Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Κεφάλαιο 13 "Ζέφυρος εν καμινω"



Βορράς κ Νότος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

« Ζέφυρος εν καμίνω »

         
  Αμέσως μόλις έφυγαν οι επισκέπτες τους, η Μάργκαρετ έτρεξε να φορέσει την εσάρπα και
το μπονέ της και βιάστηκε να πάει στην  Μπέσσυ Χίγκινς για  να της κρατήσει συντροφιά
όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε πριν να έρθει η ώρα του δείπνου. Καθώς προχωρούσε 
στους στενούς, γεμάτους κόσμο, δρόμους, ένιωσε πόσο  αυτοί οι άνθρωποι είχαν κερδίσει 
το ενδιαφέρον της από το γεγονός και μόνο ότι είχε μάθει να νοιάζεται για ένα άτομο 
ανάμεσά τους.
............................................................................................................................................
 Η ίδια η Μπέσσυ ήταν ξαπλωμένη σε ένα μιντέρι  κάτω από 
το παράθυρο. Ήταν πολύ πιο αδύναμη από την προηγούμενη μέρα και με κόπο 
σηκωνόταν  σε κάθε ήχο βήματος για να δει αν  έρχεται η Μάργκαρετ. Και τώρα που η 
Μάργκαρετ ήταν εκεί, καθισμένη δίπλα της σε μια καρέκλα, η Μπέσσυ είχε γείρει σιωπηλή, 
ευχαριστημένη με το να κυττάζει  το πρόσωπο της Μάργκαρετ να αγγίζει το ύφασμα του 
φορέματός της, θαυμάζοντας σαν παιδί την φίνα ύφανση.
  «Προτύτερα δεν κάτεχα γιατί οι ανθρώποι στη Βίβλο νοιάζονταν για μαλακά ρούχα. Μα 
θα’ναι καλό να ντύνεται κανείς σαν και σένανε. Δεν το’χουν συνήθειο. Οι περσσότεροι 
απ’τους καλοντυμένους φοράνε χρώματα που μου χτυπάνε  στα μάτια. Μα  τα δικά σου με 
ξαποσταίνουν. Πούθε την πήρες τούτη τη φορεσιά ;»
«Στο Λονδίνο» είπε η Μάργκαρετ διασκεδάζοντας.
 «Στο Λονδίνο! Έχεις πάει στο Λονδίνο του λόγου σου;»
«Ναι. Έζησα εκεί για κάποια χρόνια. Όμως το σπίτι μου ήταν σ’ ένα δάσος στην εξοχή.»
         
   «Μίλα μου για κείνο. Μ’αρέσει σα μιλάνε για την εξοχή και τα δέντρα και άλλα τέτοια.» 
Έγειρε πίσω, έκλεισε τα μάτια της και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος  απόλυτα ήρεμη, 
έτοιμη να ακούσει ό,τι της έλεγε η Μάργκαρετ.
          
  Η Μάργκαρετ δεν είχε μιλήσει ξανά για το Χέλστοουν από τότε που το άφησε, εκτός αν 
τύχαινε  να το αναφέρει  απλά ονομαστικά . Το έβλεπε σε όνειρα που έμοιαζαν πιο αληθινά 
από την πραγματική ζωή και  τα βράδυα, καθώς βυθιζόταν στον ύπνο, η μνήμη της 
περιπλανιόταν σε όλα εκείνα τα όμορφα μέρη.     Αλλά σ’αυτό το κορίτσι άνοιξε την καρδιά 
της: « Ω, Μπέσσυ, αγαπώ τόσο πολύ το σπίτι που αφήσαμε! Μακάρι να το έβλεπες ! Δεν 
μπορώ να σου περιγράψω ούτε τη μισή από την ομορφιά του. Τριγύρω  έχει μεγάλα δέντρα 
που υψώνουν τα κλαδιά τους μακρυά και ολόισια φτιάχνοντας ένα βαθύσκιο θόλο ακόμα 
και στο καταμεσήμερο. Και μολονότι κάθε φύλλο φαίνεται να μένει ακίνητο, από παντού 
ακούγεται ένα απόμακρο, βιαστικό μουρμουρητό. Και είναι και η τύρφη που κάποιες φορές 
είναι μαλακή και φίνα σαν βελούδο ∙ κι άλλοτε πάλι είναι θαλερή από την 
υγρασία που στέλνει ένα μικρό, κρυμμένο ρυάκι που κελαρύζει εκεί κοντά. Σε άλλα μέρη 
κυματίζουν οι φτέρες – ολόκληρες εκτάσεις από φτέρες ∙ κάποιες καταπράσινες, άλλες 
χρυσαφένιες σαν ηλιαχτίδες – μοιάζουν με τη θάλασσα.«Δεν έχω δεί ποτέ μου τη 
θάλασσα» μουρμούρισε η Μπέσσυ. «Συνέχισε, όμως.»
«Εδώ κι εκεί, υπάρχουν μεγάλα βοσκοτόπια, ψηλά, σχεδόν πάνω και από τις κορφές των 
δέντρων.»
«Χαίρομαι. Νοιώθω ότι πνίγουμαι στα χαμηλά. Καμμιά φορά που βγαίνω έξω, θέλω πάντα να πηγαίνω στα ψηλώματα και να θωρώ μακριά και ν’ανασαίνω βαθιά εκείνο τον αέρα. Το Μίλτον με πνίγει και λέω έτσι που σ’ακούω να μιλάς για ‘κείνα τα βοσκοτόπια ανάμεσα στα δέντρα που τραβάνε όλο του μάκρου, ότι θα ζαλιζόμουνα  σαν θα τά ‘βλεπα. Αυτό είναι που κάνει το κεφάλι μου να πονεί τόσο στη φάμπρικα…. Αλλά σε ‘κείνα’κει  τα βοσκοτόπια δεν έχει φασαρία, ναι ;»
«Όχι, δεν έχει» είπε η Μάργκαρετ «τίποτα εκτός από κανέναν κορυδαλλό εδώ κι εκεί να πετά ψηλά στον αέρα. Καμιά φορά τύχαινε ν’ακούσω κάποιον αγρότη να βάζει τις φωνές στους  παραγιούς του  ∙ ήταν όμως τόσο μακριά που απλά μου υπενθύμιζε ότι άλλοι εργάζονταν σκληρά κάπου μακρύτερα ενώ εγώ καθόμουν στο γρασίδι τεμπελιάζοντας.»
« Παλιά, θαρρούσα, πως αν ήτανε μπορετό να έχω μια μέρα που να μην κάνω τίποτα, να ξεκουραστώ – μια μέρα σ’ένα ήσυχο μέρος σαν κι αυτό που  λές- αυτό θα μ’έκανε να γιάνω. Αλλά να, τώρα τόσες μέρες καθησιό και μού’χουνε μαυρίσει τόσο την ψυχή   όσο και η δουλειά στη φάμπρικα. Μερικές φορές νοιώθω τόσο αποσταμένη  που λέω πως ούτε την Παράδεισο δεν θα μπορώ να ‘φχαριστηθώ αν δεν ξαποστάσω λίγο πρώτα. Πιότερο θαρρώ πως σκιάζομαι να πάω  ίσια εκεί  αν προτύτερα δεν γείρω λίγο ν’αποκοιμηθώ στον τάφο και να ΄ρθω στα  ίσα μου.»
«Μη φοβάσαι, Μπέσσυ» είπε η Μάργκαρετ βάζοντας το χέρι της πάνω στο χέρι του κοριτσιού. « Ο Θεός μπορεί να σου δώσει ανάπαυση πιο τέλεια   από κάθε απραξία πάνω στη γή  ή κάτω απ’αυτήν στο  νεκρικό ύπνο του τάφου.»

 Η Μπέσσυ αναδεύτηκε ανήσυχα ∙ ύστερα είπε:

«Άμποτε ο πατέρας να μη μίλαγε κατά που το’χει συνήθειο.  Έχει καλή ψυχή, όπως στο’πα και  χθές και στο’ χω πεί κι άλλες φορές. Αλλά να, μόλο που δεν τονέ πιστεύω σταλιά το πρωί, κι  όμως το βράδυ- όταν ψήνουμαι στον πυρετό μισοξυπνητή και μισοκοιμισμένη – τότε τα ξαναφέρνω  με το νου μου- ω τόσο βαρειά! Και λέω πως αν όλα τελειώνουν εδώ και πως γεννήθηκα για να μου  φύγει η ψυχή και η ζήση  στη δουλειά και για ν’αρρωστήσω σε τούτο το μέρος με τη φασαρία της φάμπρικας  να μου τρυπά τ’αυτιά  τόσο που να θέλω να   να σταματήσει  και να μ’αφήσει μια σταλιά να ‘συχάσω – και με τ’αποξαντίδια  να μου γεμίζουν τα πνευμόνια μέχρι που σκάω από δίψα ν’ανασάνω  βαθειά  εκείνο το φρέσκο αγέρα που μου’πες – και με τη μάνα μου πεθαμένη κι να μην είναι μπορετό  να της πω ξανά πόσο την αγαπάω, και μ’όλα μου τα βάσανα, λέω τότε πως αν τούτη η ζωή είναι και δεν έχει άλλη, και δεν είναι Θεός να σφουγγίξει τα δάκρυα από τα μάτια μας – ω! συφορά, συφορά μου!» είπε και ανακάθησε σφίγγοντας  δυνατά, σχεδόν βίαια το χέρι της Μάργκαρετ « θα μπορούσε να μου στρίψει και, μα την αλήθεια,  να σε σκοτώσω !» Έγειρε πίσω αποκαμωμένη από το ξέσπασμά της. Η Μάργκαρετ  γονάτισε δίπλα της.
«Μπέσσυ, έχουμε έναν Πατέρα στον ουρανό.»
«Το ξέρω…το  ξέρω» βόγκηξε   εκείνη κουνώντας  ανήσυχα το κεφάλι της πέρα  δώθε.
« Είμαι ένα παλιοθήλυκο . Είπα πολύ κακές κουβέντες. Αχ, μη σκιαχτείς και δεν ματάρθεις . Δεν θα πείραζα ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά σου. Και…» έκανε ανοίγοντας τα μάτια της «πιστεύω ίσως και πιότερο από  λόγου σου στα μελλούμενα . Διαβάζω το Βιβλίο της Αποκάλυψης μέχρι που το μαθαίνω απ’ έξω και σαν είμαι ξυπνητή κι έχω τα λογικά μου δεν αμφιβάλλω διόλου για τη Δόξα τ’ Ουρανού που θ’ανταμώσω. »
«Ας μη μιλάμε για τις παραισθήσεις που σου φέρνει ο πυρετός. Πες μου καλύτερα τι έκανες συνήθως όταν ήσουν γερή.»
«Θαρρώ πώς ήμουνα γερή όταν πέθανε η μάνα μου αλλά από ‘κεί κι έπειτα δεν ήμουνα ποτέ εντελώς στα καλά μου. Πήγα να δουλέψω σ’ ένα λαναράδικο και τ’αποξαντίδια μπήκαν μέσα  στα πνευμόνια μου και με φαρμακώσανε.»
«Αποξαντίδια!» έκανε η Μάργκαρετ με απορία.
«Αποξαντίδια,» επανέλαβε η Μπέσσυ. « Κομματάκια τοσοδά, που πετάγονται απ’το βαμβάκι καθώς το ξαίνουν και γιομίζει ο αέρας απ’αυτά σαν άσπρη σκόνη. Λένε πως τυλίγεται γύρω στα πνευμόνια και τα  κομποδένει. Κοντολογίς,  χάνονται πολλοί  στα λαναράδικα -  αρχίζουν και βήχουν και φτύνουν αίμα φαρμακωμένοι από τ’αποξαντίδια.»

«Και δεν μπορεί να γίνει κάτι ;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Σάμπως ξέρω; Κάποια αφεντικά έχουν στην μιαν άκρη του λαναράδικου  μια ρόδα μεγάλη να κάνει ρεύμα και να διώχνει τη σκόνη μα είν’ακριβή  πολύ αυτή η ρόδα – μπορεί και πέντε ή έξι κατοστάρικα και δε φέρνει διάφορο και για τούτο λίγοι τηνε βάλανε κι έχω ακούσει  κόσμο να λέει πως δε θέλουν να δουλεύουνε σε μέρη που’χουνε τη ρόδα κι ότι τους κάνει να πεινάνε μια κι έχουνε συνηθίσει να καταπίνουν  τ΄αποξαντίδια και πως για να δουλέψουνε  θα πρέπει να παίρνουν πιότερα χρήματα. Γι αυτό οι ρόδες δεν φτουρήσανε ούτε για τ’αφεντικά ούτε για τους εργάτες. Εκείνο που ξέρω είναι πως θα’θελα να είχε μια τέτοια ρόδα εκεί που δουλεύω.»
«Δεν το ξέρει ο πατέρας σου αυτό;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Ναι. Και στεναχωρέθηκε. Αλλά η φάμπρικά μας ήτανε από τις καλές,  που κρατάνε τους εργάτες κι ο πατέρας φοβότανε να με αφήσει να πάω σε άλλη  δούλεψη γιατί μ’όλο που δεν το λές τώρα,  τότε πολλοί με θαρρούσανε ντελικάτο κορίτσι . Μα δεν  το’θελα να νομίζουν πως είμαι φτιαγμένη από ζάχαρη κι η μάνα είχε πει πως η Μαίρη έπρεπε να συνεχίσει το σχολείο κι ο πατέρας που τ’  άρεσε να αγοράζει βιβλία  και να πηγαίνει εδώ κι εκεί να κάνει μαθήματα – κι όλα αυτά θέλανε λεφτά- έτσι συνέχισα να δουλεύω μέχρι που τ’αυτιά μου πήξανε στο βουητό και ο λαιμός μου στ’αποξαντίδια.  Αυτό είν’ όλο.»
«Πόσο είσαι ;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Τον Ιούλιο θα κλείσω τα δεκαεννιά.»
« Κι εγώ είμαι δεκαεννιά.» Αναλογίστηκε με περισσότερη θλίψη από την Μπέσσυ, την αντίθεση ανάμεσά τους. Για ένα δύο λεπτά  έμεινε αμίλητη προσπαθώντας να καταπνίξει τη συγκίνησή της.
.......................................................................................................................................................
Από εκείνη τη μέρα και μετά, η κυρία Χέηλ εξασθενούσε όλο και περισσότερο.
............................................................................................

