Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

Κεφάλαιο 49ο: "Μια ανάσα ηρεμίας"



Κεφάλαιο 49ο

ΜΙΑ ΑΝΑΣΑ ΗΡΕΜΙΑΣ

«Μα, η Μάργκαρετ δεν είναι η κληρονόμος;» ψιθύρισε η Ήντιθ  στον άνδρα της μόλις έμειναν μόνοι το βράδυ στο δωμάτιό τους, αφού επέστρεψαν από το θλιβερό ταξίδι στην Οξφόρδη. Στάθηκε  στις μύτες των ποδιών της και τραβώντας το κεφάλι του  άνδρα της προς τα κάτω, τον παρακάλεσε να μην σοκαριστεί με την ερώτηση που θα του απηύθυνε. Όμως ο λοχαγός Λέννοξ βρισκόταν σε απόλυτη άγνοια. Ακόμα κι αν είχε ακούσει κάτι, το είχε ξεχάσει. Εξάλλου δεν μπορεί να είχε μεγάλη περιουσία ο καθηγητής ενός μικρού κολεγίου και ποτέ δεν θέλησε να πληρώνει εκείνη την διαμονή της. Διακόσιες πενήντα λίρες το χρόνο ήταν γελοίο ποσό, αν λάβει κανείς υπ’όψιν ότι η κοπέλα δεν έπινε κρασί. Η Ήντιθ απογοητευμένη, ξαναπάτησε στα πόδια της, νοιώθοντας το όνειρό της να ξεφουσκώνει.
Μια εβδομάδα αργότερα, κατέφτασε με βήμα χορευτικό και πλησίασε τον σύζυγό της κάνοντάς του μια μεγάλη υπόκλιση.
«Εγώ είχα δίκιο και εσείς  άδικο, ευγενέστατε λοχαγέ. Η Μάργκαρετ μόλις έλαβε επιστολή από κάποιον δικηγόρο και το κληροδότημα είναι περίπου δύο χιλιάδες λίρες. Το υπόλοιπο είναι περίπου σαράντα χιλιάδες, όσο και η αξία της περιουσίας στο Μίλτον.»
«Αλήθεια; Και πώς πήρε τα νέα γι αυτήν την καλοτυχία;»
«Ω, φαίνεται πως το ήξερε ήδη ότι θα κληρονομούσε. Μόνο που δεν είχε ιδέα ότι ήταν τόσα πολλά. Είναι κατάχλωμη και λέει πως τη φοβίζει όλο αυτό. Αλλά γνωρίζεις πως αυτά είναι ανοησίες και σύντομα θα της περάσει. Άφησα την μαμά να την λούζει με συγχαρητήρια και έτρεξα να στο πω.»
Υποτίθεται πως κατά γενική   παραδοχή, το πλέον φυσικό ήταν να αναλάβει στο εξής,ο κύριος Λέννοξ ως νομικός σύμβουλος της Μάργκαρετ. Εκείνη  είχε τόσο παντελή  άγνοια όσον αφορούσε τις επιχειρήσεις γενικά, ώστε απευθυνόταν σε αυτόν σχεδόν για τα πάντα. Της επέλεξε δικηγόρο και της έφερε να υπογράψει κάποια χαρτιά. Τίποτα δεν του έδινε μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το να της εξηγεί τα νομικά μυστήρια που έκρυβαν όλες εκείνες οι υπογραφές και τα έντυπα.
..........................................................................................................................................................

