« Γαλήνη»
Το σπίτι έμοιαζε αφύσικα ήσυχο μετά από όλο εκείνον τον φόβο
και την ταραχή. Ο πατέρας της
φρόντισε να γίνουν όλες οι ετοιμασίες για να ξεκουραστεί και να τονωθεί κατά
την επιστροφή της κι έπειτα ξαναπήρε τη συνηθισμένη του θέση και βυθίστηκε σε ένα από τα θλιβερά
όνειρα που έβλεπε με τα μάτια ανοιχτά. Η Ντίξον είχε βρει την Μαίρη Χίγκινς για
να την κατσαδιάζει και να της δίνει
διαταγές στην κουζίνα ˙ και οι εξάψαλμοί της δεν ήταν λιγότερο έντονοι επειδή
γίνονταν ψιθυριστά. Το να μιλήσει σε τόνο παραπάνω από ψίθυρο της
φαινόταν άπρεπο μια και είχαν πεθαμένο άνθρωπο στο σπίτι. Η Μάργκαρετ είχε
αποφασίσει να μην πει τίποτα για το ξαφνικό τρόμο που έζησαν λίγο πριν την
αναχώρηση. Δεν είχε νόημα να μιλήσει γι αυτό. Όλα είχαν τελειώσει ομαλά. Το
μόνο που φοβόταν ήταν μήπως ο Λέοναρντς
κατάφερνε με κάποιο τρόπο να δανειστεί χρήματα και να πραγματοποιήσει το
σχέδιό του για να ακολουθήσει τον Φρέντερικ στο Λονδίνο και να τον κυνηγήσει
εκεί. Όμως υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες
για την επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου και η Μάργκαρετ ήταν αποφασισμένη να μην
βασανίζει τον εαυτό της με το να σκέπτεται καταστάσεις τις οποίες η ίδια δεν
ήταν σε θέση να επηρεάσει. Ο Φρέντερικ
θα φρόντιζε να περιφρουρήσει τον εαυτό του τόσο καλά όσο κι αν τον προστάτευε η ίδια και σε μια –δυο
μέρες θα είχε απομακρυνθεί με ασφάλεια από την Αγγλία.
«Φαντάζομαι ότι αύριο θα λάβουμε νέα από τον κύριο Μπελ,» είπε η Μάργκαρετ.
«Ναι,» απάντησε ο πατέρας της. « Έτσι υποθέτω.»
«Φαντάζομαι ότι αύριο θα λάβουμε νέα από τον κύριο Μπελ,» είπε η Μάργκαρετ.
«Ναι,» απάντησε ο πατέρας της. « Έτσι υποθέτω.»
«Αν μπορεί να έρθει, τότε μέχρι αύριο βράδυ θα είναι εδώ,
πιστεύω.»
«Αν δεν μπορέσει να έρθει, θα παρακαλέσω τον κύριο Θόρντον να έρθει μαζί μου στην
κηδεία. Δεν μπορώ να πάω μόνος μου. Θα καταρρεύσω εντελώς.»
«Μην παρακαλέσεις τον κύριο Θόρντον, πατέρα. Άσε με να έρθω
μαζί σου.» είπε η Μάργκαρετ με ορμή.
«Εσύ ! Καλό μου παιδί, δεν συνηθίζεται να λαμβάνουν μέρος οι
γυναίκες.»
............................................................................
Η Μάργκαρετ δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να πείσει τον πατέρα της να μην καλέσει τον κύριο Θόρντον. Είχε μια απερίγραπτη απροθυμία να γίνει αυτή η ενέργεια. Το βράδυ πριν την κηδεία ήρθε ένα επίσημο σημείωμα από την κυρία Θόρντον στην δεσποινίδα Χέηλ, που έλεγε ότι κατόπιν επιθυμίας του γιού της η άμαξά τους θα ακολουθούσε την πομπή της κηδείας, αν αυτό δεν δυσαρεστούσε την οικογένεια. Η Μάργκαρετ έριξε το γράμμα στον πατέρα της.
Η Μάργκαρετ δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να πείσει τον πατέρα της να μην καλέσει τον κύριο Θόρντον. Είχε μια απερίγραπτη απροθυμία να γίνει αυτή η ενέργεια. Το βράδυ πριν την κηδεία ήρθε ένα επίσημο σημείωμα από την κυρία Θόρντον στην δεσποινίδα Χέηλ, που έλεγε ότι κατόπιν επιθυμίας του γιού της η άμαξά τους θα ακολουθούσε την πομπή της κηδείας, αν αυτό δεν δυσαρεστούσε την οικογένεια. Η Μάργκαρετ έριξε το γράμμα στον πατέρα της.
«Ω, ας μην κρατήσουμε τέτοια τυπικά,» είπε. «Ας πάμε μόνοι
μας – εγώ κι εσύ, πατέρα. Δεν νοιάζονται για εμάς διαφορετικά, θα
προσφερόταν να έρθει ο ίδιος και δεν θα
πρότεινε να στείλει μια άδεια άμαξα.»
«Νόμιζα πως ήσουν εντελώς αντίθετη στο να έρθει, Μάργκαρετ»
είπε ο κύριος Χέηλ με κάποια έκπληξη.
«Πραγματικά. Δεν τον θέλω να έρθει καθόλου ˙ και κυρίως
απεχθάνομαι την ιδέα του να τον καλέσουμε εμείς. Όμως αυτό μοιάζει τόσο πολύ με
παρωδία πένθους που δεν το περίμενα από αυτόν.»
Αναλύθηκε σε δάκρυα ξαφνιάζοντας τον πατέρα της.
Είχε καταπιέσει τόσο τη θλίψη της, σκεπτόμενη διαρκώς τους
άλλους, τόσο ευγενική και υπομονετική
στα πάντα, ώστε ο πατέρας της αδυνατούσε να καταλάβει την αποψινή
της αναστάτωση. Έμοιαζε ταραγμένη και
ανήσυχη, και παρά την τρυφερότητα που
της επιδαψίλευε με τη σειρά του ο πατέρας της, εκείνη έκλαιγε ολοένα και
περισσότερο.
.......................................................................
Δεν ήταν μόνο το γεγονός
της παραμονής του Φρέντερικ στο Λονδίνο που την αναστάτωνε, αλλά
και κάποιες νύξεις για την αναγνώριση που είχε λάβει χώρα την τελευταία στιγμή στο Μίλτον, και η πιθανότητα
μιας καταδίωξης – όλα αυτά που της
πάγωναν το αίμα , τι επίδραση θα είχαν στον πατέρα της; Πολλές φορές η Μάργκαρετ μετάνιωσε για τη
πρότασή της και μάλιστα για την σπουδή που έδειξε να συμβουλευτούν τον κύριο
Λέννοξ. Προς το παρόν, έμοιαζε σαν να ήταν μικρή η καθυστέρηση – απλά θα
αύξαινε ανεπαίσθητα τις μικρές
πιθανότητες εντοπισμού ˙ κι όμως, όσα είχαν συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή,
έτειναν να κάνουν την συνάντηση με τον κύριο Λέννοξ τόσο ανεπιθύμητη. Η
Μάργκαρετ, πολέμησε σκληρά αυτή της την μεταμέλεια μ’όλο που τώρα πια ήταν
ανώφελο. Το να μέμφεται τον εαυτό
της επειδή είπε κάτι που τη δεδομένη
στιγμή φαινόταν σωστό όμως τα κατοπινά
γεγονότα το έκαναν να φαίνεται τόσο
ανόητο. Όμως ο πατέρας της είχε πέσει σε πολύ βαθιά κατάθλιψη σωματικά και
νοητικά ώστε να μπορέσει να το
κατανοήσει με βάση τη λογική – θα παραδινόταν αμαχητί σε όλες τις αφορμές που
θα είχε για να μετανοιώσει οικτρά, για κάτι το οποίο δεν μπορούσε να
αποφευχθεί. Η Μάργκαρετ ανασύνταξε όσες δυνάμεις είχε προς αρωγή και βοήθεια της . Ο πατέρας
της έμοιαζε να έχει ξεχάσει ότι είχανε κάποιο λόγο να περιμένουν γράμμα από τον
Φρέντερικ εκείνο το πρωί. Ήταν απορροφημένος σε μια και μόνη ιδέα – ότι θα του στερούσαν το μοναδικό ορατό τεκμήριο
της παρουσίας της γυναίκας του και δεν θα την ξανάβλεπε πια. Έτρεμε φριχτά καθώς
ο βοηθός του νεκροθάφτη τακτοποιούσε τα πένθιμα κρέπια μπροστά του. Κύτταξε τη Μάργκαρετ με βαθιά μελαγχολία, και όταν του
επετράπη πήγε κοντά της με ασταθές βήμα ψιθυρίζοντας : « Προσευχήσου για χάρη μου,
Μάργκαρετ. Δεν μου έχει μείνει καθόλου δύναμη.
Δεν μπορώ να προσευχηθώ. Άφησα να μου την πάρουν γιατί έπρεπε.
Προσπαθώ να το αντέξω- πραγματικά προσπαθώ. Ξέρω ότι είναι το θέλημα του Θεού. Όμως δεν μπορώ να
καταλάβω γιατί πέθανε. Προσευχήσου για μένα Μάργκαρετ, να βρω τη δύναμη να
προσευχηθώ. Είναι μεγάλη στενωπός, παιδί μου.»
Η Μάργκαρετ κάθισε δίπλα του στην άμαξα, σχεδόν
υποβαστάζοντάς τον στα χέρια της. Επανέλαβε όλες τις ευλαβικές φράσεις της
θείας παρηγοριάς ή των κειμένων που μιλούσαν για εγκαρτέρηση, τα οποία μπορούσε
να θυμηθεί. Η φωνή της δεν έτρεμε στο ελάχιστο και αυτό έδωσε και στην ίδια κουράγιο. Τα
χείλη του πατέρα της κινούνταν ακολουθώντας την, επαναλαμβάνοντας μαζί της τα
τόσο γνώριμα κείμενα. Ήταν τρομερό να βλέπει κανείς την αγωνιώδη προσπάθεια που
έκανε με υπομονή για να κερδίσει την εγκαρτέρηση την οποία δεν είχε ο ίδιος τη δύναμη να βρει
στην καρδιά του, ως ένα κομμάτι του εαυτού του.
Η Μάργκαρετ ένοιωσε το σθένος της σχεδόν να καταρρέει καθώς
η Ντίξον με μια ελαφριά κίνηση του
χεριού, τής έστρεψε την προσοχή στον Νίκολας Χίγκινς και την κόρη του που
στέκονταν κάπως παράμερα αλλά παρακολουθούσαν την τελετή με βαθιά αφοσοίωση. Ο Νίκολας φορούσε τα
συνηθισμένα του ρούχα της δουλειάς αλλά στο καπέλο του είχε ραμμένο ένα μαύρο
κρέπι - ένα σημάδι πένθους που δεν είχε
δείξει στην μνήμη της κόρης του της Μπέσυ. Μα ο κύριος Χέηλ δεν είδε τίποτα.
Συνέχισε να μιλά μόνος του, επαναλαμβάνοντας μηχανικά τα λόγια της εξοδίου ακολουθίας
καθώς τα διάβαζε ο ιερέας. Αναστέναξε δύο –τρεις φορές όταν όλα
τελείωσαν, και ύστερα εναποθέτοντας το
χέρι του στο μπράτσο της Μάργκαρετ αφέθηκε σιωπηλά να τον οδηγήσει ως να ήταν
τυφλός κι εκείνη η πιστή του οδηγός.
Η Ντίξον έκλαιγε με δυνατούς λυγμούς, είχε καλύψει με το
μαντήλι της το πρόσωπό της , τόσο απορροφημένη στην θλίψη της που δεν
αντιλήφθηκε ότι το πλήθος που συνήθως συγκεντρώνεται σε τέτοιες περιπτώσεις
είχε αρχίσει να διαλύεται, μέχρι που άκουσε κάποιον δίπλα της να της μιλά. Ήταν
ο κύριος Θόρντον. Βρισκόταν εκεί καθ’όλη τη διάρκεια της τελετής, με το κεφάλι
σκυφτό πίσω από μια ομάδα ανθρώπων έτσι που στην ουσία κανείς δεν τον
αναγνώρισε.
« Σας ζητώ συγνώμη, αλλά μήπως θα μπορούσατε να μου πείτε
πώς είναι ο κύριος Χέηλ; Και η δεσποινίδα Χέηλ ; Θα ήθελα να μάθω πώς είναι και
οι δύο.»
«Φυσικά, κύριε. Πώς να είναι; Ο κύριος φοβερά συντετριμμένος. Η
δεσποινίδα Χέηλ αντέχει καλύτερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς.»
Ο κύριος Θόρντον θα προτιμούσε να είχε μάθει ότι την
βασάνιζε η φυσιολογική θλίψη. Εν πρώτοις ήταν αρκετά εγωιστής ώστε να τον
ευχαριστεί η ιδέα πως θα μπορούσε να την παρηγορήσει και να την ανακουφίσει με
την απέραντη αγάπη του - κάτι που
έμοιαζε πολύ με την περίεργη, παθιασμένη ευχαρίστηση που ενέχεται στην καρδιά
μιας μητέρας που το άρρωστο παιδί της
κουρνιάζει κοντά της και εξαρτάται από την ίδια για το παραμικρό. Όμως αυτό το
υπέροχο όραμα του τι θα μπορούσε να συμβεί – και στο οποίο, παρά την αποστροφή
της Μάργκαρετ θα είχε παραδοθεί μόλις λίγες μέρες πριν- έγινε
άθλια συντρίμμια καθώς θυμήθηκε
τι είχε δει κοντά στο σταθμό του Άουτγουντ . « Άθλια συντρίμμια!» οι λέξεις
δεν ήταν αρκετά δυνατές για να το περιγράψουν. Τον στοίχειωνε η ανάμνηση του
όμορφου νεαρού άνδρα με τον οποίο την είχε δει σε στάση τέτοιας οικειότητας και
εμπιστοσύνης, κι αυτή η ανάμνηση τον διαπερνούσε οδυνηρά μέχρι που τον έκανε να
σφίγγει τις γροθιές του για να καταλαγιάσει τον πόνο. Τόσο αργά, τόσο μακριά από το σπίτι της! Χρειάστηκε τεράστια ηθική προσπάθεια για να
χαλυβδώσει την εμπιστοσύνη του – τόσο απόλυτα δοσμένη μέχρι πρότινος- προς την
αγνή και αιθέρια σεμνότητα της Μάργκαρετ. Όταν σταματούσε την προσπάθεια, η εμπιστοσύνη του τρεμόσβηνε αδύναμη και νεκρωνόταν και ξέφρενες σκέψεις
οργίαζαν σαν εφιάλτες στο μυαλό του. Και να που αυτό που τον κατέτρωγε
επιβεβαιωνόταν ως ένα βαθμό. « Αντέχει καλύτερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς».
Εκείνη προσέβλεπε με ελπίδα σε κάτι, σε κάτι τόσο λαμπερό που -θα μπορούσε να φωτίσει ακόμα και τις
σκοτεινές ώρες μιας φιλόστοργης
θυγατέρας που ορφάνεψε μόλις πρόσφατα. Ναι ! Ήξερε τον τρόπο με τον οποίο
εκείνη θα αγαπούσε. Με τον να την αγαπήσει, είχε αποκτήσει από ένστικτο
την γνώση των δικών της ικανοτήτων. Η
ψυχή της θα περπατούσε θριαμβευτικά λουσμένη στο φως αν κάποιος άνδρας ήταν άξιος με τη δύναμη της
αγάπης του να κερδίσει την δική της αγάπη.
Ακόμα και στην ώρα του πένθους θα αναπαυόταν με ειρηνική εμπιστοσύνη στην αγάπη εκείνου. Στην αγάπη εκείνου. Ποιός
ήταν; Εκείνος ο άλλος άνδρας. Και το
γεγονός ότι υπήρχε κάποιος άλλος ήταν αρκετό για να κάνει το ωχρό, αδύνατο
πρόσωπο του κυρίου Θόρντον να χλωμιάσει ακόμα περισσότερο και να γίνει πιο
βλοσυρό ακούγοντας την απάντηση της Ντίξον.
«Υποθέτω ότι ίσως περάσω για μια επίσκεψη.» είπε ψυχρά. «
Για να δω τον κύριο Χέηλ, δηλαδή. Ίσως μπορέσει να με δεχθεί από μεθαύριο.»
..............................................................................
Για κάποιο λόγο έτυχε η Ντίξον να μην αναφέρει στην
Μάργκαρετ τη συνομιλία που είχε με τον κύριο Θόρντον. Μπορεί να ήταν απλά
σύμπτωση αλλά η Μάργκαρετ δεν έμαθε ποτέ ότι εκείνος ήταν παρών στην κηδεία της
μητέρας της.»