Ο κος Χέηλ  είχε φτάσει σε αυτό το επίπεδο φόβου, στο οποίο οι άνθρωποι με τη δική του ιδιοσυγκρασία κυριεύονται από ηθελημένη τυφλότητα. Εξοργιζόταν περισσότερο από ποτέ όταν η Μάργκαρετ του εξέφραζε την ανησυχία της.

«Πραγματικά, Μάργκαρετ, θεωρώ ότι παραλογίζεσαι ! Μα τω Θεό, εγώ ήμουν ο πρώτος που θα ανησυχούσα αν η μητέρα σου ήταν σοβαρά άρρωστη – πάντα  το καταλαβαίναμε όταν την έπιαναν οι ημικρανίες της στο Χέλστοουν, ακόμα και χωρίς να μας το πεί. Όταν είναι άρρωστη, χλωμιάζει και γίνεται κάτασπρη ενώ τώρα έχει ένα ροδαλό, υγιές χρώμα στα μάγουλά της, όπως ακριβώς ήταν όταν την πρωτογνώρισα.»
«Όμως πατέρα,» είπε η Μάργκαρετ διστακτικά, « νομίζω πως είναι αναψοκοκκινισμένη από τους πόνους.»
«Ανοησίες, Μάργκαρετ. Σου λέω πως γίνεσαι παράλογη. Θεωρώ πως εσύ δεν είσαι καλά. Ειδοποίησε τον γιατρό να σε δεί αύριο και ύστερα, αν αυτό σε ευχαριστεί, ας δεί και την μητέρα σου.»
« Σ’ευχαριστώ αγαπητέ μου πατέρα. Αυτό πραγματικά θα με ικανοποιούσε.»  Και έκανε μια κίνηση να τον φιλήσει. Όμως εκείνος την απώθησε, απαλά μεν, αλλά με αποφασιστικότητα, σαν να του είχε πει κάτι δυσάρεστο  από το οποίο επιθυμούσε να απαλλαγεί όπως και από την παρουσία της. Βημάτισε  ανήσυχα πάνω κάτω στο δωμάτιο.
..................................................................................................................................

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Κεφάλαιο 12 " Πρωϊνές Επισκέψεις"



Έτοιμο - επιτέλους-  και το 12ο κεφάλαιο. Όπου ο κος Θόρντον έχει τη φαεινή ιδέα να γνωριστούν μεταξύ τους τα θηλυκά μέλη των δύο οικογενειών.  Έχω να πώ ότι στις εμπορικές επιχειρήσεις τα καταφέρνει πολύ καλύτερα..... 
(Τα σχόλιά σας πάντα καλοδεχούμενα ! )


Βορράς και Νότος

Κεφάλαιο 12
«Πρωϊνές επισκέψεις»


Ο κος Θόρντον αντιμετώπισε κάποιες δυσκολίες στο να καταφέρει βαθμηδόν τη μητέρα του να επιδείξει τον επιθυμητό βαθμό ευγένειας. Δεν συνήθιζε να κάνει επισκέψεις  ∙ και όταν το έκανε, εκτελούσε αυτό το καθήκον με βαριά καρδιά.
..........................................................................................................................................
 Όμως το Κράμπτον ήταν πολύ μακριά για να πάει με τα πόδια και  είχε επανειλημμένα ρωτήσει τον γυιό της αν η επιθυμία του να επισκεφθεί τους Χέηλ άξιζε το κόστος  μιας δημόσιας  άμαξας. Θα ήταν ευγνώμων αν  δεν το άξιζε, γιατί όπως έλεγε και η ίδια « Δεν υπάρχει κανένα όφελος στον να  δημιουργήσει φιλίες και σχέσεις με όλους τους δασκάλους και τους καθηγητές στο Μίλτον. Μήπως θα έπρεπε δα να επισκεφθεί  και την σύζυγο του χοροδιδασκάλου της Φάννυ;»

«Θα το επιθυμούσα, μητέρα, αν ο κος Μέησον και η σύζυγος του ήταν ξένοι και άγνωστοι σε έναν τόπο όπως οι Χέηλ.»
«Ω, μην μου μιλάς με αυτόν τον τρόπο! Θα πάω αύριο. Απλά ήθελα να καταλάβεις ακριβώς τα περί της επίσκεψης.»
«Αν πρόκειται να πάς αύριο, τότε θα στείλω να φέρουν άλογα.»
«Ανοησίες, Τζών.  Θαρρείς ότι τα χρήματα φυτρώνουν στα δέντρα;»
« Απ΄όσο γνωρίζω, όχι. Όμως όσον αφορά τα άλογα, είμαι αποφασισμένος. Την προηγούμενη φορά που είχες χρησιμοποιήσει δημόσια άμαξα, γύρισες με πονοκέφαλο από το ταρακούνημα.»
«Είμαι σίγουρη ότι δεν παραπονέθηκα στο  ελάχιστο.»
«Όχι! Η μητέρα μου δεν έχει εύκολα τα παράπονα» είπε εκείνος με κάποια υπερηφάνεια. «Αλλά ένας λόγος παραπάνω για να σε προσέχω. Τώρα, όσον αφορά τη Φάννυ, λίγη σκληραγώγηση θα της έκανε καλό.

....................................................
Η Μάργκαρετ καταγινόταν στο να κεντάει ένα μικρό κομμάτι ύφασμα που θα αποτελούσε μέρος μιας βρεφικής φορεσιάς  για το μωρό που περίμενε  η Ήντιθ.


