ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16ο.
«Εν σκιά θανάτου»
Το επόμενο απόγευμα ο γιατρός Ντόναλντσον ήρθε για την πρώτη επίσκεψη στην
κα Χέηλ. Η μυστικότητα που η Μάργκαρετ
είχε ελπίσει ότι διαλύθηκε μετά από την πρόσφατη στενή σχέση με τη μητέρα της, αναζωπυρώθηκε. Την
απέκλεισαν από το δωμάτιο ενώ επετράπη η είσοδος στη Ντίξον. Η Μάργκαρετ
δεν έδινε την αγάπη της εύκολα όμως όταν
αγαπούσε, αγαπούσε με πάθος και με μεγάλο βαθμό ζηλοτυπίας.
..........................................................................................................
«Τι συμβαίνει με την μητέρα ; Θα με υποχρεώσετε αν μου πείτε
την απλή αλήθεια.» Έπειτα, νοιώθοντας έναν αμυδρό δισταγμό εκ μέρους του
γιατρού, πρόσθεσε:
«Είμαι το μοναδικό της παιδί- εννοώ εδώ. Φοβάμαι πως ο πατέρας μου δεν είναι αρκούντως προβληματισμένος επί του θέματος
για το λόγο αυτό αν υπάρχει κάτι σοβαρό θα πρέπει να του το μεταφέρει κάποιος ήπια.
Εγώ μπορώ να το κάνω αυτό. Μπορώ να φροντίσω την μητέρα μου. Σας παρακαλώ,
πείτε μου, γιατρέ. Βλέποντας την έκφρασή
σας αλλά μη μπορώντας να την αποκρυπτογραφήσω
μου προξενεί χειρότερο φόβο από τα λόγια σας.»
«Αγαπητή μου δεσποινίς, η μητέρα σας φαίνεται να έχει μια
εξαιρετικά ικανή και αποτελεσματική υπηρέτρια η οποία έχει σχεδόν το ρόλο
φίλης» -
«Εγώ είμαι η κόρη της, γιατρέ»
«Αν σας πω όμως ότι εξέφρασε˙˙ την επιθυμία, ειδικά εσείς, να μην μάθετε…»
«Δεν διαθέτω την καλοσύνη ή την υπομονή να υπακούσω σε αυτήν την απαγόρευση. Εξάλλου, είμαι βέβαιη ότι είστε αρκετά σοφός και πάρα πολύ έμπειρος ώστε να συγκατατεθείτε στο να κρατήσετε ένα τέτοιο μυστικό.»
«Λοιπόν», είπε εκείνος χαμογελώντας αν και κάπως θλιμμένα «εδώ έχετε δίκιο. Δεν έδωσα καμία υπόσχεση. Φοβάμαι αλήθεια ότι το μυστικό θα αποκαλυφθεί αρκετά σύντομα και χωρίς τη δική μου μεσολάβηση.»
Έκανε μια παύση. Η Μάργκαρετ έγινε κάτωχρη και έσφιξε ακόμη περισσότερο τα χέρια της. Όμως σε γενικές γραμμές το πρόσωπό της δεν άλλαξε έκφραση. Με εκείνη την οξυδέρκεια στην αναγνώριση του ψυχισμού των άλλων, χωρίς την οποία κανένας δεν θα μπορούσε να ανέλθει σε τέτοιο σημείο υπεροχής όπως αυτό του δόκτορα Ντόναλντσον, είδε ότι η κοπέλα θα εκμαίευε όλη την αλήθεια ˙ ότι θα καταλάβαινε αν της απέκρυπτε το παραμικρό ˙ ότι η απόκρυψη θα ήταν μεγαλύτερο μαρτύριο από την αποκάλυψη. Με χαμηλή φωνή της είπε δύο φράσεις ενώ δεν σταματούσε να την παρατηρεί : γιατί τα οι κόρες των ματιών της διαστάλθηκαν στο μαύρο του τρόμου και η λευκότητα της μορφής της έγινε πελιδνή. Σταμάτησε να μιλά. Περίμενε μέχρι να συνέλθει η όψη της και να ξαναπάρει ανάσα . Έπειτα είπε:
«Αν σας πω όμως ότι εξέφρασε˙˙ την επιθυμία, ειδικά εσείς, να μην μάθετε…»
«Δεν διαθέτω την καλοσύνη ή την υπομονή να υπακούσω σε αυτήν την απαγόρευση. Εξάλλου, είμαι βέβαιη ότι είστε αρκετά σοφός και πάρα πολύ έμπειρος ώστε να συγκατατεθείτε στο να κρατήσετε ένα τέτοιο μυστικό.»
