Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Κεφάλαιο 45ο: "Δεν ήταν όλα ένα όνειρο."



Το επόμενο και 45ο κεφάλαιο είναι ασυνήθιστα μικρό - μόλις 3 σελίδες χώρο πιάνει στο βιβλίο. Όμως το επόμενο, το υπ'αριθμόν 46, αναπληρώνει και με το παραπάνω...23 ολόκληρες σελίδες! Γι αυτό, απολαύστε επί του παρόντος τούτο εδώ και για το επόμενο ....υπομονή !



Κεφάλαιο 45ο   

  « δεν ηταν όλα ένα ονειρο»

Η ιδέα του Χέλστοουν είχε προκύψει εν εγρηγόρσει στο μυαλό του κυρίου Μπελλ κατά τη διάρκεια της συζήτησής του με τον κύριο Λέννοξ και όλο το βράδυ κατέλαβε εξ ολοκλήρου τα όνειρά του. Ήταν, λέει, ξανά διδάκτορας στο ίδιο κολλέγιο όπου τώρα έφερε τον τίτλο του Ακαδημαϊκού Συμβούλου. Ήταν ξανά σε διακοπές και έμενε μαζί με τον νιόπαντρο φίλο  του, τον υπερήφανο σύζυγο και ευτυχή ιερέα του Χέλστοουν. Φλυαρούσαν ατέρμονα για ημέρες και έμοιαζε ο χρόνος να κάνει απίστευτα άλματα ενώ εκείνοι συνέχιζαν απρόσκοπτοι. Χρόνος και χώρος δεν υφίσταντο ενώ όλα τα άλλα έμοιαζαν αληθινά. Το κάθε τι μετριόταν με το συναίσθημα και όχι με την αυθεντική του ύπαρξη, γιατί δεν είχε ύπαρξη. Όμως τα δέντρα ήταν υπέροχα στις φθινοπωρινές τους φυλλωσιές- τα ζεστά αρώματα των λουλουδιών και των βοτάνων γλύκαιναν τις αισθήσεις- η νεαρή σύζυγος περιφερόταν στο σπιτικό της  με εκείνα τα ανάμεικτα συναισθήματα ενόχλησης για την θέση της όσον αφορά την οικονομική κατάσταση, και υπερηφάνειας για τον όμορφο και αφοσιωμένο σύζυγό της, τα οποία ο κύριος Μπέλλ είχε παρατηρήσει στ’αλήθεια ένα τέταρτο του αιώνος προτύτερα.
Το όνειρο έμοιαζε τόσο αληθινό ώστε όταν ξύπνησε, το παρόν του φάνηκε σαν όνειρο. Πού βρισκόταν; Στο κλειστό, όμορφα επιπλωμένο δωμάτιο ενός Λονδρέζικου ξενοδοχείου. Πού βρίσκονταν εκείνοι που του μιλούσαν, τον τριγύριζαν και τον άγγιζαν μόλις πριν από ένα λεπτό; Νεκροί ! Ενταφιασμένοι ! Χαμένοι για πάντα, για όσο θα υπήρχε η γη. Ήταν πλέον γέρος κι ένοιωθε τις δυνάμεις του να χάνονται. Του ήταν ανυπόφορο να σκέφτεται την απόλυτη μοναξιά της ζωής του. Σηκώθηκε βιαστικά και προσπαθώντας να μην σκέφτεται όσα  πλέον δεν υπήρχαν, άρχισε να ετοιμάζεται βιαστικά για να προγευματίσει στην Χάρλευ Στρήτ.
Δεν μπορούσε να παρακολουθήσει σε όλες τις  λεπτομέρειες αυτά που έλεγε ο δικηγόρος, τα οποία όπως έβλεπε έκαναν τα μάτια της Μάργκαρετ να μεγαλώσουν  και τα χείλη της να χλωμιάσουν καθώς, όπως προχωρούσαν ένα προς ένα τα γεγονότα, καταδείκνυαν – ή έτσι φαινόταν- ότι και το παραμικρό ενδεικτικό στοιχείο που θα απήλασσε τον Φρέντερικ από τις κατηγορίες, χανόταν μέσα από τα χέρια τους και εξαφανιζόταν για πάντα. Ακόμα και ο καλοζυγισμένος και επαγγελματικός τόνος του κυρίου Λέννοξ έγινε ηπιότερος , πιο τρυφερός καθώς πλησίαζε στην εξάλειψη και της τελευταίας ελπίδας. Δεν ήταν ότι η Μάργκαρετ δεν είχε και πρωτύτερα επίγνωση του αποτελέσματος. Ήταν ότι  οι λεπτομέρειες  και οι διαδοχικές απογοητεύσεις έρχονταν με τέτοια ανελέητη  ακρίβεια να εξαφανίσουν κάθε ελπίδα, ώστε στο τέλος ξέσπασε – και δικαίως- σε δάκρυα. Ο κύριος Λέννοξ έπαυσε να διαβάζει.
«Καλύτερα να μην συνεχίσω» είπε με φωνή που φανέρωνε ενδιαφέρον. «Ήταν μια ανόητη πρόταση εκ μέρους μου. Ο  Υποπλοίαρχος Χέηλ,» και αυτή ακόμα η απονομή του τίτλου ο οποίος του είχε τόσο βάναυσα αφαιρεθεί, ήταν παρηγορητική για την Μάργκαρετ, «ο Υποπλοίαρχος Χέηλ είναι ευτυχισμένος, τώρα. Περισσότερο εξασφαλισμένος όσον αφορά  την περιουσία και τις μελλοντικές του προοπτικές απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ να είναι υπηρετώντας στο Ναυτικό. Και αναμφίβολα έχει πλέον αναγνωρίσει την χώρα της συζύγου του ως δική του.»
«Έτσι είναι.» είπε η Μάργκαρετ. «Μοιάζει τόσο εγωιστικό να στενοχωριέμαι γι αυτό», χαμογέλασε αχνά, « αλλά για μένα είναι πλέον χαμένος και αισθάνομαι τόσο μόνη.»
Ο κύριος Λεννοξ μάζεψε τα έγγραφά του και ευχήθηκε να ήταν ήδη τόσο πλούσιος και επιτυχημένος όσο ήλπιζε πως θα γινόταν κάποια μέρα. Ο κύριος Μπέλλ, φύσηξε την μύτη του αλλά παρέμεινε σιωπηλός και η Μάργκαρετ μετά από λίγο ανέκτησε την συνηθισμένη της στάση. Ευχαρίστησε πολύ ευγενικά τον κύριο Λέννοξ για όλα όσα είχε κάνει, και ο τρόπος της είχε μεγαλύτερη αβρότητα και λεπτότητα επειδή γνώριζε ότι το ξέσπασμά της θα τον έκανε να πιστέψει ότι της είχε δώσει επιπλέον πόνο. Όμως ήταν πόνος τον οποίο ούτως ή άλλως θα ένοιωθε.
Ο κύριος Μπέλλ σηκώθηκε για να αποχαιρετήσει. «Μάργκαρετ!» είπε καθώς πάλευε με τα γάντια του «θα κατέβω στο Χέλστοουν αύριο, να επισκεφτώ το μέρος που γνώριζα παλιά. Θα ήθελες να έρθεις μαζί μου;  Ή μήπως θα σου έφερνε  υπερβολικό πόνο; Μίλα, μην φοβάσαι.»
«Ω, κύριε Μπέλλ!» είπε εκείνη και δεν μπόρεσε να πει τίποτε άλλο. Αλλά πήρε το γεροντικό, σκεβρωμένο χέρι και το φίλησε.
«Έλα…έλα…φτάνει» είπε εκείνος κοκκινίζοντας από αμηχανία. «Υποθέτω  ότι η θεία σου θα σε εμπιστευτεί σε εμένα. Θα φύγουμε αύριο το πρωί και θα φτάσουμε εκεί  γύρω στις δύο το μεσημέρι, καθώς υπολογίζω. Θα τσιμπήσουμε κάτι και θα παραγγείλουμε βραδινό στο μικρό πανδοχείο – το Λέναρντς Άρμς, έτσι το έλεγαν-  και θα πάμε να πάρουμε ένα ορεκτικό στο Φόρεστ. Θα το αντέξεις, Μάργκαρετ ; Ξέρω, θα βάλει σε δοκιμασία και τους δύο μας, αλλά για εμένα τουλάχιστον θα είναι ευχαρίστηση. Θα πάρουμε λοιπόν  το δείπνο μας –κυνήγι κατά προτίμηση, αν μπορέσουμε να βρούμε-  και εγώ θα πάρω έναν υπνάκο ενώ εσύ μπορείς να βγεις να δεις παλιούς φίλους. Θα σε επιστρέψω σώα και ασφαλή -  με την επιφύλαξη τυχόν σιδηροδρομικών ατυχημάτων αλλά για το λόγο αυτό,  θα σε ασφαλίσω για χίλιες λίρες πριν φύγουμε, πράγμα το οποίο θα είναι μια μικρή ανακούφιση για τους συγγενείς σου. Άλλως  πώς, υπόσχομαι να σε επιστρέψω στην κυρία Σω, την Παρασκευή , την ώρα του μεσημεριανού. Έτσι λοιπόν, εάν συμφωνείς θα πάω επάνω να το προτείνω.»

«Δεν χρειάζεται να πω πόσο πολύ θα το ήθελα,» είπε η Μάργκαρετ ανάμεσα στα δάκρυά της.
«Ε, τότε, δείξε την ευγνωμοσύνη σου, προσπαθώντας να κρατήσεις στεγνές  αυτές τις πηγές των δακρύων σου για τις επόμενες δύο ημέρες. Σε αντίθετη περίπτωση, θα αισθάνομαι περίεργα με  αυτούς τους δακρυρροούντες αγωγούς  και δεν θα μου αρέσει καθόλου.»
«Δεν θα χύσω ούτε ένα δάκρυ,» είπε η Μάργκαρετ ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της για να διώξει τα δάκρυα από τις βλεφαρίδες της και χαμογέλασε βεβιασμένα.

«Μπράβο, το καλό μου το κορίτσι. Τότε, λοιπόν, πάμε επάνω για να το κανονίσουμε.»  Η Μάργκαρετ σχεδόν έτρεμε από ανυπομονησία καθώς ο κύριος Μπελλ  συζητούσε το σχέδιό του με την θεία της, η οποία στην αρχή ξαφνιάστηκε, κατόπιν  αμφέβαλλε και ανησυχούσε και εν τέλει  ενέδωσε στη σκληρή δύναμη των λόγων του κυρίου Μπελλ μάλλον, παρά στην δική της πεποίθηση. Επειδή όσον αφορά την ίδια, αν ήταν σωστό ή λάθος, κόσμιο ή μη, δεν θα μπορούσε να πει με σιγουριά παρά αφού η Μάργκαρετ  είχε επιστρέψει, έτσι ώστε μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του σχεδίου να είναι σε θέση να πει: «Σίγουρα ήταν μια πολύ ευγενική σκέψη αυτή, εκ μέρους του κυρίου Μπελλ, και αυτό ακριβώς που και η ίδια επιθυμούσε για την Μάργκαρετ, καθώς της έδινε την ευκαιρία για την αλλαγή που χρειαζόταν μετά από όλη την ταραγμένη περίοδο που βίωσε.»

1 σχόλιο:

  1. Εξαιρετική και πολύ προσεγμένη δουλειά, Χρύσα !
    Ζηλεύω τρελά και τα γραφιστικά της σελίδας σου γιατί εγώ με την τεχνολογία απλά....δεν το έχω !

    ΑπάντησηΔιαγραφή