«Μπόλικη και άχρηστη λεπτοδουλειά» παρατήρησε η κα Θόρντον σιωπηλά. Της άρεσε πολύ περισσότερο το πλέξιμο με διπλό νήμα της κας Χέηλ   μια  που την γνώριζε και η ίδια αυτή την πλέξη. Το δωμάτιο ήταν από άκρη σε άκρη γεμάτο διάφορα άχρηστα μικροπράγματα που θα χρειάζονταν πολύ χρόνο για ξεσκόνισμα, και ο χρόνος για ανθρώπους με περιορισμένο εισόδημα ήταν χρήμα.
Έκανε όλες αυτές τις σκέψεις καθώς μιλούσε στην κα Χέηλ με τον μεγαλόπρεπο τόνο της, λέγοντας όλες εκείνες τις κοινότυπες  εκφράσεις  που οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σε θέση να πουν και με κλειστά μάτια. Η κα Χέηλ έκανε μεγαλύτερη προσπάθεια για να απαντήσει, σαγηνευμένη  καθώς ήταν από μια πραγματικά  πολύ παλιά δαντέλα που φορούσε η κα Θόρντον . «Δαντέλα» όπως έλεγε αργότερα στην Ντίξον «σε παλιό Εγγλέζικο σχέδιο, που δεν έχει φτιαχτεί εδώ και 200 χρόνια και που είναι αδύνατον να βρείς και  ν’αγοράσεις. Πρέπει είναι πατρογονική  και δείχνει ότι είχε σημαντικούς προγόνους.» Έτσι λοιπόν, για να φανεί αρεστή  στην  ιδιοκτήτρια της πατρογονικής δαντέλας η κα Χέηλ έβαλε τα δυνατά της για κάτι περισσότερο από τη συνηθισμένη της νωθρή ανταπόκριση. Την ίδια ώρα η Μάργκαρετ, σπάζοντας το κεφάλι της να βρει κάτι να πει στην Μάργκαρετ, άκουγε την μητέρα της και την κα Θόρντον να εντρυφούν στο ατέρμονο θέμα των υπηρετών.

«Υποθέτω ότι δεν σας αρέσει η μουσική», είπε η Φάννυ « αφού δεν βλέπω πουθενά πιάνο.»
«Μου αρέσει να ακούω καλή μουσική, αλλά δεν παίζω  τόσο καλά η ίδια και τους γονείς μου δεν τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα, έτσι αναγκαστήκαμε να πουλήσουμε το παλιό μας πιάνο όταν εγκατασταθήκαμε εδώ.»
«Απορώ πως ζείτε χωρίς αυτό. Νομίζω ότι είναι από τα απολύτως αναγκαία πράγματα στη ζωή.»

«Δεκαπέντε σελίνια την εβδομάδα, και από αυτά να αποταμιεύονται τα τρία» σκεφτόταν η Μάργκαρετ. «Αλλά τότε, πρέπει να ήταν πολύ μικρή . Μάλλον έχει ξεχάσει την προσωπική της εμπειρία ωστόσο  θα πρέπει να γνωρίζει για εκείνες τις μέρες.» Ο τόνος της Μάργκαρετ έγινε λιγάκι πιο ψυχρός καθώς συνέχισε.


«Υποθέτω θα δίνονται σπουδαία κονσέρτα, εδώ.»
«Ω, ναι! Υπέροχα! Ασφυκτικά γεμάτα κόσμο, πράγμα που είναι το χειρότερο. Οι διευθυντές ορχήστρας επιτρέπουν την είσοδο τόσο αδιάκριτα. Αλλά σίγουρα εδώ, μπορεί κανείς να ακούσει τα πιο καινούρια κομμάτια. Πάντα μετά από ένα κονσέρτο δίνω μια μεγάλη παραγγελία στου Τζόνσονς.»
« Ώστε λοιπόν σας αρέσουν τα καινούρια κομμάτια απλώς επειδή είναι καινούρια;»
«Ω, μα είναι της μόδας στο Λονδίνο αλλιώς οι τραγουδιστές δεν θα τα έφερναν εδώ. Ασφαλώς, θα έχετε επισκεφθεί το Λονδίνο.»

«Ναι,» είπε η Μάργκαρετ « έζησα εκεί αρκετά χρόνια.»
«Ω, το Λονδίνο και η Αλάμπρα είναι τα δύο μέρη που επιθυμώ πολύ να δώ.»

«Το Λονδίνο και η Αλάμπρα!»
«Ναι! Απ’όταν διάβασα τις  “Ιστορίες της Αλάμπρας”. Τις γνωρίζετε;»
« Δεν νομίζω. Όμως σίγουρα είναι εύκολο να πάει κανείς στο Λονδίνο.»

«Ναι, αλλά για κάποιο λόγο » είπε η Φάννυ χαμηλώνοντας τη φωνή της «η μαμά δεν έχει πάει ποτέ της στο Λονδίνο κι έτσι δεν μπορεί να καταλάβει την επιθυμία μου. Καμαρώνει πολύ για το Μίλτον – εμένα μου φαίνεται βρώμικο και γεμάτο καπνό.  Πιστεύω ότι εκείνη το θαυμάζει γι αυτούς ακριβώς τους λόγους.»

« Αφού η κα Θόρντον μένει εδώ για αρκετά χρόνια, κατανοώ την αγάπη της γι αυτό» είπε η Μάργκαρετ με την καθάρια, καμπανιστή φωνή της.
«Τι λέτε για εμένα, δεσποινίς Χέηλ;  Επιτρέπεται  να ρωτήσω;»


Η Μάργκαρετ, κάπως αιφνιδιασμένη, δεν ήταν έτοιμη να απαντήσει σ’αυτή την ερώτηση, έτσι απάντησε η δεσποινίδα Θόρντον:
«Ω, μαμά ! Προσπαθούμε να σκεφτούμε τους λόγους για τους οποίους αγαπάς τόσο πολύ το Μίλτον.»
« Ευχαριστώ.» είπε η κα Θόρντον « δεν νομίζω ότι η πολύ εύλογη αγάπη μου για το μέρος που γεννήθηκα και μεγάλωσα και στο οποίο ζω εδώ και αρκετά χρόνια  απαιτεί κάποια σκέψη.»

Η Μάργκαρετ θύμωσε. Έτσι όπως το έθεσε η δεσποινίς Θόρντον φάνηκε σαν να σχολίαζαν με ασέβεια τα αισθήματα της κας Θόρντον  ∙ είχε όμως εξοργιστεί και με τον τρόπο με τον οποίο η κυρία αυτή έδειξε ότι προσβλήθηκε.

Η κα Θόρντον συνέχισε μετά από μια μικρή παύση.
«Γνωρίζετε τίποτα για το Μίλτον δεσποινίς Χέηλ;  Έχετε δεί κάποιο από τα εργοστάσιά μας ; Τις τεράστιες αποθήκες μας;»
«Όχι!» είπε η Μάργκαρετ. «Δεν έχω δεί ακόμα τίποτα τέτοιο.»

Έπειτα αισθάνθηκε ότι συγκαλύπτοντας την πλήρη αδιαφορία της για όλα αυτά τα μέρη, δεν έλεγε ολόκληρη την αλήθεια, έτσι συνέχισε :
«Τολμώ να πω ότι ο πατέρας θα με είχε ήδη πάει αν ήθελα. Αλλά, πραγματικά,  δεν μου αρέσει να επισκέπτομαι εργοστάσια.»
«Είναι πολύ ασυνήθιστα μέρη.» είπε η κα Χέηλ, «αλλά είναι πάντα γεμάτα με  τόσο θόρυβο και βρωμιά. Θυμάμαι πήγα κάποτε  φορώντας ένα λιλά μεταξωτό να δω  πώς κατασκευάζουν τα κεριά και το  φόρεμά μου καταστράφηκε εντελώς.»


«Πολύ πιθανόν» είπε η κα Θόρντον  με τόνο κοφτό και δυσαρεστημένο. «Απλώς σκέφτηκα, ότι ως ξένοι που ήρθατε πρόσφατα να κατοικήσετε σε μια πόλη η οποία έχει διακριθεί ιδιαιτέρως  σε αυτή τη χώρα χάρη στο συγκεκριμένο είδος και στην πρόοδο των επιχειρήσεών της, ίσως θα φροντίζατε να επισκεφθείτε τα μέρη αυτά, τα οποία είναι μοναδικά στην επικράτεια, όπως μου λένε. Αν η δεσποινίδα Χέηλ αλλάξει γνώμη και καταδεχτεί να δείξει περιέργεια ως προς τα εργοστάσια του Μίλτον, μπορώ μόνο να πω ότι θα χαιρόμουν να διευκολύνω ώστε να της επιτραπεί η είσοδος  στο εργοστάσιο του γυιού μου, στα σταμπωτήρια, στο καρούλιασμα  ή στις απλούστερες εργασίες των κλωστηρίων. Εκεί, μπορεί κανείς να δεί στην απόλυτη τελειότητα,  κάθε βελτίωση όσον αφορά τον  μηχανικό εξοπλισμό.»
..................................................................................................................................

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Κεφάλαιο 11 " Πρώτες Εντυπώσεις"




Βορράς και Νότος

Κεφάλαιο 11

«Πρώτες Εντυπώσεις»

«Μάργκαρετ!» είπε ο κος Χέηλ επιστρέφοντας στο σαλόνι αφού είχε ξεπροβοδίσει τον επισκέπτη τους,  «δεν σου κρύβω πως σε παρακολουθούσα με κάποια ανησυχία, την ώρα που ο κος Θόρντον  μας εκμυστηρεύτηκε ότι στο παρελθόν είχε δουλέψει ως παραγυιός. Εγώ το γνώριζα ήδη από τον κύριο Μπέλλ, και ήμουν προετοιμασμένος αλλά για μια στιγμή πίστεψα πως εσύ ήσουν έτοιμη να σηκωθείς και φύγεις από το δωμάτιο !»

«Ω, πατέρα! Δεν εννοείς πως με θεώρησες τόσο ανόητη; Στ’ αλήθεια μου άρεσε αυτή η παρουσίαση του εαυτού του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είπε. Όλα τα άλλα με έκαναν να θυμώσω με την σκληρότητα τους αλλά μίλησε για τον εαυτό του με τόση απλότητα, χωρίς την προσποίηση που κάνει να φαίνονται  τόσο κακόγουστοι οι  έμποροι . Και είχε τέτοιο τρυφερό σεβασμό για την  μητέρα του  που ήταν πολύ λιγότερο πιθανό να σηκωθώ να φύγω  τότε, παρά τη στιγμή που άρχισε να παινεύει το Μίλτον λες και δεν υπάρχει άλλο τέτοιο μέρος στον κόσμο. Ή  τότε που ομολόγησε ατάραχα πως περιφρονεί τους ανθρώπους που δεν προνοούν αλλά είναι απρόσεκτοι και σπάταλοι – και δεν του περνά καθόλου από το μυαλό ότι είναι δικό του καθήκον να τους κάνει διαφορετικούς- να τους παρέχει την εκπαίδευση που έδωσε σε εκείνον η μητέρα του  και στην οποία είναι φανερό πως οφείλει την θέση του, όποια κι αν είναι αυτή.  Όχι! Νομίζω πως αυτή του η εκμυστήρευση ότι είχε υπάρξει παραγυιός, μου άρεσε περισσότερο από όλα. »

«Μάργκαρετ, με εκπλήσσεις!» είπε η μητέρα της. «Εσύ, που στο Χέλστοουν κατηγορούσες ανθρώπους ότι ασχολούνταν με το εμπόριο!  Δεν νομίζω, κύριε Χέηλ, ότι έκανες καλά που μας σύστησες έναν τέτοιον άνθρωπο  χωρίς να μας πεις τι είχε υπάρξει.  Πραγματικά φοβήθηκα να  δείξω πόσο πολύ με τάραξαν κάποια πράγματα που είπε. Ο πατέρας του λέει «πέθανε κάτω από άθλιες συνθήκες». Για το Θεό, θα μπορούσε να ήταν και εργατικό ατύχημα.»

« Δεν είμαι σίγουρος ότι θα ήταν χειρότερο αν επρόκειτο για εργατικό ατύχημα,» απάντησε ο σύζυγός της. «Είχα πληροφορηθεί από τον κο Μπέλλ για αρκετά πράγματα σχετικά με την ζωή του στο παρελθόν, πριν ακόμα έρθουμε εδώ, και μια και ο ίδιος σας ανάφερε κάποια κομμάτια,  θα συμπληρώσω τα κενά. Ο πατέρας του προσπάθησε να βγάλει κέρδος μέσα από ριψοκίνδυνες συναλλαγές στο Χρηματιστήριο αλλά απέτυχε και αυτοκτόνησε,  μη μπορώντας να αντέξει την ατίμωση.  Όλοι οι φίλοι του απομακρύνθηκαν μόλις γνωστοποιήθηκε το πόσο ανέντιμα ρίσκαρε, προσπαθώντας παράλογα και απελπισμένα να ανακτήσει την μέτρια περιουσία που είχε, παίζοντας με χρήματα που δεν ήταν δικά του. Κανένας δεν προσφέρθηκε να βοηθήσει τη γυναίκα και αυτό το αγόρι. Υπήρχε κι ένα ακόμα παιδί, ένα κορίτσι νομίζω, πολύ μικρό για να εργαστεί αλλά  χρειαζόταν  κι αυτό φροντίδα. Κανείς από τους φίλους τουλάχιστον, δεν εμφανίστηκε άμεσα και η κα Θόρντον, όπως πιστεύω,  δεν είναι από τις γυναίκες που κάθονται να περιμένουν πότε θα εμφανιστεί μια κάποια  αργοπορημένη καλοσύνη. Έτσι, έφυγαν από το Μίλτον. Ήξερα ότι δούλευε σε ένα κατάστημα και ότι ο μισθός του μαζί με κάποια σπαράγματα  της περιουσίας που είχαν εξασφαλισθεί στη μητέρα του ήταν τα μέσα με τα οποία συντηρήθηκε η οικογένεια επί μακρόν. Ο κος Μπέηλ είπε ότι στην κυριολεξία ζούσαν με ψωμί και νερό για πάρα πολύ καιρό – το πώς δεν το ήξερε, όμως  πολύ  αφότου  οι δανειστές του μακαρίτη κου Θόρντον είχαν χάσει κάθε ελπίδα να πάρουν πίσω τα χρήματά τους ( αν όντως  ήλπιζαν καθόλου ιδίως μετά την αυτοκτονία του), αυτός ο νεαρός επέστρεψε στο Μίλτον και αθόρυβα  άρχισε να ξεπληρώνει σε όλους τους δανειστές ένα μέρος των χρημάτων.
Χωρίς φασαρία, χωρίς κοσμοσυρροή από δανειστές, τα πάντα έγιναν ήσυχα κι αθόρυβα αλλά στο τέλος όλα ξεπληρώθηκαν – βοήθησε σημαντικά και  το γεγονός ότι ένας  από τους δανειστές, ένας δύστροπος ( έτσι λέει ο κος Μπέηλ) ηλικιωμένος, πήρε τον κο Θόρντον ως συνέταιρό του κατά κάποιο τρόπο.

«Όλα αυτά είναι πολύ ωραία» είπε η Μάργκαρετ. «Τι κρίμα που ένας τέτοιος χαρακτήρας αλλοιώθηκε από τη θέση του  ως εργοστασιάρχης στο Μίλτον».

« Τι εννοείς αλλοιώθηκε ;» ρώτησε ο πατέρας της.
«Ω, πατέρα, με το να ζυγίζει τα πάντα σε σχέση με τον πλούτο. Όταν μιλούσε για την ισχύ των μηχανών, ήταν φανερό ότι  τη στάθμιζε σε σχέση με τους νέους τρόπους που μπορούν προάγουν το εμπόριο και το κέρδος. Και οι φτωχοί γύρω του  - ήταν φτωχοί επειδή ήταν διεφθαρμένοι- δεν αξίζουν την συμπόνοια του επειδή  δεν είχαν το δικό του ατσάλινο χαρακτήρα και τις ικανότητες που του παρείχε στο να πλουτίσει.»

« Όχι διεφθαρμένοι – δεν είπε κάτι τέτοιο. Σπάταλοι και μαλθακοί  ήταν οι λέξεις που χρησιμοποίησε.»
Η Μάργκαρετ μάζευε τα υλικά που είχε χρησιμοποιήσει η μητέρα της για το εργόχειρο και ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο.  Καθώς ετοιμαζόταν να βγει από το δωμάτιο, κοντοστάθηκε διστακτική – ήθελε να προσθέσει κάτι το οποίο πίστευε ότι θα ευχαριστούσε τον πατέρα της αλλά για να είναι ειλικρινής και ξεκάθαρη θα  έπρεπε να δείξει επίσης ότι είχε ενοχληθεί. Ωστόσο, το ξεστόμισε.
« Πατέρα, θεωρώ ότι ο κος Θόρντον είναι ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος. Όμως σε προσωπικό επίπεδο δεν τον συμπαθώ καθόλου.»
«Εγώ όμως τον συμπαθώ!» είπε ο πατέρας της γελώντας. « Και σε προσωπικό επίπεδο – όπως λές- και σε όλα τα επίπεδα, γενικά. Δεν τον θεωρώ ήρωα ή κάτι τέτοιο. Ας πούμε καληνύχτα, όμως παιδί μου… Με θλίβει που η μητέρα σου φαίνεται τόσο κουρασμένη, απόψε.»

Η Μάργκαρετ είχε προσέξει εδώ και κάμποση ώρα την κατάκοπη όψη της μητέρας της και η παρατήρηση αυτή του πατέρα της την έκανε να πέσει για ύπνο  με έναν αμυδρό φόβο να της βαραίνει την καρδιά.
................................................... Ξαγρύπνησε πολύ εκείνη τη νύχτα,  σκεπτόμενη πώς να ελαχιστοποιήσει την επίδραση που είχε η ζωή τους στο Μίλτον στην υγεία της μητέρας της. Θα μπορούσε – αν αφιέρωνε σ’ αυτό όλο της το χρόνο – να βρει μια υπηρέτρια που να βοηθά σε μόνιμη βάση την Ντίξον, έτσι ώστε  με κάθε τρόπο η μητέρα της να έχει την προσωπική φροντίδα που χρειαζόταν και στην οποία είχε συνηθίσει σε όλη της τη ζωή.
Οι επισκέψεις σε γραφεία ανεύρεσης εργασίας και το να βλέπει ένα σωρό ακατάλληλους – και ελάχιστους  κατάλληλους- ανθρώπους απορρόφησαν όλο το χρόνο και τις σκέψεις της Μάργκαρετ για αρκετές μέρες. Ένα απόγευμα, συνάντησε στο δρόμο την Μπέσσυ Χίγκινς και σταμάτησε να της μιλήσει.
«Λοιπόν, πώς είσαι Μπέσσυ; Ελπίζω καλύτερα, τώρα που άλλαξε ο άνεμος.»
«Καλύτερα. Αλλά και χειρότερα. Αν κατέχεις τι θέλω να πω.»

«Όχι ακριβώς,» είπε χαμογελώντας η Μάργκαρετ.

« Είμαι πιο καλά γιατί δεν μου ξεσκίζει ο βήχας τα σωθικά τις νύχτες, αλλά σιχάθηκ’η ψυχή  μου το  Μίλτον και λαχταράω  να φύγω στα μέρη μου εκεί στο Μπέηλα. Και σα σκέφτομαι ότι είμαι μίλια και μίλια αλάργα τότε μου σκίζετ’ η καρδιά και  δεν καλυτερεύω. Χειρότερα πάω.»

Η Μάργκαρετ στράφηκε κι άρχισε να περπατά μαζί με το κορίτσι που βάδιζε αδύναμα για το σπίτι της. Για μερικά λεπτά δεν μίλησε. Έπειτα είπε με σιγανή φωνή:
«Θέλεις να πεθάνεις, Μπέσσυ;» Γιατί η ίδια αποστρεφόταν τον θάνατο και αγκάλιαζε τη ζωή με πάθος όπως είναι φυσικό για έναν άνθρωπο νέο και υγιή.
Ήταν η σειρά της Μπέσσυ να μείνει σιωπηλή για ένα δύο λεπτά. Έπειτα απάντησε:
« Σαν θα’κανες τη ζωή που κάνω του λόγου μου,  ζωή με βαρυγκόμια μια φορά, και σκεφτόσουνα  πως θα τραβήξει   έτσι για πενήντα ή εξήντα χρόνια – έχει τύχει σ’ άλλους– και σ’έπιανε ζάλη και θολούρα να βλέπεις όλα αυτά τα χρόνια να σε περιγελάνε, μ΄ ώρες αργές και ατέλειωτες, την τύχη μου ! Σού’ λεγα εγώ τότε αν δεν χαιρόσουνα σαν άκουγες το γιατρό να λέει πως σκιάζεται μπας και δεν σε βρεί  άλλος χειμώνας.»
«Μα, γιατί , Μπέσσυ ; Πώς ήταν η ζωή σου μέχρι τώρα;» 

« Στοχάζομαι πως  είναι ίδια μ’αλλουνούς. Μόνο που ελόγου μου δεν βαστάω άλλο ….ενώ εκείνοι μπορούν.»
«Ναι, αλλά πώς είναι ; Ξέρεις, εγώ είμαι ξένη εδώ και ίσως δεν καταλαβαίνω τόσο γρήγορα όσο ένας ντόπιος τι ακριβώς εννοείς.»

«Αν είχες κοπιάσει στο σπίτι μας, τότε που είχες πει πως θα’ρθεις ίσως και να σού’λεγα. Αλλά ο πατέρας λέει πως είσαι κι ελόγου σου σαν τους άλλους. Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται.»
« Δεν ξέρω πώς είναι οι άλλοι. Και είχα πολλές δουλειές. Για να πώ την αλήθεια, είχα ξεχάσει την υπόσχεσή μου….»

«Μοναχή σου το είπες. Δε στο ζητήσαμε εμείς.»

«Είχα ξεχάσει τι είπα εκείνη τη στιγμή.» συνέχισε απαλά η Μάργκαρετ. « Θα το ξαναθυμόμουν αργότερα όταν δεν θα είχα τόσα στο μυαλό μου. Να έρθω μαζί σου τώρα;»

Η Μπέσσυ την κύτταξε  βιαστικά  για να δει αν το εννοούσε. Το εξεταστικό της βλέμμα, καθώς συνάντησε την τρυφερή και φιλική ματιά της Ελίζαμπεθ,  έγινε μελαγχολικό και γεμάτο λαχτάρα.
« Σάμπως έχω και κανέναν να με γνοιαστεί ; Σα λές πως εσύ με γνοιάζεσαι, μπορείς να ‘ρθείς.»
Έτσι, προχώρησαν χωρίς να μιλάνε.  Φτάνοντας σε μια μικρή αυλή, δίπλα σε ένα βρώμικο δρομάκι, η Μπέσσυ είπε:
« Μη σκιαχτείς σα δεις τον πατέρα στο σπίτι και σε αποπάρει στην αρχή. Σε είχε στο νού του, βλέπεις, και θαρρούσε στ’αλήθεια  πως θα’ρχόσουν να μας δείς . Κι επειδή σε συμπάθησε, θύμωσε πιότερο και πειράχτηκε.»
«Μην έχεις φόβο, Μπέσσυ.»

Αλλά ο Νίκολας δεν ήταν στο σπίτι. Ένα μεγαλόσωμο, άγαρμπο κορίτσι, μικρότερο από τη Μπέσσυ αλλά πιο ψηλό και γεροδεμένο, καταγινόταν στο νεροχύτη, και έφερνε ένα γύρω στο δωμάτιο με τρόπο βαρύ αλλά με επιδεξιότητα, κάνοντας όμως τόση φασαρία που η Μάργκαρετ μαζεύτηκε κι αυτή, σε συμπαράσταση για την Μπέσσυ  που είχε σωριαστεί στην πρώτη καρέκλα που βρήκε, λες και το περπάτημα την είχε εξουθενώσει. Η Μάργκαρετ ζήτησε από την αδελφή ένα ποτήρι νερό και ενώ εκείνη έσπευσε να το φέρει ( γκρεμίζοντας το σίδερο και σκοντάφτοντας σε μια καρέκλα, στην πορεία), έλυσε τα κορδόνια του μπονέ της Μπέσσυ για να την βοηθήσει να πάρει μια ανάσα.
«Νομίζεις ότι αξίζει τέτοια ζωή;» έκανε επιτέλους η Μπέσσυ ασθμαίνοντας.  Η Μάργκαρετ δεν μίλησε αλλά της κράτησε το ποτήρι στα χείλη. Η Μπέσσυ άρχισε να πίνει με μεγάλες, πυρετώδικες γουλιές και έπειτα έγειρε πίσω και έκλεισε τα μάτια της. Η Μαργκαρετ την άκουσε να μονολογεί: «.. οὐ πεινάσουσιν ἔτι ,οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι, οὐδὲ μὴ πέσῃ ἐπ’ αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν καῦμα.»
Η Μάργκαρετ, έσκυψε πάνω της και είπε :  «Μπέσσυ, δείξε υπομονή. Όποια και αν  είναι ή ήταν η ζωή σου. Θυμήσου Ποιος σου την έδωσε και την έκανε έτσι όπως είναι.»

Ξαφνιάστηκε ακούγοντας τον Νίκολας να μιλάει πίσω της. Είχε μπει χωρίς εκείνη να τον καταλάβει.
« Ε, το λοιπόν, κανένας δεν θα κάνει κήρυγμα στη θυγατέρα μου. Αρκετά έχει στο  μυαλό της  με το να φαντάζεται και  να πλάθει όνειρα για πόλεις με χρυσά πορτόνια και διαμαντικά. Μα σαν της αρέσει, ας το κάνει. Δεν θα της φουσκώσεις  όμως άλλο τα μυαλά.»
«Μα σίγουρα,» είπε η Μάργκαρετ γυρίζοντας να τον κυττάξει, «πιστεύετε αυτό που είπα, ότι ο Θεός της έδωσε μια ζωή και όρισε τι είδους ζωή θα είναι αυτή.»

«Πιστεύω αυτό που βλέπω κι άλλο τίποτα. Αυτό είναι που πιστεύω, κοπελιά. Δεν πιστεύω όλα όσα ακούω – α, όχι,  αυτό, ούτε σταλιά! Άκουσα κάποια να κάνει μεγάλη φασαρία για να  μάθει πού καθόμαστε για να κοπιάσει να μας δει. Κι η θυγατέρα μου από ‘δω το ‘δεσε κόμπο τόσο πολύ και πολλές φορές κάθε που άκουγε ένα βήμα ξένο να περνάει στο δρόμο, την έβλεπα ν’αλαφιάζεται. Μα αυτή η κάποια κόπιασε επιτέλους, και είναι καλοδεχούμενη, φτάνει αυτή η κάποια να μην  μας τσαμπουνάει πράγματα που  δεν τα κατέχει διόλου !»
Η Μπέσσυ τόση ώρα κύτταζε το πρόσωπο της Μάργκαρετ  και τώρα ανασηκώθηκε λίγο για να μιλήσει, απλώνοντας το χέρι της στο μπράτσο της Μάργκαρετ ικετευτικά.

