Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Κεφάλαιο 36ο: " Η Ισχύς Δεν Είναι Πάντα Εν Τη Ενώσει"

Ποδαρικό στη νέα χρονιά με το 36ο κεφάλαιο.
Όπου ο Χίγκινς μας παρουσιάζει πολύ ξεκάθαρα τα ισχύοντα, τότε,  για τα εργατικά συνδικάτα και την κοινωνική ανάγκη που τα δημιούργησε.
Καθώς προχωρά το κεφάλαιο, βλέπουμε την σύγκρουση δύο κόσμων: Της καλοπροαίρετης αλλά "λόγιας"  και γι αυτό άχρηστης θεολογίας του κυρίου Χέηλ και αυτήν της άμεσης ανάγκης για χειροπιαστή ανακούφιση από τη φτώχεια και την πείνα και την απώλεια της κυρίας Μπάουσερ.
Από την άλλη, μόνο προβληματισμό για την εποχή μας - και τον ανύπαρκτο κοινωνικό ιστό- μπορεί να προκαλέσει, η "χείρα βοηθείας" που πρώτοι σπεύδουν να προσφέρουν στη χήρα και στα ορφανά οι γείτονες.


Κεφάλαιο 36ο


« Η Ισχύς δεν είναι πάντα εν τη Ενώσει»*

.................................................................................................................................................................
Ο Νίκολας, καθόταν δίπλα στο τζάκι, στην συνηθισμένη του θέση, αλλά δεν κάπνιζε την πίπα του ως συνήθως. Είχε στηριγμένο το κεφάλι του στο ένα χέρι, ενώ το άλλο ξεκουραζόταν στο γόνατό του. Δεν σηκώθηκε όταν τους είδε, μ’ όλο που η Μάργκαρετ διέκρινε το καλωσόρισμα στο βλέμμα του.
«Κοπιάστε, καθήστε. Τούτη ‘δω η φωτιά κοντεύει να σβήσει.» είπε αρχίζοντας να τη σκαλίζει ζωηρά, σαν για να στρέψει την προσοχή κάπου αλλού και όχι στον ίδιο. Ήταν εντελώς ατημέλητος, τα μαύρα γένια του, αξύριστα εδώ και αρκετές ημέρες, έκαναν το ωχρό του πρόσωπο να φαίνεται ακόμα πιο χλωμό, και το σακάκι του προφανώς είχε ανάγκη επιδιόρθωσης.
«Σκεφτήκαμε πως θα σε βρίσκαμε  εδώ τώρα, την ώρα του φαγητού.» είπε η Μάργκαρετ.
« Από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε, μας βρήκε κι εμάς μεγάλη θλίψη.» είπε ο κύριος Χέηλ.
« Ναι, κατά πως τα λές. Είμαστε πιότερο χορτάτοι από θλίψη παρά από φαγητό, τούτες τις μέρες. Αν και  ελόγου μου, μπορώ να τρώω όποια ώρα θέλω…όποτε και να ’ρχόσασταν θα με βρίσκατε.»
«Είσαι άνεργος;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Ναι.» απάντησε κοφτά. Και αφού έμεινε σιωπηλός για λίγο,  πρόσθεσε σηκώνοντας για πρώτη φορά το βλέμμα του:  « Μη θαρρείς πως έχω ανάγκη από χρήματα. Η Μπές, η δόλια, είχε ένα μικρό κομπόδεμα κάτω από το μαξιλάρι της μέχρι τα τελευταία της, έτοιμη να μου το δώσει και η Μαίρη δουλεύει στην κοπή. Κι όμως ‘γω δεν βρίσκω δουλειά.»
«Οφείλουμε κάποια χρήματα στη Μαίρη», είπε ο κύριος Χέηλ, προτού προλάβει η Μάργκαρετ να τον σταματήσει με ένα απότομο σφίξιμο του χεριού.
«Έτσι και τα πάρει, θα την πετάξω έξω απ’το σπίτι. Θα ‘ρθει και θα βρει την πόρτα κλειστή- μη θαρρεί πως χωρατεύω!»
« Μα τής οφείλουμε απέραντες ευχαριστίες για την βοήθεια που μας πρόσφερε», είπε ξανά ο κύριος Χέηλ.
«Ποτές δεν είπα ‘φχαριστώ στη δική σου κόρη, εδώ, για ό,τι έκαμε από αγάπη για τη θυγατέρα μου. Δεν κάτεχα το πώς να  το πω. Σάματις θα το κάνω τώρα, έτσι κι αρχινήσει φασαρία για ‘κείνο το λίγο που βόηθησε η  Μαίρη.»
« Δεν βρίσκεις δουλειά εξαιτίας της απεργίας ;» Ρώτησε ήσυχα η Μάργκαρετ.
« Η απεργία τέλειωσε. Προσώρας. Δεν βρίσκω δουλειά επειδή δεν εζήτησα δουλειά. Και δεν την εζήτησα  γιατί έχω δεν έχω λόγους να το κάμω, ενώ έχω μπόλικους  να μην το κάμω .»
Έμοιαζε να  βρίσκει μια περίεργα πικρή χαρά δίνοντας απαντήσεις που έμοιαζαν με γρίφους. Η Μάργκαρετ όμως κατάλαβε ότι κατά βάθος θα ήθελε να τον ρωτήσουν για να δώσει την εξήγηση.
«Και ο λόγος που δεν το κάνεις είναι;….»
«Το ότι πρέπει να παρακαλέσω για δουλειά. Αυτό είναι ο καλύτερος λόγος που μπορεί βρει  κάποιος.  ‘Δως μου δουλειά’ σημαίνει   ‘και θα την δουλέψω τίμια’ . Αυτός είναι ένας  καλος λόγος για να το κάνω .»
«Και ο λόγος που δεν ζητάς δουλειά είναι επειδή σου αρνιούνται όταν το κάνεις ;»
« Αμέ!  Είναι αρκετός λόγος το να ακούς : ‘ ΄Ετσι, λεβέντη μου ! Εσύ κοίταξες τα νιτερέσα του σιναφιού σου, κι εγώ θα κοιτάξω τα δικά μου. Έκαμες για τους ανθρώπους σου ό,τι νόμιζες καλύτερο για να τους βοηθήσεις, κι  έδειξες την εμπιστοσύνη  σου σ ’αυτούς, έτσι κι εγώ θα δείξω εμπιστοσύνη στους δικούς μου ανθρώπους. Την πάτησες, κακομοίρη, που τους έδειξες εμπιστοσύνη. Τράβα στα τσακίδια, τώρα. Δεν υπάρχει δουλειά για ‘σένα εδώ.’ Αυτοί είναι λόγοι να μη ζητάω δουλειά. Δεν είμαι βλάκας, αλλά ακόμα κι αν ήμουν, θα έπρεπε να με είχαν κάνει να καταλάβω τους δικούς τους τρόπους. Θε να  μάθαινα αν μου δείχνανε.»
«Δεν θα άξιζε τον κόπο» είπε ο κύριος Χέηλ « αν ζητούσατε από τον προηγούμενο εργοδότη σας να θα σας έπαιρνε ξανά στη δουλειά; Ίσως δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες, όμως θα άξιζε τον κόπο.»
Σήκωσε ξανά το βλέμμα του και έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα στον ερωτώντα. Έπειτα σιγογέλασε πικρά.
« Αφέντη, με την άδειά σου, θα σε ρωτήσω κι εγώ με τη σειρά μου κανα δυο πραγματάκια.»
«Παρακαλώ» είπε ο κύριος Χέηλ.
«Καταπώς μου φαίνεται, έχεις τον τρόπο να βγάζεις το  ψωμί σου. Οι ανθρώποι δεν έρχονται να μείνουν εδώ στο Μίλτον, έτσι για το κέφι τους, αν τούς είναι μπορετό να πάνε να μείνουν αλλού.»
«Έχεις δίκιο. Έχω κάποια περιουσία αλλά εγκαταστάθηκα στο Μίλτον με σκοπό να παραδίδω ιδιαίτερα μαθήματα.»
«Να μάθεις στον κόσμο γράμματα. Το λοιπόν, σε πληρώνουνε για να τους μαθαίνεις, σωστά ;»
«Σωστά» έκανε ο κύριος Χέηλ χαμογελώντας. « Διδάσκω και πληρώνομαι.»
«Κι αυτοί που σε πληρώνουνε, σου λένε τι να κάνεις και τι όχι με τα χρήματα που σου δίνουνε ; Με αυτά που έβγαλες με τον κόπο και τον ιδρώτα σου, δίκαια ;»
« Όχι, φυσικά και όχι !»
« Δεν σου λένε ‘ Μπορεί και να’χεις έναν αδερφό ή έναν  φίλο καρδιακό, που’χει ανάγκη λίγα λεφτά  για κάτι που κι οι δυό σας θαρρείτε πως είναι σωστό και δίκιο, μα πρέπει να υποσχεθείς πως δε θα του τα δώσεις. Ίσως θαρρείς πως ξέρεις τι να κάνεις με τα χρήματά σου, και πως τα’χεις για καλό σκοπό, μα σα δε μας αρέσει εμάς ο σκοπός αυτός, και συ πας και τα ξοδεύεις εκεί, τότε δε θέλουμε να ’χουμε παρτίδες μαζί σου.’ Δε στο λένε αυτό, έτσι ;»
«Όχι, οπωσδήποτε όχι !»
« Κι άμα στο λέγανε, θα το δεχόσουνα ;»
«Θα ήταν ομολογουμένως κατόπιν φοβερής πιέσεως η υποταγή μου σε μια τέτοια διαταγή.»
« Σ’ολάκερη τη γη δεν θα βρεθεί κάποιος που να πιέσει ελόγου μου να δεχτώ κάτι τέτοιο.» είπε ο Νίκολας Χίγκινς. « Τώρα λοιπόν, το ξέρεις κι ελόγου σου. Το ‘δες και μονάχος.  Ο Χάμπερς – στη δικιά του δούλεψη ήμουνα πριν – βάνει τους άντρες του να υπογράψουνε πως δε θα δώσουνε φράγκο για το συνδικάτο ή για τους απολυμένους που πεινάνε. Δεν πα’ να τους βάζουνε να υπογράφουνε…!» είπε περιφρονητικά. « Το μόνο που πετυχαίνουνε είναι να τους βγάζουνε ψεύτες και υποκριτές. Κι αν θες τη γνώμη μου αυτό δεν είναι τόσο βαρύ κρίμα όσο το να κάνεις την καρδιά του άλλου πέτρα έτσι που να μη βοηθά όποιον έχει ανάγκη, ούτε να μπορεί να πει ποιο είναι το σωστό και ποιο το άδικο, μονάχα πάει όπου θέλει το αφεντικό. Όμως ελόγου μου, δεν πρόκειται να πατήσω τον όρκο μου ποτές, μακάρι κι ο ίδιος ο βασιλιάς να μ’ έπαιρνε στη δούλεψή του. Είμαι στο Συνδικάτο, και λέω πως είναι το μόνο πράγμα απ’το οποίο ο εργάτης είδε καλό. Και μένα μ’ έχουν απολύσει παλιά και ξέρω τι πα’ να πει να πεινάς, για τούτο,  έτσι και βγάλω ένα σελίνι, τις έξι πέννες θα τις δώσω στο Συνδικάτο, αν δεν μου τις αρπάξουν τ’ αφεντικά.  Κοντολογής, ανάθεμα κι αν ξέρω που θε να ’βρω εκείνο το ένα σελλίνι.»  
 « Είναι σε ισχύ  σε όλα τα εργοστάσια, αυτός ο κανόνας για την μη συνεισφορά στο Συνδικάτο ;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
 « Δεν το ξέρω. Είναι καινούριος τούτος ο κανόνας και αν με ρωτάς, γρήγορα θα καταλάβουν πως δεν μπορούνε να τον επιβάλλουνε με το στανιό.  Αλλά προσώρας, έτσι έχουνε τα  πράγματα. Αγάλια αγάλια θα δούνε πως η τυραννία  κάνει τον  άνθρωπο ψεύτη.»
Για λίγο έμειναν αμίλητοι. Η Μάργκαρετ δίσταζε να πει αυτό που είχε κατά  νου. Δεν ήθελε να δώσει παραπάνω αφορμή σε κάποιον που η καρδιά  του ήταν ήδη αρκετά σκοτεινή και μελαγχολική. Στο τέλος το ξεστόμισε.  Όμως ο τρυφερός τόνος της φωνής της, που περιείχε και κάποιο δισταγμό, δείχνοντας ότι δεν ήθελε να δυσαρεστήσει με τα λόγια της, δεν φάνηκε να ενοχλεί τον Χίγκινς, παρά μονάχα να τον προβληματίζει.

«Θυμάσαι τον καημένο τον Μπάουσερ που έλεγε ότι το Συνδικάτο ήταν μια τυραννία;  Νομίζω πως έλεγε πως ήταν η χειρότερη απ’ όλες τις τυραννίες.  Και θυμάμαι πως τότε είχα συμφωνήσει μαζί του.»
Ο Χίγκινς  έμεινε σιωπηλός αρκετή ώρα. Ακουμπούσε το κεφάλι του στα δυο του χέρια και κοιτούσε τη φωτιά, έτσι δεν μπορούσε να δει την έκφραση του προσώπου του.
« Δε λέω πως το Συνδικάτο  δε χρειάζεται να κάνει τον εργάτη να δει ποιο είναι το δικό του το καλό, ακόμα και με το ζόρι. Την αλήθεια τη λέω. Άμα κάποιος δεν ανήκει στο Συνδικάτο, η ζωή του είναι μαρτύριο. Όμως, άμα μπει στο Συνδικάτο, τότε τα νιτερέσα του θα τα διαφεντέψουν πολύ καλύτερα απ’ όσο θα μπόραγε ο ίδιος μόνος του, για να λέμε και το σωστό. Μονάχα έτσι μπορούν να βρουν οι εργάτες το δίκιο τους : άμα είναι όλοι μαζί. Κι όσο περσότεροι, τόσο το καλύτερο για το νιτερέσο του καθενός. Το κράτος   έχει τον τρόπο του  για  τους χαζούς και τους τρελούς. Κι αν  κανένας στοχάζεται να βλάψει τον εαυτό του ή κάποιον άλλο, τότε βάζει το κεφάλι του στο ντορβά, είτε το θέλει είτε όχι. Αυτή είναι η δουλειά του Συνδικάτου. Δεν μπορούμε να μπουζουριάσουμε κανέναν στη φυλακή, αλλά μπορούμε να τους κάνουμε τη ζωή μαρτύριο έτσι που  όποιος έρχεται μαζί μας  να φέρεται κατά πως πρέπει και να βοηθά τον διπλανό του, είτε τ’αρέσει, είτε όχι. Ο Μπάουσερ ήταν πάντα του άμυαλος αλλά τώρα τελευταία, έχασε και το λίγο μυαλό που’χε.»
«Σας  έβλαψε ;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
« Αμ, τι δα έκανε; Ο κόσμος ήταν με το μέρος μας μέχρι που ‘κείνος και άλλοι σαν και λόγου του άρχισαν να κάνουν φασαρία και να παραβαίνουν τον νόμο. Τότε ήταν  που  όλα τέλειωσαν με την απεργία.»
«Τότε λοιπόν, δεν θα ήταν καλύτερο να τον είχατε αφήσει ήσυχο και να μην τον πιέσετε να μπει στο Συνδικάτο; Και για εσάς ήταν άχρηστος αλλά και αυτός έχασε το μυαλό του.»
«Μάργκαρετ» την προειδοποίησε ο πατέρας της χαμηλόφωνα, γιατί είχε δει το πρόσωπο του Χίγκινς να συννεφιάζει.
«Την παραδέχομαι !» είπε ο Χίγκινς ξαφνικά. « Λέει τη γνώμη της καθαρά και ξάστερα. Μ’όλο που δεν κατέχει τι πράγμα είν’το Συνδικάτο. Το Συνδικάτο είναι δύναμη – αυτή έχουμε μοναχά και καμμιά άλλη. Είχα διαβάσει ένα ποίημα παλιά για έν’ αλέτρι που πέρασε πάνω από ένα χαμολούλουδο και μ’εκανε να βουρκώσω –τότες βλέπεις,  δεν είχα άλλα βάσανα για να δακρύζω. Μα ο ζευγολάτης, μ’ όλο που πονούσε  για το χαμολούλουδο, δε σταμάτησε λεπτό  να σπρώχνει τ’αλέτρι, στο δίνω γραφτό ! Του ’κοβε το μυαλό του να μην το κάνει. Το  Συνδικάτο είναι το αλέτρι που ετοιμάζει τη γη για τη σοδειά.  Έτσι κι ο Μπάουσερ – αν και δε θα τον έλεγα  λουλούδι -  μάλλον μ’ αγριοχόρτο μοιάζει  που  ‘χει ξεβλαστήσει και πρέπει να το βγάλουν απ’ τη μέση. Έχω τα διαόλια μου μαζί του, τώρα δα. Γι αυτό μπορεί και να τον αδικώ. Θα πέρναγα εγώ ο ίδιος το αλέτρι από πάνω του, και θα χαιρόμουνα κιόλας!»
«Γιατί ; Τι έγινε ; Έκανε κάτι άλλο, πρόσφατα ;»
«Α, μα το ναι, έκανε ! Όλο σε μπελάδες πάει και μπλέκει ελόγου του! Πρώτα  πήγε σαν το  βουρλισμένο και με τα καμώματά του έδωσε μια κλωτσιά και πάει η απεργία. Μετά πήγε και κρύφτηκε και περίμενα ότι ο Θόρντον θα τον ξετρύπωνε. Μα ο Θόρντον αφού πέτυχε το σκοπό του, δε σκοτίστηκε να κυνηγήσει δικαστικά τους ταραξίες. Έτσι, ο Μπάουσερ έσυρε ξανά στο κονάκι του.  Για κανα δυο μέρες λούφαξε μέσα. Αυτό τουλάχιστον του’κοψε να το κάνει.  Κι έπειτα, που θαρρείτε πως πήγε ;  Ε, λοιπόν, στου Χάμπερ ! Πανάθεμά τον ! Πήγε με ‘κείνη την ασπρουλιάρικη φάτσα του -  που αρρωσταίνω να τη βλέπω- παρακαλώντας για δουλειά, μ’όλο που’ξερε για τον νέο κανονισμό που τους απαγόρευε να δώσουν  έστω κι ένα φράγκο στο συνδικάτο. Ούτε φράγκο για τους απολυμένους που ψοφάνε της πείνας!  Μα και δαύτος θε να  ψόφαγε της πείνας αν το Συνδικάτο δεν τον βοηθούσε στην ανάγκη του. Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε εκεί,  έτοιμος να κάνει και να δεχτεί τα πάντα,  μ’ όλο που ’ξερε τις αποφάσεις μας, ο άχρηστος ο Γιούδας Ισκαριώτης ! Μα, τούτο θα πώ για τον Χάμπερ, και θα τον ευχαριστάω  μέχρι  να πεθάνω, τον έδιωξε τον Μπάουσερ και δεν ήθελε να τον ακούσει – δεν τον άφησε να σταυρώσει λέξη – μ’ όλο που  - κατά πώς μου’πανε άνθρωποι που ήταν μπροστά, εκείνος ο προδότης είχε βάλει τα κλάματα σα μωρό παιδί!»
« Ω! Τι τρομερό ! Κρίμα!» αναφώνησε η Μάργκαρετ. «Χίγκινς, δεν σε αναγνωρίζω σήμερα. Δεν βλέπεις πως  εσύ  έκανες τον Μπάουσερ αυτό που είναι, βάζοντάς τον με το ζόρι στο Συνδικάτο, ενώ ο ίδιος δεν το πίστευε αυτό καθόλου.  Εσύ τον έκανες αυτό είναι τώρα.»
«Τον έκανα αυτό που είναι τώρα. Και σάμπως τι ήτανε προτύτερα;»

Σιγά σιγά είχε αρχίσει  να ακούγεται ένας υπόκωφος, ρυθμικός θόρυβος και  τώρα τους ανάγκασε να στρέψουν την προσοχή τους σ’αυτόν. Aκούγονταν  πολλές φωνές μαζί, πνιγμένες και σιγανές. Βήματα που δεν φαίνονταν να προχωρούν προς μια κατεύθυνση αλλά μάλλον να κινούνται κυκλικά προς ένα σημείο. Ναι, ακουγόταν ένας  ξεκάθαρος, σιγανός  ήχος από βήματα, που σαν  ν’ άνοιγε δρόμο μέσα απ’τον αέρα, έφτασε επιτέλους στα αυτιά τους : Το ρυθμικό, κοπιαστικό βάδισμα ανθρώπων που κουβαλούν ένα βαρύ φορτίο. Από ένα  ακατανίκητο ένστικτο, προχώρησαν όλοι προς την πόρτα, παρακινημένοι όχι από μια απλή περιέργεια αλλά σαν από κάτι μεγαλύτερο και πιο σοβαρό.
Στο δρόμο προχωρούσαν έξι άνθρωποι, τρεις εκ των οποίων ήταν αστυνομικοί. Κουβαλούσαν στους ώμους τους μια πόρτα, που την είχαν βγάλει από τους μεντεσέδες της, και πάνω εκεί κείτονταν ένα νεκρό, ανθρώπινο σώμα. Η πόρτα έσταζε από παντού. Όλοι στο δρόμο βγήκαν να δουν και  ακολουθώντας την πομπή, ρωτούσαν τους νεκροφόρους, που μετά βίας και απρόθυμα απαντούσαν γιατί είχαν αναγκαστεί να πουν την ίδια ιστορία ξανά και ξανά.
«Τον βρήκαμε στο λιβάδι εδώ πιο κάτω, μέσα στο ρυάκι.»
«Στο ρυάκι ! Μα δεν έχει τόσο νερό ώστε να πνιγεί κανείς!»
«Ήθελε και το’κανε. Τον βρήκαμε ξαπλωμένο μπρούμυτα. Την είχε βαρεθεί τη ζωή του, τρέχα γύρευε γιατί.»
Ο Χίγκινς, γλίστρησε δίπλα στην Μάργκαρετ και είπε με αδύναμη, σιγανή φωνή : «Δεν είναι ο Τζων Μπάουσερ, έτσι ; Δεν είχε τα κότσια. Όπως σ’το λέω. Δεν είναι ο Τζών Μπάουσερ! Μα, τι στο διάτανο….κυττάνε κατά ‘δω! Άκου τους ! Το κεφάλι μου βουίζει  και δεν μπορώ ν’ ακούσω λέξη .»
Άφησαν κάτω την πόρτα προσεκτικά, ακουμπώντας την πάνω στις πέτρες, έτσι που μπορούσαν όλοι να δουν τον φουκαρά τον πνιγμένο – τα μάτια του γυάλινα, ένα μισόκλειστο και το άλλο στραμμένο καταπάνω στον ουρανό.
Λόγω της θέσης που τον είχαν βρει, το πρόσωπό του ήταν πρησμένο και ξεθωριασμένο. Επιπλέον, το δέρμα του ήταν λεκιασμένο από το νερό του ρυακιού το οποίο χρησιμοποιούσαν για να βαφές. Το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ήταν φαλακρό, αλλά πίσω τα μαλλιά του ήταν μακριά και λεπτά και από κάθε μπούκλα έσταζε νερό. Μ’όλη αυτήν την παραμόρφωση, η Μάργκαρετ αναγνώρισε τον Τζων Μπάουσερ.  Της φάνηκε ότι ήταν ιεροσυλία να κυττάζει ο κόσμος εκείνο το άμοιρο, παραμορφωμένο από την αγωνία πρόσωπο, και κινούμενη ενστικτωδώς, προχώρησε και  σκέπασε τα χαρακτηριστικά του νεκρού  με το μαντήλι της. Τα μάτια που την είδαν να το κάνει αυτό, την παρακολούθησαν καθώς επέστρεψε από το ιερό της καθήκον πίσω στο μέρος που στεκόταν ο Νίκολας Χίγκινς σαν πετρωμένος. Οι άνδρες κάτι είπαν μεταξύ τους και ένας από αυτούς πλησίασε τον Χίγκινς  που φαινόταν να θέλει ευχαρίστως να  ξεγλιστρήσει μέσα στο σπίτι του.
«Ρε Χίγκινς, εσύ τον ήξερες! Εσύ πρέπει να το πεις στη γυναίκα του. Πες το με τρόπο ρε φίλε, αλλά κάνε γρήγορα γιατί δεν μπορούμε να τον αφήσουμε εδώ για πολύ.»
« Δεν το βαστώ να πάω.» είπε ο Χίγκινς. « Μη μου το ζητάς. Δε βαστώ να την αντικρύσω.»
«Συ την ξέρεις καλύτερα.» είπε ο άνδρας. «Εμείς κάναμε το πρεπούμενο, φέρνοντάς  τον εδώ.  Σειρά σου τώρα.»
« Δεν μπορώ.» είπε ο Χίγκινς. « Μου κοπήκανε τα γόνατα μόνο που τον είδα. Δεν ήμασταν φίλοι και τώρα είναι πεθανένος.»
«Ε, άμα δε θες, μη θες. Αλλά κάποιος πρέπει να πάει. Είναι σκληρό αυτό,  αλλά όσο περνάει η ώρα μπορεί να το μάθει απ’αλλού και να της έρθει απότομα αν δεν πάει κάποιος να της το φέρει με τρόπο.»
«Πατέρα, πήγαινε εσύ.» είπε η Μάργκαρετ χαμηλόφωνα.
«Αν μπορούσα – αν είχα χρόνο να προετοιμαστώ τι θα ήταν καλύτερο να πω…όμως έτσι ξαφνικά…» η Μάργκαρετ είδε ότι πραγματικά ο πατέρας της δεν ήταν σε θέση να το κάνει. Έτρεμε ολόκληρος.
«Θα πάω εγώ,» είπε.
«Να’σαι καλά, δεσποινίς. Κάνεις ψυχικό. Γιατί είναι καιρό άρρωστη η δόλια, καθώς λέν εδώ στη γειτονιά.»
Η Μάργκαρετ χτύπησε την πόρτα. Αλλά ακουγόταν τόσος θόρυβος από μέσα από  παιδιά που έκαναν αταξίες ώστε αμφέβαλλε αν την άκουσαν. Καθώς κάθε λεπτό που περνούσε την έκανε να δειλιάζει ολοένα και περισσότερο, άνοιξε  και μπήκε μέσα κλείνοντας την πόρτα πίσω της και χωρίς να την δει η γυναίκα, την κλείδωσε.
Η κυρία Μπάουσερ καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα δίπλα σε ένα μισοσβησμένο τζάκι. Το σπίτι έμοιαζε να είναι  αρκετό καιρό ανέγγιχτο από κάθε προσπάθεια καθαριότητας.
Η Μάργκαρετ είπε κάτι, ούτε η ίδια δεν κατάλαβε τι, τόσο στεγνός ήταν ο λαιμός και το στόμα της, και ο θόρυβος που έκαναν τα παιδιά σκέπασε τα λόγια της ολότελα. Έκανε άλλη μια προσπάθεια.
«Πώς είστε κυρία Μπάουσερ ; Φοβάμαι ότι δεν είστε πάρα πολύ καλά.»
«Και μήτε θα γιάνω ποτέ μου.» μουρμούρισε εκείνη με ύφος μεμψίμοιρο.
«Έχω μείνει μονάχη μου να τα φέρω βόλτα με τα παιδιά, και δεν έχω τίποτα να τους δώσω για να ησυχάσουν. Ο Τζων δεν έπρεπε να με αφήσει μονάχη μου, και άρρωστη κιόλας.»
«Πόσες μέρες λείπει ;»
« Να ’ναι τέσσερεις…; Δεν του ‘δινε κανείς εδώ δουλειά κι έτσι τράβηξε κατά το Γκρήνφηλντ. Μα θα ’πρεπε  μέχρι τώρα να ‘χει γυρίσει είτε να μου στείλει μια λέξη αν βρήκε δουλειά. Έπρεπε - »
«Ω, μην τον κατηγορείτε.» είπε η Μάργκαρετ. « Είμαι σίγουρη ότι το ήθελε…»
«Γουίλλυ, σκάσε πια, δεν ακούω τι λέει η κυρία…» είπε απότομα σε ένα μικρό διαβολάκο περίπου ενός έτους κι έπειτα συνέχισε απολογητικά προς την Μάργκαρετ:
« Ολοένα  με σκοτίζει και μου ζητάει «μπαμπάκα» και «τσομί», μα δεν έχω μια μπουκιά  «τσομί» να του δώκω, κι ο «μπαμπάκας» έφυγε και μας ξέχασε θαρρώ. Είναι ο κανακάρης του μπαμπάκα του αυτός...» και με μια ξαφνική μεταστροφή διάθεσης τον τράβηξε στα γόνατά της κι άρχισε να τον φιλά με αγάπη.
Η Μάργκαρετ ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της γυναίκας για να της τραβήξει την προσοχή. Η μια συνάντησε το βλέμμα της άλλης.
«Το καημενούλι.» είπε αργά η Μάργκαρετ. « Ήταν ο κανακάρης του πατέρα του…»
« Είναι ο κανακάρης του μπαμπά του..» είπε η γυναίκα καθώς σηκώθηκε βιαστικά και στάθηκε να κυττάξει την Μάργκαρετ καταπρόσωπο. Για μερικά λεπτά καμμιά από τις δυο δεν μίλησε . Έπειτα η κυρία Μπάουσερ άρχισε ένα υπόκωφο μουρμουρητό που γινόταν όλο και πιο ξέφρενο καθώς προχωρούσε : «Κι εγώ σου λέω ότι είναι ο κανακάρης του πατέρα του. Κι οι φτωχοί αγαπάνε τα παιδιά τους καταπώς  το κάνουν κι οι πλούσιοι. Για δε μιλάς ; Γιατί  με κυττάς με τούτα τα μεγάλα μάτια σου τα λυπημένα ; Πού είναι ο Τζών;»  Με όλη την αδυναμία της, ταρακούνησε την Μάργκαρετ για να την αναγκάσει να μιλήσει. «Ω, Θεέ μου!» είπε συνειδητοποιώντας  τι σήμαινε εκείνο το δακρυσμένο βλέμμα. Βυθίστηκε ξανά στην πολυθρόνα. Η Μάργκαρετ πήρε το παιδί και το έβαλε πάλι στην αγκαλιά της μητέρας του.
«Τον αγαπούσε», είπε.
«Αμέ!» είπε η γυναίκα « Όλους μας αγάπαγε. Είχαμε κι εμείς κάποιονε να μας αγαπάει, παλιά. Πάει καιρός, μα όταν ήτανε μαζί μας και είχε ζωντάνια μέσα του, μας αγάπαγε. Αγάπαγε τούτο το βυζασταρούδι πιότερο απ’όλους μας . Μα αγάπαγε κι εμένα και ‘γω τον αγάπαγα μ’όλο που τον έβριζα λίγο προτύτερα. Το λες με τα σωστά σου πως πέθανε; » είπε προσπαθώντας να σηκωθεί. «Αν μονάχα είναι άρρωστος και ψυχομαχά, πες τους να τον φέρουν εδώ. Κι εγώ άρρωστη είμαι εδώ και πολύ καιρό.»
«Μα, είναι νεκρός. Πνίγηκε.»
« Είναι άνθρωποι που ξαναζωντανέψανε  αφού τους μάζεψαν πνιγμένους. Μα που’ν’το μυαλό μου ; Τι κάθομαι έτσι άπραγη;  Έλα, ‘σύχασε μικρό μου, ‘σύχασε.  Πάρε  τούτο ΄δω , πάρε κάτι να παίξεις μην μου κλαίς τώρα που σπαράζει η καρδιά μου. Ωχ, πού’ναι το κουράγιο μου ; Ω, Τζων, άντρα μου !»
Η Μάργκαρετ πρόλαβε και την άρπαξε πριν πέσει κάτω λιπόθυμη.  Κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα κρατώντας την γυναίκα με το κεφάλι γερτό στον ώμο της.  Τα άλλα παιδιά είχαν μαζευτεί ένα κουβάρι όλα μαζί φοβισμένα, μόλις αρχίζοντας να ξεδιαλύνουν το μυστήριο που έκρυβε εκείνη η σκηνή αλλά ακόμα δεν το είχαν καλοκαταλάβει  γιατί τα μυαλουδάκια τους ήταν οκνά και με βραδύτητα αντίληψης.
Ξέσπασαν σε τέτοιο κλάμα μόλις μάντεψαν τι είχε συμβεί ώστε η Μάργκαρετ δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει.  Ο μικρός Τζώννυ, έκλαιγε πιο γοερά απ’ όλους τους άλλους,  αν και, το καημενούλι, δεν ήξερε το λόγο.

..............................................................................................................................................

*

Λογοπαίγνιο στον τίτλο με τη ρήση: Strength in Union ( Η ισχύς εν τη ενώσει) . Η λέξη Union στα Αγγλικά έχει και την έννοια του Σωματείου Εργατών, του Συνδικάτου.