Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Κεφάλαιο 6ο " Αποχαιρετισμός"



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Αποχαιρετισμός

“Unwatch’d the garden bough shall sway,
The tender blossom flutter down,
Unloved that beech will gather brown,
The maple burn itself away;
Unloved the sun-flower, shinning fair,
Ray round with flames her disk of seed,
And many a rose carnation feed                                                                                                                          
With summer spice the humming air;
Till from the garden and the wild
A fresh association blow
And year by year the landscape grow
Familiar to the stranger’s child;
As year by year the labourer tills
His wonted glebe, or lops the glades;
From all the circle of the hills.” 
                                         TENNYSON

Έφτασε και η τελευταία μέρα* το σπίτι ήταν γεμάτο μπαούλα και  αποσκευές που κουβαλήθηκαν όλα στην εξώπορτα κι από εκεί στον κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό. Ακόμα και η πρασιά με το όμορφο γρασίδι δίπλα στο σπίτι είχε βρωμίσει και χαλάσει  από τα άχυρα που έφερνε ο αέρας μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα και τις πόρτες.
............................................................................................................
Η Μάργκαρετ κατευθύνθηκε στο μονοπάτι προς το τοιχάκι με την αχλαδιά. Δεν είχε ξαναπεράσει από τότε που το είχε περπατήσει στο πλευρό του Χένρυ Λέννοξ. Εδώ, σε αυτό το παρτέρι με το θυμάρι, είχε αρχίσει να της λέει εκείνο που δεν έπρεπε να σκέφτεται τώρα. Τα μάτια της είχαν σταθεί σε αυτή την όψιμη τριανταφυλλιά καθώς προσπαθούσε να απαντήσει* και στα μισά της τελευταίας του φράσης,  εκείνη είχε ξαφνικά συνειδητοποιήσει πόσο όμορφα φαίνονταν τα πουπουλένια φύλλα της καροτιάς. 
Μόλις πριν από δύο εβδομάδες! Και πόσο  είχαν αλλάξει τα πάντα! Που να βρισκόταν άραγε τώρα; Στο Λονδίνο – στην συνηθισμένη του ρουτίνα* δείπνα με τους παλαιούς γνώριμους της Χάρλευ Στρήτ ή με δικούς του πιο εύθυμους φίλους. Ακόμα και τώρα, καθώς εκείνη βάδιζε περίλυπη σε αυτόν τον μουντό και σκοτεινό κήπο, όπου όλα γύρω της έπεφταν, ξεθώριαζαν και παραδίδονταν στη σήψη, μπορεί εκείνος να παραμέριζε ευχαρίστως τις νομικές δέλτους έπειτα από μια κοπιαστική μέρα και να ξέδινε, όπως συχνά της έλεγε ότι έκανε, καλπάζοντας με το άλογο  στους Κήπους του Τέμπλ,  έχοντας στ αυτιά του την μεγαλειώδη, ακαθόριστη βοή των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων μιας  πολυάσχολης  πολιτείας τόσο κοντινής αλλά κρυμμένης και  ρίχνοντας κάθε τόσο ματιές,  καθώς έπαιρνε τις στροφές στα φώτα της πόλης που ξεπροβαλλαν πέρα από το ποτάμι, στο βάθος.
..............................................................................................................
 Άκουσε την Σάρλοτ να σφαλίζει και να αμπαρώνει τις πόρτες και τα παράθυρα για τη νύχτα, χωρίς να έχει αντιληφθεί πως κάποιος είχε βγει έξω στον κήπο. Από τη μεριά του δάσους, πολύ κοντά στο  σπίτι ακούστηκε  ένα δυνατό τρίξιμο από κλαδί που σπάει είτε επειδή σάπισε είτε επειδή κάποιος πάτησε πάνω του* η Μάργκαρετ έτρεξε γρήγορα στο παράθυρο και  άρχισε να το χτυπά βιαστικά και τρέμοντας τόσο που η Σάρλοτ, από μέσα, ξαφνιάστηκε.
«Άνοιξέ μου! Άνοιξέ μου! Σάρλοτ, εγώ είμαι!»
Η καρδιά της δεν σταμάτησε να χτυπάει άτακτα μέχρι που βρέθηκε ασφαλής μέσα στο καθιστικό, με τα παράθυρα κλειστά και μανταλωμένα και τους γνώριμους τοίχους να την κλείνουν προστατευτικά μέσα τους. Είχε καθίσει πάνω σε ένα μπαούλο, άκεφη, το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και διαλυμένο – χωρίς φωτιά ή άλλο φώς εκτός από την φλόγα που έβγαζε η μεγάλη άκοπη κάφτρα από το κερί. Η Σάρλοτ την κύτταζε έκπληκτη και η Μάργκαρετ αισθανόμενη περισσότερο παρά βλέποντας το έκπληκτο βλέμμα της, σηκώθηκε.
«Φοβήθηκα  ότι θα με έκλεινες έξω, Σάρλοτ» της είπε  χαμογελώντας βεβιασμένα.
« Και μετά μέσα στην κουζίνα ούτε που θα με άκουγες, και οι πόρτες από το δρομάκι και την αυλή της εκκλησίας ήταν κλεισμένες προ πολλού.»
«Ω, δεσποινίς, θα σας αναζητούσα σύντομα… Οι εργάτες ήθελαν να τους πείτε τι άλλο να κάνουν. Και έχω σερβίρει το τσάι στο γραφείο του κυρίου, μια και είναι το πιο άνετο δωμάτιο, που λέει ο λόγος.»
«Σ’ ευχαριστώ Σάρλοτ. Είσαι καλό κορίτσι.  Θα λυπηθώ που θα σε αφήσω. Προσπάθησε να μου γράψεις αν ποτέ χρειαστείς τη βοήθειά μου ή κάποια συμβουλή. Ξέρεις, θα μου δίνει μεγάλη χαρά να λαβαίνω γράμμα από το Χέλστοουν. Θα σου στείλω οπωσδήποτε την διεύθυνσή μου μόλις την μάθω.»
.............................................................................................................
« Περπάτησες πολύ, σήμερα;» τον ρώτησε βλέποντας ότι δεν είχε αγγίξει καθόλου το φαγητό.
«Μέχρι το Φόρνταμ Μπίς. Πήγα να δω την χήρα του Μάλτμπυ.   Λυπήθηκε πολύ που  δεν σε αποχαιρέτησε. Έλεγε ότι η μικρούλα η Σούζαν κυττούσε για μέρες κάτω στο μονοπάτι, περιμένοντας….. Α, Μάργκαρετ, τι συμβαίνει , καλή μου ;»
Η σκέψη ότι το κοριτσάκι  την περίμενε μάταια  και ότι το απογοήτευε συνέχεια  όχι επειδή το είχε ξεχάσει αλλά επειδή  της ήταν αδύνατον να λείψει από το σπίτι,  ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για την καημένη την Μάργκαρετ και άρχισε να κλαίει  με λυγμούς  σαν να της ξέσχιζαν την καρδιά. Ο κος Χέηλ είχε σαστίσει περίλυπος. Σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο. Η Μάργκαρετ προσπάθησε να δείξει αυτοκυριαρχία αλλά θα μιλούσε μόνο όταν θα μπορούσε να το κάνει με φωνή σταθερή. Τον άκουσε να μιλάει σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του.
« Δεν το αντέχω. Δεν μπορώ να αντέξω να βασανίζονται άλλοι. Νόμιζα ότι μπορούσα να τραβήξω το δρόμο μου με υπομονή. Ω, δεν υπάρχει επιστροφή;»
«Όχι, πατέρα.» Είπε η Μάργκαρετ με σταθερή και χαμηλή φωνή κυττάζοντάς τον στα μάτια. «Ήδη είναι αρκετά άσχημο να νομίζουν ότι έχεις πέσει σε σφάλμα. Θα ήταν απείρως χειρότερο να σε θεωρούν υποκριτή.» Η φωνή της χαμήλωσε στην τελευταία φράση σαν να σκεφτόταν για λίγο την ιδέα της υποκρισίας σε σχέση με την αντίληψη που είχε ο πατέρας της για την ασέβεια.
«Εξάλλου», συνέχισε «απλώς είμαι κουρασμένη απόψε. Μην νομίζεις ότι υποφέρω από αυτό που έκανες, καλέ μου πατέρα. Νομίζω, κανείς από τους δυο μας δεν είναι σε θέση να μιλήσει γι αυτό απόψε,» είπε νοιώθοντας τους λυγμούς και τα δάκρυα να ετοιμάζονται να την κατακλύσουν παρά τις προσπάθειές της. «Καλύτερα να πάω ένα φλυτζάνι τσάι στη μαμά. Πήρε το δικό της πολύ νωρίς, όταν ήμουν πολύ απασχολημένη για να πάω κοντά της και είμαι βέβαιη ότι ευχαρίστως θα έπινε άλλο ένα τώρα.»
Το προγραμματισμένο δρομολόγιο του τραίνου τους έσυρε αμείλικτα μακριά από το όμορφο, αγαπημένο Χέλστοουν, το επόμενο πρωί. Έφυγαν* είχαν ρίξει μια τελευταία ματιά  στο σπίτι τους, το χαμηλό στενόμακρο πρεσβυτέριο  που έμοιαζε  τώρα περισσότερο φιλόξενο από ποτέ, έτσι στεφανωμένο με μικρές τριανταφυλιές και πυράκανθους και τον πρωινό ήλιο να λάμπει στα παράθυρα , που καθένα τους  έκρυβε και μια πολυφίλητη κάμαρα. Ήδη πριν ακόμα  ανέβουν  στην άμαξα που είχε έρθει  από το Σάουθάμπτον για να τους πάει στο σταθμό, είχαν πάρει το δρόμο χωρίς επιστροφή.  Η Μάργκαρετ ένοιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά της και γύρισε να κυττάξει για τελευταία φορά  την αναλαμπή του ήλιου στο καμπαριό της εκκλησίας  καθώς έπαιρναν την  στροφή απ΄ όπου ήξερε ότι μπορούσε να το δεί  πάνω από μια συστάδα δέντρων * όμως κι ο πατέρας της το θυμόταν και  έτσι αναγνώρισε σιωπηλά ότι του ανήκε δικαιωματικά η θέση στο  μοναδικό παράθυρο από όπου μπορούσε να το δεί. Έγειρε πίσω,  έκλεισε τα μάτια της και αγνόησε τα δάκρυα  που ξεχείλισαν και στάθηκαν για λίγο στις χαμηλωμένες βλεφαρίδες  πριν  κυλήσουν στα μάγουλα και στάξουν στο φόρεμά της.

Θα διανυκτέρευαν στο Λονδίνο σε ένα ήσυχο ξενοδοχείο. Η καημένη η κα Χέηλ έκλαιγε σχεδόν σε όλη την διαδρομή και η Ντίξον έδειχνε τη θλίψη της με ένα υπερβολικά εξοργισμένο ύφος  και μια συνεχή οργίλη προσπάθεια  να μην αφήσει ούτε το φουστάνι της να αγγίξει τον  αναίσθητο κο Χέηλ τον οποίο θεωρούσε υπαίτιο όλης αυτής της συμφοράς.
Περνούσαν από  γνώριμους δρόμους, σπίτια τα οποία είχε συχνά επισκεφθεί στο παρελθόν, μαγαζιά στα οποία κάποτε τριγυρνούσε  ανυπόμονα , συνοδεύοντας τη θεία της, ενώ η συγκεκριμένη κυρία  προσπαθούσε επί μακρόν να πάρει μια βαρυσήμαντη απόφαση* ήταν το δίχως άλλο παλιά γνώριμα στέκια, και αν για εκείνους η μέρα είχε τραβήξει υπερβολικά σε μάκρος και ένοιωθαν ότι έπρεπε τα πάντα να ήταν κλειστά  για τη νύχτα, στην πραγματικότητα ήταν ώρα αιχμής  όταν  έφτασαν  στο Λονδίνο,  εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου.
Η κα Χέηλ είχε πολύ καιρό να επισκεφτεί το Λονδίνο και ανασηκώθηκε, σχεδόν σαν παιδί, να κυττάξει   γύρω της  τους διάφορους δρόμους,   και να αναφωνήσει με ενθουσιασμό βλέποντας καταστήματα και άμαξες-
«Ω, να το Χάρισον, ...απ όπου αγόρασα πολλά για το γάμο μου. Για δές πόσο άλλαξε! Έβαλαν τεράστιες βιτρίνες, μεγαλύτερες από του Κρόουφορντς στο Σάουθαμπτον.  Ω, και εκεί, είμαι βέβαιη πως- μάλλον δεν- μα, ναι σωστά- Μάργκαρετ, μόλις προσπεράσαμε τον κο Χένρυ Λέννοξ. Που να πηγαίνει μέσα σε όλα αυτά τα καταστήματα;»
Η Μάργκαρετ έσκυψε μπροστά και αμέσως έγειρε πίσω, χαμογελώντας μόνη της με την ξαφνική της  κίνηση.  Ήταν  ήδη εκατοντάδες γιάρδες μακριά αλλά έμοιαζε σαν  ένα αναμνηστικό από το Χέλστοουν- τον είχε συνδέσει με ένα λαμπρό, ηλιόλουστο πρωινό μιας περιπετειώδους ημέρας και θα ήθελε να τον έβλεπε, χωρίς εκείνος να μπορεί να την δει, χωρίς να υπάρχει πιθανότητα να μιλήσουν.
......................................................................................................................

3 σχόλια:

  1. Τελικα.. οσο και αν προσπαθησα να διαβαζω ενα κεφαλαιο καθε βραδυ, δεν αντεξα, και το προχωρησα. Πολυ ωραια ολα ως εδω.. φυσικα θα συνεχισω και στο επομενο κεφαλαιο αμεσως

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. τι σημαίνουν οι παραπομπές;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν είναι παραπομπές. Έχουν ρόλο άνω τελείας. Έγινε από λάθος στο πληκτρολόγιο.

      Διαγραφή