Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Κεφάλαιο 11 " Πρώτες Εντυπώσεις"




Βορράς και Νότος

Κεφάλαιο 11

«Πρώτες Εντυπώσεις»

«Μάργκαρετ!» είπε ο κος Χέηλ επιστρέφοντας στο σαλόνι αφού είχε ξεπροβοδίσει τον επισκέπτη τους,  «δεν σου κρύβω πως σε παρακολουθούσα με κάποια ανησυχία, την ώρα που ο κος Θόρντον  μας εκμυστηρεύτηκε ότι στο παρελθόν είχε δουλέψει ως παραγυιός. Εγώ το γνώριζα ήδη από τον κύριο Μπέλλ, και ήμουν προετοιμασμένος αλλά για μια στιγμή πίστεψα πως εσύ ήσουν έτοιμη να σηκωθείς και φύγεις από το δωμάτιο !»

«Ω, πατέρα! Δεν εννοείς πως με θεώρησες τόσο ανόητη; Στ’ αλήθεια μου άρεσε αυτή η παρουσίαση του εαυτού του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είπε. Όλα τα άλλα με έκαναν να θυμώσω με την σκληρότητα τους αλλά μίλησε για τον εαυτό του με τόση απλότητα, χωρίς την προσποίηση που κάνει να φαίνονται  τόσο κακόγουστοι οι  έμποροι . Και είχε τέτοιο τρυφερό σεβασμό για την  μητέρα του  που ήταν πολύ λιγότερο πιθανό να σηκωθώ να φύγω  τότε, παρά τη στιγμή που άρχισε να παινεύει το Μίλτον λες και δεν υπάρχει άλλο τέτοιο μέρος στον κόσμο. Ή  τότε που ομολόγησε ατάραχα πως περιφρονεί τους ανθρώπους που δεν προνοούν αλλά είναι απρόσεκτοι και σπάταλοι – και δεν του περνά καθόλου από το μυαλό ότι είναι δικό του καθήκον να τους κάνει διαφορετικούς- να τους παρέχει την εκπαίδευση που έδωσε σε εκείνον η μητέρα του  και στην οποία είναι φανερό πως οφείλει την θέση του, όποια κι αν είναι αυτή.  Όχι! Νομίζω πως αυτή του η εκμυστήρευση ότι είχε υπάρξει παραγυιός, μου άρεσε περισσότερο από όλα. »

«Μάργκαρετ, με εκπλήσσεις!» είπε η μητέρα της. «Εσύ, που στο Χέλστοουν κατηγορούσες ανθρώπους ότι ασχολούνταν με το εμπόριο!  Δεν νομίζω, κύριε Χέηλ, ότι έκανες καλά που μας σύστησες έναν τέτοιον άνθρωπο  χωρίς να μας πεις τι είχε υπάρξει.  Πραγματικά φοβήθηκα να  δείξω πόσο πολύ με τάραξαν κάποια πράγματα που είπε. Ο πατέρας του λέει «πέθανε κάτω από άθλιες συνθήκες». Για το Θεό, θα μπορούσε να ήταν και εργατικό ατύχημα.»

« Δεν είμαι σίγουρος ότι θα ήταν χειρότερο αν επρόκειτο για εργατικό ατύχημα,» απάντησε ο σύζυγός της. «Είχα πληροφορηθεί από τον κο Μπέλλ για αρκετά πράγματα σχετικά με την ζωή του στο παρελθόν, πριν ακόμα έρθουμε εδώ, και μια και ο ίδιος σας ανάφερε κάποια κομμάτια,  θα συμπληρώσω τα κενά. Ο πατέρας του προσπάθησε να βγάλει κέρδος μέσα από ριψοκίνδυνες συναλλαγές στο Χρηματιστήριο αλλά απέτυχε και αυτοκτόνησε,  μη μπορώντας να αντέξει την ατίμωση.  Όλοι οι φίλοι του απομακρύνθηκαν μόλις γνωστοποιήθηκε το πόσο ανέντιμα ρίσκαρε, προσπαθώντας παράλογα και απελπισμένα να ανακτήσει την μέτρια περιουσία που είχε, παίζοντας με χρήματα που δεν ήταν δικά του. Κανένας δεν προσφέρθηκε να βοηθήσει τη γυναίκα και αυτό το αγόρι. Υπήρχε κι ένα ακόμα παιδί, ένα κορίτσι νομίζω, πολύ μικρό για να εργαστεί αλλά  χρειαζόταν  κι αυτό φροντίδα. Κανείς από τους φίλους τουλάχιστον, δεν εμφανίστηκε άμεσα και η κα Θόρντον, όπως πιστεύω,  δεν είναι από τις γυναίκες που κάθονται να περιμένουν πότε θα εμφανιστεί μια κάποια  αργοπορημένη καλοσύνη. Έτσι, έφυγαν από το Μίλτον. Ήξερα ότι δούλευε σε ένα κατάστημα και ότι ο μισθός του μαζί με κάποια σπαράγματα  της περιουσίας που είχαν εξασφαλισθεί στη μητέρα του ήταν τα μέσα με τα οποία συντηρήθηκε η οικογένεια επί μακρόν. Ο κος Μπέηλ είπε ότι στην κυριολεξία ζούσαν με ψωμί και νερό για πάρα πολύ καιρό – το πώς δεν το ήξερε, όμως  πολύ  αφότου  οι δανειστές του μακαρίτη κου Θόρντον είχαν χάσει κάθε ελπίδα να πάρουν πίσω τα χρήματά τους ( αν όντως  ήλπιζαν καθόλου ιδίως μετά την αυτοκτονία του), αυτός ο νεαρός επέστρεψε στο Μίλτον και αθόρυβα  άρχισε να ξεπληρώνει σε όλους τους δανειστές ένα μέρος των χρημάτων.
Χωρίς φασαρία, χωρίς κοσμοσυρροή από δανειστές, τα πάντα έγιναν ήσυχα κι αθόρυβα αλλά στο τέλος όλα ξεπληρώθηκαν – βοήθησε σημαντικά και  το γεγονός ότι ένας  από τους δανειστές, ένας δύστροπος ( έτσι λέει ο κος Μπέηλ) ηλικιωμένος, πήρε τον κο Θόρντον ως συνέταιρό του κατά κάποιο τρόπο.

«Όλα αυτά είναι πολύ ωραία» είπε η Μάργκαρετ. «Τι κρίμα που ένας τέτοιος χαρακτήρας αλλοιώθηκε από τη θέση του  ως εργοστασιάρχης στο Μίλτον».

« Τι εννοείς αλλοιώθηκε ;» ρώτησε ο πατέρας της.
«Ω, πατέρα, με το να ζυγίζει τα πάντα σε σχέση με τον πλούτο. Όταν μιλούσε για την ισχύ των μηχανών, ήταν φανερό ότι  τη στάθμιζε σε σχέση με τους νέους τρόπους που μπορούν προάγουν το εμπόριο και το κέρδος. Και οι φτωχοί γύρω του  - ήταν φτωχοί επειδή ήταν διεφθαρμένοι- δεν αξίζουν την συμπόνοια του επειδή  δεν είχαν το δικό του ατσάλινο χαρακτήρα και τις ικανότητες που του παρείχε στο να πλουτίσει.»

« Όχι διεφθαρμένοι – δεν είπε κάτι τέτοιο. Σπάταλοι και μαλθακοί  ήταν οι λέξεις που χρησιμοποίησε.»
Η Μάργκαρετ μάζευε τα υλικά που είχε χρησιμοποιήσει η μητέρα της για το εργόχειρο και ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο.  Καθώς ετοιμαζόταν να βγει από το δωμάτιο, κοντοστάθηκε διστακτική – ήθελε να προσθέσει κάτι το οποίο πίστευε ότι θα ευχαριστούσε τον πατέρα της αλλά για να είναι ειλικρινής και ξεκάθαρη θα  έπρεπε να δείξει επίσης ότι είχε ενοχληθεί. Ωστόσο, το ξεστόμισε.
« Πατέρα, θεωρώ ότι ο κος Θόρντον είναι ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος. Όμως σε προσωπικό επίπεδο δεν τον συμπαθώ καθόλου.»
«Εγώ όμως τον συμπαθώ!» είπε ο πατέρας της γελώντας. « Και σε προσωπικό επίπεδο – όπως λές- και σε όλα τα επίπεδα, γενικά. Δεν τον θεωρώ ήρωα ή κάτι τέτοιο. Ας πούμε καληνύχτα, όμως παιδί μου… Με θλίβει που η μητέρα σου φαίνεται τόσο κουρασμένη, απόψε.»

Η Μάργκαρετ είχε προσέξει εδώ και κάμποση ώρα την κατάκοπη όψη της μητέρας της και η παρατήρηση αυτή του πατέρα της την έκανε να πέσει για ύπνο  με έναν αμυδρό φόβο να της βαραίνει την καρδιά.
................................................... Ξαγρύπνησε πολύ εκείνη τη νύχτα,  σκεπτόμενη πώς να ελαχιστοποιήσει την επίδραση που είχε η ζωή τους στο Μίλτον στην υγεία της μητέρας της. Θα μπορούσε – αν αφιέρωνε σ’ αυτό όλο της το χρόνο – να βρει μια υπηρέτρια που να βοηθά σε μόνιμη βάση την Ντίξον, έτσι ώστε  με κάθε τρόπο η μητέρα της να έχει την προσωπική φροντίδα που χρειαζόταν και στην οποία είχε συνηθίσει σε όλη της τη ζωή.
Οι επισκέψεις σε γραφεία ανεύρεσης εργασίας και το να βλέπει ένα σωρό ακατάλληλους – και ελάχιστους  κατάλληλους- ανθρώπους απορρόφησαν όλο το χρόνο και τις σκέψεις της Μάργκαρετ για αρκετές μέρες. Ένα απόγευμα, συνάντησε στο δρόμο την Μπέσσυ Χίγκινς και σταμάτησε να της μιλήσει.
«Λοιπόν, πώς είσαι Μπέσσυ; Ελπίζω καλύτερα, τώρα που άλλαξε ο άνεμος.»
«Καλύτερα. Αλλά και χειρότερα. Αν κατέχεις τι θέλω να πω.»

«Όχι ακριβώς,» είπε χαμογελώντας η Μάργκαρετ.

« Είμαι πιο καλά γιατί δεν μου ξεσκίζει ο βήχας τα σωθικά τις νύχτες, αλλά σιχάθηκ’η ψυχή  μου το  Μίλτον και λαχταράω  να φύγω στα μέρη μου εκεί στο Μπέηλα. Και σα σκέφτομαι ότι είμαι μίλια και μίλια αλάργα τότε μου σκίζετ’ η καρδιά και  δεν καλυτερεύω. Χειρότερα πάω.»

Η Μάργκαρετ στράφηκε κι άρχισε να περπατά μαζί με το κορίτσι που βάδιζε αδύναμα για το σπίτι της. Για μερικά λεπτά δεν μίλησε. Έπειτα είπε με σιγανή φωνή:
«Θέλεις να πεθάνεις, Μπέσσυ;» Γιατί η ίδια αποστρεφόταν τον θάνατο και αγκάλιαζε τη ζωή με πάθος όπως είναι φυσικό για έναν άνθρωπο νέο και υγιή.
Ήταν η σειρά της Μπέσσυ να μείνει σιωπηλή για ένα δύο λεπτά. Έπειτα απάντησε:
« Σαν θα’κανες τη ζωή που κάνω του λόγου μου,  ζωή με βαρυγκόμια μια φορά, και σκεφτόσουνα  πως θα τραβήξει   έτσι για πενήντα ή εξήντα χρόνια – έχει τύχει σ’ άλλους– και σ’έπιανε ζάλη και θολούρα να βλέπεις όλα αυτά τα χρόνια να σε περιγελάνε, μ΄ ώρες αργές και ατέλειωτες, την τύχη μου ! Σού’ λεγα εγώ τότε αν δεν χαιρόσουνα σαν άκουγες το γιατρό να λέει πως σκιάζεται μπας και δεν σε βρεί  άλλος χειμώνας.»
«Μα, γιατί , Μπέσσυ ; Πώς ήταν η ζωή σου μέχρι τώρα;» 

« Στοχάζομαι πως  είναι ίδια μ’αλλουνούς. Μόνο που ελόγου μου δεν βαστάω άλλο ….ενώ εκείνοι μπορούν.»
«Ναι, αλλά πώς είναι ; Ξέρεις, εγώ είμαι ξένη εδώ και ίσως δεν καταλαβαίνω τόσο γρήγορα όσο ένας ντόπιος τι ακριβώς εννοείς.»

«Αν είχες κοπιάσει στο σπίτι μας, τότε που είχες πει πως θα’ρθεις ίσως και να σού’λεγα. Αλλά ο πατέρας λέει πως είσαι κι ελόγου σου σαν τους άλλους. Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται.»
« Δεν ξέρω πώς είναι οι άλλοι. Και είχα πολλές δουλειές. Για να πώ την αλήθεια, είχα ξεχάσει την υπόσχεσή μου….»

«Μοναχή σου το είπες. Δε στο ζητήσαμε εμείς.»

«Είχα ξεχάσει τι είπα εκείνη τη στιγμή.» συνέχισε απαλά η Μάργκαρετ. « Θα το ξαναθυμόμουν αργότερα όταν δεν θα είχα τόσα στο μυαλό μου. Να έρθω μαζί σου τώρα;»

Η Μπέσσυ την κύτταξε  βιαστικά  για να δει αν το εννοούσε. Το εξεταστικό της βλέμμα, καθώς συνάντησε την τρυφερή και φιλική ματιά της Ελίζαμπεθ,  έγινε μελαγχολικό και γεμάτο λαχτάρα.
« Σάμπως έχω και κανέναν να με γνοιαστεί ; Σα λές πως εσύ με γνοιάζεσαι, μπορείς να ‘ρθείς.»
Έτσι, προχώρησαν χωρίς να μιλάνε.  Φτάνοντας σε μια μικρή αυλή, δίπλα σε ένα βρώμικο δρομάκι, η Μπέσσυ είπε:
« Μη σκιαχτείς σα δεις τον πατέρα στο σπίτι και σε αποπάρει στην αρχή. Σε είχε στο νού του, βλέπεις, και θαρρούσε στ’αλήθεια  πως θα’ρχόσουν να μας δείς . Κι επειδή σε συμπάθησε, θύμωσε πιότερο και πειράχτηκε.»
«Μην έχεις φόβο, Μπέσσυ.»

Αλλά ο Νίκολας δεν ήταν στο σπίτι. Ένα μεγαλόσωμο, άγαρμπο κορίτσι, μικρότερο από τη Μπέσσυ αλλά πιο ψηλό και γεροδεμένο, καταγινόταν στο νεροχύτη, και έφερνε ένα γύρω στο δωμάτιο με τρόπο βαρύ αλλά με επιδεξιότητα, κάνοντας όμως τόση φασαρία που η Μάργκαρετ μαζεύτηκε κι αυτή, σε συμπαράσταση για την Μπέσσυ  που είχε σωριαστεί στην πρώτη καρέκλα που βρήκε, λες και το περπάτημα την είχε εξουθενώσει. Η Μάργκαρετ ζήτησε από την αδελφή ένα ποτήρι νερό και ενώ εκείνη έσπευσε να το φέρει ( γκρεμίζοντας το σίδερο και σκοντάφτοντας σε μια καρέκλα, στην πορεία), έλυσε τα κορδόνια του μπονέ της Μπέσσυ για να την βοηθήσει να πάρει μια ανάσα.
«Νομίζεις ότι αξίζει τέτοια ζωή;» έκανε επιτέλους η Μπέσσυ ασθμαίνοντας.  Η Μάργκαρετ δεν μίλησε αλλά της κράτησε το ποτήρι στα χείλη. Η Μπέσσυ άρχισε να πίνει με μεγάλες, πυρετώδικες γουλιές και έπειτα έγειρε πίσω και έκλεισε τα μάτια της. Η Μαργκαρετ την άκουσε να μονολογεί: «.. οὐ πεινάσουσιν ἔτι ,οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι, οὐδὲ μὴ πέσῃ ἐπ’ αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν καῦμα.»
Η Μάργκαρετ, έσκυψε πάνω της και είπε :  «Μπέσσυ, δείξε υπομονή. Όποια και αν  είναι ή ήταν η ζωή σου. Θυμήσου Ποιος σου την έδωσε και την έκανε έτσι όπως είναι.»

Ξαφνιάστηκε ακούγοντας τον Νίκολας να μιλάει πίσω της. Είχε μπει χωρίς εκείνη να τον καταλάβει.
« Ε, το λοιπόν, κανένας δεν θα κάνει κήρυγμα στη θυγατέρα μου. Αρκετά έχει στο  μυαλό της  με το να φαντάζεται και  να πλάθει όνειρα για πόλεις με χρυσά πορτόνια και διαμαντικά. Μα σαν της αρέσει, ας το κάνει. Δεν θα της φουσκώσεις  όμως άλλο τα μυαλά.»
«Μα σίγουρα,» είπε η Μάργκαρετ γυρίζοντας να τον κυττάξει, «πιστεύετε αυτό που είπα, ότι ο Θεός της έδωσε μια ζωή και όρισε τι είδους ζωή θα είναι αυτή.»

«Πιστεύω αυτό που βλέπω κι άλλο τίποτα. Αυτό είναι που πιστεύω, κοπελιά. Δεν πιστεύω όλα όσα ακούω – α, όχι,  αυτό, ούτε σταλιά! Άκουσα κάποια να κάνει μεγάλη φασαρία για να  μάθει πού καθόμαστε για να κοπιάσει να μας δει. Κι η θυγατέρα μου από ‘δω το ‘δεσε κόμπο τόσο πολύ και πολλές φορές κάθε που άκουγε ένα βήμα ξένο να περνάει στο δρόμο, την έβλεπα ν’αλαφιάζεται. Μα αυτή η κάποια κόπιασε επιτέλους, και είναι καλοδεχούμενη, φτάνει αυτή η κάποια να μην  μας τσαμπουνάει πράγματα που  δεν τα κατέχει διόλου !»
Η Μπέσσυ τόση ώρα κύτταζε το πρόσωπο της Μάργκαρετ  και τώρα ανασηκώθηκε λίγο για να μιλήσει, απλώνοντας το χέρι της στο μπράτσο της Μάργκαρετ ικετευτικά.

«Μη  του κακιώνεις. Είναι κάμποσοι  εδώ γύρω που έχουν τα ίδια μυαλά. Κάμποσοι. Αν τους άκουγες να μιλάνε, δεν θα σάστιζες με τον κύρη μου . Είναι καλός και σπάνιος άνθρωπος ο κύρης μου αλλά …» είπε και έγειρε πίσω με  απόγνωση « αυτά που λέει κάποιες φορές  με κάνουν να θέλω πιότερο να πεθάνω,  γιατί λαχταράω να μάθω  τόσα  και δεν ξέρω πώς κι αναρωτιέμαι.»
«Έρμο μου κορίτσι- καημένο μου- δε μ’αρέσει να σε τυραννάω αλλά ο άντρας έχει χρέος να πει την αλήθεια κι όταν βλέπω να παγαίνει κατά διαόλου ο κόσμος σήμερα, και να καταγίνονται με πράγματα για τα οποία δεν ξέρουν την τύφλα τους, και να μη διορθώνουν τα στραβά και τ’άσχημα- ε, δεν παρατάτε λέω εγώ την κουβέντα για τα θεοτικά και να αρχίστε να φτιάνετε αυτό που κατέχετε κι αυτό που θωρείτε. Αυτό είναι το πιστεύω μου.  Είν’ απλό και στο χέρι τ’ανθρώπου και δεν θαρρώ πως είν’ και δύσκολο.»
Αλλά το κορίτσι στράφηκε ακόμα πιο παρακαλεστικά στη Μάργκαρετ.
«Μην του κρατάς κακία. Είναι καλός ο κύρης μου, στ’ αλήθεια. Φορές πιστεύω πως ακόμα και στην Παράδεισο θα με τρώει η λύπη αν δεν είναι κι ο κύρης μου εκεί.»  Τα μάτια και τα μάγουλά της φούντωσαν  σαν από πυρετό. «Αλλά πατέρα, θα’σαι εκεί! Στο λέω! Ωχ, η καρδιά μου!» Έφερε το χέρι στο στήθος κι έγινε κάτωχρη. Η Μάργκαρετ την κράτησε στην αγκαλιά της και έβαλε το βασανισμένο κεφάλι να αναπαυτεί στον κόρφο της. Της παραμέρισε τα μαλλιά από τους κροτάφους και της έριξε λίγο κρύο νερό. Ο Νίκολας, με την γρηγοράδα που δίνει η αγάπη, κατάλαβε όλα τα νεύματα που του έκανε για να της φέρει τούτο και τ’ άλλο, κι ακόμα κι η αδελφή που είχε γουρλώσει τα μάτια της, προσπάθησε να κινείται πιο ανάλαφρα μόλις της είπε «Σσσστ!» η Μάργκαρετ. Προς το παρόν, ο σπασμός που προμήνυε το θάνατο είχε περάσει και η Μπέσσυ ανασηκώθηκε και είπε:
«Θα πάω να ξαπλώσω, είναι καλύτερα, αλλά…» και πιάνοντας το φόρεμα της Μάργκαρετ «θα’ρθεις ξανά – το ξέρω πως θα’ρθείς – αλλά πες το!»
«Θα έρθω αύριο» είπε η Μάργκαρετ.
Η Μπέσσυ έγειρε στον πατέρα της . Εκείνος ετοιμάστηκε να την κουβαλήσει επάνω, αλλά καθώς  η Μάργκαρετ σηκώθηκε να φύγει, ο Νίκολας προσπάθησε να βρεί  λόγια να της πεί κάτι:  «Εύχομαι να υπήρχε Θεός, μοναχά για να του ζητήσω να σ’έχει καλά.»
Η Μάργκαρετ έφυγε περίλυπη και σκεφτική.
Είχε αργήσει για το τσάι.  Στο Χέλστοουν το να μην είναι κανείς στην ώρα του για τα γεύματα, ήταν μέγιστο σφάλμα στα μάτια της μητέρας της ∙ αυτή όμως η αργοπορία όπως και κάποιες  άλλες μικρές παρεκκλίσεις από την κανονικότητα φαίνονταν να μην την εξοργίζουν πλέον, και η Μάργκαρετ σχεδόν νοσταλγούσε εκείνα τα παράπονα του παρελθόντος.
«Βρήκες κάποια υπηρέτρια, χρυσό μου;»
«Όχι, μητέρα – εκείνη η Άνν Μπάκλευ ήταν εντελώς ακατάλληλη.»
«Υποθέτω ότι πρέπει να δοκιμάσω κι εγώ.» είπε ο κος Χέηλ. Εσείς όλοι προσπαθήσατε να βρείτε μια λύση σ’αυτό το δύσκολο πρόβλημα. Τώρα είναι η σειρά μου. Μπορεί να είμαι εγώ η Σταχτοπούτα στην οποία θα ταιριάξει το γοβάκι, τελικά.»
Η Μάργκαρετ μόλις που χαμογέλασε με αυτό το μικρό αστεϊσμό – τόσο ήταν περίλυπη από την επίσκεψη στους Χίγκινς.
«Τι θα κάνεις, πατέρα; Πώς σκέφτεσαι να το ρυθμίσεις το θέμα;»
«Ε, λοιπόν, θα απευθυνθώ σε κάποια καλή και  άξια οικοδέσποινα να μου συστήσει  μια γνωστή της ή κάποια την οποία  να γνωρίζει το υπηρετικό της προσωπικό.»
«Πολύ ωραία. Μα πρέπει πρώτα να τη βρούμε  και να την αρπάξουμε αυτήν την καλή κι άξια κυρά.»
«Την έχετε ήδη. Ή  μάλλον θα έρθει να πέσει  μόνη της στο δίχτυ και θα την ψαρέψετε αύριο αν είστε επιδέξιες.»

«Τι εννοείς, κύριε Χέηλ;» ρώτησε η σύζυγός του με αρκετή περιέργεια.
« Να, ο υποδειγματικός μαθητής μου ( όπως τον αποκαλεί η Μάργκαρετ)  μου είπε ότι η μητέρα του σκοπεύει να επισκεφθεί το ζεύγος Χέηλ, αύριο.»
«Η κυρία Θόρντον!» αναφώνησε η κα Χέηλ.
« Η μητέρα για την οποία μας μίλησε ;» ρώτησε η Μάργκαρετ
«Η κυρία Θόρντον – η μόνη μητέρα που  έχει, όπως πιστεύω» είπε ο κος Χέηλ  ήρεμα.

..................................................................................................................

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου