλλιεργημένους ανθρώπους. Δεν είναι υπέροχο να μας καλεί σε δείπνο ένας άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από τον πατέρα μου, μια και έρχεται σε αυτόν ως μαθητής για να διδαχθεί; Δεν κατακρίνω τον κύριο Θόρντον. Λίγοι εμποροϋπάλληλοι -όπως υπήρξε κι αυτός παλαιότερα- θα μπορούσαν να ανέλθουν στην θέση που κατέχει τώρα.»
«Ναι, αλλά θα μπορέσετε να του ανταποδώσετε το δείπνο στο μικρό σας σπιτικό; Εκεινού το σπίτι είναι τρεις φορές μεγαλύτερο.»
«Νομίζω πως μάλλον θα μπορέσουμε να ανταποδώσουμε -όπως το λες- το δείπνο στον κύριο Θόρντον. Ίσως όχι σε τόσο μεγάλο δωμάτιο, ούτε με τόσους πολλούς καλεσμένους. Όμως δεν νομίζω ότι το βλέπουμε έτσι.»
«Δε φαντάστηκα ποτέ ότι θα μπορούσατε να τρώτε με τους Θόρντον» ξαναείπε η Μπέσσυ. «Τι στο καλό, εδώ τρώει μαζί τους ο ίδιος ο δήμαρχος και οι βουλευτές και όλοι.»
«Νομίζω ότι μπορώ να τα καταφέρω να δεχτώ την τιμή να συναντήσω τον δήμαρχο του Μίλτον.»
«Κι έπειτα οι κυράδες εκεί ντύνουνται τόσο καλά!» έκανε η Μπέσσυ ρίχνοντας μια ανήσυχη ματιά στο εμπριμέ φόρεμα της Μάργκαρετ, που το εξασκημένο μιλτονέζικο μάτι της κοστολόγησε για μόλις επτά πέννες τη γιάρδα.
Στο πρόσωπο της Μάργκαρετ φάνηκαν δυο χαριτωμένα λακκάκια, καθώς ξέσπασε σε εύθυμο γέλιο.
«Μπέσσυ, σ’ ευχαριστώ που ανησυχείς τόσο ευγενικά για το πώς θα δείχνω ανάμεσα σε εκείνη την κομψή σύναξη. Έχω όμως πολλά καλά φορέματα, τόσο πολυτελή που μόλις μια εβδομάδα πριν θα πίστευα ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να τα ξαναφορέσω. Όμως, μια και θα δειπνήσω στου κυρίου Θόρντον και ίσως συναντήσω και τον δήμαρχο, να είσαι σίγουρη ότι θα φορέσω το πιο κομψό μου φόρεμα.»
«Τι θα φορέσεις;» ρώτησε η Μπέσσυ εμφανώς ανακουφισμένη.
«Λευκό μεταξωτό» είπε η Μάργκαρετ. «Ένα φόρεμα που είχα φτιάξει για τον γάμο της εξαδέλφης μου, πριν από ένα χρόνο.»
«Θα είναι ό,τι πρέπει» είπε η Μπέσσυ γέρνοντας πίσω στην καρέκλα της. «Δεν θα μου άρεσε να σε κοιτάνε περιφρονητικά.»
«Α, θα είμαι αρκετά κομψή και δεν θα μπορέσει να με κοιτάξει αφ’ υψηλού κανένας εδώ στο Μίλτον.»
«Θα το ’θελα να μπορούσα να σ’ έβλεπα ντυμένη με τα καλά σου» είπε η Μπέσσυ. «Δεν είσαι αυτό που άλλοι λένε καλλονή – δεν έχεις τα ροδοκόκκινα χρώματα της μόδας. Ξέρεις, όμως, σε είχα δει στον ύπνο μου πολύ πριν σε γνωρίσω.»
«Ανοησίες, Μπέσσυ!»
«Μα την αλήθεια, σε είδα! Αυτό το πρόσωπό σου, έτσι να, να με θωρείς επίμονα μέσα από τα σκοτάδια και τα μαλλιά σου να ανεμίζουν προς τα πίσω σα τις αχτίνες του ήλιου γύρω απ’ το μέτωπό σου που ’μοιαζε έτσι απαλό σαν και τώρα δα. Και πάντα ερχόσουνα και μου ’δινες κουράγιο με ’κείνα τα μάτια σου που με παρηγοράγανε και φόραγες, λέει, μια λαμπερή φορεσιά – να σαν κι αυτήνα που θα βάλεις. Βλέπεις λοιπόν – εσύ ήσουνα!»
«Όχι, Μπέσσυ», είπε η Μάργκαρετ μαλακά, «όνειρο ήταν.»
«Και γιατί τάχατες να μην έβλεπα άλλα ονείρατα μέσα στη στεναχώρια μου; Σάματις λίγα έχει μέσα η Βίβλος; Κι από οράματα άλλο τίποτα! Μέχρι κι ο πατέρας μου τα πιστεύει τα ονείρατα. Σε είδα ολοκάθαρα να έρχεσαι με βιάση προς τη μεριά μου και τα μαλλιά σου να ανεμίζουν προς τα πίσω, έτσι όπως προχωρούσες γρήγορα, σαν να τα βλέπω τώρα δα, έτσι που κάνουν προς το πλάι, και είχες εκείνο το άσπρο λαμπερό φόρεμα που σκέφτεσαι να βάλεις. Άσε με να έρθω να σε δω να το φοράς. Θέλω να σε δω και να σε αγγίξω σαν να μπορούσα, λέει, να το κάνω και στ’ όνειρό μου.»
«Καλή μου, Μπέσσυ, απλά και μόνο το φαντάστηκες.»
«Για το φαντάστηκα, για όχι, ήρθες – και το ’ξερα πως θα ’ρχόσουν όταν σε είδα στον ύπνο μου· κι όταν είσαι δίπλα μου, σαν να ’ν’ ο νους μου πιο ελαφρύς και παρηγοριέμαι, όπως είναι παρηγοριά η φωτιά σαν έξω ρίχνει χιόνι. Είπες πως θα ’ναι στις εικοσιμία, παρακαλώ το Θεό να έρθω να σε δω.»
«Ω, Μπέσσυ! Το θέλω να έρθεις, και με το παραπάνω μάλιστα. Όμως μη μιλάς έτσι γιατί με θλίβεις. Πραγματικά με στενοχωρείς.»
«Ε, τότε θα τα κρατάω μέσα μου, ειδαλλιώς θα δαγκάνω τη γλώσσα μου. Να το ξέρεις όμως πως ό,τι είπα είναι αλήθεια.»
Η Μάργκαρετ έμεινε σιωπηλή για λίγο. Στο τέλος είπε:
«Ας μιλήσουμε γι’ αυτό κάποια φορά, αν νομίζεις ότι είναι αλήθεια. Όμως όχι τώρα.
Πες μου, ο πατέρας σου κατέβηκε σε απεργία;»
«Ναι!» είπε η Μπέσσυ βαριά, μ’ ένα τόνο ολότελα διαφορετικό στη φωνή της απ’ ό,τι προηγουμένως. «Αυτός κι άλλοι μαζί του -όλοι οι εργάτες του Χάμπερ- κι άλλοι πολλοί ακόμα. Και οι γυναίκες αυτή τη φορά περνάνε το ίδιο δύσκολα όπως οι άντρες. Το φαΐ είν’ ακριβό κι έχουν να ταΐσουνε τόσα στόματα. Έτσι και τους έστελνε φαί ο Θόρντον -να ξόδευε τα ίδια λεφτά που θα ’δινε για να πάρει πατάτες και λίγο φαί- πολλά μωρά δε θα ’κλαιγαν από την πείνα και οι δόλιες οι μανάδες τους θα ησυχάζανε μια στάλα.»
«Μη μιλάς έτσι» είπε η Μάργκαρετ. «Θα με κάνεις να νιώσω άσχημα που πάω σ’ αυτό το δείπνο.»
«Όχι» είπε η Μπέσσυ. «Για κάποιους είναι γραφτό να ’χουνε τις γιορτές τους και τα λουσάτα ρούχα τους, και ίσως είσαι κι εσύ απ’ αυτούς. Κι άλλοι βασανίζονται ολάκερη τη ζωή τους και δεν τους λυπούνται ούτε καν όσο λυπόντουσαν τα σκυλιά στην παραβολή του Λαζάρου. Άμα όμως μου ζητήσεις να βρέξω τη γλώσσα σου με την άκρη του δάχτυλού μου, τότε θα τρέξω από την άλλη άκρη του κόλπου του Αβραάμ, για το καλό που μού ’κανες εδώ στη γη.»
«Μπέσσυ, ψήνεσαι στον πυρετό! Το καταλαβαίνω πιάνοντας το χέρι σου, αλλά και με αυτά που λες. Την Ημέρα της Κρίσεως δεν θα έχει σημασία αν κάποιοι ήμασταν ζητιάνοι και κάποιοι πλούσιοι – δεν θα κριθούμε με αυτό το τυχαίο γεγονός, αλλά από το αν ακολουθούμε πιστά το θέλημα του Χριστού.»
Η Μάργκαρετ σηκώθηκε, βρήκε λίγο νερό και βρέχοντας το μαντήλι της το άπλωσε δροσερό στο μέτωπο της Μπέσσυ· έπειτα άρχισε να της τρίβει τα παγωμένα πόδια για να τα ζεστάνει. Η Μπέσσυ έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε να ησυχάσει. Κάποια στιγμή είπε:
«Θα παραλόγαες κι ελόγου σου, όπως κι εγώ, αν σού ’ρχονταν κόσμος και κοσμάκης και όλοι να γυρεύουν τον πατέρα και ύστερα να κάθονται να σου λένε τον πόνο τους. Άλλοι μιλάνε με τέτοιο μίσος που μου παγώνει το αίμα μ’ αυτά τα τρομερά που λένε για τους αφεντάδες – όμως περσότερες είναι οι γυναίκες που κλαίνε, ολοένα κλαίνε και κυλάνε τα δάκρυα στα μάτια τους και ξαστοχάνε ακόμα και να τα σκουπίσουν, και λεν για το κρέας που είναι πανάκριβο και για τα παιδιά που ξαγρυπνάνε τα βράδια απ’ την πείνα.
«Και νομίζουν πως η απεργία θα τα διορθώσει όλα;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Έτσι λένε» απάντησε η Μπέσσυ. «Λένε πως οι δουλειές πηγαίνανε καλά για καιρό τώρα και πως οι αφεντάδες έχουνε σοδιάσει πλούτη αμέτρητα -πόσα ακριβώς δεν ξέρει ο πατέρας μου, αλλά ξέρει το Συνδικάτο- και πως είναι σωστό να θέλουν τώρα το μερτικό τους από τα κέρδη, τώρα που το φαΐ ακρίβυνε, και το Συνδικάτο λέει πως δεν θα γυρίσουν στη δουλειά τους, αν δεν κάμουνε τους αφεντάδες να τους δώσουνε το μερτικό τους. Μα φοβάμαι πως οι αφεντάδες πήρανε με κάποιο τρόπο τ’ απάνω χέρι και φοβάμαι ότι έτσι θα πάει το πράμα και στη συνέχεια κι ακόμα πιότερο. Μοιάζει σα να ’ναι η μεγάλη μάχη του Αρμαγεδδώνα, έτσι που συνέχεια αγριεύονται και πολεμούν ο ένας τον άλλονε, οσότου καταλήξουν παλεύοντας στο λάκκο της κόλασης.»
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Νίκολας Χίγκινς. Είχε ακούσει τα τελευταία λόγια της κόρης του.
«Έτσι, ναι! Και θα παλέψω κι εγώ, κι αυτή τη φορά θα τα καταφέρω. Δε θα πάρει πολύ να τους κάμουμε να παραδοθούν, γιατί έχουνε πάρει πολλές παραγγελίες, και μάλιστα τις έχουνε με συμφωνητικά· το λοιπόν θα δούνε σύντομα πως θα ’ναι προτιμότερο να μας δώσουνε το πέντε τοις εκατό παρά να χάσουνε το κέρδος που θα ’χουνε – για να μην πω και για τα πρόστιμα που θα πληρώσουνε έτσι και χάσουνε τις προθεσμίες στις παραγγελιές. Χα! Καλοί μου αφεντάδες! Ξέρω ποιος θε να βγει κερδισμένος!»
Η Μάργκαρετ από τη συμπεριφορά του κατάλαβε ότι ήταν πιωμένος – όχι τόσο από αυτά που έλεγε, όσο από τον ενθουσιώδη τρόπο που μιλούσε, και αυτή της η αρχική εντύπωση επιβεβαιώθηκε από το γεγονός ότι η Μπέσσυ φανερά πια αδημονούσε να την κάνει να επισπεύσει την αναχώρησή της. Την άκουσε να της λέει:
«Στις εικοσιμία. Την άλλη Πέμπτη. Ίσως έρθω να σε δω με το φόρεμά σου για να πας στους Θόρντον, θαρρώ. Τι ώρα είν’ το δείπνο;»
Πριν προλάβει να απαντήσει η Μάργκαρετ, ο Χίγκινς ξέσπασε:
«Στου Θόρντον! Θα πας να φας στου Θόρντον; Να παρακαλάει να ξετελειώσει τις παραγγελίες που έχει. Λογαριάζω πως μέχρι τις εικοσιμία θα έχει χάσει τα μυαλά του για το πώς θα τα βγάλει πέρα με δαύτες στην ώρα τους. Πες του πως εφτακόσιοι νοματαίοι θα ’ρθούνε στη φάμπρικα του Μάρλμποροου τη μέρα που θα δώσει το πέντε τοις εκατό και θα τον βοηθήσουνε να τελειώσει τις παραγγελίες στο άψε-σβήσε. Θα τους δεις όλους αυτούς εκεί στο δείπνο. Το αφεντικό μου, ο Χάμπερ, είναι παλιάς κοπής. Δεν είναι άνθρωπος που να μην τον σκυλοβρίσει – θαρρείς πως θα πεθάνει, έτσι και καμιά φορά μου μιλήσει ανθρωπινά. Μα είναι σκυλί που γαβγίζει χειρότερα απ’ ό,τι δαγκώνει – και το λέει ένας από τους απεργούς του, να του το πεις αυτό αν αγαπάς. Ε, ρε! Και θα δεις κι άλλους απ’ τους τρανούς εργοστασιάρχες μας στου Θόρντον! Θα θελα να ’ταν μπορετό να τους μιλήσω, όταν θα είναι χορτασμένοι και ήσυχοι μετά το δείπνο και δεν θα μπορούν να σηκωθούν να φύγουν σκιαγμένοι. Θα τους έλεγα αυτά που ’χω κατά νου. Θα τους έλεγα για τα μαρτύρια που μας κάνουνε!»
«Αντίο!» είπε βιαστικά η Μάργκαρετ. «Θα ήθελα πολύ να σε δω στις εικοσιμία, αν είσαι καλά.»
Τα φάρμακα και η θεραπεία που όρισε ο δόκτωρ Ντόναλντσον για την κυρία Χέηλ τής έκαναν τόσο καλό αρχικά, που όχι μόνο η ίδια αλλά και η Μάργκαρετ άρχισε να πιστεύει ότι η ανάρρωσή της θα ήταν πλήρης και οριστική. Όσο για τον κύριο Χέηλ, αν και ποτέ δεν αντιλήφθηκε σε βάθος τη σοβαρότητα της κατάστασης, επέχαιρε για τους φόβους τους με ολοφάνερη ανακούφιση, που έδειχνε πόσο τον είχε επηρεάσει αυτό το λίγο που είχε αντιληφθεί για την αρρώστια της. Μόνο την Ντίξον είχε η Μάργκαρετ να της γκρινιάζει συνέχεια. Παρ’ όλα αυτά, η Μάργκαρετ αψηφούσε τη μεμψιμοιρία και ήλπιζε.
Είχαν ανάγκη αυτήν την ακτίνα αισιοδοξίας μέσα στο σπίτι γιατί έξω απ’ αυτό, ακόμα και για τα άμαθα μάτια τους, υπήρχε ζοφερή και μελαγχολική δυσαρέσκεια. Ο κύριος Χέηλ είχε γνωστούς ανάμεσα στους εργάτες και τον κατέθλιβαν οι εκ βαθέων εξομολογήσεις τους για τα δεινά που υπέφεραν καιρό τώρα. Θα το θεωρούσαν ανάξιο να μιλήσουν για τα βάσανά τους σε κάποιον που -λόγω θέσης- θα μπορούσε να τα καταλάβει και χωρίς να το πουν. Όμως, να, υπήρχε αυτός εδώ ο άνθρωπος, που ερχόταν από μια μακρινή επαρχία και έμοιαζε να απορεί σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος μέσα στο οποίο βρέθηκε, επομένως ο καθένας τους προθυμοποιούνταν να τον χρήσει κριτή και να τον κάνει αυτήκοο μάρτυρα της δίκαιης αγανάκτησής του. Κατόπιν, ο κύριος Χέηλ μετέφερε όλο το φορτίο των παραπόνων και το εξέθετε στον κύριο Θόρντον, έτσι ώστε με την εμπειρία του ως εργοδότης να τα διευθετήσει και να του εξηγήσει τα αίτιά τους. Κάτι που εκείνος έκανε ανελλιπώς, βασισμένος σε στέρεες οικονομικές αρχές, καταδεικνύοντας ότι στην πορεία του εμπορίου πρέπει να υπάρχει πάντα άνοδος και πτώση της εμπορικής ευρωστίας, και ότι κατά τη διάρκεια της πτώσης ένας αριθμός εργοδοτών αλλά και εργαζομένων αναπόφευκτα θα γνώριζε την καταστροφή, και δεν θα επανερχόταν ποτέ ξανά στις τάξεις των ευτυχών και ευημερούντων πολιτών. Μιλούσε ως αυτό το επακόλουθο να ήταν τόσο φυσιολογικό, ώστε κανείς μήτε εργαζόμενος μήτε εργοδότης δεν δικαιούνταν να παραπονεθεί αν τύχαινε αυτό να είναι το πεπρωμένο του: του εργοδότη που πλέον δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του και πρέπει να τις εγκαταλείψει με κάποια πικρή αίσθηση ανικανότητας και αποτυχίας, τραυματισμένος στη μάχη, ποδοπατημένος από τους συναδέλφους του στην βιάση τους για πλουτισμό, ταπεινωμένος ο πριν τιμούμενος, να ικετεύει για δουλειά αυτός που πρωτύτερα την προσέφερε με χέρι ηγεμονικό. Φυσικά, μιλώντας έτσι για το πεπρωμένο που θα μπορούσε μέσα από τις αναταράξεις του εμπορίου να ήταν και το δικό του ως εργοδότη, ήταν απίθανο να τύχει περισσότερης συμπάθειας από εκείνης των εργατών, που απλά τους προσπερνούσαν στη γοργή αλλαγή της τύχης επί το χείρον ή το βέλτιστον· που πρόθυμα θα ξάπλωναν καταγής να ξεψυχήσουν ήσυχα, στο περιθώριο ενός κόσμου στον οποίο ήταν πλέον άχρηστοι, νοιώθοντας όμως ότι δεν μπορούσαν ούτε στον τάφο τους να ησυχάσουν, καθώς τους κυνηγούσαν οι κραυγές και τα κλάματα των προσφιλών τους που έμεναν πίσω ανήμποροι και αβοήθητοι· που ζήλευαν την ικανότητα που έχουν τα πετεινά του ουρανού να ταΐσουν τα μικρά τους με το αίμα της καρδιάς τους. Η καρδιά της Μάργκαρετ επαναστατούσε ολόκληρη εναντίον του, καθώς τον άκουγε να επιχειρηματολογεί με αυτόν τον τρόπο: ως να ήταν το εμπόριο το παν και ο ανθρωπισμός τίποτα. Μετά βίας μπόρεσε να τον ευχαριστήσει για το προσωπικό του ενδιαφέρον και την καλοσύνη που τον έκανε εκείνο το ίδιο βράδυ να προσφέρει -και μάλιστα είχε την ευαισθησία να το κάνει διακριτικά- κάθε υλικό αγαθό που θα μπορούσε η οικονομική του δυνατότητα και η προνοητικότητα της μητέρας του να έχουν ενδεχομένως στην οικία τους και που, όπως έμαθε από τον δόκτορα Ντόναλντσον, η κυρία Χέηλ ίσως χρειαζόταν. Η παρουσία του, μετά από τον τρόπο με τον οποίο μίλησε -το ότι επανέφερε ενώπιόν της το μοιραίο που μάταια προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι μπορούσε ίσως και να αποφύγει η μητέρα της- όλα συνωμοτούσαν ώστε η Μάργκαρετ μετά βίας να συγκρατεί την οργή της καθώς τον κοιτούσε και τον άκουγε. Με ποιο δικαίωμα ήταν αυτός ο μοναδικός άνθρωπος, εκτός από την Ντίξον και τον δόκτορα Ντόναλντσον, που είχε πρόσβαση στο τρομερό μυστικό που κρατούσε κλεισμένο στο σκοτεινότερο άδυτο της ψυχής της, χωρίς να τολμά να το κοιτάξει καταπρόσωπο, εκτός αν κάποια θεία δύναμη την ενδυνάμωνε, γνωρίζοντας πως σύντομα, κάποια μέρα, θα ζητούσε την μητέρα της και καμιά απάντηση δεν θα ερχόταν από το βουβό, ερεβώδες κενό; Κι όμως, εκείνος γνώριζε τα πάντα. Το έβλεπε στα μάτια του που ήταν γεμάτα οίκτο. Το άκουγε στην σοβαρή, τρεμάμενη φωνή του. Πώς συμβιβαζόταν αυτό το βλέμμα, αυτή η φωνή με τον σκληρό, ορθολογικό, στυγνό και άσπλαχνο τρόπο με τον οποίο παρέθετε οικονομικά αξιώματα και ανέλυε με ηρεμία όλα τους τα επακόλουθα; Αυτή η παραφωνία ηχούσε μέσα της άδηλη. Περισσότερο εξαιτίας των συσσωρευμένων δεινών που είχε ακούσει από την Μπέσσυ. Ήταν βέβαιο πως ο πατέρας, ο Νίκολας Χίγκινς, μιλούσε διαφορετικά. Είχε οριστεί μέλος της επιτροπής και έλεγε πως ήξερε μυστικά για τα οποία οι απέξω δεν είχαν ιδέα.
