Βορράς και Νότος – Κεφάλαιο 8ο
«Νοσταλγία»
Χρειάστηκε να μπει στα δωμάτια η νέα, όμορφη ταπετσαρία για να συμφιλιωθούν
με την ζωή στο Μίλτον. Χρειάζονταν ακόμα
περισσότερα – κάτι που δεν μπορούσαν να έχουν. Η πυκνή κίτρινη ομίχλη του Νοεμβρίου είχε κάνει την εμφάνισή της∙ και η θέα κάτω στο πλάτωμα της κοιλάδας όπως
διαμορφωνόταν από την καμπή του ποταμού,
είχε εξαφανιστεί εντελώς όταν η κα Χέηλ έφτασε στο καινούριο της σπίτι.
Η Μάργκαρετ και η Ντίξον για δυο μέρες δούλευαν σκληρά ξεπακετάροντας και τακτοποιώντας αλλά όλα έμοιαζαν ακόμα σε πλήρη αταξία∙ ενώ έξω η πυκνή ομίχλη σκαρφάλωνε μέχρι και στα παράθυρα και έμπαινε στο σπίτι μέσα από κάθε ανοιχτή πόρτα στροβιλιζόμενη με λευκές αποπνικτικές δίνες ανθυγιεινής καταχνιάς.
«Ω, Μάργκαρετ! Εδώ θα ζήσουμε;» ρώτησε η κα Χέηλ με άφατη κατάπληξη.
Η Μάργκαρετ, ένοιωσε στην καρδιά της να αντηχεί ο ίδιος φόβος που ελλόχευε στην ερώτηση. Μόλις που μπόρεσε να πεί: «Ω, καμιά φορά στο Λονδίνο η ομίχλη είναι πολύ χειρότερη !»
«Ναι, αλλά ξέρεις ότι το ίδιο το Λονδίνο και οι φίλοι σου βρίσκονται εκεί, πίσω από την ομίχλη. Εδώ…να! Είμαστε απομονωμένοι. Ω, Ντίξον, τι τόπος είναι αυτός!»
«Πράγματι, κυρά! Αυτό το μέρος σίγουρα θα σε πεθάνει και τότε θα ξέρω ποιος είναι ο - περιμένετε! Δεσποινίς Χέηλ, μην το σηκώσετε αυτό είναι πολύ βαρύ!»
«Δεν είναι καθόλου βαρύ , Ντίξον, σ’ ευχαριστώ,» απάντησε ψυχρά η Μάργκαρετ. «Το καλύτερο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε για τη μαμά τώρα είναι να της ετοιμάσουμε το δωμάτιό της για να ξαπλώσει , και μετά θα της φέρω ένα φλυτζάνι καφέ.»
Ο κος Χέηλ ήταν εξίσου βαρύθυμος και στράφηκε κι αυτός στην Μάργκαρετ για κατανόηση.
«Μάργκαρετ, πιστεύω πραγματικά ότι αυτό το μέρος είναι πολύ ανθυγιεινό. Φαντάσου να αρρωστήσετε εσύ ή η μητέρα σου. Μακάρι να είχα πάει σε κάποια επαρχία στην Ουαλία. Αυτό το μέρος είναι απαίσιο,» είπε πλησιάζοντας το παράθυρο.
Δεν μπορούσε να δοθεί καμιά παρηγορία. Είχαν εγκατασταθεί στο Μίλτον και θα έπρεπε να αντέξουν τον καπνό και την ομίχλη προς το παρόν∙ πραγματικά, έμοιαζε σαν οι περιστάσεις να τους είχαν αποκόψει από τον υπόλοιπο κόσμο σαν μια πυκνή ομίχλη. Μόλις την προηγούμενη, ο κος Χέηλ είχε αναλογιστεί με τρόμο πόσο τους είχε κοστίσει η μετακόμιση και η δεκαπενθήμερη παραμονή στο Ήστον, και διαπίστωσε ότι είχε ξοδευτεί σχεδόν όλο το μικρό αποθεματικό τους. Όχι! Είχαν έρθει εδώ και εδώ έπρεπε να μείνουν.
