Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Κεφάλαιο 42ο "Μονάχη! Ολομόναχη!"




 Μονάχη! Ολομόναχη!

Το πλήγμα ήταν μεγάλο. Η Μάργκαρετ  περιέπεσε σε κατάθλιψη, μια κατάσταση που δεν εκδηλωνόταν με  δάκρυα και λυγμούς, ούτε μπορούσε να βρει λύτρωση μέσα από τα λόγια. Ξαπλωμένη στον καναπέ, με τα μάτια της κλειστά, δεν μιλούσε, εκτός αν της απηύθυναν το λόγο και πάλι απαντούσε ψιθυριστά. Ο κύριος Μπελλ ήταν σε αμηχανία. Δεν τολμούσε να την αφήσει αλλά δεν τολμούσε και να της προτείνει να τον συνοδέψει πίσω στην Οξφόρδη, κάτι που ήταν στα σχέδια που είχε κάνει στο δρόμο για το Μίλτον, μια που η σωματική της εξάντληση ήταν πολύ μεγάλη ώστε να ανταπεξέλθει σε τέτοια κόπωση – για να μην αναφέρει κανείς το θέαμα το οποίο θα έπρεπε να αντικρίσει. Ο κύριος Μπέλλ, κάθισε δίπλα στη φωτιά αναλογιζόμενος τι θα ήταν καλύτερο να πράξει. Η Μάργκαρετ βρισκόταν δίπλα του ακίνητη και σχεδόν άπνους. Δεν θα την άφηνε μόνη της ούτε καν για το δείπνο που είχε ετοιμάσει – με δακρύβρεκτη φιλοξενία – η Ντίξον, αλλά η πείνα τον έβαζε σε πειρασμό. Του έστειλαν επάνω μια γεμάτη πιατέλα. Συνήθως ήταν εκλεκτικός στο φαγητό του και ήξερε να διακρίνει και να απολαμβάνει τις γεύσεις αλλά τώρα το καλομαγειρεμένο κοτόπουλο έμοιαζε σαν πριονίδι. Ξεχώρισε ένα μέρος για την Μάργκαρετ, το ψιλόκοψε και το αλατοπιπέρωσε. Όμως όταν η Ντίξον, ακολουθώντας τις οδηγίες του προσπάθησε να την ταίσει, εκείνη με ένα αδύναμο νεύμα του κεφαλιού, έδειξε πως ήταν σε τέτοια κατάσταση, ώστε το φαγητό θα της προκαλούσε ασφυξία αντί να την θρέψει.
Ο κύριος Μπελλ αναστέναξε  βαθιά. Σήκωσε το γέρικο κορμί του   (δύσκαμπτο εξαιτίας του πολύωρου ταξιδιού) από την αναπαυτική στάση που είχε πάρει  και ακολούθησε την Ντίξον έξω από το δωμάτιο.
«Δεν μπορώ να την αφήσω μόνη της. Θα πρέπει να γράψω στην Οξφόρδη για να φροντίσουν τα απαραίτητα. Μπορούν να προχωρήσουν με τις ετοιμασίες μέχρι την άφιξή μου. Δεν μπορεί να έρθει η κυρία  Λέννοξ  να μείνει μαζί της ; Θα της γράψω λέγοντάς της πως πρέπει να έρθει. Το κορίτσι χρειάζεται μια γυναικεία συντροφιά, έστω και μόνο για να μπορέσει να κλάψει.»


Η Ντίξον έκλαιγε – έκλαιγε αρκετά για δύο ανθρώπους. Αφού σκούπισε όμως τα μάτια της και έκανε πιο σταθερή τη φωνή της, κατάφερε να πει στον κύριο Μπέλλ ότι η  κυρία Λέννοξ δεν θα ήταν σε θέση προς το παρόν να ταξιδέψει καθώς δεν ήταν πολύς καιρός που είχε γεννήσει.
«Μάλιστα ! Τότε υποθέτω, ότι θα μπορούσαμε να έχουμε την κυρία Σω. Έχει επιστρέψει στην Αγγλία, δεν είναι έτσι ;»
«Μάλιστα, κύριε, επέστρεψε. Όμως δεν νομίζω ότι θα  ήθελε να αφήσει μόνη της την κυρία Λέννοξ σε μια τέτοια σημαντική περίοδο της ζωής της.» είπε η Ντίξον που δεν ενέκρινε και τόσο την ιδέα του να μπει κάποιος ξένος στο νοικοκυριό της και να μοιραστεί μαζί της το  ιεραρχικό της δικαίωμα να φροντίζει την Μάργκαρετ.
« Να  τη βράσω τη σημαντική περίοδο !» Ο κύριος Μπέλλ συγκρατήθηκε για να μην πει τίποτα χειρότερο. « Μπορούσε μια χαρά να βρίσκεται στην Βενετία, στη Νάπολη ή σε κάποια άλλη Παπική πολιτεία  την τελευταία φορά που τέτοια σημαντική περίοδος έλαβε χώρα- στην Κέρκυρα συγκεκριμένα αν δεν απατώμαι. Και τι είδους σημαντική περίοδος είναι για την βαθύπλουτη αυτή κυρία, σε σχέση με  αυτό το φτωχό πλάσμα εδώ, την  αβοήθητη, χωρίς σπίτι και φίλους Μάργκαρετ, που κείτεται εδώ στον καναπέ ακίνητη λες και έχει πετρώσει πάνω από κάποιο μνήμα ; Σου λέω, πως η κυρία Σω θα έρθει. Φρόντισε να της ετοιμάσεις μέχρι αύριο το βράδυ ένα δωμάτιο ή ό,τι άλλο χρειαστεί. Θα φροντίσω εγώ να έρθει.»

..................................................................................................................................................................
Υπό το ίδιο πνεύμα αγαθοεργίας, η κυρία Σω ταξίδευε προς το Μίλτον, περιστασιακά φοβούμενη την στιγμή της πρώτης συνάντησης και αναλογιζόμενη πώς θα την  ξεπεράσει. Συχνότερα όμως σχεδίαζε  το πόσο σύντομα θα  έπαιρνε την Μάργκαρετ μακριά από  «αυτό το φρικτό μέρος» και θα την πήγαινε πίσω στις κομψές ανέσεις της Χάρλευ Στρήτ.
«Ω, Θεέ μου!» είπε στην υπηρέτριά της «κύτταξε αυτές τις καμινάδες! Η καημένη η αδελφή μου! Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να ξεκουραστώ  στη Νάπολη αν γνώριζα περί τίνος ακριβώς επρόκειτο! Έπρεπε να είχα έρθει να τις  πάρω  και να φύγω - και εκείνη και την Μάργκαρετ.» Και μέσα της αναγνώρισε ότι  πάντα πίστευε πως ο γαμβρός της ήταν μάλλον αδύναμος χαρακτήρας, αλλά δεν τον είχε θεωρήσει ποτέ τόσο αδύναμο όσο τώρα, που έβλεπε  για τι είδους μέρος είχε ανταλλάξει το όμορφο σπίτι στο Χέλστοουν.
 Η Μάργκαρετ παρέμενε στην ίδια κατάσταση: ωχρή, ακίνητη, αμίλητη, αδάκρυτη. Της είχαν πει ότι θα ερχόταν η θεία της, η κυρία Σω, όμως δεν είχε εκφράσει ούτε  έκπληξη ή χαρά, ούτε δυσαρέσκεια. Ο κύριος Μπέλλ,  ο οποίος είχε ξαναβρεί την όρεξή του και εκτιμούσε τις προσπάθειες της Ντίξον για να τον ευχαριστήσει, εις μάτην προσπαθούσε να την κάνει να δοκιμάσει λίγη σούπα από θαλασσινά μαζί με ψωμί. Κούνησε το κεφάλι της με την ίδια ήσυχη επιμονή όπως και την προηγούμενη ημέρα, συνεπώς ήταν υποχρεωμένος να παρηγορηθεί με το να τη φάει όλη εκείνος.
Όμως η Μάργκαρετ ήταν η πρώτη που άκουσε τη άμαξα που έφερνε τη θεία της από το σταθμό να σταματά μπροστά στο σπίτι. Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν και τα χείλη της κοκκίνησαν και σάλεψαν.  Ο κύριος Μπέλλ κατέβηκε να συναντήσει την κυρία Σω και όταν ανέβηκαν επάνω, βρήκαν την Μάργκαρετ να στέκεται ορθή προσπαθώντας να υπερνικήσει την ζαλάδα της. Μόλις είδε την θεία της, έτρεξε στην αγκαλιά που άνοιξε να την υποδεχθεί και βρήκε για πρώτη φορά ανακούφιση ξεσπώντας σε δάκρυα στον ώμο  της. Εκείνος ο ήρεμος τρόπος αγάπης  που γνώριζε τόσο καλά, η σχέση της  με την νεκρή, η ανεξήγητη ομοιότητα στην όψη, στο ύφος και στους τρόπους, χαρακτηριστική σε όσους είναι συγγενείς, θύμισε τόσο έντονα στην Μάργκαρετ την πεθαμένη μητέρα της, ώστε η μουδιασμένη καρδιά της  έλιωσε και αναλύθηκε σε καυτά δάκρυα.
Ο κύριος Μπέλλ έφυγε κλεφτά από το δωμάτιο και κατέβηκε στο γραφείο όπου παρήγγειλε να του ανάψουν μια φωτιά και προσπάθησε να διασκεδάσει τις σκέψεις του κατεβάζοντας και εξετάζοντας διάφορα βιβλία. Κάθε  τόμος του έφερνε κάποια ανάμνηση ή κάτι που του είχε συστήσει  ο αποβιώσας φίλος του. Μπορεί να ήταν μια διαφορετική ενασχόληση από την επί διημέρου επαγρύπνηση για την Μάργκαρετ, αλλά δεν βοηθούσε τη σκέψη του να στραφεί αλλού.  Χάρηκε ακούγοντας την φωνή του κυρίου Θόρντον να ρωτά κάτι στην είσοδο. Η Ντίξον τον απέπεμπε με ύφος ευγενικής μεγαλοπρέπειας, γιατί η εμφάνιση της υπηρέτριας της κυρίας Σω της έφερε στο νου αναμνήσεις του παλαιού μεγαλείου, του ευγενούς αίματος των Μπέρσφορντ, της «θέσης» (έτσι ήθελε να την αποκαλεί) από την οποία εκείνη και η νεαρή κυρία της είχαν αποκοπεί και που τώρα έμελλε – γένοιτο, Κύριε-  να αποκατασταθούν.
Οι αναμνήσεις, στις οποίες εντρυφούσε αυτάρεσκα καθώς κουβέντιαζε με την υπηρέτρια της κυρίας Σω, επιδέξια εκμαιεύοντάς της λεπτομέρειες για τα του σπιτιού στην Χάρλεη Στρήτ, προς  γνώση και πληροφόρηση της Μάρθας που άκουγε από δίπλα, έκανε την Ντίξον να θεωρεί ότι μπορεί να αντιμετωπίζει κάπως «αφ’υψηλού»  όλους τους κατοίκους του Μίλτον. Συνεπώς, παρότι πάντα αισθανόταν  δέος για  τον κύριο Θόρντον, προσπαθούσε με καταδεκτική ευγένεια να τον πληροφορήσει πως δεν μπορούσε να δει κανέναν από τους ενοίκους του σπιτιού εκείνο το βράδυ. Ένοιωσε μάλλον άβολα όταν ο κύριος Μπέηλ άνοιξε την πόρτα του γραφείου και  διέψευσε τα λεγόμενά της φωνάζοντας:
«Θόρντον! Εσύ είσαι; Έλα μέσα για λίγα λεπτά . Θέλω να σου μιλήσω.» Ετσι, ο κύριος Θόρντον προχώρησε στο γραφείο και η  Ντίξον χρειάστηκε να αποσυρθεί  στην κουζίνα όπου και αποκατέστησε την αυτοεκτίμησή της αφηγούμενη μια θαυμαστή ιστορία για την άμαξα με τα έξι άλογα που είχε ο Σερ Τζων Μπέρσφορν όταν ήταν κυβερνήτης.
«Δεν ξέρω τι ήθελα να σου πω, τελικά. Μόνον ότι είναι αρκετά θλιβερό να κάθεται κανείς σε ένα δωμάτιο όπου τα πάντα σου θυμίζουν έναν φίλο που έφυγε. Όμως έπρεπε να αφήσω μόνες τους την Μάργκαρετ με τη θεία της στο καθιστικό.»
« Ήρθε η κυρία….η θεία της ;» ρώτησε ο κύριος Θόρντον.
«Αν ήρθε ; Βεβαίως! Με τη συνοδεία της  υπηρέτριάς της και όλα τα σχετικά. Θα πίστευε κανείς ότι θα ερχόταν μόνη της, σε  μια τέτοια στιγμή! Και τώρα πρέπει να φύγω και να πάω να εγκατασταθώ στο ξενοδοχείο Κλάρεντον.»
«Δεν χρειάζεται να πας στο Κλάρεντον. Έχουμε πέντε ή έξι άδεια δωμάτια στο σπίτι.»
« Είναι καλά αερισμένα ;»
«Νομίζω πώς ως προς αυτό θα πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη στην μητέρα μου.»
«Τότε θα τρέξω μια στιγμή επάνω να πω σ’αυτό το καημένο το κορίτσι καληνύχτα, να υποβάλλω τα σέβη μου στη θεία της και έρχομαι αμέσως μαζί σου.»