Το είχε εκφράσει ρητά και με περισσότερες λεπτομέρειες την παραμονή του δείπνου στην οικία Θόρντον, όταν η Μάργκαρετ, πηγαίνοντας να μιλήσει στην Μπέσσυ, τον βρήκε να φιλονικεί πάνω σ’ αυτό το θέμα με τον Μπούσερ, έναν γείτονα για τον οποίο είχε ακούσει συχνά να γίνεται λόγος είτε με συμπάθεια, μια και ήταν ένας ανειδίκευτος εργάτης και είχε μεγάλη οικογένεια να θρέψει, είτε γιατί ο Χίγκινς ως πιο δραστήριος και ενθουσιώδης εξοργιζόταν με την έλλειψη θάρρους και τόλμης του γείτονά του. Όταν η Μάργκαρετ μπήκε στο σπίτι, ήταν φανερό ότι ο Χίγκινς βρισκόταν σε μεγάλη ένταση. Ο Μπούσερ ήταν όρθιος και στηριζόταν με τα δυό του χέρια στο περβάζι του τζακιού ταλαντευόμενος ελαφρά, κοιτάζοντας τη φωτιά με τέτοια ξέφρενη απελπισία που εξόργιζε τον Χίγκινς μ’ όλο που τον άγγιζε ώς τα κατάβαθα της ψυχής του. Η Μπέσσυ λικνιζόταν στην κουνιστή πολυθρόνα με δύναμη, κάτι που όπως ήξερε πια η Μάργκαρετ έδειχνε πως ήταν πολύ ταραγμένη. Η αδελφή της προσπαθούσε να φορέσει ένα μπονέ με μεγάλους, άχαρους φιόγκους, ασορτί με τα μεγάλα, αδέξια δάχτυλά της, κι ετοιμαζόταν να πάει στη δουλειά της στο κοπτήριο, φλυαρώντας στο μεταξύ και επιθυμώντας ολοφάνερα να ξεφύγει από μια σκηνή που την στενοχωρούσε.
Η Μάργκαρετ μπήκε εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Κοντοστάθηκε στην πόρτα κι έπειτα, φέρνοντας το δάχτυλο στα χείλη, γλίστρησε προς ένα χαμηλό κάθισμα κοντά στην Μπέσσυ. Ο Νίκολας την είδε να μπαίνει και τη χαιρέτησε με ένα τραχύ αλλά όχι εχθρικό νεύμα.
Η Μαίρη έτρεξε να βγει από την ανοιχτή πόρτα ξεφωνίζοντας χαρούμενη, μόλις απομακρύνθηκε από τον πατέρα της. Μόνο ο Τζων Μπούσερ δεν αντελήφθη ποιος μπήκε και ποιος βγήκε από το σπίτι.
«Δε φελάει, Χίγκινς. Δεν της μένει πολλή ζωή κατά πώς πάει. Σβήνει, κι όχι τόσο γιατί δεν έχει να φάει ελόγου της, αλλά γιατί δεν αντέχει να βλέπει το σπλάχνο της να λιώνει απ’ την πείνα. Ναι, να λιώνει απ’ την πείνα! Πέντε σελίνια τη βδομάδα μπορεί να ’ναι καλά για ελόγου σου που ’χεις μονάχα δύο στόματα να θρέψεις, και μάλιστα η μια σου κόρη μπορεί να βγάλει και μόνη της μεροκάματο. Αλλά εμείς ψοφάμε από την πείνα. Και στο λέω καθαρά και ξάστερα, αν μου πεθάνει, και πολύ φοβάμαι ότι έτσι θα γίνει πριν μας δώσουνε το πέντε τοις εκατό, θα πάω και θα τους πετάξω τα χρήματα στα μούτρα και θα τους πω: “Την κατάρα μου να ’χετε εσείς και όλο το ‘μοβόρικο συνάφι σας γιατί μου στερήσατε την καλύτερη γυναίκα και την καλύτερη μάνα που είχε ποτέ άνδρας για τα παιδιά του”. Και να ξέρεις, ρε φίλε, θα σε μισήσω και σένα και όλη την παρέα σας εκεί στο Συνδικάτο. Θα σε μισώ και πέρα από το θάνατο, έτσι και μ’ έχεις ξεγελάσει σ’ αυτό που λέγαμε. Συ το ’πες μοναχός σου, Νίκολας, Τετάρτη, τη βδομάδα που μας πέρασε -και είναι τώρα Τρίτη, ήρθε κιόλας η άλλη βδομάδα- το ’πες… πως πριν περάσουν δυο βδομάδες θα ’ρθουν οι αφεντάδες να μας παρακαλάνε να ξαναπιάσουμε δουλειά με το μεροκάματο που θέλουμε ’μείς. Και περνάνε οι μέρες κι έχω το μικρούλη τον Τζακ στο κρεβατάκι του ξαπλωμένο και τόσο αδύναμο που ούτε να φωνάξει δεν μπορεί, κλαίει μ’ αναφιλητά, μονάχα μ’ αναφιλητά κάθε τόσο, γιατί τονε θερίζει η πείνα – ο μικρός μας ο Τζακ σου λέω, ρε φίλε! Που μια μέρα καλή δεν είδε από γεννησιμιού του και η γυναίκα μου τον αγαπάει πιότερο κι απ’ τη ζωή της την ίδια. Και στο λέω θε να τη χάσω έτσι και πεθάνει το μωρό μας, ο μικρούλης μας ο Τζακ, που με ξύπναγε κάθε πρωί ακουμπώντας τα χειλάκια του στα τραχιά μου τα μάγουλα, ψάχνοντας να βρει κάποιο κομμάτι απαλό να με φιλήσει, και τώρα να μου πεθαίνει από την πείνα!» Τη στιγμή εκείνη οι λυγμοί συντάραξαν το, φτωχό άνθρωπο και ο Νίκολας σήκωσε τα μάτια του που ήταν πνιγμένα στα δάκρυα και κοίταξε τη Μάργκαρετ, πριν βρει το κουράγιο να μιλήσει.
«Βάστα γερά, άνθρωπέ μου. Δεν θα πεθάνει το παιδί. Έχω εδώ κάτι ψιλά, θα πάμε τώρα να πάρουμε του πιτσιρικά λίγο γάλα και ένα γερό τετράκιλο αλεύρι. Ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου, δε θ’ αφήσω να στερηθείς. Μη λιποψυχάς μοναχά, φίλε!» συνέχισε καθώς ψαχούλευε μέσα σ’ ένα κουτί από τσάι να βρει μερικά κέρματα. «Στο λέω αληθινά και μέσα απ’ την καρδιά μου πως θα τα καταφέρουμε: να αντέξουμε καμιά βδομάδα ακόμα μοναχά και θα δεις τότε τους αφεντάδες να ’ρχονται και να μας παρακαλάνε να ξαναπάμε στο εργοστάσιο. Κι όσο για το Συνδικάτο, θα φροντίσω να ’χεις αρκετά και για τα παιδιά και για την κυρά σου. Το λοιπόν, μην λιποψυχάς και μην πας παρακαλώντας για δουλειά σ’ εκείνους τους τυράννους.»
Ο άνδρας στράφηκε ακούγοντας εκείνα τα λόγια, ένα πρόσωπο τόσο χλωμό και ισχνό, αυλακωμένο από τα δάκρυα και γεμάτο απελπισία, που η απόλυτη ηρεμία του έφερε δάκρυα στην Μάργκαρετ.
«Το ξέρεις καλά πως χειρότερος τύραννος κι απ’ τους αφέντες είν’ αυτός που λέει: “Άστε τους να ψοφήσουν της πείνας να μάθουν άλλη φορά να μην παρακούνε το Συνδικάτο”. Το ξέρεις καλά, Νίκολας, γιατί κι εσύ είσαι μαζί τους. Δε λέω, μπορεί να ’χετε καλή ψυχή καθένας μονάχος του, μα έτσι και βρεθείτε όλοι μαζί, τότε δεν έχετε πιότερη λύπηση από ένα λύκο ξετρελαμένο απ’ την πείνα.»
Ο Νίκολας σταμάτησε με το χέρι στο πόμολο της πόρτας και στράφηκε στον Μπούσερ που ακολουθούσε πιο πίσω:
«Μάρτυς μου ο Θεός, άνθρωπέ μου, α δε θαρρώ αληθινά πως ότι κάμω είναι το καλύτερο και για σένα και για όλους μας. Ειδεμή και σφάλλω, ενώ θαρρώ πως έχω δίκιο, τότε το κρίμα στο λαιμό τους που με αφήνουνε μες στην άγνοια. Έβαλα το κεφάλι μου κάτω και σκέφτηκα μέχρι που πόνεσε ο νους μου – πίστεψέ με, Τζων, το έκανα. Και στο λέω και πάλι δεν έχει άλλο δρόμο για μας από το να ’χουμε ’μπιστοσύνη στο Συνδικάτο. Θα κερδίσουμε στο τέλος, θα το δεις!»
Η Μάργκαρετ και η Μπέσσυ δεν είχαν πει ούτε λέξη. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και μετά βίας συγκράτησαν τον στεναγμό που έβγαινε από τα στήθη τους. Στο τέλος η Μπέσσυ είπε:
«Δεν το περίμενα ποτέ ν’ ακούσω τον πατέρα να ’πικαλιέται το Θεό. Όμως τον άκουσες κι ελόγου σου να λέει : “Μάρτυς μου ο Θεός!”»
«Ναι!» είπε η Μάργκαρετ. «Άσε με να σου φέρω όσα χρήματα μπορώ να εξοικονομήσω – άσε να φέρω λίγο φαγητό για τα παιδιά αυτού του δυστυχισμένου. Πες του ότι είναι από τον πατέρα σου. Μια μικρή βοήθεια θα είναι μόνο.»
Η Μπέσσυ έγειρε πίσω χωρίς να προσέχει τα λόγια της Μάργκαρετ. Δεν έκλαψε, μόνο η ανάσα της φάνηκε λίγο να τρέμει.
«Η καρδιά μου στέγνωσε απ’ τα δάκρυα» είπε. «Ο Μπούσερ όλες αυτές τις μέρες μου ’καμε λόγο για όσα φοβόταν και για τα βάσανά του. Είναι αδύναμο ανθρωπάκι, το ξέρω, αλλά μ’ όλ’ αυτά δεν παύει να’ ναι άντρας κι αυτός. Πολλές φορές θύμωσα και μ’ αυτόν και με την κυρά του γιατί δεν κατέχει κανένας τους πώς να κουμαντάρει το σπιτικό τους, μα δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είναι όλοι οι ανθρώποι γνωστικοί, κι όμως ο Θεός τους αφήνει και ζούνε και τους δίνει κι ένα ταίρι ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν, τόσο καλά όσο και στον βασιλιά Σολομώντα. Κι αν πέσει θλίψη πάνω στους αγαπημένους τους, τότε πληγώνονται ίσια κι όμοια όπως ο Σολομώντας. Δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Ίσως κάποιον σαν και τον Μπούσερ να πρέπει να τονε φροντίζει το Συνδικάτο. Μα θα ’θελα να πάρω κεινούς που είναι στο Συνδικάτο και να τους βάλω τον καθένα τους μπροστά στον Μπούσερ. Συλλογιέμαι πως, αν τον ακούγανε θε να του ’λεγανε -ο καθένας μονάχος του- να πάει να ξαναπιάσει δουλειά μ’ ό,τι μεροκάματο έβρισκε, ακόμα κι αν δεν ήταν όσα παραγγέλνανε αυτοί.»
Η Μάργκαρετ καθόταν τελείως σιωπηλή. Πώς μπορούσε να επιστρέψει πίσω στη βολή της και να ξεχάσει τη φωνή αυτού του ανθρώπου με εκείνο τον τόνο της άφατης αγωνίας να λέει για τα όσα υπέφερε περισσότερα απ’ όσα έλεγαν οι λέξεις; Έβγαλε το τσαντάκι της. Δεν είχε η ίδια πολλά χρήματα, αλλά όσα είχε τα έβαλε στα χέρια της Μπέσσυ χωρίς να πει λέξη.
«Φχαριστώ. Είναι κι άλλοι που δεν έχουνε περσότερα και δεν είναι τόσο χάλια. Τουλάχιστον δεν τους φαίνεται τόσο όσο σ’ αυτόν. Μα ο πατέρας δεν θα τους αφήσει στη μοίρα τους και τώρα το ξέρει κι αυτός. Ο Μπούσερ, βλέπεις, έχει και τα παιδιά και η γυναίκα του είναι κομμάτι φιλάσθενη κι όσα είχαν στην μπάντα έφυγαν τούτο το χρόνο. Μη θαρρείς πως θα τους αφήναμε να πεθάνουν της πείνας, μ’ όλο που ’μαστε και μείς στριμωγμένοι· α δε φροντίσει ο γείτονας το γείτονα, τότε ποιος;»
Η Μπέσσυ έμοιαζε σχεδόν να φοβάται μήπως η Μάργκαρετ νόμιζε ότι δεν ήθελαν και ώς ένα βαθμό δεν είχαν τη δυνατότητα να βοηθήσουν κάποιον που εμφανώς είχε αυτήν την αξίωση από εκείνους. «Κι ακόμα», συνέχισε, «ο πατέρας είναι σίγουρος ότι τα αφεντικά θα τα παρατήσουν αύριο-μεθαύριο, ότι δεν μπορούν να βαστάξουν παραπάνω. Παρ’ όλ’ αυτά σ’ ευχαριστώ, και για ελόγου μου και για τον Μπούσερ, γιατί με κάνεις να σε συμπαθώ όλο και περσότερο.»
Η Μπέσσυ φαινόταν πιο ήρεμη σήμερα, αλλά ανησυχητικά αδύναμη και εξαντλημένη. Όταν σταμάτησε να μιλά, φάνηκε να λιγοθυμά κατάκοπη και η Μάργκαρετ τρόμαξε.
«Δεν είν’ τίποτα» είπε η Μπέσσυ. «Δεν ήρθε η ώρα μου ακόμα. Πέρασα μια τρομαχτική νύχτα γιομάτη ονείρατα -ή κάτι σαν ονείρατα, γιατί ήμουν ξάγρυπνη- και σήμερα νοιώθω σαν παραζαλισμένη· μόνο εσύ, καημένη μου, κάπως με ζωντάνεψες. Όχι, δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου αλλά ζυγώνει. Έτσι. Σκέπασέ με και ίσως να κοιμηθώ, αν σταματήσει ο βήχας. Καληνύχτα – καλό απόγιομα, θα ’πρεπε να πω, αλλά το φως είναι τόσο θολό και σκοτεινό σήμερα.»


Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Κεφάλαιο 18ο - "Συμπάθειες και Αντιπάθειες"



Κεφάλαιο 18ο

Συμπάθειες και Αντιπάθειες

Με την επιστροφή της στο σπίτι, η Μάργκαρετ βρήκε δύο γράμματα πάνω στο τραπέζι: Το ένα ήταν ένα σημείωμα για την μητέρα της  - το άλλο, το οποίο είχε έρθει με το ταχυδρομείο, ήταν από την θεία Σώ- γεμάτο με ξενικά γραμματόσημα  -λεπτό, ασημόχρωμο και θροίζον.   Πήρε στα χέρια της το δεύτερο  και το περιεργαζόταν όταν μπήκε μέσα ξαφνικά ο πατέρας της-
«Η μητέρα σου λοιπόν, κουράστηκε και πλάγιασε νωρίς! Φοβούμαι ότι μια μέρα με τέτοιο θυελλώδη καιρό δεν ήταν η πλέον  κατάλληλη για να την δει ο γιατρός. Τι είπε ; Η Ντίξον μου είπε ότι  μίλησε μαζί σου.»
Η Μάργκαρετ  δίστασε. Το βλέμμα του πατέρα της έγινε πιο σοβαρό και ανήσυχο.
«Δεν θεωρεί πως είναι σοβαρά άρρωστη, έτσι ;»
«Όχι, προς το παρόν. Είπε πως χρειάζεται φροντίδα. Ήταν πολύ ευγενικός και είπε πως θα την επισκεφθεί ξανά να δει τι αποτέλεσμα είχαν τα φάρμακά του.»
«Μόνο φροντίδα; – δεν συνέστησε αλλαγή περιβάλλοντος; Δεν είπε ότι αυτή η γεμάτη καπνούς πόλη τής  κάνει κακό, έτσι Μάργκαρετ;»
«Όχι! Δεν είπε τίποτα.» απάντησε εκείνη σοβαρά. «Θαρρώ πως ήταν προβληματισμένος.»
«Οι γιατροί το συνηθίζουν να είναι προβληματισμένοι. Είναι ίδιον  του επαγγέλματος.»
Η Μάργκαρετ, κατάλαβε από την ταραγμένη συμπεριφορά του πατέρα  της ότι οι πρώτες νύξεις ενός πιθανού κινδύνου είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους στο μυαλό του, παρά τον ανάλαφρο τόνο με τον οποίο σχολίαζε ό,τι  του έλεγε.  Δεν μπορούσε να το λησμονήσει, δεν μπορούσε να αλλάξει θέμα συζήτησης  παρά επανερχόταν σ’αυτό  καθ’όλη τη διάρκεια της βραδυάς, με μια τέτοια απροθυμία να δεχτεί ακόμα και την παραμικρότερη  δυσάρεστη σκέψη, ώστε η Μάργκαρετ αισθάνθηκε απερίγραπτη θλίψη.
«Αυτό το γράμμα είναι από τη θεία Σώ, πατέρα. Πήγε στη Νάπολη, αλλά είχε υπερβολική ζέστη – έτσι βρήκε σπίτι στο Σορρέντο. Μα δεν νομίζω πως της αρέσει η Ιταλία.»
«Ο γιατρός δεν ανέφερε τίποτα για  τη διατροφή, έτσι ;»
«Είπε πως θα πρέπει να είναι  θρεπτική και εύπεπτη. Πιστεύω πως η μαμά έχει αρκετά καλή όρεξη.»
«Ναι! Και γι αυτό το λόγο είναι περίεργο που σκέφτηκε να θίξει το θέμα της διατροφής.»
«Εγώ τον ρώτησα, πατέρα.»
Παύση ξανά. Έπειτα η Μάργκαρετ συνέχισε :  «Η θεία Σω λέει πως μου έστειλε κάποια στολίδια από κοράλλι, πατέρα, αλλά» πρόσθεσε χαμογελώντας λιγάκι, « φοβάται πως οι Αντιδραστικοί  Κάτοικοι του  Μίλτον δεν θα τα εκτιμήσουν . Έχει πάρει τη θεωρία των Αντιδραστικών από τις αντιλήψεις  των Κουακέρων, δεν είναι έτσι ;»
« Αν αντιληφθείς  ή αν ακούσεις πως η μητέρα σου χρειάζεται κάτι, να μου το πεις το δίχως άλλο. Πολύ φοβούμαι πως δεν μου λέει πάντα αυτό που επιθυμεί. Σε παρακαλώ, δες γι αυτό το κορίτσι που ανάφερε η κα Θόρντον. Αν είχαμε μια καλή, δραστήρια υπηρέτρια, τότε η Ντίξον θα μπορούσε να είναι δίπλα στη μητέρα σου συνεχώς και  τότε σύντομα θα την είχαμε  πάλι γερή και δυνατή κοντά μας, αν το μόνο που χρειάζεται είναι η φροντίδα. Κουράστηκε πολύ τώρα τελευταία με όλη αυτή τη ζέστη και τη δυσκολία στο να βρούμε μια υπηρέτρια. Λίγη ξεκούραση θα τη βοηθήσει, ε, Μάργκαρετ;»
«Το ελπίζω» είπε η Μάργκαρετ, αλλά τόσο θλιμμένα που ο πατέρας  της το αντιλήφθηκε. Την τσίμπησε στο μάγουλο.
«Έλα τώρα – φαίνεσαι τόσο χλωμή που θα πρέπει να ξαναδώσω λίγο χρώμα στα μάγουλά σου. Πρόσεχε τον εαυτό σου παιδί μου, αλλιώς η επόμενη που θα χρειαστεί το γιατρό θα είσαι εσύ.»
Όμως δεν είχε νου για τίποτα εκείνο το βράδυ. Συνέχισε να  βηματίζει πάνω κάτω, ξανά και ξανά, περιμένοντας  να δει αν η γυναίκα του είχε κοιμηθεί.  Η Μάργκαρετ αισθανόταν την καρδιά της να πονά, βλέποντας την ανησυχία του, την προσπάθεια να αντιπαλέψει και να καταπνίξει  το φριχτό φόβο που παραμόνευε  στα πιο σκοτεινά μέρη της ψυχής του.
Επιτέλους, επέστρεψε κάπως ανακουφισμένος.
«Είναι ξύπνια τώρα, Μάργκαρετ. Χαμογέλασε όταν με είδε να στέκομαι πλάι της. Με εκείνο το παλιό της χαμόγελο. Και είπε πως αισθάνεται αναζωογονημένη και έτοιμη να πάρει το τσάι της. Που είναι το σημείωμα  που ήρθε για εκείνη;  Θέλει να το δει. Θα της το διαβάσω ενώ εσύ θα φτιάχνεις το τσάι.»
Το σημείωμα αποδείχτηκε πως ήταν μια επίσημη πρόσκληση σε δείπνο  από την κυρία Θόρντον για τον κύριο , την κυρία και τη δεσποινίδα Χέηλ για την Εικοστή Πρώτη τρέχοντος μηνός. Προς μεγάλη της έκπληξη, παρά όλες τις δυσάρεστες προοπτικές που είχε φέρει εκείνη η ημέρα, η Μάργκαρετ διαπίστωσε ότι θα γινόταν  αποδεχτή η πρόσκληση. Και  πραγματικά.  Η ιδέα του να πάνε στο δείπνο ο σύζυγος και η κόρη της είχε ξεσηκώσει την φαντασία της κυρίας Χέηλ προτού ακόμα η Μάργκαρετ μάθει τι περιείχε το σημείωμα. Ήταν ένα γεγονός που θα έφερνε ποικιλία στη μονότονη ζωή της ασθενούς, έτσι γαντζώθηκε στην ιδέα με ακόμα μεγαλύτερη επιμονή όταν η Μάργκαρετ έφερε αντιρρήσεις.
«Όχι, Μάργκαρετ. Αν το θέλει, είμαι σίγουρος ότι και οι δύο πρέπει να πάμε με προθυμία. Δεν θα το επιθυμούσε αν δεν αισθανόταν  καλύτερα, ίσως  ακόμα καλύτερα απ’ ότι πιστεύουμε εμείς ότι είναι, σωστά Μάργκαρετ;»  είπε ο κύριος Χέηλ ανήσυχος, καθώς  ετοιμαζόταν να γράψει ένα σημείωμα αποδοχής.
«Σωστά, Μάργκαρετ;» ρώτησε  με μια νευρική κίνηση των χεριών. Φαινόταν σκληρό να του αρνηθεί την παρηγοριά που επιθυμούσε τόσο πολύ. Επιπλέον,  αρνιόταν με τόσο πάθος να δεχτεί ότι φοβόταν, ώστε η Μάργκαρετ σχεδόν άρχισε να ελπίζει.
«Πραγματικά πιστεύω ότι βελτιώθηκε από  την περασμένη νύχτα.» είπε εκείνη. «Τα μάτια της είναι πιο λαμπερά και το πρόσωπό της δείχνει πιο ήρεμο.»
«Ο Θεός να σ’ έχει καλά.» είπε ο πατέρας της με θέρμη. « Είναι αλήθεια όμως;  Χθες είχε τόσο  υγρασία που όλοι νοιώθαμε άρρωστοι. Ήταν πολύ ατυχής ημέρα για να κάνει την επίσκεψή του ο γιατρός Ντόναλντσον.»
Και λέγοντας αυτά, έφυγε για τις καθημερινές του υποχρεώσεις, στις οποίες είχε προστεθεί η προετοιμασία κάποιων διαλέξεων που είχε υποσχεθεί να κάνει σε ανθρώπους της εργατικής τάξης σε μια Σχολή εκεί κοντά. Είχε επιλέξει ως θέμα την Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική, περισσότερο γιατί ήταν σε συμφωνία με τις δικές του προτιμήσεις  και γνώσεις παρά γιατί είχε σχέση με το είδος της Σχολής ή το τι επιθυμούσαν να μάθουν εκείνοι στους οποίους απευθυνόταν η διάλεξη.  Και για την  ίδια τη Σχολή, βυθισμένη καθώς ήταν στα χρέη, μικρή σημασία είχε το θέμα της διάλεξης, από τη στιγμή που είχε εξασφαλίσει δωρεάν έναν μορφωμένο και καταρτισμένο άνθρωπο όπως τον κύριο Χέηλ.
«Λοιπόν μητέρα» ρώτησε ο κος Θόρντον  εκείνο το βράδυ «ποιοι αποδέχτηκαν την πρόσκλησή σου για τις είκοσι μία του μήνα;»
«Φάννυ, πού  είναι τα σημειώματα;  Οι Σλίξονς αποδέχτηκαν, οι Κόλινγκμπρουκς αποδέχτηκαν, το ίδιο και οι Στήβενς, οι Μπράουν αρνήθηκαν. Οι Χέηλ – ο πατέρας και η κόρη θα έρθουν, η μητέρα είναι πολύ αδιάθετη – οι Μακφέρσονς θα έρθουν όπως και ο κύριος Χόρσφωλ και ο κύριος Γιάνγκ. Σκεφτόμουν να καλέσω τους Πόρτερς μια και δεν θα μπορέσουν να έρθουν οι Μπράουν.»
«Πολύ ωραία. Ξέρεις, φοβάμαι ότι  όντως  η κυρία Χέηλ δεν είναι καθόλου καλά, απ΄ότι λέει ο γιατρός Ντόναλντσον.»
«Είναι περίεργο εκ μέρους τους να αποδεχτούν μια πρόσκληση για δείπνο αν  εκείνη είναι βαριά άρρωστη.» είπε η Φάννυ.
«Δεν είπα   βαριά άρρωστη»  είπε ο αδελφός της  με ύφος μάλλον απότομο. «Είπα μονάχα ότι δεν είναι καθόλου καλά. Ίσως και οι  ίδιοι να μην το γνωρίζουν ακόμα.» Κι έπειτα, θυμήθηκε αίφνης  ότι εξ’ όσων του είχε πει ο γιατρός  Ντόναλντσον, η Μάργκαρετ, όπως και να είχε, θα πρέπει να γνώριζε την κατάσταση σε όλη της την έκταση.»
«Πολύ πιθανόν να έχουν αντιληφθεί σε μεγάλο βαθμό  αυτό που είπες χθες Τζων – πόσο σημαντικό πλεονέκτημα θα είναι γι αυτούς – για τον κύριο Χέηλ, εννοώ,  να γνωρίσει  ανθρώπους όπως οι Στήβενς και οι Κόλλινγκμπρουκς.»
«Είμαι βέβαιος πως δεν είναι αυτό το κίνητρό τους. Όχι! Νομίζω πως ξέρω τι συμβαίνει.»
«Τζών!» είπε η Φάννυ γελώντας,  όπως συνήθιζε, μ’ εκείνο το νευρικό, αδύναμο γελάκι. «Κάνεις πως ξέρεις τα πάντα γι αυτούς τους Χέηλ κι όμως ποτέ δεν μας λες κι εμάς για να μάθουμε. Είναι πράγματι τόσο διαφορετικοί από τους άλλους  ανθρώπους ;»
Δεν είχε πρόθεση να τον εξοργίσει αλλά ακόμα κι αν το ήθελε δεν θα μπορούσε να τα έχει καταφέρει καλύτερα.  Αποσύρθηκε χολωμένος στη σιωπή του  χωρίς να καταδεχτεί να της απαντήσει.
«Δεν μου φαίνονται άνθρωποι πέραν του συνηθισμένου.» είπε η κυρία Θόρντον. « Εκείνος φαίνεται αρκετά αξιόλογος άνθρωπος. Είναι όμως μάλλον πολύ απλοϊκός για  έμπορος – έτσι ίσως είναι καλύτερα που ασχολήθηκε με την ιεροσύνη πρώτα και τώρα με τη διδασκαλία. Εκείνη, είναι κάπως πιο αριστοκράτισσα – με τη φιλάσθενη κράση της. Κι όσο για το κορίτσι, είναι η μόνη που μου προκαλεί απορία όταν την φέρνω στη σκέψη μου – κάτι που δεν κάνω συχνά. Φαίνεται να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της  - και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Μπορώ  να εικάσω  ότι μερικές φορές θεωρεί ότι στέκεται  υπερβολικά παραπάνω  από τον περίγυρό της. Κι όμως δεν είναι πλούσιοι και εξ’ όσων ακούω δεν υπήρξαν ποτέ.»
«Και δεν είναι καταρτισμένη, μαμά. Δεν ξέρει να παίζει μουσική.»
« Συνέχισε, Φάννυ. Τι άλλο θα πρέπει να έχει για να ανταποκριθεί στα δικά σου μέτρα;»
«Όχι, Τζών»  είπε η μητέρα του « αυτό που είπε η Φάννυ δεν το είπε για κακό. Εγώ η ίδια άκουσα την δεσποινίδα Χέηλ να λέει  πως δεν ξέρει να παίζει μουσική. Αν μας άφηνες λίγο στην ησυχία μας, ίσως να μπορούσαμε να την συμπαθήσουμε και να δούμε τα προτερήματά της.»
«Εγώ πάντως δεν θα το κατάφερνα ποτέ!» μουρμούρισε η Φάννυ καλυμμένη πίσω από τη μητέρα της. Ο κύριος Θόρντον το άκουσε αλλά δεν  έλαβε τον κόπο  να απαντήσει. Βημάτιζε πάνω-κάτω στην τραπεζαρία, παρακαλώντας να φωνάξει  η μητέρα του  για να φέρουν κεριά  ώστε να μπορέσει να εργαστεί διαβάζοντας ή γράφοντας και έτσι να μπει ένα τέλος στη συζήτηση. Όμως δεν σκέφτηκε καθόλου να παρέμβει  σε κανέναν από τους  μικρούς οικιακούς  κανόνες που εφάρμοζε η κυρία Θόρντον,  συνηθισμένη καθώς ήταν να εφαρμόζει  την παλιά της σφιχτή  οικονομική διαχείριση.
«Μητέρα» είπε, σταματώντας και ξεστομίζοντας με θάρρος την αλήθεια « θα ήθελα να συμπαθούσες την δεσποινίδα Χέηλ.»
«Μα γιατί;» ρώτησε ξαφνιασμένη από τον  ειλικρινή αλλά και τρυφερό τόνο στη φωνή του. «Δεν φαντάζομαι να σκέφτεσαι να την παντρευτείς ;  Μια κοπέλα απένταρη;»
«Δεν θα με ήθελε ποτέ εκείνη.»  είπε  με ένα κοφτό γέλιο.
«Όχι, δεν θα σε ήθελε.» απάντησε η μητέρα του. «Μου γέλασε κατάμουτρα όταν την επαίνεσα επειδή   είπε κάτι που ο κύριος Μπελ ανέφερε  προς τιμήν σου. Μου άρεσε που η κοπέλα το έκανε  με τέτοια ειλικρίνεια, γιατί σιγουρεύτηκα ότι δεν είχε σχέδια στο μυαλό της για σένα και την αμέσως επόμενη στιγμή  με εξόργισε γιατί  φάνηκε να νομίζει πως – τέλος πάντων! Έχεις δίκιο ωστόσο να λες πως έχει πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της για να  σκεφτεί εσένα. Αυθάδικο παλιοκόριτσο!  Ήθελα να ’ξερα που θα βρεί καλύτερον !»
Αν τα λόγια αυτά πλήγωσαν το γυιό της, το μισοσκόταδο τον βοήθησε να μην προδώσει τα συναισθήματά του. Μετά από ένα λεπτό, πλησίασε  μάλλον πρόσχαρα την μητέρα του και βάζοντας το χέρι του ανάλαφρα στον ώμο της, είπε:
«Λοιπόν, μια και είμαι τόσο πεπεισμένος όσο κι εσύ, ότι αυτά  που είπες είναι αλήθεια , και μια και δεν σκέφτομαι ούτε προσδοκώ να της ζητήσω ποτέ να γίνει γυναίκα μου, πίστεψε με, στο μέλλον δεν με ενδιαφέρει να ξαναμιλήσω γι αυτήν.  Προβλέπω όμως ότι θα έχει προβλήματα  αυτή η κοπέλα – ίσως χρειαστεί  μητρική φροντίδα – και το μόνο που θέλω είναι να είσαι έτοιμη να γίνεις φίλη της αν το χρειαστεί. Και τώρα, Φάνυ, πιστεύω πως έχεις την ευαισθησία να κατανοήσεις πως είναι μεγάλο πλήγμα τόσο την δεσποινίδα Χέηλ όσο και για μένα – ίσως περισσότερο για εκείνη- να υποθέτεις ότι  έχω άλλον λόγο πέραν αυτού που αναφέρω  τώρα, για τον οποίο παρακαλώ θερμά εσένα και τη μητέρα να της δείξετε κάθε δυνατή φροντίδα.»
