Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Κεφάλαιο 18ο - "Συμπάθειες και Αντιπάθειες"



Κεφάλαιο 18ο

Συμπάθειες και Αντιπάθειες

Με την επιστροφή της στο σπίτι, η Μάργκαρετ βρήκε δύο γράμματα πάνω στο τραπέζι: Το ένα ήταν ένα σημείωμα για την μητέρα της  - το άλλο, το οποίο είχε έρθει με το ταχυδρομείο, ήταν από την θεία Σώ- γεμάτο με ξενικά γραμματόσημα  -λεπτό, ασημόχρωμο και θροίζον.   Πήρε στα χέρια της το δεύτερο  και το περιεργαζόταν όταν μπήκε μέσα ξαφνικά ο πατέρας της-
«Η μητέρα σου λοιπόν, κουράστηκε και πλάγιασε νωρίς! Φοβούμαι ότι μια μέρα με τέτοιο θυελλώδη καιρό δεν ήταν η πλέον  κατάλληλη για να την δει ο γιατρός. Τι είπε ; Η Ντίξον μου είπε ότι  μίλησε μαζί σου.»
Η Μάργκαρετ  δίστασε. Το βλέμμα του πατέρα της έγινε πιο σοβαρό και ανήσυχο.
«Δεν θεωρεί πως είναι σοβαρά άρρωστη, έτσι ;»
«Όχι, προς το παρόν. Είπε πως χρειάζεται φροντίδα. Ήταν πολύ ευγενικός και είπε πως θα την επισκεφθεί ξανά να δει τι αποτέλεσμα είχαν τα φάρμακά του.»
«Μόνο φροντίδα; – δεν συνέστησε αλλαγή περιβάλλοντος; Δεν είπε ότι αυτή η γεμάτη καπνούς πόλη τής  κάνει κακό, έτσι Μάργκαρετ;»
«Όχι! Δεν είπε τίποτα.» απάντησε εκείνη σοβαρά. «Θαρρώ πως ήταν προβληματισμένος.»
«Οι γιατροί το συνηθίζουν να είναι προβληματισμένοι. Είναι ίδιον  του επαγγέλματος.»
Η Μάργκαρετ, κατάλαβε από την ταραγμένη συμπεριφορά του πατέρα  της ότι οι πρώτες νύξεις ενός πιθανού κινδύνου είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους στο μυαλό του, παρά τον ανάλαφρο τόνο με τον οποίο σχολίαζε ό,τι  του έλεγε.  Δεν μπορούσε να το λησμονήσει, δεν μπορούσε να αλλάξει θέμα συζήτησης  παρά επανερχόταν σ’αυτό  καθ’όλη τη διάρκεια της βραδυάς, με μια τέτοια απροθυμία να δεχτεί ακόμα και την παραμικρότερη  δυσάρεστη σκέψη, ώστε η Μάργκαρετ αισθάνθηκε απερίγραπτη θλίψη.
«Αυτό το γράμμα είναι από τη θεία Σώ, πατέρα. Πήγε στη Νάπολη, αλλά είχε υπερβολική ζέστη – έτσι βρήκε σπίτι στο Σορρέντο. Μα δεν νομίζω πως της αρέσει η Ιταλία.»
«Ο γιατρός δεν ανέφερε τίποτα για  τη διατροφή, έτσι ;»
«Είπε πως θα πρέπει να είναι  θρεπτική και εύπεπτη. Πιστεύω πως η μαμά έχει αρκετά καλή όρεξη.»
«Ναι! Και γι αυτό το λόγο είναι περίεργο που σκέφτηκε να θίξει το θέμα της διατροφής.»
«Εγώ τον ρώτησα, πατέρα.»