Ο κύριος Μπέλλ έμεινε κάμποσο επάνω.  Ο κύριος Θόρντον άρχισε να σκέφτεται ότι αργοπορούσε καθώς είχε πολλές δουλειές και μόλις και μετά βίας είχε μπορέσει να βρει λίγο χρόνο για να τρέξει στο Κράμπτον να ρωτήσει για την Μάργκαρετ.
Όταν τελικά  βγήκαν έξω και πήραν το δρόμο τους, ο κύριος Μπέλλ είπε:
«Με καθυστέρησαν στο σαλόνι εκείνες οι γυναίκες.  Η κυρία Σω αδημονούσε να επιστρέψει στο σπίτι της – προς χάριν της θυγατέρας της, είπε- και επιθυμούσε να φύγει αμέσως η Μάργκαρετ μαζί της. Εκείνη πάλι είναι σε θέση να ταξιδέψει τόσο όσο είμαι εγώ σε θέση να πετάξω. Εκτός αυτού, καθώς είπε- και δικαίως- έπρεπε να δει κάποιους φίλους – και  να αποχαιρετήσει κάποιους ανθρώπους και τότε η θεία της την αναστάτωσε θυμίζοντάς της τις παλιές υποχρεώσεις της και λέγοντας ότι ξεχνά τους παλιούς της φίλους. Και τότε εκείνη ξεσπώντας σε κλάματα είπε πως  ευχαρίστως θα φύγει από ένα μέρος στο οποίο υπέφερε τόσο πολύ. Τώρα πρέπει να φύγω για την Οξφόρδη αύριο και δεν ξέρω ποια από τις δύο πλευρές να υποστηρίξω.»
Έκανε παύση σαν να περίμενε μια απάντηση αλλά ο συνοδοιπόρος του έμεινε σιωπηλός καθώς στο μυαλό του αντηχούσε η φράση « το μέρος στο  οποίο υπέφερε τόσο πολύ».  Αλίμονο!- έτσι θα θυμόταν  εκείνη αυτούς τους 18 μήνες στο Μίλτον – χρόνο που γι αυτόν  ήταν τόσο απερίγραπτα πολύτιμος  ακόμα κι ως τα κατάβαθα  της πίκρας  του, μια πίκρα που άξιζε  όλη την χαρά  της υπόλοιπης ζωής του. Ούτε η απώλεια του πατέρα του ή της μητέρας του, όσο κι αν την αγαπούσε δεν θα μπορούσε να του είχε δηλητηριάσει την ανάμνηση εκείνων των εβδομάδων, των ημερών, των ωρών όταν με ένα περίπατο δύο μιλίων, κάθε του βήμα τον έφερνε πλησιέστερα στην γλυκειά της παρουσία – κάθε βήμα ήταν χρυσάφι όπως και κάθε βήμα που τον έπαιρνε μακριά της τον έκανε να ανακαλεί μία ακόμη χάρη στη συμπεριφορά της  ή έναν ακόμα ευχάριστο εξαγνισμό (;) του χαρακτήρα της. Ναι ! Ο,τιδήποτε και να συνέβαινε στον ίδιο, έξω από την σχέση του μαζί της, δεν θα μπορούσε να είχε αναφερθεί σε αυτό το διάστημα ως καιρό οδύνης, όταν  μπορούσε να τη δει κάθε μέρα, όταν  βρισκόταν εκεί και  μπορούσε να την έχει κοντά του. Για εκείνον ήταν μια περίοδος εξαιρετικής απόλαυσης με όλα τα αγκάθια και τις ύβρεις, συγκρινόμενη με την πενία που υφέρπουσα παραμόνευε στην προσμονή ενός μέλλοντος που αναμφίβολα δεν θα έφερνε στη ζωή του ούτε φόβο ούτε ελπίδα.
Η κυρία Θόρντον και η Φάννυ ήταν στην τραπεζαρία – η τελευταία φτεροκοπούσε εδώ κι εκεί με αγαλλίαση, καθώς η υπηρέτρια κρατούσε το ένα στιλπνό  ύφασμα μετά το άλλο για να δουν πώς θα φαινόταν το νυφικό στο φως των κεριών. Η μητέρα της προσπαθούσε αληθινά να δείξει ενδιαφέρον αλλά αδυνατούσε. Ούτε η αισθητική ούτε τα ενδύματα ήταν μέσα στα ενδιαφέροντά της  και επιθυμούσε ολόψυχα να  είχε δεχθεί η Φάννυ την πρόταση του αδερφού της για να αναλάβει το νυφικό της μια πρώτης τάξεως μοδίστρα στο Λονδίνο, αντί  τις ατελείωτες, οχληρές συζητήσεις και τα ακατάστατα πέρα-δώθε που προέκυψαν από την επιμονή της Φάννυ να διαλέξει και να επιβλέψει η ίδια τα πάντα. Από την μεριά του ο κύριος Θόρντον ευχαρίστως και με ευγνωμοσύνη επιδοκίμαζε τον όποιο λογικό άνδρα που μπόρεσε να αιχμαλωτισθεί από τον δεύτερης κλάσης χαρακτήρα και τη συμπεριφορά της Φάννυ, έτσι ώστε να της παρέχει αφειδώς τα μέσα για να αγοράσει λούσα τα οποία στην καρδιά της συναγωνίζονταν αν δεν ξεπερνούσαν την αγάπη της προς τον μέλλοντα σύζυγό της. Όταν μπήκαν στο δωμάτιο ο αδελφός της και ο κύριος Μπελλ, η Φάννυ κοκκίνησε, χαζογέλασε και άρχισε να τριγυρνά αφοσιωμένη  τόσο επιδεικτικά με την ασχολία της που θα είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον οποιουδήποτε άνδρα πλην του κυρίου Μπέλλ. Αν έστρεψε διόλου την σκέψη του προς εκείνη, τα μετάξια της και τα σατέν της,  ήταν μονάχα για να αντιπαραβάλει την ίδια και αυτά με  τη χλωμή θλίψη που είχε αφήσει πίσω του , να κάθεται ακίνητη με το κεφάλι γυρτό  και διπλωμένα τα χέρια, σε ένα δωμάτιο όπου η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη ώστε μπορούσε κανείς να φανταστεί πως η βοή στα αυτιά του που προσπαθούσαν να συλλάβουν κάποιον ήχο, ήταν τα φαντάσματα των πεθαμένων που ακόμα τριγύριζαν τους αγαπημένους τους. Επειδή μόλις ανέβηκε ο κύριος Μπέλλ επάνω, η κυρία Σω ήταν  αποκοιμισμένη στον καναπέ και κανείς ήχος δεν τάραζε τη σιωπή.
Η κυρία Θόρντον υποδέχτηκε τον κύριο Μπέλλ φιλόξενα και με κάθε επισημότητα. Ήταν στο απόγειο της ευγένειάς της όταν υποδεχόταν φίλους του γυιού της, στο σπίτι του γυιού της και όσο πιο απρόσμενοι ήταν οι καλεσμένοι τόσο μεγαλύτερη τιμή ένοιωθε για τις θαυμάσιες πραγματικά ετοιμασίες της για νοιώθουν άνετα στο νοικοκυριό της.
«Πώς είναι η δεσποινίς Χέηλ;» ρώτησε.
«Τόσο συντετριμμένη από αυτό το τελευταίο πλήγμα, όσο θα περίμενε κανείς να είναι.»
«Είμαι σίγουρη ότι  της κάνει καλό που έχει δίπλα της  έναν τέτοιον φίλο όπως εσείς.»
«Μακάρι να ήμουν ο μόνος της φίλος, κυρία μου. Τολμώ να πώ ότι ακούγεται βάρβαρο, όμως εκτοπίστηκα από την θέση μου ως παρηγορητής και σύμβουλος από μία αριστοκρατική θεία της, μία λαίδη. Και υπάρχουν εξαδέλφια στο Λονδίνο που την διεκδικούν επίσης ως να ήταν ένα σκυλάκι συντροφιάς που τους ανήκει. Κι εκείνη είναι πολύ αδύναμη και δυστυχής ώστε να έχει δική της γνώμη.»
«Πρέπει να είναι όντως αδύναμη,» είπε η κυρία Θόρντον με έναν υπαινιγμό τον οποίο ο γυιός της κατάλαβε καλά.  «Όμως,» συνέχισε η κυρία Θόρντον « πού βρίσκονταν όλοι αυτοί οι συγγενείς όταν η δεσποινίς  Χέηλ φαινόταν σχεδόν  χωρίς φίλους και είχε αναμφίβολα μεγάλα δεινά να υπομείνει ;»  Αλλά φαίνεται πώς δεν την ενδιέφερε να λάβει απάντηση στην ερώτησή της, γι αυτό και έφυγε από το δωμάτιο για να διευθετήσει κάποια οικιακά θέματα.
«Ζούσαν στο εξωτερικό. Έχουν κάποιες αξιώσεις επάνω της. Ως προς αυτό τους δικαιολογώ. Η θεία της την μεγάλωσε και με την εξαδέλφη της είναι σαν αδελφές. Αυτό που με στεναχωρεί, βλέπεις, είναι ότι ήθελα να την αναλάβω ως παιδί μου και ζηλεύω αυτούς τους ανθρώπους  που δεν φαίνεται να εκτιμούν το πλεονέκτημα  που τους δίνει αυτό τους  το δικαίωμα. Αν ο Φρέντερικ την διεκδικούσε, αυτό βέβαια, θα ήταν διαφορετικό.»
«Ο Φρέντερικ ;!» αναφώνησε ο κύριος Θόρντον. «Ποιος είναι αυτός ;  Με ποιο δικαίωμα…» έκοψε απότομα την οργισμένη του ερώτηση.
«Ο Φρέντερικ!» είπε με έκπληξη ο κύριος Μπέλλ. «Μα, δεν το γνωρίζεις;  Είναι ο αδελφός της.  Δεν έχεις ακούσει ποτέ γι αυτόν;»
«Δεν έχω ακούσει ποτέ ξανά αυτό το όνομα. Πού βρίσκεται ; Ποιος είναι ;»
«Είμαι σίγουρος ότι σου μίλησα γι αυτόν όταν είχε πρωτοέρθει η οικογένεια στο Μίλτον. Είναι ο γυιός που είχε αναμειχθεί σε εκείνη την ανταρσία.»
« Δεν άκουσα να γίνεται καμμία αναφορά στο όνομά του, μέχρι τώρα. Πού ζει;»
«Στην Ισπανία. Αν πατήσει το πόδι του σε Αγγλικό έδαφος, θα τον συλλάβουν. Το καημένο το παιδί ! Θα στεναχωρηθεί που δεν θα μπορέσει να ακολουθήσει την κηδεία του πατέρα του. Θα πρέπει να αρκεστούμε στον Λοχαγό Λέννοξ, γιατί δεν ξέρω άλλους συγγενείς για να καλέσω.»
«Ελπίζω ότι θα μου επιτραπεί να έρθω.»
«Βεβαιότατα. Ευχαρίστως. Είσαι καλός άνθρωπος, τελικά, Θόρντον.  Ο Χέηλ σε συμπαθούσε. Μόλις τις προάλλες μου μιλούσε για σένα στην Οξφόρδη. Στεναχωριόταν που σε έβλεπε ελάχιστα, τον τελευταίο καιρό. Σου είμαι υπόχρεος που θέλεις να του υποβάλεις τον προσήκοντα σεβασμό.»
«Σχετικά με τον  Φρέντερικ, όμως…. Δεν έρχεται ποτέ στην Αγγλία;»
«Ουδέποτε.»
«Δεν βρισκόταν εδώ την εποχή που πέθανε η κυρία Χέηλ;»
«Όχι. Βλέπεις, ήμουν εδώ τότε. Είχα καιρό να δω τον Χέηλ, και αν θυμάσαι είχα έρθει. Όχι. Ήταν λίγο καιρό μετά από αυτό.  Αλλά ο καημένος ο Φρέντερικ δεν ήταν εδώ εκείνον τον καιρό . Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι ήταν ;»
«Είδα έναν νεαρό να περπατά με την δεσποινίδα Χέηλ κάποια μέρα,» απάντησε  ο κύριος Θόρντον «και νομίζω ότι ήταν περίπου εκείνον τον καιρό.»
«Ω, θα ήταν εκείνος ο νεαρός Λέννοξ, ο αδελφός του λοχαγού. Είναι δικηγόρος και βρισκόταν σε συχνή αλληλογραφία μαζί τους. Νομίζω ότι ο κύριος Χέηλ μου έλεγε πως πίστευε ότι θα τους επισκεπτόταν. Ξέρεις..» είπε ο κύριος Μπέλλ στρέφοντας απότομα και κλείνοντας το ένα του μάτι ενώ με το άλλο εξέταζε εμβριθώς το πρόσωπο του κυρίου Θόρντον «  πώς κάποτε πίστευα ότι  έτρεφες τρυφερά αισθήματα για την Μάργκαρετ ;»
Καμμία απάντηση. Καμμία αλλαγή στην έκφρασή του.
« Το ίδιο πίστευε και ο καημένος ο Χέηλ. Όχι απ’ την αρχή βέβαια, και όχι πριν του βάλω εγώ την ιδέα στο μυαλό.»
«Θαύμαζα την δεσποινίδα Χέηλ. Ο καθένας το ίδιο θα έκανε. Είναι όμορφο πλάσμα.» αναγκάστηκε να παραδεχθεί ο κύριος Θόρντον κάτω  από τις επίμονες ερωτήσεις του κυρίου Μπέλλ.
« Και αυτό είναι όλο! Μπορείς να μιλάς για εκείνη με αυτό το μετρημένο ύφος, απλώς ως ‘ένα όμορφο πλάσμα’  - σαν κάτι που απλά δίνει γοητεύει το μάτι. Ήλπιζα ότι έχεις αρκετή αρχοντιά μέσα σου για να της προσφέρεις την καρδιά σου. Αν και πιστεύω – ή μάλλον το γνωρίζω-  ότι εκείνη θα σε απέρριπτε, η αλήθεια είναι ότι ακόμα και το να την έχεις αγαπήσει χωρίς ανταπόκριση θα σε είχε ανεβάσει σε μεγαλύτερα ύψη από όλους εκείνους, όποιοι κι αν είναι, που έχει ακουστεί ότι την αγάπησαν. Ακούς εκεί ‘όμορφο πλάσμα’ ! Μιλάς γι αυτήν σαν να μίλαγες για ένα άλογο ή ένα σκύλο;»
Τα μάτια του κυρίου Θόρντον άστραψαν πυρακτωμένα κάρβουνα.
«Κύριε Μπέλλ», είπε «πριν μιλήσετε κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έπρεπε να θυμάστε ότι δεν έχουν όλοι οι άνδρες τη δυνατότητα να εκφραστούν με τέτοια ελευθερία όπως εσείς. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο.» Γιατί μ’ όλο που η καρδιά του αναπηδούσε σαν σε κάλεσμα τρομπέτας με κάθε λέξη που έλεγε ο κύριος Μπέλλ,  και μ’ όλο που ήξερε πως από τούδε και στο εξής ο ηλικιωμένος Ακαδημαϊκός της Οξφόρδης θα κατείχε ξεχωριστή θέση στην καρδιά του με αυτά που είχε πει, εντούτοις τίποτα δεν θα τον ανάγκαζε να εκφράσει  τα συναισθήματά του για την Μάργκαρετ. Επειδή κάποιος  άλλος εκθείαζε εκείνην  που ο ίδιος αγαπούσε κρυφά και παθιασμένα δεν θα έπεφτε στην παγίδα να προσπαθήσει να τον ξεπεράσει σε επαίνους. Έτσι, έστρεψε την συζήτηση σε κάποια ανούσια ζητήματα που απασχολούσαν εκείνον και τον κύριο Μπέλλ με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη και  του ενοικιαστή.
«Τι είναι εκείνος ο σωρός από τούβλα και λάσπη που είδα δίπλα στην αυλή; Χρειάζονται  να γίνουν κάποιες επισκευές ;»
«Όχι, καμμία απολύτως, ευχαριστώ.»
« Οικοδομείς κάτι με δικά σου έξοδα ; Σε αυτήν την περίπτωση, σου είμαι υπόχρεος.»
«Φτιάχνω μια τραπεζαρία – για τους άνδρες, δηλαδή. Τους εργάτες.»
«Θα σε θεωρούσα ιδιότροπο  αν δεν σου έφτανε για τραπεζαρία αυτό εδώ το δωμάτιο – και είσαι και εργένης.»
«Γνώρισα έναν περίεργο τύπο και έβαλα στο σχολείο ένα-δυό από τα παιδιά που έχει υπό την προστασία του. Έτσι λοιπόν, κάποια  μέρα που περνούσα από το σπίτι του για κάποια πληρωμή που έπρεπε να γίνει, είδα να ετοιμάζουν για δείπνο ένα άθλιο, λιπαρό  κομμάτι κρέας που τσιγαριζόταν σε μηλίτη και μπήκα σε σκέψεις. Αλλά ήταν η μεγάλη  άνοδος στις τιμές των τροφίμων  τον φετινό χειμώνα που με έκανε να αναλογιστώ  πώς αγοράζοντας τρόφιμα χονδρικής και μαγειρεύοντας σε μεγάλες ποσότητες  μπορούν να εξοικονομηθούν χρήματα και να γίνουν τα πράγματα πιο εύκολα.  Έτσι μίλησα στο φίλο μου – μπορείς να τον πεις και εχθρό μου, τον άνθρωπο που σας ανέφερα πριν, και εκείνος βρήκε ψεγάδια σε κάθε λεπτομέρεια της ιδέας μου. Συνεπώς, την  έβαλα στην άκρη τόσο επειδή δεν ήταν λειτουργική όσο και επειδή αν την  επέβαλλα δια της βίας θα παραβίαζα την ανεξαρτησία των εργατών μου. Και ξαφνικά, εκείνος ο Χίγκινς, ήρθε και ευγενικώς προσφερθείς, έδωσε την συγκατάθεσή του για ένα σχέδιο τόσο ίδιο με το δικό μου, που θα μπορούσα κάλλιστα να αξιώσω την πατρότητά του. Επιπλέον, το ενέκριναν πολλοί από τους συνάδελφούς του με τους οποίους είχε μιλήσει. Ομολογώ ότι ‘τσαντίστηκα’ λίγο με τον τρόπο του και  σκέφτηκα να τους αφήσω στην τύχη τους κι ας έκαναν ό,τι ήθελαν. Όμως  μου φάνηκε κάπως παιδιάστικο να παρατήσω ένα σχέδιο το οποίο κάποτε πίστευα ως σωστό και καλώς τεκμηριωμένο μόνο και μόνο επειδή εγώ δεν θα ελάμβανα τα εύσημα για την πατρότητά του. Έτσι, ψύχραιμα ανέλαβα τον ρόλο που μου ανατέθηκε και που ήταν περίπου αυτός του υπεύθυνου τροφοδοσίας  μιας λέσχης. Αγοράζω  τις προμήθειες  χονδρικής και φροντίζω να βρω μια κατάλληλη μαγείρισσα ή οικοδέσποινα.»
