Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Κεφάλαιο 7ο " Νέα πρόσωπα και εικόνες"



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο

«Νέα πρόσωπα και εικόνες»

Την επόμενη μέρα το απόγευμα, περίπου είκοσι μίλια μακριά απ΄οτο Μίλτον –Νόρθερν,  μπήκαν σε ένα μικρό παράπλευρο  σιδηροδρομικό  δίκτυο  που  οδηγούσε στο Ήστον.
.......................................
Από μακριά, ο ήχος της θάλασσας καθώς πάφλαζε ρυθμικά στην αμμώδη ακτή, πιο κοντά οι φωνές από τους αγωγιάτες με τα γαϊδουράκια τους, πρωτόγνωρες σκηνές ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια της σαν πίνακες, χωρίς να νοιάζεται μέσα στην νωχελικότητά της να τις κατανοήσει  προτού σβήσουν∙ ο περίπατος κάτω στην παραλία για να αναπνεύσουν το θαλασσινό αεράκι, απαλό και ζεστό στην αμμώδη ακτή ακόμα και τώρα, τέλη Νοέμβρη∙  η  μεγάλη , θαμπή  θαλασσογραμμή που άγγιζε τον απαλόχρωμο ουρανό∙ το άσπρο πανάκι  μιας βάρκας μακριά που φάνταζε ασημένιο κάτω από τις  χλωμές ηλιαχτίδες : της φαινόταν ότι μπορούσε να ονειρευτεί τη ζωή της  έτσι, με αυτήν την πολυτέλεια της  ονειροπόλησης, με την σκέψη ολοκληρωτικά στο παρόν, μην τολμώντας να σκεφτεί το παρελθόν, μη  θέλοντας να  κυττάξει προς το μέλλον.
..................................................................................
Η Μάργκαρετ γνώριζε ότι έπρεπε να φύγουν αλλά αποστρεφόταν την ιδέα της βιομηχανικής πόλης και πίστευε  ότι έκανε καλό στην μητέρα της το κλίμα στο Ήστον, έτσι πρόθυμα θα ανέβαλλε το ταξίδι για το Μίλτον.
Για αρκετά μίλια πριν φτάσουν στο Μίλτον έβλεπαν ένα σκούρο μολυβένιο σύννεφο να κρέμεται στον ορίζοντα προς την κατεύθυνση που βρισκόταν η πόλη. Η αντίθεση με τον χλωμό, γκριζογάλανο, χειμωνιάτικο ουρανό,  το  έκανε να μοιάζει  ακόμα πιο σκοτεινό ∙  γιατί στο Ήστον  είχαν ήδη εμφανιστεί τα πρώτα σημάδια της παγωνιάς.  Καθώς πλησίαζαν στην πόλη, ο αέρας είχε μια αμυδρή αίσθηση και  μυρωδιά καπνού ∙ ίσως οφειλόταν  περισσότερο στην  έλλειψη της ευωδιάς χόρτου και βλάστησης παρά σε κάποια συγκεκριμένη μυρωδιά. Σύντομα, βρέθηκαν να στριφογυρνάνε σε δρόμους μακρείς και ίσιους με ολόγυρα χτισμένα μικρά, ομοιόμορφα, τούβλινα σπίτια  .Εδώ κι εκεί, σαν την κότα ανάμεσα στα κοτόπουλα, ξεπρόβαλε κάποιο μεγάλο, μακρόστενο εργοστάσιο,  με πολλά  παράθυρα, ξεφυσώντας μαύρο, πυκνό καπνό, συμβάλλοντας έτσι  ικανοποιητικά  στη δημιουργία του νέφους το οποίο η Μάργκαρετ είχε θεωρήσει σαν σύννεφο φορτωμένο βροχή. Καθώς προχωρούσαν με την άμαξα από το σταθμό στο ξενοδοχείο, ανάμεσα σε μεγαλύτερους και φαρδύτερους δρόμους, έπρεπε να σταματούν συνέχεια ∙ μεγάλα φορτωμένα κάρα εμπόδιζαν τις όχι και πολύ μεγάλες διόδους. Η Μάργκαρετ επισκεπτόταν πότε – πότε την πόλη στις εξόδους με την θεία της. Όμως εκεί υπήρχαν πολλά βαρυφορτωμένα και δυσκίνητα οχήματα προορισμένα  για διάφορες χρήσεις και λειτουργίες ∙  εδώ, κάθε καμιόνι,  κάθε  βαγόνι και καρότσι μετέφερε βαμβάκι, είτε χύμα σε τσουβάλια, είτε σε  μορφή υφάσματος συσκευασμένο σε δέματα  από κάμποτ. Οι άνθρωποι συνωστίζονταν στους δρόμους, οι περισσότεροι καλοντυμένοι όσον αφορά το ύφασμα, αλλά με μια ατημέλητη χαλαρότητα, την οποία η Μάργκαρετ βρήκε πολύ διαφορετική σε σχέση με την φθαρμένη, ξεφτισμένη κομψότητα της αντίστοιχης τάξης του Λονδίνου.
« Η Νιού Στρητ» είπε ο κος Χέηλ. «Αυτός, νομίζω, είναι ο κεντρικός δρόμος του Μίλτον . Ο Μπελ μου τον έχει αναφέρει συχνά.  Ήταν η διαπλάτυνση αυτού του δρόμου από απλό δρομάκι σε κεντρική λεωφόρο, πριν από τριάντα χρόνια, που έγινε η αφορμή να αποκτήσει  τόση αξία η περιουσία του. Το εργοστάσιο του κου Θόρντον θα πρέπει να είναι κάπου εδώ κοντά γιατί είναι νοικάρης  του κου Μπελ. Φαντάζομαι όμως  ότι θα διευθετεί τις υποθέσεις του από το γραφείο του στις αποθήκες.»
«Πού είναι το ξενοδοχείο μας, πατέρα;»
«Νομίζω, κοντά στο τέλος αυτού του δρόμου. Να δειπνήσουμε πριν ή αφού επισκεφθούμε τα σπίτια που είδαμε στην εφημερίδα  Τα Νέα του Μίλτον
«Ω, ας τελειώσουμε πρώτα τη δουλειά μας. »
«Πολύ καλά. Τότε θα δω αν υπάρχει κανένα γράμμα ή μήνυμα για μένα από τον κο Θόρντον, επειδή μου είπε ότι θα με ενημέρωνε αν μάθαινε κάτι για κάποιο σπίτι, κατόπιν μπορούμε να φύγουμε. Ας κρατήσουμε την άμαξα ∙ είναι προτιμότερο έτσι, παρά να περιπλανηθούμε και να κινδυνεύσουμε να χάσουμε το απογευματινό τραίνο.»

.......................................................................................
Ο πατέρας της την συνόδευσε στο ξενοδοχείο, μπήκε μαζί της στην είσοδο και αφήνοντάς την στην άκρη της σκάλας, έφυγε για να βρεί  τον ιδιοκτήτη  του σπιτιού στο οποίο είχαν καταλήξει. Τη στιγμή που η Μάργκαρετ άπλωνε το χέρι της να ανοίξει την πόρτα για το δωμάτιό τους, άκουσε τα γρήγορα βήματα ενός γκρούμ ακριβώς  πίσω της –
«Με συγχωρείτε, κυρία. Ο κύριος έφυγε τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να του το πω. Ο κος Θόρντον πέρασε αμέσως μόλις φύγατε ∙  και επειδή από ό,τι κατάλαβα ο κύριος είπε ότι θα επιστρέφατε σε μια ώρα, τον ενημέρωσα σχετικά και ήρθε ξανά πριν από πέντε λεπτά, λέγοντας ότι θα περιμένει τον κο Χέηλ. Είναι στο δωμάτιό σας τώρα, κυρία.»
«Ευχαριστώ. Ο πατέρας μου θα επιστρέψει σύντομα, και τότε μπορείς να τον ενημερώσεις.»

Η Μάργκαρετ άνοιξε την πόρτα και προχώρησε με το συνηθισμένο ευθύ, τολμηρό και αξιοπρεπές ύφος της. Δεν αισθανόταν καμιά αμηχανία γιατί ήξερε πολύ καλά πώς να κινείται ανάμεσα σε κόσμο. Την περίμενε κάποιος που είχε επαγγελματικές σχέσεις με το πατέρα της ∙  επιπλέον,  επειδή αισθάνονταν ήδη αρκετά υποχρεωμένοι σε αυτόν, ήταν πρόθυμη να του φερθεί με όλη την ευγένεια που απαιτούσε η περίσταση.
Ο κος Θόρντον σαφέστατα εξεπλάγην περισσότερο, και  βρέθηκε σε μεγαλύτερη αμηχανία από την ίδια. Αντί για τον  ήσυχο, μεσήλικα κληρικό, μπήκε με αυτοπεποίθηση στο δωμάτιο μια νεαρή κοπέλα γεμάτη αληθινή αξιοπρέπεια – μια κοπέλα πολύ  διαφορετική από αυτές που έβλεπε συνήθως. Το ντύσιμό της ήταν αρκετά απλό:  Ένα αυστηρό, ψάθινο μπονέ, εξαιρετικό στην ποιότητα και στο σχέδιο, στολισμένο με μια άσπρη κορδέλα ∙ ένα σκούρο μεταξωτό  φόρεμα, χωρίς γιρλάντες ή βολάν ∙ μια μεγάλη Ινδική εσάρπα, που έπεφτε γύρω της με μακριές και πλατιές πτυχώσεις  και την οποία φορούσε όπως μια αυτοκράτειρα την εσθήτα της. Δεν κατάλαβε ποια ήταν, καθώς συνάντησε το ευθύ, ανεπιτήδευτο και  ατάραχο βλέμμα της που φανέρωνε  ότι η παρουσία του εκεί δεν απασχολούσε την όμορφη όψη της, και δεν χρωμάτισε με έκπληξη  το λευκό σαν ελεφαντόδοντο, πρόσωπό της. Ήξερε ότι  ο κος Χέηλ είχε μια κόρη, αλλά φανταζόταν ότι ήταν μικρό κορίτσι.
« Ο κος Θόρντον, νομίζω!» είπε η Μάργκαρετ, έπειτα από μια μικρή παύση, η οποία  δεν ήταν αρκετή για να ξαναβρεί τα λόγια του. «Θα καθίσετε; Ο πατέρας μου με συνόδευσε ως  την είσοδο μόλις πριν από ένα λεπτό ∙ δυστυχώς όμως, δεν του είπαν ότι βρίσκεστε εδώ και έφυγε για κάποια δουλειά. Θα επιστρέψει όμως πολύ σύντομα. Λυπάμαι που μπήκατε στον κόπο να έρθετε δύο φορές.»
Ο κος Θόρντον  ήταν συνηθισμένος  να δίνει διαταγές, εντούτοις,  φάνηκε πως εκείνη απέκτησε αμέσως ένα είδος επιβολής πάνω του. Λίγο πριν την είσοδό της στο δωμάτιο, είχε αρχίσει να αδημονεί για το γεγονός ότι έχανε το χρόνο του, ιδιαίτερα μια  μέρα που ήταν εργάσιμη, κι όμως, τώρα αναζήτησε μια θέση  ευθύς αμέσως  μόλις του το ζήτησε.
«Γνωρίζετε μήπως πού  έχει πάει ο κος Χέηλ; Ίσως μπορέσω να  τον βρώ.»    

« Πήγε σε κάποιον κο Ντόνκιν στην Κάνουτ Στρητ. Είναι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που επιθυμεί να ενοικιάσει ο πατέρας μου στο Κράμπτον.»
Ο κος Θόρντον γνώριζε το σπίτι.  Είχε δει την αγγελία, και είχε αναζητήσει να δει και το σπίτι, κατόπιν παράκλησης του κου Μπελ να βοηθήσει τον φίλο του  όσο καλύτερα μπορούσε, υποκινούμενος και από  το δικό του  προσωπικό ενδιαφέρον, για τον κληρικό που είχε εγκαταλείψει τα προς το ζην κάτω από τέτοιες συνθήκες όπως ο κος Χέηλ.  Ο κος Θόρντον πίστευε πως το σπίτι στο Κράμπτον ήταν πραγματικά ό,τι έπρεπε ∙ τώρα όμως που έβλεπε την Μάργκαρετ, τόσο έξοχη στον τρόπο που κινείτο και στην εμφάνιση,  άρχισε να αισθάνεται ντροπή για το γεγονός ότι είχε θεωρήσει το σπίτι κατάλληλο για τους Χέηλ, παρά την δεδομένη κακογουστιά που είχε διακρίνει σε αυτό όταν το επιθεωρούσε.
Η Μάργκαρετ δεν μπορούσε να αλλάξει το παρουσιαστικό της ∙ κι όμως,  το μικρό σουφρωμένο άνω χείλος, το στρογγυλό, ανασηκωμένο πηγούνι της, ο τρόπος που κρατούσε ψηλά το κεφάλι της,  οι κινήσεις της γεμάτες μια γλυκειά, γυναικεία αψηφισιά, έδιναν πάντα σε όσους δεν την γνώριζαν, μια αίσθηση υπεροψίας. Αυτή τη στιγμή ήταν κουρασμένη και θα προτιμούσε να ξεκουραστεί όπως της είχε προτείνει ο πατέρας της, αλλά βέβαια το όφειλε στον εαυτό της να φερθεί όπως άρμοζε σε μια κυρία,  και να μιλά ευγενικά κάθε τόσο σε αυτόν τον άγνωστο ∙ ο οποίος, ομολογουμένως,  δεν ήταν ούτε υπερβολικά ραφιναρισμένος ούτε ιδιαίτερα αψεγάδιαστος μετά από μια σκληρή μέρα  μέσα στους δρόμους και στο πλήθος του Μίλτον. Ευχόταν να έφευγε όπως είχε και ο ίδιος πει ότι θα έκανε αντί να κάθεται εκεί, απαντώντας ευγενικά στα σχόλια που έκανε εκείνη. Είχε βγάλει την εσάρπα της και την είχε κρεμάσει στην πλάτη της καρέκλας της. Καθόταν απέναντί του και το φως έπεφτε πάνω της ∙ τα μάτια του απολάμβαναν την ομορφιά της σε όλη της την έκταση ∙ η στρογγυλάδα του λευκού λαιμού της έτσι όπως έγερνε ελαφρά στο πλάι, προβάλλοντας  από την λυγερή αλλά με καμπύλες κορμοστασιά της, τα χείλη της  που κινούνταν τόσο ανάλαφρα καθώς μιλούσε, χωρίς να διαταράσσουν την δροσερή, ήρεμη όψη της που παρέμενε αναλλοίωτη με μια όμορφη υπεροψία ∙ τα μάτια της που έλαμπαν γλυκά, συναντώντας τα δικά του με την σοβαρή ελευθερία μιας δεσποσύνης. Πριν ακόμα τελειώσει η συζήτησή τους, σχεδόν είπε μέσα του ότι δεν του άρεσε ∙ προσπαθώντας να αποζημιωθεί για  την ταπεινωτική αίσθηση  ότι ενώ αυτός την κυττούσε με  απροκάλυπτο θαυμασμό, εκείνη τον ατένιζε με μια υπερήφανη αδιαφορία, θεωρώντας τον – όπως εκείνος εκνευρισμένος έβλεπε τον εαυτό του– ως  έναν μεγαλόσωμο, άξεστο τύπο  χωρίς τίποτα το εκλεπτυσμένο ή το ευγενικό πάνω του.  Ερμήνευσε την σοβαρή, ψύχραιμη συμπεριφορά της ως περιφρόνηση και ένιωσε να θίγεται βαθιά μέσα του, τόσο πολύ ώστε  σχεδόν ήθελε να σηκωθεί και να φύγει, και να μην συναντήσει ποτέ ξανά αυτή την οικογένεια Χέηλ με  την υπεροψία της. -
Τη στιγμή που η Μάργκαρετ είχε εξαντλήσει όλα τα θέματα που είχε προς συζήτηση- και δύσκολα μάλλον θα την ονόμαζε κανείς συζήτηση με τόσο λίγες και σύντομες φράσεις – μπήκε ο πατέρας της και ζητώντας συγνώμη ,με τον   ευγενικό και εύχαρη τρόπο ενός τζέντλεμαν, για την απουσία του, αποκατέστησε την καλή γνώμη του κου Θόρντον για τον ίδιο και την οικογένειά  του.
Ο κος Χέηλ και ο επισκέπτης του είχαν πολλά να πούν για τον κοινό τους φίλο, κο Μπελ ∙ η Μάργκαρετ ωστόσο,  χαρούμενη που ο ρόλος της στην περιποίηση του  επισκέπτη τους είχε ολοκληρωθεί,  πλησίασε στο παράθυρο και προσπάθησε να εξοικειωθεί με  την περίεργη όψη  του δρόμου. Ήταν τόσο απορροφημένη παρατηρώντας αυτά που γίνονταν έξω, ώστε σχεδόν δεν  άκουσε τον πατέρα της όταν της μίλησε, και χρειάστηκε να το ξανακάνει :
«Μάργκαρετ! Ο ιδιοκτήτης  επιμένει να βρίσκει της αρεσκείας του αυτή τη φριχτή ταπετσαρία, και φοβάμαι ότι θα πρέπει να την αφήσουμε ως έχει.»
«Ω, αλήθεια ;! Τι κρίμα! »  απάντησε και άρχισε να σκέφτεται την πιθανότητα να καλύψει τουλάχιστον ένα μέρος της με κάποια από τα δικά της σχέδια, αλλά  γρήγορα εγκατέλειψε την ιδέα, μια και ήταν πιθανόν να κάνουν το ήδη κακό, χειρότερο. Εν τω μεταξύ, ο πατέρας  της, με την ευγενική, φιλόξενη διάθεση των επαρχιωτών, πίεζε ήδη τον κο Θόρντον να γευματίσει μαζί τους. Θα τον έβγαζε εκτός προγράμματος αν παρέμενε, κι όμως αισθανόταν ότι αν η Μάργκαρετ με ένα βλέμμα ή μια λέξη είχε συνηγορήσει στην πρόσκληση του πατέρα της, θα  την είχε αποδεχτεί ∙ χαιρόταν που εκείνη δεν το είχε κάνει, και όμως είχε θυμώσει μαζί της επειδή δεν το έκανε. Τον αποχαιρέτησε με μια χαμηλή , επίσημη υπόκλιση όταν έφυγε, και αισθάνθηκε τόσο αδέξιος σε κάθε μέρος του σώματός του όσο δεν είχε νοιώσει ποτέ στη ζωή του.
«Λοιπόν, Μάργκαρετ, ας δειπνήσουμε τώρα όσο πιο σύντομα μπορούμε. Έδωσες παραγγελία;»
«Όχι, πατέρα. Εκείνος ο άνδρας ήταν εδώ όταν έφτασα, και δεν βρήκα την ευκαιρία.»
«Τότε, θα πρέπει να αρκεστούμε σε ό,τι βρούμε. Φοβάμαι, ότι χρειάστηκε να περιμένει πολύ.»
« Υπερβολικά πολύ, έχω την εντύπωση. Ήμουν ήδη εξουθενωμένη όταν έφτασες. Δεν ήταν σε θέση να συζητήσει για κανένα θέμα επί μακρόν, μόνο  έδινε σύντομες, κοφτές απαντήσεις.»
«Αλλά πολύ εύστοχες, θέλω να πιστεύω. Είναι ένας άνθρωπος με ξεκάθαρη σκέψη. Είπε – τον άκουσες;- ότι το Κράμπτον έχει γερό υπέδαφος και είναι αναμφισβήτητα  το πιο υγιεινό προάστιο στα περίχωρα του Μίλτον.»
Όταν επέστρεψαν στο Ήστον, έδωσαν λογαριασμό για όλα τα πεπραγμένα της ημέρας στην κα Χέηλ, που τους βομβάρδιζε με ερωτήσεις την ώρα που έπαιρναν το τσάι τους.
« Και πώς ήταν ο κος Θόρντον, με τον οποίο αλληλογραφούσατε;»
«Να ρωτήσεις την Μάργκαρετ», είπε ο σύζυγός της. «Με τον κύριο Θόρντον  προσπάθησαν επί μακρόν να συζητήσουν ενώ εγώ έλειπα για να δω τον σπιτονοικοκύρη μας.»
«Ω, δεν νομίζω ότι έχω μια εικόνα του πώς είναι», είπε η Μάργκαρετ νωθρά ∙ ήταν πολύ κουρασμένη για να ασκήσει τις δεξιότητές της στην περιγραφή. Έπειτα, ορθώνοντας το κορμί της, είπε: « Είναι ένας ψηλός άνδρας, με φαρδιές πλάτες, περίπου – πόσο χρονών είναι πατέρα;»
«Γύρω στα τριάντα, θα έλεγα.»
«Περίπου τριάντα χρόνων, με ένα πρόσωπο που δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς ούτε ακριβώς άσχημο, ούτε και όμορφο, τίποτα το ξεχωριστό – δεν είναι ο τύπος του τζέντλεμαν, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο.»
«Όχι όμως και χοντροκομμένος ή απλοϊκός» πρόσθεσε ο πατέρας της, με μια δόση ζήλειας για την δυσφήμιση του μοναδικού φίλου που είχε στο Μίλτον.
«Α, όχι!» είπε η Μάργκαρετ. « Με μια τέτοια έκφραση αποφασιστικότητας και εξουσίας, κανένα πρόσωπο, όσο κοινό και να είναι στα χαρακτηριστικά του, δεν μπορεί να είναι ούτε χοντροκομμένο ούτε απλοϊκό. Δεν θα ήθελα να πρέπει να διαπραγματευτώ μαζί του ∙ φαίνεται αρκετά άκαμπτος. Σε γενικές γραμμές ένας άνδρας που μοιάζει φτιαγμένος για αυτό που κάνει, μητέρα ∙ οξυδερκής και ισχυρός, όπως πρέπει να είναι ένας επιτυχημένος έμπορος.»
«Μην αποκαλείς έμπορους,  τους εργοστασιάρχες του Μίλτον, Μάργκαρετ. Είναι πολύ διαφορετικοί.» είπε ο κος Χέηλ.
« Αλήθεια;  Χρησιμοποιώ τον όρο για όλους όσους έχουν εμπορεύονται κάτι χειροπιαστό ∙ αν νομίζεις όμως ότι δεν είναι σωστός ο όρος πατέρα, δεν θα τον χρησιμοποιώ. Αλλά, ω, μαμά, μια και λέμε για χοντροκοπιά και  απλοϊκότητα, πρέπει να προετοιμαστείς για την ταπετσαρία στο σαλόνι μας. Ροζ και γαλάζια  τριαντάφυλλα με κίτρινα φύλλα! Και τόσο βαριά γύψινα γύρω στο δωμάτιο!»
Όταν όμως μετακόμισαν στο καινούριο τους σπίτι στο Μίλτον, η αποκρουστική ταπετσαρία είχε φύγει. Ο σπιτονοικοκύρης δέχτηκε ατάραχος τις ευχαριστίες τους ∙ και τους άφησε να πιστεύουν αφού το ήθελαν, ότι είχε αναθεωρήσει την απόφασή του ως προς την αλλαγή της ταπετσαρίας. Δεν ήταν ανάγκη να τους πει ότι αυτό που δεν σκοτιζόταν να κάνει για έναν κάποιον άσημο στους κύκλους του Μίλτον, αιδεσιμότατο κο  Χέηλ,   ήταν χαρά του να το κάνει  μετά από μια και μόνη αυστηρή και κοφτή απαίτηση του  κυρίου  Θόρντον, του πλούσιου εργοστασιάρχη .

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Κεφάλαιο 6ο " Αποχαιρετισμός"



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Αποχαιρετισμός

“Unwatch’d the garden bough shall sway,
The tender blossom flutter down,
Unloved that beech will gather brown,
The maple burn itself away;
Unloved the sun-flower, shinning fair,
Ray round with flames her disk of seed,
And many a rose carnation feed                                                                                                                          
With summer spice the humming air;
Till from the garden and the wild
A fresh association blow
And year by year the landscape grow
Familiar to the stranger’s child;
As year by year the labourer tills
His wonted glebe, or lops the glades;
From all the circle of the hills.” 
                                         TENNYSON

Έφτασε και η τελευταία μέρα* το σπίτι ήταν γεμάτο μπαούλα και  αποσκευές που κουβαλήθηκαν όλα στην εξώπορτα κι από εκεί στον κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό. Ακόμα και η πρασιά με το όμορφο γρασίδι δίπλα στο σπίτι είχε βρωμίσει και χαλάσει  από τα άχυρα που έφερνε ο αέρας μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα και τις πόρτες.
............................................................................................................
Η Μάργκαρετ κατευθύνθηκε στο μονοπάτι προς το τοιχάκι με την αχλαδιά. Δεν είχε ξαναπεράσει από τότε που το είχε περπατήσει στο πλευρό του Χένρυ Λέννοξ. Εδώ, σε αυτό το παρτέρι με το θυμάρι, είχε αρχίσει να της λέει εκείνο που δεν έπρεπε να σκέφτεται τώρα. Τα μάτια της είχαν σταθεί σε αυτή την όψιμη τριανταφυλλιά καθώς προσπαθούσε να απαντήσει* και στα μισά της τελευταίας του φράσης,  εκείνη είχε ξαφνικά συνειδητοποιήσει πόσο όμορφα φαίνονταν τα πουπουλένια φύλλα της καροτιάς. 
Μόλις πριν από δύο εβδομάδες! Και πόσο  είχαν αλλάξει τα πάντα! Που να βρισκόταν άραγε τώρα; Στο Λονδίνο – στην συνηθισμένη του ρουτίνα* δείπνα με τους παλαιούς γνώριμους της Χάρλευ Στρήτ ή με δικούς του πιο εύθυμους φίλους. Ακόμα και τώρα, καθώς εκείνη βάδιζε περίλυπη σε αυτόν τον μουντό και σκοτεινό κήπο, όπου όλα γύρω της έπεφταν, ξεθώριαζαν και παραδίδονταν στη σήψη, μπορεί εκείνος να παραμέριζε ευχαρίστως τις νομικές δέλτους έπειτα από μια κοπιαστική μέρα και να ξέδινε, όπως συχνά της έλεγε ότι έκανε, καλπάζοντας με το άλογο  στους Κήπους του Τέμπλ,  έχοντας στ αυτιά του την μεγαλειώδη, ακαθόριστη βοή των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων μιας  πολυάσχολης  πολιτείας τόσο κοντινής αλλά κρυμμένης και  ρίχνοντας κάθε τόσο ματιές,  καθώς έπαιρνε τις στροφές στα φώτα της πόλης που ξεπροβαλλαν πέρα από το ποτάμι, στο βάθος.
..............................................................................................................
 Άκουσε την Σάρλοτ να σφαλίζει και να αμπαρώνει τις πόρτες και τα παράθυρα για τη νύχτα, χωρίς να έχει αντιληφθεί πως κάποιος είχε βγει έξω στον κήπο. Από τη μεριά του δάσους, πολύ κοντά στο  σπίτι ακούστηκε  ένα δυνατό τρίξιμο από κλαδί που σπάει είτε επειδή σάπισε είτε επειδή κάποιος πάτησε πάνω του* η Μάργκαρετ έτρεξε γρήγορα στο παράθυρο και  άρχισε να το χτυπά βιαστικά και τρέμοντας τόσο που η Σάρλοτ, από μέσα, ξαφνιάστηκε.
«Άνοιξέ μου! Άνοιξέ μου! Σάρλοτ, εγώ είμαι!»
Η καρδιά της δεν σταμάτησε να χτυπάει άτακτα μέχρι που βρέθηκε ασφαλής μέσα στο καθιστικό, με τα παράθυρα κλειστά και μανταλωμένα και τους γνώριμους τοίχους να την κλείνουν προστατευτικά μέσα τους. Είχε καθίσει πάνω σε ένα μπαούλο, άκεφη, το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και διαλυμένο – χωρίς φωτιά ή άλλο φώς εκτός από την φλόγα που έβγαζε η μεγάλη άκοπη κάφτρα από το κερί. Η Σάρλοτ την κύτταζε έκπληκτη και η Μάργκαρετ αισθανόμενη περισσότερο παρά βλέποντας το έκπληκτο βλέμμα της, σηκώθηκε.
«Φοβήθηκα  ότι θα με έκλεινες έξω, Σάρλοτ» της είπε  χαμογελώντας βεβιασμένα.
« Και μετά μέσα στην κουζίνα ούτε που θα με άκουγες, και οι πόρτες από το δρομάκι και την αυλή της εκκλησίας ήταν κλεισμένες προ πολλού.»
«Ω, δεσποινίς, θα σας αναζητούσα σύντομα… Οι εργάτες ήθελαν να τους πείτε τι άλλο να κάνουν. Και έχω σερβίρει το τσάι στο γραφείο του κυρίου, μια και είναι το πιο άνετο δωμάτιο, που λέει ο λόγος.»
«Σ’ ευχαριστώ Σάρλοτ. Είσαι καλό κορίτσι.  Θα λυπηθώ που θα σε αφήσω. Προσπάθησε να μου γράψεις αν ποτέ χρειαστείς τη βοήθειά μου ή κάποια συμβουλή. Ξέρεις, θα μου δίνει μεγάλη χαρά να λαβαίνω γράμμα από το Χέλστοουν. Θα σου στείλω οπωσδήποτε την διεύθυνσή μου μόλις την μάθω.»
.............................................................................................................
« Περπάτησες πολύ, σήμερα;» τον ρώτησε βλέποντας ότι δεν είχε αγγίξει καθόλου το φαγητό.
«Μέχρι το Φόρνταμ Μπίς. Πήγα να δω την χήρα του Μάλτμπυ.   Λυπήθηκε πολύ που  δεν σε αποχαιρέτησε. Έλεγε ότι η μικρούλα η Σούζαν κυττούσε για μέρες κάτω στο μονοπάτι, περιμένοντας….. Α, Μάργκαρετ, τι συμβαίνει , καλή μου ;»
Η σκέψη ότι το κοριτσάκι  την περίμενε μάταια  και ότι το απογοήτευε συνέχεια  όχι επειδή το είχε ξεχάσει αλλά επειδή  της ήταν αδύνατον να λείψει από το σπίτι,  ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για την καημένη την Μάργκαρετ και άρχισε να κλαίει  με λυγμούς  σαν να της ξέσχιζαν την καρδιά. Ο κος Χέηλ είχε σαστίσει περίλυπος. Σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο. Η Μάργκαρετ προσπάθησε να δείξει αυτοκυριαρχία αλλά θα μιλούσε μόνο όταν θα μπορούσε να το κάνει με φωνή σταθερή. Τον άκουσε να μιλάει σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του.
« Δεν το αντέχω. Δεν μπορώ να αντέξω να βασανίζονται άλλοι. Νόμιζα ότι μπορούσα να τραβήξω το δρόμο μου με υπομονή. Ω, δεν υπάρχει επιστροφή;»
«Όχι, πατέρα.» Είπε η Μάργκαρετ με σταθερή και χαμηλή φωνή κυττάζοντάς τον στα μάτια. «Ήδη είναι αρκετά άσχημο να νομίζουν ότι έχεις πέσει σε σφάλμα. Θα ήταν απείρως χειρότερο να σε θεωρούν υποκριτή.» Η φωνή της χαμήλωσε στην τελευταία φράση σαν να σκεφτόταν για λίγο την ιδέα της υποκρισίας σε σχέση με την αντίληψη που είχε ο πατέρας της για την ασέβεια.
«Εξάλλου», συνέχισε «απλώς είμαι κουρασμένη απόψε. Μην νομίζεις ότι υποφέρω από αυτό που έκανες, καλέ μου πατέρα. Νομίζω, κανείς από τους δυο μας δεν είναι σε θέση να μιλήσει γι αυτό απόψε,» είπε νοιώθοντας τους λυγμούς και τα δάκρυα να ετοιμάζονται να την κατακλύσουν παρά τις προσπάθειές της. «Καλύτερα να πάω ένα φλυτζάνι τσάι στη μαμά. Πήρε το δικό της πολύ νωρίς, όταν ήμουν πολύ απασχολημένη για να πάω κοντά της και είμαι βέβαιη ότι ευχαρίστως θα έπινε άλλο ένα τώρα.»
Το προγραμματισμένο δρομολόγιο του τραίνου τους έσυρε αμείλικτα μακριά από το όμορφο, αγαπημένο Χέλστοουν, το επόμενο πρωί. Έφυγαν* είχαν ρίξει μια τελευταία ματιά  στο σπίτι τους, το χαμηλό στενόμακρο πρεσβυτέριο  που έμοιαζε  τώρα περισσότερο φιλόξενο από ποτέ, έτσι στεφανωμένο με μικρές τριανταφυλιές και πυράκανθους και τον πρωινό ήλιο να λάμπει στα παράθυρα , που καθένα τους  έκρυβε και μια πολυφίλητη κάμαρα. Ήδη πριν ακόμα  ανέβουν  στην άμαξα που είχε έρθει  από το Σάουθάμπτον για να τους πάει στο σταθμό, είχαν πάρει το δρόμο χωρίς επιστροφή.  Η Μάργκαρετ ένοιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά της και γύρισε να κυττάξει για τελευταία φορά  την αναλαμπή του ήλιου στο καμπαριό της εκκλησίας  καθώς έπαιρναν την  στροφή απ΄ όπου ήξερε ότι μπορούσε να το δεί  πάνω από μια συστάδα δέντρων * όμως κι ο πατέρας της το θυμόταν και  έτσι αναγνώρισε σιωπηλά ότι του ανήκε δικαιωματικά η θέση στο  μοναδικό παράθυρο από όπου μπορούσε να το δεί. Έγειρε πίσω,  έκλεισε τα μάτια της και αγνόησε τα δάκρυα  που ξεχείλισαν και στάθηκαν για λίγο στις χαμηλωμένες βλεφαρίδες  πριν  κυλήσουν στα μάγουλα και στάξουν στο φόρεμά της.

Θα διανυκτέρευαν στο Λονδίνο σε ένα ήσυχο ξενοδοχείο. Η καημένη η κα Χέηλ έκλαιγε σχεδόν σε όλη την διαδρομή και η Ντίξον έδειχνε τη θλίψη της με ένα υπερβολικά εξοργισμένο ύφος  και μια συνεχή οργίλη προσπάθεια  να μην αφήσει ούτε το φουστάνι της να αγγίξει τον  αναίσθητο κο Χέηλ τον οποίο θεωρούσε υπαίτιο όλης αυτής της συμφοράς.
Περνούσαν από  γνώριμους δρόμους, σπίτια τα οποία είχε συχνά επισκεφθεί στο παρελθόν, μαγαζιά στα οποία κάποτε τριγυρνούσε  ανυπόμονα , συνοδεύοντας τη θεία της, ενώ η συγκεκριμένη κυρία  προσπαθούσε επί μακρόν να πάρει μια βαρυσήμαντη απόφαση* ήταν το δίχως άλλο παλιά γνώριμα στέκια, και αν για εκείνους η μέρα είχε τραβήξει υπερβολικά σε μάκρος και ένοιωθαν ότι έπρεπε τα πάντα να ήταν κλειστά  για τη νύχτα, στην πραγματικότητα ήταν ώρα αιχμής  όταν  έφτασαν  στο Λονδίνο,  εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου.
Η κα Χέηλ είχε πολύ καιρό να επισκεφτεί το Λονδίνο και ανασηκώθηκε, σχεδόν σαν παιδί, να κυττάξει   γύρω της  τους διάφορους δρόμους,   και να αναφωνήσει με ενθουσιασμό βλέποντας καταστήματα και άμαξες-
«Ω, να το Χάρισον, ...απ όπου αγόρασα πολλά για το γάμο μου. Για δές πόσο άλλαξε! Έβαλαν τεράστιες βιτρίνες, μεγαλύτερες από του Κρόουφορντς στο Σάουθαμπτον.  Ω, και εκεί, είμαι βέβαιη πως- μάλλον δεν- μα, ναι σωστά- Μάργκαρετ, μόλις προσπεράσαμε τον κο Χένρυ Λέννοξ. Που να πηγαίνει μέσα σε όλα αυτά τα καταστήματα;»
Η Μάργκαρετ έσκυψε μπροστά και αμέσως έγειρε πίσω, χαμογελώντας μόνη της με την ξαφνική της  κίνηση.  Ήταν  ήδη εκατοντάδες γιάρδες μακριά αλλά έμοιαζε σαν  ένα αναμνηστικό από το Χέλστοουν- τον είχε συνδέσει με ένα λαμπρό, ηλιόλουστο πρωινό μιας περιπετειώδους ημέρας και θα ήθελε να τον έβλεπε, χωρίς εκείνος να μπορεί να την δει, χωρίς να υπάρχει πιθανότητα να μιλήσουν.
......................................................................................................................