Τη νύχτα, όταν η Μάργκαρετ το
συνειδητοποίησε, ένοιωσε να την κυριεύει
απελπισία. Ο βαρύς και γεμάτος καπνό
αέρας, έμοιαζε να κρέμεται πάνω από το
υπνοδωμάτιό της που βρισκόταν στην χαμηλή
στενόμακρη προέκταση στο πίσω μέρος του σπιτιού. Το παράθυρο, επάνω στο πλαϊνό επιμήκες μέρος έβλεπε στον άδειο τοίχο
μιας παρόμοιας προέκτασης όχι πάνω από δέκα πόδια μακριά. Διαγραφόταν αχνά στην ομίχλη σαν ένα τεράστιο εμπόδιο προς την ελπίδα. Μέσα στο δωμάτιο τα πάντα
ήταν άνω-κάτω. Όλες οι προσπάθειές τους εστίαζαν στο να φτιάξουν ένα
άνετο δωμάτιο για την μητέρα της. Η Μάργκαρετ κάθισε πάνω σε ένα κιβώτιο και θυμήθηκε
ότι την διεύθυνση που φαινόταν επάνω την είχε γράψει στο Χέλστοουν – το όμορφο,
αγαπημένο Χέλστόουν! Ένοιωσε να
παρασύρεται σε φρικτές σκέψεις ∙ αλλά αποφάσισε να αφήσει το μυαλό της
να ταξιδέψει μακριά από το παρόν ∙ έτσι θυμήθηκε ξαφνικά ότι είχε λάβει ένα γράμμα
από την Ήντιθ και μέσα στην φασαρία της μέρας το είχε μόλις μισοδιαβάσει. Της έλεγε για την άφιξή τους
στην Κέρκυρα∙ το ταξίδι τους στη
Μεσόγειο – τη μουσική και το χορό στο πλοίο, την νέα, πρόσχαρη ζωή που
ανοιγόταν μπροστά της ∙ το σπίτι της και το μπαλκόνι με το καφασωτό με τη θέα
σε κατάλευκα βράχια και βαθυγάλανη θάλασσα.
Η Ήντιθ έγραφε ωραία και με ευχέρεια, αν όχι παραστατικά. Δεν εξιστορούσε μόνο τα σημαντικότερα και πιο χαρακτηριστικά κομμάτια μιας σκηνής αλλά και αρκετές γενικές λεπτομέρειες έτσι ώστε να μπορεί να τη φανταστεί η Μάργκαρετ. Ο λοχαγός Λέννοξ και ένας άλλος νιόπαντρος αξιωματικός μοιράζονταν μια βίλλα, ψηλά σε κάποιους όμορφους απόκρημνους βράχους πάνω από τη θάλασσα.
Οι μέρες τους, αργά καθώς η χρονιά είχε προχωρήσει, έμοιαζαν να περνάνε με βαρκάδες και πικ νικ στην εξοχή ∙ έξω στην ύπαιθρο αναζητώντας ευχαρίστηση και χαρά, η ζωή της Ήντιθ έμοιαζε σαν το γαλάζιο θόλο του ουρανού που απλωνόταν από πάνω τους – ήταν αψεγάδιαστη και ανέφελη.
Ο σύζυγός της έπρεπε να παίρνει μέρος σε στρατιωτικά γυμνάσια, έτσι εκείνη, η πιο καταρτισμένη μουσικά από τις γυναίκες των αξιωματικών, έπρεπε να αντιγράφει τα καινούρια και πιο δημοφιλή κομμάτια της σύγχρονης Αγγλικής μουσικής γι χάρη του αρχιμαέστρου∙ αυτά φαίνονταν να είναι τα σημαντικότερα και πιο κοπιαστικά καθήκοντά της. Εξέφραζε με αγάπη την ελπίδα ότι η Μάργκαρετ θα μπορούσε να την επισκεφθεί και να μείνει μαζί της επί μακρόν, αν το Σύνταγμα παρέμενε έναν ακόμα χρόνο στην Κέρκυρα.
Ρωτούσε την Μάργκαρετ αν θυμόταν εκείνη την Δεκεμβριάτικη μέρα , για τη οποία της έγραφε η Ήντιθ, πώς έβρεχε όλη μέρα στη Χάρλευ Στρητ και πώς δεν ήθελε να φορέσει την καινούρια της τουαλέτα για να πάει σε ένα χαζό δείπνο με κίνδυνο να βραχεί και να λερωθεί καθ οδόν προς την άμαξα, και πώς σε εκείνο ακριβώς το δείπνο είχαν συναντήσει για πρώτη φορά τον Λοχαγό Λέννοξ.
Ναι! Η Ήντιθ το θυμόταν πολύ καλά. Η Ήντιθ και η κα Σω είχαν πάει σε ένα δείπνο. Η Μάργκαρετ βρέθηκε κι αυτή στο πάρτυ το βράδυ. Η ανάμνηση του πώς είχαν όλα ετοιμαστεί με μεγάλη πολυτέλεια, τα όμορφα, αρχοντικά έπιπλα, το μεγάλο σπίτι, την γαλήνια και χωρίς έγνοιες άνεση των καλεσμένων – όλα έρχονταν στο νού της τόσο ζωντανά, σε μια παράξενη αντίθεση με το παρόν. Η ακύμαντη θάλασσα της περασμένης εκείνης ζωής έκλεισε χωρίς να αφήσει ένα σημάδι που να μαρτυρά όσα είχαν συμβεί.
Τα συνήθη δείπνα, οι επισκέψεις, τα ψώνια, οι χορευτικές βραδιές, όλα συνεχίζονταν και θα συνεχίζονταν στο διηνεκές αν και η θεία Σω με την Ήντιθ δεν βρίσκονταν πια εκεί∙ και φυσικά η απουσία της ίδιας θα περνούσε εντελώς απαρατήρητη.
Αμφέβαλλε αν κάποιος από αυτούς τους παλιούς γνωστούς την έφερνε καθόλου στη σκέψη του, εκτός ίσως από τον Χένρυ Λέννοξ. Το ήξερε όμως, ακόμα κι αυτός θα προσπαθούσε να την ξεχάσει, εξαιτίας του πόνου που του είχε προκαλέσει. Συχνά τον είχε ακούσει να επαίρεται για την ικανότητά του να απωθεί εντελώς κάθε δυσάρεστη γι αυτόν σκέψη. Έπειτα, προσπάθησε να φανταστεί με το νου της, τι θα μπορούσε να είχε συμβεί.
Αν νοιαζόταν γι αυτόν σαν εραστή , αν είχε αποδεχτεί την πρότασή του και κατόπιν είχε συμβεί αυτή η αλλαγή στις ιδέες του πατέρα της, δεν είχε καμμία αμφιβολία ότι ο κος Λέννοξ θα είχε δείξει ελάχιστη υπομονή. Από μια άποψη, θα ήταν γι αυτήν μια πικρή ταπείνωση∙ αλλά μπορούσε να το υπομείνει με καρτερία γιατί ήξερε ότι οι προθέσεις του πατέρα της ήταν αγνές και το γεγονός αυτό της έδινε δύναμη να αντέξει τα λάθη του, όσο μεγάλα και σοβαρά κι αν πίστευε ότι ήταν. Όμως το γεγονός ότι στα μάτια του κόσμου ο πατέρας της έμοιαζε να έχει ξεπέσει, με κριτήρια σε γενικές γραμμές σκληρά και βάναυσα, θα είχε βασανίσει και εξοργίσει τον κο Λέννοξ.
Καθώς συνειδητοποιούσε τι θα μπορούσε να είχε συμβεί, αισθάνθηκε ευγνώμων για το παρόν. Είχαν βρεθεί στην πιο χαμηλή βαθμίδα τώρα – δεν θα μπορούσε να υπάρξει χαμηλότερη.
Θα έπρεπε να αντιμετωπίσει με γενναιότητα την κατάπληξη της Ήντιθ και τον αποτροπιασμό της θείας Σω όταν θα έφταναν τα γράμματά τους.
Έτσι η Μάργκαρετ σηκώθηκε και, καθώς ήταν περασμένη η ώρα, άρχισε να ξεντύνεται αργά, απολαμβάνοντας την πολυτέλεια της χαλάρωσης, έπειτα από τη βιασύνη εκείνης της ημέρας. Αποκοιμήθηκε, ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο να έρθει, από έξω είτε από μέσα.
............................................................................................................
Ο κος Χέηλ συνάντησε αρκετούς μαθητές από συστάσεις του κου Μπελ ή από την πιο άμεση επιρροή του κου Θόρντον. Οι περισσότεροι ήταν σε ηλικία που θα έπρεπε να φοιτούν ακόμη στο σχολείο∙ όμως σύμφωνα με την κρατούσα και προφανώς γερά εδραιωμένη αντίληψη στο Μίλτον, για να μπορέσει ένας νέος να διακριθεί στο εμπόριο θα έπρεπε από νωρίς να εγκλιματιστεί στη ζωή του εργοστασίου, του γραφείου ή της αποθήκης. Αν τον έστελναν ακόμα και στα Πανεπιστήμια της Σκωτίας, τότε θα επέστρεφε ακατάρτιστος όσον αφορά τις εμπορικές δραστηριότητες, πόσο μάλλον αν πήγαινε στην Οξφόρδη ή στο Κέμπριτζ, όπου δεν θα μπορούσε να εισαχθεί πλην συμπληρώσει τα δεκαοκτώ. Έτσι, οι περισσότεροι εργοστασιάρχες, έβαζαν τους γιούς τους σε τέτοιες απαιτητικές θέσεις στα δεκατέσσερα ή στα δεκαπέντε τους, θερίζοντας αφειδώλευτα όλες τις παραφυάδες προς την λογοτεχνία ή την υψηλή πνευματική καλλιέργεια, ελπίζοντας ότι έτσι θα έστρεφαν το σφρίγος και την δύναμη του νεαρού βλαστού προς την κατεύθυνση του εμπορίου. Εντούτοις υπήρχαν και κάποιοι σοφότεροι γονείς: και μερικοί νεαροί που είχαν αρκετή λογική ώστε να αντιλαμβάνονται τις ελλείψεις τους και να προσπαθούν να τις επανορθώσουν. Επιπλέον, υπήρχαν και ορισμένοι, ελάχιστοι, όχι πλέον νεαροί, αλλά άνδρες πάνω στην ακμή της ηλικίας τους, που είχαν την αποφασιστικότητα και την σύνεση να αναγνωρίσουν την άγνοιά τους, και μάθουν όψιμα όσα θα έπρεπε να είχαν μάθει νωρίτερα. Ο κος Θόρντον, ήταν ίσως ο μεγαλύτερος σε ηλικία μαθητής του κου Χέηλ. Οπωσδήποτε, ήταν ο πιο αγαπημένος του. Ο κος Χέηλ, απέκτησε την συνήθεια να παραθέτει τις απόψεις εκείνου τόσο συχνά, και με τέτοια εκτίμηση, ώστε κατέληξε ένα είδος «εσωτερικού αστεϊσμού» να αναρωτιούνται πόση ώρα, από τον χρόνο του μαθήματος, θα αφιερωνόταν στην διδασκαλία – τόσο πολύ χρόνο ξόδευαν με τη συζήτηση.
Η Μάργκαρετ, μάλλον ενθάρρυνε αυτήν την ανάλαφρη, εύθυμη οπτική της γνωριμίας του πατέρα της με τον κο Θόρντον, γιατί ένοιωθε ότι η μητέρα της είχε την τάση περισσότερο να ζηλεύει την καινούρια αυτή φιλία του συζύγου της. Όσο εκείνος περνούσε το χρόνο του ασχολούμενος αποκλειστικά με τα βιβλία και τους ενορίτες του, όπως γινόταν στο Χέλστοουν, εκείνη, δεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται αν τον πολύ-έβλεπε, αλλά τώρα που εκείνος πραγματικά ανυπομονούσε για κάθε νέα συνάντηση με τον Θόρντον, έμοιαζε ενοχλημένη και πληγωμένη, σαν να παραμελούσε για πρώτη φορά την συντροφιά της.
Οι υπερβολικοί έπαινοι του κου Χέηλ, είχαν το σύνηθες αποτέλεσμα που έχουν σε ένα ακροατήριο τέτοιου είδους εγκώμια: είχε την τάση να εξανίσταται με τον Αριστείδη, τον αποκαλούμενο από όλους Δίκαιο. Έπειτα είκοσι και πλέον χρόνια ήσυχου βίου σε μια επαρχιακή κοινότητα, η ενεργητικότητα που υπερπηδούσε με ευκολία τεράστιες δυσκολίες, είχε για τον κο Χέηλ κάτι το εκθαμβωτικό∙ η ισχύς της βιομηχανίας του Μίλτον, η ενέργεια των ανθρώπων του Μίλτον, τον εντυπωσίαζαν με μια αίσθηση μεγαλείου στην οποία ενέδιδε χωρίς να αναρωτιέται για τις πρακτικές λεπτομέρειες ως προς την εφαρμογή της.
...........................................................................................
Το τμήμα της πόλης στο οποίο βρισκόταν το Κράμπτον ήταν ένα πέρασμα για τους εργαζόμενους στα εργοστάσια. Στους γύρω δρόμους υπήρχαν πολλά εργοστάσια από τα οποία άνδρες και γυναίκες ξεχύνονταν δύο ή τρείς φορές τη μέρα. Μέχρι να μάθει η Μάργκαρετ τις ώρες εισόδου και εξόδου τους, είχε την ατυχία να πέφτει συνεχώς πάνω τους. Ξεχύνονταν βιαστικοί, με τολμηρά, άφοβα πρόσωπα, με βροντερά γέλια και πειράγματα που στόχευαν ακριβώς αυτούς που φαίνονταν να είναι ανώτεροι σε θέση ή κοινωνική τάξη. Τον πρώτο καιρό, ο δυνατός, ασυγκράτητος τόνος της φωνής τους και η αδιαφορία τους για τους κανόνες συμπεριφοράς σε δημόσιο χώρο, τρόμαζαν λίγο την Μάργκαρετ . Οι κοπέλες, με την τραχειά τους αλλά όχι εχθρική ελευθεριότητα, μπορεί να σχολίαζαν το ντύσιμό της, μπορεί ακόμα και να άγγιζαν το σάλι της ή το φόρεμά της για να εξακριβώσουν το ύφασμα ∙ μάλιστα μια ή δυο φορές τη ρώτησαν για κάποιο από τα αξεσουάρ της που τους είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Νοιώθοντας μια έμφυτη γυναικεία συμπάθεια για την αγάπη τους στα φορέματα και μαζί ένα είδος συντροφικότητας, αποκρινόταν μετά χαράς στις ερωτήσεις τους, όταν καταλάβαινε τι τη ρωτούσαν ∙ και χαμογελούσε ελαφρά στα σχόλιά τους. Δεν την πείραζε όσες κοπέλες και αν τύχαινε να συναντήσει, όσο φωνακλούδες και φασαριόζες κι αν ήταν. Από την άλλη όμως, φοβόταν και οργιζόταν ενάντια στους άντρες εργάτες που σχολίαζαν με τον ίδιο ανοιχτό και τολμηρό τρόπο, όχι το φόρεμά της αλλά το παρουσιαστικό της. Αυτή, που μέχρι τώρα θεωρούσε απρέπεια ακόμα και το πιο διακριτικό σχόλιο ως προς την προσωπική της εμφάνιση, έπρεπε να υπομείνει τον απροκάλυπτο θαυμασμό από αυτούς τους άνδρες που δεν μάσαγαν τα λόγια τους. Όμως αυτή ακριβώς η τόλμη τους μαρτυρούσε την αθωότητα των προθέσεών τους ως προς το να βλάψουν την υπόληψή της, πράγμα που θα μπορούσε εύκολα να αντιληφθεί αν δεν ήταν τόσο τρομοκρατημένη από το άτακτο πλήθος. Εξαιτίας του φόβου, το πρόσωπό της βαφόταν κόκκινο από αγανάκτιση, και τα σκούρα μάτια της έμοιαζαν να πετούν φλόγες καθώς άκουγε κάποιες από τις κουβέντες τους. Κι όμως, υπήρχαν κάποια σχόλια τα οποία, όταν έφτανε στην ήρεμη ασφάλεια του σπιτιού της, εύρισκε διασκεδαστικά αν και εξακολουθούσαν να την εκνευρίζουν.
Για παράδειγμα, μια μέρα προσπερνώντας μια ομάδα ανδρών, αρκετοί από τους οποίους της υπέβαλλαν τα συνήθη κομπλιμέντα τους του πόσο επιθυμούσαν να είναι η καλή τους, ένας απ’ αυτούς πρόσθεσε: « Το πρόσωπό σου, κοπελιά μου, φτιάνει τη μέρα ξάστερη.» Και μια άλλη μέρα, καθώς χαμογελούσε μόνη της με κάτι που σκεφτόταν, ένα φτωχοντυμένος, μεσήλικας της είπε: «Καλά κάνεις και χαμογελάς, κοπελιά…πολλές θα χαμογελούσαν αν είχαν το προσωπάκι σου». Ο άνθρωπος αυτός έμοιαζε να’χει τόσα βάσανα, που η Μάργκαρετ δεν κρατήθηκε και του αντιγύρισε ένα χαμόγελο, χαρούμενη επειδή το παρουσιαστικό της, έτσι όπως ήταν, είχε τη δύναμη να τον κάνει να σκεφτεί κάτι ευχάριστο. Φάνηκε ότι κι εκείνος αντιλήφθηκε την κατανόηση το βλέμμα της και από τότε δημιουργήθηκε μεταξύ τους ένα είδος σιωπηλής αναγνώρισης όποτε κατά τη διάρκεια της μέρας τύχαινε να διασταυρωθούν οι δρόμοι τους. Δεν είχαν ποτέ ανταλλάξει ούτε λέξη ∙ τίποτα δεν είχε ειπωθεί ανάμεσά τους εκτός από εκείνη την πρώτη φιλοφρόνηση ∙ κι όμως, για κάποιο λόγο, η Μάργκαρετ έβλεπε αυτόν τον άνθρωπο με περισσότερο ενδιαφέρον από οποιονδήποτε άλλον στο Μίλτον. Μια ή δυό φορές, τις Κυριακές, τον έβλεπε να περπατάει με μια κοπέλα, προφανώς την κόρη του, που φαινόταν ακόμα λιγότερο υγιής από τον ίδιο – αν ήταν ποτέ αυτό δυνατόν.
Μια μέρα, η Μάργκαρετ και ο πατέρας
της είχαν βγει να περπατήσουν στους
αγρούς γύρω από την πόλη ∙ ήταν ακόμα οι πρώτες μέρες της Άνοιξης και είχε
μαζέψει κάποια χαμολούλουδα , αγριοβιολέτες,
μαργαρίτες και διάφορα άλλα, με ένα βουβό θρήνο στην καρδιά της για
την γλυκειά αφθονία του Νότου. Ο πατέρας της είχε φύγει για να πάει στο Μίλτον για
δουλειές ∙ και στο δρόμο για το σπίτι συνάντησε τους ταπεινούς της φίλους. Το
κορίτσι κύτταξε σκεφτική τα λουλούδια
και η Μάργκαρετ με μια αυθόρμητη κίνηση της τα πρόσφερε. Τα χλωμά μπλέ της
μάτια έλαμψαν καθώς τα πήρε και μίλησε για λογαριασμό της ο πατέρας της.
« ‘Φχαριστούμε, δεσποινίς. Της Μπέσσυς μου της αρέσουν πολύ αυτά τα λουλούδια ∙
της αρέσουν ∙ και μένα μ’αρέσει η καλοσύνη που’χετε ελόγου σας. Δεν είστε από
τα μέρη μας, έτσι;» «Όχι!» είπε η
Μάργκαρετ αναστενάζοντας σιγανά. « Είμαι από το Νότο – από το Χάμσαϊρ»,
συνέχισε, φοβούμενη λίγο μην και τον πληγώσει άθελά της, αν χρησιμοποιούσε ένα
τοπωνύμιο που δεν θα καταλάβαινε.
«Είναι πέρα απ’ το Λονδίνο, δεν είναι; Και ‘γω είμαι από τα μέρη του Μπέρνλη – σαράντα μίλια κατά το Βορρά. Κι όμως, να που Βορράς και Νοτιάς ανταμωθήκανε ‘δω πέρα και φιλιώσανε σε τούτη τη μεγάλη πόλη τη γιομάτη κάπνα.»
Η Μάργκαρετ είχε βραδύνει το βήμα της για να περπατάει μαζί με τον άνδρα και την κόρη του, που η αστάθειά της κανόνιζε το δικό του βήμα. Τώρα απευθύνθηκε στο κορίτσι και υπήρχε τόση τρυφερή συμπόνια στη φωνή της που ο πατέρας την ένοιωσε να πηγαίνει ολόισια στην καρδιά του.
«Φοβάμαι πως είσαι λίγο αδιάθετη.»
«Ναι.» απάντησε το κορίτσι « Και δε θα γιάνω ποτέ μου.»
« Η άνοιξη όπου να’ναι έρχεται» είπε η Μάργκαρετ προσπαθώντας να δώσει έναν τόνο ανάλαφρο και
γεμάτο ελπίδα.
«Ούτε η άνοιξη ούτε το θέρος θα με γιατρέψουν» είπε ήσυχα το κορίτσι.
Η Μάργκαρετ κύτταξε τον άνδρα σίγουρη σχεδόν ότι θα έφερνε κάποια αντίρρηση ή τουλάχιστον ότι
θα έκανε κάποιο σχόλιο που θα μετρίαζε την άκρα απελπισία της κόρης του. Όμως
αντί γι αυτό εκείνος είπε -
« Έτσι δά, όπως τα λέει, είναι. Φοβάμαι πως δεν παίρνει πια γιατρειά …»
«Θα κινήσω για ‘κει που είναι Άνοιξη, και θα’χω λουλούδια και αμάραντους και τα
ρόδα θα λάμπουν πλάι μου.»
«Φτωχό μου παιδί, καημένο μου!» είπε
ο πατέρας της με χαμηλή φωνή. «Ελόγου μου δεν τα πιστεύω αυτά, μα σαν σου δίνει
παρηγοριά, καημένο μου… Ταχιά θ’απομείνω μαύρος ο φτωχός !»
Η Μάργκαρετ ταράχτηκε από αυτά τα λόγια – ταράχτηκε αλλά δεν απομακρύνθηκε ∙
μάλλον ένοιωσε την ανάγκη και το ενδιαφέρον να τους πλησιάσει περισσότερο.
«Πού μένετε; Νομίζω πως πρέπει να είμαστε γείτονες, τόσο συχνά που συναντιόμαστε σ’ αυτόν το δρόμο.»
«Είμαστε στο Εννιά, στην οδό Φράνσις - στα ζερβά σου ο δεύτερος δρόμος, μόλις περάσεις το Χρυσό Δράκο.»
«Και όνομά σας; Δεν πρέπει να ξεχάσω το όνομά σας.»
«Δε ντρέπομαι σταλιά για τ’ όνομά
μου. Νίκολας Χίγκινς με λένε. Και τούτη
δω είναι η Μπέσσυ Χίγκινς. Ελόγου σου, γιατί ρωτάς;»
Η Μάργκαρετ εξεπλάγη με τα λόγια του γιατί
στο Χέλστοουν θα είχαν καταλάβει από τις ερωτήσεις της ότι σκοπός της θα
ήταν να επισκεφθεί κάποιον φτωχό γείτονα του οποίου ζητούσε την διεύθυνση και
το όνομα.
«Νόμιζα …δηλαδή…σκόπευα να σας
επισκεφθώ.» Ξαφνικά ένοιωσε αμήχανα που προσφέρθηκε να τους επισκεφθεί χωρίς να
έχει καμιά άλλη δικαιολογία εκτός από το ευγενικό της ενδιαφέρον για κάποια
άγνωστη. Ξαφνικά έμοιαζε σαν αδιακρισία
από μέρους της ∙ αυτό διάβαζε στα μάτια του άνδρα.
« Δε γουστάρω και τόσο, να έρχονται ξένοι άνθρωποι στο σπιτικό μου.» Όμως, καθώς την έβλεπε να αναψοκοκκινίζει, μετάνοιωσε και πρόσθεσε, « Είσαι ξένη στα μέρη μας, και δεν θα ξέρεις κανέναν εδώ γύρω, κι έδωσες και στη θυγατέρα μου τα λουλούδια που μάζεψες μονάχη σου – μπορείς να κοπιάσεις αν αγαπάς.»
Η Μάργκαρετ ένοιωσε να διασκεδάζει και να εκνευρίζεται ταυτόχρονα με αυτήν
την απάντηση. Δεν ήταν σίγουρη αν θα
πήγαινε κάπου όπου της έδιναν την άδεια σαν να της έκαναν χάρη.
Όμως όταν έφτασαν στην στροφή της Φράνσις Στρήτ, το κορίτσι σταμάτησε για λίγο
και είπε –
«Μην τ’αστοχήσεις – να έρθεις να μας δεις.»
« ‘ντάξει…’ντάξει» έκανε ο πατέρας της ανυπόμονα. « Θα’ρθεί. Πειράχτηκε κομμάτι από τον τρόπο μου και
θαρρεί πως θα ‘πρεπε να ‘χα μιλήσει πιο κατά πως πρέπει, μα σα θα το
συλλογιστεί, θα έρθει. Έχει περφάνια κι ομορφιά, μα μπορώ να διαβάσω το πρόσωπό
της σαν ανοιχτό βιβλίο. Πάμε Μπέσσυ – η καμπάνα στη φάμπρικα σημαίνει.»
......................................................................................