« Δεν μπορώ να της συγχωρέσω την υπερηφάνειά της,» είπε η μητέρα του « Θα γίνω φίλη της, αν παρουσιαστεί ανάγκη, επειδή μου το ζητάς, Τζών. Θα γινόμουνα φίλη ακόμα και με την Ιεζάβελ*  αν μου το ζητούσες. Όμως αυτό το κορίτσι που μας κυττά όλους αφ’υψηλού – που κυττά εσένα …»
«Όχι, μητέρα . Δεν  έχω θέσει ούτε σκοπεύω να θέσω τον εαυτό μου στο επίκεντρο της περιφρόνησής της.»
«Να σε περιφρονήσει, αλήθεια!» ( Ένα από τα εκφραστικά ξεφυσήματα της κυρίας Θόρντον)  « Μην συνεχίζεις να μιλάς για την δεσποινίδα Χέηλ, Τζων, αν θα πρέπει να είμαι ευγενική μαζί της. Όταν είμαι μαζί της, δεν ξέρω αν την αντιπαθώ περισσότερο, ή αν την συμπαθώ. Όμως όταν την φέρνω στη σκέψη μου, και όταν σε ακούω να μιλάς γι αυτήν, τη μισώ. Βλέπω το ίδιο καθαρά σαν να μου το έχεις πει ο ίδιος,  ότι σου έχει πάρει τα μυαλά .»
« Κι αν το έχει κάνει» είπε εκείνος - ύστερα σιώπησε για ένα λεπτό και ξανασυνέχισε: « Δεν είμαι κανένα μαθητούδι για να με δειλιάζει η αλαζονική ματιά μιας γυναίκας ή να με νοιάζει που παρεξηγεί εμένα και τη θέση μου. Είναι για γέλάει κανείς !»
« Και βέβαια! Το ίδιο  να γελάς και με αυτήν  έτσι που μεγαλοπιάνεται  και  με τα αριστοκρατικά της καμώματα!»
«Απορώ, μονάχα, γιατί τότε μιλάς τόσο πολύ γι αυτήν» είπε η Φάννυ. « Εγώ πάντως έχω σίγουρα βαρεθεί αυτό το θέμα.»
«Ωραία!» είπε ο αδελφός της με κάποια δόση πίκρας στη φωνή. « Ας βρούμε ένα άλλο θέμα, πιο τερπνό. Τι θα λέγατε για την απεργία, μια και ψάχνουμε κάτι ευχάριστο να πούμε;»
.........................................
« Μα οι Αμερικανοί,» είπε εκείνος «έχουν εισβάλλει με τα νήματά τους  στην αγορά σε τέτοιο βαθμό που εμείς δεν έχουμε άλλη λύση από το να παράγουμε  με χαμηλότερο κόστος. Αν δεν το πετύχουμε, τότε ίσως αναγκαστούμε να κλείσουμε τα πάντα και να καταλήξουμε στο δρόμο - αφεντικά κι εργάτες. Κι όμως αυτοί οι βλάκες γυρνούν πίσω στους μισθούς που έπαιρναν τρία χρόνια πριν – ούτε καν, κάποιοι από τους μπροστάρηδές τους  κάνουν λόγο ακόμα για τους μισθούς στου  Ντίκινσον – παρόλο που ξέρουν  κι αυτοί όπως κι εμείς ότι με το να αφαιρεί τα πρόστιμα από τους μισθούς τους, κάτι που κανένας έντιμος άνθρωπος δεν θα έκανε, και με άλλες μεθόδους που δεν καταδέχομαι να χρησιμοποιήσω, ο τελικός μισθός που δίνει ο Ντίκινσον φτάνει να είναι πολύ λιγότερος από αυτόν που δίνουμε εμείς. Στο λόγο μου, μητέρα, μακάρι να ίσχυε το προηγούμενο νομικό σύστημα.  Είναι άδικο να συνειδητοποιείς ότι αυτοί οι ανόητοι – βουτηγμένοι στην αμάθεια και στην ιδιοτροπία καθώς είναι-  απλά και μόνο επειδή κάθησαν και το συμφώνησαν με  τα χοντροκέφαλά τους,  μπορούν διαφεντέψουν τις περιουσίες  ανθρώπων οι οποίοι διαθέτουν  όλη τη φρόνηση  που  η γνώση και η εμπειρία, ακόμα και η επίπονη σκέψη και έγνοια, μπορούν να δώσουν. Λίγο ακόμα και θα θελήσουν – δεν αργεί πολύ αυτή η στιγμή-  να πάμε να σταθούμε ικετευτικά μπροστά τους και να προσπέσουμε ταπεινά στο γραμματέα του συνδικάτου των υφαντών  μήπως και ευαρεστηθούν  να μας προσφέρουν  τον κόπο τους σε όποια τιμή κρίνουν αυτοί συμφέρουσα. Σίγουρα αυτό επιθυμούν – αυτοί  που δεν έχουν την λογική να αντιληφθούν ότι αν δεν μπορέσουμε να πετύχουμε ένα δίκαιο μερίδιο στα κέρδη ώστε να αντισταθμίσουμε τις απώλειές μας εδώ στην Αγγλία, τότε μπορούμε να μεταφέρουμε τις επιχειρήσεις μας σε μια άλλη χώρα  ˙ και πως με τον εσωτερικό και τον ξένο ανταγωνισμό  κανένας μας δεν θα μπορέσει  να βγάλει παραπάνω από το λελογισμένο κέρδος και πάλι θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες αν το πετύχουμε κι αυτό σε βάθος χρόνου.»
«Δεν μπορείς να φέρεις εργάτες από την Ιρλανδία; Στη θέση σου δε θα κρατούσα αυτούς τους ανθρώπους ούτε μια μέρα. Να μάθουν ότι εσύ είσαι το αφεντικό και μπορείς να προσλάβεις όποιους εργάτες σου αρέσει.»

« Και βέβαια μπορώ! Και να είσαι σίγουρη πως θα το κάνω αν το συνεχίσουν επί μακρόν.  Θα έχει κόπο και έξοδα κι ίσως αποδειχθεί και επικίνδυνο, αλλά προτιμώ να πράξω έτσι από το να υποκύψω.»
................................................................................................................................

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Κεφάλαιο 17ο - "Τι σημαίνει απεργία ;"




Κεφάλαιο 17ο

«Τι σημαίνει απεργία;»
...................................................................................................

Ο Νίκολας Χίγκινς καθόταν δίπλα στο τζάκι και κάπνιζε, τη στιγμή που η Μάργκαρετ έμπαινε στο σπίτι. Η Μπέσσυ καθόταν από την άλλη μεριά στην κουνιστή πολυθρόνα. Ο Νίκολας έβγαλε την πίπα του, σηκώθηκε και έσπρωξε την καρέκλα προς την Μάργκαρετ· έπειτα ακούμπησε στο τζάκι και στάθηκε να παρακολουθεί, καθώς εκείνη ρωτούσε την Μπέσσυ για την υγεία της.
«Δεν είναι και στα μεγάλα της κέφια, μα σα να ’ναι καλύτερα στην υγειά της. Στη θυγατέρα μου δεν αρέσει τούτη δω η απεργία. Πιότερο της αρέσει να ’ν’ τα πράματα ήσυχα και καλά με κάθε τρόπο.»
«Αυτή ’ναι η τρίτη απεργία που βλέπω» είπε εκείνη αναστενάζοντας, σαν αυτό να ήταν επαρκής εξήγηση.
«Τρίτη και τυχερή, κατά πως λένε. Κοίτα και θα δεις πώς θα τους πάρει και θα τους σηκώσει τους αφεντάδες τούτη τη φορά. Να δεις πώς θα έρθουν παρακαλώντας μας να ξαναγυρίσουμε και με το μισθό που θέλουμε ’μεις. Πάει και τέλειωσε. Τις άλλες φορές την πατήσαμε, το παραδέχομαι, όμως τούτη δω τη φορά τα ’χουμε λογαριάσει όλα.»
«Για ποιο λόγο απεργείτε;» ρώτησε η Μάργκαρετ. «Απεργία σημαίνει να μην πηγαίνετε στην δουλειά έως ότου επιτύχετε τον μισθό που επιθυμείτε, έτσι δεν είναι; Μην απορείτε με την άγνοιά μου, στα μέρη μου δεν είχαμε απεργίες.»
«Μακάρι να ’μουν εκεί στα μέρη σας» είπε η Μπέσσυ δύσθυμα. «Μα δεν χρειάζεται να σκοτίζομαι για τις απεργίες. Αυτή είναι η τελευταία που θα δω. Πριν τελειώσει, θα ’χω πάει στην Ουράνια πόλη, τ’ Άγια Ιεροσόλυμα.»
«Η θυγατέρα μου όλο τον Παράδεισο έχει στο μυαλό της, δε σκοτίζεται για τούτη δω τη ζωή. Μα ’γω, κατά πως βλέπεις, πρέπει να κάνω ό,τι μπορώ εδώ πέρα. Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι. Για τούτο δε συμφωνάμε για την απεργία.»
«Όμως», έκανε η Μάργκαρετ, «αν στα μέρη μου οι άνθρωποι απεργούσαν -όπως το λέτε- καθώς οι περισσότεροι εργάζονται στα κτήματα, τότε δεν θα όργωναν, δεν θα μάζευαν το άχυρο και δεν θα θέριζαν το καλαμπόκι.»
«Και λοιπόν…» ρώτησε εκείνος. Είχε ξαναπάρει την πίπα του και έδωσε ερωτηματικό τόνο στα λόγια του.
«Μα, τι θα απογίνουν οι αγρότες;»
Ξεφύσηξε τον καπνό. «Μάλλον θα έπρεπε να παρατήσουν τα κτήματά τους ή να δώσουν δίκαιο μερτικό στους εργάτες.»
«Αν υποθέσουμε ότι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να το κάνουν. Δεν θα μπορούσαν να παρατήσουν τα κτήματά τους από τη μια στιγμή στην άλλη, όσο κι αν κάποιοι θα το ήθελαν. Δεν θα υπήρχε ούτε σανός ούτε καλαμπόκι για να πουλήσουν εκείνη τη χρονιά και πώς θα έβρισκαν τα χρήματα για να πληρώσουν τους εργάτες την άλλη χρονιά;»
Εκείνος συνέχιζε να καπνίζει. Στο τέλος είπε:
«Δεν κατέχω τις συνήθειές σας εκεί στο Νότο. Μου ’χουνε πει πως οι εργάτες εκεί είναι ένα μάτσο σκιαγμένα, σκλαβωμένα ανθρωπάκια, που ψοφάνε τόσο της πείνας που μήτε το παίρνουν είδηση πως τους εκμεταλλεύονται. Μα εδώ είναι αλλιώς. Το παίρνουμε χαμπάρι σαν μας εκμεταλλεύονται και έχουμε αρκετό τσαγανό για να μην το βαστάξουμε άλλο. Παρατάμε τα μηχανήματα και λέμε: Το λοιπόν, αφεντικά, μπορεί να ψωμολυσσάμε, αλλά δεν θα μας ξεφτιλίσετε. Και ανάθεμά σας, δεν θα το καταφέρετε αυτή τη φορά.»
«Ας ήταν μπορετό να ζούσα κάτω στα μέρη σας, στο Νότο» είπε η Μπέσσυ.
«Υπάρχουν κι εκεί δυσκολίες» είπε η Μάργκαρετ. «Παντού υπάρχει θλίψη, σε κάθε μέρος. Εκεί οι άνθρωποι δουλεύουν σκληρά και το φαγητό είναι λιγοστό, δεν φτάνει για να τους δώσει δύναμη.»
«Δουλεύουν όμως έξω, στα χωράφια» είπε η Μπέσσυ. «Μακριά από το ασταμάτητο βογγητό των μηχανών και τη ζέστη που σε λιώνει.»
«Κάποιες φορές δουλεύουν μες στη βροχή και το κρύο. Οι νέοι μπορούν να το αντέξουν, αλλά οι μεγαλύτεροι παθαίνουν ρευματισμούς, καμπουριάζουν και γερνάνε πριν την ώρα τους. Εντούτοις, θα πρέπει να συνεχίσουν να δουλεύουν όπως πριν, αλλιώς θα καταλήξουν στα πτωχοκομεία.»
«Θαρρούσα πως ήσουνα ευχαριστημένη με τις συνήθειές σας εκεί στο Νότο.»
«Πράγματι, είμαι» είπε η Μάργκαρετ με ελαφρύ χαμόγελο, καθώς ένοιωσε πως την έπιασαν απροετοίμαστη. «Αυτό που εννοώ Μπέσσυ, είναι ότι υπάρχει παντού στον κόσμο το καλό και το κακό. Και, καθώς έχεις νοιώσει το κακό εδώ, θα ήταν δίκαιο να σου πω και για τα άσχημα εκεί στα μέρη μας.»
«Το λοιπόν, λες πως δεν κάνουνε ποτέ απεργίες εκεί κάτω;» ρώτησε απότομα ο Νίκολας.
«Όχι!» είπε η Μάργκαρετ «Νομίζω πως είναι αρκετά μυαλωμένοι.»
«Κι εγώ θαρρώ» της απάντησε τινάζοντας τις στάχτες από το τσιμπούκι τόσο δυνατά που το έσπασε, «πως δεν είναι το μυαλό που τους περσσεύει, αλλά τα κότσια που τους λείπουν.»
«Αχ, πατέρα!» έκανε η Μπέσσυ. «Και σαν τι αποκάματε με τις απεργίες; Θυμάσαι στην πρώτη απεργία, τότε που πέθανε η μητέρα, δεν είχαμε σταλιά ψωμί να φάμε και ψοφάγαμε της πείνας – εσύ πιότερο απ’ όλους. Κι όμως, πολλοί ξαναγυρνούσανε στα εργοστάσια με τα ίδια λεφτά, κάθε βδομάδα και περσσότεροι, μέχρι που δεν είχε δουλειά για άλλους και κάποιοι γίνανε ζήτουλες από τότε και για όλη τους τη ζωή.»
«Έτσι» είπε εκείνος. «Σ’ εκείνη την απεργία δεν τα ’χαμε λογαριάσει σωστά. Είχανε βλέπεις το κουμάντο κάποιοι που ήταν στραβάδια ή ψοφίμια. Αυτή τη φορά θα είναι αλλιώτικα, στάσου και θα δεις.»
«Όμως, τόση ώρα δεν μου είπατε για ποιο λόγο απεργείτε» ξαναείπε η Μάργκαρετ.
«Το λοιπόν, είναι πέντε-έξι αφεντικά που τα συμφωνήσανε και δεν θα δίνουνε τα ίδια βδομαδιάτικα που δίνανε τα τελευταία χρόνια και βγάζανε το κέρδος τους και πλουτίζανε. Έρχονται, λοιπόν, και μας λένε ότι θα μας δίνουνε λιγότερα. Αλλά δεν θα τους περάσει. Θα τους αφήσουμε να πεινάσουν πρωτύτερα… και τότε θα δούμε ποιος θα πάει στη δούλεψή τους… Σφάξανε την κότα που ’βγαζε τα χρυσά αυγά… έτσι λέω εγώ…»
«Δηλαδή, σκοπεύετε να πεθάνετε για να τους εκδικηθείτε;»
«Όχι» είπε εκείνος «καθόλου. Μα προτιμάω να πεθάνω κρατώντας γερά το μετερίζι μου, παρά να υποχωρήσω. Αυτό ο λαός θαρρεί πως είν’ τιμή και περηφάνια για έναν στρατιώτη, γιατί όχι το λοιπόν και για ένα φτωχό υφαντή;»
«Μα» είπε η Μάργκαρετ «ο στρατιώτης πεθαίνει για την πατρίδα, για να υπερασπιστεί το λαό.»
Γέλασε βλοσυρά. «Κοπελιά μου» είπε «μικρή είσαι ακόμα κι άμαθη, μα πιστεύεις πως δεν μπορώ να ζήσω τρεις ανθρώπους -την Μπέσσυ, την Μαίρη κι ελόγου μου- με δεκάξι σελίνια τη βδομάδα; Θαρρείς πως κάνω αυτή την απεργία για την πάρτη μου; Για τους άλλους το κάνω, όπως και ο στρατιώτης που λες… μοναχά πως εκείνος πεθαίνει για κάποιονε που δεν έχει δει ούτε έχει ακούσει ποτέ στη ζωή του, ενώ εγώ παλεύω για τον Τζων Μπούτσερ, εδώ παραδίπλα, που ’χει τη γυναίκα του φθισικιά και οχτώ παιδιά να θρέψει – κανένα απ’ αυτά σε ηλικία να εργαστεί. Και δεν το κάνω μοναχά για ελόγου του, μόλο που είναι κομμάτι άχρηστος… Μοναχά δυο αργαλειούς μπορεί να σηκώσει στη βάρδιά του, αλλά το κάνω για το δίκιο. Γιατί πρέπει να μας δίνουν λιγότερα τώρα, απ’ ό,τι δυο χρόνια πρωτύτερα;»
«Μη ρωτάτε εμένα» είπε η Μάργκαρετ. «Έχω άγνοια. Ρωτήστε κάποιους από τα αφεντικά σας. Σίγουρα θα σας πουν τους λόγους. Δεν πρόκειται για κάποια αυθαίρετη απόφαση που πήραν άνευ λόγου.»
«Είσαι απλά μια ξένη και τίποτα παραπάνω» είπε εκείνος περιφρονητικά.
«Τόσα ξέρεις τόσα λες. Να ρωτήσουμε τα αφεντικά! Θα μας πουν να κοιτάξουμε τη δουλειά μας και να τους αφήσουμε να κουμαντάρουν τη δικιά τους. Η δουλειά μας, βλέπεις, είναι να παίρνουμε τα ψίχουλα που μας δίνουν και να λέμε κι ευχαριστώ, και η δικιά τους να μας αφανίζουν το βδομαδιάτικο μέχρι που να ψοφήσουμε απ’ την πείνα για να αβγατίζουν τα κέρδη τους.»
«Όμως», έκανε η Μάργκαρετ αποφασισμένη να μην κάνει πίσω, παρόλο που έβλεπε ότι τον εξόργιζε, «η κίνηση της αγοράς μπορεί να είναι τέτοια που να μην τους επιτρέπει να σας δώσουν τις ίδιες αμοιβές.»
«Η κίνηση της αγοράς! Άλλη μια απατεωνιά των αφεντάδων! Εγώ μιλάω για τα λεφτά που μας δίνουνε. Οι αφεντάδες ορίζουνε την κίνηση της αγοράς και την κουνάνε σα τον μπαμπούλα για να μας σκιάξουνε να είμαστε καλά παιδιά. Ε, το λοιπόν, σου λέω πως αυτοί κάνουν τη δουλειά τους με το να μας τυραννάνε για να αβγατίζουν το έχει τους, κι εμάς είναι δικό μας χρέος να σηκώσουμε το κεφάλι και να παλέψουμε – κι όχι μονάχα για την πάρτη μας, αλλά για όλο τον κόσμο εδώ, για το σωστό και το δίκιο. Χάρη σε μας φτιάνουν τις περιουσίες τους και για χάρη μας θα πρέπει να τις ξοδεύουν. Και τούτη τη φορά δεν είναι πως θέλουμε περσσότερο απ’ το κομπόδεμά τους. Είναι που δε μας δίνουν το δίκιο μερτικό μας και το ’χουμε πάρει απόφαση μαζί να μπούμε στη μάχη και να πέσουμε. Ούτε ένας μας δεν θα πάει για μεροκάματο με λιγότερα απ’ αυτά που λέει το Συνδικάτο. Το λοιπόν, εγώ λέω: “Εμπρός στην απεργία κι ας κάνουνε καλά κι ο Θόρντον κι ο Σλίκσον κι ο Χάμπερ και όλο το συνάφι τους!”»

«Ο Θόρντον!» είπε η Μάργκαρετ. «Ο κύριος Θόρντον της οδού Μάρλμποροου;»
«Αυτός. Ο Θόρντον της φάμπρικας του Μάρλμποροου όπως τονε λέμε.»
«Είναι ένας από τους εργοδότες με τους οποίους έχετε διαφορές, έτσι δεν είναι; Τι είδους εργοδότης είναι;»
«Έτυχε ποτέ σου να δεις ένα μπουλντόγκ; Ε, κάν’ το να σταθεί στα δυο του πόδια, βάλ’ του κουστουμιά και πανωφόρι, και έχεις μπροστά σου τον Τζων Θόρντον.»
«Όχι» έκανε η Μάργκαρετ γελώντας «αυτό δεν το δέχομαι. Ο κύριος Θόρντον δεν έχει καμιά εξαιρετική ομορφιά, αλλά δεν μοιάζει και με μπουλντόγκ με πλακουτσωτή μύτη και στόμα σουφρωμένο.»
«Α, όχι, όχι, στην κοψιά δε μοιάζει, αυτό το παραδέχομαι. Μα έτσι και του μπει κάτι στο κεφάλι, το κρατάει γερά σα μπουλντόγκ. Για να τ’ αφήσει θα πρέπει να τονε διώξεις με το δικράνι. Το λέει η καρδιά του, όμως, κι είν’ άξιος αντίπαλος. Όσο για τον Σλίκσον, κατά πως βλέπω, καμιά απ’ αυτές τις μέρες θα ξεγελάσει τους εργάτες του τάζοντάς τους δίκαιες πληρωμές και, μόλις τους βάλει στο χέρι, θα τους τη φέρει πισώπλατα. Θα τα καταφέρει να τους ξεγελάσει και αυτή τη φορά, το υπογράφω. Ξέρει και ξεγλιστράει σαν το χέλι. Είναι γαλίφης, πανούργος και ξεφυσά σα γάτος. Αυτός δεν σε πολεμάει στα ίσα, τίμια κι αντρίκεια σαν τον Θόρντον. Ο Θόρντον είναι σκληρός κι αλύγιστος σαν ταβανόπροκα. Πεισματάρικο σκυλί με τα όλα του – για δαύτο τονέ λέω μπουλντόγκ!»
«Καημένη μου, Μπέσσυ!» είπε η Μάργκαρετ στρέφοντας προς το μέρος της. «Σε στεναχωρούν όλα αυτά. Δεν σου αρέσουν οι διαμάχες και οι τσακωμοί όπως στον πατέρα σου, έτσι;»
«Όχι!» έκανε εκείνη δύσθυμα. «Τα έχω βαρεθεί όλα αυτά. Θα ’θελα τις τελευταίες μου μέρες ν’ ακούω άλλες κουβέντες γύρω μου, κι όχι φωνές και κρότους και κραυγές. Όλο για τη δουλειά και τις πληρωμές και τ’ αφεντικά και τους εργάτες!»
«Καψερό μου κορίτσι! Δε φτάσαν ακόμα τα τελευταία σου. Σα να ’σαι ήδη καλύτερα και θα σου κάμει καλό ν’ ανάψουν λιγουλάκι τα αίματα… Κι έπειτα, εγώ θα μένω πιότερο στο σπίτι και να δεις που θα καλυτερέψουν τα πράματα.»
«Ο καπνός από το τσιμπούκι σου δε μ’ αφήνει ν’ ανασάνω σταλιά!» είπε εκείνη με παράπονο.
«Ε, τότες δε θα ξανακαπνίσω μέσα στο σπίτι» της απάντησε τρυφερά. «Μα γιατί δε μου το ’χες πει πρωτύτερα, καψερό μου;»
Έμεινε σιωπηλή για λίγο κι ύστερα μίλησε τόσο σιγανά που μόνο η Μάργκαρετ την άκουσε:
«Λογαριάζω πως θα γυρέψει παρηγοριά στον καπνό ή στο πιοτό, προτού μπει στο σπίτι.»
Ο πατέρας της βγήκε έξω, προφανώς για να αποτελειώσει το κάπνισμα.
Η Μπέσσυ έκανε με έντονο ύφος: «Ε, το λοιπόν, χαζή δεν είμαι – έτσι δεσποινίς; Ορίστε, ξέρω ότι θα ’πρεπε να κρατήσω τον πατέρα στο σπίτι, μην πάει να μπλέξει με δαύτους που το ρίχνουνε στο πιοτό όταν γίνεται απεργία – και να, δε δάγκωνα τη γλώσσα μου που πήγα και είπα για τον καπνό του; Και τώρα ξέρω ότι θα βγαίνει, κάθε φορά που θέλει να καπνίσει, και κανένας δεν ξέρει αν θα ’χει καλά ξεμπερδέματα όλο αυτό. Κάλλιο ν’ άφηνα να με πνίξει ο καπνός.»
«Μα, πίνει ο πατέρας σου;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Όχι, δε λέω πως μεθάει» απάντησε εκείνη στο ίδιο ανήσυχο και ταραγμένο ύφος. «Όμως, και τι μ’ αυτό; Θα ’χεις νοιώσει και του λόγου σου, όπως κι άλλοι άνθρωποι, να περνάνε οι ώρες ίδιες κι απαράλλαχτες και να λαχταράς ν’ αλλάξει κάτι… Κάτι να γίνει. Ξέρω πως υπήρχαν μέρες που πήγαινα ν’ αγοράσω ψωμί από το φούρνο της παραπάνω γειτονιάς, μόνο και μόνο γιατί σιχαινόμουνα τη σκέψη ότι θα έβλεπα τα ίδια πράγματα και θα είχα τους ίδιους ήχους στ’ αυτιά μου και την ίδια γεύση στο στόμα μου και την ίδια σκέψη -άμποτε και σκεφτόμουνα σταλιά- ίδια κι απαράλλαχτα μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, για πάντα. Λαχτάραγα να ’μουν άντρας για να μπορώ να βγαίνω και να ξεσκάω, ακόμα κι ένας αλήτης του δρόμου, φτάνει να μπορούσα να φύγω και να πάω να βρω δουλειά σ’ ένα άλλο μέρος. Κι ο πατέρας -όπως κι όλοι οι άντρες- έχει από φυσικού του αυτό το μπούχτισμα από το να τυραννιέσαι και να κάνεις κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια, να δουλεύεις και να δουλεύεις, χωρίς να σταματάς διόλου. Και σάματις μπορούνε να κάνουν και τίποτ’ άλλο; Δεν θα τους κατηγορήσει κανείς αν πάνε στον καφενέ να πιούν και να τρέξει μια στάλα πιο γοργά το αίμα τους, να νοιώσουν πως είναι ζωντανοί, να δούνε πράματα που άλλοτε δεν μπορούνε να δουν – εικόνες μέσα απ’ το γυαλί και πανοράματα και τέτοια. Όμως ο πατέρας δεν ήτανε ποτέ του μπεκρής, αν και μια στο τόσο μπορεί και να μεθάει. Μονάχα να…» κι εδώ η φωνή της ράγισε κι έγινε παρακαλεστική «ξέρεις, σαν ξεκινήσουν οι απεργίες είναι πολύ εύκολο για έναν άντρα να λυγίσει, γιατί κινάνε όλοι τους με τόσες ελπίδες και μετά πούθε να βρούνε παρηγοριά; Θε να φουντώσει μέσα του ο θυμός, θα παλαβώσει απ’ το θυμό -όλοι τους έτσι κάνουνε- και μετά θε ν’ αποστάσουνε από το να θυμώνουν κι από το να ’χουνε κάνει πράματα πάνω στο θυμό τους που πιότερο θα ’θελαν να ξεχάσουν! Να ’σαι καλά για τη συμπόνια που θωρώ στο βλέμμα σου… μα δεν κατέχεις ακόμα το τι ’ν’ η απεργία.»
«Εντάξει, Μπέσσυ», είπε η Μάργκαρετ, «δεν θα πω ότι υπερβάλλεις γιατί δεν γνωρίζω αρκετά γι’ αυτό το θέμα· όμως, καθώς είσαι ασθενής, ίσως βλέπεις μόνο την μία πλευρά, ενώ υπάρχει και άλλη, πιο αισιόδοξη στην οποία μπορείς να προσβλέψεις.»
«Εύκολο είναι να το λες, μια και λόγου σου στα μέρη σου είδες μόνο χαρά και χλωρασιές, χωρίς να σε τυραγνάνε οι ανάγκες και οι έγνοιες. ούτε γνώρισες ανημποριά ποτέ σου.»
«Πρόσεχε πώς κρίνεις, Μπέσσυ» είπε η Μάργκαρετ αναψοκοκκινίζοντας και τα μάτια της σπίθισαν. «Θα επιστρέψω στο σπίτι, στην μητέρα μου που είναι άρρωστη, τόσο άρρωστη, Μπέσσυ, που μόνο ο θάνατος μπορεί να την λυτρώσει από το μαρτύριό της. Κι όμως, εγώ πρέπει να δείχνω χαρούμενη στον πατέρα μου που δεν γνωρίζει τίποτα για την κατάσταση της υγείας της και στον οποίο πρέπει αυτή η γνώση να έρθει σταδιακά. Το μοναδικό πρόσωπο -ο μόνος που μπορεί να με συμπονέσει και να με βοηθήσει, αυτός που η παρουσία του θα ανακούφιζε τη μητέρα μου περισσότερο από οτιδήποτε άλλο πάνω στη γη- βρίσκεται άδικα κατηγορούμενος και κινδυνεύει με την ποινή του θανάτου, αν έρθει να δει την ετοιμοθάνατη μητέρα του. Αυτό το λέω σε σένα – μόνο σε σένα, Μπέσσυ. Δεν πρέπει να το πεις πουθενά. Κανείς άλλος δεν το ξέρει στο Μίλτον… καλά-καλά ούτε και στην Αγγλία ολόκληρη. Είμαι ξέγνοιαστη εγώ; Μήπως επειδή ντύνομαι καλά και δεν μου λείπει το φαγητό, μου λείπουν και οι έγνοιες; Ω, Μπέσσυ, ο Θεός είναι δίκαιος και έχει ορίσει σωστά της μοίρας μας το μερτικό, και κανείς άλλος απ’ Αυτόν δεν γνωρίζει τις πίκρες της ψυχής μας.»
«Σου ζητάω να με συχωρέσεις» απάντησε ταπεινά η Μπέσσυ. «Καμιά φορά, σα συλλογιέμαι τη ζωή μου και πόσο λίγο χάρηκα, θαρρώ πως είμαι απ’ αυτούς που γραφτό τους είναι να πεθάνουν σαν πέσει απ’ τον ουρανό ένα αστέρι. «Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀστέρος λέγεται ὁ Ἄψινθος. Καὶ ἐγένετο τὸ τρίτον τῶν ὑδάτων εἰς ἄψινθον, καὶ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀπέθανον ἐκ τῶν ὑδάτων, ὅτι ἐπικράνθησαν.» Μπορεί κανείς ν’ αντέξει πιότερο τον πόνο και τη θλίψη, αν ξέρει πως έτσι είναι γραμμένο από παλιά: έτσι, θαρρώ πως χρειάζεται ο πόνος μου, για να βγουν αληθινές οι προφητείες – αλλιώς όλα θα έχουν γίνει στο βρόντο.»
«Όχι, Μπέσσυ – σκέψου!» είπε η Μάργκαρετ. «Ο Θεός δεν στέλνει σκόπιμα τις θλίψεις. Μην στέκεσαι στις προφητείες, αλλά διάβασε τα πιο ξεκάθαρα κομμάτια της Βίβλου.»
«Θαρρώ πως θα ’τανε πιο φρόνιμο, αλλά πού αλλού θε να ’βρισκα τόσο όμορφες υποσχέσεις, ν’ ακούω να λένε για έναν κόσμο τόσο αλλιώτικο από τούτον εδώ τον φριχτό, παρά στην Αποκάλυψη; Πολλές φορές κάθομαι και λέω μοναχή μου τα εδάφια απ’ το έβδομο κεφάλαιο, μόνο και μόνο για να τ’ ακούω. Είναι σαν μουσική απ’ το όργανο της εκκλησιάς και τόσο διαφορετικά από τη ζωή που κάνω κάθε μέρα. Όχι, δεν μπορώ να παρατήσω την Αποκάλυψη. Μου δίνει παρηγοριά όσο τίποτ’ άλλο στη Βίβλο.»
«Θέλεις να έρθω και να σου διαβάσω τα αγαπημένα μου κεφάλαια;»
«Αμέ!» έκανε εκείνη με λαχτάρα. «Να ’ρθείς. Μπορεί να σ’ ακούσει κι ο πατέρας. Τονε ζαλίζω λέει εγώ μ’ όλα αυτά και πως δεν έχουν να κάνουν με τα πράγματα τα τωρινά και πως ελόγου του θα πρέπει να νοιαστεί για το σήμερα.»

...............................................................................................................................