Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Κεφάλαιο 13 "Ζέφυρος εν καμινω"



Βορράς κ Νότος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

« Ζέφυρος εν καμίνω »

         
  Αμέσως μόλις έφυγαν οι επισκέπτες τους, η Μάργκαρετ έτρεξε να φορέσει την εσάρπα και
το μπονέ της και βιάστηκε να πάει στην  Μπέσσυ Χίγκινς για  να της κρατήσει συντροφιά
όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε πριν να έρθει η ώρα του δείπνου. Καθώς προχωρούσε 
στους στενούς, γεμάτους κόσμο, δρόμους, ένιωσε πόσο  αυτοί οι άνθρωποι είχαν κερδίσει 
το ενδιαφέρον της από το γεγονός και μόνο ότι είχε μάθει να νοιάζεται για ένα άτομο 
ανάμεσά τους.
............................................................................................................................................
 Η ίδια η Μπέσσυ ήταν ξαπλωμένη σε ένα μιντέρι  κάτω από 
το παράθυρο. Ήταν πολύ πιο αδύναμη από την προηγούμενη μέρα και με κόπο 
σηκωνόταν  σε κάθε ήχο βήματος για να δει αν  έρχεται η Μάργκαρετ. Και τώρα που η 
Μάργκαρετ ήταν εκεί, καθισμένη δίπλα της σε μια καρέκλα, η Μπέσσυ είχε γείρει σιωπηλή, 
ευχαριστημένη με το να κυττάζει  το πρόσωπο της Μάργκαρετ να αγγίζει το ύφασμα του 
φορέματός της, θαυμάζοντας σαν παιδί την φίνα ύφανση.
  «Προτύτερα δεν κάτεχα γιατί οι ανθρώποι στη Βίβλο νοιάζονταν για μαλακά ρούχα. Μα 
θα’ναι καλό να ντύνεται κανείς σαν και σένανε. Δεν το’χουν συνήθειο. Οι περσσότεροι 
απ’τους καλοντυμένους φοράνε χρώματα που μου χτυπάνε  στα μάτια. Μα  τα δικά σου με 
ξαποσταίνουν. Πούθε την πήρες τούτη τη φορεσιά ;»
«Στο Λονδίνο» είπε η Μάργκαρετ διασκεδάζοντας.
 «Στο Λονδίνο! Έχεις πάει στο Λονδίνο του λόγου σου;»
«Ναι. Έζησα εκεί για κάποια χρόνια. Όμως το σπίτι μου ήταν σ’ ένα δάσος στην εξοχή.»
         
   «Μίλα μου για κείνο. Μ’αρέσει σα μιλάνε για την εξοχή και τα δέντρα και άλλα τέτοια.» 
Έγειρε πίσω, έκλεισε τα μάτια της και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος  απόλυτα ήρεμη, 
έτοιμη να ακούσει ό,τι της έλεγε η Μάργκαρετ.
          
  Η Μάργκαρετ δεν είχε μιλήσει ξανά για το Χέλστοουν από τότε που το άφησε, εκτός αν 
τύχαινε  να το αναφέρει  απλά ονομαστικά . Το έβλεπε σε όνειρα που έμοιαζαν πιο αληθινά 
από την πραγματική ζωή και  τα βράδυα, καθώς βυθιζόταν στον ύπνο, η μνήμη της 
περιπλανιόταν σε όλα εκείνα τα όμορφα μέρη.     Αλλά σ’αυτό το κορίτσι άνοιξε την καρδιά 
της: « Ω, Μπέσσυ, αγαπώ τόσο πολύ το σπίτι που αφήσαμε! Μακάρι να το έβλεπες ! Δεν 
μπορώ να σου περιγράψω ούτε τη μισή από την ομορφιά του. Τριγύρω  έχει μεγάλα δέντρα 
που υψώνουν τα κλαδιά τους μακρυά και ολόισια φτιάχνοντας ένα βαθύσκιο θόλο ακόμα 
και στο καταμεσήμερο. Και μολονότι κάθε φύλλο φαίνεται να μένει ακίνητο, από παντού 
ακούγεται ένα απόμακρο, βιαστικό μουρμουρητό. Και είναι και η τύρφη που κάποιες φορές 
είναι μαλακή και φίνα σαν βελούδο ∙ κι άλλοτε πάλι είναι θαλερή από την 
υγρασία που στέλνει ένα μικρό, κρυμμένο ρυάκι που κελαρύζει εκεί κοντά. Σε άλλα μέρη 
κυματίζουν οι φτέρες – ολόκληρες εκτάσεις από φτέρες ∙ κάποιες καταπράσινες, άλλες 
χρυσαφένιες σαν ηλιαχτίδες – μοιάζουν με τη θάλασσα.«Δεν έχω δεί ποτέ μου τη 
θάλασσα» μουρμούρισε η Μπέσσυ. «Συνέχισε, όμως.»
«Εδώ κι εκεί, υπάρχουν μεγάλα βοσκοτόπια, ψηλά, σχεδόν πάνω και από τις κορφές των 
δέντρων.»
«Χαίρομαι. Νοιώθω ότι πνίγουμαι στα χαμηλά. Καμμιά φορά που βγαίνω έξω, θέλω πάντα να πηγαίνω στα ψηλώματα και να θωρώ μακριά και ν’ανασαίνω βαθιά εκείνο τον αέρα. Το Μίλτον με πνίγει και λέω έτσι που σ’ακούω να μιλάς για ‘κείνα τα βοσκοτόπια ανάμεσα στα δέντρα που τραβάνε όλο του μάκρου, ότι θα ζαλιζόμουνα  σαν θα τά ‘βλεπα. Αυτό είναι που κάνει το κεφάλι μου να πονεί τόσο στη φάμπρικα…. Αλλά σε ‘κείνα’κει  τα βοσκοτόπια δεν έχει φασαρία, ναι ;»
«Όχι, δεν έχει» είπε η Μάργκαρετ «τίποτα εκτός από κανέναν κορυδαλλό εδώ κι εκεί να πετά ψηλά στον αέρα. Καμιά φορά τύχαινε ν’ακούσω κάποιον αγρότη να βάζει τις φωνές στους  παραγιούς του  ∙ ήταν όμως τόσο μακριά που απλά μου υπενθύμιζε ότι άλλοι εργάζονταν σκληρά κάπου μακρύτερα ενώ εγώ καθόμουν στο γρασίδι τεμπελιάζοντας.»
« Παλιά, θαρρούσα, πως αν ήτανε μπορετό να έχω μια μέρα που να μην κάνω τίποτα, να ξεκουραστώ – μια μέρα σ’ένα ήσυχο μέρος σαν κι αυτό που  λές- αυτό θα μ’έκανε να γιάνω. Αλλά να, τώρα τόσες μέρες καθησιό και μού’χουνε μαυρίσει τόσο την ψυχή   όσο και η δουλειά στη φάμπρικα. Μερικές φορές νοιώθω τόσο αποσταμένη  που λέω πως ούτε την Παράδεισο δεν θα μπορώ να ‘φχαριστηθώ αν δεν ξαποστάσω λίγο πρώτα. Πιότερο θαρρώ πως σκιάζομαι να πάω  ίσια εκεί  αν προτύτερα δεν γείρω λίγο ν’αποκοιμηθώ στον τάφο και να ΄ρθω στα  ίσα μου.»
«Μη φοβάσαι, Μπέσσυ» είπε η Μάργκαρετ βάζοντας το χέρι της πάνω στο χέρι του κοριτσιού. « Ο Θεός μπορεί να σου δώσει ανάπαυση πιο τέλεια   από κάθε απραξία πάνω στη γή  ή κάτω απ’αυτήν στο  νεκρικό ύπνο του τάφου.»

 Η Μπέσσυ αναδεύτηκε ανήσυχα ∙ ύστερα είπε:

«Άμποτε ο πατέρας να μη μίλαγε κατά που το’χει συνήθειο.  Έχει καλή ψυχή, όπως στο’πα και  χθές και στο’ χω πεί κι άλλες φορές. Αλλά να, μόλο που δεν τονέ πιστεύω σταλιά το πρωί, κι  όμως το βράδυ- όταν ψήνουμαι στον πυρετό μισοξυπνητή και μισοκοιμισμένη – τότε τα ξαναφέρνω  με το νου μου- ω τόσο βαρειά! Και λέω πως αν όλα τελειώνουν εδώ και πως γεννήθηκα για να μου  φύγει η ψυχή και η ζήση  στη δουλειά και για ν’αρρωστήσω σε τούτο το μέρος με τη φασαρία της φάμπρικας  να μου τρυπά τ’αυτιά  τόσο που να θέλω να   να σταματήσει  και να μ’αφήσει μια σταλιά να ‘συχάσω – και με τ’αποξαντίδια  να μου γεμίζουν τα πνευμόνια μέχρι που σκάω από δίψα ν’ανασάνω  βαθειά  εκείνο το φρέσκο αγέρα που μου’πες – και με τη μάνα μου πεθαμένη κι να μην είναι μπορετό  να της πω ξανά πόσο την αγαπάω, και μ’όλα μου τα βάσανα, λέω τότε πως αν τούτη η ζωή είναι και δεν έχει άλλη, και δεν είναι Θεός να σφουγγίξει τα δάκρυα από τα μάτια μας – ω! συφορά, συφορά μου!» είπε και ανακάθησε σφίγγοντας  δυνατά, σχεδόν βίαια το χέρι της Μάργκαρετ « θα μπορούσε να μου στρίψει και, μα την αλήθεια,  να σε σκοτώσω !» Έγειρε πίσω αποκαμωμένη από το ξέσπασμά της. Η Μάργκαρετ  γονάτισε δίπλα της.
«Μπέσσυ, έχουμε έναν Πατέρα στον ουρανό.»
«Το ξέρω…το  ξέρω» βόγκηξε   εκείνη κουνώντας  ανήσυχα το κεφάλι της πέρα  δώθε.
« Είμαι ένα παλιοθήλυκο . Είπα πολύ κακές κουβέντες. Αχ, μη σκιαχτείς και δεν ματάρθεις . Δεν θα πείραζα ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά σου. Και…» έκανε ανοίγοντας τα μάτια της «πιστεύω ίσως και πιότερο από  λόγου σου στα μελλούμενα . Διαβάζω το Βιβλίο της Αποκάλυψης μέχρι που το μαθαίνω απ’ έξω και σαν είμαι ξυπνητή κι έχω τα λογικά μου δεν αμφιβάλλω διόλου για τη Δόξα τ’ Ουρανού που θ’ανταμώσω. »
«Ας μη μιλάμε για τις παραισθήσεις που σου φέρνει ο πυρετός. Πες μου καλύτερα τι έκανες συνήθως όταν ήσουν γερή.»
«Θαρρώ πώς ήμουνα γερή όταν πέθανε η μάνα μου αλλά από ‘κεί κι έπειτα δεν ήμουνα ποτέ εντελώς στα καλά μου. Πήγα να δουλέψω σ’ ένα λαναράδικο και τ’αποξαντίδια μπήκαν μέσα  στα πνευμόνια μου και με φαρμακώσανε.»
«Αποξαντίδια!» έκανε η Μάργκαρετ με απορία.
«Αποξαντίδια,» επανέλαβε η Μπέσσυ. « Κομματάκια τοσοδά, που πετάγονται απ’το βαμβάκι καθώς το ξαίνουν και γιομίζει ο αέρας απ’αυτά σαν άσπρη σκόνη. Λένε πως τυλίγεται γύρω στα πνευμόνια και τα  κομποδένει. Κοντολογίς,  χάνονται πολλοί  στα λαναράδικα -  αρχίζουν και βήχουν και φτύνουν αίμα φαρμακωμένοι από τ’αποξαντίδια.»

«Και δεν μπορεί να γίνει κάτι ;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Σάμπως ξέρω; Κάποια αφεντικά έχουν στην μιαν άκρη του λαναράδικου  μια ρόδα μεγάλη να κάνει ρεύμα και να διώχνει τη σκόνη μα είν’ακριβή  πολύ αυτή η ρόδα – μπορεί και πέντε ή έξι κατοστάρικα και δε φέρνει διάφορο και για τούτο λίγοι τηνε βάλανε κι έχω ακούσει  κόσμο να λέει πως δε θέλουν να δουλεύουνε σε μέρη που’χουνε τη ρόδα κι ότι τους κάνει να πεινάνε μια κι έχουνε συνηθίσει να καταπίνουν  τ΄αποξαντίδια και πως για να δουλέψουνε  θα πρέπει να παίρνουν πιότερα χρήματα. Γι αυτό οι ρόδες δεν φτουρήσανε ούτε για τ’αφεντικά ούτε για τους εργάτες. Εκείνο που ξέρω είναι πως θα’θελα να είχε μια τέτοια ρόδα εκεί που δουλεύω.»
«Δεν το ξέρει ο πατέρας σου αυτό;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Ναι. Και στεναχωρέθηκε. Αλλά η φάμπρικά μας ήτανε από τις καλές,  που κρατάνε τους εργάτες κι ο πατέρας φοβότανε να με αφήσει να πάω σε άλλη  δούλεψη γιατί μ’όλο που δεν το λές τώρα,  τότε πολλοί με θαρρούσανε ντελικάτο κορίτσι . Μα δεν  το’θελα να νομίζουν πως είμαι φτιαγμένη από ζάχαρη κι η μάνα είχε πει πως η Μαίρη έπρεπε να συνεχίσει το σχολείο κι ο πατέρας που τ’  άρεσε να αγοράζει βιβλία  και να πηγαίνει εδώ κι εκεί να κάνει μαθήματα – κι όλα αυτά θέλανε λεφτά- έτσι συνέχισα να δουλεύω μέχρι που τ’αυτιά μου πήξανε στο βουητό και ο λαιμός μου στ’αποξαντίδια.  Αυτό είν’ όλο.»
«Πόσο είσαι ;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Τον Ιούλιο θα κλείσω τα δεκαεννιά.»
« Κι εγώ είμαι δεκαεννιά.» Αναλογίστηκε με περισσότερη θλίψη από την Μπέσσυ, την αντίθεση ανάμεσά τους. Για ένα δύο λεπτά  έμεινε αμίλητη προσπαθώντας να καταπνίξει τη συγκίνησή της.
.......................................................................................................................................................
Από εκείνη τη μέρα και μετά, η κυρία Χέηλ εξασθενούσε όλο και περισσότερο.
............................................................................................

Ο κος Χέηλ  είχε φτάσει σε αυτό το επίπεδο φόβου, στο οποίο οι άνθρωποι με τη δική του ιδιοσυγκρασία κυριεύονται από ηθελημένη τυφλότητα. Εξοργιζόταν περισσότερο από ποτέ όταν η Μάργκαρετ του εξέφραζε την ανησυχία της.

«Πραγματικά, Μάργκαρετ, θεωρώ ότι παραλογίζεσαι ! Μα τω Θεό, εγώ ήμουν ο πρώτος που θα ανησυχούσα αν η μητέρα σου ήταν σοβαρά άρρωστη – πάντα  το καταλαβαίναμε όταν την έπιαναν οι ημικρανίες της στο Χέλστοουν, ακόμα και χωρίς να μας το πεί. Όταν είναι άρρωστη, χλωμιάζει και γίνεται κάτασπρη ενώ τώρα έχει ένα ροδαλό, υγιές χρώμα στα μάγουλά της, όπως ακριβώς ήταν όταν την πρωτογνώρισα.»
«Όμως πατέρα,» είπε η Μάργκαρετ διστακτικά, « νομίζω πως είναι αναψοκοκκινισμένη από τους πόνους.»
«Ανοησίες, Μάργκαρετ. Σου λέω πως γίνεσαι παράλογη. Θεωρώ πως εσύ δεν είσαι καλά. Ειδοποίησε τον γιατρό να σε δεί αύριο και ύστερα, αν αυτό σε ευχαριστεί, ας δεί και την μητέρα σου.»
« Σ’ευχαριστώ αγαπητέ μου πατέρα. Αυτό πραγματικά θα με ικανοποιούσε.»  Και έκανε μια κίνηση να τον φιλήσει. Όμως εκείνος την απώθησε, απαλά μεν, αλλά με αποφασιστικότητα, σαν να του είχε πει κάτι δυσάρεστο  από το οποίο επιθυμούσε να απαλλαγεί όπως και από την παρουσία της. Βημάτισε  ανήσυχα πάνω κάτω στο δωμάτιο.
..................................................................................................................................