« Ελπίζω να τα καταφέρεις καλά στα νέα σου καθήκοντα. Ξέρεις  από πατάτες και κρεμμύδια ; Υποθέτω όμως ότι η κυρία Θόρντον θα σε βοηθά στις αγορές.»
«Καθόλου» απάντησε ο κύριος Θόρντον. «Διαφωνεί με το όλο σχέδιο, έτσι τώρα δεν το αναφέρουμε καθόλου μεταξύ μας. Αλλά τα καταφέρνω αρκετά καλά, αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες από την αγορά στο Λίβερπουλ, ενώ ως προς το κρέας με εξυπηρετεί ο οικογενειακός μας χασάπης. Σας διαβεβαιώ ότι τα γεύματα που ετοιμάζει η μαγείρισσα δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα.»
«Δοκιμάζεις κάθε πιάτο όπως βγαίνει από το μαγειρείο, λόγω της καινούριας σου θέσης; Ελπίζω να διαθέτεις λευκή ράβδο.»
«Στην αρχή πρόσεχα πολύ στο να περιορίζομαι μόνον στα καθήκοντα του τροφοδότη και πάλι, περισσότερο υπάκουα στις παραγγελίες των εργατών , έτσι όπως μου τις  μετέφερε η μαγείρισσα, παρά ενεργούσα με τη δική μου κρίση. Κάποια στιγμή το βοδινό ήταν πολύ μεγάλο, άλλοτε το αρνί δεν ήταν αρκετά παχύ. Νομίζω ότι είδαν πόσο προσεκτικός ήμουν στο να τους αφήνω ελεύθερους και να μην παρεμβαίνω  με τις δικές μου ιδέες, έτσι κάποια μέρα, ήρθαν δύο –τρεις από τους εργάτες – μαζί τους και ο φίλος μου ο Χίγκινς- και μου ζήτησαν να περάσω και να πάρω ένα πιάτο φαγητό. Είχα πολύ δουλειά εκείνη την ημέρα, αλλά είδα ότι οι άνδρες θα προσβάλλονταν αν, αφού έκαναν την προσπάθεια από τη μεριά τους δεν έκανα κι εγώ ένα βήμα να συναντηθούμε στα μισά. Έτσι, πήγα, και ωραιότερο φαγητό δεν έχω ξαναφάει. Τους είπα (στους διπλανούς μου δηλαδή, γιατί δεν σηκώθηκα να βγάλω και λόγο) πόσο πολύ μου άρεσε, και για κάμποσο καιρό, όποτε είχαν αυτό το συγκεκριμένο πιάτο στο διαιτολόγιό τους, δεν υπήρχε περίπτωση να μην έρθουν να μου πουν ‘Αφεντικό, έχουμε βραστό σήμερα, θα κοπιάσεις;» Αν δεν με είχαν προσκαλέσει, δεν θα είχα παρεισδύσει στην συντροφιά τους, όπως δεν θα τολμούσα να πάω σε τραπεζαρία ενός στρατώνα χωρίς πρόσκληση.»
«Έχω την εντύπωση ότι παρακωλύεις τις συζητήσεις τους. Δεν θα μπορούν να κακολογήσουν τα αφεντικά εν τη παρουσία σου. Υποψιάζομαι ότι το κάνουν τις μέρες που δεν έχει βραστό στο μενού.»


............................................................................................................................................................

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου