Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Κεφάλαιο 45ο: "Δεν ήταν όλα ένα όνειρο."



Το επόμενο και 45ο κεφάλαιο είναι ασυνήθιστα μικρό - μόλις 3 σελίδες χώρο πιάνει στο βιβλίο. Όμως το επόμενο, το υπ'αριθμόν 46, αναπληρώνει και με το παραπάνω...23 ολόκληρες σελίδες! Γι αυτό, απολαύστε επί του παρόντος τούτο εδώ και για το επόμενο ....υπομονή !



Κεφάλαιο 45ο   

  « δεν ηταν όλα ένα ονειρο»

Η ιδέα του Χέλστοουν είχε προκύψει εν εγρηγόρσει στο μυαλό του κυρίου Μπελλ κατά τη διάρκεια της συζήτησής του με τον κύριο Λέννοξ και όλο το βράδυ κατέλαβε εξ ολοκλήρου τα όνειρά του. Ήταν, λέει, ξανά διδάκτορας στο ίδιο κολλέγιο όπου τώρα έφερε τον τίτλο του Ακαδημαϊκού Συμβούλου. Ήταν ξανά σε διακοπές και έμενε μαζί με τον νιόπαντρο φίλο  του, τον υπερήφανο σύζυγο και ευτυχή ιερέα του Χέλστοουν. Φλυαρούσαν ατέρμονα για ημέρες και έμοιαζε ο χρόνος να κάνει απίστευτα άλματα ενώ εκείνοι συνέχιζαν απρόσκοπτοι. Χρόνος και χώρος δεν υφίσταντο ενώ όλα τα άλλα έμοιαζαν αληθινά. Το κάθε τι μετριόταν με το συναίσθημα και όχι με την αυθεντική του ύπαρξη, γιατί δεν είχε ύπαρξη. Όμως τα δέντρα ήταν υπέροχα στις φθινοπωρινές τους φυλλωσιές- τα ζεστά αρώματα των λουλουδιών και των βοτάνων γλύκαιναν τις αισθήσεις- η νεαρή σύζυγος περιφερόταν στο σπιτικό της  με εκείνα τα ανάμεικτα συναισθήματα ενόχλησης για την θέση της όσον αφορά την οικονομική κατάσταση, και υπερηφάνειας για τον όμορφο και αφοσιωμένο σύζυγό της, τα οποία ο κύριος Μπέλλ είχε παρατηρήσει στ’αλήθεια ένα τέταρτο του αιώνος προτύτερα.
Το όνειρο έμοιαζε τόσο αληθινό ώστε όταν ξύπνησε, το παρόν του φάνηκε σαν όνειρο. Πού βρισκόταν; Στο κλειστό, όμορφα επιπλωμένο δωμάτιο ενός Λονδρέζικου ξενοδοχείου. Πού βρίσκονταν εκείνοι που του μιλούσαν, τον τριγύριζαν και τον άγγιζαν μόλις πριν από ένα λεπτό; Νεκροί ! Ενταφιασμένοι ! Χαμένοι για πάντα, για όσο θα υπήρχε η γη. Ήταν πλέον γέρος κι ένοιωθε τις δυνάμεις του να χάνονται. Του ήταν ανυπόφορο να σκέφτεται την απόλυτη μοναξιά της ζωής του. Σηκώθηκε βιαστικά και προσπαθώντας να μην σκέφτεται όσα  πλέον δεν υπήρχαν, άρχισε να ετοιμάζεται βιαστικά για να προγευματίσει στην Χάρλευ Στρήτ.
Δεν μπορούσε να παρακολουθήσει σε όλες τις  λεπτομέρειες αυτά που έλεγε ο δικηγόρος, τα οποία όπως έβλεπε έκαναν τα μάτια της Μάργκαρετ να μεγαλώσουν  και τα χείλη της να χλωμιάσουν καθώς, όπως προχωρούσαν ένα προς ένα τα γεγονότα, καταδείκνυαν – ή έτσι φαινόταν- ότι και το παραμικρό ενδεικτικό στοιχείο που θα απήλασσε τον Φρέντερικ από τις κατηγορίες, χανόταν μέσα από τα χέρια τους και εξαφανιζόταν για πάντα. Ακόμα και ο καλοζυγισμένος και επαγγελματικός τόνος του κυρίου Λέννοξ έγινε ηπιότερος , πιο τρυφερός καθώς πλησίαζε στην εξάλειψη και της τελευταίας ελπίδας. Δεν ήταν ότι η Μάργκαρετ δεν είχε και πρωτύτερα επίγνωση του αποτελέσματος. Ήταν ότι  οι λεπτομέρειες  και οι διαδοχικές απογοητεύσεις έρχονταν με τέτοια ανελέητη  ακρίβεια να εξαφανίσουν κάθε ελπίδα, ώστε στο τέλος ξέσπασε – και δικαίως- σε δάκρυα. Ο κύριος Λέννοξ έπαυσε να διαβάζει.
«Καλύτερα να μην συνεχίσω» είπε με φωνή που φανέρωνε ενδιαφέρον. «Ήταν μια ανόητη πρόταση εκ μέρους μου. Ο  Υποπλοίαρχος Χέηλ,» και αυτή ακόμα η απονομή του τίτλου ο οποίος του είχε τόσο βάναυσα αφαιρεθεί, ήταν παρηγορητική για την Μάργκαρετ, «ο Υποπλοίαρχος Χέηλ είναι ευτυχισμένος, τώρα. Περισσότερο εξασφαλισμένος όσον αφορά  την περιουσία και τις μελλοντικές του προοπτικές απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ να είναι υπηρετώντας στο Ναυτικό. Και αναμφίβολα έχει πλέον αναγνωρίσει την χώρα της συζύγου του ως δική του.»
«Έτσι είναι.» είπε η Μάργκαρετ. «Μοιάζει τόσο εγωιστικό να στενοχωριέμαι γι αυτό», χαμογέλασε αχνά, « αλλά για μένα είναι πλέον χαμένος και αισθάνομαι τόσο μόνη.»
Ο κύριος Λεννοξ μάζεψε τα έγγραφά του και ευχήθηκε να ήταν ήδη τόσο πλούσιος και επιτυχημένος όσο ήλπιζε πως θα γινόταν κάποια μέρα. Ο κύριος Μπέλλ, φύσηξε την μύτη του αλλά παρέμεινε σιωπηλός και η Μάργκαρετ μετά από λίγο ανέκτησε την συνηθισμένη της στάση. Ευχαρίστησε πολύ ευγενικά τον κύριο Λέννοξ για όλα όσα είχε κάνει, και ο τρόπος της είχε μεγαλύτερη αβρότητα και λεπτότητα επειδή γνώριζε ότι το ξέσπασμά της θα τον έκανε να πιστέψει ότι της είχε δώσει επιπλέον πόνο. Όμως ήταν πόνος τον οποίο ούτως ή άλλως θα ένοιωθε.
Ο κύριος Μπέλλ σηκώθηκε για να αποχαιρετήσει. «Μάργκαρετ!» είπε καθώς πάλευε με τα γάντια του «θα κατέβω στο Χέλστοουν αύριο, να επισκεφτώ το μέρος που γνώριζα παλιά. Θα ήθελες να έρθεις μαζί μου;  Ή μήπως θα σου έφερνε  υπερβολικό πόνο; Μίλα, μην φοβάσαι.»
«Ω, κύριε Μπέλλ!» είπε εκείνη και δεν μπόρεσε να πει τίποτε άλλο. Αλλά πήρε το γεροντικό, σκεβρωμένο χέρι και το φίλησε.
«Έλα…έλα…φτάνει» είπε εκείνος κοκκινίζοντας από αμηχανία. «Υποθέτω  ότι η θεία σου θα σε εμπιστευτεί σε εμένα. Θα φύγουμε αύριο το πρωί και θα φτάσουμε εκεί  γύρω στις δύο το μεσημέρι, καθώς υπολογίζω. Θα τσιμπήσουμε κάτι και θα παραγγείλουμε βραδινό στο μικρό πανδοχείο – το Λέναρντς Άρμς, έτσι το έλεγαν-  και θα πάμε να πάρουμε ένα ορεκτικό στο Φόρεστ. Θα το αντέξεις, Μάργκαρετ ; Ξέρω, θα βάλει σε δοκιμασία και τους δύο μας, αλλά για εμένα τουλάχιστον θα είναι ευχαρίστηση. Θα πάρουμε λοιπόν  το δείπνο μας –κυνήγι κατά προτίμηση, αν μπορέσουμε να βρούμε-  και εγώ θα πάρω έναν υπνάκο ενώ εσύ μπορείς να βγεις να δεις παλιούς φίλους. Θα σε επιστρέψω σώα και ασφαλή -  με την επιφύλαξη τυχόν σιδηροδρομικών ατυχημάτων αλλά για το λόγο αυτό,  θα σε ασφαλίσω για χίλιες λίρες πριν φύγουμε, πράγμα το οποίο θα είναι μια μικρή ανακούφιση για τους συγγενείς σου. Άλλως  πώς, υπόσχομαι να σε επιστρέψω στην κυρία Σω, την Παρασκευή , την ώρα του μεσημεριανού. Έτσι λοιπόν, εάν συμφωνείς θα πάω επάνω να το προτείνω.»

«Δεν χρειάζεται να πω πόσο πολύ θα το ήθελα,» είπε η Μάργκαρετ ανάμεσα στα δάκρυά της.
«Ε, τότε, δείξε την ευγνωμοσύνη σου, προσπαθώντας να κρατήσεις στεγνές  αυτές τις πηγές των δακρύων σου για τις επόμενες δύο ημέρες. Σε αντίθετη περίπτωση, θα αισθάνομαι περίεργα με  αυτούς τους δακρυρροούντες αγωγούς  και δεν θα μου αρέσει καθόλου.»
«Δεν θα χύσω ούτε ένα δάκρυ,» είπε η Μάργκαρετ ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της για να διώξει τα δάκρυα από τις βλεφαρίδες της και χαμογέλασε βεβιασμένα.

«Μπράβο, το καλό μου το κορίτσι. Τότε, λοιπόν, πάμε επάνω για να το κανονίσουμε.»  Η Μάργκαρετ σχεδόν έτρεμε από ανυπομονησία καθώς ο κύριος Μπελλ  συζητούσε το σχέδιό του με την θεία της, η οποία στην αρχή ξαφνιάστηκε, κατόπιν  αμφέβαλλε και ανησυχούσε και εν τέλει  ενέδωσε στη σκληρή δύναμη των λόγων του κυρίου Μπελλ μάλλον, παρά στην δική της πεποίθηση. Επειδή όσον αφορά την ίδια, αν ήταν σωστό ή λάθος, κόσμιο ή μη, δεν θα μπορούσε να πει με σιγουριά παρά αφού η Μάργκαρετ  είχε επιστρέψει, έτσι ώστε μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του σχεδίου να είναι σε θέση να πει: «Σίγουρα ήταν μια πολύ ευγενική σκέψη αυτή, εκ μέρους του κυρίου Μπελλ, και αυτό ακριβώς που και η ίδια επιθυμούσε για την Μάργκαρετ, καθώς της έδινε την ευκαιρία για την αλλαγή που χρειαζόταν μετά από όλη την ταραγμένη περίοδο που βίωσε.»

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Κεφάλαιο 44ο: "Ησυχία δίχως γαλήνη"

Έτοιμο και το τεσσαρακοστό τέταρτο ! Λείπει μονάχα η σχετική εικονογράφηση γιατί το σήμα της Cosmote είναι άθλιο και με ταλαιπωρεί να ανεβάσω εικόνες. Αυτό θα γίνει εντός ολίγων ημερών στην Αθήνα, με το καλό! Θα πρέπει εδώ να ομολογήσω ότι συχνά  "κλέβω" χρόνο, δημοσιεύοντας το κεφάλαιο όχι ολόκληρο αλλά τμηματικά, καθώς το μεταφράζω. Γι αυτό, λοιπόν, όταν βλέπετε  ότι ασυνήθιστα μικρό το κεφάλαιο σημαίνει ότι δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα!
Αυτό ΔΕΝ θα ισχύσει στο επόμενο, το  υπ'αριθμόν 45, γιατί για κάποιο λόγο είναι μόλις 3 σελίδες το τσαμένο !


Κεφάλαιο 44ο:
«Ησυχία Διχωσ  γαλήνη»


Έκανε καλό στην Μάργκαρετ η υπερβολική ηρεμία που επικρατούσε στο σπίτι της Χάρλευ Στρητ κατά το διάστημα στο οποίο η  Ήντιθ αναλάμβανε δυνάμεις  μετά τον τοκετό της. Της έδωσε την σωματική ξεκούραση που χρειαζόταν.  Της έδωσε χρόνο να συνειδητοποιήσει  την ξαφνική αλλαγή που είχε συντελεστεί στη ζωή της τους τελευταίους δύο μήνες. Βρέθηκε αίφνης σε ένα πολυτελέστατο περιβάλλον όπου σχεδόν  κανείς δεν εγνώριζε τι σήμαιναν οι έννοιες «έγνοιες» και «προβλήματα».
......................................................................................
«Καημενούλα μου!» είπε η Ήντιθ. «Είναι κάπως λυπηρό για σένα να μένεις μόνη σου κάθε νύχτα, ειδικά τώρα που όλος ο κόσμος βγαίνει και διασκεδάζει. Αλλά θα οργανώσουμε κι εμείς τις δεξιώσεις μας, σύντομα – αμέσως μόλις γυρίσει ο Χένρυ  από το ταξίδι του – κι έτσι θα διασκεδάσεις κι εσύ λίγο. Καθόλου περίεργο που έχεις πλήξει, αγαπούλα μου !»
Η Μάργκαρετ δεν πίστευε ότι οι δεξιώσεις θα ήταν πανάκεια. Αλλά η Ήντιθ είχε ενθουσιαστεί με τις δεξιώσεις «τόσο διαφορετικές» όπως έλεγε  «από τις χοροεσπερίδες της ηλικιωμένης κόμισσας  υπό την εποπτεία  της μητέρας.» Και η ίδια η κυρία Σω φαινόταν να ευαρεστείται το ίδιο ακριβώς με τις πολύ διαφορετικές συνήθειες και τον κύκλο γνωριμιών που είχαν υιοθετήσει ο λοχαγός και η κυρία Λέννοξ, όσο και με τις πιο επίσημες και βαρυφορτωμένες  ψυχαγωγικές εσπερίδες  που συνήθιζε και η ίδια να δίνει. Ο λοχαγός Λέννοξ ήταν πάντα εξαιρετικά ευγενικός και φερόταν αδερφικά στην Μάργκαρετ. Κι εκείνη τον συμπαθούσε εκτός από τις στιγμές που αγχωνόταν υπερβολικά για το φόρεμα και την εμφάνιση της Ήντιθ, επειδή ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν θα περνούσε απαρατήρητη από τον  κόσμο. Τότε η Μάργκαρετ ως άλλη βασίλισσα Άστιν*  με δυσκολία συγκρατούσε τον εαυτό της για να μην εκφράσει το πώς ένοιωθε.
Οι μέρες της Μάργκαρετ περνούσαν ως εξής: μια  ή δύο ήσυχες  ώρες πριν το πρωινό που σερβιριζόταν αργά και κανείς δεν ήταν ποτέ στην ώρα του. Κατέβαιναν όλοι αγουροξυπνημένοι και νωθροί και απολάμβαναν το γεύμα τους επί μακρόν. Όμως παρά όλη αυτήν τη μακροσκελέστατη διάρκεια, η ίδια όφειλε  να παραμείνει μαζί τους γιατί αμέσως μετά ακολουθούσε η συζήτηση των ημερησίων σχεδίων  που είχε ο καθένας και μ’όλο που κανένα τους δεν την αφορούσε, εντούτοις θα έπρεπε να τους παράσχει την υποστήριξη αν όχι τη συμβουλή της. Ακολουθούσαν  ατελείωτα σημειώματα που έπρεπε να γράψει μια και η Ήντιθ συνήθιζε να τ’ αφήνει στην δική της φροντίδα με πολλά κομπλιμέντα για την eloquence de billet της. Κατόπιν έπαιζε λίγο με τον Σόλτο όταν γύριζε από τον πρωινό του περίπατο, φρόντιζε τα παιδιά την ώρα που δειπνούσαν οι υπηρέτες, έπειτα μια βόλτα ή κάποιες επισκέψεις, και  κάποιες πρωινές δραστηριότητες ή δείπνο για την θεία και τα εξαδέλφια της, κάτι που άφηνε στην Μάργκαρετ ελεύθερο χρόνο βέβαια, αλλά στην πραγματικότητα της προκαλούσε πλήξη η απραξία της ημέρας, μια που επιβάρυνε το  καταπτοημένο πνεύμα και την εύθραυστη υγεία της.
Πρόσμενε με ανομολόγητη λαχτάρα την επιστροφή της Ντίξον από το Μίλτον, όπου μέχρι τότε η ηλικιωμένη υπηρέτρια ήταν απασχολημένη με το να ολοκληρώνει όλες τις  εκκρεμείς υποθέσεις των Χέηλ. Διψούσε να μάθει νέα για τους ανθρώπους ανάμεσα στους οποίους είχε ζήσει για τόσο καιρό και από τους οποίους τώρα ένοιωθε ολωσδιόλου αποκομμένη. Η αλήθεια είναι ότι η Ντίξον στα γράμματά της ανέφερε  από καιρού εις καιρόν κάποια ιδέα του κυρίου Θόρντον  σχετικά με το τι ήταν καλύτερο να πράξει για την επίπλωση, ή σε σχέση με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού της Κράμπτον Τεράς. Όμως το όνομά του ή οποιοδήποτε όνομα σχετικό με το Μίλτον αναφερόταν σποραδικά. Η Μάργκαρετ, ένα βράδυ, καθόταν ολομόναχη  στο καθιστικό των Λέννοξ, κρατώντας στα χέρια της τα γράμματα της Ντίξον, χωρίς  να τα διαβάζει αλλά συλλογιζόταν το περιεχόμενό τους και τις μέρες του παρελθόντος, την πολυάσχολη ζωή από την οποία η ίδια είχε αποκοπεί χωρίς να λείψει σε κανέναν. Αναρωτιόταν αν όλα πέρασαν σαν να τα σάρωσε ανεμοστρόβιλος και ήταν αν η ίδια και ο πατέρας της ήταν σαν  να μην υπήρξαν ποτέ. Σκεφτόταν αν θα έλειπε σε κάποιον από όλο εκείνο το  πλήθος ( όχι στους Χίγκινς, δεν σκεφτόταν αυτούς)  όταν ξαφνικά της ανακοίνωσαν τον ερχομό του κυρίου Μπέλλ και η Μάργκαρετ βιάστηκε να κρύψει τα γράμματα στο καλάθι του εργόχειρού της και να σηκωθεί κατακόκκινη ως να την είχαν συλλάβει επ’ αυτοφώρω να κάνει κάποια κακή πράξη.
«Ω, κύριε Μπέλλ! Δεν περίμενα να σας δώ!»
« Αλλά φαντάζομαι ότι  λαμβάνω καλωσόρισμα  μαζί με αυτό το χαριτωμένα ξαφνιασμένο, έκπληκτο βλέμμα σου!»
«Έχετε δειπνήσει ; Πώς ήρθατε ;  Θα πω να σας ετοιμάσουν κάτι να φάτε.»
«Μόνο αν δειπνήσεις κι εσύ  μαζί μου. Διαφορετικά, όπως γνωρίζεις το φαγητό δεν είναι κάτι που με απασχολεί ιδιαίτερα. Όμως οι υπόλοιποι πού είναι ; Πήγαν να δειπνήσουν έξω; Μόνη σου σε άφησαν;»
«Ω, ναι ! Και είναι τόσο ξεκούραστο αυτό. Τώρα μόλις σκεφτόμουν – όμως τι λέτε; Να παραγγείλω δείπνο ; Δεν ξέρω αν υπάρχει τίποτα στο σπίτι.»
« Λοιπόν, εδώ που τα λέμε,  δείπνησα στη λέσχη μου. Μόνο που η μαγειρική τους δεν είναι πλέον τόσο καλή όσο παλαιότερα, έτσι σκέφτηκα αν ήθελες κι εσύ να δειπνήσεις, να σου κάνω παρέα. Όμως, δεν πειράζει, δεν πειράζει! Δεν είναι ούτε δέκα οι μάγειρες σε όλη την Αγγλία που να μπορούν να ετοιμάσουν κάτι αξιοπρεπές όταν τους ειδοποιήσεις ξαφνικά. Ακόμα κι αν έχουν την δεξιότητα και τα όλα τα υλικά, δεν έχουν την διάθεση. Μπορείς να μου ετοιμάσεις λίγο τσάι, Μάργκαρετ. Και τώρα τι είναι αυτό που μου έλεγες πριν ότι σκεφτόσουν;  Τίνος γράμματα, έκρυψες τόσο βιαστικά, αναδεξιμιά μου ;»
« Δεν ήταν τίποτα – της Ντίξον» απάντησε η Μάργκαρετ κατακόκκινη.
«Μπά; Αυτό ήταν όλο; Μάντεψε  με ποιόν συνταξίδευα στο τραίνο.»
«Δεν ξέρω» είπε η Μάργκαρετ, αποφασισμένη να μην διακινδυνεύσει να κάνει κάποια υπόθεση.
« Με τον…ποιο είναι το κατάλληλο όνομα για τον αδελφό του εξ- αγχιστείας εξαδέλφου σου;»
«Τον κύριο Χένρυ Λέννοξ;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Ναι.» απάντησε ο κύριος Μπέλλ. «Τον γνώριζες παλαιόθεν , έτσι δεν είναι; Τι είδους άνθρωπος είναι, Μάργκαρετ ;»
«Τον συμπαθούσα, παλαιότερα.» είπε η Μάργκαρετ χαμηλώνοντας για μια στιγμή τα μάτια. Έπειτα ανασήκωσε το βλέμμα σταθερά και συνέχισε στο συνηθισμένο της ύφος.  « Ξέρετε, αλληλογραφούσαμε για το θέμα του Φρέντερικ έκτοτε. Όμως δεν τον έχω δει για σχεδόν τρία χρόνια και ίσως έχει αλλάξει. Τι γνώμη σχηματίσατε γι αυτόν ;»
« Δεν ξέρω. Ήταν τόσο απασχολημένος με το να ανακαλύψει ποιος ήμουν εγώ εν πρώτοις, και τι επαγγελόμουν στην συνέχεια, ώστε δεν άφησε να διαφανεί ο χαρακτήρας του. Εκτός και αν η συγκεκαλυμμένη περιέργειά του ως προς το ποιος ήταν ο συνομιλητής του  δεν ήταν ένα καλό δείγμα και μια δίκαια ένδειξη του χαρακτήρα του. Θα τον έλεγες καλοφτιαγμένο, Μάργκαρετ ;»
«Όχι! Σίγουρα, όχι. Εσείς;»
« Εγώ όχι, αλλά έλεγα μήπως εσένα σου άρεσε. Έρχεται συχνά εδώ;»
«Υποθέτω πως ναι, όταν βρίσκεται στην πόλη. Λείπει στην επαρχία αφ’ ότου ήρθα εδώ.  Όμως, κύριε Μπέλλ, ήρθατε από την Οξφόρδη ή από το Μίλτον ;»
«Από το Μίλτον. Δεν βλέπεις ότι είμαι γεμάτος καπνούς;»
«Βέβαια. Όμως πίστευα ότι ίσως αυτό να οφειλόταν στην παλαιότητα  της Οξφόρδης.»
« Έλα, τώρα, λογικέψου !  Στην Οξφόρδη θα μπορούσα να είχα καταφέρει να φέρω  με τα νερά μου όλους τους σπιτονοικοκύρηδες  της περιοχής με το μισό κόπο απ’ όσο χρειάστηκε να καταβάλω για τον δικό σας στο Μίλτον – χώρια που δεν πέτυχα και  τίποτα στο τέλος. Δεν πρόκειται να δεχθεί την επιστροφή του σπιτιού αν δεν συμπληρωθεί δωδεκάμηνο, τον Ιούνιο που μας έρχεται. Ευτυχώς ο κύριος Θόρντον βρήκε άλλον ενοικιαστή.  Για τον κύριο Θόρντον, γιατί δεν ρωτάς Μάργκαρετ ; Μπορώ να πω ότι αποδείχτηκε έμπρακτα ένας πολύ καλός φίλος της οικογένειάς σας. Με απάλλαξε από τους μισούς σχεδόν μπελάδες που είχα.»
«Λοιπόν, τι κάνει ; Τι κάνει η κυρία Θόρντον;» ρώτησε η Μάργκαρετ βιαστικά και μάλλον χαμηλόφωνα αν και προσπάθησε να μιλήσει δυνατότερα.
«Υποθέτω ότι είναι καλά στην υγεία τους. Έμεινα στο σπίτι τους μέχρι που αναγκάστηκα να φύγω με όλη αυτή τη συνεχή  φασαρία για το γάμο εκείνου του κοριτσιού τους. Ακόμα κι ο Θόρντον δεν το άντεχε παρ’ όλο που επρόκειτο για την αδελφή του. Πλησιάζει την ηλικία που τέτοια πράγματα δεν τον ενδιαφέρουν είτε ως πρωταγωνιστή είτε ως θεατή. Εξεπλάγην που ανακάλυψα ότι η μητέρα Θόρντον υπέκυψε στα τεκταινόμενα και παρασύρθηκε από τον ενθουσιασμό της θυγατέρας της για  δαντέλες και λεμονανθούς. Την θεωρούσα πιο δυνατό άνθρωπο.»
« Θα έκανε τα πάντα για να καλύψει τον αδύναμο χαρακτήρα της κόρης της.» είπε η Μάργκαρετ σιγανά.
« Πιθανόν. Έχεις μελετήσει το χαρακτήρα της, σωστά; Δεν φαίνεται να σε συμπαθεί πάρα πολύ.»
«Το γνωρίζω,» είπε η Μάργκαρετ. «Ω, ήρθε, επιτέλους, το τσάι !» αναφώνησε σαν να αισθάνθηκε ανακούφιση. Και μαζί με το τσάι, ήρθε και ο Χένρυ Λέννοξ, ο οποίος ανηφόρισε μέχρι την  Χάρλευ Στρήτ, αφού πήρε το δείπνο του αργοπορημένα, προσδοκώντας ασφαλώς να βρει στο σπίτι τον αδελφό και την νύφη του. Η Μάργκαρετ υποψιάστηκε ότι κι εκείνος ήταν τόσο ευγνώμων για την παρουσία ενός τρίτου προσώπου, όσο κι εκείνη, στην πρώτη τους συνάντηση έπειτα από εκείνη την αξέχαστη ημέρα στο Χέλστοουν που της έκανε πρόταση γάμου και εκείνη αρνήθηκε.
Δεν είχε ιδέα τι να πει και ευτυχώς η ενασχόληση με την προετοιμασία του τραπεζιού για το τσάι, έδωσε στην ίδια την ευκαιρία να μείνει σιωπηλή και σε εκείνον να ανακτήσει την ψυχραιμία του.


Γιατί, για να πει κανείς την αλήθεια, είχε μάλλον πιέσει τον εαυτό του να πάει στην Χάρλευ Στρήτ εκείνο το βράδυ, θέλοντας να ξεμπερδεύει με μια συνάντηση που θα του προκαλούσε αμηχανία, ακόμα και με την παρουσία του λοχαγού Λέννοξ και της Ήντιθ – πόσο μάλλον τώρα που εκείνη ήταν η μόνη κυρία στο δωμάτιο και κατά συνέπεια το πρόσωπο στο οποίο θα έπρεπε με τρόπο φυσικό και υποχρεωτικά να της απευθύνει το λόγο και να την συμπεριλαμβάνει κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος στην συζήτηση. Εκείνη ανέκτησε πρώτη την αυτοκυριαρχία της.  Άρχισε να μιλάει πάνω στο πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό έπειτα από την πρώτη αμήχανη σιωπή.
«Κύριε Λέννοξ, σας είμαι τόσο υπόχρεη για όλα αυτά που κάνατε για τον Φρέντερικ.»
«Λυπάμαι μονάχα επειδή όλα απέβησαν ανεπιτυχή.» απάντησε εκείνος, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στον κύριο Μπέλλ σαν να αναρωτιόταν πόσα έπρεπε να πει παρουσία του. Η Μάργκαρετ, σαν να διάβασε την σκέψη του, απευθύνθηκε στον κύριο Μπέλλ, συμπεριλαμβάνοντάς τον με αυτόν τον τρόπο στην συζήτηση και ταυτόχρονα αφήνοντας να εννοηθεί πως ήταν απόλυτα ενήμερος για τις κινήσεις που είχαν γίνει για να αποκατασταθεί το όνομα του Φρέντερικ.
«Αυτός ο Χόρροκς – ο τελευταίος από τους μάρτυρες- αποδείχτηκε το ίδιο ανώφελος όσο και οι υπόλοιποι. Ο κύριος Λέννοξ ανακάλυψε ότι είχε σαλπάρει για την Αυστραλία μόλις τον περασμένο Αύγουστο. Δύο μήνες πριν έρθει ο Φρέντερικ στην Αγγλία και μας δώσει τα ονόματα των….»
« Ο Φρέντερικ στην Αγγλία! Δεν μου το είχες πει….!» αναφώνησε έκπληκτος ο κύριος Μπέλλ.
«Πίστευα ότι το γνωρίζατε. Ήμουν  σίγουρη πως το είχατε μάθει. Φυσικά, ήταν επτασφράγιστο μυστικό και ίσως να μην έπρεπε ούτε και τώρα να το αποκαλύψω.» είπε η Μάργκαρετ λίγο φοβισμένη.
«Δεν το ανέφερα ποτέ ούτε στον αδελφό μου ούτε στην εξαδέλφη σας,» τόνισε ο κύριος Λέννοξ  με στεγνό επαγγελματικό ύφος που υποδήλωνε ότι αποποιούταν την κατηγορία.
«Μην ανησυχείς, Μάργκαρετ. Δεν ζω ανάμεσα σε ανθρώπους που συζητούν και κουτσομπολεύουν ή που προσπαθούν να μου πάρουν λόγια. Δεν χρειάζεται να δείχνεις τόσο τρομαγμένη που αποκάλυψες το μυστικό σε έναν πιστό ερημίτη σαν κι εμένα. Δεν πρόκειται να πω ότι ήταν στην Αγγλία. Δεν θα μπω σ’ αυτόν τον πειρασμό γιατί κανείς δεν θα με ρωτήσει . Μια στιγμή!» είπε κόβοντας τον λόγο του απότομα. «Είχε έρθει  στην κηδεία της μητέρας σου;»
«Ήταν παρών όταν πέθανε η μητέρα.» είπε μαλακά η Μάργκαρετ.
«Σίγουρα! Σίγουρα! Ε, λοιπόν, κάποιος με ρώτησε –δεν πάει πολύς καιρός- αν ήταν εδώ ο Φρέντερικ εκείνο το διάστημα, και το αρνήθηκα σθεναρά – ποιος να ήταν; Α! Τώρα θυμήθηκα!»
Όμως δεν αποκάλυψε το όνομα, μ’ όλο που η Μάργκαρετ θα είχε δώσει πολλά για να μάθει αν οι υποψίες της ήταν σωστές και αν ήταν ο κύριος Θόρντον αυτός που είχε κάνει το ερώτημα. Δεν μπορούσε να ρωτήσει τον κύριο Μπέλλ όσο και να το λαχταρούσε.
Υπήρξε μια παύση για λίγα λεπτά. Έπειτα ο κύριος Λέννοξ είπε απευθυνόμενος στην Μάργκαρετ:
«Υποθέτω ότι, καθώς ο κύριος Μπέλλ είναι τώρα γνώστης όλων των περιστάσεων σχετικά με το ατυχέστατο δίλημμα του αδελφού σας, δεν μπορώ παρά να τον ενημερώσω σε ποιο ακριβώς σημείο βρίσκονται οι έρευνες από τις οποίες ελπίζαμε να προκύψουν στοιχεία προς όφελός του. Έτσι, αν μου κάνει την τιμή  να προγευματίσουμε μαζί αύριο, θα μπορούσαμε να δούμε τα ονόματα όλων αυτών των απόντων κυρίων.»
«Θα ήθελα να μάθω όλες τις λεπτομέρειες, αν είναι δυνατόν. Δεν μπορείτε να έλθετε εδώ; Δεν τολμώ να καλέσω και τους δύο να προγευματίσετε εδώ, μ’ όλο που θα είστε σίγουρα ευπρόσδεκτοι. Αλλά πληροφορήστε με για όλα τα στοιχεία σχετικά με τον Φρέντερικ, ακόμα κι αν δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα.»
«Έχω κανονίσει κάτι για τις έντεκα και μισή.  Όπως θα έρθω σίγουρα αν το επιθυμείτε» απάντησε ο κύριος Λέννοξ με υπερβολική προθυμία κατόπιν σκέψης, κάτι που έκανε την Μάργκαρετ να αποτραβηχτεί και σχεδόν να εύχεται να μην είχε ζητήσει αυτό που ήταν απόλυτα φυσιολογικό.  Ο κύριος Μπέλλ σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει για το καπέλο του, το οποίο είχε μετακινηθεί για να κάνουν χώρο για το τσάι.
«Λοιπόν!» είπε, «Δεν ξέρω για τον κύριο Λέννοξ, αλλά εγώ είμαι έτοιμος να επιστρέψω στο δωμάτιό μου. Έκανα μεγάλο ταξίδι σήμερα και καθώς φαίνεται τα ταξίδια έχουν αρχίσει να δείχνουν στα εξήντα τόσα χρόνια μου.»
                                                                                  
«Πιστεύω ότι θα πρέπει να παραμείνω και να δω τον αδελφό και την αδελφή μου,» είπε ο κύριος Λέννοξ, χωρίς να κάνει καμμία κίνηση προς αναχώρηση.
Την Μάργκαρετ την κατέλαβε αιδήμων φόβος και αμηχανία στην προοπτική να μείνει μόνη μαζί του. Η σκηνή στο ταρατσάκι του κήπου στο Χέλστοουν ήταν τόσο ζωντανή στα μάτια της, ώστε πίστευε πως το ίδιο ένοιωθε και αυτός.
«Παρακαλώ, μη φύγετε ακόμη, κύριε Μπέλλ,» είπε βιαστικά. «Θέλω να δείτε την Ήντιθ και να σας γνωρίσει και αυτή. Σας παρακαλώ!» είπε, απλώνοντας απαλά αλλά αποφασιστικά το χέρι της στο μπράτσο του. Εκείνος την κύτταξε και είδε την ταραχή στην όψη της. Κάθισε αμέσως πάλι κάτω, σαν το ελαφρύ άγγιγμά της να είχε μια ακατανίκητη δύναμη.
«Βλέπετε πώς με κάνει ό,τι θέλει, κύριε Λέννοξ,» είπε. « Και ελπίζω να προσέξατε την ευτυχή επιλογή των λέξεων που χρησιμοποίησε. Θέλει να δω αυτήν  την εξαδέλφη  Ήντιθ, η οποία καθώς μαθαίνω είναι θαυμασίας καλλονής, όμως έχει την εντιμότητα να αλλάξει το ρήμα όταν αναφέρεται σε εμένα – η κυρία Λέννοξ θα με γνωρίσει. Υποθέτω πως δεν έχει και πολλά πράγματα να δει από εμένα, σωστά, Μάργκαρετ ;»
Αστειευόταν για να δώσει στην Μάργκαρετ χρόνο να συνέλθει από την ελαφρά ταραχή την οποία είχε διακρίνει στον τρόπο της στην πρότασή του να αναχωρήσει. Κι εκείνη έπιασε τον τόνο και ανταπέδωσε.
Ο κύριος Λέννοξ απορούσε πώς ο αδελφός του ο λοχαγός ήταν δυνατόν να έχει αναφερθεί σε αυτήν λέγοντας ότι είχε απωλέσει την ομορφιά της. Είναι βέβαιο πως με το διακριτικό της μαύρο φόρεμα αποτελούσε αντίθεση στην Ήντιθ που χόρευε με το άσπρο της κρέπ ένδυμα  και τα μακρυά κυματιστά μαλλιά της, όλο γλυκύτητα και χάρη. Χαμογέλασε, δείχνοντας δυο λακκάκια και κοκκίνησε όταν την συνέστησαν στον κύριο Μπέλλ, έχοντας επίγνωση της φήμης της ως καλλονής και δεν είχε καμμιάν αντίρρηση να είναι το αντικείμενο θαυμασμού και λατρείας ακόμα και από έναν άσημο Σύμβουλο Κολλεγίου.
Η κυρία Σω και ο λοχαγός Λέννοξ, ο καθένας με τον τρόπου του, καλωσόρισαν τον κύριο Μπέλλ θερμά και ειλικρινά, κερδίζοντας έτ σι – σχεδόν χωρίς ο ίδιος να το θέλει- την εύνοιά του. Ειδικά τώρα που έβλεπε με πόση φυσικότητα είχαν δώσει στην Μάργκαρετ τη θέση της κόρης και αδελφής, στο σπίτι.
«Τι κρίμα που δεν ήμασταν στο σπίτι να σας υποδεχτούμε» είπε η Ήντιθ. «Κι εσένα, Χένρυ! Δεν ήξερα ότι έπρεπε να μείνουμε στο σπίτι για σένα. Και  επίσης για τον κύριο Μπέλλ! Για τον κύριο Μπέλλ της Μάργκαρετ.»
«Άγνωστον τι  μπορούσες να θυσιάσεις  !» είπε ο κουνιάδος της. « Ακόμα και μια δεξίωση! Και την χαρά να φορέσεις αυτήν την τουαλέτα που σου πάει τόσο πολύ!»
Η Ήντιθ δεν ήξερε αν θα έπρεπε να συνοφρυωθεί ή να χαμογελάσει. Αλλά δεν  ήταν στο χαρακτήρα του κυρίου Λέννοξ να την οδηγήσει στην πρώτη εναλλακτική, γι αυτό εκείνος συνέχισε: «Θα μπορούσες αύριο το πρωί να δείξεις πόσο έτοιμη είσαι για θυσίες, πρώτον με το να με καλέσεις για πρόγευμα έτσι ώστε να συναντήσω τον κύριο Μπέλλ και δεύτερον είχες την καλοσύνη να το κανονίσεις για τις εννέα και μισή αντί στις δέκα ; Έχω κάποια έγγραφα και επιστολές που θέλω να δείξω στην δεσποινίδα Χέηλ και στον κύριο Μπέλλ.»
«Ελπίζω ότι ο κύριος Μπέλλ θα θεωρήσει το σπίτι μας δικό του, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο,» είπε ο λοχαγός Λέννοξ. «Λυπούμαι βαθύτατα ωστόσο, που   δεν μπορούμε να του παράσχουμε υπνοδωμάτιο.»
«Σας ευχαριστώ. Μένω υπόχρεος. Θα κινδύνευα να θεωρηθώ αγροίκος αν το κάνατε, γιατί μάλλον  θα έπρεπε να αρνηθώ την φιλοξενία, παρά τον πειρασμό στον οποίον με βάζει τέτοια ευχάριστη συντροφιά» είπε ο κύριος Μπέλλ, υποκλινόμενος ένα γύρω, ενώ ενδομύχως συνέχαιρε τον εαυτό του για την επιδέξια τροπή που έδωσε στη φράση του και σκεφτόταν τα εξής: « Δεν θα  μπορούσα να υποφέρω  τον καθωσπρεπισμό αυτών των ανθρώπων. Θα με περιόριζε αφάνταστα. Θα ήταν σαν να τρώω κρέας ανάλατο. Δόξα τω Θεώ που δεν τους περισσεύει κρεβάτι. Και με πόση διπλωματία το κάλυψα ! Έχω αρχίσει να κατακτώ τέλεια  τις τεχνικές των καλών τρόπων!»
Το αίσθημα ικανοποίησης για τον εαυτό του κράτησε μέχρι που έφυγε από το σπίτι  και βάδιζε  στο δρόμο στο πλάι του  Χένρυ Λέννοξ. Τότε θυμήθηκε το κάπως παρακλητικό βλέμμα της Μάργκαρετ, καθώς τον πίεζε να μείνει περισσότερο, και επίσης του ήρθαν στο μυαλό κάποιοι υπαινιγμοί που είχε ακούσει παλαιότερα από έναν γνωστό του κυρίου Λέννοξ σχετικά με τον θαυμασμό που έτρεφε ο τελευταίος για την Μάργκαρετ. Αυτό έδωσε νέα τροπή στις σκέψεις του.
«Γνωρίζετε την δεσποινίδα Χέηλ, αρκετό καιρό, δεν είναι έτσι; Πώς σας φαίνεται ;  Μοιάζει κάπως ασθενής και η όψη της είναι ωχρή.»
« Θεωρώ ότι η όψη της είναι αρκετά καλή. Ίσως όχι μόλις την πρωτοείδα- τώρα που το σκέφτομαι. Αλλά σίγουρα, μόλις ζωήρεψε η όψη της ήταν τόσο καλή όσο την γνωρίζω ανέκαθεν.»
«Πέρασε πολλά.» είπε ο κύριος Μπέλλ.
«Πράγματι! Λυπήθηκα μαθαίνοντας όλα αυτά που πέρασε. Όχι απλά την συνήθη  και πάγκοινη  θλίψη που απορρέει από τον θάνατο,  αλλά και όλη την ενόχληση  που προκάλεσε η συμπεριφορά του πατέρα της, και κατόπιν….»
«Η συμπεριφορά του πατέρα της!» αναφώνησε ο κύριος Μπέλλ έκπληκτος. «Θα πρέπει να σας πληροφόρησαν λάθος. Η συμπεριφορά του υπήρξε υπόδειγμα ευσυνειδησίας. Επέδειξε περισσότερη δύναμη χαρακτήρος απ’ όσο θα θεωρούσα παλαιότερα ότι ήταν δυνατόν να επιδείξει.»
«Πιθανόν οι πληροφορίες μου να ήσαν εσφαλμένες. Όμως, καθώς με πληροφόρησε ο άνθρωπος που τον διαδέχτηκε στο πρεσβυτέριο – ένας έξυπνος, λογικός και δραστήριος κληρικός – δεν υπήρξε καμμία απαίτηση προς τον κύριο Χέηλ να πράξει όπως  έπραξε, να αφήσει την ενορία του  και να εγκαταλείψει τον εαυτό του και την οικογένειά του στο έλεος  των ιδιωτικών μαθημάτων σε μια βιομηχανική πόλη. Ο επίσκοπος του είχε προσφέρει μια άλλη ενορία, αυτό είναι αλήθεια, όμως αν είχε αμφιβολίες, θα μπορούσε να παραμείνει στην ενορία του, επομένως δεν υπήρχε λόγος να παραιτηθεί. Όμως η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι κληρικοί της επαρχίας, διάγουν βίο τόσο απομονωμένο – υπό την έννοια ότι δεν έχουν την δυνατότητα να συναναστρέφονται ανθρώπους της ιδίας καλλιέργειας, έτσι ώστε να συντονίζονται και να αντιλαμβάνονται αν ο εγκέφαλός τους εργάζεται υπερβολικά αργά ή γρήγορα.  Κατά συνέπεια, είναι επιρρεπείς  στο να διαταράσσουν τον εαυτό τους με  κατά φαντασίαν  αμφιβολίες ως προς τα άρθρα της Πίστεως, και εγκαταλείπουν την  βέβαιη δυνατότητα  που έχουν να εργαστούν το καλό, εξαιτίας κάποιων αβέβαιων ιδεών τους.»
«Δεν είμαι της ιδίας άποψης.  Δεν νομίζω ότι είναι  όλοι πρόθυμοι να πράξουν κατά το παράδειγμα του καημένου του φίλου μου του Χέηλ.» Ο κύριος Μπέλλ μέσα του υπέφερε.
«Ίσως να χρησιμοποίησα πολύ γενικά την έκφραση ‘επιρρεπείς’. Όμως σίγουρα, όμως η ζωή που διάγουν τους οδηγεί είτε στην υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, είτε σε βεβαρημένη συνειδησιακή κατάσταση.» είπε ο κύριος Λέννοξ με απόλυτη ψυχραιμία.

«Να υποθέσω, λοιπόν, πως δεν συναντά κανείς  αυτοπεποίθηση ανάμεσα στις τάξεις των δικηγόρων και σπάνια  ίσως βρίσκει κανείς περιπτώσεις βεβαρημένης συνείδησης;» ρώτησε  ο κύριος Χέηλ. Εξοργιζόταν ολοένα και περισσότερο και ξεχνούσε τις νεοαποκτηθείσες τεχνικές του των καλών τρόπων. Ο κύριος Λέννοξ είδε ότι ο σύντροφός του είχε ενοχληθεί, και καθώς είχε μιλήσει λίγο-πολύ απλώς για να πει κάτι με σκοπό να περάσει η ώρα όσο διάστημα βάδιζαν προς την ίδια κατεύθυνση, τον άφηνε αρκετά αδιάφορο το να  λάβει την οποιαδήποτε θέση σχετικά με το παραπάνω ερώτημα. Ελίχθηκε λοιπόν διακριτικά λέγοντας:

« Σίγουρα υπάρχει κάτι το υψηλό και ευγενές, όταν ένας άνθρωπος στην ηλικία του κυρίου Χέηλ αφήνει το από εικοσαετίας σπιτικό του και τις καθεστώσες συνήθειές του για  μια πιθανόν εσφαλμένη ιδέα – αλλά αυτό είναι επουσιώδες-  μια νεφελώδη σκέψη. Δεν μπορεί κανείς παρά να εκφράσει τον θαυμασμό του, ίσως με μια δόση οίκτου, κάτι παρόμοιο με αυτό που αισθανόμαστε για τον Δον Κιχώτη. Και μάλιστα για έναν τόσο ευγενή άνθρωπο καθώς ο κύριος Χέηλ! Δεν θα λησμονήσω ποτέ την απλή και ευγενική φιλοξενία που μου έδειξε εκείνη την τελευταία ημέρα στο Χέλστοουν.»

Μόνον κατά το ήμισυ εξευμενισμένος και ανήσυχος ακόμα θέλοντας να καταπραύνει κάποιες δικές του τύψεις με την σκέψη ότι η συμπεριφορά του κυρίου Χέηλ είχε κάποια ίχνη Δονκιχωτισμού, ο κύριος Μπέλ γρύλισε. «Ασφαλώς! Και δεν γνωρίζετε το Μίλτον! Είναι τόσο διαφορετικό από το Χέλστοουν! Έχω πολλά χρόνια να επισκεφθώ το Χέλστοουν όμως μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι κάθε του γωνιά και κάθε πέτρα έχουν μείνει αναλλοίωτα εδώ και έναν αιώνα, ενώ το Μίλτον ! Το επισκέπτομαι κάθε τέσσερα- πέντε χρόνια και έχω γεννηθεί εκεί – κι όμως σας διαβεβαιώ ότι εγώ ο ίδιος χάνομαι συχνά- μάλιστα!- ανάμεσα στα κτίρια που έχουν ξεφυτρώσει στο περιβόλι του πατέρα μου. Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας ; Λοιπόν, κύριε, σας καληνυχτίζω. Υποθέτω θα ειδωθούμε αύριο το πρωί στην Χάρλευ Στρητ.»
                                                                        

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Κεφάλαιο 43ο "Η φυγή της Μάργκαρετ"



Κεφάλαιο 43

«Η ΦΥΓΗ ΤΗΣ ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ »
.................................................................................................................................................................


Έτσι, η κυρία Σω πήγε για να φροντίσει την Μάργκαρετ και πήρε μαζί της και την υπηρέτριά της για φροντίσει τις εσάρπες και τα μαξιλαράκια της. Η Μάργκαρετ ήταν πολύ θλιμμένη για να χαμογελάσει με όλες αυτές τις προετοιμασίες που έβλεπε να γίνονται για δύο επισκέψεις που η ίδια έκανε συχνά στο παρελθόν, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Σχεδόν φοβόταν να αποκαλύψει ότι η πρώτη επίσκεψη που θα έκαναν  ήταν στον Νίκολας Χίγκινς – το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να ελπίζει ότι η θεία της θα ήταν απρόθυμη να αφήσει την άμαξα  και να διασχίσει ένα δρόμο  όπου σε κάθε πνοή αέρα θα της μαστίγωναν το πρόσωπο  βρεγμένα ρούχα που είχαν απλωθεί σε σκοινιά ανάμεσα στα σπίτια, να στεγνώσουν.
Η κυρία Σω διχάστηκε για λίγο ανάμεσα στην βολή της και στα καθήκοντα της συνοδού. Αλλά στο τέλος προτίμησε τη βολή της και με πολλές παραινέσεις στην Μάργκαρετ να προσέχει τον εαυτό της και να μην πάει και κολλήσει κάποιον πυρετό από αυτούς που συνήθως εγκαταβιούν σε τέτοια μέρη, η θεία της την άφησε να πάει εκεί που άλλοτε πήγαινε τόσο συχνά χωρίς να χρειάζεται καμμία άδεια ή προφύλαξη.
Ο Νίκολας έλειπε και στο σπίτι βρισκόταν μόνον η Μαίρη και ένα-δύο από τα παιδιά των Μπάουσερ. Η Μάργκαρετ θύμωσε με τον εαυτό της που δεν είχε κανονίσει την επίσκεψή της μια πιο κατάλληλη ώρα.  Η Μαίρη είχε κάπως αμβλεία σκέψη αν και η καρδιά της ήταν ζεστή κι ευγενική. Μόλις κατάλαβε ότι η Μάργκαρετ είχε έρθει να τους αποχαιρετήσει άρχισε να κλαίει με λυγμούς, τόσο ανεξέλεγκτα, ώστε η Μάργκαρετ θεώρησε ανώφελο να της πει  όλα αυτά που είχε προετοιμάσει καθ’ οδόν με την αμάξα. Μπορούσε μόνο να προσπαθήσει να την παρηγορήσει δίνοντάς της την αόριστη υπόσχεση να κανονίσουν μια συνάντηση κάποια άλλη στιγμή, κάπου αλλού, και την παρακάλεσε να πει στον πατέρα της πόσο επιθυμούσε, αν του ήταν δυνατόν, να περάσει να την δει το απόγευμα, όταν θα είχε τελειώσει τη δουλειά του.

Καθώς έφευγε, σταμάτησε και έριξε μια ματιά τριγύρω. Δίστασε για λίγο και μετά είπε:
«Θα ήθελα να έχω κάτι να μου θυμίζει την Μπέσσυ.»
Αμέσως η γενναιοδωρία της Μαίρη πήρε σάρκα και οστά. Τι θα μπορούσαν να της δώσουν;  Και όταν η Μάργκαρετ πρότεινε μια  μικρή, καθημερινή κούπα που της θύμιζε τις στιγμές που καθόταν μαζί της και την έβλεπε δίπλα της γεμάτη νερό  να δροσίζει τα πυρακτωμένα από την αρρώστια, χείλη της, η Μαίρη είπε:
«Ω, πάρτε κάτι καλύτερο. Αυτή κάνει τέσσερις δεκάρες μοναχά!»
«Αυτή είναι ό,τι πρέπει. Σ’ευχαριστώ.» είπε η Μάργκαρετ και έφυγε γρήγορα ενώ ακόμα η χαρά του ότι είχε κάτι να της δώσει, φώτιζε το πρόσωπο της Μαίρης.
«Και τώρα στην κυρία Θόρντον.» σκέφτηκε. « Είναι κάτι που πρέπει να γίνει.»
Αλλά στην σκέψη και μόνο χλώμιασε και σφίχτηκε. Με δυσκολία μπόρεσε να εξηγήσει στην θεία της ποια ήταν η κυρία Θόρντον και  γιατί θα έπρεπε να την επισκεφτεί για να την αποχαιρετήσει.
Πέρασαν και οι δύο (γιατί η κυρία Σω την συνόδευσε αυτή τη φορά) στο καθιστικό, όπου η φωτιά είχε μόλις αναφτεί στο τζάκι. Η κυρία Σω, τυλίχτηκε στο σάλι της και αναρίγησε.
«Τι παγωμένο δωμάτιο!» είπε.
Χρειάστηκε να περιμένουν μέχρι να έρθει η κυρία Θόρντον. Η καρδιά της είχε κάπως μαλακώσει απέναντι στην Μάργκαρετ τώρα που εκείνη έφευγε και θα την ξεφορτωνόταν.

Θυμήθηκε το πνεύμα της όπως το είχε δει να διαφαίνεται σε  διάφορες περιστάσεις και ακόμα περισσότερο την υπομονή με την οποία είχε βαστάξει μακρόχρονες και κοπιαστικές έγνοιες. Η όψη της ήταν περισσότερο μειλίχια απ’ όσο συνήθως καθώς την χαιρετούσε. Υπήρχε ακόμα και ένα ίχνος τρυφερότητας στον τρόπο της καθώς διέκρινε το οργωμένο από δάκρυα πρόσωπο και το τρέμουλο στη φωνή που η Μάργκαρετ πάσχιζε να σταθεροποιήσει.
«Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τη θεία μου, την κυρία Σω. Φεύγω αύριο από το Μίλτον – δεν γνωρίζω αν το έχετε μάθει, αλλά ήθελα να σας δω άλλη μια φορά κυρία Θόρντον για να … για να ζητήσω συγνώμη για τη συμπεριφορά μου την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Και για να σας πω ότι είμαι σίγουρη πως είχατε καλή πρόθεση – όσο κι αν παρεξηγήσαμε η μία την άλλη.»
Η κυρία Σω ήρθε σε μεγάλη αμηχανία ακούγοντας τα λόγια της Μάργκαρετ.  Ευχαριστίες για την καλοσύνη ! Και συγνώμη για την έλλειψη καλών τρόπων! Όμως η κυρία Θόρντον απάντησε:
« Δεσποινίς Χέηλ, χαίρομαι που μου το αναγνωρίζετε. Δεν έκανα τίποτα περισσότερο παρά αυτό που πίστευα ότι είχα καθήκον να πράξω διαμαρτυρόμενη απέναντί σας, κατ’ αυτόν  τον τρόπο. Επιθυμία μου ήταν  πάντα να λειτουργώ ως φίλη σας. Χαίρομαι που μου το αναγνωρίζετε.»
« Επίσης,» είπε η Μάργκαρετ κοκκινίζοντας καθώς μιλούσε «μήπως θα μπορούσατε να μου αναγνωρίσετε και εσείς τούτο ; Να πιστέψετε  ότι μολονότι δεν μπορώ – δεν είναι επιλογή μου-  να σας δώσω εξηγήσεις για την συμπεριφορά μου, εντούτοις δεν έδρασα με τον ανάρμοστο τρόπο που αντιληφθήκατε;»
Η φωνή της Μάργκαρετ ήταν τόσο τρυφερή και το βλέμμα της τόσο παρακλητικό ώστε η κυρία Θόρντον  για μια φορά  υπέκυψε στην χάρη  στην οποία έως τότε είχε αποδειχτεί άτρωτη.
« Ναι, όντως σας πιστεύω.  Ας μην μιλήσουμε άλλο γι αυτό το θέμα.  Πού σκοπεύετε να μείνετε δεσποινίς Χέηλ;  Κατάλαβα από τα λεγόμενα του κυρίου Μπέλλ πως θα φύγετε από το Μίλτον. Ποτέ δεν συμπαθήσατε αυτήν την πόλη, ξέρετε…» είπε η κυρία Θόρντον  με σκληρό χαμόγελο « αλλά παρ’ όλ’αυτά μην περιμένετε να σας συγχαρώ που φεύγετε.  Πού θα μείνετε ;»
«Με την θεία μου,» απάντησε η Μάργκαρετ γυρνώντας προς την κυρία Σω.
« Η ανηψιά  μου θα εγκατασταθεί στην οικία μου, στη Χάρλευ Στρητ. Την έχω σχεδόν σαν κόρη μου,» είπε η κυρία Σω κυττάζοντας με αγάπη την Μάργκαρετ.  « και χαίρομαι που έχω την ευκαιρία να αναγνωρίσω  ότι σας είμαι υπόχρεη για οποιαδήποτε καλοσύνη δείξατε προς αυτήν. Αν ποτέ εσείς και ο σύζυγός σας  έρθετε στο Λονδίνο, ο γυιός μου και η κόρη μου, ο Λοχαγός και η κυρία Λέννοξ, καθώς και εγώ η ίδια θα κάνουμε σίγουρα ό,τι περνά από το χέρι μας για να σας καλοδεχτούμε.»
Η κυρία Θόρντον σκέφτηκε ότι η Μάργκαρετ δεν είχε μπει στον κόπο να εξηγήσει στη θεία της ποιος ακριβώς ήτανε ο «κύριος Θόρντον» στον οποίο η αριστοκρατική θεία της εξέτεινε την φιλόξενη πρόθεσή της, έτσι απάντησε κοφτά:
« Ο σύζυγός μου απεβίωσε. Ο κύριος Θόρντον είναι ο γυιός μου.  Δεν επισκέπτομαι ποτέ το Λονδίνο, έτσι δεν είναι πιθανόν να επωφεληθώ της ευγενικής σας προσφοράς.»
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ο κύριος Θόρντον. Είχε μόλις επιστρέψει από την Οξφόρδη. Το πένθιμο κοστούμι του δήλωνε το σκοπό για τον οποίο είχε βρεθεί εκεί.
«Τζων,» είπε η μητέρα του «αυτή η κυρία είναι η κυρία Σω, η θεία της δεσποινίδος Χέηλ. Μετά λύπης μου σε πληροφορώ ότι η δεσποινίδα Χέηλ ήρθε για να μας αποχαιρετήσει.»
«Φεύγετε, λοιπόν;» είπε χαμηλόφωνα.
«Μάλιστα,» είπε η Μάργκαρετ. «Φεύγουμε αύριο.»
« Ο γαμβρός μου έρχεται απόψε για να μας συνοδεύσει.» είπε η κυρία Σώ.
Ο κύριος Θόρντον στράφηκε αλλού.  Δεν είχε καθήσει, και τώρα φαινόταν να εξετάζει κάτι πάνω στο τραπέζι, σαν να είχε ανακαλύψει ένα κλειστό γράμμα το οποίο τον έκανε να λησμονήσει την συντροφιά που βρισκόταν εκεί. Δεν φάνηκε καν να αντιλήφθηκε τη στιγμή που σηκώθηκαν να φύγουν. Εντούτοις  προχώρησε μπροστά για να συνοδεύσει την κυρία Σω κάτω στην άμαξα.
Καθώς ερχόταν η άμαξα, εκείνος και η Μάργκαρετ στέκονταν πλάι- πλάι στην είσοδο του σπιτιού, και ήταν αδύνατον να μην έρθει στο μυαλό τους η ανάμνηση  της μέρας εκείνης που είχαν ξεσπάσει οι ταραχές.
Εκείνος θυμήθηκε και τα λόγια που αντάλλαξαν την επόμενη ημέρα. Την παθιασμένη της δήλωση ότι νοιαζόταν γι αυτόν τόσο,  όσο και για τον κάθε έναν από εκείνο το βίαιο, απεγνωσμένο πλήθος. Και στην ανάμνηση εκείνων των σαρκαστικών της λόγων το πρόσωπό του σκλήρυνε παρ’όλο που η καρδιά του χτυπούσε δυνατά  λαχταρώντας την αγάπη.
«Όχι!» είπε « Ρίσκαρα μια φορά και τα έχασα όλα. Ας φύγει λοιπόν. Κι ας πάρει μαζί της τη πέτρινη  καρδιά και την ομορφιά της. Πόσο σφιγμένη και φοβισμένη φαίνεται τώρα, παρά το κάλλος του προσώπου της. Φοβάται πως θα πω κάτι που θα πρέπει να το αντικρούσει σθεναρά. Ασ’ την να  φύγει. Μπορεί να είναι καλλονή και πλούσια κληρονόμος αλλά δεν θα βρει καρδιά πιο αληθινή από τη δική μου. Ασ’ την να  φύγει.»
Και δεν υπήρχε στη φωνή του  ούτε ίχνος μεταμέλειας ή οποιουδήποτε συναισθήματος καθώς την αποχαιρετούσε. Πήρε με ήρεμη αποφασιστικότητα  το χέρι που του προσφέρθηκε και το άφησε να πέσει απρόσεκτα σαν ένα ξερό,  μαραμένο λουλούδι. Όμως ο κύριος Θόρντον δεν ξαναφάνηκε στο σπίτι του εκείνη την ημέρα. Είχε πολλή δουλειά ή τουλάχιστον έτσι είπε.

.....................................................................................................................................................

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Κεφάλαιο 42ο "Μονάχη! Ολομόναχη!"




 Μονάχη! Ολομόναχη!

Το πλήγμα ήταν μεγάλο. Η Μάργκαρετ  περιέπεσε σε κατάθλιψη, μια κατάσταση που δεν εκδηλωνόταν με  δάκρυα και λυγμούς, ούτε μπορούσε να βρει λύτρωση μέσα από τα λόγια. Ξαπλωμένη στον καναπέ, με τα μάτια της κλειστά, δεν μιλούσε, εκτός αν της απηύθυναν το λόγο και πάλι απαντούσε ψιθυριστά. Ο κύριος Μπελλ ήταν σε αμηχανία. Δεν τολμούσε να την αφήσει αλλά δεν τολμούσε και να της προτείνει να τον συνοδέψει πίσω στην Οξφόρδη, κάτι που ήταν στα σχέδια που είχε κάνει στο δρόμο για το Μίλτον, μια που η σωματική της εξάντληση ήταν πολύ μεγάλη ώστε να ανταπεξέλθει σε τέτοια κόπωση – για να μην αναφέρει κανείς το θέαμα το οποίο θα έπρεπε να αντικρίσει. Ο κύριος Μπέλλ, κάθισε δίπλα στη φωτιά αναλογιζόμενος τι θα ήταν καλύτερο να πράξει. Η Μάργκαρετ βρισκόταν δίπλα του ακίνητη και σχεδόν άπνους. Δεν θα την άφηνε μόνη της ούτε καν για το δείπνο που είχε ετοιμάσει – με δακρύβρεκτη φιλοξενία – η Ντίξον, αλλά η πείνα τον έβαζε σε πειρασμό. Του έστειλαν επάνω μια γεμάτη πιατέλα. Συνήθως ήταν εκλεκτικός στο φαγητό του και ήξερε να διακρίνει και να απολαμβάνει τις γεύσεις αλλά τώρα το καλομαγειρεμένο κοτόπουλο έμοιαζε σαν πριονίδι. Ξεχώρισε ένα μέρος για την Μάργκαρετ, το ψιλόκοψε και το αλατοπιπέρωσε. Όμως όταν η Ντίξον, ακολουθώντας τις οδηγίες του προσπάθησε να την ταίσει, εκείνη με ένα αδύναμο νεύμα του κεφαλιού, έδειξε πως ήταν σε τέτοια κατάσταση, ώστε το φαγητό θα της προκαλούσε ασφυξία αντί να την θρέψει.
Ο κύριος Μπελλ αναστέναξε  βαθιά. Σήκωσε το γέρικο κορμί του   (δύσκαμπτο εξαιτίας του πολύωρου ταξιδιού) από την αναπαυτική στάση που είχε πάρει  και ακολούθησε την Ντίξον έξω από το δωμάτιο.
«Δεν μπορώ να την αφήσω μόνη της. Θα πρέπει να γράψω στην Οξφόρδη για να φροντίσουν τα απαραίτητα. Μπορούν να προχωρήσουν με τις ετοιμασίες μέχρι την άφιξή μου. Δεν μπορεί να έρθει η κυρία  Λέννοξ  να μείνει μαζί της ; Θα της γράψω λέγοντάς της πως πρέπει να έρθει. Το κορίτσι χρειάζεται μια γυναικεία συντροφιά, έστω και μόνο για να μπορέσει να κλάψει.»


Η Ντίξον έκλαιγε – έκλαιγε αρκετά για δύο ανθρώπους. Αφού σκούπισε όμως τα μάτια της και έκανε πιο σταθερή τη φωνή της, κατάφερε να πει στον κύριο Μπέλλ ότι η  κυρία Λέννοξ δεν θα ήταν σε θέση προς το παρόν να ταξιδέψει καθώς δεν ήταν πολύς καιρός που είχε γεννήσει.
«Μάλιστα ! Τότε υποθέτω, ότι θα μπορούσαμε να έχουμε την κυρία Σω. Έχει επιστρέψει στην Αγγλία, δεν είναι έτσι ;»
«Μάλιστα, κύριε, επέστρεψε. Όμως δεν νομίζω ότι θα  ήθελε να αφήσει μόνη της την κυρία Λέννοξ σε μια τέτοια σημαντική περίοδο της ζωής της.» είπε η Ντίξον που δεν ενέκρινε και τόσο την ιδέα του να μπει κάποιος ξένος στο νοικοκυριό της και να μοιραστεί μαζί της το  ιεραρχικό της δικαίωμα να φροντίζει την Μάργκαρετ.
« Να  τη βράσω τη σημαντική περίοδο !» Ο κύριος Μπέλλ συγκρατήθηκε για να μην πει τίποτα χειρότερο. « Μπορούσε μια χαρά να βρίσκεται στην Βενετία, στη Νάπολη ή σε κάποια άλλη Παπική πολιτεία  την τελευταία φορά που τέτοια σημαντική περίοδος έλαβε χώρα- στην Κέρκυρα συγκεκριμένα αν δεν απατώμαι. Και τι είδους σημαντική περίοδος είναι για την βαθύπλουτη αυτή κυρία, σε σχέση με  αυτό το φτωχό πλάσμα εδώ, την  αβοήθητη, χωρίς σπίτι και φίλους Μάργκαρετ, που κείτεται εδώ στον καναπέ ακίνητη λες και έχει πετρώσει πάνω από κάποιο μνήμα ; Σου λέω, πως η κυρία Σω θα έρθει. Φρόντισε να της ετοιμάσεις μέχρι αύριο το βράδυ ένα δωμάτιο ή ό,τι άλλο χρειαστεί. Θα φροντίσω εγώ να έρθει.»

..................................................................................................................................................................
Υπό το ίδιο πνεύμα αγαθοεργίας, η κυρία Σω ταξίδευε προς το Μίλτον, περιστασιακά φοβούμενη την στιγμή της πρώτης συνάντησης και αναλογιζόμενη πώς θα την  ξεπεράσει. Συχνότερα όμως σχεδίαζε  το πόσο σύντομα θα  έπαιρνε την Μάργκαρετ μακριά από  «αυτό το φρικτό μέρος» και θα την πήγαινε πίσω στις κομψές ανέσεις της Χάρλευ Στρήτ.
«Ω, Θεέ μου!» είπε στην υπηρέτριά της «κύτταξε αυτές τις καμινάδες! Η καημένη η αδελφή μου! Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να ξεκουραστώ  στη Νάπολη αν γνώριζα περί τίνος ακριβώς επρόκειτο! Έπρεπε να είχα έρθει να τις  πάρω  και να φύγω - και εκείνη και την Μάργκαρετ.» Και μέσα της αναγνώρισε ότι  πάντα πίστευε πως ο γαμβρός της ήταν μάλλον αδύναμος χαρακτήρας, αλλά δεν τον είχε θεωρήσει ποτέ τόσο αδύναμο όσο τώρα, που έβλεπε  για τι είδους μέρος είχε ανταλλάξει το όμορφο σπίτι στο Χέλστοουν.
 Η Μάργκαρετ παρέμενε στην ίδια κατάσταση: ωχρή, ακίνητη, αμίλητη, αδάκρυτη. Της είχαν πει ότι θα ερχόταν η θεία της, η κυρία Σω, όμως δεν είχε εκφράσει ούτε  έκπληξη ή χαρά, ούτε δυσαρέσκεια. Ο κύριος Μπέλλ,  ο οποίος είχε ξαναβρεί την όρεξή του και εκτιμούσε τις προσπάθειες της Ντίξον για να τον ευχαριστήσει, εις μάτην προσπαθούσε να την κάνει να δοκιμάσει λίγη σούπα από θαλασσινά μαζί με ψωμί. Κούνησε το κεφάλι της με την ίδια ήσυχη επιμονή όπως και την προηγούμενη ημέρα, συνεπώς ήταν υποχρεωμένος να παρηγορηθεί με το να τη φάει όλη εκείνος.
Όμως η Μάργκαρετ ήταν η πρώτη που άκουσε τη άμαξα που έφερνε τη θεία της από το σταθμό να σταματά μπροστά στο σπίτι. Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν και τα χείλη της κοκκίνησαν και σάλεψαν.  Ο κύριος Μπέλλ κατέβηκε να συναντήσει την κυρία Σω και όταν ανέβηκαν επάνω, βρήκαν την Μάργκαρετ να στέκεται ορθή προσπαθώντας να υπερνικήσει την ζαλάδα της. Μόλις είδε την θεία της, έτρεξε στην αγκαλιά που άνοιξε να την υποδεχθεί και βρήκε για πρώτη φορά ανακούφιση ξεσπώντας σε δάκρυα στον ώμο  της. Εκείνος ο ήρεμος τρόπος αγάπης  που γνώριζε τόσο καλά, η σχέση της  με την νεκρή, η ανεξήγητη ομοιότητα στην όψη, στο ύφος και στους τρόπους, χαρακτηριστική σε όσους είναι συγγενείς, θύμισε τόσο έντονα στην Μάργκαρετ την πεθαμένη μητέρα της, ώστε η μουδιασμένη καρδιά της  έλιωσε και αναλύθηκε σε καυτά δάκρυα.
Ο κύριος Μπέλλ έφυγε κλεφτά από το δωμάτιο και κατέβηκε στο γραφείο όπου παρήγγειλε να του ανάψουν μια φωτιά και προσπάθησε να διασκεδάσει τις σκέψεις του κατεβάζοντας και εξετάζοντας διάφορα βιβλία. Κάθε  τόμος του έφερνε κάποια ανάμνηση ή κάτι που του είχε συστήσει  ο αποβιώσας φίλος του. Μπορεί να ήταν μια διαφορετική ενασχόληση από την επί διημέρου επαγρύπνηση για την Μάργκαρετ, αλλά δεν βοηθούσε τη σκέψη του να στραφεί αλλού.  Χάρηκε ακούγοντας την φωνή του κυρίου Θόρντον να ρωτά κάτι στην είσοδο. Η Ντίξον τον απέπεμπε με ύφος ευγενικής μεγαλοπρέπειας, γιατί η εμφάνιση της υπηρέτριας της κυρίας Σω της έφερε στο νου αναμνήσεις του παλαιού μεγαλείου, του ευγενούς αίματος των Μπέρσφορντ, της «θέσης» (έτσι ήθελε να την αποκαλεί) από την οποία εκείνη και η νεαρή κυρία της είχαν αποκοπεί και που τώρα έμελλε – γένοιτο, Κύριε-  να αποκατασταθούν.
Οι αναμνήσεις, στις οποίες εντρυφούσε αυτάρεσκα καθώς κουβέντιαζε με την υπηρέτρια της κυρίας Σω, επιδέξια εκμαιεύοντάς της λεπτομέρειες για τα του σπιτιού στην Χάρλεη Στρήτ, προς  γνώση και πληροφόρηση της Μάρθας που άκουγε από δίπλα, έκανε την Ντίξον να θεωρεί ότι μπορεί να αντιμετωπίζει κάπως «αφ’υψηλού»  όλους τους κατοίκους του Μίλτον. Συνεπώς, παρότι πάντα αισθανόταν  δέος για  τον κύριο Θόρντον, προσπαθούσε με καταδεκτική ευγένεια να τον πληροφορήσει πως δεν μπορούσε να δει κανέναν από τους ενοίκους του σπιτιού εκείνο το βράδυ. Ένοιωσε μάλλον άβολα όταν ο κύριος Μπέηλ άνοιξε την πόρτα του γραφείου και  διέψευσε τα λεγόμενά της φωνάζοντας:
«Θόρντον! Εσύ είσαι; Έλα μέσα για λίγα λεπτά . Θέλω να σου μιλήσω.» Ετσι, ο κύριος Θόρντον προχώρησε στο γραφείο και η  Ντίξον χρειάστηκε να αποσυρθεί  στην κουζίνα όπου και αποκατέστησε την αυτοεκτίμησή της αφηγούμενη μια θαυμαστή ιστορία για την άμαξα με τα έξι άλογα που είχε ο Σερ Τζων Μπέρσφορν όταν ήταν κυβερνήτης.
«Δεν ξέρω τι ήθελα να σου πω, τελικά. Μόνον ότι είναι αρκετά θλιβερό να κάθεται κανείς σε ένα δωμάτιο όπου τα πάντα σου θυμίζουν έναν φίλο που έφυγε. Όμως έπρεπε να αφήσω μόνες τους την Μάργκαρετ με τη θεία της στο καθιστικό.»
« Ήρθε η κυρία….η θεία της ;» ρώτησε ο κύριος Θόρντον.
«Αν ήρθε ; Βεβαίως! Με τη συνοδεία της  υπηρέτριάς της και όλα τα σχετικά. Θα πίστευε κανείς ότι θα ερχόταν μόνη της, σε  μια τέτοια στιγμή! Και τώρα πρέπει να φύγω και να πάω να εγκατασταθώ στο ξενοδοχείο Κλάρεντον.»
«Δεν χρειάζεται να πας στο Κλάρεντον. Έχουμε πέντε ή έξι άδεια δωμάτια στο σπίτι.»
« Είναι καλά αερισμένα ;»
«Νομίζω πώς ως προς αυτό θα πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη στην μητέρα μου.»
«Τότε θα τρέξω μια στιγμή επάνω να πω σ’αυτό το καημένο το κορίτσι καληνύχτα, να υποβάλλω τα σέβη μου στη θεία της και έρχομαι αμέσως μαζί σου.»
Ο κύριος Μπέλλ έμεινε κάμποσο επάνω.  Ο κύριος Θόρντον άρχισε να σκέφτεται ότι αργοπορούσε καθώς είχε πολλές δουλειές και μόλις και μετά βίας είχε μπορέσει να βρει λίγο χρόνο για να τρέξει στο Κράμπτον να ρωτήσει για την Μάργκαρετ.
Όταν τελικά  βγήκαν έξω και πήραν το δρόμο τους, ο κύριος Μπέλλ είπε:
«Με καθυστέρησαν στο σαλόνι εκείνες οι γυναίκες.  Η κυρία Σω αδημονούσε να επιστρέψει στο σπίτι της – προς χάριν της θυγατέρας της, είπε- και επιθυμούσε να φύγει αμέσως η Μάργκαρετ μαζί της. Εκείνη πάλι είναι σε θέση να ταξιδέψει τόσο όσο είμαι εγώ σε θέση να πετάξω. Εκτός αυτού, καθώς είπε- και δικαίως- έπρεπε να δει κάποιους φίλους – και  να αποχαιρετήσει κάποιους ανθρώπους και τότε η θεία της την αναστάτωσε θυμίζοντάς της τις παλιές υποχρεώσεις της και λέγοντας ότι ξεχνά τους παλιούς της φίλους. Και τότε εκείνη ξεσπώντας σε κλάματα είπε πως  ευχαρίστως θα φύγει από ένα μέρος στο οποίο υπέφερε τόσο πολύ. Τώρα πρέπει να φύγω για την Οξφόρδη αύριο και δεν ξέρω ποια από τις δύο πλευρές να υποστηρίξω.»
Έκανε παύση σαν να περίμενε μια απάντηση αλλά ο συνοδοιπόρος του έμεινε σιωπηλός καθώς στο μυαλό του αντηχούσε η φράση « το μέρος στο  οποίο υπέφερε τόσο πολύ».  Αλίμονο!- έτσι θα θυμόταν  εκείνη αυτούς τους 18 μήνες στο Μίλτον – χρόνο που γι αυτόν  ήταν τόσο απερίγραπτα πολύτιμος  ακόμα κι ως τα κατάβαθα  της πίκρας  του, μια πίκρα που άξιζε  όλη την χαρά  της υπόλοιπης ζωής του. Ούτε η απώλεια του πατέρα του ή της μητέρας του, όσο κι αν την αγαπούσε δεν θα μπορούσε να του είχε δηλητηριάσει την ανάμνηση εκείνων των εβδομάδων, των ημερών, των ωρών όταν με ένα περίπατο δύο μιλίων, κάθε του βήμα τον έφερνε πλησιέστερα στην γλυκειά της παρουσία – κάθε βήμα ήταν χρυσάφι όπως και κάθε βήμα που τον έπαιρνε μακριά της τον έκανε να ανακαλεί μία ακόμη χάρη στη συμπεριφορά της  ή έναν ακόμα ευχάριστο εξαγνισμό (;) του χαρακτήρα της. Ναι ! Ο,τιδήποτε και να συνέβαινε στον ίδιο, έξω από την σχέση του μαζί της, δεν θα μπορούσε να είχε αναφερθεί σε αυτό το διάστημα ως καιρό οδύνης, όταν  μπορούσε να τη δει κάθε μέρα, όταν  βρισκόταν εκεί και  μπορούσε να την έχει κοντά του. Για εκείνον ήταν μια περίοδος εξαιρετικής απόλαυσης με όλα τα αγκάθια και τις ύβρεις, συγκρινόμενη με την πενία που υφέρπουσα παραμόνευε στην προσμονή ενός μέλλοντος που αναμφίβολα δεν θα έφερνε στη ζωή του ούτε φόβο ούτε ελπίδα.
Η κυρία Θόρντον και η Φάννυ ήταν στην τραπεζαρία – η τελευταία φτεροκοπούσε εδώ κι εκεί με αγαλλίαση, καθώς η υπηρέτρια κρατούσε το ένα στιλπνό  ύφασμα μετά το άλλο για να δουν πώς θα φαινόταν το νυφικό στο φως των κεριών. Η μητέρα της προσπαθούσε αληθινά να δείξει ενδιαφέρον αλλά αδυνατούσε. Ούτε η αισθητική ούτε τα ενδύματα ήταν μέσα στα ενδιαφέροντά της  και επιθυμούσε ολόψυχα να  είχε δεχθεί η Φάννυ την πρόταση του αδερφού της για να αναλάβει το νυφικό της μια πρώτης τάξεως μοδίστρα στο Λονδίνο, αντί  τις ατελείωτες, οχληρές συζητήσεις και τα ακατάστατα πέρα-δώθε που προέκυψαν από την επιμονή της Φάννυ να διαλέξει και να επιβλέψει η ίδια τα πάντα. Από την μεριά του ο κύριος Θόρντον ευχαρίστως και με ευγνωμοσύνη επιδοκίμαζε τον όποιο λογικό άνδρα που μπόρεσε να αιχμαλωτισθεί από τον δεύτερης κλάσης χαρακτήρα και τη συμπεριφορά της Φάννυ, έτσι ώστε να της παρέχει αφειδώς τα μέσα για να αγοράσει λούσα τα οποία στην καρδιά της συναγωνίζονταν αν δεν ξεπερνούσαν την αγάπη της προς τον μέλλοντα σύζυγό της. Όταν μπήκαν στο δωμάτιο ο αδελφός της και ο κύριος Μπελλ, η Φάννυ κοκκίνησε, χαζογέλασε και άρχισε να τριγυρνά αφοσιωμένη  τόσο επιδεικτικά με την ασχολία της που θα είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον οποιουδήποτε άνδρα πλην του κυρίου Μπέλλ. Αν έστρεψε διόλου την σκέψη του προς εκείνη, τα μετάξια της και τα σατέν της,  ήταν μονάχα για να αντιπαραβάλει την ίδια και αυτά με  τη χλωμή θλίψη που είχε αφήσει πίσω του , να κάθεται ακίνητη με το κεφάλι γυρτό  και διπλωμένα τα χέρια, σε ένα δωμάτιο όπου η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη ώστε μπορούσε κανείς να φανταστεί πως η βοή στα αυτιά του που προσπαθούσαν να συλλάβουν κάποιον ήχο, ήταν τα φαντάσματα των πεθαμένων που ακόμα τριγύριζαν τους αγαπημένους τους. Επειδή μόλις ανέβηκε ο κύριος Μπέλλ επάνω, η κυρία Σω ήταν  αποκοιμισμένη στον καναπέ και κανείς ήχος δεν τάραζε τη σιωπή.
Η κυρία Θόρντον υποδέχτηκε τον κύριο Μπέλλ φιλόξενα και με κάθε επισημότητα. Ήταν στο απόγειο της ευγένειάς της όταν υποδεχόταν φίλους του γυιού της, στο σπίτι του γυιού της και όσο πιο απρόσμενοι ήταν οι καλεσμένοι τόσο μεγαλύτερη τιμή ένοιωθε για τις θαυμάσιες πραγματικά ετοιμασίες της για νοιώθουν άνετα στο νοικοκυριό της.
«Πώς είναι η δεσποινίς Χέηλ;» ρώτησε.
«Τόσο συντετριμμένη από αυτό το τελευταίο πλήγμα, όσο θα περίμενε κανείς να είναι.»
«Είμαι σίγουρη ότι  της κάνει καλό που έχει δίπλα της  έναν τέτοιον φίλο όπως εσείς.»
«Μακάρι να ήμουν ο μόνος της φίλος, κυρία μου. Τολμώ να πώ ότι ακούγεται βάρβαρο, όμως εκτοπίστηκα από την θέση μου ως παρηγορητής και σύμβουλος από μία αριστοκρατική θεία της, μία λαίδη. Και υπάρχουν εξαδέλφια στο Λονδίνο που την διεκδικούν επίσης ως να ήταν ένα σκυλάκι συντροφιάς που τους ανήκει. Κι εκείνη είναι πολύ αδύναμη και δυστυχής ώστε να έχει δική της γνώμη.»
«Πρέπει να είναι όντως αδύναμη,» είπε η κυρία Θόρντον με έναν υπαινιγμό τον οποίο ο γυιός της κατάλαβε καλά.  «Όμως,» συνέχισε η κυρία Θόρντον « πού βρίσκονταν όλοι αυτοί οι συγγενείς όταν η δεσποινίς  Χέηλ φαινόταν σχεδόν  χωρίς φίλους και είχε αναμφίβολα μεγάλα δεινά να υπομείνει ;»  Αλλά φαίνεται πώς δεν την ενδιέφερε να λάβει απάντηση στην ερώτησή της, γι αυτό και έφυγε από το δωμάτιο για να διευθετήσει κάποια οικιακά θέματα.
«Ζούσαν στο εξωτερικό. Έχουν κάποιες αξιώσεις επάνω της. Ως προς αυτό τους δικαιολογώ. Η θεία της την μεγάλωσε και με την εξαδέλφη της είναι σαν αδελφές. Αυτό που με στεναχωρεί, βλέπεις, είναι ότι ήθελα να την αναλάβω ως παιδί μου και ζηλεύω αυτούς τους ανθρώπους  που δεν φαίνεται να εκτιμούν το πλεονέκτημα  που τους δίνει αυτό τους  το δικαίωμα. Αν ο Φρέντερικ την διεκδικούσε, αυτό βέβαια, θα ήταν διαφορετικό.»
«Ο Φρέντερικ ;!» αναφώνησε ο κύριος Θόρντον. «Ποιος είναι αυτός ;  Με ποιο δικαίωμα…» έκοψε απότομα την οργισμένη του ερώτηση.
«Ο Φρέντερικ!» είπε με έκπληξη ο κύριος Μπέλλ. «Μα, δεν το γνωρίζεις;  Είναι ο αδελφός της.  Δεν έχεις ακούσει ποτέ γι αυτόν;»
«Δεν έχω ακούσει ποτέ ξανά αυτό το όνομα. Πού βρίσκεται ; Ποιος είναι ;»
«Είμαι σίγουρος ότι σου μίλησα γι αυτόν όταν είχε πρωτοέρθει η οικογένεια στο Μίλτον. Είναι ο γυιός που είχε αναμειχθεί σε εκείνη την ανταρσία.»
« Δεν άκουσα να γίνεται καμμία αναφορά στο όνομά του, μέχρι τώρα. Πού ζει;»
«Στην Ισπανία. Αν πατήσει το πόδι του σε Αγγλικό έδαφος, θα τον συλλάβουν. Το καημένο το παιδί ! Θα στεναχωρηθεί που δεν θα μπορέσει να ακολουθήσει την κηδεία του πατέρα του. Θα πρέπει να αρκεστούμε στον Λοχαγό Λέννοξ, γιατί δεν ξέρω άλλους συγγενείς για να καλέσω.»
«Ελπίζω ότι θα μου επιτραπεί να έρθω.»
«Βεβαιότατα. Ευχαρίστως. Είσαι καλός άνθρωπος, τελικά, Θόρντον.  Ο Χέηλ σε συμπαθούσε. Μόλις τις προάλλες μου μιλούσε για σένα στην Οξφόρδη. Στεναχωριόταν που σε έβλεπε ελάχιστα, τον τελευταίο καιρό. Σου είμαι υπόχρεος που θέλεις να του υποβάλεις τον προσήκοντα σεβασμό.»
«Σχετικά με τον  Φρέντερικ, όμως…. Δεν έρχεται ποτέ στην Αγγλία;»
«Ουδέποτε.»
«Δεν βρισκόταν εδώ την εποχή που πέθανε η κυρία Χέηλ;»
«Όχι. Βλέπεις, ήμουν εδώ τότε. Είχα καιρό να δω τον Χέηλ, και αν θυμάσαι είχα έρθει. Όχι. Ήταν λίγο καιρό μετά από αυτό.  Αλλά ο καημένος ο Φρέντερικ δεν ήταν εδώ εκείνον τον καιρό . Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι ήταν ;»
«Είδα έναν νεαρό να περπατά με την δεσποινίδα Χέηλ κάποια μέρα,» απάντησε  ο κύριος Θόρντον «και νομίζω ότι ήταν περίπου εκείνον τον καιρό.»
«Ω, θα ήταν εκείνος ο νεαρός Λέννοξ, ο αδελφός του λοχαγού. Είναι δικηγόρος και βρισκόταν σε συχνή αλληλογραφία μαζί τους. Νομίζω ότι ο κύριος Χέηλ μου έλεγε πως πίστευε ότι θα τους επισκεπτόταν. Ξέρεις..» είπε ο κύριος Μπέλλ στρέφοντας απότομα και κλείνοντας το ένα του μάτι ενώ με το άλλο εξέταζε εμβριθώς το πρόσωπο του κυρίου Θόρντον «  πώς κάποτε πίστευα ότι  έτρεφες τρυφερά αισθήματα για την Μάργκαρετ ;»
Καμμία απάντηση. Καμμία αλλαγή στην έκφρασή του.
« Το ίδιο πίστευε και ο καημένος ο Χέηλ. Όχι απ’ την αρχή βέβαια, και όχι πριν του βάλω εγώ την ιδέα στο μυαλό.»
«Θαύμαζα την δεσποινίδα Χέηλ. Ο καθένας το ίδιο θα έκανε. Είναι όμορφο πλάσμα.» αναγκάστηκε να παραδεχθεί ο κύριος Θόρντον κάτω  από τις επίμονες ερωτήσεις του κυρίου Μπέλλ.
« Και αυτό είναι όλο! Μπορείς να μιλάς για εκείνη με αυτό το μετρημένο ύφος, απλώς ως ‘ένα όμορφο πλάσμα’  - σαν κάτι που απλά δίνει γοητεύει το μάτι. Ήλπιζα ότι έχεις αρκετή αρχοντιά μέσα σου για να της προσφέρεις την καρδιά σου. Αν και πιστεύω – ή μάλλον το γνωρίζω-  ότι εκείνη θα σε απέρριπτε, η αλήθεια είναι ότι ακόμα και το να την έχεις αγαπήσει χωρίς ανταπόκριση θα σε είχε ανεβάσει σε μεγαλύτερα ύψη από όλους εκείνους, όποιοι κι αν είναι, που έχει ακουστεί ότι την αγάπησαν. Ακούς εκεί ‘όμορφο πλάσμα’ ! Μιλάς γι αυτήν σαν να μίλαγες για ένα άλογο ή ένα σκύλο;»
Τα μάτια του κυρίου Θόρντον άστραψαν πυρακτωμένα κάρβουνα.
«Κύριε Μπέλλ», είπε «πριν μιλήσετε κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έπρεπε να θυμάστε ότι δεν έχουν όλοι οι άνδρες τη δυνατότητα να εκφραστούν με τέτοια ελευθερία όπως εσείς. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο.» Γιατί μ’ όλο που η καρδιά του αναπηδούσε σαν σε κάλεσμα τρομπέτας με κάθε λέξη που έλεγε ο κύριος Μπέλλ,  και μ’ όλο που ήξερε πως από τούδε και στο εξής ο ηλικιωμένος Ακαδημαϊκός της Οξφόρδης θα κατείχε ξεχωριστή θέση στην καρδιά του με αυτά που είχε πει, εντούτοις τίποτα δεν θα τον ανάγκαζε να εκφράσει  τα συναισθήματά του για την Μάργκαρετ. Επειδή κάποιος  άλλος εκθείαζε εκείνην  που ο ίδιος αγαπούσε κρυφά και παθιασμένα δεν θα έπεφτε στην παγίδα να προσπαθήσει να τον ξεπεράσει σε επαίνους. Έτσι, έστρεψε την συζήτηση σε κάποια ανούσια ζητήματα που απασχολούσαν εκείνον και τον κύριο Μπέλλ με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη και  του ενοικιαστή.
«Τι είναι εκείνος ο σωρός από τούβλα και λάσπη που είδα δίπλα στην αυλή; Χρειάζονται  να γίνουν κάποιες επισκευές ;»
«Όχι, καμμία απολύτως, ευχαριστώ.»
« Οικοδομείς κάτι με δικά σου έξοδα ; Σε αυτήν την περίπτωση, σου είμαι υπόχρεος.»
«Φτιάχνω μια τραπεζαρία – για τους άνδρες, δηλαδή. Τους εργάτες.»
«Θα σε θεωρούσα ιδιότροπο  αν δεν σου έφτανε για τραπεζαρία αυτό εδώ το δωμάτιο – και είσαι και εργένης.»
«Γνώρισα έναν περίεργο τύπο και έβαλα στο σχολείο ένα-δυό από τα παιδιά που έχει υπό την προστασία του. Έτσι λοιπόν, κάποια  μέρα που περνούσα από το σπίτι του για κάποια πληρωμή που έπρεπε να γίνει, είδα να ετοιμάζουν για δείπνο ένα άθλιο, λιπαρό  κομμάτι κρέας που τσιγαριζόταν σε μηλίτη και μπήκα σε σκέψεις. Αλλά ήταν η μεγάλη  άνοδος στις τιμές των τροφίμων  τον φετινό χειμώνα που με έκανε να αναλογιστώ  πώς αγοράζοντας τρόφιμα χονδρικής και μαγειρεύοντας σε μεγάλες ποσότητες  μπορούν να εξοικονομηθούν χρήματα και να γίνουν τα πράγματα πιο εύκολα.  Έτσι μίλησα στο φίλο μου – μπορείς να τον πεις και εχθρό μου, τον άνθρωπο που σας ανέφερα πριν, και εκείνος βρήκε ψεγάδια σε κάθε λεπτομέρεια της ιδέας μου. Συνεπώς, την  έβαλα στην άκρη τόσο επειδή δεν ήταν λειτουργική όσο και επειδή αν την  επέβαλλα δια της βίας θα παραβίαζα την ανεξαρτησία των εργατών μου. Και ξαφνικά, εκείνος ο Χίγκινς, ήρθε και ευγενικώς προσφερθείς, έδωσε την συγκατάθεσή του για ένα σχέδιο τόσο ίδιο με το δικό μου, που θα μπορούσα κάλλιστα να αξιώσω την πατρότητά του. Επιπλέον, το ενέκριναν πολλοί από τους συνάδελφούς του με τους οποίους είχε μιλήσει. Ομολογώ ότι ‘τσαντίστηκα’ λίγο με τον τρόπο του και  σκέφτηκα να τους αφήσω στην τύχη τους κι ας έκαναν ό,τι ήθελαν. Όμως  μου φάνηκε κάπως παιδιάστικο να παρατήσω ένα σχέδιο το οποίο κάποτε πίστευα ως σωστό και καλώς τεκμηριωμένο μόνο και μόνο επειδή εγώ δεν θα ελάμβανα τα εύσημα για την πατρότητά του. Έτσι, ψύχραιμα ανέλαβα τον ρόλο που μου ανατέθηκε και που ήταν περίπου αυτός του υπεύθυνου τροφοδοσίας  μιας λέσχης. Αγοράζω  τις προμήθειες  χονδρικής και φροντίζω να βρω μια κατάλληλη μαγείρισσα ή οικοδέσποινα.»
« Ελπίζω να τα καταφέρεις καλά στα νέα σου καθήκοντα. Ξέρεις  από πατάτες και κρεμμύδια ; Υποθέτω όμως ότι η κυρία Θόρντον θα σε βοηθά στις αγορές.»
«Καθόλου» απάντησε ο κύριος Θόρντον. «Διαφωνεί με το όλο σχέδιο, έτσι τώρα δεν το αναφέρουμε καθόλου μεταξύ μας. Αλλά τα καταφέρνω αρκετά καλά, αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες από την αγορά στο Λίβερπουλ, ενώ ως προς το κρέας με εξυπηρετεί ο οικογενειακός μας χασάπης. Σας διαβεβαιώ ότι τα γεύματα που ετοιμάζει η μαγείρισσα δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα.»
«Δοκιμάζεις κάθε πιάτο όπως βγαίνει από το μαγειρείο, λόγω της καινούριας σου θέσης; Ελπίζω να διαθέτεις λευκή ράβδο.»
«Στην αρχή πρόσεχα πολύ στο να περιορίζομαι μόνον στα καθήκοντα του τροφοδότη και πάλι, περισσότερο υπάκουα στις παραγγελίες των εργατών , έτσι όπως μου τις  μετέφερε η μαγείρισσα, παρά ενεργούσα με τη δική μου κρίση. Κάποια στιγμή το βοδινό ήταν πολύ μεγάλο, άλλοτε το αρνί δεν ήταν αρκετά παχύ. Νομίζω ότι είδαν πόσο προσεκτικός ήμουν στο να τους αφήνω ελεύθερους και να μην παρεμβαίνω  με τις δικές μου ιδέες, έτσι κάποια μέρα, ήρθαν δύο –τρεις από τους εργάτες – μαζί τους και ο φίλος μου ο Χίγκινς- και μου ζήτησαν να περάσω και να πάρω ένα πιάτο φαγητό. Είχα πολύ δουλειά εκείνη την ημέρα, αλλά είδα ότι οι άνδρες θα προσβάλλονταν αν, αφού έκαναν την προσπάθεια από τη μεριά τους δεν έκανα κι εγώ ένα βήμα να συναντηθούμε στα μισά. Έτσι, πήγα, και ωραιότερο φαγητό δεν έχω ξαναφάει. Τους είπα (στους διπλανούς μου δηλαδή, γιατί δεν σηκώθηκα να βγάλω και λόγο) πόσο πολύ μου άρεσε, και για κάμποσο καιρό, όποτε είχαν αυτό το συγκεκριμένο πιάτο στο διαιτολόγιό τους, δεν υπήρχε περίπτωση να μην έρθουν να μου πουν ‘Αφεντικό, έχουμε βραστό σήμερα, θα κοπιάσεις;» Αν δεν με είχαν προσκαλέσει, δεν θα είχα παρεισδύσει στην συντροφιά τους, όπως δεν θα τολμούσα να πάω σε τραπεζαρία ενός στρατώνα χωρίς πρόσκληση.»
«Έχω την εντύπωση ότι παρακωλύεις τις συζητήσεις τους. Δεν θα μπορούν να κακολογήσουν τα αφεντικά εν τη παρουσία σου. Υποψιάζομαι ότι το κάνουν τις μέρες που δεν έχει βραστό στο μενού.»


............................................................................................................................................................