Δεν ευδοκίμησε η Ισπανία για την Μάργκαρετ εκείνο το φθινόπωρο, αν και μέχρι την τελευταία στιγμή είχε την ελπίδα πως κάποια ευτυχής συγκυρία θα έφερνε τον Φρέντερικ στο Παρίσι, όπου θα μπορούσε εύκολα να πάει να τον συναντήσει με κάποια συνοδεία. Αντί για το Κάντιθ, θα έπρεπε να αρκεστεί στο Κρόμερ. Σε αυτό το μέρος είχαν κλείσει  η θεία Σω και οι Λέννοξ. Επιθυμούσαν από καιρό να τους συνοδεύσει, και κατά τη συνήθειά τους, λίγο έλαβαν υπ’όψιν τους τις δικές της επιθυμίες. Ίσως το Κρόμερ ήταν κατά μία έννοια ό,τι το καλύτερο για την ίδια. Χρειαζόταν να ανακτήσει τις δυνάμεις της σωματικά, να στυλωθεί ψυχικά και να ξεκουραστεί.

Μεταξύ άλλων είχε χάσει και την ελπίδα ότι ο κύριος Μπέλλ θα έδινε στον κύριο Θόρντον πώς είχαν τα γεγονότα εκείνα τα σχετικά με την οικογενειακή περίσταση, τα οποία οδήγησαν στο ατυχές συμβάν που είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο του Λέοναρντς. Οποιαδήποτε γνώμη και αν είχε, όσο κι αν είχε αλλάξει από την προηγούμενή του άποψη για εκείνην, θα ήθελε να είναι εδραιωμένη στην κατανόηση του  τι είχε κάνει και για ποιο λόγο. Αυτό θα της έδινε ευχαρίστηση, διαφορετικά, σο η σκέψη της θα γυρνούσε σε αυτό το γεγονός, δεν θα μπορούσε σε όλη της τη ζωή να ησυχάσει.
Είχε περάσει τόσος πολύς καιρός από τότε που συνέβησαν αυτά, που δεν υπήρχε άλλος τρόπος να δοθεί εξήγηση, εκτός από αυτόν που μόλις είχε χάσει, με τον θάνατο του κυρίου Μπέλλ. Θα έπρεπε να υποταχθεί όπως και άλλοι άνθρωποι στο γεγονός ότι είχε υπάρξει παρανόηση όσον αφορά τις πράξεις της, όμως όσο κι αν προσπαθούσε να το εκλογικεύσει σκεπτόμενη πως κάτι τέτοιο δεν ήταν ασυνήθιστο, η καρδιά της εξακολουθούσε να πονά λαχταρώντας  ότι κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, εκείνος, πριν πεθάνει, να μάθει πόσο μεγάλο ήταν για την ίδια το διακύβευμα.
Αν εκείνος το ήξερε ήδη, τότε κι εκείνη δεν θα ήθελε να του δοθούν εξηγήσεις. Κι αυτή όμως η ευχή, ήταν μάταιη όπως και τόσες άλλες έτσι, όταν κατάφερε να το αποδεχθεί και η ίδια,  έστρεψε όλο της το νου και την καρδιά στην ζωή που απλωνόταν μπροστά της και αποφάσισε να πασχίσει να κάνει ό,τι το καλύτερο δυνατόν.
Συνήθιζε να κάθεται για πολλές ώρες στην παραλία, κυττάζοντας την αέναη κίνηση των κυμάτων που έσκαγαν στην βοτσαλωτή ακρογιαλιά – ή  προσήλωςνε το βλέμμα της σε ένα μακρινό σημείο ψηλά στον ουρανό και  άκουγε, χωρίς να το συνειδητοποιεί, την αιώνια υμνωδία που ανέβαινε στο διηνεκές. Αυτό την παρηγορούσε, χωρίς να ξέρει γιατί. Καθόταν στο έδαφος με τα χέρια γύρω από τα γόνατά της, και χαλάρωνε, ενώ η θεία Σω αγόραζε διάφορα μικροπράγματα και η Ήντιθ με τον λοχαγό Λέννοξ πήγαιναν εξερευνούσαν με τα άλογα την παραλία και την ενδοχώρα.
Οι γκουβερνάντες, καθώς πηγαινοέρχονταν απασχολημένες, περνούσαν και ξαναπερνούσαν μπροστά της  και αναρωτιούνταν τι κύτταζε προσηλωμένη έτσι κάθε μέρα. Και όταν όλη η οικογένεια μαζευόταν για το δείπνο, η Μάργκαρετ ήταν τόσο σιωπηλή και απορροφημένη , που η Ήντιθ πίστεψε πως είχε πέσει σε μελαγχολία και χαιρέτησε με ενθουσιασμό την πρόταση του συζύγου της να προσκληθεί ο κύριος Χένρυ Λέννοξ στο Κρόμερ, για μια εβδομάδα, κατά την επιστροφή του από την Αγγλία τον Οκτώβριο.
Όμως, με όλο  αυτό το χρόνο που αφιέρωσε στο να σκέφτεται, η Μάργκαρετ μπόρεσε να τοποθετήσει στις σωστές τους διαστάσεις σχετικά και με την αιτία τους αλλά και την σπουδαιότητά τους, τα γεγονότα του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντός της.
Δεν πήγαν χαμένες όλες αυτές οι ώρες δίπλα στην ακρογιαλιά, όπως θα μπορούσε να καταλάβει κάποιος που θα είχε την  αντίληψη να μπορέσει να διαβάσει ή που θα νοιαζόταν να κατανοήσει την όψη  που σταδιακά έπαιρνε το πρόσωπό της. Στον κύριο Χένρυ Λέννοξ έκανε εξαιρετική εντύπωση η αλλαγή της.
« Θεωρώ, πως η θάλασσα έκανε πολύ καλό στην δεσποινίδα Χέηλ,» είπε μόλις εκείνη βγήκε από το δωμάτιο, την πρώτη μέρα της επίσκεψής του στην οικογένεια. «Μοιάζει δέκα χρόνια νεώτερη από όταν ήταν στην Χάρλεϋ Στρητ.»
« Είναι εξαιτίας του μπονέ που της αγόρασα!» είπε η Ήντιθ θριαμβευτικά. «Με το που το είδα, αμέσως κατάλαβα πόσο θα της ταίριαζε.»
«Να με συγχωρείτε,» είπε ο κύριος Λέννοξ με το μισοσυγκαταβατικό, μισοπεριφρονητικό ύφος που είχε συνήθως όταν μιλούσε στην Ήντιθ. «Μα νομίζω πως μπορώ να διακρίνω τη διαφορά ανάμεσα στις χάρες ενός ενδύματος και στις χάρες μιας γυναίκας. Κανένα μπονέ δεν θα μπορούσε να δώσει  τέτοια λάμψη  και συνάμα τέτοια τρυφερότητα στα μάτια της δεσποινίδος Χέηλ, ούτε να κάνει τα χείλη της τόσο κόκκινα και μεστά και γενικά όλη της την όψη τόσο φωτεινή και γεμάτη γαλήνη.  Μοιάζει – και είναι ακόμα πιο όμορφη- σαν ..» και η φωνή του χαμήλωσε «..σαν την Μάργκαρετ Χέηλ του Χέλστοουν.»
Από εκείνη τη στιγμή ο έξυπνος και φιλόδοξος άνδρας έκανε το παν για να κερδίσει την Μάργκαρετ. Αγαπούσε την τρυφερή της ομορφιά. Έβλεπε την κρυφή ευστροφία του νου της, την οποία εύκολα μπορούσε (έτσι νόμιζε) να στρέψει σε θέματα τα οποία ο ίδιος υποστήριζε ολοψύχως. Την περιουσία της την θεωρούσε απλά ένα μέρος του ολοκληρωμένου και υπέροχου χαρακτήρα της και της κοινωνικής της θέσης, και ταυτόχρονα κατανοούσε πλήρως πόσο θα ανέβαζε κοινωνικά  και τον ίδιο, έναν φτωχό δικηγόρο.
..........................................................................................................................................................
Μόλις επέστρεψαν στην πόλη, η Μάργκαρετ υλοποίησε μια από τις αποφάσεις που είχε λάβει στην ακρογιαλιά και πήρε τη ζωή της στα χέρια της. Πριν πάνε στο Κρόνερ, ήταν τόσο υπάκουη στους κανόνες της θείας της, σαν να ήταν ακόμη το μικρό φοβισμένο ξενάκι που έκλαιγε μέχρι να την πάρει ο ύπνος εκείνη την πρώτη νύχτα στο παιδικό δωμάτιο της Χάρλευ Στρήτ. Όμως, είχε μάθει εκείνες τις ώρες των σοβαρών αποφάσεων, έπρεπε η ίδια μια μέρα να δώσει λόγο για την ζωή της και για το πώς την είχε διαχειριστεί. Προσπάθησε να λύσει το πιο δύσκολο για μια γυναίκα πρόβλημα: κατά πόσον θα έπρεπε να υπακούει σε πρόσωπα κύρους και κατά πόσο θα έπρεπε να είναι ελεύθερη στο να κάνει αυτό που θέλει.
Η κυρία Σω ήταν όσο καλόβολη γινόταν και η Ήντιθ είχε κληρονομήσει αυτήν την χαριτωμένη  οικογενειακή αρετή. Η ίδια η Μάργκαρετ είχε πιθανόν τον χειρότερο χαρακτήρα από τις τρεις τους, επειδή  η γρήγορη αντίληψή της  και η υπερ-δραστήρια φαντασία της την έκαναν να βγάζει βιαστικά συμπεράσματα και το γεγονός ότι από μικρή είχε στερηθεί την συμπόνοια, την είχε κάνει περήφανη. Όμως, είχε μια απερίγραπτη γλυκύτητα, σαν μικρού παιδιού στην καρδιά της, που την έκανε – ακόμα και στις σπάνιες στιγμές  της ισχυρογνωμοσύνης της- ανέκαθεν, ακαταμάχητη. Και τώρα, εξωραϊσμένη ακόμα περισσότερο από αυτό που ο κόσμος αποκαλούσε καλοτυχία, κατάφερνε να θέλξει την απρόθυμη θεία της ώστε να συναινέσει στην θέλησή της. Έτσι, η Μάργκαρετ κέρδισε το να της αναγνωρίσουν το δικαίωμά της να  πράττει όπως αυτή νόμιζε ότι ήταν καθήκον της να πράξει.
«Μόνο να μην είσαι πεισματάρα,» την παρακάλεσε η Ήντιθ. «Η μαμά θέλει να έχεις τον δικό σου υπηρέτη, και είμαι σίγουρη ότι θα το δεις ευνοϊκά, γιατί είναι μεγάλος μπελάς. Όμως, καν’ το για μένα, καλή μου, μην είσαι πεισματάρα. Μόνο αυτό σου ζητώ. Είτε πάρεις υπηρέτη, είτε όχι, μην είσαι πεισματάρα.»
«Μην φοβάσαι, Ήντιθ. Με την πρώτη ευκαιρία, θα σου σωριαστώ λιπόθυμη την ώρα που οι υπηρέτες δειπνούν. Και τότε, με τον Σόλτο να  σκαλίζει τη φωτιά και το μωρό να κλαίει,  θα εύχεσαι να είχες δίπλα σου κάποια με δυνατή θέληση, έτοιμη να ανταποκριθεί σε κάθε περίσταση.»
«Και δεν θα γίνεις τόσο αριστοκρατική ώστε να πάψεις τα αστεία και τη διασκέδαση, έτσι;»
« Εγώ, πάντως όχι ! Θα είμαι πιο εύθυμη από ποτέ, τώρα που έχω τον τρόπο μου.»
« Και δεν θα μου κάνεις τη δύσκολη, αλλά θα με αφήνεις να σου αγοράζω φορέματα, εντάξει;»
« Σοβαρά τώρα, σκοπεύω να τα αγοράζω μόνη μου. Μπορείς να έρχεσαι μαζί μου αν θες, αλλά κανείς δεν ξέρει το γούστο μου εκτός από εμένα την  ίδια.»
.......................................................................................................................................................