«Λοιπόν», είπε εκείνος χαμογελώντας αν και κάπως θλιμμένα «εδώ έχετε δίκιο. Δεν έδωσα καμία υπόσχεση. Φοβάμαι αλήθεια ότι το μυστικό θα αποκαλυφθεί αρκετά σύντομα και χωρίς τη δική μου μεσολάβηση.»
Έκανε μια παύση. Η Μάργκαρετ έγινε κάτωχρη και έσφιξε ακόμη περισσότερο τα χέρια της. Όμως σε γενικές γραμμές το πρόσωπό της δεν άλλαξε έκφραση. Με εκείνη την οξυδέρκεια στην αναγνώριση του ψυχισμού των άλλων, χωρίς την οποία κανένας δεν θα μπορούσε να ανέλθει σε τέτοιο σημείο υπεροχής όπως αυτό του δόκτορα Ντόναλντσον, είδε ότι η κοπέλα θα εκμαίευε όλη την αλήθεια ˙ ότι θα καταλάβαινε αν της απέκρυπτε το παραμικρό ˙ ότι η απόκρυψη θα ήταν μεγαλύτερο μαρτύριο από την αποκάλυψη. Με χαμηλή φωνή της είπε δύο φράσεις ενώ δεν σταματούσε να την παρατηρεί : γιατί τα οι κόρες των ματιών της διαστάλθηκαν στο μαύρο του τρόμου και η λευκότητα της μορφής της έγινε πελιδνή. Σταμάτησε να μιλά. Περίμενε μέχρι να συνέλθει η όψη της και να ξαναπάρει ανάσα . Έπειτα είπε:
«Γιατρέ, ειλικρινά σας ευχαριστώ γι αυτήν την
εκμυστήρευση. Αυτός ο φόβος με
στοίχειωνε για πολλές εβδομάδες. Ήταν ένα ζωντανό, καθημερινό μαρτύριο. Καημένη, δυστυχισμένη μου μητέρα!» Τα χείλη
της άρχισαν να τρέμουν και την άφησε να ξεσπάσει σε λυτρωτικά δάκρυα, σίγουρος
ότι είχε τη δύναμη της αυτοκυριαρχίας.
Λίγα δάκρυα, τόσα μόνο άφησε να κυλήσουν πριν ξαναπιάσει το νήμα των ερωτήσεων που λαχταρούσε να του κάνει.
«Θα υποφέρει πολύ ;»
Κούνησε το κεφάλι του. « Δεν μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα. Εξαρτάται από την κράση της , από χιλιάδες πράγματα. Όμως οι πρόσφατες ανακαλύψεις της Ιατρικής μας έδωσαν αρκετές δυνατότητες για ανακούφιση.»
Λίγα δάκρυα, τόσα μόνο άφησε να κυλήσουν πριν ξαναπιάσει το νήμα των ερωτήσεων που λαχταρούσε να του κάνει.
«Θα υποφέρει πολύ ;»
Κούνησε το κεφάλι του. « Δεν μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα. Εξαρτάται από την κράση της , από χιλιάδες πράγματα. Όμως οι πρόσφατες ανακαλύψεις της Ιατρικής μας έδωσαν αρκετές δυνατότητες για ανακούφιση.»
«Ο πατέρας μου!» είπε η Μάργκαρετ τρέμοντας σύγκορμη.
«Δεν γνωρίζω τον κύριο Χέηλ. Εννοώ ότι είναι δύσκολο να
προσφέρω κάποια συμβουλή. Θα συνιστούσα όμως να βαστάξετε το μυστικό που τόσο
αιφνίδια με αναγκάσατε να σας αποκαλύψω, έως ότου εξοικειωθείτε με το γεγονός
το οποίο δεν μπόρεσα να σας αποκρύψω,
έτσι ώστε να είστε σε θέση χωρίς
υπερβολικά μεγάλη προσπάθεια να
παρηγορήσετε όσο μπορείτε τον πατέρα σας. Μέχρι τότε, οι επισκέψεις μου
– οι οποίες θα επαναλαμβάνονται από
καιρού εις καιρόν, αν και φοβούμαι ότι δεν δύναμαι να προσφέρω τίποτε άλλο παρά
ανακούφιση – και ένα σωρό άλλα πράγματα που θα έχουν συμβεί, θα αφυπνίσουν και
θα κάνουν πιο έντονη την ανησυχία του
πατέρα σας , έτσι ώστε να είναι περισσότερο προετοιμασμένος. – Όχι, αγαπητή μου – όχι αγαπητό μου
κορίτσι - Μίλησα με τον κο Θόρντον και
τιμώ τον πατέρα σας για την θυσία που έκανε, όσο κι αν την θεωρώ εσφαλμένη. Ας
είναι, μόνο για αυτήν την φορά , αν σας ευχαριστεί αγαπητή μου. Να θυμάστε όμως πως όταν θα επανέλθω θα είναι
ως φίλος. Και ως φίλο θα πρέπει να με αντιμετωπίζετε καθώς η συνάντηση και η
γνωριμία κάτω από τέτοιες συνθήκες αξίζει όσο
χίλιες εθιμοτυπικές επισκέψεις.»
Τα δάκρυα δεν άφησαν την Μάργκαρετ να μιλήσει όμως του έσφιξε δυνατά το χέρι καθώς έφευγε.
Τα δάκρυα δεν άφησαν την Μάργκαρετ να μιλήσει όμως του έσφιξε δυνατά το χέρι καθώς έφευγε.
.................................................................................................................................................
Έτρεξε επάνω. Η
Ντίξον έλειπε. Η κα Χέηλ καθόταν στην πολυθρόνα της, τυλιγμένη σε μια μαλακή
άσπρη εσάρπα, με μια ασορτί σκούφια στα μαλλιά καθώς είχε ετοιμαστεί για την
επίσκεψη του γιατρού. Το πρόσωπό της
είχε ένα ελαφρύ χρώμα και η εξάντληση μετά από την ιατρική εξέταση τής
έδινε μια ειρηνική όψη. Η Μάργκαρετ ξαφνιάστηκε που την είδε τόσο ήρεμη.
«Μάργκαρετ, παιδί μου τι παράξενη που είναι η όψη σου! Τι
συμβαίνει ;» Ύστερα, καθώς η σκέψη του
τι πραγματικά είχε συμβεί, σχηματιζόταν στο μυαλό της, πρόσθεσε κάπως σαν ενοχλημένη:
« Δεν φαντάζομαι να είδες τον δόκτορα Ντόναλντσον και να του έκανες διάφορες
ερωτήσεις, έτσι παιδί μου ;»
Η Μάργκαρετ δεν αποκρίθηκε -
μονάχα την κυττούσε με λαχτάρα. Η κα Χέηλ φάνηκε ακόμα πιο
δυσαρεστημένη. « Σίγουρα δεν αθέτησε το λόγο του σε μένα ώστε να….»
«Ω, ναι, μητέρα. Το έκανε. Εγώ τον ανάγκασα. Εγώ το
έκανα….δικό μου το φταίξιμο.» Γονάτισε στο πλάι της μητέρας της και της έπιασε
το χέρι – και δεν το άφησε παρά το ότι η
κα Χέηλ προσπάθησε να το αποτραβήξει. Συνέχισε να το φιλά και να το μουσκεύει
με τα καυτά της δάκρυα.
«Μάργκαρετ έκανες μεγάλο σφάλμα. Γνωρίζεις πως δεν ήθελα να το μάθεις.» Αλλά σαν να κουράστηκε από την προσπάθεια άφησε ελεύθερο το χέρι της στο σφικτό κράτημα της Μάργκαρετ και σιγά- σιγά ανταπέδωσε με τη σειρά της το σφίξιμο . Αυτό έδωσε κουράγιο στη Μάργκαρετ να μιλήσει.
«Ω, μητέρα, άσε με να σε φροντίσω. Θα μάθω οτιδήποτε μπορεί η Ντίξον να μου δείξει. Ξέρεις ότι είμαι παιδί σου και νομίζω πως έχω το δικαίωμα να κάνω τα πάντα για σένα.»
«Δεν έχεις ιδέα τι ζητάς.» είπε η κα Χέηλ αναρριγώντας.
«Μάργκαρετ έκανες μεγάλο σφάλμα. Γνωρίζεις πως δεν ήθελα να το μάθεις.» Αλλά σαν να κουράστηκε από την προσπάθεια άφησε ελεύθερο το χέρι της στο σφικτό κράτημα της Μάργκαρετ και σιγά- σιγά ανταπέδωσε με τη σειρά της το σφίξιμο . Αυτό έδωσε κουράγιο στη Μάργκαρετ να μιλήσει.
«Ω, μητέρα, άσε με να σε φροντίσω. Θα μάθω οτιδήποτε μπορεί η Ντίξον να μου δείξει. Ξέρεις ότι είμαι παιδί σου και νομίζω πως έχω το δικαίωμα να κάνω τα πάντα για σένα.»
«Δεν έχεις ιδέα τι ζητάς.» είπε η κα Χέηλ αναρριγώντας.
«Κι όμως, ξέρω. Γνωρίζω πολλά περισσότερα απ’όσα νομίζεις.
Άσε με να σε φροντίσω. Άσε με να προσπαθήσω με οποιοδήποτε κόστος. Κανένας ποτέ
δεν προσπάθησε ούτε θα προσπαθήσει τόσο
σκληρά όσο εγώ. Θα είναι τέτοια παρηγοριά, μητέρα.»
«Φτωχό μου, παιδί. Μπορείς να προσπαθήσεις, λοιπόν. Ξέρεις, Μάργκαρετ, η Ντίξον κι εγώ νομίζαμε ότι θα αποτραβιόσουν μακριά μου αν ήξερες….»
«Φτωχό μου, παιδί. Μπορείς να προσπαθήσεις, λοιπόν. Ξέρεις, Μάργκαρετ, η Ντίξον κι εγώ νομίζαμε ότι θα αποτραβιόσουν μακριά μου αν ήξερες….»
«Η Ντίξον νόμιζε!» έκανε η Μάργκαρετ με ένα μορφασμό. «Η
Ντίξον δεν με θεωρεί άξια να αγαπήσω αληθινά, όχι τόσο όσο αυτή! Υποθέτω ότι πίστευε πως είμαι μια από εκείνες τις φιλάσθενες γυναίκες που αρέσκονται να ξαπλώνουν πάνω σε ροδοπέταλα κάνοντας όλη
την ημέρα αέρα με τη βεντάλια τους. Σε παρακαλώ μητέρα, μην αφήνεις άλλο τις
θεωρίες της Ντίξον να μπαίνουν ανάμεσα μας. Μη, σε παρακαλώ!» παρακάλεσε με
θέρμη.
«Μη θυμώνεις με την Ντίξον», είπε η κα Χέηλ ανήσυχη. Η
Μάργκαρετ ανάκτησε την ψυχραιμία της.
«Όχι! Δεν θα θυμώσω. Θα προσπαθήσω με ταπεινότητα να
μάθω τις συνήθειες και τους τρόπους της αρκεί μόνο να με αφήσεις να κάνω για σένα ό,τι μπορώ. Δώσε μου
προτεραιότητα μητέρα, το θέλω τόσο πολύ ! Φανταζόμουν ότι θα με ξεχνούσες όσο
καιρό ήμουν στης θείας Σω και τις νύχτες
έκλαιγα μέχρι που με έπαιρνε ο ύπνος με αυτήν την έννοια στο μυαλό μου.»
«Κι εγώ, σκεφτόμουν, πώς θα αντέξει η Μάργκαρετ το φτωχικό μας σπίτι έπειτα από όλη την
πολυτέλεια και την άνεση της Χάρλευ Στρήτ και πολλές φορές ντρεπόμουν
περισσότερο να μην ανακαλύψεις τις
αυτοσχέδιες επινοήσεις της ανέχειάς μας
στο Χέλστοουν εσύ, παρά κάποιος ξένος.
«Ω, μαμά ! Αντιθέτως, μου άρεσαν τόσο πολύ! Ήταν πιο
διασκεδαστικά από όλη την επιτήδευση που επικρατούσε στη Χάρλευ Στρήτ. Εκείνο το μεγάλο ράφι
που είχε και λαβές για να χρησιμοποιείται σαν δίσκος σερβιρίσματος στις γιορτές
! Και τα ξύλινα κουτιά παραγεμισμένα και ντυμένα για να μοιάζουν με
σκαμπώ! Νομίζω πως αυτά που εσύ αποκαλείς
αυτοσχέδιες επινοήσεις της ανέχειας
στο αγαπημένο Χέλστοουν ήταν ένα γοητευτικό κομμάτι της ζωής μας εκεί.
«Δεν θα ξαναδώ ποτέ το Χέλστοουν, Μάργκαρετ» είπε η κα Χέηλ
με τα δάκρυα να αναβλύζουν από τα μάτια της. Η Μάργκαρετ δεν μπορούσε να
απαντήσει. Η κα Χέηλ συνέχισε. «Όταν ήμουν εκεί ήθελα πάντα να φύγω.
Οποιοδήποτε άλλο μέρος μου φαινόταν ομορφότερο. Και να, τώρα, που θα πεθάνω
μακρυά από αυτό. Είναι η δίκαιη τιμωρία μου.»
«Δεν πρέπει να μιλάς έτσι» είπε η Μάργκαρετ ανυπόμονα. «Ο γιατρός είπε ότι μπορεί να ζήσεις για χρόνια. Ω μητέρα! Θα πάμε και στο Χέλστοουν.»
«Δεν πρέπει να μιλάς έτσι» είπε η Μάργκαρετ ανυπόμονα. «Ο γιατρός είπε ότι μπορεί να ζήσεις για χρόνια. Ω μητέρα! Θα πάμε και στο Χέλστοουν.»
«Όχι, ποτέ ! Αυτή είναι η τιμωρία μου και θα τη δεχτώ. Όμως
Μάργκαρετ, ο Φρέντερικ !»
Και ξαφνικά, με αυτή τη λέξη, έβγαλε μια κραυγή βαθιάς αγωνίας.
Ήταν σαν η σκέψη του να διέλυσε την ηρεμία της, να σύντριψε
την αυτοκυριαρχία της και να υπερνίκησε
την εξουθένωσή της. Άγριες, παθιασμένες κραυγές διαδέχονταν η μια την άλλη :
«Φρέντερικ! Φρέντερικ! Γύρνα κοντά μου ! Πεθαίνω. Μικρό μου, πρωτότοκο αγόρι,
γύρισε ξανά κοντά μου !»
Την είχε πιάσει δυνατή υστερία. Η Μάργκαρετ έντρομη φώναξε την Ντίξον. Εκείνη ήρθε ξεφυσώντας και επέπληξε την Μάργκαρετ επειδή είχε αναστατώσει υπερβολικά την μητέρα της. Η Μάργκαρετ τα άντεξε όλα μειλίχια ελπίζοντας μόνο να μην γυρίσει ο πατέρας της στο σπίτι νωρίς. Παρά τον πανικό της, που ήταν μεγαλύτερος απ’ ότι ταίριαζε στην περίπτωση, υπάκουσε σε όλες τις οδηγίες της Ντίξον γρήγορα και πρόθυμα χωρίς να πει ούτε μια λέξη για να δικαιολογηθεί, κατευνάζοντας έτσι το θυμό της υπηρέτριας. Έβαλαν την μητέρα της να πλαγιάσει και η Μάργκαρετ έμεινε στο πλάι της μέχρι που εκείνη αποκοιμήθηκε αλλά και αργότερα μέχρι που η Ντίξον της έκανε νόημα να βγεί έξω από το δωμάτιο και με μια στρυφνή έκφραση σαν να έκανε κάτι με το ζόρι της έδωσε να πιει μια κούπα καφέ που της είχε ετοιμάσει στο καθιστικό κι έπειτα στάθηκε να την κυττάζει βλοσυρά καθώς το έπινε. «Δεν έπρεπε να έχετε τέτοια περιέργεια, μικρή κυρά, και δεν ήταν ανάγκη να μπείτε σ’έγνοιες πριν την ώρα τους. Το πράγμα θα φανερωνόταν και μάλιστα ταχιά. Και τώρα, θα τρέξετε να τα προφτάσετε στον αφέντη και να δω τότε τι θα κάνω εγώ με όλους σας !»
«Όχι, Ντίξον!» έκανε η Μάργκαρετ θλιμμένα «δεν θα πω τίποτα στον πατέρα. Εκείνος δεν μπορεί να το υπομείνει όπως εγώ.» Και σαν να ήθελε να δείξει πόσο καλά μπορούσε να αντέξει, ξέσπασε σε κλάματα.
Την είχε πιάσει δυνατή υστερία. Η Μάργκαρετ έντρομη φώναξε την Ντίξον. Εκείνη ήρθε ξεφυσώντας και επέπληξε την Μάργκαρετ επειδή είχε αναστατώσει υπερβολικά την μητέρα της. Η Μάργκαρετ τα άντεξε όλα μειλίχια ελπίζοντας μόνο να μην γυρίσει ο πατέρας της στο σπίτι νωρίς. Παρά τον πανικό της, που ήταν μεγαλύτερος απ’ ότι ταίριαζε στην περίπτωση, υπάκουσε σε όλες τις οδηγίες της Ντίξον γρήγορα και πρόθυμα χωρίς να πει ούτε μια λέξη για να δικαιολογηθεί, κατευνάζοντας έτσι το θυμό της υπηρέτριας. Έβαλαν την μητέρα της να πλαγιάσει και η Μάργκαρετ έμεινε στο πλάι της μέχρι που εκείνη αποκοιμήθηκε αλλά και αργότερα μέχρι που η Ντίξον της έκανε νόημα να βγεί έξω από το δωμάτιο και με μια στρυφνή έκφραση σαν να έκανε κάτι με το ζόρι της έδωσε να πιει μια κούπα καφέ που της είχε ετοιμάσει στο καθιστικό κι έπειτα στάθηκε να την κυττάζει βλοσυρά καθώς το έπινε. «Δεν έπρεπε να έχετε τέτοια περιέργεια, μικρή κυρά, και δεν ήταν ανάγκη να μπείτε σ’έγνοιες πριν την ώρα τους. Το πράγμα θα φανερωνόταν και μάλιστα ταχιά. Και τώρα, θα τρέξετε να τα προφτάσετε στον αφέντη και να δω τότε τι θα κάνω εγώ με όλους σας !»
«Όχι, Ντίξον!» έκανε η Μάργκαρετ θλιμμένα «δεν θα πω τίποτα στον πατέρα. Εκείνος δεν μπορεί να το υπομείνει όπως εγώ.» Και σαν να ήθελε να δείξει πόσο καλά μπορούσε να αντέξει, ξέσπασε σε κλάματα.
«Αμέ! Νάτα μας τώρα. Θα τηνε ξυπνήσετε τη μάνα σας και μόλις που ησύχασε η δόλια.
Καλή μου Μις Μάργκαρετ, έπρεπε να το κρατάω κρυφό πολλές βδομάδες τώρα. Και μόλο που δεν λέω ότι την αγαπάω όσο την αγαπάτε εσείς, την αγαπάω ωστόσο πιότερο από κάθε άλλο άντρα, γυναίκα ή παιδί στη ζωή μου – κανείς, μοναχά ο κύριος Φρέντερικ την έχει πλησιάσει στην καρδιά μου. Απ’όταν η καμαριέρα της Λαδης Μπέρεσφορντ με έμπασε για πρώτη φορά στο δωμάτιο και την είδα έτοιμη να βγεί με ‘κείνο το φόρεμα από άσπρο κρεπ με κίτρινα καλαμπόκια και κόκκινες παπαρούνες κι έτυχε να μου σπάσει μια βελόνα μέσα στο δάχτυλο και μόλις με κόψανε, εκείνη έσκισε το μαντήλι της να μου το δέσει και ξανάρθε να στάξει βάλσαμο στους επιδέσμους όταν γύρισε από το χορό - θα ήταν σίγουρα η πιο όμορφη απ’όλες τους εκεί πέρα – από τότε, δεν αγάπησα κανέναν όσο αυτήν. Ποτέ μου δεν φαντάστηκα πως θα ζούσα να τη δώ να πέφτει τόσο χαμηλά . Όχι πως κατακρίνω κανένανε. Πολλοί θαρρούν πως είσαι όμορφη και καλή και δεν έχουν άδικο. Ακόμα και σε τούτο το μέρος το γεμάτο καπνιά που τον στραβώνει τον άνθρωπο, και μια κουκουβάγια μπορεί να το δεί. Όμως ποτέ – ακόμα κι αν ζήσεις ως τα εκατό- δε θα φτάσεις την ομορφιά που είχε η μητέρα σου.»
«Η μητέρα είναι ακόμα πολύ όμορφη. Καημένη μου μαμά!»
«Α, μην αρχίσεις πάλι, γιατί αυτή τη φορά θα θυμώσω!» της γκρίνιαξε. « Έτσι που το πάς δεν θα βαστάξεις σαν γυρίσει ο αφέντης στο σπίτι κι αρχινήσει να σε ρωτάει. Βγες μια βόλτα και κάνε πως μόλις γύρισες. Πόσες φορές ήθελα κι εγώ να βγω να περπατήσω να διώξω μια στάλα από το νου μου την έγνοια πού’χω για την κυρά μου και τι θ’απογίνει.»
«Αχ, Ντίξον!» είπε η Μάργκαρετ. « Πόσο συχνά δυστροπούσα μαζί σου χωρίς να γνωρίζω τι τρομερό μυστικό έπρεπε να κρύψεις!»
«Να’σαι καλά, παιδί μου! Μου αρέσει να σε βλέπω να’χεις τσαγανό. Το ‘χεις πάρει από το σόι των Μπάρεσφορντ. Έτσι δά κι ο Σερ Τζών έριξε δυο φορές με τ’ όπλο στον επιστάτη του μόνο και μόνο επειδή του ‘πε πως ρουφούσε το αίμα των κολίγων του και η αλήθεια είναι πως έβγαζε κι απ’τη μύγα ξύγκι.»
«Ε, λοιπόν, Ντίξον, δεν πρόκειται να σου ρίξω με τ’όπλο και
θα προσπαθήσω να μην σου ξανακακιώσω.»
«Δεν μου κάκιωσες
ποτέ. Αν το’πα καμμιά φορά ήταν μοναχά στον εαυτό μου, και σε κανέναν άλλον,
έτσι για να έχω να λέω κάτι έστω και μοναχή μου. Κι όταν θυμώνεις είσαι φτυστή
ο κύριος Φρέντερικ. Μπορώ να σε τσιγκλάω κάθε μέρα έτσι για να βλέπω αυτή την αγριάδα να
σκοτεινιάζει σαν σύννεφο το πρόσωπό σου. Άντε, τώρα, να βγείτε μια βόλτα
δεσποινίς. Θα προσέξω εγώ την κυρά – όσο για τον αφέντη, έχει τα βιβλία του να του κρατήσουν συντροφιά όταν
γυρίσει.»
«Φεύγω.» είπε η Μάργκαρετ. Τριγύρισε για λίγο κοντά στην
Ντίξον κάπως σαν διστακτική και αναποφάσιστη. Και ξαφνικά γύρισε, τη φίλησε και
έτρεξε έξω από το δωμάτιο.
«Ο Θεός να την έχει καλά!» είπε η Ντίξον. «Είναι γλυκό το τρελοκόριτσο! Τρεις ανθρώπους έχω στην καρδιά μου: Την κυρά, τον αφέντη Φρέντερικ κι αυτήνα. Μοναχά αυτούς τους τρεις . Κι άλλονε κανένα. Δεκάρα δε δίνω για τους άλλους, να πάνε να πνιγούνε . Τι δουλειά έχουνε σε τούτονε τον κόσμο, κι εγώ δεν ξέρω. Ο αφέντης, θαρρώ ήτανε γραφτό του να παντρευτεί την κυρά. Αν το πίστευα πως την αγαπούσε με την καρδιά του, τότε ίσως και να μάθαινα να τον αγαπάω με τον καιρό. Αλλά θά ’πρεπε να είχε ασχοληθεί πιότερο μαζί της και όχι ολοένα να διαβάζει και να διαβάζει και να σκέφτεται, να σκέφτεται. Ορίστε τώρα οι προκοπές του. Πολλοί που δεν έχουνε ποτέ τους διαβάσει σταλιά και που δεν κόβει το μυαλό τους έχουνε γίνει Εφημέριοι και Δεσποτάδες, αμέ ! Κι ίσως κι ο αφέντης να το’χε καταφέρει αν μοναχά νοιαζόταν για την κυρά και άφηνε κατά μέρος τα διαβάσματα και τις σκοτούρες. Να τη, έφυγε !» έκανε κυττάζοντας έξω από το παράθυρο καθώς άκουσε την εξώπορτα να κλείνει. «Καημένη, μικρή κυρά ! Τα ρούχα της δείχνουν πιο ξέθωρα απ’ότι όταν ήρθε στο Χέλστοουν πριν ένα χρόνο. Τότε δεν είχε ούτε μια μανταρισμένη κάλτσα και όλα της τα γάντια ήταν ολοκαίνουρια. Και τώρα….!»