Κεφάλαιο 17ο
«Τι σημαίνει απεργία;»
...................................................................................................
Ο Νίκολας Χίγκινς καθόταν δίπλα στο τζάκι και κάπνιζε,
τη στιγμή που η Μάργκαρετ έμπαινε στο σπίτι. Η Μπέσσυ καθόταν από την άλλη
μεριά στην κουνιστή πολυθρόνα. Ο Νίκολας έβγαλε την πίπα του, σηκώθηκε και
έσπρωξε την καρέκλα προς την Μάργκαρετ· έπειτα ακούμπησε στο τζάκι και στάθηκε
να παρακολουθεί, καθώς εκείνη ρωτούσε την Μπέσσυ για την υγεία της.
«Δεν είναι και στα μεγάλα της κέφια, μα σα να ’ναι
καλύτερα στην υγειά της. Στη θυγατέρα μου δεν αρέσει τούτη δω η απεργία.
Πιότερο της αρέσει να ’ν’ τα πράματα ήσυχα και καλά με κάθε τρόπο.»
«Αυτή ’ναι η τρίτη απεργία που βλέπω» είπε εκείνη
αναστενάζοντας, σαν αυτό να ήταν επαρκής εξήγηση.
«Τρίτη και τυχερή, κατά πως λένε. Κοίτα και θα δεις
πώς θα τους πάρει και θα τους σηκώσει τους αφεντάδες τούτη τη φορά. Να δεις πώς
θα έρθουν παρακαλώντας μας να ξαναγυρίσουμε και με το μισθό που θέλουμε ’μεις.
Πάει και τέλειωσε. Τις άλλες φορές την πατήσαμε, το παραδέχομαι, όμως τούτη δω
τη φορά τα ’χουμε λογαριάσει όλα.»
«Για ποιο λόγο απεργείτε;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Απεργία σημαίνει να μην πηγαίνετε στην δουλειά έως ότου επιτύχετε τον μισθό
που επιθυμείτε, έτσι δεν είναι; Μην απορείτε με την άγνοιά μου, στα μέρη μου
δεν είχαμε απεργίες.»
«Μακάρι να ’μουν εκεί στα μέρη σας» είπε η Μπέσσυ
δύσθυμα. «Μα δεν χρειάζεται να σκοτίζομαι για τις απεργίες. Αυτή είναι η τελευταία
που θα δω. Πριν τελειώσει, θα ’χω πάει στην Ουράνια πόλη, τ’ Άγια Ιεροσόλυμα.»
«Η θυγατέρα μου όλο τον Παράδεισο έχει στο μυαλό της,
δε σκοτίζεται για τούτη δω τη ζωή. Μα ’γω, κατά πως βλέπεις, πρέπει να κάνω
ό,τι μπορώ εδώ πέρα. Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι. Για τούτο
δε συμφωνάμε για την απεργία.»
«Όμως», έκανε η Μάργκαρετ, «αν στα μέρη μου οι
άνθρωποι απεργούσαν -όπως το λέτε- καθώς οι περισσότεροι εργάζονται στα
κτήματα, τότε δεν θα όργωναν, δεν θα μάζευαν το άχυρο και δεν θα θέριζαν το
καλαμπόκι.»
«Και λοιπόν…» ρώτησε εκείνος. Είχε ξαναπάρει την πίπα
του και έδωσε ερωτηματικό τόνο στα λόγια του.
«Μα, τι θα απογίνουν οι αγρότες;»
Ξεφύσηξε τον καπνό. «Μάλλον θα έπρεπε να παρατήσουν
τα κτήματά τους ή να δώσουν δίκαιο μερτικό στους εργάτες.»
«Αν υποθέσουμε ότι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να το
κάνουν. Δεν θα μπορούσαν να παρατήσουν τα κτήματά τους από τη μια στιγμή στην
άλλη, όσο κι αν κάποιοι θα το ήθελαν. Δεν θα υπήρχε ούτε σανός ούτε καλαμπόκι
για να πουλήσουν εκείνη τη χρονιά και πώς θα έβρισκαν τα χρήματα για να
πληρώσουν τους εργάτες την άλλη χρονιά;»
Εκείνος συνέχιζε να καπνίζει. Στο τέλος είπε:
«Δεν κατέχω τις συνήθειές σας εκεί στο Νότο. Μου
’χουνε πει πως οι εργάτες εκεί είναι ένα μάτσο σκιαγμένα, σκλαβωμένα
ανθρωπάκια, που ψοφάνε τόσο της πείνας που μήτε το παίρνουν είδηση πως τους
εκμεταλλεύονται. Μα εδώ είναι αλλιώς. Το παίρνουμε χαμπάρι σαν μας
εκμεταλλεύονται και έχουμε αρκετό τσαγανό για να μην το βαστάξουμε άλλο.
Παρατάμε τα μηχανήματα και λέμε: Το λοιπόν, αφεντικά, μπορεί να ψωμολυσσάμε,
αλλά δεν θα μας ξεφτιλίσετε. Και ανάθεμά σας, δεν θα το καταφέρετε αυτή τη
φορά.»
«Ας ήταν μπορετό να ζούσα κάτω στα μέρη σας, στο
Νότο» είπε η Μπέσσυ.
«Υπάρχουν κι εκεί δυσκολίες» είπε η Μάργκαρετ.
«Παντού υπάρχει θλίψη, σε κάθε μέρος. Εκεί οι άνθρωποι δουλεύουν σκληρά και το
φαγητό είναι λιγοστό, δεν φτάνει για να τους δώσει δύναμη.»
«Δουλεύουν όμως έξω, στα χωράφια» είπε η Μπέσσυ.
«Μακριά από το ασταμάτητο βογγητό των μηχανών και τη ζέστη που σε λιώνει.»
«Κάποιες φορές δουλεύουν μες στη βροχή και το κρύο.
Οι νέοι μπορούν να το αντέξουν, αλλά οι μεγαλύτεροι παθαίνουν ρευματισμούς,
καμπουριάζουν και γερνάνε πριν την ώρα τους. Εντούτοις, θα πρέπει να συνεχίσουν
να δουλεύουν όπως πριν, αλλιώς θα καταλήξουν στα πτωχοκομεία.»
«Θαρρούσα πως ήσουνα ευχαριστημένη με τις συνήθειές
σας εκεί στο Νότο.»
«Πράγματι, είμαι» είπε η Μάργκαρετ με ελαφρύ χαμόγελο,
καθώς ένοιωσε πως την έπιασαν απροετοίμαστη. «Αυτό που εννοώ Μπέσσυ, είναι ότι
υπάρχει παντού στον κόσμο το καλό και το κακό. Και, καθώς έχεις νοιώσει το κακό
εδώ, θα ήταν δίκαιο να σου πω και για τα άσχημα εκεί στα μέρη μας.»
«Το λοιπόν, λες πως δεν κάνουνε ποτέ απεργίες εκεί
κάτω;» ρώτησε απότομα ο Νίκολας.
«Κι εγώ θαρρώ» της απάντησε τινάζοντας τις στάχτες
από το τσιμπούκι τόσο δυνατά που το έσπασε, «πως δεν είναι το μυαλό που τους
περσσεύει, αλλά τα κότσια που τους λείπουν.»
«Αχ, πατέρα!» έκανε η Μπέσσυ. «Και σαν τι αποκάματε
με τις απεργίες; Θυμάσαι στην πρώτη απεργία, τότε που πέθανε η μητέρα, δεν
είχαμε σταλιά ψωμί να φάμε και ψοφάγαμε της πείνας – εσύ πιότερο απ’ όλους. Κι όμως,
πολλοί ξαναγυρνούσανε στα εργοστάσια με τα ίδια λεφτά, κάθε βδομάδα και
περσσότεροι, μέχρι που δεν είχε δουλειά για άλλους και κάποιοι γίνανε ζήτουλες
από τότε και για όλη τους τη ζωή.»
«Έτσι» είπε εκείνος. «Σ’ εκείνη την απεργία δεν τα
’χαμε λογαριάσει σωστά. Είχανε βλέπεις το κουμάντο κάποιοι που ήταν στραβάδια ή
ψοφίμια. Αυτή τη φορά θα είναι αλλιώτικα, στάσου και θα δεις.»
«Όμως, τόση ώρα δεν μου είπατε για ποιο λόγο
απεργείτε» ξαναείπε η Μάργκαρετ.
«Το λοιπόν, είναι πέντε-έξι αφεντικά που τα
συμφωνήσανε και δεν θα δίνουνε τα ίδια βδομαδιάτικα που δίνανε τα τελευταία
χρόνια και βγάζανε το κέρδος τους και πλουτίζανε. Έρχονται, λοιπόν, και μας
λένε ότι θα μας δίνουνε λιγότερα. Αλλά δεν θα τους περάσει. Θα τους αφήσουμε να
πεινάσουν πρωτύτερα… και τότε θα δούμε ποιος θα πάει στη δούλεψή τους… Σφάξανε
την κότα που ’βγαζε τα χρυσά αυγά… έτσι λέω εγώ…»
«Δηλαδή, σκοπεύετε να πεθάνετε για να τους
εκδικηθείτε;»
«Όχι» είπε εκείνος «καθόλου. Μα προτιμάω να πεθάνω
κρατώντας γερά το μετερίζι μου, παρά να υποχωρήσω. Αυτό ο λαός θαρρεί πως είν’
τιμή και περηφάνια για έναν στρατιώτη, γιατί όχι το λοιπόν και για ένα φτωχό
υφαντή;»
«Μα» είπε η Μάργκαρετ «ο στρατιώτης πεθαίνει για την
πατρίδα, για να υπερασπιστεί το λαό.»
Γέλασε βλοσυρά. «Κοπελιά μου» είπε «μικρή είσαι ακόμα
κι άμαθη, μα πιστεύεις πως δεν μπορώ να ζήσω τρεις ανθρώπους -την Μπέσσυ, την
Μαίρη κι ελόγου μου- με δεκάξι σελίνια τη βδομάδα; Θαρρείς πως κάνω αυτή την
απεργία για την πάρτη μου; Για τους άλλους το κάνω, όπως και ο στρατιώτης που
λες… μοναχά πως εκείνος πεθαίνει για κάποιονε που δεν έχει δει ούτε έχει
ακούσει ποτέ στη ζωή του, ενώ εγώ παλεύω για τον Τζων Μπούτσερ, εδώ παραδίπλα,
που ’χει τη γυναίκα του φθισικιά και οχτώ παιδιά να θρέψει – κανένα απ’ αυτά σε
ηλικία να εργαστεί. Και δεν το κάνω μοναχά για ελόγου του, μόλο που είναι
κομμάτι άχρηστος… Μοναχά δυο αργαλειούς μπορεί να σηκώσει στη βάρδιά του, αλλά
το κάνω για το δίκιο. Γιατί πρέπει να μας δίνουν λιγότερα τώρα, απ’ ό,τι δυο
χρόνια πρωτύτερα;»
«Μη ρωτάτε εμένα» είπε η Μάργκαρετ. «Έχω άγνοια.
Ρωτήστε κάποιους από τα αφεντικά σας. Σίγουρα θα σας πουν τους λόγους. Δεν
πρόκειται για κάποια αυθαίρετη απόφαση που πήραν άνευ λόγου.»
«Είσαι απλά μια ξένη και τίποτα παραπάνω» είπε
εκείνος περιφρονητικά.
«Τόσα ξέρεις τόσα λες. Να ρωτήσουμε τα αφεντικά! Θα
μας πουν να κοιτάξουμε τη δουλειά μας και να τους αφήσουμε να κουμαντάρουν τη
δικιά τους. Η δουλειά μας, βλέπεις, είναι να παίρνουμε τα ψίχουλα που μας
δίνουν και να λέμε κι ευχαριστώ, και η δικιά τους να μας αφανίζουν το
βδομαδιάτικο μέχρι που να ψοφήσουμε απ’ την πείνα για να αβγατίζουν τα κέρδη
τους.»
«Όμως», έκανε η Μάργκαρετ αποφασισμένη να μην κάνει
πίσω, παρόλο που έβλεπε ότι τον εξόργιζε, «η κίνηση της αγοράς μπορεί να είναι
τέτοια που να μην τους επιτρέπει να σας δώσουν τις ίδιες αμοιβές.»
«Η κίνηση της αγοράς! Άλλη μια απατεωνιά των
αφεντάδων! Εγώ μιλάω για τα λεφτά που μας δίνουνε. Οι αφεντάδες ορίζουνε την
κίνηση της αγοράς και την κουνάνε σα τον μπαμπούλα για να μας σκιάξουνε να
είμαστε καλά παιδιά. Ε, το λοιπόν, σου λέω πως αυτοί κάνουν τη δουλειά τους με
το να μας τυραννάνε για να αβγατίζουν το έχει τους, κι εμάς είναι δικό μας
χρέος να σηκώσουμε το κεφάλι και να παλέψουμε – κι όχι μονάχα για την πάρτη μας,
αλλά για όλο τον κόσμο εδώ, για το σωστό και το δίκιο. Χάρη σε μας φτιάνουν τις
περιουσίες τους και για χάρη μας θα πρέπει να τις ξοδεύουν. Και τούτη τη φορά
δεν είναι πως θέλουμε περσσότερο απ’ το κομπόδεμά τους. Είναι που δε μας δίνουν
το δίκιο μερτικό μας και το ’χουμε πάρει απόφαση μαζί να μπούμε στη μάχη και να
πέσουμε. Ούτε ένας μας δεν θα πάει για μεροκάματο με λιγότερα απ’ αυτά που λέει
το Συνδικάτο. Το λοιπόν, εγώ λέω: “Εμπρός στην απεργία κι ας κάνουνε καλά κι ο
Θόρντον κι ο Σλίκσον κι ο Χάμπερ και όλο το συνάφι τους!”»
«Ο Θόρντον!» είπε η Μάργκαρετ. «Ο κύριος Θόρντον της
οδού Μάρλμποροου;»
«Αυτός. Ο Θόρντον της φάμπρικας του Μάρλμποροου όπως
τονε λέμε.»
«Είναι ένας από τους εργοδότες με τους οποίους έχετε
διαφορές, έτσι δεν είναι; Τι είδους εργοδότης είναι;»
«Έτυχε ποτέ σου να δεις ένα μπουλντόγκ; Ε, κάν’ το να
σταθεί στα δυο του πόδια, βάλ’ του κουστουμιά και πανωφόρι, και έχεις μπροστά
σου τον Τζων Θόρντον.»
«Όχι» έκανε η Μάργκαρετ γελώντας «αυτό δεν το
δέχομαι. Ο κύριος Θόρντον δεν έχει καμιά εξαιρετική ομορφιά, αλλά δεν μοιάζει
και με μπουλντόγκ με πλακουτσωτή μύτη και στόμα σουφρωμένο.»
«Α, όχι, όχι, στην κοψιά δε μοιάζει, αυτό το
παραδέχομαι. Μα έτσι και του μπει κάτι στο κεφάλι, το κρατάει γερά σα
μπουλντόγκ. Για να τ’ αφήσει θα πρέπει να τονε διώξεις με το δικράνι. Το λέει η
καρδιά του, όμως, κι είν’ άξιος αντίπαλος. Όσο για τον Σλίκσον, κατά πως βλέπω,
καμιά απ’ αυτές τις μέρες θα ξεγελάσει τους εργάτες του τάζοντάς τους δίκαιες
πληρωμές και, μόλις τους βάλει στο χέρι, θα τους τη φέρει πισώπλατα. Θα τα
καταφέρει να τους ξεγελάσει και αυτή τη φορά, το υπογράφω. Ξέρει και
ξεγλιστράει σαν το χέλι. Είναι γαλίφης, πανούργος και ξεφυσά σα γάτος. Αυτός
δεν σε πολεμάει στα ίσα, τίμια κι αντρίκεια σαν τον Θόρντον. Ο Θόρντον είναι
σκληρός κι αλύγιστος σαν ταβανόπροκα. Πεισματάρικο σκυλί με τα όλα του – για
δαύτο τονέ λέω μπουλντόγκ!»
«Καημένη μου, Μπέσσυ!» είπε η Μάργκαρετ στρέφοντας
προς το μέρος της. «Σε στεναχωρούν όλα αυτά. Δεν σου αρέσουν οι διαμάχες και οι
τσακωμοί όπως στον πατέρα σου, έτσι;»
«Όχι!» έκανε εκείνη δύσθυμα. «Τα έχω βαρεθεί όλα
αυτά. Θα ’θελα τις τελευταίες μου μέρες ν’ ακούω άλλες κουβέντες γύρω μου, κι
όχι φωνές και κρότους και κραυγές. Όλο για τη δουλειά και τις πληρωμές και τ’
αφεντικά και τους εργάτες!»
«Καψερό μου κορίτσι! Δε φτάσαν ακόμα τα τελευταία
σου. Σα να ’σαι ήδη καλύτερα και θα σου κάμει καλό ν’ ανάψουν λιγουλάκι τα
αίματα… Κι έπειτα, εγώ θα μένω πιότερο στο σπίτι και να δεις που θα
καλυτερέψουν τα πράματα.»
«Ο καπνός από το τσιμπούκι σου δε μ’ αφήνει ν’
ανασάνω σταλιά!» είπε εκείνη με παράπονο.
«Ε, τότες δε θα ξανακαπνίσω μέσα στο σπίτι» της
απάντησε τρυφερά. «Μα γιατί δε μου το ’χες πει πρωτύτερα, καψερό μου;»
Έμεινε σιωπηλή για λίγο κι ύστερα μίλησε τόσο σιγανά
που μόνο η Μάργκαρετ την άκουσε:
«Λογαριάζω πως θα γυρέψει παρηγοριά στον καπνό ή στο
πιοτό, προτού μπει στο σπίτι.»
Ο πατέρας της βγήκε έξω, προφανώς για να αποτελειώσει
το κάπνισμα.
Η Μπέσσυ έκανε με έντονο ύφος: «Ε, το λοιπόν, χαζή
δεν είμαι – έτσι δεσποινίς; Ορίστε, ξέρω ότι θα ’πρεπε να κρατήσω τον πατέρα
στο σπίτι, μην πάει να μπλέξει με δαύτους που το ρίχνουνε στο πιοτό όταν
γίνεται απεργία – και να, δε δάγκωνα τη γλώσσα μου που πήγα και είπα για τον
καπνό του; Και τώρα ξέρω ότι θα βγαίνει, κάθε φορά που θέλει να καπνίσει, και
κανένας δεν ξέρει αν θα ’χει καλά ξεμπερδέματα όλο αυτό. Κάλλιο ν’ άφηνα να με
πνίξει ο καπνός.»
«Μα, πίνει ο πατέρας σου;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Όχι, δε λέω πως μεθάει» απάντησε εκείνη στο ίδιο
ανήσυχο και ταραγμένο ύφος. «Όμως, και τι μ’ αυτό; Θα ’χεις νοιώσει και του
λόγου σου, όπως κι άλλοι άνθρωποι, να περνάνε οι ώρες ίδιες κι απαράλλαχτες και
να λαχταράς ν’ αλλάξει κάτι… Κάτι να γίνει. Ξέρω πως υπήρχαν μέρες που πήγαινα
ν’ αγοράσω ψωμί από το φούρνο της παραπάνω γειτονιάς, μόνο και μόνο γιατί
σιχαινόμουνα τη σκέψη ότι θα έβλεπα τα ίδια πράγματα και θα είχα τους ίδιους
ήχους στ’ αυτιά μου και την ίδια γεύση στο στόμα μου και την ίδια σκέψη -άμποτε
και σκεφτόμουνα σταλιά- ίδια κι απαράλλαχτα μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, για
πάντα. Λαχτάραγα να ’μουν άντρας για να μπορώ να βγαίνω και να ξεσκάω, ακόμα κι
ένας αλήτης του δρόμου, φτάνει να μπορούσα να φύγω και να πάω να βρω δουλειά σ’
ένα άλλο μέρος. Κι ο πατέρας -όπως κι όλοι οι άντρες- έχει από φυσικού του αυτό
το μπούχτισμα από το να τυραννιέσαι και να κάνεις κάθε μέρα τα ίδια και τα
ίδια, να δουλεύεις και να δουλεύεις, χωρίς να σταματάς διόλου. Και σάματις
μπορούνε να κάνουν και τίποτ’ άλλο; Δεν θα τους κατηγορήσει κανείς αν πάνε στον
καφενέ να πιούν και να τρέξει μια στάλα πιο γοργά το αίμα τους, να νοιώσουν πως
είναι ζωντανοί, να δούνε πράματα που άλλοτε δεν μπορούνε να δουν – εικόνες μέσα
απ’ το γυαλί και πανοράματα και τέτοια. Όμως ο πατέρας δεν ήτανε ποτέ του
μπεκρής, αν και μια στο τόσο μπορεί και να μεθάει. Μονάχα να…» κι εδώ η φωνή
της ράγισε κι έγινε παρακαλεστική «ξέρεις, σαν ξεκινήσουν οι απεργίες είναι
πολύ εύκολο για έναν άντρα να λυγίσει, γιατί κινάνε όλοι τους με τόσες ελπίδες
και μετά πούθε να βρούνε παρηγοριά; Θε να φουντώσει μέσα του ο θυμός, θα
παλαβώσει απ’ το θυμό -όλοι τους έτσι κάνουνε- και μετά θε ν’ αποστάσουνε από
το να θυμώνουν κι από το να ’χουνε κάνει πράματα πάνω στο θυμό τους που πιότερο
θα ’θελαν να ξεχάσουν! Να ’σαι καλά για τη συμπόνια που θωρώ στο βλέμμα σου… μα
δεν κατέχεις ακόμα το τι ’ν’ η απεργία.»
«Εντάξει, Μπέσσυ», είπε η Μάργκαρετ, «δεν θα πω ότι
υπερβάλλεις γιατί δεν γνωρίζω αρκετά γι’ αυτό το θέμα· όμως, καθώς είσαι
ασθενής, ίσως βλέπεις μόνο την μία πλευρά, ενώ υπάρχει και άλλη, πιο αισιόδοξη
στην οποία μπορείς να προσβλέψεις.»
«Εύκολο είναι να το λες, μια και λόγου σου στα μέρη
σου είδες μόνο χαρά και χλωρασιές, χωρίς να σε τυραγνάνε οι ανάγκες και οι
έγνοιες. ούτε γνώρισες ανημποριά ποτέ σου.»
«Πρόσεχε πώς κρίνεις, Μπέσσυ» είπε η Μάργκαρετ
αναψοκοκκινίζοντας και τα μάτια της σπίθισαν. «Θα επιστρέψω στο σπίτι, στην
μητέρα μου που είναι άρρωστη, τόσο άρρωστη, Μπέσσυ, που μόνο ο θάνατος μπορεί
να την λυτρώσει από το μαρτύριό της. Κι όμως, εγώ πρέπει να δείχνω χαρούμενη
στον πατέρα μου που δεν γνωρίζει τίποτα για την κατάσταση της υγείας της και
στον οποίο πρέπει αυτή η γνώση να έρθει σταδιακά. Το μοναδικό πρόσωπο -ο μόνος
που μπορεί να με συμπονέσει και να με βοηθήσει, αυτός που η παρουσία του θα
ανακούφιζε τη μητέρα μου περισσότερο από οτιδήποτε άλλο πάνω στη γη- βρίσκεται
άδικα κατηγορούμενος και κινδυνεύει με την ποινή του θανάτου, αν έρθει να δει
την ετοιμοθάνατη μητέρα του. Αυτό το λέω σε σένα – μόνο σε σένα, Μπέσσυ. Δεν
πρέπει να το πεις πουθενά. Κανείς άλλος δεν το ξέρει στο Μίλτον… καλά-καλά ούτε
και στην Αγγλία ολόκληρη. Είμαι ξέγνοιαστη εγώ; Μήπως επειδή ντύνομαι καλά και
δεν μου λείπει το φαγητό, μου λείπουν και οι έγνοιες; Ω, Μπέσσυ, ο Θεός είναι
δίκαιος και έχει ορίσει σωστά της μοίρας μας το μερτικό, και κανείς άλλος απ’
Αυτόν δεν γνωρίζει τις πίκρες της ψυχής μας.»
«Σου ζητάω να με συχωρέσεις» απάντησε ταπεινά η
Μπέσσυ. «Καμιά φορά, σα συλλογιέμαι τη ζωή μου και πόσο λίγο χάρηκα, θαρρώ πως
είμαι απ’ αυτούς που γραφτό τους είναι να πεθάνουν σαν πέσει απ’ τον ουρανό ένα
αστέρι. «Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀστέρος λέγεται ὁ Ἄψινθος. Καὶ ἐγένετο τὸ τρίτον τῶν ὑδάτων
εἰς ἄψινθον, καὶ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀπέθανον ἐκ τῶν ὑδάτων, ὅτι ἐπικράνθησαν.»
Μπορεί κανείς ν’ αντέξει πιότερο τον πόνο και τη θλίψη, αν ξέρει πως έτσι είναι
γραμμένο από παλιά: έτσι, θαρρώ πως χρειάζεται ο πόνος μου, για να βγουν
αληθινές οι προφητείες – αλλιώς όλα θα έχουν γίνει στο βρόντο.»
«Όχι, Μπέσσυ – σκέψου!» είπε η Μάργκαρετ. «Ο Θεός δεν
στέλνει σκόπιμα τις θλίψεις. Μην στέκεσαι στις προφητείες, αλλά διάβασε τα πιο
ξεκάθαρα κομμάτια της Βίβλου.»
«Θαρρώ πως θα ’τανε πιο φρόνιμο, αλλά πού αλλού θε να
’βρισκα τόσο όμορφες υποσχέσεις, ν’ ακούω να λένε για έναν κόσμο τόσο αλλιώτικο
από τούτον εδώ τον φριχτό, παρά στην Αποκάλυψη; Πολλές φορές κάθομαι και λέω
μοναχή μου τα εδάφια απ’ το έβδομο κεφάλαιο, μόνο και μόνο για να τ’ ακούω.
Είναι σαν μουσική απ’ το όργανο της εκκλησιάς και τόσο διαφορετικά από τη ζωή
που κάνω κάθε μέρα. Όχι, δεν μπορώ να παρατήσω την Αποκάλυψη. Μου δίνει
παρηγοριά όσο τίποτ’ άλλο στη Βίβλο.»
«Θέλεις να έρθω και να σου διαβάσω τα αγαπημένα μου
κεφάλαια;»
«Αμέ!» έκανε εκείνη με λαχτάρα. «Να ’ρθείς. Μπορεί να
σ’ ακούσει κι ο πατέρας. Τονε ζαλίζω λέει εγώ μ’ όλα αυτά και πως δεν έχουν να
κάνουν με τα πράγματα τα τωρινά και πως ελόγου του θα πρέπει να νοιαστεί για το
σήμερα.»
...............................................................................................................................
Ευλογημένη να σαι.....
ΑπάντησηΔιαγραφή