«Μη  του κακιώνεις. Είναι κάμποσοι  εδώ γύρω που έχουν τα ίδια μυαλά. Κάμποσοι. Αν τους άκουγες να μιλάνε, δεν θα σάστιζες με τον κύρη μου . Είναι καλός και σπάνιος άνθρωπος ο κύρης μου αλλά …» είπε και έγειρε πίσω με  απόγνωση « αυτά που λέει κάποιες φορές  με κάνουν να θέλω πιότερο να πεθάνω,  γιατί λαχταράω να μάθω  τόσα  και δεν ξέρω πώς κι αναρωτιέμαι.»
«Έρμο μου κορίτσι- καημένο μου- δε μ’αρέσει να σε τυραννάω αλλά ο άντρας έχει χρέος να πει την αλήθεια κι όταν βλέπω να παγαίνει κατά διαόλου ο κόσμος σήμερα, και να καταγίνονται με πράγματα για τα οποία δεν ξέρουν την τύφλα τους, και να μη διορθώνουν τα στραβά και τ’άσχημα- ε, δεν παρατάτε λέω εγώ την κουβέντα για τα θεοτικά και να αρχίστε να φτιάνετε αυτό που κατέχετε κι αυτό που θωρείτε. Αυτό είναι το πιστεύω μου.  Είν’ απλό και στο χέρι τ’ανθρώπου και δεν θαρρώ πως είν’ και δύσκολο.»
Αλλά το κορίτσι στράφηκε ακόμα πιο παρακαλεστικά στη Μάργκαρετ.
«Μην του κρατάς κακία. Είναι καλός ο κύρης μου, στ’ αλήθεια. Φορές πιστεύω πως ακόμα και στην Παράδεισο θα με τρώει η λύπη αν δεν είναι κι ο κύρης μου εκεί.»  Τα μάτια και τα μάγουλά της φούντωσαν  σαν από πυρετό. «Αλλά πατέρα, θα’σαι εκεί! Στο λέω! Ωχ, η καρδιά μου!» Έφερε το χέρι στο στήθος κι έγινε κάτωχρη. Η Μάργκαρετ την κράτησε στην αγκαλιά της και έβαλε το βασανισμένο κεφάλι να αναπαυτεί στον κόρφο της. Της παραμέρισε τα μαλλιά από τους κροτάφους και της έριξε λίγο κρύο νερό. Ο Νίκολας, με την γρηγοράδα που δίνει η αγάπη, κατάλαβε όλα τα νεύματα που του έκανε για να της φέρει τούτο και τ’ άλλο, κι ακόμα κι η αδελφή που είχε γουρλώσει τα μάτια της, προσπάθησε να κινείται πιο ανάλαφρα μόλις της είπε «Σσσστ!» η Μάργκαρετ. Προς το παρόν, ο σπασμός που προμήνυε το θάνατο είχε περάσει και η Μπέσσυ ανασηκώθηκε και είπε:
«Θα πάω να ξαπλώσω, είναι καλύτερα, αλλά…» και πιάνοντας το φόρεμα της Μάργκαρετ «θα’ρθεις ξανά – το ξέρω πως θα’ρθείς – αλλά πες το!»
«Θα έρθω αύριο» είπε η Μάργκαρετ.
Η Μπέσσυ έγειρε στον πατέρα της . Εκείνος ετοιμάστηκε να την κουβαλήσει επάνω, αλλά καθώς  η Μάργκαρετ σηκώθηκε να φύγει, ο Νίκολας προσπάθησε να βρεί  λόγια να της πεί κάτι:  «Εύχομαι να υπήρχε Θεός, μοναχά για να του ζητήσω να σ’έχει καλά.»
Η Μάργκαρετ έφυγε περίλυπη και σκεφτική.
Είχε αργήσει για το τσάι.  Στο Χέλστοουν το να μην είναι κανείς στην ώρα του για τα γεύματα, ήταν μέγιστο σφάλμα στα μάτια της μητέρας της ∙ αυτή όμως η αργοπορία όπως και κάποιες  άλλες μικρές παρεκκλίσεις από την κανονικότητα φαίνονταν να μην την εξοργίζουν πλέον, και η Μάργκαρετ σχεδόν νοσταλγούσε εκείνα τα παράπονα του παρελθόντος.
«Βρήκες κάποια υπηρέτρια, χρυσό μου;»
«Όχι, μητέρα – εκείνη η Άνν Μπάκλευ ήταν εντελώς ακατάλληλη.»
«Υποθέτω ότι πρέπει να δοκιμάσω κι εγώ.» είπε ο κος Χέηλ. Εσείς όλοι προσπαθήσατε να βρείτε μια λύση σ’αυτό το δύσκολο πρόβλημα. Τώρα είναι η σειρά μου. Μπορεί να είμαι εγώ η Σταχτοπούτα στην οποία θα ταιριάξει το γοβάκι, τελικά.»
Η Μάργκαρετ μόλις που χαμογέλασε με αυτό το μικρό αστεϊσμό – τόσο ήταν περίλυπη από την επίσκεψη στους Χίγκινς.
«Τι θα κάνεις, πατέρα; Πώς σκέφτεσαι να το ρυθμίσεις το θέμα;»
«Ε, λοιπόν, θα απευθυνθώ σε κάποια καλή και  άξια οικοδέσποινα να μου συστήσει  μια γνωστή της ή κάποια την οποία  να γνωρίζει το υπηρετικό της προσωπικό.»
«Πολύ ωραία. Μα πρέπει πρώτα να τη βρούμε  και να την αρπάξουμε αυτήν την καλή κι άξια κυρά.»
«Την έχετε ήδη. Ή  μάλλον θα έρθει να πέσει  μόνη της στο δίχτυ και θα την ψαρέψετε αύριο αν είστε επιδέξιες.»

«Τι εννοείς, κύριε Χέηλ;» ρώτησε η σύζυγός του με αρκετή περιέργεια.
« Να, ο υποδειγματικός μαθητής μου ( όπως τον αποκαλεί η Μάργκαρετ)  μου είπε ότι η μητέρα του σκοπεύει να επισκεφθεί το ζεύγος Χέηλ, αύριο.»
«Η κυρία Θόρντον!» αναφώνησε η κα Χέηλ.
« Η μητέρα για την οποία μας μίλησε ;» ρώτησε η Μάργκαρετ
«Η κυρία Θόρντον – η μόνη μητέρα που  έχει, όπως πιστεύω» είπε ο κος Χέηλ  ήρεμα.

..................................................................................................................