Παύση ξανά. Έπειτα η Μάργκαρετ συνέχισε :  «Η θεία Σω λέει πως μου έστειλε κάποια στολίδια από κοράλλι, πατέρα, αλλά» πρόσθεσε χαμογελώντας λιγάκι, « φοβάται πως οι Αντιδραστικοί  Κάτοικοι του  Μίλτον δεν θα τα εκτιμήσουν . Έχει πάρει τη θεωρία των Αντιδραστικών από τις αντιλήψεις  των Κουακέρων, δεν είναι έτσι ;»
« Αν αντιληφθείς  ή αν ακούσεις πως η μητέρα σου χρειάζεται κάτι, να μου το πεις το δίχως άλλο. Πολύ φοβούμαι πως δεν μου λέει πάντα αυτό που επιθυμεί. Σε παρακαλώ, δες γι αυτό το κορίτσι που ανάφερε η κα Θόρντον. Αν είχαμε μια καλή, δραστήρια υπηρέτρια, τότε η Ντίξον θα μπορούσε να είναι δίπλα στη μητέρα σου συνεχώς και  τότε σύντομα θα την είχαμε  πάλι γερή και δυνατή κοντά μας, αν το μόνο που χρειάζεται είναι η φροντίδα. Κουράστηκε πολύ τώρα τελευταία με όλη αυτή τη ζέστη και τη δυσκολία στο να βρούμε μια υπηρέτρια. Λίγη ξεκούραση θα τη βοηθήσει, ε, Μάργκαρετ;»
«Το ελπίζω» είπε η Μάργκαρετ, αλλά τόσο θλιμμένα που ο πατέρας  της το αντιλήφθηκε. Την τσίμπησε στο μάγουλο.
«Έλα τώρα – φαίνεσαι τόσο χλωμή που θα πρέπει να ξαναδώσω λίγο χρώμα στα μάγουλά σου. Πρόσεχε τον εαυτό σου παιδί μου, αλλιώς η επόμενη που θα χρειαστεί το γιατρό θα είσαι εσύ.»
Όμως δεν είχε νου για τίποτα εκείνο το βράδυ. Συνέχισε να  βηματίζει πάνω κάτω, ξανά και ξανά, περιμένοντας  να δει αν η γυναίκα του είχε κοιμηθεί.  Η Μάργκαρετ αισθανόταν την καρδιά της να πονά, βλέποντας την ανησυχία του, την προσπάθεια να αντιπαλέψει και να καταπνίξει  το φριχτό φόβο που παραμόνευε  στα πιο σκοτεινά μέρη της ψυχής του.
Επιτέλους, επέστρεψε κάπως ανακουφισμένος.
«Είναι ξύπνια τώρα, Μάργκαρετ. Χαμογέλασε όταν με είδε να στέκομαι πλάι της. Με εκείνο το παλιό της χαμόγελο. Και είπε πως αισθάνεται αναζωογονημένη και έτοιμη να πάρει το τσάι της. Που είναι το σημείωμα  που ήρθε για εκείνη;  Θέλει να το δει. Θα της το διαβάσω ενώ εσύ θα φτιάχνεις το τσάι.»
Το σημείωμα αποδείχτηκε πως ήταν μια επίσημη πρόσκληση σε δείπνο  από την κυρία Θόρντον για τον κύριο , την κυρία και τη δεσποινίδα Χέηλ για την Εικοστή Πρώτη τρέχοντος μηνός. Προς μεγάλη της έκπληξη, παρά όλες τις δυσάρεστες προοπτικές που είχε φέρει εκείνη η ημέρα, η Μάργκαρετ διαπίστωσε ότι θα γινόταν  αποδεχτή η πρόσκληση. Και  πραγματικά.  Η ιδέα του να πάνε στο δείπνο ο σύζυγος και η κόρη της είχε ξεσηκώσει την φαντασία της κυρίας Χέηλ προτού ακόμα η Μάργκαρετ μάθει τι περιείχε το σημείωμα. Ήταν ένα γεγονός που θα έφερνε ποικιλία στη μονότονη ζωή της ασθενούς, έτσι γαντζώθηκε στην ιδέα με ακόμα μεγαλύτερη επιμονή όταν η Μάργκαρετ έφερε αντιρρήσεις.
«Όχι, Μάργκαρετ. Αν το θέλει, είμαι σίγουρος ότι και οι δύο πρέπει να πάμε με προθυμία. Δεν θα το επιθυμούσε αν δεν αισθανόταν  καλύτερα, ίσως  ακόμα καλύτερα απ’ ότι πιστεύουμε εμείς ότι είναι, σωστά Μάργκαρετ;»  είπε ο κύριος Χέηλ ανήσυχος, καθώς  ετοιμαζόταν να γράψει ένα σημείωμα αποδοχής.
«Σωστά, Μάργκαρετ;» ρώτησε  με μια νευρική κίνηση των χεριών. Φαινόταν σκληρό να του αρνηθεί την παρηγοριά που επιθυμούσε τόσο πολύ. Επιπλέον,  αρνιόταν με τόσο πάθος να δεχτεί ότι φοβόταν, ώστε η Μάργκαρετ σχεδόν άρχισε να ελπίζει.
«Πραγματικά πιστεύω ότι βελτιώθηκε από  την περασμένη νύχτα.» είπε εκείνη. «Τα μάτια της είναι πιο λαμπερά και το πρόσωπό της δείχνει πιο ήρεμο.»
«Ο Θεός να σ’ έχει καλά.» είπε ο πατέρας της με θέρμη. « Είναι αλήθεια όμως;  Χθες είχε τόσο  υγρασία που όλοι νοιώθαμε άρρωστοι. Ήταν πολύ ατυχής ημέρα για να κάνει την επίσκεψή του ο γιατρός Ντόναλντσον.»
Και λέγοντας αυτά, έφυγε για τις καθημερινές του υποχρεώσεις, στις οποίες είχε προστεθεί η προετοιμασία κάποιων διαλέξεων που είχε υποσχεθεί να κάνει σε ανθρώπους της εργατικής τάξης σε μια Σχολή εκεί κοντά. Είχε επιλέξει ως θέμα την Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική, περισσότερο γιατί ήταν σε συμφωνία με τις δικές του προτιμήσεις  και γνώσεις παρά γιατί είχε σχέση με το είδος της Σχολής ή το τι επιθυμούσαν να μάθουν εκείνοι στους οποίους απευθυνόταν η διάλεξη.  Και για την  ίδια τη Σχολή, βυθισμένη καθώς ήταν στα χρέη, μικρή σημασία είχε το θέμα της διάλεξης, από τη στιγμή που είχε εξασφαλίσει δωρεάν έναν μορφωμένο και καταρτισμένο άνθρωπο όπως τον κύριο Χέηλ.
«Λοιπόν μητέρα» ρώτησε ο κος Θόρντον  εκείνο το βράδυ «ποιοι αποδέχτηκαν την πρόσκλησή σου για τις είκοσι μία του μήνα;»
«Φάννυ, πού  είναι τα σημειώματα;  Οι Σλίξονς αποδέχτηκαν, οι Κόλινγκμπρουκς αποδέχτηκαν, το ίδιο και οι Στήβενς, οι Μπράουν αρνήθηκαν. Οι Χέηλ – ο πατέρας και η κόρη θα έρθουν, η μητέρα είναι πολύ αδιάθετη – οι Μακφέρσονς θα έρθουν όπως και ο κύριος Χόρσφωλ και ο κύριος Γιάνγκ. Σκεφτόμουν να καλέσω τους Πόρτερς μια και δεν θα μπορέσουν να έρθουν οι Μπράουν.»
«Πολύ ωραία. Ξέρεις, φοβάμαι ότι  όντως  η κυρία Χέηλ δεν είναι καθόλου καλά, απ΄ότι λέει ο γιατρός Ντόναλντσον.»
«Είναι περίεργο εκ μέρους τους να αποδεχτούν μια πρόσκληση για δείπνο αν  εκείνη είναι βαριά άρρωστη.» είπε η Φάννυ.
«Δεν είπα   βαριά άρρωστη»  είπε ο αδελφός της  με ύφος μάλλον απότομο. «Είπα μονάχα ότι δεν είναι καθόλου καλά. Ίσως και οι  ίδιοι να μην το γνωρίζουν ακόμα.» Κι έπειτα, θυμήθηκε αίφνης  ότι εξ’ όσων του είχε πει ο γιατρός  Ντόναλντσον, η Μάργκαρετ, όπως και να είχε, θα πρέπει να γνώριζε την κατάσταση σε όλη της την έκταση.»
«Πολύ πιθανόν να έχουν αντιληφθεί σε μεγάλο βαθμό  αυτό που είπες χθες Τζων – πόσο σημαντικό πλεονέκτημα θα είναι γι αυτούς – για τον κύριο Χέηλ, εννοώ,  να γνωρίσει  ανθρώπους όπως οι Στήβενς και οι Κόλλινγκμπρουκς.»
«Είμαι βέβαιος πως δεν είναι αυτό το κίνητρό τους. Όχι! Νομίζω πως ξέρω τι συμβαίνει.»
«Τζών!» είπε η Φάννυ γελώντας,  όπως συνήθιζε, μ’ εκείνο το νευρικό, αδύναμο γελάκι. «Κάνεις πως ξέρεις τα πάντα γι αυτούς τους Χέηλ κι όμως ποτέ δεν μας λες κι εμάς για να μάθουμε. Είναι πράγματι τόσο διαφορετικοί από τους άλλους  ανθρώπους ;»
Δεν είχε πρόθεση να τον εξοργίσει αλλά ακόμα κι αν το ήθελε δεν θα μπορούσε να τα έχει καταφέρει καλύτερα.  Αποσύρθηκε χολωμένος στη σιωπή του  χωρίς να καταδεχτεί να της απαντήσει.
«Δεν μου φαίνονται άνθρωποι πέραν του συνηθισμένου.» είπε η κυρία Θόρντον. « Εκείνος φαίνεται αρκετά αξιόλογος άνθρωπος. Είναι όμως μάλλον πολύ απλοϊκός για  έμπορος – έτσι ίσως είναι καλύτερα που ασχολήθηκε με την ιεροσύνη πρώτα και τώρα με τη διδασκαλία. Εκείνη, είναι κάπως πιο αριστοκράτισσα – με τη φιλάσθενη κράση της. Κι όσο για το κορίτσι, είναι η μόνη που μου προκαλεί απορία όταν την φέρνω στη σκέψη μου – κάτι που δεν κάνω συχνά. Φαίνεται να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της  - και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Μπορώ  να εικάσω  ότι μερικές φορές θεωρεί ότι στέκεται  υπερβολικά παραπάνω  από τον περίγυρό της. Κι όμως δεν είναι πλούσιοι και εξ’ όσων ακούω δεν υπήρξαν ποτέ.»
«Και δεν είναι καταρτισμένη, μαμά. Δεν ξέρει να παίζει μουσική.»
« Συνέχισε, Φάννυ. Τι άλλο θα πρέπει να έχει για να ανταποκριθεί στα δικά σου μέτρα;»
«Όχι, Τζών»  είπε η μητέρα του « αυτό που είπε η Φάννυ δεν το είπε για κακό. Εγώ η ίδια άκουσα την δεσποινίδα Χέηλ να λέει  πως δεν ξέρει να παίζει μουσική. Αν μας άφηνες λίγο στην ησυχία μας, ίσως να μπορούσαμε να την συμπαθήσουμε και να δούμε τα προτερήματά της.»
«Εγώ πάντως δεν θα το κατάφερνα ποτέ!» μουρμούρισε η Φάννυ καλυμμένη πίσω από τη μητέρα της. Ο κύριος Θόρντον το άκουσε αλλά δεν  έλαβε τον κόπο  να απαντήσει. Βημάτιζε πάνω-κάτω στην τραπεζαρία, παρακαλώντας να φωνάξει  η μητέρα του  για να φέρουν κεριά  ώστε να μπορέσει να εργαστεί διαβάζοντας ή γράφοντας και έτσι να μπει ένα τέλος στη συζήτηση. Όμως δεν σκέφτηκε καθόλου να παρέμβει  σε κανέναν από τους  μικρούς οικιακούς  κανόνες που εφάρμοζε η κυρία Θόρντον,  συνηθισμένη καθώς ήταν να εφαρμόζει  την παλιά της σφιχτή  οικονομική διαχείριση.
«Μητέρα» είπε, σταματώντας και ξεστομίζοντας με θάρρος την αλήθεια « θα ήθελα να συμπαθούσες την δεσποινίδα Χέηλ.»
«Μα γιατί;» ρώτησε ξαφνιασμένη από τον  ειλικρινή αλλά και τρυφερό τόνο στη φωνή του. «Δεν φαντάζομαι να σκέφτεσαι να την παντρευτείς ;  Μια κοπέλα απένταρη;»
«Δεν θα με ήθελε ποτέ εκείνη.»  είπε  με ένα κοφτό γέλιο.
«Όχι, δεν θα σε ήθελε.» απάντησε η μητέρα του. «Μου γέλασε κατάμουτρα όταν την επαίνεσα επειδή   είπε κάτι που ο κύριος Μπελ ανέφερε  προς τιμήν σου. Μου άρεσε που η κοπέλα το έκανε  με τέτοια ειλικρίνεια, γιατί σιγουρεύτηκα ότι δεν είχε σχέδια στο μυαλό της για σένα και την αμέσως επόμενη στιγμή  με εξόργισε γιατί  φάνηκε να νομίζει πως – τέλος πάντων! Έχεις δίκιο ωστόσο να λες πως έχει πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της για να  σκεφτεί εσένα. Αυθάδικο παλιοκόριτσο!  Ήθελα να ’ξερα που θα βρεί καλύτερον !»
Αν τα λόγια αυτά πλήγωσαν το γυιό της, το μισοσκόταδο τον βοήθησε να μην προδώσει τα συναισθήματά του. Μετά από ένα λεπτό, πλησίασε  μάλλον πρόσχαρα την μητέρα του και βάζοντας το χέρι του ανάλαφρα στον ώμο της, είπε:
«Λοιπόν, μια και είμαι τόσο πεπεισμένος όσο κι εσύ, ότι αυτά  που είπες είναι αλήθεια , και μια και δεν σκέφτομαι ούτε προσδοκώ να της ζητήσω ποτέ να γίνει γυναίκα μου, πίστεψε με, στο μέλλον δεν με ενδιαφέρει να ξαναμιλήσω γι αυτήν.  Προβλέπω όμως ότι θα έχει προβλήματα  αυτή η κοπέλα – ίσως χρειαστεί  μητρική φροντίδα – και το μόνο που θέλω είναι να είσαι έτοιμη να γίνεις φίλη της αν το χρειαστεί. Και τώρα, Φάνυ, πιστεύω πως έχεις την ευαισθησία να κατανοήσεις πως είναι μεγάλο πλήγμα τόσο την δεσποινίδα Χέηλ όσο και για μένα – ίσως περισσότερο για εκείνη- να υποθέτεις ότι  έχω άλλον λόγο πέραν αυτού που αναφέρω  τώρα, για τον οποίο παρακαλώ θερμά εσένα και τη μητέρα να της δείξετε κάθε δυνατή φροντίδα.»
« Δεν μπορώ να της συγχωρέσω την υπερηφάνειά της,» είπε η μητέρα του « Θα γίνω φίλη της, αν παρουσιαστεί ανάγκη, επειδή μου το ζητάς, Τζών. Θα γινόμουνα φίλη ακόμα και με την Ιεζάβελ*  αν μου το ζητούσες. Όμως αυτό το κορίτσι που μας κυττά όλους αφ’υψηλού – που κυττά εσένα …»
«Όχι, μητέρα . Δεν  έχω θέσει ούτε σκοπεύω να θέσω τον εαυτό μου στο επίκεντρο της περιφρόνησής της.»
«Να σε περιφρονήσει, αλήθεια!» ( Ένα από τα εκφραστικά ξεφυσήματα της κυρίας Θόρντον)  « Μην συνεχίζεις να μιλάς για την δεσποινίδα Χέηλ, Τζων, αν θα πρέπει να είμαι ευγενική μαζί της. Όταν είμαι μαζί της, δεν ξέρω αν την αντιπαθώ περισσότερο, ή αν την συμπαθώ. Όμως όταν την φέρνω στη σκέψη μου, και όταν σε ακούω να μιλάς γι αυτήν, τη μισώ. Βλέπω το ίδιο καθαρά σαν να μου το έχεις πει ο ίδιος,  ότι σου έχει πάρει τα μυαλά .»
« Κι αν το έχει κάνει» είπε εκείνος - ύστερα σιώπησε για ένα λεπτό και ξανασυνέχισε: « Δεν είμαι κανένα μαθητούδι για να με δειλιάζει η αλαζονική ματιά μιας γυναίκας ή να με νοιάζει που παρεξηγεί εμένα και τη θέση μου. Είναι για γέλάει κανείς !»
« Και βέβαια! Το ίδιο  να γελάς και με αυτήν  έτσι που μεγαλοπιάνεται  και  με τα αριστοκρατικά της καμώματα!»
«Απορώ, μονάχα, γιατί τότε μιλάς τόσο πολύ γι αυτήν» είπε η Φάννυ. « Εγώ πάντως έχω σίγουρα βαρεθεί αυτό το θέμα.»
«Ωραία!» είπε ο αδελφός της με κάποια δόση πίκρας στη φωνή. « Ας βρούμε ένα άλλο θέμα, πιο τερπνό. Τι θα λέγατε για την απεργία, μια και ψάχνουμε κάτι ευχάριστο να πούμε;»
.........................................
« Μα οι Αμερικανοί,» είπε εκείνος «έχουν εισβάλλει με τα νήματά τους  στην αγορά σε τέτοιο βαθμό που εμείς δεν έχουμε άλλη λύση από το να παράγουμε  με χαμηλότερο κόστος. Αν δεν το πετύχουμε, τότε ίσως αναγκαστούμε να κλείσουμε τα πάντα και να καταλήξουμε στο δρόμο - αφεντικά κι εργάτες. Κι όμως αυτοί οι βλάκες γυρνούν πίσω στους μισθούς που έπαιρναν τρία χρόνια πριν – ούτε καν, κάποιοι από τους μπροστάρηδές τους  κάνουν λόγο ακόμα για τους μισθούς στου  Ντίκινσον – παρόλο που ξέρουν  κι αυτοί όπως κι εμείς ότι με το να αφαιρεί τα πρόστιμα από τους μισθούς τους, κάτι που κανένας έντιμος άνθρωπος δεν θα έκανε, και με άλλες μεθόδους που δεν καταδέχομαι να χρησιμοποιήσω, ο τελικός μισθός που δίνει ο Ντίκινσον φτάνει να είναι πολύ λιγότερος από αυτόν που δίνουμε εμείς. Στο λόγο μου, μητέρα, μακάρι να ίσχυε το προηγούμενο νομικό σύστημα.  Είναι άδικο να συνειδητοποιείς ότι αυτοί οι ανόητοι – βουτηγμένοι στην αμάθεια και στην ιδιοτροπία καθώς είναι-  απλά και μόνο επειδή κάθησαν και το συμφώνησαν με  τα χοντροκέφαλά τους,  μπορούν διαφεντέψουν τις περιουσίες  ανθρώπων οι οποίοι διαθέτουν  όλη τη φρόνηση  που  η γνώση και η εμπειρία, ακόμα και η επίπονη σκέψη και έγνοια, μπορούν να δώσουν. Λίγο ακόμα και θα θελήσουν – δεν αργεί πολύ αυτή η στιγμή-  να πάμε να σταθούμε ικετευτικά μπροστά τους και να προσπέσουμε ταπεινά στο γραμματέα του συνδικάτου των υφαντών  μήπως και ευαρεστηθούν  να μας προσφέρουν  τον κόπο τους σε όποια τιμή κρίνουν αυτοί συμφέρουσα. Σίγουρα αυτό επιθυμούν – αυτοί  που δεν έχουν την λογική να αντιληφθούν ότι αν δεν μπορέσουμε να πετύχουμε ένα δίκαιο μερίδιο στα κέρδη ώστε να αντισταθμίσουμε τις απώλειές μας εδώ στην Αγγλία, τότε μπορούμε να μεταφέρουμε τις επιχειρήσεις μας σε μια άλλη χώρα  ˙ και πως με τον εσωτερικό και τον ξένο ανταγωνισμό  κανένας μας δεν θα μπορέσει  να βγάλει παραπάνω από το λελογισμένο κέρδος και πάλι θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες αν το πετύχουμε κι αυτό σε βάθος χρόνου.»
«Δεν μπορείς να φέρεις εργάτες από την Ιρλανδία; Στη θέση σου δε θα κρατούσα αυτούς τους ανθρώπους ούτε μια μέρα. Να μάθουν ότι εσύ είσαι το αφεντικό και μπορείς να προσλάβεις όποιους εργάτες σου αρέσει.»

« Και βέβαια μπορώ! Και να είσαι σίγουρη πως θα το κάνω αν το συνεχίσουν επί μακρόν.  Θα έχει κόπο και έξοδα κι ίσως αποδειχθεί και επικίνδυνο, αλλά προτιμώ να πράξω έτσι από το να υποκύψω.»
................................................................................................................................

1 σχόλιο:

  1. Όσο πάει και γίνεται καλύτερο. Είναι ένα λογοτεχνικό αριστούργημα. Τραγικό που καμία εκδοτική εταιρία δεν αναλαμβάνει την έκδοσή του. Καλά που υπάρχεις κι εσύ. Κάνεις πραγματικά εξαιρετική δουλειά και καλό θα ήταν όταν το ολοκληρώσεις να προσπαθήσεις να το πουλήσεις σε κάποιον εκδοτικό οίκο. ;-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή