Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Κεφάλαιο 35ο "Εξιλέωση"



Το 2014 κλείνει με μια ακόμα ανάρτηση.
Το κεφάλαιο αυτό είναι αρκετά μεγάλο και η δράση προχωρά αρκετά. Γι αυτό θα ανεβάζω τα μεταφρασμένα κομμάτια καθώς θα τα τελειώνω - ελπίζω έτσι να είναι και πιο εύκολα στην ανάγνωση.
Σας ευχαριστώ για τα σχόλια και τη στήριξή σας ! Με τον καινούριο χρόνο, που εύχομαι να είναι γεμάτος υγεία, ελπίδα και πίστη στο καλύτερο για όλους μας, ελπίζω να προχωρήσουμε λιγάκι ακόμα στις ζωές και στα πάθη των ηρώων μας του Μίλτον.
Ευτυχισμένο και χαρούμενο το 2015!





Κεφάλαιο 35 «Εξιλέωση»

Ο κύριος Θόρντον παράτεινε την επίσκεψή του επί μακρόν. Ένοιωθε ότι η παρουσία του πρόσφερε ευχαρίστηση στον κύριο Χέηλ και είχε συγκινηθεί από τον τρόπο που του ζητούσε χαμηλόφωνα να μείνει λίγο περισσότερο – εκείνο το παρακλητικό «μη φύγετε ακόμα», το οποίο ο καημένος ο φίλος του επαναλάμβανε κάπου-κάπου. Απορούσε που η Μάργκαρετ δεν επέστρεψε. 
......................................................................................................................................
Και όλα αυτά, ενώ η Μάργκαρετ κειτόταν ωχρή και ακίνητη σαν πεθαμένη στο πάτωμα του γραφείου! Το φορτίο της την είχε συντρίψει. Ήταν πολύ βαρύ και το κουβαλούσε εδώ και πολύ καιρό με πραότητα και υπομονή, μέχρι που άξαφνα, σε μια στιγμή, η πίστη της κατέρρευσε και μάταια αναζητούσε να πιαστεί από κάποια ελπίδα! Μια ρυτίδα, που φανέρωνε το πόσο υπέφερε, σκοτείνιαζε το όμορφο μεσόφρυδο, μ’ όλο που κανένα άλλο σημάδι που να δήλωνε ότι είχε τις αισθήσεις της δεν υπήρχε στο πρόσωπό της. Το στόμα, μόλις πριν λίγο σφιγμένο σε άμυνα, ήταν τώρα χαλαρό και ωχρό.


" E par che de la sua labbra si mova
uno spirito soave e pien d'amore,
chi va dicendo a l'anima: sospira!"

«Και μοιάζει ως απ’τα χείλη της να βγαίνει
κάποια γλυκιά πνοή γιομάτη αγάπη
που πηαίνει στην ψυχή και λέει : ανάσα!"

(Σ.τ. Μ.  Dante Alighieri από τη συλλογή ποιημάτων Nova Vita )

..........................................................................
Η είσοδος της Ντίξον στο δωμάτιο την έκανε να συνέλθει – μόλις είχε ξεπροβοδίσει τον κύριο Θόρντον.
Εκείνος δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί από το σπίτι, όταν σταμάτησε μπροστά του ένα ιππήλατο λεωφορείο και ένας άντρας κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του, αγγίζοντας το καπέλο του σε χαιρετισμό. Ήταν ο αστυνομικός επιθεωρητής.
Ο κύριος Θόρντον ήταν αυτός που του είχε εξασφαλίσει αρχικάμια θέση στο Σώμα, και από καιρού εις καιρόν μάθαινε για την πρόοδο του προστατευόμενού του, αλλά δε συναντιόνταν συχνά, κι έτσι στην αρχή δεν τον γνώρισε.
«Ονομάζομαι Ουάτσον, κύριε – Τζώρτζ Ουάτσον, αυτός που…»
«Α, μάλιστα! Θυμάμαι! Λοιπόν, ακούω πως έχεις λαμπρή πρόοδο…»
«Μάλιστα, κύριε. Και οφείλω να σας ευχαριστήσω. Όμως έλαβα το θάρρος να σας μιλήσω για κάτι υπηρεσιακό αυτή τη φορά. Υποθέτω πως είστε ο Ειρηνοδίκης που κλήθηκε για να πάρει κατάθεση από τον άτυχο άνδρα, ο οποίος τελικά απεβίωσε χθες τη νύχτα στο νοσοκομείο;»
«Ναι» απάντησε ο κύριος Θόρντον. «Ήμουν εκεί και άκουσα κάποια ασυνάρτητη κατάθεση, η οποία σύμφωνα με τον υπάλληλο δεν είχε και μεγάλη αξία. Φοβάμαι ότι επρόκειτο για περίπτωση αλκοολικού, αν και αναμφίβολα ο θάνατός του προκλήθηκε από βίαιη ενέργεια. Είχε αρραβωνιαστεί με κάποια από τις υπηρέτριες της μητέρας μου, νομίζω, και σήμερα είναι πραγματικά απελπισμένη. Τι συμβαίνει με αυτόν;»
«Ξέρετε, κύριε, ο θάνατός του κατά περίεργο τρόπο σχετίζεται με κάποιο πρόσωπο της οικίας από την οποία σας είδα να βγαίνετε. Θαρρώ ανήκει σε κάποιον κύριο Χέηλ;»
«Μάλιστα!» είπε ο κύριος Θόρντον, γυρίζοντας απότομα να κοιτάξει τον επιθεωρητή με ξαφνικό ενδιαφέρον. «Τι ακριβώς συμβαίνει;»
«Λοιπόν, κύριε, φαίνεται πως έχω ξεκάθαρες αποδείξεις που εμπλέκουν κάποιον τζέντλεμαν, ο οποίος περπατούσε με την δεσποινίδα Χέηλ εκείνη τη νύχτα στον σταθμό του Άουτγουντ, ως τον άνθρωπο που έσπρωξε τον Λέοναρντς από την αποβάθρα και προκάλεσε με αυτόν τον τρόπο τον θάνατό του. Όμως, η νεαρή κυρία αρνείται ότι βρισκόταν εκεί κατά την ώρα που έλαβε χώρα το συμβάν.»
«Η δεσποινίς Χέηλ αρνείται ότι βρισκόταν εκεί!» επανέλαβε ο κύριος Θόρντον με φωνή αλλοιωμένη. «Πες μου, ποιο βράδυ συνέβη αυτό; Τι ώρα;»
«Γύρω στις έξι, το βράδυ της Πέμπτης, της εικοστής έκτης.»
Περπάτησαν πλάι-πλάι για λίγο σιωπηλοί. Ο επιθεωρητής ήταν ο πρώτος που μίλησε.
«Ξέρετε, κύριε, είναι πολύ πιθανό να γίνει εισαγγελική έρευνα, και έχω την κατάθεση ενός νεαρού ο οποίος είναι απόλυτα βέβαιος -τουλάχιστον ήταν βέβαιος αρχικά- γιατί από τη στιγμή που άκουσε πως η νεαρή κυρία το αρνείται, λέει πώς δεν μπορεί να πάρει όρκο, εντούτοις είναι σχεδόν σίγουρος ότι είδε την δεσποινίδα Χέηλ στον σταθμό να περπατάει μαζί με κάποιον τζέντλεμαν, μερικά λεπτά πριν την ώρα κατά την οποία ένας από τους αχθοφόρους είδε μια συμπλοκή, η οποία θεώρησε ότι ξεκίνησε από κάποια αναιδή συμπεριφορά του Λέοναρντς, αλλά που τελικά προκάλεσε τον θάνατό του. Και βλέποντάς σας να εξέρχεστε από αυτό ακριβώς το σπίτι, κύριε, πήρα το θάρρος να ρωτήσω μήπως… Ξέρετε, είναι πάντα εξαιρετικά δύσκολο, όταν πρόκειται για περιπτώσεις διαφιλονικούμενης ταυτότητας, και δεν είναι καθόλου ευχάριστο να αμφισβητεί κανείς τον λόγο μιας ευϋπόληπτης νεαρής κυρίας, εκτός αν έχει ισχυρές ενδείξεις περί του αντιθέτου.»
«Ώστε, λοιπόν, το αρνείται πως βρισκόταν στον σταθμό εκείνο το βράδυ!» επανέλαβε ο κύριος Θόρντον σιγανά, με ύφος σκυθρωπό.
«Μάλιστα, κύριε, και μάλιστα δύο φορές, με ύφος κατηγορηματικό. Της είπα ότι θα την επισκεπτόμουν ξανά, αλλά βλέποντας εσάς καθώς γυρνούσα από την εξέταση του νεαρού, ο οποίος είπε στη μαρτυρία του πως ήταν εκείνη, σκέφτηκα να ζητήσω τη συμβουλή σας, τόσο με την ιδιότητά σας ως Ειρηνοδίκη που είδε τον Λέοναρντ ετοιμοθάνατο, όσο και ως του ανθρώπου που με διόρισε στο Σώμα.»
«Έπραξες πολύ σωστά» είπε ο κύριος Θόρντον. «Μην προβείς σε περαιτέρω ενέργειες μέχρι να συναντηθούμε ξανά.»
«Μα, η νεαρή κυρία θα περιμένει να την επισκεφτώ και πάλι, όπως της είχα πει.»
«Σου ζητώ να το αναβάλεις για μία ώρα μόνο. Είναι τώρα τρεις, έλα στο γραφείο μου στις τέσσερις.»
«Πολύ καλά, κύριε!»
Έτσι χώρισαν οι δρόμοι τους. Ο κύριος Θόρντον κατευθύνθηκε βιαστικά προς το γραφείο του και, αφού έδωσε αυστηρή εντολή στους υπαλλήλους του να μην τον ενοχλήσει κανείς, κλείστηκε στο ιδιαίτερο γραφείο του και κλείδωσε την πόρτα.



Έπειτα, παραδόθηκε στο μαρτύριο του να σκέφτεται ξανά τα γεγονότα όλα από την αρχή και να τα συλλογίζεται με κάθε λεπτομέρεια. Πώς αφέθηκε να παρασυρθεί από τη φαινομενικά αθώα ηρεμία της δακρύβρεχτης εικόνας της μόλις δυο ώρες πριν, έτσι ώστε να δείξει αδυναμία και να νοιώσει γι' αυτήν οίκτο και λαχτάρα, λησμονώντας την άγρια, γεμάτη υποψίες ζήλεια που είχε ξεσηκώσει μέσα του η θέα εκείνης και του άγνωστου άνδρα, και μάλιστα τόσο αργά και σε ένα τέτοιο μέρος! Πώς μπορούσε κάποια τόσο αθώα να ξεπέσει από την ευπρέπεια και την ευγένεια της ανατροφής της; Όμως ήταν πράγματι ευπρεπής; Ήταν; Μισούσε τον εαυτό του για τη σκέψη που είχε περάσει από το μυαλό του μόλις για μια στιγμή, όχι παραπάνω, κι όμως για εκείνη μονάχα τη στιγμή σκίρτησε μέσα του η προηγούμενη λαχτάρα του για εκείνη. Κι έπειτα, αυτό το ψέμα -πόσο φοβερό θα ήταν να αποκαλυφθεί τέτοιο όνειδος- γιατί στο κάτω-κάτω ένας άνδρας σαν τον Λέοναρντς, πιωμένος καθώς ήταν, θα είχε κατά πάσα πιθανότητα συμπεριφορά τόσο προκλητική ώστε να δικαιολογήσει και με το παραπάνω οποιονδήποτε αναλάμβανε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές. Ποιος ύπουλος και θανάσιμος φόβος έσπρωξε την φιλαλήθη Μάργκαρετ στο ψέμα; Σχεδόν την λυπόταν. Πώς θα τέλειωνε όλο αυτό; Εκείνη δε θα μπορούσε να διανοηθεί σε τι περιπέτειες θα έμπλεκε, αν γινόταν έρευνα και προσήγαγαν τον νεαρό ως μάρτυρα. Ξαφνικά σηκώθηκε όρθιος. Δεν επρόκειτο να γίνει καμία έρευνα. Θα έσωζε την Μάργκαρετ. Θα έπαιρνε αυτός την ευθύνη να σταματήσει την έρευνα, η έκβαση της οποίας, δεδομένης της ασάφειας του ιατρικού πορίσματος (το οποίο είχε αμυδρά ακούσει από τον εφημερεύοντα ιατρό την προηγούμενη νύχτα) θα μπορούσε να είναι αμφίβολη. Οι γιατροί είχαν ανακαλύψει κάποια ασθένεια σε αρκετά προχωρημένο στάδιο, που σίγουρα θα απέβαινε μοιραία. Ο θάνατος, σύμφωνα με αυτά που είπαν, είχε επισπευσθεί από την πτώση, είτε από τη μετέπειτα μέθη και την έκθεση στο κρύο. Αν μονάχα ήξερε εξ αρχής την εμπλοκή της Μάργκαρετ στην υπόθεση – αν είχε προβλέψει ότι η άσπιλη φήμη της θα κηλιδωνόταν από μια ψευδή κατάθεση, θα μπορούσε με μια λέξη του να τη γλιτώσει. Γιατί το αν θα γινόταν ή όχι έρευνα είχε για λίγο σταθεί μετέωρο μόλις την προηγούμενη νύχτα. Ίσως η δεσποινίς Χέηλ αγαπούσε κάποιον άλλον -αυτό ήταν κάτι που έβλεπε με αδιαφορία και περιφρόνηση- όμως μπορούσε ακόμα να της προσφέρει τις πιστές του υπηρεσίες – κάτι που εκείνη δε θα μάθαινε ποτέ. Μπορεί να την περιφρονούσε, όμως δε θα άφηνε στην καταισχύνη την γυναίκα που κάποτε είχε αγαπήσει. Και θα ήταν πράγματι όνειδος για εκείνη να δώσει δημόσια ψευδή κατάθεση μπροστά στο δικαστήριο, διαφορετικά να πρέπει να καταμαρτυρήσει τον λόγο για τον οποίο επιθυμούσε να συσκοτίσει παρά να διαφωτίσει την αλήθεια.
Οι υπάλληλοί του απόρησαν, καθώς είδαν τον κύριο Θόρντον να βγαίνει έξω κάτωχρος και βλοσυρός. Έλειψε για περίπου μισή ώρα, αλλά η όψη του είχε ελάχιστα αλλάξει, αν και η αποστολή του είχε στεφθεί με επιτυχία.
Έγραψε δυο γραμμές σε μια κόλλα χαρτί, την έβαλε σε ένα φάκελο και τον σφράγισε. Τον έδωσε σε κάποιον υπάλληλό του λέγοντας: «Είπα στον Ουάτσον -αυτόν που δούλευε εδώ στη συσκευασία και μετά πήγε στην αστυνομία- να έρθει να με συναντήσει στις τέσσερις. Μόλις συνάντησα έναν κύριο από το Λίβερπουλ που επιθυμεί να με δει πριν αναχωρήσει από την πόλη. Το νου σου να δώσεις αυτό στον Ουάτσον όταν έρθει.»
Το σημείωμα έγραφε τα παρακάτω:
«Δε θα διεξαχθεί έρευνα. Δεν υπάρχουν επαρκή ιατρικά στοιχεία για την αιτιολόγησή της. Μην προβείτε σε περαιτέρω ενέργειες. Δε συναντήθηκα με τον εισαγγελέα, αλλά αναλαμβάνω ο ίδιος την ευθύνη.»
............................................................................................................................................

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου