Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Κεφάλαιο 21ο " Η Ζοφερή Νύχτα"


Όπως όλα τα ωραία, έτσι και το δείπνο στους Θόρνον έφτασε στο τέλος του. Ο κύριος Χέηλ και η Μάργκαρετ  καθ'οδόν προς το σπίτι μοιράζονται πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις - ο καθείς από τη σκοπιά του.
Όμως η συνέχεια εκείνης της βραδυάς δεν θα είναι το ίδιο όμορφη ούτε και ξένοιαστη....

Μέχρι τώρα έχουμε δεί και ακούσει διαφορετικές απόψεις τόσο από την μεριά των εργαζομένων όσο και των εργοδοτών. Επίσης για πρώτη φορά ακούμε- και μάλιστα από τον ίδιο τον κύριο Χέηλ- ότι η Μάργκαρετ δεν είναι και τόσο αντικειμενική στην κρίση της για τον κύριο Θόρντον... Εσείς τι πιστεύετε  για όλα αυτά ;  Περιμένω τα σχόλιά σας. Καλή ανάγνωση !

ΥΓ.
Για τα σωστά ελληνικά ας όψεται όπως πάντα η Χριστίνα και για την βοήθεια στα της εικονογράφησης πολλά ευχαριστώ στην Χρύσα ! <3





Βορράς κ Νότος

Κεφάλαιο 21ο

   Η Ζοφερη Νyχτα.


Η Μάργκαρετ και ο πατέρας της περπατούσαν στο δρόμο για το σπίτι. Η νύχτα ήταν γλυκιά, οι δρόμοι καθαροί και με το όμορφο λευκό μεταξωτό της «ανασηκωμένο ώς το γόνα», σαν το πράσινο σατέν της Λίζυ Λίντσεϋ στην παλιά μπαλάντα, περπατούσε με τον πατέρα της, έτοιμη λες να χορέψει από ενθουσιασμό στο φρέσκο, δροσερό αεράκι της νύχτας.

...............................................................................................................................................
Αλλά τα χαμόγελα άλλαξαν σε ωχρά και τρεμάμενα πρόσωπα, όταν είδαν το βλέμμα της Ντίξον μόλις άνοιξε την πόρτα.

«Ω, κύριε! Ω, δεσποινίς Μάργκαρετ! Δόξα τω Θεώ, ήρθατε! Ο δόκτωρ Ντόναλντσον είναι εδώ. Πήγε και τον φώναξε ο υπηρέτης του διπλανού σπιτιού γιατί η παραδουλεύτρα σχόλασε. Είναι καλύτερα τώρα όμως – ω, κύριε! Μια ώρα πριν νόμιζα ότι θα πέθαινε.»

Ο κύριος Χέηλ έπιασε το μπράτσο της Μάργκαρετ για να στηριχτεί και να μην πέσει. Κοίταξε το πρόσωπό της και είδε στην έκφρασή της έκπληξη και υπέρτατη θλίψη, αλλά όχι τον αγωνιώδη τρόμο που έσφιγγε τη δική του απροετοίμαστη καρδιά. Γνώριζε περισσότερα από εκείνον και όμως άκουγε με μια έκφραση απελπισίας, με φόβο και δέος.

«Ω, δεν έπρεπε να την αφήσω – τι ανάξια θυγατέρα που είμαι!» βόγκηξε η Μάργκαρετ, υποστηρίζοντας τον πατέρα της που ανέβαινε με βιάση. Ο δόκτωρ Ντόναλντσον τους συνάντησε στην κορυφή της σκάλας.


«Είναι καλύτερα τώρα» ψιθύρισε. «Το οπιούχο έδρασε. Οι σπασμοί ήταν πολύ έντονοι, δεν απορώ που τρόμαξε τόσο η υπηρέτριά σας, αλλά θα συνέλθει αυτή τη φορά.»

«Αυτή τη φορά! Αφήστε με να πάω κοντά της!» Μισή ώρα πριν, ο κύριος Χέηλ ήταν ένας μεσήλικας· τώρα τα μάτια του ήταν θολά, οι αισθήσεις του αβέβαιες, το βάδισμά του τρέκλιζε σαν να ήταν ξαφνικά εβδομήντα χρόνων. Ο δόκτωρ Ντόναλντσον τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Η Μάργκαρετ τους ακολούθησε. Βρήκαν τη μητέρα της ξαπλωμένη και το πρόσωπό της είχε μια όψη που δεν άφηνε κανένα περιθώριο λάθους. Μπορεί τώρα να ήταν καλύτερα· κοιμόταν, όμως ο Θάνατος τής είχε βάλει τη σφραγίδα του, διεκδικώντας την ως δική του, και ήταν φανερό ότι θα επέστρεφε να κάμει κατοχή. Ο κύριος Χέηλ την κοίταξε για λίγη ώρα αμίλητος. Έπειτα άρχισε να τρέμει σύγκορμος και, αποφεύγοντας την ανήσυχη φροντίδα του δόκτορα Ντόναλντσον, στράφηκε να βρει την πόρτα ψηλαφώντας· δεν μπορούσε να τη βρει, αν και έκαιγαν κι έφεγγαν αρκετά κεριά, φερμένα στο δωμάτιο λόγω του αιφνίδιου περιστατικού. Έφτασε παραπατώντας στο καθιστικό και πάσχισε να βρει μια καρέκλα. Ο δόκτωρ Ντόναλντσον έσυρε μία προς το μέρος του και τον έβαλε να καθίσει. Αφουγκράστηκε το σφυγμό του.

«Μιλήστε του, δεσποινίς Χέηλ. Πρέπει να τον συνεφέρουμε.»

«Πατέρα!» φώναξε η Μάργκαρετ ξετρελαμένη από τον πόνο. «Πατέρα! Μίλησέ μου!»
Η συνείδηση γύρισε ξανά στο βλέμμα του και έκανε μεγάλη προσπάθεια.

«Μάργκαρετ, το γνώριζες αυτό; Ω, ήταν άσπλαχνο εκ μέρους σου!»

«Όχι, κύριε δεν ήταν άσπλαχνο!» επενέβη ο δόκτωρ Ντόναλντσον αποφασιστικά. «Η δεσποινίς Χέηλ έπραξε σύμφωνα με τις οδηγίες μου. Ίσως ήταν λάθος, άσπλαχνο όμως όχι. Έχω την πεποίθηση ότι η κατάσταση της συζύγου σας θα είναι διαφορετική αύριο. Είχε σπασμούς όπως το περίμενα, αν και δεν ενημέρωσα την δεσποινίδα Χέηλ για τους φόβους μου. Της έδωσα το οπιούχο που έφερα μαζί μου, θα κοιμηθεί καλά και επί μακρόν, και αύριο αυτή η όψη που τόσο σας θορύβησε θα έχει φύγει.»

«Όχι όμως και η ασθένεια;» Ο δόκτωρ Ντόναλντσον έριξε ένα βλέμμα στην Μάργκαρετ. Το γερμένο κεφάλι της και το βλέμμα της, που υψωνόταν χωρίς να παρακαλά για κάποια προσωρινή αναστολή του επικείμενου, έδωσε σε αυτόν τον γρήγορο παρατηρητή της ανθρώπινης φύσης να καταλάβει ότι ήταν προτιμότερο να ειπωθεί ολόκληρη η αλήθεια.

«Η ασθένεια, όχι. Δεν μπορούμε να αγγίξουμε την ασθένεια παρά τις περιβόητες, πλην όμως ανεπαρκείς, δεξιότητές μας. Μπορούμε μόνο να καθυστερήσουμε την πορεία της – να ανακουφίσουμε τον πόνο που προκαλεί. Σταθείτε ως άνδρας κύριε – ως Χριστιανός. Έχετε εμπιστοσύνη στην αθανασία της ψυχής, την οποία δεν αγγίζουν ούτε πόνος ούτε καμιά θανατηφόρος ασθένεια.

Όμως η μόνη απάντηση που πήρε ήταν μερικές πνιγμένες λέξεις: «Δεν υπήρξατε ποτέ παντρεμένος, δόκτορα Ντόναλντσον· δεν έχετε ιδέα πώς είναι» και εν συνεχεία βαθιά, ανδρικά αναφιλητά που ηχούσαν στην νυχτερινή σιγαλιά ρυθμικά σαν σφυγμοί αγωνίας.

Η Μάργκαρετ γονάτισε πλάι του, χαϊδεύοντάς τον, πνιγμένη στα δάκρυα. Κανείς, ούτε ο δόκτωρ Ντόναλντσον, δεν αντιλήφθηκε πόση ώρα πέρασε. Ο κύριος Χέηλ ήταν ο πρώτος που τόλμησε να μιλήσει για όσα χρειάζονταν να γίνουν επί του παρόντος.

«Τι πρέπει να κάνουμε» ρώτησε. «Πείτε και στους δυο μας. Η Μάργκαρετ είναι βοηθός μου – το δεξί μου χέρι.»

Ο δόκτωρ Ντόναλντσον έδωσε τις σαφείς, γνωστικές οδηγίες του. Κανένας φόβος για απόψε, ούτε ακόμα και για αύριο και για πολλές ακόμα μέρες. Όμως να μην ελπίζουν σε ανάρρωση. Συμβούλεψε τον κύριο Χέηλ να πάει για ύπνο και να μείνει μόνο ένας να προσέχει την ασθενή, για την οποία ήλπιζε να κοιμηθεί αδιατάραχτα για αρκετές ώρες ακόμη. Υποσχέθηκε να έλθει πάλι νωρίς το πρωί. Και με μια ζεστή και ευγενική χειραψία τούς αποχαιρέτησε.

Μιλήσανε ελάχιστα. Ήταν υπερβολικά εξουθενωμένοι από το φόβο, για να μπορούν να κάνουν οτιδήποτε πέραν από το να ρυθμίσουν το τι θα έπρατταν άμεσα. Ο κύριος Χέηλ ήταν αποφασισμένος να μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα και το μόνο που μπόρεσε να κάνει η Μάργκαρετ ήταν να φροντίσει γι’ αυτόν, ώστε να αναπαυθεί στον καναπέ του καθιστικού.

Η Ντίξον ρητά και κατηγορηματικά αρνήθηκε να πάει για ύπνο· όσο για την Μάργκαρετ, απλά της ήταν αδύνατον να αφήσει τη μητέρα της κι ας έλεγαν όλοι οι γιατροί του κόσμου για «οικονομία δυνάμεων» και «ανάγκη για έναν και μόνο να μείνει να ξαγρυπνήσει». Έτσι η Ντίξον κάθισε, προσηλώθηκε, ανοιγόκλεισε τα μάτια της, έγειρε νυσταγμένη, τινάχτηκε ξυπνώντας και τελικά εγκατέλειψε τη μάχη και παραδόθηκε με ένα ελαφρύ ροχαλητό. Η Μάργκαρετ είχε βγάλει την τουαλέτα της και την είχε πετάξει παράμερα, ανυπόμονα και με κάποια απέχθεια, και εν συνεχεία είχε βάλει ένα απλό φόρεμα. Αισθανόταν σαν να μην επρόκειτο να κοιμηθεί ποτέ ξανά· σαν όλες της οι αισθήσεις να είχαν οξυνθεί στο έπακρο και με τη διπλάσια ένταση, ώστε να μπορέσει να μείνει ξάγρυπνη. Καθετί που έβλεπε, καθετί που άκουγε, ακόμα και η κάθε σκέψη της χτυπούσαν ένα νεύρο μέσα της και την κρατούσαν σε εγρήγορση. Για περισσότερες από δύο ώρες άκουγε τον πατέρα της να κινείται ανήσυχα στο διπλανό δωμάτιο. Πλησίαζε διαρκώς την πόρτα στο δωμάτιο της μητέρας της και αφουγκραζόταν, μέχρι που, μην αντέχοντας να είναι τόσο κοντά της και να μην τον βλέπει, πήγε και άνοιξε την πόρτα για να του πει για την κατάσταση της μητέρας της, σε απάντηση στις ερωτήσεις που δεν μπορούσαν να αρθρώσουν τα φρυγμένα του χείλη. Κάποια στιγμή επιτέλους αποκοιμήθηκε κι αυτός, και σε όλο το σπίτι έπεσε σιωπή. Η Μάργκαρετ καθόταν πίσω από το παραβάν και σκεπτόταν. Απομακρυσμένα στο χρόνο και το χώρο φαίνονταν όλα όσα την είχαν απασχολήσει τις τελευταίες ημέρες. Πριν από μόλις τριάντα έξι ώρες νοιαζόταν για την Μπέσσυ Χίγκινς και τον πατέρα της, και η καρδιά της σπάραζε για τον Μπούσερ· τώρα όλα έμοιαζαν σαν την ανάμνηση ενός ονείρου σε κάποια προηγούμενη ζωή – όλα όσα διαδραματίζονταν έξω από την πόρτα του σπιτιού φαίνονταν διαχωρισμένα από τη μητέρα της, και για το λόγο αυτό ανύπαρκτα. Ακόμα και η Χάρλεϋ Στρητ έμοιαζε πιο κοντινή ανάμνηση. Να, θυμόταν σαν να ήταν μόλις χθες πόσο την ευχαριστούσε να ανακαλύπτει χαρακτηριστικά της μητέρας της στο πρόσωπο της θείας Σω – και πως έφταναν τα γράμματα, κάνοντάς την να σκέφτεται με τις ώρες το πατρικό της με λαχτάρα και αγάπη. Το ίδιο το Χέλστοουν βρισκόταν σε μια σκοτεινή γωνιά του παρελθόντος. Οι γκρίζες, πληκτικές ημέρες του προηγούμενου χειμώνα και της άνοιξης, τόσο μονότονες και ίδιες η μια με την άλλη, έμοιαζαν τώρα να συνδέονται περισσότερο με ό,τι αυτή τη στιγμή υπήρχε πολυτιμότερο στη σκέψη της. Ευχαρίστως θα άρπαζε από το μανίκι τον χρόνο που όλο ξεγλιστρούσε και θα τον παρακαλούσε να επιστρέψει και να της ξαναδώσει αυτά που τόσο λίγο είχε εκτιμήσει, όταν τα είχε στη διάθεσή της. Πόσο μάταιη φαινόταν η ζωή! Πόσο ανούσια και τρεμάμενη, έτοιμη να πετάξει! Έμοιαζε σαν από κάποιο επουράνιο καμπαναριό ψηλά, πάνω από το θόρυβο και την ταραχή της γης, ένα σήμαντρο να ηχεί πένθιμα: «Όλα σκιές, όλα πρόσκαιρα, όλα παρελθόν!» Και όταν έφεξε το πρωινό, ψυχρό και γκρίζο όπως πολλά ευτυχέστερα πρωινά παλαιότερα, όταν η Μάργκαρετ κοίταξε έναν-έναν αυτούς που ακόμα κοιμούνταν, έμοιαζε σαν η τρομερή νύχτα να ήταν όνειρο. Σαν να ήταν κι αυτή μια σκιά. Κι αυτή παρελθόν.

Η ίδια η κυρία Χέηλ όταν ξύπνησε δεν είχε επίγνωση τού πόσο σοβαρά άρρωστη ήταν την προηγούμενη νύχτα. Εξεπλάγην αρκετά από την πρωινή επίσκεψη του δόκτορα Ντόναλντσον και της προκάλεσαν αμηχανία τα ταραγμένα πρόσωπα του συζύγου και της κόρης της. Συγκατατέθηκε στο να παραμείνει στο κρεβάτι εκείνη την ημέρα, λέγοντας πως σίγουρα ήταν κουρασμένη, αλλά την επομένη επέμεινε να σηκωθεί. Ο δόκτωρ Ντόναλντσον της επέτρεψε να ξαναγυρίσει στο καθιστικό. Δεν μπορούσε να βρει ησυχία, ούτε να βολευτεί σε κάποια θέση, και το βράδυ ανέβασε πυρετό. Ο κύριος Χέηλ ήταν απόλυτα αδρανής και ανίκανος να αποφασίσει το οτιδήποτε.

«Τι να κάνουμε για να μην περάσει η μητέρα άλλη μια τέτοια νύχτα;» ρώτησε η Μάργκαρετ την τρίτη ημέρα.

«Πρόκειται ώς ένα βαθμό για την αντίδραση του οργανισμού στα ισχυρά οπιούχα που αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω. Φαίνεται πιο οδυνηρό σε σας απ’ ό,τι το νοιώθει εκείνη, πιστεύω. Νομίζω όμως ότι, αν καταφέρουμε να βρούμε ένα στρώμα νερού, θα ήταν καλό. Θα βελτιωθεί η κατάστασή της αύριο, λίγο-πολύ όπως ήταν πριν από αυτήν την κρίση. Εντούτοις, ένα στρώμα ύδατος θα το ήθελα γι’ αυτήν. Γνωρίζω πως η κυρία Θόρντον έχει ένα. Θα προσπαθήσω να την επισκεφθώ το απόγευμα. Μια στιγμή», είπε προσέχοντας πόσο ωχρό ήταν το πρόσωπο της Μάργκαρετ μετά από τόσες μέρες που αγρυπνούσε δίπλα στην ασθενή, «δεν είμαι σίγουρος αν θα καταφέρω να πάω. Έχω πολλούς ασθενείς να επισκεφθώ. Δεν θα ήταν άσχημο αν μπορούσατε να κάνετε ένα σύντομο περίπατο ώς την Μάρλμποροου Στρητ και να ρωτήσετε την κυρία Θόρντον αν μπορεί να σας το διαθέσει.»

«Φυσικά» είπε η Μάργκαρετ. «Μπορώ να πάω το απόγευμα που η μαμά θα κοιμάται. Είμαι σίγουρη ότι η κυρία Θόρντον θα μας το δανείσει.»
............................................................................


Καθώς η Μάργκαρετ έφτασε στο μικρό πλαϊνό δρομάκι δίπλα στις πτυσσόμενες πόρτες που βρίσκονταν στον μεγάλο τοίχο της αυλής του Μάρλμποροου και περίμενε τον θυρωρό να της ανοίξει, άκουσε το πρώτο απόμακρο ξέσπασμα της θύελλας. Είδε το πρώτο σκοτεινό κύμα του πλήθους να αναδύεται αργά και απειλητικά να ανατρέπεται και να υποχωρεί, μακριά στην άλλη άκρη του δρόμου που λίγα λεπτά πριν έσφυζε από πνιγμένους θορύβους, αλλά τώρα ήταν δυσοίωνα σιωπηλή. Όλα αυτά υπέπεσαν στην αντίληψή της, αλλά δεν κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τη βαρυφορτωμένη καρδιά της. Δεν ήξερε τι σήμαιναν όλα αυτά, ποιο ήταν το νόημά τους. Εκείνο που ήξερε, εκείνο που ένοιωθε, ήταν το κοφτερό μαχαίρι να αγγίζει την καρδιά της και ότι σύντομα θα την διαπερνούσε, αφήνοντάς την ορφανή από μητέρα. Προσπαθούσε να το συνειδητοποιήσει σκεπτόμενη ότι, μόλις έφθανε εκείνη η ώρα, θα έπρεπε να είναι έτοιμη να παρηγορήσει τον πατέρα της.

Ο θυρωρός άνοιξε την πόρτα με προφύλαξη, και πάλι όχι αρκετά για να την αφήσει να μπει.

«Εσείς είστε μόνο, κυρία;» ρώτησε αναστενάζοντας με ανακούφιση και ανοίγοντας περισσότερο την είσοδο, αλλά και πάλι όχι εντελώς. Η Μάργκαρετ μπήκε και εκείνος βιάστηκε να διπλοκλειδώσει πίσω της.

..............................................................

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Κεφάλαιο 20ο: "Άνδρες και τζέντλεμεν"


Βράζει το καζάνι των εργασιακών κινητοποιήσεων στο Μίλτον, όμως εμείς θα κάνουμε ένα μικρό ευχάριστο διάλειμμα με το δείπνο που παραθέτει η οικογένεια Θόρντον.
Ένα δείπνο που γίνεται η αφορμή για πολλές και ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις...... Θα μάθουμε και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των όρων "άνδρας" και "τζέντλεμαν".....(ευχαριστούμε πολύ κύριε Θόρντον!)
Περιμένω τα σχόλιά σας ....ειδικά για την Μάργκαρετ και τις προκαταλήψεις της !


Υ.Γ.
Το πορτραίτο της όμορφης Βικτωριανής κυρίας στην αρχή  του κειμένου ανήκει στην Ελίζαμπεθ Γκάσκελ.

ΒΟΡΡΑΣ Κ ΝΟΤΟΣ  - Κεφάλαιο 20ο


«Κύριοι και Τζέντλεμεν»



...............................................................................................................................................


Η Μάργκαρετ και ο πατέρας της ήταν οι πρώτοι που έφθασαν. Ο κύριος Χέηλ ανησυχούσε και ήθελε να είναι ακριβής στην καθορισμένη ώρα. Στο καθιστικό δεν ήταν κανένας άλλος εκτός από την κυρία Θόρντον και την Φάννυ. Όλα τα καλύμματα είχαν αφαιρεθεί και το δωμάτιο άστραφτε  στο κίτρινο του μεταξωτού δαμασκηνού και στα λαμπρά χρώματα των χαλιών. Κάθε γωνιά έμοιαζε να ξεχειλίζει από διακοσμητικά, έτσι που γινόταν κουραστικό για το μάτι, και παρουσίαζε μια παράξενη αντίθεση με την γυμνή άσχημη θέα στη μεγάλη αυλή του εργοστασίου όπου οι πύλες από τις οποίες έμπαιναν  οι άμαξες, έχασκαν ορθάνοιχτες.  Αριστερά, όπως κυττούσε κανείς τα παράθυρα, το εργοστάσιο ορθωνόταν πανύψηλο ρίχνοντας βαριά την πολυόροφη σκιά του  και σκοτεινιάζοντας πριν την ώρα του το καλοκαιρινό απόγευμα.

« Ο γυιός μου είναι ακόμα  απασχολημένος με κάποιες επαγγελματικές υποχρεώσεις. Θα έρθει εδώ κατευθείαν, κύριε Χέηλ. Θέλετε να καθίσετε, παρακαλώ;»
Ενώ η κυρία Θόρντον μιλούσε,  ο κύριος Χεηλ στέκονταν μπροστά σε ένα από τα παράθυρα. Στράφηκε λέγοντας :
«Δεν βρίσκετε αυτήν την στενή γειτνίαση με το εργοστάσιο κάπως δυσάρεστη μερικές φορές;»

Εκείνη όρθωσε το ανάστημά της.
«Ποτέ. Δεν έχω γίνει τόσο εκλεπτυσμένη  ώστε να επιθυμώ να λησμονήσω από πού προέρχεται η ισχύς και η περιουσία του γυιού μου. Εκτός αυτού, δεν υπάρχει άλλο τέτοιο εργοστάσιο στο Μίλτον. Μία και μόνη αίθουσα καταλαμβάνει διακόσιες είκοσι τετραγωνικές γιάρδες.»
«Εννοούσα ότι ο καπνός και  η φασαρία – το συνεχές πήγαιν’ έλα των εργατών θα είναι ενοχλητικό!»

«Συμφωνώ μαζί σας, κύριε Χέηλ!» είπε η Φάννυ. « Συνέχεια μυρίζει καπνός και λάδι μηχανής και ο θόρυβος είναι απολύτως εκκωφαντικός.»

«Έχω ακούσει να αποκαλούν  μουσική, θόρυβο που ήταν περισσότερο εκκωφαντικός.  Η αίθουσα με τις μηχανές είναι προς τη μεριά του δρόμου και την ακούμε ελάχιστα – αν εξαιρέσει κανείς τους καλοκαιρινούς  μήνες που όλα τα παράθυρα είναι ανοιχτά ˙ όσο για το διαρκές βομβητό των εργατών δεν με ενοχλεί περισσότερο απ’ότι το βουητό μιας κυψέλης. Όταν το  φέρνω στο μυαλό μου, το συνδέω με το γυιό μου και σκέπτομαι ότι  όλα του ανήκουν και πως αυτός είναι  ο άνθρωπος που διευθύνει τα πάντα. Αυτές τις ημέρες, δεν ακούγεται  κανένας θόρυβος από το εργοστάσιο ˙  όπως ίσως έχετε μάθει, οι εργάτες φάνηκαν αρκετά αχάριστοι ώστε να προχωρήσουν σε απεργία. Όμως η επαγγελματική υποχρέωση την οποία σας ανάφερα μόλις ήρθατε, έχει σχέση με τη διαδικασία που πρέπει  να ακολουθηθεί ώστε να τους κάνει να μάθουν ποια είναι η θέση τους.»  Η έκφραση στο, ανέκαθεν αυστηρό, πρόσωπό της σκοτείνιασε και έγινε μεταβλήθηκε σε θυμό καθώς τα έλεγε αυτά. Και δεν ξαστέρωσε ούτε ακόμα κι όταν μπήκε ο κύριος Θόρντον στο δωμάτιο ˙ είδε αμέσως στο πρόσωπό του το βάρος της έγνοιας και της ανησυχίας που δεν πρόλαβε να αποτινάξει από πάνω του παρά το ότι έσπευσε να  χαιρετήσει  τους καλεσμένους του  με ύφος χαρούμενο και εγκάρδιο. Χαιρετήθηκαν δια χειραψίας με τη Μάργκαρετ.

Εκείνος ήξερε ότι ήταν η πρώτη φορά που τα χέρια τους αγγίζονταν , εκείνη όμως αγνοούσε το γεγονός.  Ρώτησε για την κυρία Χέηλ και έλαβε την απάντηση του κυρίου Χέηλ αισιόδοξη και πλήρη ελπίδων. Κυττάζοντας την Μάργκαρετ, για να καταλάβει κατά πόσο συμφωνούσε με τον πατέρα της, δεν είδε κάποια σκιά να συννεφιάζει το πρόσωπό της και τότε για μια ακόμα φορά ένοιωσε να θαμπώνεται από την  μεγάλη ομορφιά της. Δεν την είχε ξαναδεί με τέτοιο φόρεμα  κι όμως φαινόταν σαν αυτή η κομψότητα να της ταίριαζε τόσο πολύ  ώστε έπρεπε να κυκλοφορεί πάντα με τέτοια ενδύματα.  


 Μιλούσε στη Φάννυ – δεν μπορούσε να ακούσει το θέμα της συζήτησης – όμως έβλεπε την αδελφή του να βρίσκεται σε ανησυχία φτιάχνοντας συνέχεια το φόρεμά της και γυροφέρνοντας το βλέμμα της αλλά χωρίς προφανή σκοπό και την σύγκρινε όχι χωρίς κάποια αμηχανία με τα μεγάλα τρυφερά μάτια που  ατένιζαν σταθερά και με προσήλωση  κάπου σαν να αντανακλούσε το φως τους εμπιστοσύνη και γαλήνη. Οι καμπύλες γραμμές των  άλικων χειλιών, που είχαν μισανοίξει δείχνοντας ενδιαφέρον σε αυτό που έλεγε η συνομιλήτριά της,  το κεφάλι της, ελαφρά σκυμμένο εμπρός δημιουργούσε μια μεγάλη καμπύλη γραμμή από  εκεί που έλαμπαν τα μαύρα κορακάτα της μαλλιά ως την απαλή φιλντισένια άκρη του ώμου. Τα λευκά, στρογγυλά χέρια, με τις παλάμες δύο τρίγωνα που ακουμπούσαν  ανάλαφρα το ένα διαγώνια στο άλλο, τελείως ακίνητα σε μια κομψή στάση. Ο κύριος Θόρντον αναστέναξε καθώς τα αντελήφθη όλα αυτά με μια αιφνίδια όσο και εξεταστική  ματιά. Κι έπειτα γύρισε  την πλάτη του στις νεαρές κυρίες και αφοσιώθηκε ολόψυχα- αν και με κάποια προσπάθεια- στη συζήτηση με τον κύριο Χέηλ.
Άρχισαν να καταφθάνουν ολοένα και περισσότεροι καλεσμένοι. Η Φάννυ έφυγε από το πλευρό της Μάργκαρετ και έσπευσε να βοηθήσει τη μητέρα της να υποδεχθεί τους καλεσμένους της. Ο κύριος Θόρντον ένοιωσε πως με αυτή την ξαφνική εισβολή κανένας δεν μιλούσε στην Μάργκαρετ και ένοιωσε άβολα για  την ολοφάνερη παραμέληση. Όμως  ο ίδιος δεν την πλησίασε ˙ ούτε την κύτταξε. Μόνον  αντιλαμβανόταν , περισσότερο από τις κινήσεις οποιουδήποτε άλλου μέσα στο δωμάτιο,  τι έκανε – ή δεν έκανε- η Μάργκαρετ.

Η ίδια, δεν είχε καθόλου επίγνωση του εαυτού της και την ευχαριστούσε τόσο πολύ το να παρατηρεί τους άλλους ώστε δεν πέρασε  καν από τη σκέψη της ότι την είχαν παραμελήσει. Κάποιος την συνόδευσε στο δείπνο ˙ δεν κατάλαβε το όνομά του κι ούτε φάνηκε ιδιαίτερα διατεθειμένος να μιλήσει μαζί της. Η συζήτηση είχε φουντώσει ζωηρή ανάμεσα στους κυρίους ˙ οι κυρίες  ως επί το πλείστον σιωπούσαν και καταγίνονταν  στο να παρατηρούν τα του δείπνου   και να κριτικάρουν η μια το φόρεμα της άλλης.   Η Μάργκαρετ, αντιλήφθηκε γύρω από ποιο θέμα περιστρεφόταν η συζήτηση, της κέντρισε το ενδιαφέρον και άρχισε να παρακολουθεί με προσοχή. Ο κύριος Χόρνσφωλ , ο ξένος,  του οποίου η επίσκεψη στην πόλη ήταν αρχικά η αφορμή για το δείπνο,  έκανε ερωτήσεις σχετικά με το εμπόριο και τις βιομηχανίες στην περιοχή ˙ και οι υπόλοιποι κύριοι – όλοι από το Μίλτον-  του έδιναν απαντήσεις και διευκρινήσεις.  Ξεκίνησε κάποια διαφωνία η οποία γρήγορα φουντωσε ˙ είχε σχέση με τον κύριο Θόρντον ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε μιλήσει ελάχιστα όμως  τώρα κατέθετε την άποψή του και μάλιστα τόσο εμπεριστατωμένα και με σαφήνεια ώστε ακόμα και οι αντιφρονούντες υποχώρησαν. Έτσι, η προσοχή της Μάργκαρετ στράφηκε στον οικοδεσπότη τους˙ η συμπεριφορά του οποίου ως κυρίου του σπιτιού και ψυχαγωγού των φίλων του ήταν τόσο ειλικρινής αλλά παράλληλα απλή και σεμνή  ώστε μπορούσε να χαρακτηριστεί απολύτως αξιοπρεπής. Η Μάργκαρετ σκέφτηκε ότι δεν τον είχε δει σε περισσότερο πλεονεκτική θέση. Όσες φορές είχε  επισκεφθεί το σπίτι τους, πάντα υπήρχε κάτι,   είτε  από υπερβάλλοντα  ζήλο, είτε από κάποιο είδος  θυμού και ενόχλησης που  τον έκανε να προϋποθέτει πως τον έκριναν άδικα  κι όμως αισθανόταν πολύ υπερήφανος για να προσπαθήσει να γίνει περισσότερο κατανοητός.  Όμως τώρα, ανάμεσα στους ομοίους του, η θέση του δεν είχε καμία αβεβαιότητα. Τον θεωρούσαν άνθρωπο με μεγάλη δύναμη χαρακτήρα και με ισχύ σε πολλούς τομείς.  Δεν χρειαζόταν να πασχίσει για να αποκτήσει   το σεβασμό τους. Τον είχε κερδίσει και το γνώριζε˙ και αυτή η γνώση έδινε μια  εξαιρετικά μεγαλόπρεπη ηρεμία στη φωνή και στους τρόπους του που η Μάργκαρετ δεν είχε αντιληφθεί άλλες φορές.

Δεν ήταν συνηθισμένος να μιλά με τις κυρίες γι αυτό και ό,τι έλεγε ήταν κάπως επίσημο. Στην ίδια τη Μάργκαρετ μετά βίας μίλησε. Προς μεγάλη της έκπληξη, η Μάργκαρετ, απολάμβανε το δείπνο. Τώρα πλέον γνώριζε αρκετά και μπορούσε να  καταλάβει πολλά από τα ενδιαφέροντα των ντόπιων – ακόμα και αρκετούς τεχνικούς όρους  που χρησιμοποιούσαν με άνεση οι εργοστασιάρχες. Τοποθετήθηκε ήσυχα αλλά με αποφασιστικότητα πάνω στο θέμα που συζητούσαν. Όπως και να ’χε  η συζήτηση  ήταν γεμάτη πάθος και θέρμη- όχι οι συνήθεις  κουβέντες με τις οποίες έπληττε τόσο στις δεξιώσεις  του Λονδίνου παλαιότερα. Απόρησε γιατί με όλους αυτούς τους εργοστασιάρχες και τους ανθρώπους του εμπορίου μαζεμένους στο ίδιο δωμάτιο, καμμία νύξη δεν έγινε για την απεργία που βρισκόταν σε εξέλιξη. Δεν γνώριζε ακόμα πόσο ψύχραιμα αντιμετώπιζαν οι εργοδότες τέτοια ζητήματα, για τα οποία θεωρούσαν μια και μόνη κατάληξη ως πιθανή.

Ήταν σαφές πως αυτοί οι άνθρωποι*   έσκαβαν μόνοι τους το λάκκο τους – όπως είχαν κάνει πολλές φορές στο παρελθόν ˙  αν όμως ήταν τόσο ανόητοι ώστε να εμπιστευθούν τις ζωές τους στα χέρια μιας ομάδας αχρείων αντιπροσώπων ,τότε θα έπρεπε να υποστούν τις συνέπειες. Κάποιοι θεωρούσαν ότι ο Θόρντον  φαινόταν άκεφος και ότι μάλλον θα έχανε από την απεργία. Ήταν όμως κάτι που θα μπορούσε να συμβεί και σε αυτούς ανά πάσα στιγμή  και ο Θόρντον μπορούσε να χειριστεί μια απεργία το ίδιο καλά με τον καθένα τους γιατί ήταν φτιαγμένος από την ίδια σιδερένια πάστα όπως όλοι τους στο Μίλτον. Οι εργάτες  με το προσπαθήσουν να παίξουν αυτό το ύπουλο παιχνίδι,  είχαν σφάλλει εντελώς όσον αφορούσε τον εργοδότη τους. Και ενδόμυχα γελούσαν περιπαιχτικά με τη σκέψη της ήττας και της ματαίωσης που θα δοκίμαζαν οι απεργοί προσπαθώντας να αλλάξουν έστω και το παραμικρό από αυτά που είχε δηλώσει ο κύριος Θόρντον.


Ήταν μάλλον πληκτικά μετά το τέλος του δείπνου για την Μάργκαρετ.
.....................................................

. Ξαφνιάστηκε όταν άκουσε την φωνή του κυρίου Θόρντον ακριβώς δίπλα της. « Πρόσεξα ότι  είχατε ταχθεί με το μέρος μας κατά τη διάρκεια της συζήτησης, έτσι δεν είναι  δεσποινίς Χέηλ;»

«Βεβαιότατα. Εντούτοις  γνωρίζω τόσα λίγα για το θέμα. Με εξέπληξε, εν τούτοις , η αποκάλυψη – σύμφωνα με τα λεγόμενα του κυρίου Χόρσφωλ-  ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν την εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη, όπως  αυτός ο κύριος Μόρισον για το οποίο μας μίλησε. Δεν μπορεί να είναι τζέντλεμαν, έτσι ;»

«Δεν είμαι αυτός που θα αποφασίσει για το αν κάποιος είναι τζέντλεμαν ή όχι, δεσποινίς Χέηλ.  Εννοώ ότι δεν καταλαβαίνω απολύτως την έννοια που δίνετε στην λέξη. Όμως θα έλεγα ότι ο κύριος Μόρισσον δεν είναι πραγματικός άνδρας. Δεν τον ξέρω, τον κρίνω με βάση τα λεγόμενα του κυρίου Χόρσφωλ.»

«Υποψιάζομαι ότι  ο όρος “τζέντλεμαν” περιλαμβάνει και τον ορισμό σας “πραγματικός άνδρας”.»

«Και πολλά περισσότερα, θα μπορούσατε να πείτε. Εγώ έχω διαφορετική άποψη.  Ένας αληθινός άνδρας είναι κατά την γνώμη μου ένα ον ανώτερο και τελειότερο από τον τζέντλεμαν.»

«Τι εννοείτε;» ρώτησε η Μάργκαρετ. «Μάλλον κατανοούμε με  διαφορετικό τρόπο τις λέξεις.»

«Θεωρώ ότι ο όρος “τζέντελμαν” περιγράφει ένα πρόσωπο στη σχέση του  με άλλα ˙ όμως  όταν  αναφερόμαστε σε αυτόν ως “άνδρα”,   λαμβάνουμε υπόψη όχι μόνον τη σχέση  του με τους συνανθρώπους του αλλά τη  σχέση με τον εαυτό του, με τη ζωή,  με τον χρόνο, με  την αιωνιότητα.  Για έναν μοναχικό ναυαγό–σαν τον Ροβινσόνα Κρούσο – έναν φυλακισμένο, έγκλειστο δια βίου στο μπουντρούμι, μα ακόμα κι έναν  άγιο στην Πάτμο,  μπορούμε να περιγράψουμε καλύτερα την αντοχή,  τη δύναμη και την πίστη του αναφερόμενοι σ’αυτόν ως  “άνδρα”.  Έχω βαρεθεί την χρήση  της φράσης “ως τζέντλεμαν”, η οποία θεωρώ ότι χρησιμοποιείται λάθος και συχνά εντελώς  καταχρηστικά, ενώ η πλήρης απλότητα του ουσιαστικού “άνδρας” και του  επίθετου “ανδρείκιος” παραγνωρίζεται – αναγκάζομαι λοιπόν να το κατατάξω στην «αργκό» της εποχής.

Η Μάργκαρετ  έμεινε να σκέφτεται για ένα λεπτό αλλά πριν προλάβει να δώσει εκφράσει  ότι βαθμηδόν είχε πειστεί, τον φώναξαν με ιδιαίτερο ζήλο   κάποιοι  εργοστασιάρχες. Δεν μπορούσε να ακούσει τα επιχειρήματά τους αν και ήταν σε θέση να καταλάβει τις ερωτήσεις τους  από τις απαντήσεις που έδινε ο κύριος Θόρντον: σίγουρες και σταθερές  σαν  ευθείες βολές από  όπλο. Προφανώς μιλούσαν για την απεργία και πρότειναν ποιά μέθοδο θα ήταν καλύτερα να ακολουθήσουν. Άκουσε τον  κυριο Θόρντον να λέει:
«Αυτό έχει ήδη γίνει.» Ακούστηκε ένα βεβιασμένο μουρμουρητό στο οποίο προστέθηκαν δύο τρεις ακόμα φωνές.
«Τα πάντα έχουν κανονιστεί.»
Κάποιες αμφιβολίες υπαινίχθησαν, κάποιες δυσκολίες εκφράστηκαν από τον κύριο Σλίξον, ο οποίος κράτησε τον κύριο Θόρντον από τον αγκώνα  για να δώσει έμφαση στα λόγια του. Ο κύριος Θόρντον τραβήχτηκε κάπως και με ένα ελαφρύ ύψωμα του φρυδιού, είπε:
«Αναλαμβάνω το ρίσκο. Εσείς δεν χρειάζεται να συμμετάσχετε εκτός αν το θελήσετε.» Εντούτοις κάποιοι φόβοι παρέμεναν ακόμα.

«Δεν φοβάμαι κάτι παρά έναν αχρείο εμπρησμό. Βρισκόμαστε σε ανοιχτή σύγκρουση και είμαι σε θέση να προστατεύσω τον εαυτό μου έναντι όποιασδήποτε βίας μπορώ να αντιληφθώ. Επομένως θα προστατεύσω και όλους όσους έρθουν να εργαστούν για λογαριασμό μου. Ήδη έως τώρα έχουν καταλάβει τόσο καλά όσο κι εσείς το πόσο είμαι αποφασισμένος.»

Ο κύριος Χορσφωλ τον πήρε παράμερα για να του θέσει – όπως νόμισε η Μάργκαρετ- κάποιες ακόμα ερωτήσεις σχετικά με την απεργία . Στην πραγματικότητα όμως ήθελε να ρωτήσει για την ίδια  – ποια ήταν: Τόσο ήρεμη, τόσο επιβλητική, τόσο όμορφη.
«Είναι από το Μίλτον;» ρώτησε μόλις πληροφορήθηκε το όνομά της.
«Όχι. Από το νότο της Αγγλίας – νομίζω από το Χάμπσάϊρ» ήρθε η ψυχρή, αδιάφορη απάντηση.

Η κυρία Σλίξον απασχολούσε την Φάννυ πάνω στο ίδιο θέμα.

«Ποια είναι αυτή η κομψή, ξεχωριστή κοπέλα ; Αδελφή του κυρίου Χόρσφωλ;»
«Ω, μα όχι, φυσικά ! Να, ο κύριος Χέηλ ο πατέρας της, μιλάει τώρα με τον κύριο Στήβενς. Δίνει μαθήματα, μελετά δηλαδή με νεαρούς. Ο αδελφός μου ο Τζων πηγαίνει στο σπίτι του για μάθημα δύο φορές την εβδομάδα, έτσι παρακάλεσα τη μητέρα να τον  καλέσει σήμερα, με την ελπίδα ότι θα γνωρίσει κόσμο. Νομίζω ότι έχουμε κάποια από τα φυλλάδια των μαθημάτων του, αν  θέλετε ένα.»
«Ο κύριος Θόρντον! Μα, βρίσκει στ’αλήθεια το χρόνο  να μελετά με δάσκαλο εν τω μέσω όλων των επαγγελματικών του υποχρεώσεων και μάλιστα έχοντας να διαχειριστεί και αυτήν την απαίσια απεργία ;»
Από το ύφος της κυρίας Σλίξον, η Φάννυ δεν ήταν σίγουρη αν θα έπρεπε να αισθανθεί υπερηφάνεια ή ντροπή για την διαγωγή του αδελφού της. Και όπως όλοι όσοι επιτρέπουν σε άλλους να τους υπαγορεύσουν πώς «οφείλουν» να αισθανθούν, προτίμησε να κοκκινήσει. Η αιδημοσύνη της διεκόπη από την αναχώρηση των καλεσμένων.

* Εννοεί τους εργάτες.