Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Κεφάλαιο 44ο: "Ησυχία δίχως γαλήνη"

Έτοιμο και το τεσσαρακοστό τέταρτο ! Λείπει μονάχα η σχετική εικονογράφηση γιατί το σήμα της Cosmote είναι άθλιο και με ταλαιπωρεί να ανεβάσω εικόνες. Αυτό θα γίνει εντός ολίγων ημερών στην Αθήνα, με το καλό! Θα πρέπει εδώ να ομολογήσω ότι συχνά  "κλέβω" χρόνο, δημοσιεύοντας το κεφάλαιο όχι ολόκληρο αλλά τμηματικά, καθώς το μεταφράζω. Γι αυτό, λοιπόν, όταν βλέπετε  ότι ασυνήθιστα μικρό το κεφάλαιο σημαίνει ότι δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα!
Αυτό ΔΕΝ θα ισχύσει στο επόμενο, το  υπ'αριθμόν 45, γιατί για κάποιο λόγο είναι μόλις 3 σελίδες το τσαμένο !


Κεφάλαιο 44ο:
«Ησυχία Διχωσ  γαλήνη»


Έκανε καλό στην Μάργκαρετ η υπερβολική ηρεμία που επικρατούσε στο σπίτι της Χάρλευ Στρητ κατά το διάστημα στο οποίο η  Ήντιθ αναλάμβανε δυνάμεις  μετά τον τοκετό της. Της έδωσε την σωματική ξεκούραση που χρειαζόταν.  Της έδωσε χρόνο να συνειδητοποιήσει  την ξαφνική αλλαγή που είχε συντελεστεί στη ζωή της τους τελευταίους δύο μήνες. Βρέθηκε αίφνης σε ένα πολυτελέστατο περιβάλλον όπου σχεδόν  κανείς δεν εγνώριζε τι σήμαιναν οι έννοιες «έγνοιες» και «προβλήματα».
......................................................................................
«Καημενούλα μου!» είπε η Ήντιθ. «Είναι κάπως λυπηρό για σένα να μένεις μόνη σου κάθε νύχτα, ειδικά τώρα που όλος ο κόσμος βγαίνει και διασκεδάζει. Αλλά θα οργανώσουμε κι εμείς τις δεξιώσεις μας, σύντομα – αμέσως μόλις γυρίσει ο Χένρυ  από το ταξίδι του – κι έτσι θα διασκεδάσεις κι εσύ λίγο. Καθόλου περίεργο που έχεις πλήξει, αγαπούλα μου !»
Η Μάργκαρετ δεν πίστευε ότι οι δεξιώσεις θα ήταν πανάκεια. Αλλά η Ήντιθ είχε ενθουσιαστεί με τις δεξιώσεις «τόσο διαφορετικές» όπως έλεγε  «από τις χοροεσπερίδες της ηλικιωμένης κόμισσας  υπό την εποπτεία  της μητέρας.» Και η ίδια η κυρία Σω φαινόταν να ευαρεστείται το ίδιο ακριβώς με τις πολύ διαφορετικές συνήθειες και τον κύκλο γνωριμιών που είχαν υιοθετήσει ο λοχαγός και η κυρία Λέννοξ, όσο και με τις πιο επίσημες και βαρυφορτωμένες  ψυχαγωγικές εσπερίδες  που συνήθιζε και η ίδια να δίνει. Ο λοχαγός Λέννοξ ήταν πάντα εξαιρετικά ευγενικός και φερόταν αδερφικά στην Μάργκαρετ. Κι εκείνη τον συμπαθούσε εκτός από τις στιγμές που αγχωνόταν υπερβολικά για το φόρεμα και την εμφάνιση της Ήντιθ, επειδή ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν θα περνούσε απαρατήρητη από τον  κόσμο. Τότε η Μάργκαρετ ως άλλη βασίλισσα Άστιν*  με δυσκολία συγκρατούσε τον εαυτό της για να μην εκφράσει το πώς ένοιωθε.
Οι μέρες της Μάργκαρετ περνούσαν ως εξής: μια  ή δύο ήσυχες  ώρες πριν το πρωινό που σερβιριζόταν αργά και κανείς δεν ήταν ποτέ στην ώρα του. Κατέβαιναν όλοι αγουροξυπνημένοι και νωθροί και απολάμβαναν το γεύμα τους επί μακρόν. Όμως παρά όλη αυτήν τη μακροσκελέστατη διάρκεια, η ίδια όφειλε  να παραμείνει μαζί τους γιατί αμέσως μετά ακολουθούσε η συζήτηση των ημερησίων σχεδίων  που είχε ο καθένας και μ’όλο που κανένα τους δεν την αφορούσε, εντούτοις θα έπρεπε να τους παράσχει την υποστήριξη αν όχι τη συμβουλή της. Ακολουθούσαν  ατελείωτα σημειώματα που έπρεπε να γράψει μια και η Ήντιθ συνήθιζε να τ’ αφήνει στην δική της φροντίδα με πολλά κομπλιμέντα για την eloquence de billet της. Κατόπιν έπαιζε λίγο με τον Σόλτο όταν γύριζε από τον πρωινό του περίπατο, φρόντιζε τα παιδιά την ώρα που δειπνούσαν οι υπηρέτες, έπειτα μια βόλτα ή κάποιες επισκέψεις, και  κάποιες πρωινές δραστηριότητες ή δείπνο για την θεία και τα εξαδέλφια της, κάτι που άφηνε στην Μάργκαρετ ελεύθερο χρόνο βέβαια, αλλά στην πραγματικότητα της προκαλούσε πλήξη η απραξία της ημέρας, μια που επιβάρυνε το  καταπτοημένο πνεύμα και την εύθραυστη υγεία της.
Πρόσμενε με ανομολόγητη λαχτάρα την επιστροφή της Ντίξον από το Μίλτον, όπου μέχρι τότε η ηλικιωμένη υπηρέτρια ήταν απασχολημένη με το να ολοκληρώνει όλες τις  εκκρεμείς υποθέσεις των Χέηλ. Διψούσε να μάθει νέα για τους ανθρώπους ανάμεσα στους οποίους είχε ζήσει για τόσο καιρό και από τους οποίους τώρα ένοιωθε ολωσδιόλου αποκομμένη. Η αλήθεια είναι ότι η Ντίξον στα γράμματά της ανέφερε  από καιρού εις καιρόν κάποια ιδέα του κυρίου Θόρντον  σχετικά με το τι ήταν καλύτερο να πράξει για την επίπλωση, ή σε σχέση με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού της Κράμπτον Τεράς. Όμως το όνομά του ή οποιοδήποτε όνομα σχετικό με το Μίλτον αναφερόταν σποραδικά. Η Μάργκαρετ, ένα βράδυ, καθόταν ολομόναχη  στο καθιστικό των Λέννοξ, κρατώντας στα χέρια της τα γράμματα της Ντίξον, χωρίς  να τα διαβάζει αλλά συλλογιζόταν το περιεχόμενό τους και τις μέρες του παρελθόντος, την πολυάσχολη ζωή από την οποία η ίδια είχε αποκοπεί χωρίς να λείψει σε κανέναν. Αναρωτιόταν αν όλα πέρασαν σαν να τα σάρωσε ανεμοστρόβιλος και ήταν αν η ίδια και ο πατέρας της ήταν σαν  να μην υπήρξαν ποτέ. Σκεφτόταν αν θα έλειπε σε κάποιον από όλο εκείνο το  πλήθος ( όχι στους Χίγκινς, δεν σκεφτόταν αυτούς)  όταν ξαφνικά της ανακοίνωσαν τον ερχομό του κυρίου Μπέλλ και η Μάργκαρετ βιάστηκε να κρύψει τα γράμματα στο καλάθι του εργόχειρού της και να σηκωθεί κατακόκκινη ως να την είχαν συλλάβει επ’ αυτοφώρω να κάνει κάποια κακή πράξη.
«Ω, κύριε Μπέλλ! Δεν περίμενα να σας δώ!»
« Αλλά φαντάζομαι ότι  λαμβάνω καλωσόρισμα  μαζί με αυτό το χαριτωμένα ξαφνιασμένο, έκπληκτο βλέμμα σου!»
«Έχετε δειπνήσει ; Πώς ήρθατε ;  Θα πω να σας ετοιμάσουν κάτι να φάτε.»
«Μόνο αν δειπνήσεις κι εσύ  μαζί μου. Διαφορετικά, όπως γνωρίζεις το φαγητό δεν είναι κάτι που με απασχολεί ιδιαίτερα. Όμως οι υπόλοιποι πού είναι ; Πήγαν να δειπνήσουν έξω; Μόνη σου σε άφησαν;»
«Ω, ναι ! Και είναι τόσο ξεκούραστο αυτό. Τώρα μόλις σκεφτόμουν – όμως τι λέτε; Να παραγγείλω δείπνο ; Δεν ξέρω αν υπάρχει τίποτα στο σπίτι.»
« Λοιπόν, εδώ που τα λέμε,  δείπνησα στη λέσχη μου. Μόνο που η μαγειρική τους δεν είναι πλέον τόσο καλή όσο παλαιότερα, έτσι σκέφτηκα αν ήθελες κι εσύ να δειπνήσεις, να σου κάνω παρέα. Όμως, δεν πειράζει, δεν πειράζει! Δεν είναι ούτε δέκα οι μάγειρες σε όλη την Αγγλία που να μπορούν να ετοιμάσουν κάτι αξιοπρεπές όταν τους ειδοποιήσεις ξαφνικά. Ακόμα κι αν έχουν την δεξιότητα και τα όλα τα υλικά, δεν έχουν την διάθεση. Μπορείς να μου ετοιμάσεις λίγο τσάι, Μάργκαρετ. Και τώρα τι είναι αυτό που μου έλεγες πριν ότι σκεφτόσουν;  Τίνος γράμματα, έκρυψες τόσο βιαστικά, αναδεξιμιά μου ;»
« Δεν ήταν τίποτα – της Ντίξον» απάντησε η Μάργκαρετ κατακόκκινη.
«Μπά; Αυτό ήταν όλο; Μάντεψε  με ποιόν συνταξίδευα στο τραίνο.»
«Δεν ξέρω» είπε η Μάργκαρετ, αποφασισμένη να μην διακινδυνεύσει να κάνει κάποια υπόθεση.
« Με τον…ποιο είναι το κατάλληλο όνομα για τον αδελφό του εξ- αγχιστείας εξαδέλφου σου;»
«Τον κύριο Χένρυ Λέννοξ;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Ναι.» απάντησε ο κύριος Μπέλλ. «Τον γνώριζες παλαιόθεν , έτσι δεν είναι; Τι είδους άνθρωπος είναι, Μάργκαρετ ;»
«Τον συμπαθούσα, παλαιότερα.» είπε η Μάργκαρετ χαμηλώνοντας για μια στιγμή τα μάτια. Έπειτα ανασήκωσε το βλέμμα σταθερά και συνέχισε στο συνηθισμένο της ύφος.  « Ξέρετε, αλληλογραφούσαμε για το θέμα του Φρέντερικ έκτοτε. Όμως δεν τον έχω δει για σχεδόν τρία χρόνια και ίσως έχει αλλάξει. Τι γνώμη σχηματίσατε γι αυτόν ;»
« Δεν ξέρω. Ήταν τόσο απασχολημένος με το να ανακαλύψει ποιος ήμουν εγώ εν πρώτοις, και τι επαγγελόμουν στην συνέχεια, ώστε δεν άφησε να διαφανεί ο χαρακτήρας του. Εκτός και αν η συγκεκαλυμμένη περιέργειά του ως προς το ποιος ήταν ο συνομιλητής του  δεν ήταν ένα καλό δείγμα και μια δίκαια ένδειξη του χαρακτήρα του. Θα τον έλεγες καλοφτιαγμένο, Μάργκαρετ ;»
«Όχι! Σίγουρα, όχι. Εσείς;»
« Εγώ όχι, αλλά έλεγα μήπως εσένα σου άρεσε. Έρχεται συχνά εδώ;»
«Υποθέτω πως ναι, όταν βρίσκεται στην πόλη. Λείπει στην επαρχία αφ’ ότου ήρθα εδώ.  Όμως, κύριε Μπέλλ, ήρθατε από την Οξφόρδη ή από το Μίλτον ;»
«Από το Μίλτον. Δεν βλέπεις ότι είμαι γεμάτος καπνούς;»
«Βέβαια. Όμως πίστευα ότι ίσως αυτό να οφειλόταν στην παλαιότητα  της Οξφόρδης.»
« Έλα, τώρα, λογικέψου !  Στην Οξφόρδη θα μπορούσα να είχα καταφέρει να φέρω  με τα νερά μου όλους τους σπιτονοικοκύρηδες  της περιοχής με το μισό κόπο απ’ όσο χρειάστηκε να καταβάλω για τον δικό σας στο Μίλτον – χώρια που δεν πέτυχα και  τίποτα στο τέλος. Δεν πρόκειται να δεχθεί την επιστροφή του σπιτιού αν δεν συμπληρωθεί δωδεκάμηνο, τον Ιούνιο που μας έρχεται. Ευτυχώς ο κύριος Θόρντον βρήκε άλλον ενοικιαστή.  Για τον κύριο Θόρντον, γιατί δεν ρωτάς Μάργκαρετ ; Μπορώ να πω ότι αποδείχτηκε έμπρακτα ένας πολύ καλός φίλος της οικογένειάς σας. Με απάλλαξε από τους μισούς σχεδόν μπελάδες που είχα.»
«Λοιπόν, τι κάνει ; Τι κάνει η κυρία Θόρντον;» ρώτησε η Μάργκαρετ βιαστικά και μάλλον χαμηλόφωνα αν και προσπάθησε να μιλήσει δυνατότερα.
«Υποθέτω ότι είναι καλά στην υγεία τους. Έμεινα στο σπίτι τους μέχρι που αναγκάστηκα να φύγω με όλη αυτή τη συνεχή  φασαρία για το γάμο εκείνου του κοριτσιού τους. Ακόμα κι ο Θόρντον δεν το άντεχε παρ’ όλο που επρόκειτο για την αδελφή του. Πλησιάζει την ηλικία που τέτοια πράγματα δεν τον ενδιαφέρουν είτε ως πρωταγωνιστή είτε ως θεατή. Εξεπλάγην που ανακάλυψα ότι η μητέρα Θόρντον υπέκυψε στα τεκταινόμενα και παρασύρθηκε από τον ενθουσιασμό της θυγατέρας της για  δαντέλες και λεμονανθούς. Την θεωρούσα πιο δυνατό άνθρωπο.»
« Θα έκανε τα πάντα για να καλύψει τον αδύναμο χαρακτήρα της κόρης της.» είπε η Μάργκαρετ σιγανά.
« Πιθανόν. Έχεις μελετήσει το χαρακτήρα της, σωστά; Δεν φαίνεται να σε συμπαθεί πάρα πολύ.»
«Το γνωρίζω,» είπε η Μάργκαρετ. «Ω, ήρθε, επιτέλους, το τσάι !» αναφώνησε σαν να αισθάνθηκε ανακούφιση. Και μαζί με το τσάι, ήρθε και ο Χένρυ Λέννοξ, ο οποίος ανηφόρισε μέχρι την  Χάρλευ Στρήτ, αφού πήρε το δείπνο του αργοπορημένα, προσδοκώντας ασφαλώς να βρει στο σπίτι τον αδελφό και την νύφη του. Η Μάργκαρετ υποψιάστηκε ότι κι εκείνος ήταν τόσο ευγνώμων για την παρουσία ενός τρίτου προσώπου, όσο κι εκείνη, στην πρώτη τους συνάντηση έπειτα από εκείνη την αξέχαστη ημέρα στο Χέλστοουν που της έκανε πρόταση γάμου και εκείνη αρνήθηκε.
Δεν είχε ιδέα τι να πει και ευτυχώς η ενασχόληση με την προετοιμασία του τραπεζιού για το τσάι, έδωσε στην ίδια την ευκαιρία να μείνει σιωπηλή και σε εκείνον να ανακτήσει την ψυχραιμία του.


Γιατί, για να πει κανείς την αλήθεια, είχε μάλλον πιέσει τον εαυτό του να πάει στην Χάρλευ Στρήτ εκείνο το βράδυ, θέλοντας να ξεμπερδεύει με μια συνάντηση που θα του προκαλούσε αμηχανία, ακόμα και με την παρουσία του λοχαγού Λέννοξ και της Ήντιθ – πόσο μάλλον τώρα που εκείνη ήταν η μόνη κυρία στο δωμάτιο και κατά συνέπεια το πρόσωπο στο οποίο θα έπρεπε με τρόπο φυσικό και υποχρεωτικά να της απευθύνει το λόγο και να την συμπεριλαμβάνει κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος στην συζήτηση. Εκείνη ανέκτησε πρώτη την αυτοκυριαρχία της.  Άρχισε να μιλάει πάνω στο πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό έπειτα από την πρώτη αμήχανη σιωπή.
«Κύριε Λέννοξ, σας είμαι τόσο υπόχρεη για όλα αυτά που κάνατε για τον Φρέντερικ.»
«Λυπάμαι μονάχα επειδή όλα απέβησαν ανεπιτυχή.» απάντησε εκείνος, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στον κύριο Μπέλλ σαν να αναρωτιόταν πόσα έπρεπε να πει παρουσία του. Η Μάργκαρετ, σαν να διάβασε την σκέψη του, απευθύνθηκε στον κύριο Μπέλλ, συμπεριλαμβάνοντάς τον με αυτόν τον τρόπο στην συζήτηση και ταυτόχρονα αφήνοντας να εννοηθεί πως ήταν απόλυτα ενήμερος για τις κινήσεις που είχαν γίνει για να αποκατασταθεί το όνομα του Φρέντερικ.
«Αυτός ο Χόρροκς – ο τελευταίος από τους μάρτυρες- αποδείχτηκε το ίδιο ανώφελος όσο και οι υπόλοιποι. Ο κύριος Λέννοξ ανακάλυψε ότι είχε σαλπάρει για την Αυστραλία μόλις τον περασμένο Αύγουστο. Δύο μήνες πριν έρθει ο Φρέντερικ στην Αγγλία και μας δώσει τα ονόματα των….»
« Ο Φρέντερικ στην Αγγλία! Δεν μου το είχες πει….!» αναφώνησε έκπληκτος ο κύριος Μπέλλ.
«Πίστευα ότι το γνωρίζατε. Ήμουν  σίγουρη πως το είχατε μάθει. Φυσικά, ήταν επτασφράγιστο μυστικό και ίσως να μην έπρεπε ούτε και τώρα να το αποκαλύψω.» είπε η Μάργκαρετ λίγο φοβισμένη.
«Δεν το ανέφερα ποτέ ούτε στον αδελφό μου ούτε στην εξαδέλφη σας,» τόνισε ο κύριος Λέννοξ  με στεγνό επαγγελματικό ύφος που υποδήλωνε ότι αποποιούταν την κατηγορία.
«Μην ανησυχείς, Μάργκαρετ. Δεν ζω ανάμεσα σε ανθρώπους που συζητούν και κουτσομπολεύουν ή που προσπαθούν να μου πάρουν λόγια. Δεν χρειάζεται να δείχνεις τόσο τρομαγμένη που αποκάλυψες το μυστικό σε έναν πιστό ερημίτη σαν κι εμένα. Δεν πρόκειται να πω ότι ήταν στην Αγγλία. Δεν θα μπω σ’ αυτόν τον πειρασμό γιατί κανείς δεν θα με ρωτήσει . Μια στιγμή!» είπε κόβοντας τον λόγο του απότομα. «Είχε έρθει  στην κηδεία της μητέρας σου;»
«Ήταν παρών όταν πέθανε η μητέρα.» είπε μαλακά η Μάργκαρετ.
«Σίγουρα! Σίγουρα! Ε, λοιπόν, κάποιος με ρώτησε –δεν πάει πολύς καιρός- αν ήταν εδώ ο Φρέντερικ εκείνο το διάστημα, και το αρνήθηκα σθεναρά – ποιος να ήταν; Α! Τώρα θυμήθηκα!»
Όμως δεν αποκάλυψε το όνομα, μ’ όλο που η Μάργκαρετ θα είχε δώσει πολλά για να μάθει αν οι υποψίες της ήταν σωστές και αν ήταν ο κύριος Θόρντον αυτός που είχε κάνει το ερώτημα. Δεν μπορούσε να ρωτήσει τον κύριο Μπέλλ όσο και να το λαχταρούσε.
Υπήρξε μια παύση για λίγα λεπτά. Έπειτα ο κύριος Λέννοξ είπε απευθυνόμενος στην Μάργκαρετ:
«Υποθέτω ότι, καθώς ο κύριος Μπέλλ είναι τώρα γνώστης όλων των περιστάσεων σχετικά με το ατυχέστατο δίλημμα του αδελφού σας, δεν μπορώ παρά να τον ενημερώσω σε ποιο ακριβώς σημείο βρίσκονται οι έρευνες από τις οποίες ελπίζαμε να προκύψουν στοιχεία προς όφελός του. Έτσι, αν μου κάνει την τιμή  να προγευματίσουμε μαζί αύριο, θα μπορούσαμε να δούμε τα ονόματα όλων αυτών των απόντων κυρίων.»
«Θα ήθελα να μάθω όλες τις λεπτομέρειες, αν είναι δυνατόν. Δεν μπορείτε να έλθετε εδώ; Δεν τολμώ να καλέσω και τους δύο να προγευματίσετε εδώ, μ’ όλο που θα είστε σίγουρα ευπρόσδεκτοι. Αλλά πληροφορήστε με για όλα τα στοιχεία σχετικά με τον Φρέντερικ, ακόμα κι αν δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα.»
«Έχω κανονίσει κάτι για τις έντεκα και μισή.  Όπως θα έρθω σίγουρα αν το επιθυμείτε» απάντησε ο κύριος Λέννοξ με υπερβολική προθυμία κατόπιν σκέψης, κάτι που έκανε την Μάργκαρετ να αποτραβηχτεί και σχεδόν να εύχεται να μην είχε ζητήσει αυτό που ήταν απόλυτα φυσιολογικό.  Ο κύριος Μπέλλ σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει για το καπέλο του, το οποίο είχε μετακινηθεί για να κάνουν χώρο για το τσάι.
«Λοιπόν!» είπε, «Δεν ξέρω για τον κύριο Λέννοξ, αλλά εγώ είμαι έτοιμος να επιστρέψω στο δωμάτιό μου. Έκανα μεγάλο ταξίδι σήμερα και καθώς φαίνεται τα ταξίδια έχουν αρχίσει να δείχνουν στα εξήντα τόσα χρόνια μου.»
                                                                                  
«Πιστεύω ότι θα πρέπει να παραμείνω και να δω τον αδελφό και την αδελφή μου,» είπε ο κύριος Λέννοξ, χωρίς να κάνει καμμία κίνηση προς αναχώρηση.
Την Μάργκαρετ την κατέλαβε αιδήμων φόβος και αμηχανία στην προοπτική να μείνει μόνη μαζί του. Η σκηνή στο ταρατσάκι του κήπου στο Χέλστοουν ήταν τόσο ζωντανή στα μάτια της, ώστε πίστευε πως το ίδιο ένοιωθε και αυτός.
«Παρακαλώ, μη φύγετε ακόμη, κύριε Μπέλλ,» είπε βιαστικά. «Θέλω να δείτε την Ήντιθ και να σας γνωρίσει και αυτή. Σας παρακαλώ!» είπε, απλώνοντας απαλά αλλά αποφασιστικά το χέρι της στο μπράτσο του. Εκείνος την κύτταξε και είδε την ταραχή στην όψη της. Κάθισε αμέσως πάλι κάτω, σαν το ελαφρύ άγγιγμά της να είχε μια ακατανίκητη δύναμη.
«Βλέπετε πώς με κάνει ό,τι θέλει, κύριε Λέννοξ,» είπε. « Και ελπίζω να προσέξατε την ευτυχή επιλογή των λέξεων που χρησιμοποίησε. Θέλει να δω αυτήν  την εξαδέλφη  Ήντιθ, η οποία καθώς μαθαίνω είναι θαυμασίας καλλονής, όμως έχει την εντιμότητα να αλλάξει το ρήμα όταν αναφέρεται σε εμένα – η κυρία Λέννοξ θα με γνωρίσει. Υποθέτω πως δεν έχει και πολλά πράγματα να δει από εμένα, σωστά, Μάργκαρετ ;»
Αστειευόταν για να δώσει στην Μάργκαρετ χρόνο να συνέλθει από την ελαφρά ταραχή την οποία είχε διακρίνει στον τρόπο της στην πρότασή του να αναχωρήσει. Κι εκείνη έπιασε τον τόνο και ανταπέδωσε.
Ο κύριος Λέννοξ απορούσε πώς ο αδελφός του ο λοχαγός ήταν δυνατόν να έχει αναφερθεί σε αυτήν λέγοντας ότι είχε απωλέσει την ομορφιά της. Είναι βέβαιο πως με το διακριτικό της μαύρο φόρεμα αποτελούσε αντίθεση στην Ήντιθ που χόρευε με το άσπρο της κρέπ ένδυμα  και τα μακρυά κυματιστά μαλλιά της, όλο γλυκύτητα και χάρη. Χαμογέλασε, δείχνοντας δυο λακκάκια και κοκκίνησε όταν την συνέστησαν στον κύριο Μπέλλ, έχοντας επίγνωση της φήμης της ως καλλονής και δεν είχε καμμιάν αντίρρηση να είναι το αντικείμενο θαυμασμού και λατρείας ακόμα και από έναν άσημο Σύμβουλο Κολλεγίου.
Η κυρία Σω και ο λοχαγός Λέννοξ, ο καθένας με τον τρόπου του, καλωσόρισαν τον κύριο Μπέλλ θερμά και ειλικρινά, κερδίζοντας έτ σι – σχεδόν χωρίς ο ίδιος να το θέλει- την εύνοιά του. Ειδικά τώρα που έβλεπε με πόση φυσικότητα είχαν δώσει στην Μάργκαρετ τη θέση της κόρης και αδελφής, στο σπίτι.
«Τι κρίμα που δεν ήμασταν στο σπίτι να σας υποδεχτούμε» είπε η Ήντιθ. «Κι εσένα, Χένρυ! Δεν ήξερα ότι έπρεπε να μείνουμε στο σπίτι για σένα. Και  επίσης για τον κύριο Μπέλλ! Για τον κύριο Μπέλλ της Μάργκαρετ.»
«Άγνωστον τι  μπορούσες να θυσιάσεις  !» είπε ο κουνιάδος της. « Ακόμα και μια δεξίωση! Και την χαρά να φορέσεις αυτήν την τουαλέτα που σου πάει τόσο πολύ!»
Η Ήντιθ δεν ήξερε αν θα έπρεπε να συνοφρυωθεί ή να χαμογελάσει. Αλλά δεν  ήταν στο χαρακτήρα του κυρίου Λέννοξ να την οδηγήσει στην πρώτη εναλλακτική, γι αυτό εκείνος συνέχισε: «Θα μπορούσες αύριο το πρωί να δείξεις πόσο έτοιμη είσαι για θυσίες, πρώτον με το να με καλέσεις για πρόγευμα έτσι ώστε να συναντήσω τον κύριο Μπέλλ και δεύτερον είχες την καλοσύνη να το κανονίσεις για τις εννέα και μισή αντί στις δέκα ; Έχω κάποια έγγραφα και επιστολές που θέλω να δείξω στην δεσποινίδα Χέηλ και στον κύριο Μπέλλ.»
«Ελπίζω ότι ο κύριος Μπέλλ θα θεωρήσει το σπίτι μας δικό του, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο,» είπε ο λοχαγός Λέννοξ. «Λυπούμαι βαθύτατα ωστόσο, που   δεν μπορούμε να του παράσχουμε υπνοδωμάτιο.»
«Σας ευχαριστώ. Μένω υπόχρεος. Θα κινδύνευα να θεωρηθώ αγροίκος αν το κάνατε, γιατί μάλλον  θα έπρεπε να αρνηθώ την φιλοξενία, παρά τον πειρασμό στον οποίον με βάζει τέτοια ευχάριστη συντροφιά» είπε ο κύριος Μπέλλ, υποκλινόμενος ένα γύρω, ενώ ενδομύχως συνέχαιρε τον εαυτό του για την επιδέξια τροπή που έδωσε στη φράση του και σκεφτόταν τα εξής: « Δεν θα  μπορούσα να υποφέρω  τον καθωσπρεπισμό αυτών των ανθρώπων. Θα με περιόριζε αφάνταστα. Θα ήταν σαν να τρώω κρέας ανάλατο. Δόξα τω Θεώ που δεν τους περισσεύει κρεβάτι. Και με πόση διπλωματία το κάλυψα ! Έχω αρχίσει να κατακτώ τέλεια  τις τεχνικές των καλών τρόπων!»
Το αίσθημα ικανοποίησης για τον εαυτό του κράτησε μέχρι που έφυγε από το σπίτι  και βάδιζε  στο δρόμο στο πλάι του  Χένρυ Λέννοξ. Τότε θυμήθηκε το κάπως παρακλητικό βλέμμα της Μάργκαρετ, καθώς τον πίεζε να μείνει περισσότερο, και επίσης του ήρθαν στο μυαλό κάποιοι υπαινιγμοί που είχε ακούσει παλαιότερα από έναν γνωστό του κυρίου Λέννοξ σχετικά με τον θαυμασμό που έτρεφε ο τελευταίος για την Μάργκαρετ. Αυτό έδωσε νέα τροπή στις σκέψεις του.
«Γνωρίζετε την δεσποινίδα Χέηλ, αρκετό καιρό, δεν είναι έτσι; Πώς σας φαίνεται ;  Μοιάζει κάπως ασθενής και η όψη της είναι ωχρή.»
« Θεωρώ ότι η όψη της είναι αρκετά καλή. Ίσως όχι μόλις την πρωτοείδα- τώρα που το σκέφτομαι. Αλλά σίγουρα, μόλις ζωήρεψε η όψη της ήταν τόσο καλή όσο την γνωρίζω ανέκαθεν.»
«Πέρασε πολλά.» είπε ο κύριος Μπέλλ.
«Πράγματι! Λυπήθηκα μαθαίνοντας όλα αυτά που πέρασε. Όχι απλά την συνήθη  και πάγκοινη  θλίψη που απορρέει από τον θάνατο,  αλλά και όλη την ενόχληση  που προκάλεσε η συμπεριφορά του πατέρα της, και κατόπιν….»
«Η συμπεριφορά του πατέρα της!» αναφώνησε ο κύριος Μπέλλ έκπληκτος. «Θα πρέπει να σας πληροφόρησαν λάθος. Η συμπεριφορά του υπήρξε υπόδειγμα ευσυνειδησίας. Επέδειξε περισσότερη δύναμη χαρακτήρος απ’ όσο θα θεωρούσα παλαιότερα ότι ήταν δυνατόν να επιδείξει.»
«Πιθανόν οι πληροφορίες μου να ήσαν εσφαλμένες. Όμως, καθώς με πληροφόρησε ο άνθρωπος που τον διαδέχτηκε στο πρεσβυτέριο – ένας έξυπνος, λογικός και δραστήριος κληρικός – δεν υπήρξε καμμία απαίτηση προς τον κύριο Χέηλ να πράξει όπως  έπραξε, να αφήσει την ενορία του  και να εγκαταλείψει τον εαυτό του και την οικογένειά του στο έλεος  των ιδιωτικών μαθημάτων σε μια βιομηχανική πόλη. Ο επίσκοπος του είχε προσφέρει μια άλλη ενορία, αυτό είναι αλήθεια, όμως αν είχε αμφιβολίες, θα μπορούσε να παραμείνει στην ενορία του, επομένως δεν υπήρχε λόγος να παραιτηθεί. Όμως η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι κληρικοί της επαρχίας, διάγουν βίο τόσο απομονωμένο – υπό την έννοια ότι δεν έχουν την δυνατότητα να συναναστρέφονται ανθρώπους της ιδίας καλλιέργειας, έτσι ώστε να συντονίζονται και να αντιλαμβάνονται αν ο εγκέφαλός τους εργάζεται υπερβολικά αργά ή γρήγορα.  Κατά συνέπεια, είναι επιρρεπείς  στο να διαταράσσουν τον εαυτό τους με  κατά φαντασίαν  αμφιβολίες ως προς τα άρθρα της Πίστεως, και εγκαταλείπουν την  βέβαιη δυνατότητα  που έχουν να εργαστούν το καλό, εξαιτίας κάποιων αβέβαιων ιδεών τους.»
«Δεν είμαι της ιδίας άποψης.  Δεν νομίζω ότι είναι  όλοι πρόθυμοι να πράξουν κατά το παράδειγμα του καημένου του φίλου μου του Χέηλ.» Ο κύριος Μπέλλ μέσα του υπέφερε.
«Ίσως να χρησιμοποίησα πολύ γενικά την έκφραση ‘επιρρεπείς’. Όμως σίγουρα, όμως η ζωή που διάγουν τους οδηγεί είτε στην υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, είτε σε βεβαρημένη συνειδησιακή κατάσταση.» είπε ο κύριος Λέννοξ με απόλυτη ψυχραιμία.

«Να υποθέσω, λοιπόν, πως δεν συναντά κανείς  αυτοπεποίθηση ανάμεσα στις τάξεις των δικηγόρων και σπάνια  ίσως βρίσκει κανείς περιπτώσεις βεβαρημένης συνείδησης;» ρώτησε  ο κύριος Χέηλ. Εξοργιζόταν ολοένα και περισσότερο και ξεχνούσε τις νεοαποκτηθείσες τεχνικές του των καλών τρόπων. Ο κύριος Λέννοξ είδε ότι ο σύντροφός του είχε ενοχληθεί, και καθώς είχε μιλήσει λίγο-πολύ απλώς για να πει κάτι με σκοπό να περάσει η ώρα όσο διάστημα βάδιζαν προς την ίδια κατεύθυνση, τον άφηνε αρκετά αδιάφορο το να  λάβει την οποιαδήποτε θέση σχετικά με το παραπάνω ερώτημα. Ελίχθηκε λοιπόν διακριτικά λέγοντας:

« Σίγουρα υπάρχει κάτι το υψηλό και ευγενές, όταν ένας άνθρωπος στην ηλικία του κυρίου Χέηλ αφήνει το από εικοσαετίας σπιτικό του και τις καθεστώσες συνήθειές του για  μια πιθανόν εσφαλμένη ιδέα – αλλά αυτό είναι επουσιώδες-  μια νεφελώδη σκέψη. Δεν μπορεί κανείς παρά να εκφράσει τον θαυμασμό του, ίσως με μια δόση οίκτου, κάτι παρόμοιο με αυτό που αισθανόμαστε για τον Δον Κιχώτη. Και μάλιστα για έναν τόσο ευγενή άνθρωπο καθώς ο κύριος Χέηλ! Δεν θα λησμονήσω ποτέ την απλή και ευγενική φιλοξενία που μου έδειξε εκείνη την τελευταία ημέρα στο Χέλστοουν.»

Μόνον κατά το ήμισυ εξευμενισμένος και ανήσυχος ακόμα θέλοντας να καταπραύνει κάποιες δικές του τύψεις με την σκέψη ότι η συμπεριφορά του κυρίου Χέηλ είχε κάποια ίχνη Δονκιχωτισμού, ο κύριος Μπέλ γρύλισε. «Ασφαλώς! Και δεν γνωρίζετε το Μίλτον! Είναι τόσο διαφορετικό από το Χέλστοουν! Έχω πολλά χρόνια να επισκεφθώ το Χέλστοουν όμως μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι κάθε του γωνιά και κάθε πέτρα έχουν μείνει αναλλοίωτα εδώ και έναν αιώνα, ενώ το Μίλτον ! Το επισκέπτομαι κάθε τέσσερα- πέντε χρόνια και έχω γεννηθεί εκεί – κι όμως σας διαβεβαιώ ότι εγώ ο ίδιος χάνομαι συχνά- μάλιστα!- ανάμεσα στα κτίρια που έχουν ξεφυτρώσει στο περιβόλι του πατέρα μου. Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας ; Λοιπόν, κύριε, σας καληνυχτίζω. Υποθέτω θα ειδωθούμε αύριο το πρωί στην Χάρλευ Στρητ.»
                                                                        

2 σχόλια:

  1. ΚΙ ΑΛΛΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΣΟ ΓΡΗΓΟΡΑ!!!!!!!!ΥΠΕΡΟΧΑ !!!!!!! Σ'ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ!!!!!!!!(Πόλυ)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δυστυχώς Πόλυ, σήμερα ολοκληρώθηκε το τεσσαρακοστό κεφάλαιο. Για λόγους οικονομίας χρόνου είχα δημοσιεύσει μόνο το πρώτο κομμάτι! Τώρα μπορείς να το δεις ολοκληρωμένο !

      Διαγραφή