Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Κεφάλαιο 19ο "Επισκέψεις ενός αγγέλου"



Αν τα τελευταία κεφάλαια τα βρήκατε ασυνήθιστα ορθογραφημένα και σε πιο στρωτά ελληνικά είναι γιατί ανέλαβε να συμμαζέψει τα ασυμάζευτα η Χριστίνα Γαλανάκη, φιλόλογος, την οποία και ευχαριστώ θερμά ! Μαζί με την Χρύσα που με βοηθάει στην εικονογράφηση είναι φοβερή ομάδα !

Meanwhile...
Άσχημο το κλίμα στο Μίλτον. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις έχουν ήδη ξεκινήσει. Οι εργοδότες ανησυχούν αλλά κρατάνε στάση αναμονής  και οι συνδικαλιστές δεν βλέπουν παρά  μόνο την ευόδωση των αιτημάτων τους. Στο μεταξύ σε αρκετές εργατικές οικογένειες λιμοκτονούν.
Και εν μέσω όλων αυτών η περηφάνεια  και η προκατάληψη της Μάργκαρετ σε σχέση με τον κύριο Θόρντον δεν έχει τέλος !



Κεφάλαιο 19 «ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ»

Η κυρία Χέηλ παραδόξως έμοιαζε να ενδιαφέρεται και να διασκεδάζει με την προοπτική του επίσημου δείπνου της οικογένειας Θόρντον. Αναρωτιόταν συνεχώς για τις λεπτομέρειες, με εκείνη την αφέλεια των μικρών παιδιών που επιθυμούν να μάθουν εκ των προτέρων τα πάντα για κάτι ευχάριστο που περιμένουν. Ωστόσο, η μονότονη ζωή των ανθρώπων που ζουν καθηλωμένοι σε ένα κρεβάτι τούς κάνει να μοιάζουν πολλές φορές με τα παιδιά, επειδή κι αυτοί αντιλαμβάνονται τα γεγονότα δυσανάλογα, πιστεύοντας ότι οι τοίχοι και τα παραβάν που τους αποκλείουν από τον έξω κόσμο είναι κατ’ ανάγκη μεγαλύτερα απ’ όσα λαμβάνουν χώρα εκεί έξω. Επιπλέον, η κυρία Χέηλ ως κοπέλα είχε την φιλαρέσκειά της, την οποία ίσως αναγκάστηκε να αποποιηθεί σε μεγάλο βαθμό ως σύζυγος κληρικού -την είχε καταπνίξει και υποτάξει, αλλά δεν την είχε εξαφανίσει εντελώς- επομένως της άρεσε η σκέψη να δει την Μάργκαρετ ντυμένη για μια δεξίωση και συζητούσαν για το τι θα φορέσει με ασίγαστη αδημονία, η οποία διασκέδαζε την Μάργκαρετ, που σ’ εκείνο τον ένα χρόνο που παρουσιάστηκε στην καλή κοινωνία στη Χάρλεϋ Στρητ είχε εξοικειωθεί πολύ περισσότερο απ’ όσο η μητέρα της στα εικοσιπέντε χρόνια στο Χέλστοουν.
..................................................................................................................................
«Α, μπα;! Σε καλέσανε στου Θόρντον που έχει τη φάμπρικα του Μάρλμποροου;»
«Ναι, Μπέσσυ. Γιατί εκπλήσσεσαι τόσο πολύ;»
«Τίποτα, έτσι. Μα να ξέρεις πως ελόγου τους τα ’χουνε καλά με τους πρώτους εδώ στο Μίλτον.»
«Και εμείς νομίζεις ότι δεν ανήκουμε σ’ αυτούς, έτσι Μπέσσυ;»
Η Μπέσσυ αναψοκοκκίνισε λιγάκι καταλαβαίνοντας ότι προδόθηκε η σκέψη της τόσο εύκολα.
«Βλέπεις» της είπε «εδώ το χρήμα το λογαριάζουνε πάνω απ’ όλα – και δεν φαίνεστε να είστε από τους πλούσιους.»
«Όχι» είπε η Μάργκαρετ «αυτό είναι αλήθεια. Αλλά είμαστε άνθρωποι μορφωμένοι και έχουμε ζήσει ανάμεσα σε καλλιεργημένους ανθρώπους. Δεν είναι υπέροχο να μας καλεί σε δείπνο ένας άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από τον πατέρα μου, μια και έρχεται σε αυτόν ως μαθητής για να διδαχθεί; Δεν κατακρίνω τον κύριο Θόρντον. Λίγοι εμποροϋπάλληλοι -όπως υπήρξε κι αυτός παλαιότερα- θα μπορούσαν να ανέλθουν στην θέση που κατέχει τώρα.»
«Ναι, αλλά θα μπορέσετε να του ανταποδώσετε το δείπνο στο μικρό σας σπιτικό; Εκεινού το σπίτι είναι τρεις φορές μεγαλύτερο.»
«Νομίζω πως μάλλον θα μπορέσουμε να ανταποδώσουμε -όπως το λες- το δείπνο στον κύριο Θόρντον. Ίσως όχι σε τόσο μεγάλο δωμάτιο, ούτε με τόσους πολλούς καλεσμένους. Όμως δεν νομίζω ότι το βλέπουμε έτσι.»
«Δε φαντάστηκα ποτέ ότι θα μπορούσατε να τρώτε με τους Θόρντον» ξαναείπε η Μπέσσυ. «Τι στο καλό, εδώ τρώει μαζί τους ο ίδιος ο δήμαρχος και οι βουλευτές και όλοι.»
«Νομίζω ότι μπορώ να τα καταφέρω να δεχτώ την τιμή να συναντήσω τον δήμαρχο του Μίλτον.»
«Κι έπειτα οι κυράδες εκεί ντύνουνται τόσο καλά!» έκανε η Μπέσσυ ρίχνοντας μια ανήσυχη ματιά στο εμπριμέ φόρεμα της Μάργκαρετ, που το εξασκημένο μιλτονέζικο μάτι της κοστολόγησε για μόλις επτά πέννες τη γιάρδα.
Στο πρόσωπο της Μάργκαρετ φάνηκαν δυο χαριτωμένα λακκάκια, καθώς ξέσπασε σε εύθυμο γέλιο.
«Μπέσσυ, σ’ ευχαριστώ που ανησυχείς τόσο ευγενικά για το πώς θα δείχνω ανάμεσα σε εκείνη την κομψή σύναξη. Έχω όμως πολλά καλά φορέματα, τόσο πολυτελή που μόλις μια εβδομάδα πριν θα πίστευα ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να τα ξαναφορέσω. Όμως, μια και θα δειπνήσω στου κυρίου Θόρντον και ίσως συναντήσω και τον δήμαρχο, να είσαι σίγουρη ότι θα φορέσω το πιο κομψό μου φόρεμα.»
«Τι θα φορέσεις;» ρώτησε η Μπέσσυ εμφανώς ανακουφισμένη.
«Λευκό μεταξωτό» είπε η Μάργκαρετ. «Ένα φόρεμα που είχα φτιάξει για τον γάμο της εξαδέλφης μου, πριν από ένα χρόνο.»
«Θα είναι ό,τι πρέπει» είπε η Μπέσσυ γέρνοντας πίσω στην καρέκλα της. «Δεν θα μου άρεσε να σε κοιτάνε περιφρονητικά.»
«Α, θα είμαι αρκετά κομψή και δεν θα μπορέσει να με κοιτάξει αφ’ υψηλού κανένας εδώ στο Μίλτον.»
«Θα το ’θελα να μπορούσα να σ’ έβλεπα ντυμένη με τα καλά σου» είπε η Μπέσσυ. «Δεν είσαι αυτό που άλλοι λένε καλλονή – δεν έχεις τα ροδοκόκκινα χρώματα της μόδας. Ξέρεις, όμως, σε είχα δει στον ύπνο μου πολύ πριν σε γνωρίσω.»
«Ανοησίες, Μπέσσυ!»
«Μα την αλήθεια, σε είδα! Αυτό το πρόσωπό σου, έτσι να, να με θωρείς επίμονα μέσα από τα σκοτάδια και τα μαλλιά σου να ανεμίζουν προς τα πίσω σα τις αχτίνες του ήλιου γύρω απ’ το μέτωπό σου που ’μοιαζε έτσι απαλό σαν και τώρα δα. Και πάντα ερχόσουνα και μου ’δινες κουράγιο με ’κείνα τα μάτια σου που με παρηγοράγανε και φόραγες, λέει, μια λαμπερή φορεσιά – να σαν κι αυτήνα που θα βάλεις. Βλέπεις λοιπόν – εσύ ήσουνα!»
«Όχι, Μπέσσυ», είπε η Μάργκαρετ μαλακά, «όνειρο ήταν.»
«Και γιατί τάχατες να μην έβλεπα άλλα ονείρατα μέσα στη στεναχώρια μου; Σάματις λίγα έχει μέσα η Βίβλος; Κι από οράματα άλλο τίποτα! Μέχρι κι ο πατέρας μου τα πιστεύει τα ονείρατα. Σε είδα ολοκάθαρα να έρχεσαι με βιάση προς τη μεριά μου και τα μαλλιά σου να ανεμίζουν προς τα πίσω, έτσι όπως προχωρούσες γρήγορα, σαν να τα βλέπω τώρα δα, έτσι που κάνουν προς το πλάι, και είχες εκείνο το άσπρο λαμπερό φόρεμα που σκέφτεσαι να βάλεις. Άσε με να έρθω να σε δω να το φοράς. Θέλω να σε δω και να σε αγγίξω σαν να μπορούσα, λέει, να το κάνω και στ’ όνειρό μου.»
«Καλή μου, Μπέσσυ, απλά και μόνο το φαντάστηκες.»
«Για το φαντάστηκα, για όχι, ήρθες – και το ’ξερα πως θα ’ρχόσουν όταν σε είδα στον ύπνο μου· κι όταν είσαι δίπλα μου, σαν να ’ν’ ο νους μου πιο ελαφρύς και παρηγοριέμαι, όπως είναι παρηγοριά η φωτιά σαν έξω ρίχνει χιόνι. Είπες πως θα ’ναι στις εικοσιμία, παρακαλώ το Θεό να έρθω να σε δω.»
«Ω, Μπέσσυ! Το θέλω να έρθεις, και με το παραπάνω μάλιστα. Όμως μη μιλάς έτσι γιατί με θλίβεις. Πραγματικά με στενοχωρείς.»
«Ε, τότε θα τα κρατάω μέσα μου, ειδαλλιώς θα δαγκάνω τη γλώσσα μου. Να το ξέρεις όμως πως ό,τι είπα είναι αλήθεια.»
Η Μάργκαρετ έμεινε σιωπηλή για λίγο. Στο τέλος είπε:
«Ας μιλήσουμε γι’ αυτό κάποια φορά, αν νομίζεις ότι είναι αλήθεια. Όμως όχι τώρα.
Πες μου, ο πατέρας σου κατέβηκε σε απεργία;»
«Ναι!» είπε η Μπέσσυ βαριά, μ’ ένα τόνο ολότελα διαφορετικό στη φωνή της απ’ ό,τι προηγουμένως. «Αυτός κι άλλοι μαζί του -όλοι οι εργάτες του Χάμπερ- κι άλλοι πολλοί ακόμα. Και οι γυναίκες αυτή τη φορά περνάνε το ίδιο δύσκολα όπως οι άντρες. Το φαΐ είν’ ακριβό κι έχουν να ταΐσουνε τόσα στόματα. Έτσι και τους έστελνε φαί ο Θόρντον -να ξόδευε τα ίδια λεφτά που θα ’δινε για να πάρει πατάτες και λίγο φαί- πολλά μωρά δε θα ’κλαιγαν από την πείνα και οι δόλιες οι μανάδες τους θα ησυχάζανε μια στάλα.»
«Μη μιλάς έτσι» είπε η Μάργκαρετ. «Θα με κάνεις να νιώσω άσχημα που πάω σ’ αυτό το δείπνο.»
«Όχι» είπε η Μπέσσυ. «Για κάποιους είναι γραφτό να ’χουνε τις γιορτές τους και τα λουσάτα ρούχα τους, και ίσως είσαι κι εσύ απ’ αυτούς. Κι άλλοι βασανίζονται ολάκερη τη ζωή τους και δεν τους λυπούνται ούτε καν όσο λυπόντουσαν τα σκυλιά στην παραβολή του Λαζάρου. Άμα όμως μου ζητήσεις να βρέξω τη γλώσσα σου με την άκρη του δάχτυλού μου, τότε θα τρέξω από την άλλη άκρη του κόλπου του Αβραάμ, για το καλό που μού ’κανες εδώ στη γη.»
«Μπέσσυ, ψήνεσαι στον πυρετό! Το καταλαβαίνω πιάνοντας το χέρι σου, αλλά και με αυτά που λες. Την Ημέρα της Κρίσεως δεν θα έχει σημασία αν κάποιοι ήμασταν ζητιάνοι και κάποιοι πλούσιοι – δεν θα κριθούμε με αυτό το τυχαίο γεγονός, αλλά από το αν ακολουθούμε πιστά το θέλημα του Χριστού.»
Η Μάργκαρετ σηκώθηκε, βρήκε λίγο νερό και βρέχοντας το μαντήλι της το άπλωσε δροσερό στο μέτωπο της Μπέσσυ· έπειτα άρχισε να της τρίβει τα παγωμένα πόδια για να τα ζεστάνει. Η Μπέσσυ έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε να ησυχάσει. Κάποια στιγμή είπε:
«Θα παραλόγαες κι ελόγου σου, όπως κι εγώ, αν σού ’ρχονταν κόσμος και κοσμάκης και όλοι να γυρεύουν τον πατέρα και ύστερα να κάθονται να σου λένε τον πόνο τους. Άλλοι μιλάνε με τέτοιο μίσος που μου παγώνει το αίμα μ’ αυτά τα τρομερά που λένε για τους αφεντάδες – όμως περσότερες είναι οι γυναίκες που κλαίνε, ολοένα κλαίνε και κυλάνε τα δάκρυα στα μάτια τους και ξαστοχάνε ακόμα και να τα σκουπίσουν, και λεν για το κρέας που είναι πανάκριβο και για τα παιδιά που ξαγρυπνάνε τα βράδια απ’ την πείνα.
«Και νομίζουν πως η απεργία θα τα διορθώσει όλα;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Έτσι λένε» απάντησε η Μπέσσυ. «Λένε πως οι δουλειές πηγαίνανε καλά για καιρό τώρα και πως οι αφεντάδες έχουνε σοδιάσει πλούτη αμέτρητα -πόσα ακριβώς δεν ξέρει ο πατέρας μου, αλλά ξέρει το Συνδικάτο- και πως είναι σωστό να θέλουν τώρα το μερτικό τους από τα κέρδη, τώρα που το φαΐ ακρίβυνε, και το Συνδικάτο λέει πως δεν θα γυρίσουν στη δουλειά τους, αν δεν κάμουνε τους αφεντάδες να τους δώσουνε το μερτικό τους. Μα φοβάμαι πως οι αφεντάδες πήρανε με κάποιο τρόπο τ’ απάνω χέρι και φοβάμαι ότι έτσι θα πάει το πράμα και στη συνέχεια κι ακόμα πιότερο. Μοιάζει σα να ’ναι η μεγάλη μάχη του Αρμαγεδδώνα, έτσι που συνέχεια αγριεύονται και πολεμούν ο ένας τον άλλονε, οσότου καταλήξουν παλεύοντας στο λάκκο της κόλασης.»
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Νίκολας Χίγκινς. Είχε ακούσει τα τελευταία λόγια της κόρης του.
«Έτσι, ναι! Και θα παλέψω κι εγώ, κι αυτή τη φορά θα τα καταφέρω. Δε θα πάρει πολύ να τους κάμουμε να παραδοθούν, γιατί έχουνε πάρει πολλές παραγγελίες, και μάλιστα τις έχουνε με συμφωνητικά· το λοιπόν θα δούνε σύντομα πως θα ’ναι προτιμότερο να μας δώσουνε το πέντε τοις εκατό παρά να χάσουνε το κέρδος που θα ’χουνε – για να μην πω και για τα πρόστιμα που θα πληρώσουνε έτσι και χάσουνε τις προθεσμίες στις παραγγελιές. Χα! Καλοί μου αφεντάδες! Ξέρω ποιος θε να βγει κερδισμένος!»
Η Μάργκαρετ από τη συμπεριφορά του κατάλαβε ότι ήταν πιωμένος – όχι τόσο από αυτά που έλεγε, όσο από τον ενθουσιώδη τρόπο που μιλούσε, και αυτή της η αρχική εντύπωση επιβεβαιώθηκε από το γεγονός ότι η Μπέσσυ φανερά πια αδημονούσε να την κάνει να επισπεύσει την αναχώρησή της. Την άκουσε να της λέει:
«Στις εικοσιμία. Την άλλη Πέμπτη. Ίσως έρθω να σε δω με το φόρεμά σου για να πας στους Θόρντον, θαρρώ. Τι ώρα είν’ το δείπνο;»
Πριν προλάβει να απαντήσει η Μάργκαρετ, ο Χίγκινς ξέσπασε:
«Στου Θόρντον! Θα πας να φας στου Θόρντον; Να παρακαλάει να ξετελειώσει τις παραγγελίες που έχει. Λογαριάζω πως μέχρι τις εικοσιμία θα έχει χάσει τα μυαλά του για το πώς θα τα βγάλει πέρα με δαύτες στην ώρα τους. Πες του πως εφτακόσιοι νοματαίοι θα ’ρθούνε στη φάμπρικα του Μάρλμποροου τη μέρα που θα δώσει το πέντε τοις εκατό και θα τον βοηθήσουνε να τελειώσει τις παραγγελίες στο άψε-σβήσε. Θα τους δεις όλους αυτούς εκεί στο δείπνο. Το αφεντικό μου, ο Χάμπερ, είναι παλιάς κοπής. Δεν είναι άνθρωπος που να μην τον σκυλοβρίσει – θαρρείς πως θα πεθάνει, έτσι και καμιά φορά μου μιλήσει ανθρωπινά. Μα είναι σκυλί που γαβγίζει χειρότερα απ’ ό,τι δαγκώνει – και το λέει ένας από τους απεργούς του, να του το πεις αυτό αν αγαπάς. Ε, ρε! Και θα δεις κι άλλους απ’ τους τρανούς εργοστασιάρχες μας στου Θόρντον! Θα θελα να ’ταν μπορετό να τους μιλήσω, όταν θα είναι χορτασμένοι και ήσυχοι μετά το δείπνο και δεν θα μπορούν να σηκωθούν να φύγουν σκιαγμένοι. Θα τους έλεγα αυτά που ’χω κατά νου. Θα τους έλεγα για τα μαρτύρια που μας κάνουνε!»
«Αντίο!» είπε βιαστικά η Μάργκαρετ. «Θα ήθελα πολύ να σε δω στις εικοσιμία, αν είσαι καλά.»
Τα φάρμακα και η θεραπεία που όρισε ο δόκτωρ Ντόναλντσον για την κυρία Χέηλ τής έκαναν τόσο καλό αρχικά, που όχι μόνο η ίδια αλλά και η Μάργκαρετ άρχισε να πιστεύει ότι η ανάρρωσή της θα ήταν πλήρης και οριστική. Όσο για τον κύριο Χέηλ, αν και ποτέ δεν αντιλήφθηκε σε βάθος τη σοβαρότητα της κατάστασης, επέχαιρε για τους φόβους τους με ολοφάνερη ανακούφιση, που έδειχνε πόσο τον είχε επηρεάσει αυτό το λίγο που είχε αντιληφθεί για την αρρώστια της. Μόνο την Ντίξον είχε η Μάργκαρετ να της γκρινιάζει συνέχεια. Παρ’ όλα αυτά, η Μάργκαρετ αψηφούσε τη μεμψιμοιρία και ήλπιζε.
