Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Κεφάλαιο 39ο "Κάνοντας φίλους".



   Όπως σας υποσχέθηκα, μέσα στον Απρίλη ολοκληρώθηκε το 39ο. Και τί κεφάλαιο....! Η Μάργκαρετ προβαίνει σε μια σημαντική ανακάλυψη! Εμείς βέβαια, το είχαμε δει να'ρχεται ...!

 

    «Κaνοντας φiλους»


Η Μάργκαρετ, αφού άφησε μόνη της την κυρία Θόρντον, πήγε και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω, όπως έκανε και παλαιότερα κάθε φορά που εκνευριζόταν. Όμως, καθώς θυμήθηκε ότι σε εκείνο το σπίτι με τους λεπτούς τοίχους τα πάντα ακούγονταν από το ένα δωμάτιο στο άλλο, κάθισε μέχρι να ακούσει την κυρία Θόρντον να φεύγει για τα καλά από το σπίτι. Πίεσε τον εαυτό της να ξαναθυμηθεί την συνομιλία που είχαν. Υποχρέωσε την μνήμη της να  την ανατρέξει λέξη προς λέξη. Στο τέλος, σηκώθηκε και μονολόγησε μελαγχολικά:
«Όπως και να ‘χει, τα λόγια της δεν με αγγίζουν. Πέφτουν άχρηστα από πάνω μου, γιατί είμαι αθώα απ’ όλα όσα μου καταλογίζει. Όμως είναι σκληρό να σκέφτομαι ότι κάποιος – και μάλιστα γυναίκα – μπορεί να πιστέψει αυτά τα πράγματα για μια άλλη, τόσο εύκολα. Είναι σκληρό και θλιβερό. Για εκείνο το οποίο πραγματικά έχω φταίξει δεν με κατηγορεί – γιατί δεν το ξέρει. Εκείνος δεν  της το είπε. Έπρεπε να το καταλάβω ότι δεν θα το έκανε!»
Σήκωσε το κεφάλι της ψηλά σαν να αισθανόταν περήφανη για όποια αβρότητα αισθημάτων είχε τυχόν δείξει ο κύριος Θόρντον. Έπειτα, καθώς μια καινούρια σκέψη πέρασε από το μυαλό της, έσφιξε τα χέρια της το ένα με το άλλο.
« Κι αυτός θα πίστεψε ότι ο καημένος ο Φρέντερικ ήταν κάποιος εραστής μου.»
(Κοκκίνησε  στη σκέψη και μόνο της λέξης) «Τώρα το καταλαβαίνω. Δεν είναι μόνο ότι γνωρίζει το ψέμα που είπα, αλλά πιστεύει επίσης ότι κάποιος άλλος έχει αισθήματα για μένα και ότι εγώ – Ω, Θεέ μου, Ω, Θεέ μου! Τι θα κάνω ;  Τι λέω;  Γιατί με νοιάζει το τι σκέφτεται, πέραν του ότι έχω χάσει  την καλή του γνώμη σε σχέση με το αν είπα ή όχι την αλήθεια ; Δεν ξέρω τι να πω. Αλλά είμαι πολύ δυστυχισμένη. Ω, πόση δυστυχία έφερε αυτή η χρονιά! Δεν έζησα σαν νεαρή κοπέλα, σαν γυναίκα. Δεν έχω πια ελπίδα να ζήσω σαν γυναίκα, γιατί δεν θα παντρευτώ ποτέ. Προβλέπω να έχω τις ίδιες θλίψεις και βάσανα που έχει μια ηλικιωμένη και με τον ίδιο φόβο στην καρδιά. Είμαι κατάκοπη πια με το να πρέπει να δείχνω συνέχεια  δυνατή. Για χάρη του πατέρα, θα μπορούσα να αντέξω γιατί αυτό είναι φυσιολογικό και ευσεβές καθήκον μου. Και νομίζω πως θα μπορούσα να αντέξω και στα – όπως και να’χει  μπορούσα να έχω  την δύναμη να αντικρούσω τις  άδικες και απρεπείς υποψίες της κυρίας Θόρντον. Όμως είναι σκληρό να νοιώθω ότι εκείνος με έχει εντελώς παρεξηγήσει ! Τι έπαθα σήμερα και είμαι τόσο χάλια ; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Κάποιες φορές πρέπει να τα παρατάω.  Όμως όχι, δεν θα το κάνω,» είπε και τινάχτηκε επάνω. «Δεν θα το κάνω, δεν θα σκεφτώ ποιά είμαι και πού βρίσκομαι. Δεν θα αναλύσω τα αισθήματά μου. Δεν θα ωφελούσε τώρα. Κάποια στιγμή, αν ζήσω, όταν θα έχω γεράσει και θα κάθομαι δίπλα στη φωτιά κυττάζοντας τη θράκα, ίσως να αναπολήσω τη ζωή που θα μπορούσα να έχω ζήσει.»
Όλη αυτήν την ώρα, ετοιμαζόταν βιαστικά για να βγει έξω, σταματώντας μονάχα πού και πού για να σκουπίσει με μια ανυπόμονη κίνηση τα δάκρυά της, ξέροντας ότι θα συνεχίσουν να αναβλύζουν παρά την γενναιοψυχία της.
«Νομίζω πως πολλές γυναίκες κάνουν τέτοια θλιβερά  λάθη όπως εγώ και το ανακαλύπτουν όταν είναι πολύ αργά. Και  πόσο βιαστικά, με πόση αυθάδεια του μίλησα εκείνη την ημέρα! Όμως, τότε δεν ήξερα!  Μου συνέβη σιγά-σιγά και δεν ξέρω πότε άρχισε. Τώρα δεν θα τα παρατήσω. Θα μου είναι πολύ δύσκολο να συμπεριφερθώ με τον ίδιο τρόπο απέναντί του, έχοντας αυτήν την άθλια επίγνωση, αλλά θα είμαι πολύ ήρεμη, πολύ ήσυχη και θα μιλήσω ελάχιστα. Αλλά σίγουρα, μπορεί να μην τον δώ. Προφανώς, μας αποφεύγει. Αυτό θα ήταν το χειρότερο απ’ όλα. Και δεν είναι περίεργο που με αποφεύγει, αφού έχει αυτήν την γνώμη για μένα.»
Βγήκε έξω γρήγορα με κατεύθυνση προς την εξοχή προσπαθώντας με το γρήγορο βάδισμα να αποφύγει τις σκέψεις.


..........................................................................................................................................................


Βρήκε τον Νίκολας απασχολημένο με το να προσπαθεί να κάνει ένα νόμισμα να στριφογυρίσει πάνω στη συρταριέρα για να διασκεδάσει τα τρία μικρότερα παιδιά που ήταν γαντζωμένα πάνω του χωρίς φόβο. Τόσο αυτός όσο και τα παιδιά χαμογελούσαν πλατιά όταν το νόμισμα κατάφερνε να στριφογυρίσει  για πολλή ώρα. Η Μάργκαρετ σκέφτηκε ότι αυτή η χαρούμενη όψη και το ενδιαφέρον που έδειχνε στο παιχνίδι  ήταν καλό σημάδι. Όταν το νόμισμα σταμάτησε να στριφογυρνάει, ο «μικούλης Τζόννυ» άρχισε να κλαίει.
«Έλα σε μένα» είπε η Μάργκαρετ, σηκώνοντάς τον από την συρταριέρα και κρατώντας τον στην αγκαλιά της. Κράτησε το ρολόι της στο αυτί του ενώ παράλληλα ρωτούσε τον  Νίκολας αν είχε δει τον κύριο Θόρντον.
Το ύφος του άλλαξε αμέσως.
«Αμέ, πώς!» είπε. «Τον είδα και τον άκουσα και με το παραπάνω!»
«Σου αρνήθηκε λοιπόν ;» είπε η Μάργκαρετ λυπημένα.
« Όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Το’ξερα δα, απ’την αρχή.  Δε ‘φελάει να περιμένεις λύπηση από ‘κείνους εκεί τους αφεντάδες. Σύ ‘σαι ξενομερίτισσα, φερμένη απ’ αλλού και δεν ξέρεις τα χούγια τους. Ελόγου μου όμως τα ξέρω.»
«Λυπάμαι που σου το ζήτησα. Ήταν θυμωμένος; Δεν σου μίλησε όπως ο Χάμπερ, έτσι;»
«Δεν  μου φέρθηκε και με το γάντι!» είπε ο Νίκολας στριφογυρίζοντας άλλη μια φορά το νόμισμα, προς τέρψιν τόσο των παιδιών όσο και δική του. «Μη σκάς. Δεν έγινε τίποτα. Θα βγώ στη γύρα αύριο. Αλλά κι εγώ δεν του χαρίστηκα. Του’πα πως δεν είχα και την καλύτερη γνώμη για λόγου του και πώς ούτε που θα ματα’ρχόμουν στο εργοστάσιό του, αλλά πως με παρακάλεσες εσύ και σου’ κανα το χατίρι.»
«Του είπες πως σε έστειλα εγώ;»
«Δεν ξέρω αν είπα το όνομά σου. Δεν θυμάμαι αν το ’κανα. Είπα ότι μια κυρά που δεν κάτεχε κι αυτή με ορμήνεψε να πάω να δω άμα έχει μια στάλα ανθρωπιά στην καρδιά του.»
«Και εκείνος….» είπε η Μάργκαρετ.
«Μου ‘πε να σου πώ να κυττάς τη δουλειά σου – Ε, ρε τι στριφογύρισμα ήταν αυτό, λεβέντες μου;! - Και με στόλισε και μένα με διάφορες κουβέντες. Δεν πειράζει όμως. Δε χάσαμε τίποτα που είχαμε. Κάλιο να πάω να σπάω πέτρες στο δρόμο παρά να αφήσω τούτα ‘δω να πεινάσουνε.»
Η Μάργκαρετ έβαλε ξανά  πίσω στη θέση του τον Τζώννη που πάσχιζε να ξεφύγει από την αγκαλιά της.
«Συγνώμη που σου ζήτησα να πας στον κύριο Θόρντον. Είμαι απογοητευμένη  μαζί του.»
Ακούστηκε ένας ανάλαφρος θόρυβος πίσω της. Η Μάργκαρετ κι ο Νίκολας γύρισαν ταυτόχρονα να δουν. Πίσω τους στεκόταν ο κύριος Θόρντον με ένα ύφος που φανέρωνε δυσάρεστη έκπληξη. Ενστικτωδώς, η Μάργκαρετ ξεγλίστρησε δίπλα του και  τον προσπέρασε βιαστικά, χωρίς να πεί λέξη, κάνοντας μόνο μια βαθιά υπόκλιση για να κρύψει την ξαφνική χλωμάδα που απλώθηκε στο πρόσωπό της. Εκείνος την χαιρέτησε με μια εξίσου βαθιά υπόκλιση και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Καθώς προχωρούσε βιαστικά για της κυρίας Μπάουσερ, άκουσε τον σύρτη να κλείνει και αυτός ο ήχος φάνηκε να επιτείνει την ντροπή της.


Κι εκείνος ενοχλήθηκε που την βρήκε εκεί. Υπήρχε τρυφερότητα  στην καρδιά του – «ανθρωπιά» όπως το έλεγε ο Νίκολας- αλλά από κάποιο αίσθημα υπερηφάνειας την έκρυβε. Ήταν κάτι ιερό και πολύτιμο που ζηλόφθονα προσπαθούσε να το προστατεύσει. Όμως, μολονότι φοβόταν να παραδεχτεί την ευαισθησία του, αντίθετα, έκανε το παν για να μάθουν όλοι ότι ήταν ένας άνθρωπος με υψηλό αίσθημα δικαίου. Και ένοιωθε ότι είχε φανεί άδικος με το να ακούσει τόσο περιφρονητικά το αίτημα ενός ανθρώπου που περίμενε ταπεινά και με υπομονή πέντε ώρες για να του μιλήσει.
Το ότι ο άνθρωπος αυτός του είχε μιλήσει με αυθάδεια, δεν είχε σημασία για τον κύριο Θόρντον ˑ μάλλον τον συμπαθούσε γι αυτό και είχε επίγνωση της δικής του οξύθυμης διάθεσης εκείνη τη στιγμή, άρα ήταν κι οι δύο πάτσι.  Ήταν εκείνες οι πέντε ώρες αναμονής που έκαναν εντύπωση στον κύριο Θόρντον. Ο ίδιος δεν είχε πέντε ώρες για χάσιμο.
Όμως θυσίασε μια - δύο ώρες από τον σκληρό, βαθιά πνευματικό   αλλά και σωματικό μόχθο του για να συγκεντρώσει πληροφορίες για την πιστότητα της ιστορίας του Χίγκινς, το χαρακτήρα του και τη ζωή του. Θέλοντας και μη, πείστηκε ότι όσα είχε πει ο Χίγκινς  ήταν αλήθεια. Κι έπειτα, αυτή η πεποίθηση εισχώρησε ως δια μαγείας και άγγιξε την άδηλη ευαισθησία της καρδιάς του. Η υπομονή που έδειξε αυτός ο άνθρωπος, η απλή γενναιοδωρία των κινήτρων του (επειδή έμαθε για τον καυγά που είχε ο Χίγκινς με τον Μπάουσερ) τον έκανε να ξεχάσει τις αιτιολογίες περί δικαιοσύνης και μόνον και να τις υπερπηδήσει χάρις ενός θεϊκότερου ενστίκτου. Ήρθε να πει στον Χίγκινς ότι θα του πρόσφερε εργασία ˙ και ήταν περισσότερο ενοχλημένος που βρήκε την Μάργκαρετ εκεί παρά που άκουσε τα τελευταία της λόγια˙ επειδή τότε κατάλαβε πως αυτή ήταν η γυναίκα που τον είχε πιέσει να πάει να τον δει. Και έτρεμε να αφήσει να εισχωρήσει στο μυαλό του η σκέψη της σαν το κίνητρο πίσω από την πράξη του, απλά επειδή ήταν αλήθεια.
«Αυτή ήταν λοιπόν η κυρία για την οποία μου έλεγες;» είπε εκνευρισμένος στον Χίγκινς. «Θα μπορούσες να μου το είχες πει ποια ήταν.»
«Και το λοιπόν, θα μου μίλαγες πιο ευγενικά ; Έχεις μια μητέρα τέτοια που θα έπρεπε να σε κάνει να το ξανασκεφτείς πριν πεις ότι οι γυναίκες φέρνουν την πανούκλα.»
« Και βεβαίως, το είπες αυτό στην δεσποινίδα Χέηλ.»
«Φυσικά και το’πα. Τουλάχιστον έτσι θαρρώ. Της είπα να μην ανακατευτεί ξανά στις δουλειές σου.»


«Αυτά τα παιδιά; Δικά σου είναι;» Ο κύριος Θόρντον, από τις πληροφορίες που είχε πάρει,  γνώριζε πολύ καλά τίνος  ήταν τα παιδιά αλλά αισθανόταν αμήχανα και ήθελε να  μεταστρέψει τη συζήτηση από αυτήν την αποθαρρυντική εκκίνηση.
«Δεν είναι παιδιά μου, αλλά είναι δικά μου.»
«Είναι τα παιδιά για τα οποία μου μίλησες σήμερα το πρωί;»
«Όταν μου είπες, » απάντησε ο Χίγκινς στρέφοντας με θυμό που μετά βίας συγκρατούσε, « ότι η ιστορία μου μπορεί να ‘ταν αλήθεια, μπορεί και όχι αλλά σου’μοιαζε για ψεύτικη. Αφεντικό, δεν το ‘χω ξεχάσει.»
Ο κύριος Θόρντον έμεινε σιωπηλός για λίγο κι έπειτα είπε: «Ούτε εγώ. Θυμάμαι τι είπα. Δεν είχα δικαίωμα να σου μιλήσω γι αυτά τα παιδιά με τέτοιο τρόπο. Δεν σε πίστεψα. Δεν θα μπορούσα να αναλάβω τη φροντίδα των παιδιών ενός άλλου αν μου είχε φερθεί με τον τρόπο που έμαθα πως σου φέρθηκε ο Μπάουσερ. Τώρα όμως ξέρω ότι έλεγες αλήθεια. Σου ζητώ συγνώμη.»
Ο Χίγκινς δεν γύρισε ούτε αποκρίθηκε αμέσως. Όμως όταν μίλησε, ήταν σε πιο ήπιο τόνο αν και τα ίδια τα λόγια του είχαν αρκετή τραχύτητα.
«Δεν είχες καμμιά δουλειά να γυρνάς και να ρωτάς τι έγινε με λόγου μου και τον Μπάουσερ. Αυτός είναι πεθαμένος κι εγώ έχω μετανοιώσει. Αυτό.»
« Μάλιστα. Λοιπόν, θα δουλέψεις για μένα; Αυτό ήρθα να σε ρωτήσω.»
Το πείσμα του Χίγκινς φάνηκε να κλονίζεται, ανέλαβε δυνάμεις και στάθηκε ακλόνητος. Δεν θα μιλούσε. Ο κύριος Θόρντον δεν θα του ζητούσε το ίδιο πράγμα δεύτερη φορά. Το βλέμμα του Χίγκινς έπεσε στα παιδιά.
«Με είπες θρασύ και ψεύτη και ταραχοποιό, και ίσως και να’χες δίκιο γιατί πού και πού συνήθιζα να πίνω. Και ‘γω σε είπα τύραννο, και σκυλί μαύρο, σκληρό αφεντικό και άκαρδο. Εδώ βρισκόμαστε. Αλλά, για χάρη των παιδιών, αφεντικό, θαρρείς πως μπορούμε να τα πάμε καλά;»
« Μια φορά,» είπε ο κύριος Θόρντον μισογελώντας «δεν έκανα εγώ την πρόταση να τα πάμε καλά. Αλλά κατά τα λεγόμενά σου, υπάρχει κάτι καλό: Χειρότερη γνώμη δεν θα μπορούσαμε να έχουμε ο ένας για τον άλλον από αυτήν που έχουμε τώρα.»

« Σωστά μιλάς.» είπε ο Χίγκινς αυθόρμητα. «Συλλογιόμουνα από τη στιγμή που σε είδα, τι καλά που δε με πήρες στη δούλεψή σου, γιατί καθόλου δεν θα μπορούσα να  υπακούω τις εντολές σου. Ίσως όμως να βιάστηκα να σε κρίνω, και σε ανθρώπους σαν κι ελόγου μου η δουλειά είναι πάντα δουλειά. Το λοιπόν, αφεντικό, θα έρθω. Και το πιο σπουδαίο – σ’ευχαριστώ. Ο λόγος μου συμβόλαιο,» είπε με περισσότερη ειλικρίνεια, γυρνώντας ξαφνικά και κυττάζοντας για πρώτη φορά τον κύριο Θόρντον καταπρόσωπο.
« Κι ο δικός μου επίσης.» είπε ο κύριος Θόρντον δίνοντας το χέρι του στον Χίγκινς σε μια δυνατή χειραψία. « Λοιπόν, το νου σου να είσαι συνεπής στην ώρα σου,» συνέχισε παίρνοντας πάλι το ύφος του αφεντικού. Δε θέλω χασομέρηδες στο εργοστάσιό μου. Υπάρχουν πρόστιμα και μάλιστα τσουχτερά. Και με το πρώτο που θα σε δω να κάνεις φασαρία, έφυγες. Τώρα λοιπόν ξέρεις με τι έχεις να κάνεις.»
« Είπες κάτι για τη διάνοιά μου, σήμερα το πρωί. Να υποθέσω ότι θα πρέπει να κουβαλάω και το μυαλό μου μαζί, ειδάλλως θα μ’ έχεις να σου δουλεύω χωρίς μυαλό.»
«Άσ’το μυαλό σου στην άκρη αν είναι να ανακατεύεσαι στις δουλειές μου. Να το χρησιμοποιείς μόνο αν  πρόκειται για τις δικές σου δουλειές.»
«Θα χρειαστώ μια στάλα μυαλό για να ξεχωρίσω ποιες είναι οι δικές σου δουλειές και ποιες είναι οι δικές μου .»
«Η δική σου δουλειά δεν ξεκίνησε ακόμα και η δικιά μου αφορά ακόμα εμένα. Καλό σου απόγευμα.»
Λίγο πριν φτάσει ο κύριος Θόρντον στην πόρτα της κυρίας Μπάουσερ, βγήκε από αυτήν η Μάργκαρετ. Δεν τον είδε, και την ακολούθησε για λίγο, θαυμάζοντας το ανάλαφρο και άνετο βάδισμά της, την ψηλή και λυγερή της κορμοστασιά. Όμως ξαφνικά, αυτή η απλή αίσθηση ευχαρίστησης κηλιδώθηκε, δηλητηριάστηκε από τη ζήλεια. Ήθελε να την προφτάσει και να της μιλήσει, να δει πώς θα τον αντιμετωπίσει τώρα που  ήξερε ότι κι ο ίδιος γνώριζε για εκείνη την άλλη σχέση της. Ήθελε επίσης, αλλά γι αυτήν του την επιθυμία μάλλον ντρεπόταν, ότι  είχε δικαιώσει τη φρόνησή της να στείλει τον Χίγκινς σε αυτόν να του ζητήσει δουλειά, και πως είχε μετανοιώσει για την πρωινή του απόφαση.
Την πλησίασε. Εκείνη ξαφνιάστηκε.
«Επιτρέψτε μου να σας πω δεσποινίς Χέηλ ότι μάλλον βιαστήκατε να εκφράσετε την απογοήτευσή σας. Προσέλαβα τον κύριο Χίγκινς.»
«Χαίρομαι γι αυτό,» είπε εκείνη ψυχρά.
«Μου είπε πως επανέλαβε σ’εσάς αυτό που είπα σχετικά με….» ο κύριος Θόρντον δίστασε. Η Μάργκαρετ συνέχισε.
«Για το ότι δεν πρέπει να ανακατεύονται οι γυναίκες. Είχατε κάθε δικαίωμα να εκφράσετε τη γνώμη σας η οποία αναμφίβολα ήταν σωστή. Αλλά…» συνέχισε με περισσότερη ζέση, « ο Χίγκινς δεν σας είπε την  ακριβή αλήθεια.» Η λέξη ‘αλήθεια’ της θύμισε το δικό της ψέμα και σταμάτησε απότομα, νοιώθοντας τρομερά αμήχανα.
Ο κύρος Θόρντον στην αρχή απόρησε με την σιωπή της. Κατόπιν θυμήθηκε το ψέμα το οποίο είχε πει και όλα όσα συνέβησαν. «Την ακριβή αλήθεια!» είπε. «Ελάχιστοι άνθρωποι λένε την ακριβή αλήθεια. Δεν ελπίζω πια σε κάτι τέτοιο. Δεσποινίς Χέηλ, μήπως έχετε να μου δώσετε κάποια εξήγηση; Θα πρέπει να αντιλαμβάνεστε τι περνάει από το μυαλό μου.»
Η Μάργκαρετ δεν μιλούσε. Αναρωτιόταν κατά πόσο οποιαδήποτε εξήγηση θα έθετε σε κίνδυνο την αφοσίωσή της στον Φρέντερικ.
«Μπά…» είπε εκείνος «Δεν θα ρωτήσω περισσότερα.  Ίσως σας βάζω σε πειρασμό. Επί του παρόντος, πιστέψτε με ότι το μυστικό σας δεν κινδυνεύει από εμένα. Επιτρέψτε μου όμως να σας πω, ότι διατρέχετε μεγάλο κίνδυνο με το να είστε τόσο αδιάκριτη. Τώρα μιλώ σαν φίλος του πατέρα σας˙ αν είχε υπάρξει κάποια άλλη σκέψη ή ελπίδα εκ μέρους μου, αυτή έχει λήξει. Δεν ενδιαφέρομαι καθόλου.»
«Αυτό το γνωρίζω,» είπε η Μάργκαρετ, καταβάλλοντας προσπάθεια να ακουστεί αδιάφορη και ψύχραιμη. « Έχω επίγνωση του πως πρέπει να δείχνω στα μάτια σας αλλά πρόκειται για το μυστικό κάποιου άλλου προσώπου και δεν μπορώ να σας δώσω κάποια εξήγηση χωρίς να του προξενήσω ζημιά.»

«Δεν έχω την παραμικρή επιθυμία να εντρυφήσω στα μυστικά του κυρίου,» είπε εκείνος με αυξανόμενο θυμό. «Το ενδιαφέρον μου είναι για εσάς είναι απλώς αυτό ενός φίλου. Ίσως να μην με πιστεύετε δεσποινίς Χέηλ, αλλά έτσι είναι – παρά την φορτικότητα της παρουσίας μου  με την οποία σας απείλησα κάποτε – όμως όλα αυτά έχουν λήξει. Ανήκουν στο παρελθόν. Με πιστεύετε, δεσποινίς Χέηλ ;»
«Μάλιστα,» είπε η Μάργκαρετ με φωνή ήσυχη και λυπημένη.
«Τότε, πραγματικά, δεν βλέπω  για ποιο λόγο πλέον να περπατάμε μαζί. Νόμιζα ότι ίσως θα είχατε κάτι να πείτε, αλλά βλέπω ότι δεν έχουμε τίποτα εμείς οι δύο. Αν είστε απόλυτα πεπεισμένη ότι οιοδήποτε ανόητο αίσθημα εκ μέρους μου είναι οριστικά λήξαν, τότε σας εύχομαι καλό απόγευμα.» Έφυγε πολύ βιαστικός.
«Τι εννοεί;» σκέφτηκε η Μάργκαρετ. «τι ήθελε να πει με αυτά τα λόγια, σαν να έχω πάντα στο μυαλό μου ότι αυτός νοιάζεται για μένα, αφού το ξέρω πως δεν νοιάζεται – δεν μπορεί να νοιάζεται. Η μητέρα του θα του έχει πει όλα αυτά τα απαίσια πράγματα για μένα. Μα δεν θα νοιαστώ γι αυτόν. Σίγουρα είμαι αρκετά κυρία του εαυτού μου για να τιθασεύσω αυτό το παράφορο, περίεργο, άθλιο συναίσθημα που με έβαλε σε πειρασμό να προδώσω τον ίδιο τον αγαπημένο μου Φρέντερικ προκειμένου να ξανακερδίσω την καλή γνώμη εκείνου – την καλή γνώμη ενός άνδρα που προσπαθεί σκληρά να μου πει πως δεν σημαίνω τίποτα γι αυτόν. Εμπρός, καρδιά μου! Να είσαι χαρούμενη και γενναία. Δεν θα μας βοηθήσει σε τίποτα να είμαστε παραπεταμένες και έρημες.»
........................................................................................................................................