Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Κεφάλαιο 43ο "Η φυγή της Μάργκαρετ"



Κεφάλαιο 43

«Η ΦΥΓΗ ΤΗΣ ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ »
.................................................................................................................................................................


Έτσι, η κυρία Σω πήγε για να φροντίσει την Μάργκαρετ και πήρε μαζί της και την υπηρέτριά της για φροντίσει τις εσάρπες και τα μαξιλαράκια της. Η Μάργκαρετ ήταν πολύ θλιμμένη για να χαμογελάσει με όλες αυτές τις προετοιμασίες που έβλεπε να γίνονται για δύο επισκέψεις που η ίδια έκανε συχνά στο παρελθόν, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Σχεδόν φοβόταν να αποκαλύψει ότι η πρώτη επίσκεψη που θα έκαναν  ήταν στον Νίκολας Χίγκινς – το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να ελπίζει ότι η θεία της θα ήταν απρόθυμη να αφήσει την άμαξα  και να διασχίσει ένα δρόμο  όπου σε κάθε πνοή αέρα θα της μαστίγωναν το πρόσωπο  βρεγμένα ρούχα που είχαν απλωθεί σε σκοινιά ανάμεσα στα σπίτια, να στεγνώσουν.
Η κυρία Σω διχάστηκε για λίγο ανάμεσα στην βολή της και στα καθήκοντα της συνοδού. Αλλά στο τέλος προτίμησε τη βολή της και με πολλές παραινέσεις στην Μάργκαρετ να προσέχει τον εαυτό της και να μην πάει και κολλήσει κάποιον πυρετό από αυτούς που συνήθως εγκαταβιούν σε τέτοια μέρη, η θεία της την άφησε να πάει εκεί που άλλοτε πήγαινε τόσο συχνά χωρίς να χρειάζεται καμμία άδεια ή προφύλαξη.
Ο Νίκολας έλειπε και στο σπίτι βρισκόταν μόνον η Μαίρη και ένα-δύο από τα παιδιά των Μπάουσερ. Η Μάργκαρετ θύμωσε με τον εαυτό της που δεν είχε κανονίσει την επίσκεψή της μια πιο κατάλληλη ώρα.  Η Μαίρη είχε κάπως αμβλεία σκέψη αν και η καρδιά της ήταν ζεστή κι ευγενική. Μόλις κατάλαβε ότι η Μάργκαρετ είχε έρθει να τους αποχαιρετήσει άρχισε να κλαίει με λυγμούς, τόσο ανεξέλεγκτα, ώστε η Μάργκαρετ θεώρησε ανώφελο να της πει  όλα αυτά που είχε προετοιμάσει καθ’ οδόν με την αμάξα. Μπορούσε μόνο να προσπαθήσει να την παρηγορήσει δίνοντάς της την αόριστη υπόσχεση να κανονίσουν μια συνάντηση κάποια άλλη στιγμή, κάπου αλλού, και την παρακάλεσε να πει στον πατέρα της πόσο επιθυμούσε, αν του ήταν δυνατόν, να περάσει να την δει το απόγευμα, όταν θα είχε τελειώσει τη δουλειά του.

Καθώς έφευγε, σταμάτησε και έριξε μια ματιά τριγύρω. Δίστασε για λίγο και μετά είπε:
«Θα ήθελα να έχω κάτι να μου θυμίζει την Μπέσσυ.»
Αμέσως η γενναιοδωρία της Μαίρη πήρε σάρκα και οστά. Τι θα μπορούσαν να της δώσουν;  Και όταν η Μάργκαρετ πρότεινε μια  μικρή, καθημερινή κούπα που της θύμιζε τις στιγμές που καθόταν μαζί της και την έβλεπε δίπλα της γεμάτη νερό  να δροσίζει τα πυρακτωμένα από την αρρώστια, χείλη της, η Μαίρη είπε:
«Ω, πάρτε κάτι καλύτερο. Αυτή κάνει τέσσερις δεκάρες μοναχά!»
«Αυτή είναι ό,τι πρέπει. Σ’ευχαριστώ.» είπε η Μάργκαρετ και έφυγε γρήγορα ενώ ακόμα η χαρά του ότι είχε κάτι να της δώσει, φώτιζε το πρόσωπο της Μαίρης.
«Και τώρα στην κυρία Θόρντον.» σκέφτηκε. « Είναι κάτι που πρέπει να γίνει.»
Αλλά στην σκέψη και μόνο χλώμιασε και σφίχτηκε. Με δυσκολία μπόρεσε να εξηγήσει στην θεία της ποια ήταν η κυρία Θόρντον και  γιατί θα έπρεπε να την επισκεφτεί για να την αποχαιρετήσει.
Πέρασαν και οι δύο (γιατί η κυρία Σω την συνόδευσε αυτή τη φορά) στο καθιστικό, όπου η φωτιά είχε μόλις αναφτεί στο τζάκι. Η κυρία Σω, τυλίχτηκε στο σάλι της και αναρίγησε.
«Τι παγωμένο δωμάτιο!» είπε.
Χρειάστηκε να περιμένουν μέχρι να έρθει η κυρία Θόρντον. Η καρδιά της είχε κάπως μαλακώσει απέναντι στην Μάργκαρετ τώρα που εκείνη έφευγε και θα την ξεφορτωνόταν.

Θυμήθηκε το πνεύμα της όπως το είχε δει να διαφαίνεται σε  διάφορες περιστάσεις και ακόμα περισσότερο την υπομονή με την οποία είχε βαστάξει μακρόχρονες και κοπιαστικές έγνοιες. Η όψη της ήταν περισσότερο μειλίχια απ’ όσο συνήθως καθώς την χαιρετούσε. Υπήρχε ακόμα και ένα ίχνος τρυφερότητας στον τρόπο της καθώς διέκρινε το οργωμένο από δάκρυα πρόσωπο και το τρέμουλο στη φωνή που η Μάργκαρετ πάσχιζε να σταθεροποιήσει.
«Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τη θεία μου, την κυρία Σω. Φεύγω αύριο από το Μίλτον – δεν γνωρίζω αν το έχετε μάθει, αλλά ήθελα να σας δω άλλη μια φορά κυρία Θόρντον για να … για να ζητήσω συγνώμη για τη συμπεριφορά μου την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Και για να σας πω ότι είμαι σίγουρη πως είχατε καλή πρόθεση – όσο κι αν παρεξηγήσαμε η μία την άλλη.»
Η κυρία Σω ήρθε σε μεγάλη αμηχανία ακούγοντας τα λόγια της Μάργκαρετ.  Ευχαριστίες για την καλοσύνη ! Και συγνώμη για την έλλειψη καλών τρόπων! Όμως η κυρία Θόρντον απάντησε:
« Δεσποινίς Χέηλ, χαίρομαι που μου το αναγνωρίζετε. Δεν έκανα τίποτα περισσότερο παρά αυτό που πίστευα ότι είχα καθήκον να πράξω διαμαρτυρόμενη απέναντί σας, κατ’ αυτόν  τον τρόπο. Επιθυμία μου ήταν  πάντα να λειτουργώ ως φίλη σας. Χαίρομαι που μου το αναγνωρίζετε.»
« Επίσης,» είπε η Μάργκαρετ κοκκινίζοντας καθώς μιλούσε «μήπως θα μπορούσατε να μου αναγνωρίσετε και εσείς τούτο ; Να πιστέψετε  ότι μολονότι δεν μπορώ – δεν είναι επιλογή μου-  να σας δώσω εξηγήσεις για την συμπεριφορά μου, εντούτοις δεν έδρασα με τον ανάρμοστο τρόπο που αντιληφθήκατε;»
Η φωνή της Μάργκαρετ ήταν τόσο τρυφερή και το βλέμμα της τόσο παρακλητικό ώστε η κυρία Θόρντον  για μια φορά  υπέκυψε στην χάρη  στην οποία έως τότε είχε αποδειχτεί άτρωτη.
« Ναι, όντως σας πιστεύω.  Ας μην μιλήσουμε άλλο γι αυτό το θέμα.  Πού σκοπεύετε να μείνετε δεσποινίς Χέηλ;  Κατάλαβα από τα λεγόμενα του κυρίου Μπέλλ πως θα φύγετε από το Μίλτον. Ποτέ δεν συμπαθήσατε αυτήν την πόλη, ξέρετε…» είπε η κυρία Θόρντον  με σκληρό χαμόγελο « αλλά παρ’ όλ’αυτά μην περιμένετε να σας συγχαρώ που φεύγετε.  Πού θα μείνετε ;»
«Με την θεία μου,» απάντησε η Μάργκαρετ γυρνώντας προς την κυρία Σω.
« Η ανηψιά  μου θα εγκατασταθεί στην οικία μου, στη Χάρλευ Στρητ. Την έχω σχεδόν σαν κόρη μου,» είπε η κυρία Σω κυττάζοντας με αγάπη την Μάργκαρετ.  « και χαίρομαι που έχω την ευκαιρία να αναγνωρίσω  ότι σας είμαι υπόχρεη για οποιαδήποτε καλοσύνη δείξατε προς αυτήν. Αν ποτέ εσείς και ο σύζυγός σας  έρθετε στο Λονδίνο, ο γυιός μου και η κόρη μου, ο Λοχαγός και η κυρία Λέννοξ, καθώς και εγώ η ίδια θα κάνουμε σίγουρα ό,τι περνά από το χέρι μας για να σας καλοδεχτούμε.»
Η κυρία Θόρντον σκέφτηκε ότι η Μάργκαρετ δεν είχε μπει στον κόπο να εξηγήσει στη θεία της ποιος ακριβώς ήτανε ο «κύριος Θόρντον» στον οποίο η αριστοκρατική θεία της εξέτεινε την φιλόξενη πρόθεσή της, έτσι απάντησε κοφτά:
« Ο σύζυγός μου απεβίωσε. Ο κύριος Θόρντον είναι ο γυιός μου.  Δεν επισκέπτομαι ποτέ το Λονδίνο, έτσι δεν είναι πιθανόν να επωφεληθώ της ευγενικής σας προσφοράς.»
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ο κύριος Θόρντον. Είχε μόλις επιστρέψει από την Οξφόρδη. Το πένθιμο κοστούμι του δήλωνε το σκοπό για τον οποίο είχε βρεθεί εκεί.
«Τζων,» είπε η μητέρα του «αυτή η κυρία είναι η κυρία Σω, η θεία της δεσποινίδος Χέηλ. Μετά λύπης μου σε πληροφορώ ότι η δεσποινίδα Χέηλ ήρθε για να μας αποχαιρετήσει.»
«Φεύγετε, λοιπόν;» είπε χαμηλόφωνα.
«Μάλιστα,» είπε η Μάργκαρετ. «Φεύγουμε αύριο.»
« Ο γαμβρός μου έρχεται απόψε για να μας συνοδεύσει.» είπε η κυρία Σώ.
Ο κύριος Θόρντον στράφηκε αλλού.  Δεν είχε καθήσει, και τώρα φαινόταν να εξετάζει κάτι πάνω στο τραπέζι, σαν να είχε ανακαλύψει ένα κλειστό γράμμα το οποίο τον έκανε να λησμονήσει την συντροφιά που βρισκόταν εκεί. Δεν φάνηκε καν να αντιλήφθηκε τη στιγμή που σηκώθηκαν να φύγουν. Εντούτοις  προχώρησε μπροστά για να συνοδεύσει την κυρία Σω κάτω στην άμαξα.
Καθώς ερχόταν η άμαξα, εκείνος και η Μάργκαρετ στέκονταν πλάι- πλάι στην είσοδο του σπιτιού, και ήταν αδύνατον να μην έρθει στο μυαλό τους η ανάμνηση  της μέρας εκείνης που είχαν ξεσπάσει οι ταραχές.
Εκείνος θυμήθηκε και τα λόγια που αντάλλαξαν την επόμενη ημέρα. Την παθιασμένη της δήλωση ότι νοιαζόταν γι αυτόν τόσο,  όσο και για τον κάθε έναν από εκείνο το βίαιο, απεγνωσμένο πλήθος. Και στην ανάμνηση εκείνων των σαρκαστικών της λόγων το πρόσωπό του σκλήρυνε παρ’όλο που η καρδιά του χτυπούσε δυνατά  λαχταρώντας την αγάπη.
«Όχι!» είπε « Ρίσκαρα μια φορά και τα έχασα όλα. Ας φύγει λοιπόν. Κι ας πάρει μαζί της τη πέτρινη  καρδιά και την ομορφιά της. Πόσο σφιγμένη και φοβισμένη φαίνεται τώρα, παρά το κάλλος του προσώπου της. Φοβάται πως θα πω κάτι που θα πρέπει να το αντικρούσει σθεναρά. Ασ’ την να  φύγει. Μπορεί να είναι καλλονή και πλούσια κληρονόμος αλλά δεν θα βρει καρδιά πιο αληθινή από τη δική μου. Ασ’ την να  φύγει.»
Και δεν υπήρχε στη φωνή του  ούτε ίχνος μεταμέλειας ή οποιουδήποτε συναισθήματος καθώς την αποχαιρετούσε. Πήρε με ήρεμη αποφασιστικότητα  το χέρι που του προσφέρθηκε και το άφησε να πέσει απρόσεκτα σαν ένα ξερό,  μαραμένο λουλούδι. Όμως ο κύριος Θόρντον δεν ξαναφάνηκε στο σπίτι του εκείνη την ημέρα. Είχε πολλή δουλειά ή τουλάχιστον έτσι είπε.

.....................................................................................................................................................

3 σχόλια:

  1. Σε ευχαριστούμε πολύ! Δεν το πιστεύω ότι φτάνουμε σιγά σιγά στο τέλος!
    Και αν μου επιτρέπεις μία μικρή παρατήρηση: Έχω την εντύπωση ότι άφησες αμετάφραστη μία μικρή παράγραφο στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, στο σημείο μετά τη συνάντηση με τους Θόρντον.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έχεις απόλυτο δίκιο, Μαρία ! Το κομμάτι μεταφράστηκε, υπάρχει κανονικά στο αρχείο μου στο word αλλά ΔΕΝ ανέβηκε στο copy paste ! Σ'ευχαριστώ που μου το είπες !

      Διαγραφή
  2. ΓΥΡΙΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΒΡΗΚΑ ΔΥΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑ...ΤΙ ΧΑΡΑ!!!!!!!!!ΠΩΣ ΤΑ ΠΕΡΙΜΕΝΑ!!!!!!Σ'ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΛΥ ΠΟΛΥ ΠΟΛΥ!!!!!!!!!!!!!!(ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Πόλυ)

    ΑπάντησηΔιαγραφή