Είχαν ανάγκη αυτήν την ακτίνα αισιοδοξίας μέσα στο σπίτι γιατί έξω απ’ αυτό, ακόμα και για τα άμαθα μάτια τους, υπήρχε ζοφερή και μελαγχολική δυσαρέσκεια. Ο κύριος Χέηλ είχε γνωστούς ανάμεσα στους εργάτες και τον κατέθλιβαν οι εκ βαθέων εξομολογήσεις τους για τα δεινά που υπέφεραν καιρό τώρα. Θα το θεωρούσαν ανάξιο να μιλήσουν για τα βάσανά τους σε κάποιον που -λόγω θέσης- θα μπορούσε να τα καταλάβει και χωρίς να το πουν. Όμως, να, υπήρχε αυτός εδώ ο άνθρωπος, που ερχόταν από μια μακρινή επαρχία και έμοιαζε να απορεί σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος μέσα στο οποίο βρέθηκε, επομένως ο καθένας τους προθυμοποιούνταν να τον χρήσει κριτή και να τον κάνει αυτήκοο μάρτυρα της δίκαιης αγανάκτησής του. Κατόπιν, ο κύριος Χέηλ μετέφερε όλο το φορτίο των παραπόνων και το εξέθετε στον κύριο Θόρντον, έτσι ώστε με την εμπειρία του ως εργοδότης να τα διευθετήσει και να του εξηγήσει τα αίτιά τους. Κάτι που εκείνος έκανε ανελλιπώς, βασισμένος σε στέρεες οικονομικές αρχές, καταδεικνύοντας ότι στην πορεία του εμπορίου πρέπει να υπάρχει πάντα άνοδος και πτώση της εμπορικής ευρωστίας, και ότι κατά τη διάρκεια της πτώσης ένας αριθμός εργοδοτών αλλά και εργαζομένων αναπόφευκτα θα γνώριζε την καταστροφή, και δεν θα επανερχόταν ποτέ ξανά στις τάξεις των ευτυχών και ευημερούντων πολιτών. Μιλούσε ως αυτό το επακόλουθο να ήταν τόσο φυσιολογικό, ώστε κανείς μήτε εργαζόμενος μήτε εργοδότης δεν δικαιούνταν να παραπονεθεί αν τύχαινε αυτό να είναι το πεπρωμένο του: του εργοδότη που πλέον δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του και πρέπει να τις εγκαταλείψει με κάποια πικρή αίσθηση ανικανότητας και αποτυχίας, τραυματισμένος στη μάχη, ποδοπατημένος από τους συναδέλφους του στην βιάση τους για πλουτισμό, ταπεινωμένος ο πριν τιμούμενος, να ικετεύει για δουλειά αυτός που πρωτύτερα την προσέφερε με χέρι ηγεμονικό. Φυσικά, μιλώντας έτσι για το πεπρωμένο που θα μπορούσε μέσα από τις αναταράξεις του εμπορίου να ήταν και το δικό του ως εργοδότη, ήταν απίθανο να τύχει περισσότερης συμπάθειας από εκείνης των εργατών, που απλά τους προσπερνούσαν στη γοργή αλλαγή της τύχης επί το χείρον ή το βέλτιστον· που πρόθυμα θα ξάπλωναν καταγής να ξεψυχήσουν ήσυχα, στο περιθώριο ενός κόσμου στον οποίο ήταν πλέον άχρηστοι, νοιώθοντας όμως ότι δεν μπορούσαν ούτε στον τάφο τους να ησυχάσουν, καθώς τους κυνηγούσαν οι κραυγές και τα κλάματα των προσφιλών τους που έμεναν πίσω ανήμποροι και αβοήθητοι· που ζήλευαν την ικανότητα που έχουν τα πετεινά του ουρανού να ταΐσουν τα μικρά τους με το αίμα της καρδιάς τους. Η καρδιά της Μάργκαρετ επαναστατούσε ολόκληρη εναντίον του, καθώς τον άκουγε να επιχειρηματολογεί με αυτόν τον τρόπο: ως να ήταν το εμπόριο το παν και ο ανθρωπισμός τίποτα. Μετά βίας μπόρεσε να τον ευχαριστήσει για το προσωπικό του ενδιαφέρον και την καλοσύνη που τον έκανε εκείνο το ίδιο βράδυ να προσφέρει -και μάλιστα είχε την ευαισθησία να το κάνει διακριτικά- κάθε υλικό αγαθό που θα μπορούσε η οικονομική του δυνατότητα και η προνοητικότητα της μητέρας του να έχουν ενδεχομένως στην οικία τους και που, όπως έμαθε από τον δόκτορα Ντόναλντσον, η κυρία Χέηλ ίσως χρειαζόταν. Η παρουσία του, μετά από τον τρόπο με τον οποίο μίλησε -το ότι επανέφερε ενώπιόν της το μοιραίο που μάταια προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι μπορούσε ίσως και να αποφύγει η μητέρα της- όλα συνωμοτούσαν ώστε η Μάργκαρετ μετά βίας να συγκρατεί την οργή της καθώς τον κοιτούσε και τον άκουγε. Με ποιο δικαίωμα ήταν αυτός ο μοναδικός άνθρωπος, εκτός από την Ντίξον και τον δόκτορα Ντόναλντσον, που είχε πρόσβαση στο τρομερό μυστικό που κρατούσε κλεισμένο στο σκοτεινότερο άδυτο της ψυχής της, χωρίς να τολμά να το κοιτάξει καταπρόσωπο, εκτός αν κάποια θεία δύναμη την ενδυνάμωνε, γνωρίζοντας πως σύντομα, κάποια μέρα, θα ζητούσε την μητέρα της και καμιά απάντηση δεν θα ερχόταν από το βουβό, ερεβώδες κενό; Κι όμως, εκείνος γνώριζε τα πάντα. Το έβλεπε στα μάτια του που ήταν γεμάτα οίκτο. Το άκουγε στην σοβαρή, τρεμάμενη φωνή του. Πώς συμβιβαζόταν αυτό το βλέμμα, αυτή η φωνή με τον σκληρό, ορθολογικό, στυγνό και άσπλαχνο τρόπο με τον οποίο παρέθετε οικονομικά αξιώματα και ανέλυε με ηρεμία όλα τους τα επακόλουθα; Αυτή η παραφωνία ηχούσε μέσα της άδηλη. Περισσότερο εξαιτίας των συσσωρευμένων δεινών που είχε ακούσει από την Μπέσσυ. Ήταν βέβαιο πως ο πατέρας, ο Νίκολας Χίγκινς, μιλούσε διαφορετικά. Είχε οριστεί μέλος της επιτροπής και έλεγε πως ήξερε μυστικά για τα οποία οι απέξω δεν είχαν ιδέα.
Το είχε εκφράσει ρητά και με περισσότερες λεπτομέρειες την παραμονή του δείπνου στην οικία Θόρντον, όταν η Μάργκαρετ, πηγαίνοντας να μιλήσει στην Μπέσσυ, τον βρήκε να φιλονικεί πάνω σ’ αυτό το θέμα με τον Μπούσερ, έναν γείτονα για τον οποίο είχε ακούσει συχνά να γίνεται λόγος είτε με συμπάθεια, μια και ήταν ένας ανειδίκευτος εργάτης και είχε μεγάλη οικογένεια να θρέψει, είτε γιατί ο Χίγκινς ως πιο δραστήριος και ενθουσιώδης εξοργιζόταν με την έλλειψη θάρρους και τόλμης του γείτονά του. Όταν η Μάργκαρετ μπήκε στο σπίτι, ήταν φανερό ότι ο Χίγκινς βρισκόταν σε μεγάλη ένταση. Ο Μπούσερ ήταν όρθιος και στηριζόταν με τα δυό του χέρια στο περβάζι του τζακιού ταλαντευόμενος ελαφρά, κοιτάζοντας τη φωτιά με τέτοια ξέφρενη απελπισία που εξόργιζε τον Χίγκινς μ’ όλο που τον άγγιζε ώς τα κατάβαθα της ψυχής του. Η Μπέσσυ λικνιζόταν στην κουνιστή πολυθρόνα με δύναμη, κάτι που όπως ήξερε πια η Μάργκαρετ έδειχνε πως ήταν πολύ ταραγμένη. Η αδελφή της προσπαθούσε να φορέσει ένα μπονέ με μεγάλους, άχαρους φιόγκους, ασορτί με τα μεγάλα, αδέξια δάχτυλά της, κι ετοιμαζόταν να πάει στη δουλειά της στο κοπτήριο, φλυαρώντας στο μεταξύ και επιθυμώντας ολοφάνερα να ξεφύγει από μια σκηνή που την στενοχωρούσε.
Η Μάργκαρετ μπήκε εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Κοντοστάθηκε στην πόρτα κι έπειτα, φέρνοντας το δάχτυλο στα χείλη, γλίστρησε προς ένα χαμηλό κάθισμα κοντά στην Μπέσσυ. Ο Νίκολας την είδε να μπαίνει και τη χαιρέτησε με ένα τραχύ αλλά όχι εχθρικό νεύμα.
Η Μαίρη έτρεξε να βγει από την ανοιχτή πόρτα ξεφωνίζοντας χαρούμενη, μόλις απομακρύνθηκε από τον πατέρα της. Μόνο ο Τζων Μπούσερ δεν αντελήφθη ποιος μπήκε και ποιος βγήκε από το σπίτι.
«Δε φελάει, Χίγκινς. Δεν της μένει πολλή ζωή κατά πώς πάει. Σβήνει, κι όχι τόσο γιατί δεν έχει να φάει ελόγου της, αλλά γιατί δεν αντέχει να βλέπει το σπλάχνο της να λιώνει απ’ την πείνα. Ναι, να λιώνει απ’ την πείνα! Πέντε σελίνια τη βδομάδα μπορεί να ’ναι καλά για ελόγου σου που ’χεις μονάχα δύο στόματα να θρέψεις, και μάλιστα η μια σου κόρη μπορεί να βγάλει και μόνη της μεροκάματο. Αλλά εμείς ψοφάμε από την πείνα. Και στο λέω καθαρά και ξάστερα, αν μου πεθάνει, και πολύ φοβάμαι ότι έτσι θα γίνει πριν μας δώσουνε το πέντε τοις εκατό, θα πάω και θα τους πετάξω τα χρήματα στα μούτρα και θα τους πω: “Την κατάρα μου να ’χετε εσείς και όλο το ‘μοβόρικο συνάφι σας γιατί μου στερήσατε την καλύτερη γυναίκα και την καλύτερη μάνα που είχε ποτέ άνδρας για τα παιδιά του”. Και να ξέρεις, ρε φίλε, θα σε μισήσω και σένα και όλη την παρέα σας εκεί στο Συνδικάτο. Θα σε μισώ και πέρα από το θάνατο, έτσι και μ’ έχεις ξεγελάσει σ’ αυτό που λέγαμε. Συ το ’πες μοναχός σου, Νίκολας, Τετάρτη, τη βδομάδα που μας πέρασε -και είναι τώρα Τρίτη, ήρθε κιόλας η άλλη βδομάδα- το ’πες… πως πριν περάσουν δυο βδομάδες θα ’ρθουν οι αφεντάδες να μας παρακαλάνε να ξαναπιάσουμε δουλειά με το μεροκάματο που θέλουμε ’μείς. Και περνάνε οι μέρες κι έχω το μικρούλη τον Τζακ στο κρεβατάκι του ξαπλωμένο και τόσο αδύναμο που ούτε να φωνάξει δεν μπορεί, κλαίει μ’ αναφιλητά, μονάχα μ’ αναφιλητά κάθε τόσο, γιατί τονε θερίζει η πείνα – ο μικρός μας ο Τζακ σου λέω, ρε φίλε! Που μια μέρα καλή δεν είδε από γεννησιμιού του και η γυναίκα μου τον αγαπάει πιότερο κι απ’ τη ζωή της την ίδια. Και στο λέω θε να τη χάσω έτσι και πεθάνει το μωρό μας, ο μικρούλης μας ο Τζακ, που με ξύπναγε κάθε πρωί ακουμπώντας τα χειλάκια του στα τραχιά μου τα μάγουλα, ψάχνοντας να βρει κάποιο κομμάτι απαλό να με φιλήσει, και τώρα να μου πεθαίνει από την πείνα!» Τη στιγμή εκείνη οι λυγμοί συντάραξαν το, φτωχό άνθρωπο και ο Νίκολας σήκωσε τα μάτια του που ήταν πνιγμένα στα δάκρυα και κοίταξε τη Μάργκαρετ, πριν βρει το κουράγιο να μιλήσει.
«Βάστα γερά, άνθρωπέ μου. Δεν θα πεθάνει το παιδί. Έχω εδώ κάτι ψιλά, θα πάμε τώρα να πάρουμε του πιτσιρικά λίγο γάλα και ένα γερό τετράκιλο αλεύρι. Ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου, δε θ’ αφήσω να στερηθείς. Μη λιποψυχάς μοναχά, φίλε!» συνέχισε καθώς ψαχούλευε μέσα σ’ ένα κουτί από τσάι να βρει μερικά κέρματα. «Στο λέω αληθινά και μέσα απ’ την καρδιά μου πως θα τα καταφέρουμε: να αντέξουμε καμιά βδομάδα ακόμα μοναχά και θα δεις τότε τους αφεντάδες να ’ρχονται και να μας παρακαλάνε να ξαναπάμε στο εργοστάσιο. Κι όσο για το Συνδικάτο, θα φροντίσω να ’χεις αρκετά και για τα παιδιά και για την κυρά σου. Το λοιπόν, μην λιποψυχάς και μην πας παρακαλώντας για δουλειά σ’ εκείνους τους τυράννους.»
Ο άνδρας στράφηκε ακούγοντας εκείνα τα λόγια, ένα πρόσωπο τόσο χλωμό και ισχνό, αυλακωμένο από τα δάκρυα και γεμάτο απελπισία, που η απόλυτη ηρεμία του έφερε δάκρυα στην Μάργκαρετ.
«Το ξέρεις καλά πως χειρότερος τύραννος κι απ’ τους αφέντες είν’ αυτός που λέει: “Άστε τους να ψοφήσουν της πείνας να μάθουν άλλη φορά να μην παρακούνε το Συνδικάτο”. Το ξέρεις καλά, Νίκολας, γιατί κι εσύ είσαι μαζί τους. Δε λέω, μπορεί να ’χετε καλή ψυχή καθένας μονάχος του, μα έτσι και βρεθείτε όλοι μαζί, τότε δεν έχετε πιότερη λύπηση από ένα λύκο ξετρελαμένο απ’ την πείνα.»
Ο Νίκολας σταμάτησε με το χέρι στο πόμολο της πόρτας και στράφηκε στον Μπούσερ που ακολουθούσε πιο πίσω:
«Μάρτυς μου ο Θεός, άνθρωπέ μου, α δε θαρρώ αληθινά πως ότι κάμω είναι το καλύτερο και για σένα και για όλους μας. Ειδεμή και σφάλλω, ενώ θαρρώ πως έχω δίκιο, τότε το κρίμα στο λαιμό τους που με αφήνουνε μες στην άγνοια. Έβαλα το κεφάλι μου κάτω και σκέφτηκα μέχρι που πόνεσε ο νους μου – πίστεψέ με, Τζων, το έκανα. Και στο λέω και πάλι δεν έχει άλλο δρόμο για μας από το να ’χουμε ’μπιστοσύνη στο Συνδικάτο. Θα κερδίσουμε στο τέλος, θα το δεις!»
Η Μάργκαρετ και η Μπέσσυ δεν είχαν πει ούτε λέξη. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και μετά βίας συγκράτησαν τον στεναγμό που έβγαινε από τα στήθη τους. Στο τέλος η Μπέσσυ είπε:
«Δεν το περίμενα ποτέ ν’ ακούσω τον πατέρα να ’πικαλιέται το Θεό. Όμως τον άκουσες κι ελόγου σου να λέει : “Μάρτυς μου ο Θεός!”»
«Ναι!» είπε η Μάργκαρετ. «Άσε με να σου φέρω όσα χρήματα μπορώ να εξοικονομήσω – άσε να φέρω λίγο φαγητό για τα παιδιά αυτού του δυστυχισμένου. Πες του ότι είναι από τον πατέρα σου. Μια μικρή βοήθεια θα είναι μόνο.»
Η Μπέσσυ έγειρε πίσω χωρίς να προσέχει τα λόγια της Μάργκαρετ. Δεν έκλαψε, μόνο η ανάσα της φάνηκε λίγο να τρέμει.
«Η καρδιά μου στέγνωσε απ’ τα δάκρυα» είπε. «Ο Μπούσερ όλες αυτές τις μέρες μου ’καμε λόγο για όσα φοβόταν και για τα βάσανά του. Είναι αδύναμο ανθρωπάκι, το ξέρω, αλλά μ’ όλ’ αυτά δεν παύει να’ ναι άντρας κι αυτός. Πολλές φορές θύμωσα και μ’ αυτόν και με την κυρά του γιατί δεν κατέχει κανένας τους πώς να κουμαντάρει το σπιτικό τους, μα δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είναι όλοι οι ανθρώποι γνωστικοί, κι όμως ο Θεός τους αφήνει και ζούνε και τους δίνει κι ένα ταίρι ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν, τόσο καλά όσο και στον βασιλιά Σολομώντα. Κι αν πέσει θλίψη πάνω στους αγαπημένους τους, τότε πληγώνονται ίσια κι όμοια όπως ο Σολομώντας. Δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Ίσως κάποιον σαν και τον Μπούσερ να πρέπει να τονε φροντίζει το Συνδικάτο. Μα θα ’θελα να πάρω κεινούς που είναι στο Συνδικάτο και να τους βάλω τον καθένα τους μπροστά στον Μπούσερ. Συλλογιέμαι πως, αν τον ακούγανε θε να του ’λεγανε -ο καθένας μονάχος του- να πάει να ξαναπιάσει δουλειά μ’ ό,τι μεροκάματο έβρισκε, ακόμα κι αν δεν ήταν όσα παραγγέλνανε αυτοί.»
Η Μάργκαρετ καθόταν τελείως σιωπηλή. Πώς μπορούσε να επιστρέψει πίσω στη βολή της και να ξεχάσει τη φωνή αυτού του ανθρώπου με εκείνο τον τόνο της άφατης αγωνίας να λέει για τα όσα υπέφερε περισσότερα απ’ όσα έλεγαν οι λέξεις; Έβγαλε το τσαντάκι της. Δεν είχε η ίδια πολλά χρήματα, αλλά όσα είχε τα έβαλε στα χέρια της Μπέσσυ χωρίς να πει λέξη.
«Φχαριστώ. Είναι κι άλλοι που δεν έχουνε περσότερα και δεν είναι τόσο χάλια. Τουλάχιστον δεν τους φαίνεται τόσο όσο σ’ αυτόν. Μα ο πατέρας δεν θα τους αφήσει στη μοίρα τους και τώρα το ξέρει κι αυτός. Ο Μπούσερ, βλέπεις, έχει και τα παιδιά και η γυναίκα του είναι κομμάτι φιλάσθενη κι όσα είχαν στην μπάντα έφυγαν τούτο το χρόνο. Μη θαρρείς πως θα τους αφήναμε να πεθάνουν της πείνας, μ’ όλο που ’μαστε και μείς στριμωγμένοι· α δε φροντίσει ο γείτονας το γείτονα, τότε ποιος;»
Η Μπέσσυ έμοιαζε σχεδόν να φοβάται μήπως η Μάργκαρετ νόμιζε ότι δεν ήθελαν και ώς ένα βαθμό δεν είχαν τη δυνατότητα να βοηθήσουν κάποιον που εμφανώς είχε αυτήν την αξίωση από εκείνους. «Κι ακόμα», συνέχισε, «ο πατέρας είναι σίγουρος ότι τα αφεντικά θα τα παρατήσουν αύριο-μεθαύριο, ότι δεν μπορούν να βαστάξουν παραπάνω. Παρ’ όλ’ αυτά σ’ ευχαριστώ, και για ελόγου μου και για τον Μπούσερ, γιατί με κάνεις να σε συμπαθώ όλο και περσότερο.»
Η Μπέσσυ φαινόταν πιο ήρεμη σήμερα, αλλά ανησυχητικά αδύναμη και εξαντλημένη. Όταν σταμάτησε να μιλά, φάνηκε να λιγοθυμά κατάκοπη και η Μάργκαρετ τρόμαξε.
«Δεν είν’ τίποτα» είπε η Μπέσσυ. «Δεν ήρθε η ώρα μου ακόμα. Πέρασα μια τρομαχτική νύχτα γιομάτη ονείρατα -ή κάτι σαν ονείρατα, γιατί ήμουν ξάγρυπνη- και σήμερα νοιώθω σαν παραζαλισμένη· μόνο εσύ, καημένη μου, κάπως με ζωντάνεψες. Όχι, δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου αλλά ζυγώνει. Έτσι. Σκέπασέ με και ίσως να κοιμηθώ, αν σταματήσει ο βήχας. Καληνύχτα – καλό απόγιομα, θα ’πρεπε να πω, αλλά το φως είναι τόσο θολό και σκοτεινό σήμερα.»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου