Όπως όλα τα ωραία, έτσι και το δείπνο στους Θόρνον έφτασε στο τέλος του. Ο κύριος Χέηλ και η Μάργκαρετ καθ'οδόν προς το σπίτι μοιράζονται πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις - ο καθείς από τη σκοπιά του.
Όμως η συνέχεια εκείνης της βραδυάς δεν θα είναι το ίδιο όμορφη ούτε και ξένοιαστη....
Μέχρι τώρα έχουμε δεί και ακούσει διαφορετικές απόψεις τόσο από την μεριά των εργαζομένων όσο και των εργοδοτών. Επίσης για πρώτη φορά ακούμε- και μάλιστα από τον ίδιο τον κύριο Χέηλ- ότι η Μάργκαρετ δεν είναι και τόσο αντικειμενική στην κρίση της για τον κύριο Θόρντον... Εσείς τι πιστεύετε για όλα αυτά ; Περιμένω τα σχόλιά σας. Καλή ανάγνωση !
ΥΓ.
Για τα σωστά ελληνικά ας όψεται όπως πάντα η Χριστίνα και για την βοήθεια στα της εικονογράφησης πολλά ευχαριστώ στην Χρύσα ! <3
Βορράς κ Νότος
Κεφάλαιο 21ο
Η Ζοφερη Νyχτα.
Η Μάργκαρετ και ο πατέρας της περπατούσαν στο δρόμο για
το σπίτι. Η νύχτα ήταν γλυκιά, οι δρόμοι καθαροί και με το όμορφο λευκό
μεταξωτό της «ανασηκωμένο ώς το γόνα», σαν το πράσινο σατέν της Λίζυ Λίντσεϋ στην
παλιά μπαλάντα, περπατούσε με τον πατέρα της, έτοιμη λες να χορέψει από
ενθουσιασμό στο φρέσκο, δροσερό αεράκι της νύχτας.
...............................................................................................................................................
Αλλά τα χαμόγελα άλλαξαν σε ωχρά και τρεμάμενα πρόσωπα, όταν είδαν το βλέμμα της Ντίξον μόλις άνοιξε την πόρτα.
Αλλά τα χαμόγελα άλλαξαν σε ωχρά και τρεμάμενα πρόσωπα, όταν είδαν το βλέμμα της Ντίξον μόλις άνοιξε την πόρτα.
«Ω, κύριε! Ω, δεσποινίς Μάργκαρετ! Δόξα τω Θεώ,
ήρθατε! Ο δόκτωρ Ντόναλντσον είναι εδώ. Πήγε και τον φώναξε ο υπηρέτης του
διπλανού σπιτιού γιατί η παραδουλεύτρα σχόλασε. Είναι καλύτερα τώρα όμως – ω,
κύριε! Μια ώρα πριν νόμιζα ότι θα πέθαινε.»
Ο κύριος Χέηλ έπιασε το μπράτσο της Μάργκαρετ για να
στηριχτεί και να μην πέσει. Κοίταξε το πρόσωπό της και είδε στην έκφρασή της
έκπληξη και υπέρτατη θλίψη, αλλά όχι τον αγωνιώδη τρόμο που έσφιγγε τη δική του
απροετοίμαστη καρδιά. Γνώριζε περισσότερα από εκείνον και όμως άκουγε με μια
έκφραση απελπισίας, με φόβο και δέος.
«Ω, δεν έπρεπε να την αφήσω – τι ανάξια θυγατέρα που
είμαι!» βόγκηξε η Μάργκαρετ, υποστηρίζοντας τον πατέρα της που ανέβαινε με
βιάση. Ο δόκτωρ Ντόναλντσον τους συνάντησε στην κορυφή της σκάλας.
«Είναι καλύτερα τώρα» ψιθύρισε. «Το οπιούχο έδρασε.
Οι σπασμοί ήταν πολύ έντονοι, δεν απορώ που τρόμαξε τόσο η υπηρέτριά σας, αλλά
θα συνέλθει αυτή τη φορά.»
«Αυτή τη φορά! Αφήστε με να πάω κοντά της!» Μισή ώρα
πριν, ο κύριος Χέηλ ήταν ένας μεσήλικας· τώρα τα μάτια του ήταν θολά, οι
αισθήσεις του αβέβαιες, το βάδισμά του τρέκλιζε σαν να ήταν ξαφνικά εβδομήντα
χρόνων. Ο δόκτωρ Ντόναλντσον τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στην
κρεβατοκάμαρα. Η Μάργκαρετ τους ακολούθησε. Βρήκαν τη μητέρα της ξαπλωμένη και
το πρόσωπό της είχε μια όψη που δεν άφηνε κανένα περιθώριο λάθους. Μπορεί τώρα
να ήταν καλύτερα· κοιμόταν, όμως ο Θάνατος τής είχε βάλει τη σφραγίδα του,
διεκδικώντας την ως δική του, και ήταν φανερό ότι θα επέστρεφε να κάμει κατοχή.
Ο κύριος Χέηλ την κοίταξε για λίγη ώρα αμίλητος. Έπειτα άρχισε να τρέμει
σύγκορμος και, αποφεύγοντας την ανήσυχη φροντίδα του δόκτορα Ντόναλντσον,
στράφηκε να βρει την πόρτα ψηλαφώντας· δεν μπορούσε να τη βρει, αν και έκαιγαν
κι έφεγγαν αρκετά κεριά, φερμένα στο δωμάτιο λόγω του αιφνίδιου περιστατικού. Έφτασε
παραπατώντας στο καθιστικό και πάσχισε να βρει μια καρέκλα. Ο δόκτωρ
Ντόναλντσον έσυρε μία προς το μέρος του και τον έβαλε να καθίσει. Αφουγκράστηκε
το σφυγμό του.
«Μιλήστε του, δεσποινίς Χέηλ. Πρέπει να τον
συνεφέρουμε.»
«Πατέρα!» φώναξε η Μάργκαρετ ξετρελαμένη από τον
πόνο. «Πατέρα! Μίλησέ μου!»
Η συνείδηση γύρισε ξανά στο βλέμμα του και έκανε μεγάλη προσπάθεια.
Η συνείδηση γύρισε ξανά στο βλέμμα του και έκανε μεγάλη προσπάθεια.
«Μάργκαρετ, το γνώριζες αυτό; Ω, ήταν άσπλαχνο εκ
μέρους σου!»
«Όχι, κύριε δεν ήταν άσπλαχνο!» επενέβη ο δόκτωρ
Ντόναλντσον αποφασιστικά. «Η δεσποινίς Χέηλ έπραξε σύμφωνα με τις οδηγίες μου.
Ίσως ήταν λάθος, άσπλαχνο όμως όχι. Έχω την πεποίθηση ότι η κατάσταση της
συζύγου σας θα είναι διαφορετική αύριο. Είχε σπασμούς όπως το περίμενα, αν και
δεν ενημέρωσα την δεσποινίδα Χέηλ για τους φόβους μου. Της έδωσα το οπιούχο που
έφερα μαζί μου, θα κοιμηθεί καλά και επί μακρόν, και αύριο αυτή η όψη που τόσο
σας θορύβησε θα έχει φύγει.»
«Όχι όμως και η ασθένεια;» Ο δόκτωρ Ντόναλντσον έριξε
ένα βλέμμα στην Μάργκαρετ. Το γερμένο κεφάλι της και το βλέμμα της, που
υψωνόταν χωρίς να παρακαλά για κάποια προσωρινή αναστολή του επικείμενου, έδωσε
σε αυτόν τον γρήγορο παρατηρητή της ανθρώπινης φύσης να καταλάβει ότι ήταν
προτιμότερο να ειπωθεί ολόκληρη η αλήθεια.
«Η ασθένεια, όχι. Δεν μπορούμε να αγγίξουμε την
ασθένεια παρά τις περιβόητες, πλην όμως ανεπαρκείς, δεξιότητές μας. Μπορούμε
μόνο να καθυστερήσουμε την πορεία της – να ανακουφίσουμε τον πόνο που προκαλεί.
Σταθείτε ως άνδρας κύριε – ως Χριστιανός. Έχετε εμπιστοσύνη στην αθανασία της
ψυχής, την οποία δεν αγγίζουν ούτε πόνος ούτε καμιά θανατηφόρος ασθένεια.
Όμως η μόνη απάντηση που πήρε ήταν μερικές πνιγμένες
λέξεις: «Δεν υπήρξατε ποτέ παντρεμένος, δόκτορα Ντόναλντσον· δεν έχετε ιδέα πώς
είναι» και εν συνεχεία βαθιά, ανδρικά αναφιλητά που ηχούσαν στην νυχτερινή
σιγαλιά ρυθμικά σαν σφυγμοί αγωνίας.
Η Μάργκαρετ γονάτισε πλάι του, χαϊδεύοντάς τον,
πνιγμένη στα δάκρυα. Κανείς, ούτε ο δόκτωρ Ντόναλντσον, δεν αντιλήφθηκε πόση
ώρα πέρασε. Ο κύριος Χέηλ ήταν ο πρώτος που τόλμησε να μιλήσει για όσα
χρειάζονταν να γίνουν επί του παρόντος.
«Τι πρέπει να κάνουμε» ρώτησε. «Πείτε και στους δυο
μας. Η Μάργκαρετ είναι βοηθός μου – το δεξί μου χέρι.»
Ο δόκτωρ Ντόναλντσον έδωσε τις σαφείς, γνωστικές
οδηγίες του. Κανένας φόβος για απόψε, ούτε ακόμα και για αύριο και για πολλές
ακόμα μέρες. Όμως να μην ελπίζουν σε ανάρρωση. Συμβούλεψε τον κύριο Χέηλ να
πάει για ύπνο και να μείνει μόνο ένας να προσέχει την ασθενή, για την οποία
ήλπιζε να κοιμηθεί αδιατάραχτα για αρκετές ώρες ακόμη. Υποσχέθηκε να έλθει πάλι
νωρίς το πρωί. Και με μια ζεστή και ευγενική χειραψία τούς αποχαιρέτησε.
Μιλήσανε ελάχιστα. Ήταν υπερβολικά εξουθενωμένοι από
το φόβο, για να μπορούν να κάνουν οτιδήποτε πέραν από το να ρυθμίσουν το τι θα
έπρατταν άμεσα. Ο κύριος Χέηλ ήταν αποφασισμένος να μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα
και το μόνο που μπόρεσε να κάνει η Μάργκαρετ ήταν να φροντίσει γι’ αυτόν, ώστε
να αναπαυθεί στον καναπέ του καθιστικού.
Η Ντίξον ρητά και κατηγορηματικά αρνήθηκε να πάει για
ύπνο· όσο για την Μάργκαρετ, απλά της ήταν αδύνατον να αφήσει τη μητέρα της κι
ας έλεγαν όλοι οι γιατροί του κόσμου για «οικονομία δυνάμεων» και «ανάγκη για
έναν και μόνο να μείνει να ξαγρυπνήσει». Έτσι η Ντίξον κάθισε, προσηλώθηκε,
ανοιγόκλεισε τα μάτια της, έγειρε νυσταγμένη, τινάχτηκε ξυπνώντας και τελικά
εγκατέλειψε τη μάχη και παραδόθηκε με ένα ελαφρύ ροχαλητό. Η Μάργκαρετ είχε
βγάλει την τουαλέτα της και την είχε πετάξει παράμερα, ανυπόμονα και με κάποια
απέχθεια, και εν συνεχεία είχε βάλει ένα απλό φόρεμα. Αισθανόταν σαν να μην
επρόκειτο να κοιμηθεί ποτέ ξανά· σαν όλες της οι αισθήσεις να είχαν οξυνθεί στο
έπακρο και με τη διπλάσια ένταση, ώστε να μπορέσει να μείνει ξάγρυπνη. Καθετί
που έβλεπε, καθετί που άκουγε, ακόμα και η κάθε σκέψη της χτυπούσαν ένα νεύρο
μέσα της και την κρατούσαν σε εγρήγορση. Για περισσότερες από δύο ώρες άκουγε
τον πατέρα της να κινείται ανήσυχα στο διπλανό δωμάτιο. Πλησίαζε διαρκώς την
πόρτα στο δωμάτιο της μητέρας της και αφουγκραζόταν, μέχρι που, μην αντέχοντας
να είναι τόσο κοντά της και να μην τον βλέπει, πήγε και άνοιξε την πόρτα για να
του πει για την κατάσταση της μητέρας της, σε απάντηση στις ερωτήσεις που δεν
μπορούσαν να αρθρώσουν τα φρυγμένα του χείλη. Κάποια στιγμή επιτέλους
αποκοιμήθηκε κι αυτός, και σε όλο το σπίτι έπεσε σιωπή. Η Μάργκαρετ καθόταν
πίσω από το παραβάν και σκεπτόταν. Απομακρυσμένα στο χρόνο και το χώρο
φαίνονταν όλα όσα την είχαν απασχολήσει τις τελευταίες ημέρες. Πριν από μόλις
τριάντα έξι ώρες νοιαζόταν για την Μπέσσυ Χίγκινς και τον πατέρα της, και η
καρδιά της σπάραζε για τον Μπούσερ· τώρα όλα έμοιαζαν σαν την ανάμνηση ενός
ονείρου σε κάποια προηγούμενη ζωή – όλα όσα διαδραματίζονταν έξω από την πόρτα
του σπιτιού φαίνονταν διαχωρισμένα από τη μητέρα της, και για το λόγο αυτό
ανύπαρκτα. Ακόμα και η Χάρλεϋ Στρητ έμοιαζε πιο κοντινή ανάμνηση. Να, θυμόταν
σαν να ήταν μόλις χθες πόσο την ευχαριστούσε να ανακαλύπτει χαρακτηριστικά της
μητέρας της στο πρόσωπο της θείας Σω – και πως έφταναν τα γράμματα, κάνοντάς
την να σκέφτεται με τις ώρες το πατρικό της με λαχτάρα και αγάπη. Το ίδιο το
Χέλστοουν βρισκόταν σε μια σκοτεινή γωνιά του παρελθόντος. Οι γκρίζες,
πληκτικές ημέρες του προηγούμενου χειμώνα και της άνοιξης, τόσο μονότονες και ίδιες
η μια με την άλλη, έμοιαζαν τώρα να συνδέονται περισσότερο με ό,τι αυτή τη
στιγμή υπήρχε πολυτιμότερο στη σκέψη της. Ευχαρίστως θα άρπαζε από το μανίκι
τον χρόνο που όλο ξεγλιστρούσε και θα τον παρακαλούσε να επιστρέψει και να της
ξαναδώσει αυτά που τόσο λίγο είχε εκτιμήσει, όταν τα είχε στη διάθεσή της. Πόσο
μάταιη φαινόταν η ζωή! Πόσο ανούσια και τρεμάμενη, έτοιμη να πετάξει! Έμοιαζε
σαν από κάποιο επουράνιο καμπαναριό ψηλά, πάνω από το θόρυβο και την ταραχή της
γης, ένα σήμαντρο να ηχεί πένθιμα: «Όλα σκιές, όλα πρόσκαιρα, όλα παρελθόν!»
Και όταν έφεξε το πρωινό, ψυχρό και γκρίζο όπως πολλά ευτυχέστερα πρωινά
παλαιότερα, όταν η Μάργκαρετ κοίταξε έναν-έναν αυτούς που ακόμα κοιμούνταν,
έμοιαζε σαν η τρομερή νύχτα να ήταν όνειρο. Σαν να ήταν κι αυτή μια σκιά. Κι
αυτή παρελθόν.
Η ίδια η κυρία Χέηλ όταν ξύπνησε δεν είχε επίγνωση
τού πόσο σοβαρά άρρωστη ήταν την προηγούμενη νύχτα. Εξεπλάγην αρκετά από την πρωινή
επίσκεψη του δόκτορα Ντόναλντσον και της προκάλεσαν αμηχανία τα ταραγμένα
πρόσωπα του συζύγου και της κόρης της. Συγκατατέθηκε στο να παραμείνει στο
κρεβάτι εκείνη την ημέρα, λέγοντας πως σίγουρα ήταν κουρασμένη, αλλά την
επομένη επέμεινε να σηκωθεί. Ο δόκτωρ Ντόναλντσον της επέτρεψε να ξαναγυρίσει
στο καθιστικό. Δεν μπορούσε να βρει ησυχία, ούτε να βολευτεί σε κάποια θέση,
και το βράδυ ανέβασε πυρετό. Ο κύριος Χέηλ ήταν απόλυτα αδρανής και ανίκανος να
αποφασίσει το οτιδήποτε.
«Τι να κάνουμε για να μην περάσει η μητέρα άλλη μια
τέτοια νύχτα;» ρώτησε η Μάργκαρετ την τρίτη ημέρα.
«Πρόκειται ώς ένα βαθμό για την αντίδραση του
οργανισμού στα ισχυρά οπιούχα που αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω. Φαίνεται πιο
οδυνηρό σε σας απ’ ό,τι το νοιώθει εκείνη, πιστεύω. Νομίζω όμως ότι, αν
καταφέρουμε να βρούμε ένα στρώμα νερού, θα ήταν καλό. Θα βελτιωθεί η κατάστασή
της αύριο, λίγο-πολύ όπως ήταν πριν από αυτήν την κρίση. Εντούτοις, ένα στρώμα ύδατος θα το ήθελα γι’ αυτήν. Γνωρίζω πως η κυρία Θόρντον έχει ένα. Θα
προσπαθήσω να την επισκεφθώ το απόγευμα. Μια στιγμή», είπε προσέχοντας πόσο
ωχρό ήταν το πρόσωπο της Μάργκαρετ μετά από τόσες μέρες που αγρυπνούσε δίπλα
στην ασθενή, «δεν είμαι σίγουρος αν θα καταφέρω να πάω. Έχω πολλούς ασθενείς να
επισκεφθώ. Δεν θα ήταν άσχημο αν μπορούσατε να κάνετε ένα σύντομο περίπατο ώς
την Μάρλμποροου Στρητ και να ρωτήσετε την κυρία Θόρντον αν μπορεί να σας το
διαθέσει.»
«Φυσικά» είπε η Μάργκαρετ. «Μπορώ να πάω το απόγευμα
που η μαμά θα κοιμάται. Είμαι σίγουρη ότι η κυρία Θόρντον θα μας το δανείσει.»
............................................................................
Καθώς η Μάργκαρετ έφτασε στο μικρό πλαϊνό δρομάκι δίπλα στις πτυσσόμενες πόρτες
που βρίσκονταν στον μεγάλο τοίχο της αυλής του Μάρλμποροου και περίμενε τον
θυρωρό να της ανοίξει, άκουσε το πρώτο απόμακρο ξέσπασμα της θύελλας. Είδε το
πρώτο σκοτεινό κύμα του πλήθους να αναδύεται αργά και απειλητικά να ανατρέπεται
και να υποχωρεί, μακριά στην άλλη άκρη του δρόμου που λίγα λεπτά πριν έσφυζε
από πνιγμένους θορύβους, αλλά τώρα ήταν δυσοίωνα σιωπηλή. Όλα αυτά υπέπεσαν
στην αντίληψή της, αλλά δεν κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τη βαρυφορτωμένη καρδιά
της. Δεν ήξερε τι σήμαιναν όλα αυτά, ποιο ήταν το νόημά τους. Εκείνο που ήξερε,
εκείνο που ένοιωθε, ήταν το κοφτερό μαχαίρι να αγγίζει την καρδιά της και ότι
σύντομα θα την διαπερνούσε, αφήνοντάς την ορφανή από μητέρα. Προσπαθούσε να το
συνειδητοποιήσει σκεπτόμενη ότι, μόλις έφθανε εκείνη η ώρα, θα έπρεπε να είναι
έτοιμη να παρηγορήσει τον πατέρα της.
Ο θυρωρός άνοιξε την πόρτα με προφύλαξη, και πάλι όχι
αρκετά για να την αφήσει να μπει.
«Εσείς είστε μόνο, κυρία;» ρώτησε αναστενάζοντας με
ανακούφιση και ανοίγοντας περισσότερο την είσοδο, αλλά και πάλι όχι εντελώς. Η
Μάργκαρετ μπήκε και εκείνος βιάστηκε να διπλοκλειδώσει πίσω της.
..............................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου