Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Κεφάλαιο 47ο "Κάτι λείπει"

Κεφάλαιο 47ο

"ΚΑΤΙ ΛΕΙΠΕΙ"


Περίπου εκείνη την εποχή η Ντίξον επέστρεψε από το Μίλτον και ξαναπήρε τη θέση της ως υπηρέτρια της Μαργκάρετ. Έφερε ατέρμονες ιστορίες από τα κουτσομπολιά του Μίλτον: ότι η Μάρθα είχε πάει να μείνει με την Δεσποινίδα Θόρντον, μετά το γάμο της τελευταίας, αναφορές για τις παράνυφες, τα φορέματα, τα προγεύματα εκείνης της ενδιαφέρουσας τελετής, το ότι ο κόσμος πίστευε ότι ο κύριος Θόρντον έκανε υπερβολικά πλούσιο γάμο, αν σκεφτεί κανείς ότι  έχασε πολλά χρήματα λόγω της απεργίας, και έπρεπε να πληρώσει μεγάλες  αποζημιώσεις για αθέτηση συμβολαίων. Ότι τα χρήματα που απεκόμισαν από την πώληση αντικειμένων και επίπλων – τόσο προσφιλών στην Ντίξον- ήταν ελάχιστα, κι αυτό ήταν ντροπή αν σκεφτεί κανείς πόσο πλούσιοι ήταν οι άνθρωποι στο Μίλτον. Ότι  η κυρία Θόρντον είχε έρθει μια μέρα και έκανε δύο τρεις συμφέρουσες αγορές και πως ο κύριος Θόρντον είχε έρθει την επόμενη ημέρα και θέλοντας να αγοράσει κάποια αντικείμενα, πλειοδότησε εναντίον του εαυτού του, προς μεγάλη τέρψη των παρευρισκομένων. Έτσι, καθώς σχολίασε  η Ντίξον, τα πράγματα ήρθαν σε ισορροπία: αν η κυρία Θόρντον έδωσε υπερβολικά λίγα χρήματα, ο κύριος Θόρντον έδωσε υπερβολικά πολλά.  Ο κύριος Μπέλλ είχε δώσει ένα σωρό εντολές για τα βιβλία. Δεν μπορούσε να τον καταλάβει, ήταν πολύ ιδιότροπος. Αν είχε έρθει ο ίδιος τα πράματα θα ήταν μια χαρά, αλλά οι επιστολές εύκολα μπορούν  να προκαλέσουν περισσότερη σύγχυση απ’ όσο είναι απαραίτητη.


Η Ντίξον δεν είχε πολλά να πει για τους Χίγκινς. Η μνήμη της ήταν αριστοκρατικά επιλεκτική και την πρόδιδε πάντα όταν έπρεπε να ανακαλέσει ο,τιδήποτε σχετικό με ανθρώπους κατώτερης τάξης από αυτήν στην οποία ανήκε η ίδια.  Ο Νίκολας  ήταν αρκετά καλά, πίστευε. Είχε περάσει αρκετές φορές από το σπίτι, ζητώντας να μάθει νέα από την δεσποινίδα Μάργκαρετ – ο μόνος που ενδιαφερόταν να μάθει, εκτός από τον κύριο Θόρντον. Και η Μαίρη ; Α, μα φυσικά ήταν πολύ καλά, ασούμπαλη και χοντροκομμένη όπως πάντα. Είχε ακούσει – μπορεί και να το’χε δει στον ύπνο της αν και θα ήταν περίεργο να έχει ονειρευτεί τέτοιους ανθρώπους σαν τους Χίγκινς- ότι η Μαίρη είχε  πάει να δουλέψει στο εργοστάσιο του κυρίου Θόρντον, γιατί ο πατέρας της ήθελε για εκείνην να μάθει να μαγειρεύει, αν και τι νόημα είχε αυτό, η ίδια η Ντίξον δεν είχε ιδέα. Η Μάργκαρετ έτεινε να συμφωνήσει μαζί της ότι η ιστορία αυτή  έμοιαζε τόσο ασυνάρτητη, που θα μπορούσε να είναι όνειρο. Όμως ήταν καλό που τώρα είχε κάποιον που να μπορεί να συζητήσει μαζί του για το Μίλτον και τους ανθρώπους του. Η Ντίξον δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το θέμα αυτό και περισσότερο θα προτιμούσε να κρατήσει αυτό το κομμάτι της ζωής της στη σκιά. Της άρεσε πολύ περισσότερο  να μνημονεύει  κάποιες από τις κουβέντες του κυρίου Μπέλλ, οι οποίες της είχαν εμφυσήσει κάποια υποψία για τις προθέσεις του: σκόπευε να κάνει κληρονόμο του την Μάργκαρετ. Όμως η νεαρή της κυρία, δεν την ενθάρρυνε καθόλου, και με κανέναν τρόπο δεν ικανοποιούσε τις πανούργες έρευνές της όσο εν κρυπτώ και αν τις διεξήγαγε.
Όλο αυτόν τον καιρό, η Μάργκαρετ είχε την περίεργη και απροσδιόριστη επιθυμία να ακούσει  ότι ο κύριος Μπέλλ είχε πάει για μια από τις συνηθισμένες επαγγελματικές του επισκέψεις στο Μίλτον.  Επειδή είχε καταστεί πλήρως κατανοητό ανάμεσά τους, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στο Χέλστοουν, ότι η εξήγηση την οποία εκείνη επιθυμούσε, θα δινόταν στον κύριο Θόρντον μόνο προφορικά και  πως ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση δεν θα του επιβαλλόταν φορτικά.


Ο κύριος Μπέλλ, δεν ήταν καλός στην αλληλογραφία, αλλά έγραφε από καιρού εις καιρόν μακροσκελείς  ή σύντομες επιστολές, ανάλογα με την διάθεσή του και μ’ όλο που η Μάργκαρετ δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι έτρεφε κάποιες ελπίδες κατά την παραλαβή τους, εντούτοις τις έβαζε κατά μέρος με ένα αμυδρό αίσθημα απογοήτευσης. Δεν επρόκειτο να πάει στο Μίλτον. Δεν ανέφερε τίποτα γι αυτό, ποτέ. Εντάξει, λοιπόν, θα έπρεπε να είναι υπομονετική. Αργά ή γρήγορα τα πράγματα θα ξεκαθάριζαν. Οι επιστολές του κυρίου Μπέλλ φανέρωναν έναν χαρακτήρα διαφορετικό από αυτόν που είχε συνηθίσει η Μάργκαρετ. Ήταν σύντομα, γεμάτα παράπονα και κάθε τόσο διέκρινε μια ψήγματα πικρίας,  κάτι  ασυνήθιστο γι αυτόν. Δεν αδημονούσε για το μέλλον, φαινόταν να μετανιώνει για το παρελθόν, και γκρίνιαζε για το παρόν. Η Μάργκαρετ υποψιάστηκε ότι δεν ήταν καλά στην υγεία του, αλλά σε απάντηση δικής της ερώτησης σχετικά με την υγεία του, της έστειλε  ένα σύντομο σημείωμα, λέγοντας ότι υπήρχε μια ασθένεια της παλιάς εποχής που λεγόταν «χολερική διάθεση», ότι υπέφερε από αυτήν και πως εναπόκειτο σε εκείνην να αποφασίσει αν ήταν οργανική περισσότερο ή πνευματική, όμως όσον αφορούσε τον ίδιο, θα ήθελε  να  νοιώθει ελεύθερος να γκρινιάζει κατά το δοκούν χωρίς να είναι υποχρεωμένος να στέλνει κάθε φορά ενημερωτικά σημειώματα.
.......................................................................................................................................................
Ο κύριος Χένρυ Λέννοξ έδωσε με την συχνή του παρουσία,  μια καινούρια και όχι δυσάρεστη προσθήκη στα της οικίας των Λέννοξ. Η Μάργκαρετ τον ένοιωθε ψυχρότερο, καίτοι πιο έξυπνο από παλαιότερα, αλλά υπήρχαν έντονα  πνευματικά ενδιαφέροντα, αρκετή και πολυποίκιλη γνώση τα οποία πρόσθεταν άρωμα στις κατά τα άλλα ανούσιες συζητήσεις. Η Μάργκαρετ διέκρινε σ’εκείνον ψήγματα αποδοκιμασίας για τον αδελφό και τη νύφη του και για τον τρόπο ζωής τους, τον οποίο έμοιαζε να θεωρεί επιπόλαιο και χωρίς σκοπό. Μια ή δυο φορές είχε μιλήσει στον αδελφό του- παρουσία της Μάργκαρετ- ρωτώντας τον αρκετά απότομα αν είχε σκοπό να παραιτηθεί εντελώς  από το επάγγελμά του, και λαμβάνοντας από τον λοχαγό Λέννοξ την απάντηση ότι είχε αρκετό εισόδημα με το οποίο θα μπορούσε να ζήσει, τον είχε δει να κάνει ένα  περιφρονητικό μορφασμό καθώς έλεγε : «Και αυτός είναι μονάχα ο σκοπός της ζωής σου;»
............................................................................................................................................................
Κι όμως, κάθε φορά που εκείνος έκανε μια ασυνήθιστα καλή ομιλία ή έδινε κάποιο αξιόλογο και επιγραμματικό επιχείρημα, ένοιωθε πως έστω και στιγμιαία, το βλέμμα του αναζητούσε πρώτα  τη δική της ματιά και πως στην οικογενειακή συναναστροφή που τους έφερνε συνεχώς σε επαφή, η δική της γνώμη ήταν εκείνη την οποία άκουγε με σεβασμό, καθώς δινόταν απρόθυμα και μόνο όταν έπρεπε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου