Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Κεφάλαιο 24ο " Οι παρανοήσεις αποσαφηνίζονται"

Επιτέλους το πολυαναμενόμενο κεφάλαιο έτοιμο και σενιαρισμένο. Αν είχε μουσική υπόκρουση αυτή θα ήταν το τραγούδι του Νταλάρα "Δεν φταις εσύ, η φαντασία μου τα φταίει...."
Τι να κάνουμε, κύριε Θόρντον μου ; Συμβαίνουνε και στις καλύτερες οικογένειες....!



Βορράς κ Νότος



Κεφάλαιο 24 


 « Οι παρανοήσεις  ξεδιαλύνονται  »


..........................................................................................................................

Η Ντίξον άνοιξε πολύ σιγά την πόρτα και ήρθε ακροπατώντας δίπλα στο σκιασμένο παράθυρο όπου καθόταν η Μάργκαρετ.

«Ο κύριος Θόρντον , δεσποινίς Μάργκαρετ. Είναι στο καθιστικό.»

Η Μάργκαρετ άφησε το εργόχειρο να πέσει στην ποδιά της.

«Ζήτησε να δει εμένα ; Δεν είναι ο πατέρας στο σπίτι ;»
«Ζήτησε εσάς, δεσποινίς και ο κύριος έχει βγει έξω.»

«Πολύ καλά, έρχομαι.» είπε η Μάργκαρετ ήρεμα. Παραδόξως όμως, χρονοτριβούσε.

Ο κύριος Θόρτον στεκόταν κοντά στο παράθυρο με την πλάτη στραμμένη στην πόρτα,  φαινομενικά αφοσιωμένος στο να κυττά   κάτι έξω στο δρόμο. Στην πραγματικότητα όμως φοβόταν τον εαυτό του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά στη σκέψη του ερχομού της. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το άγγιγμα των χεριών της γύρω από το λαιμό του που εκείνη τη στιγμή το είχε πάρει αψήφιστα και με ανυπομονησία αλλά τώρα η θύμηση  του πώς τον υπερασπίστηκε με το αγκάλιασμά της τον έκανε να ανατριχιάζει ως τα κατάβαθα της ψυχής του ˙ έλιωνε σαν κερί στη φλόγα   η κάθε του απόφαση και όλη του η  αυτοκυριαρχία. 

Φοβόταν ότι θα  έτρεχε  από μόνος του  να την προϋπαντήσει με τα χέρια ανοιχτά, ικετεύοντας την  σιωπηλά να έρθει και να φωλιάσει εκεί  όπως το είχε κάνει την προηγούμενη μέρα και  εκείνος την είχε αγνοήσει, όμως δεν σκόπευε να την αγνοήσει ποτέ ξανά. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε. Ήταν δυνατός άνδρας  κι όμως έτρεμε  στη σκέψη του τι θα έλεγε και ποιάς υποδοχής θα τύχαιναν τα λόγια του. Εκείνη  μπορεί να  κοκκίνιζε και να ερχόταν να κουρνιάσει ταραγμένη   στην αγκαλιά του και να βρει το φυσικό της καταφύγιο. Τη μια στιγμή άστραφτε από ανυπομονησία στη σκέψη ότι μπορεί να έκανε αυτό και την άλλη φοβόταν σφοδρότατη απόρριψη, στην ιδέα και μόνο της οποίας το μέλλον του έμοιαζε να γίνεται στάχτη και αρνούνταν ακόμα και να το  σκεφτεί. Ξαφνιάστηκε σαν ένοιωσε την παρουσία κάποιου   άλλου στο δωμάτιο. Στράφηκε. Εκείνη είχε μπει τόσο  απαλά που δεν την άκουσε. Οι θόρυβοι από το δρόμο είχαν σκεπάσει στο απορροφημένο μυαλό του το θρόισμα που έκανε το φουστάνι της από απαλή μουσελίνα.

Στεκόταν δίπλα στο τραπέζι χωρίς να του πει να καθίσει. Οι βλεφαρίδες γυρτές, μισόκρυβαν τα μάτια της. Τα δόντια κλειστά αλλά όχι σφιγμένα, τα χείλη της ελαφρώς ανοιχτά μόλις που επέτρεπαν να προβάλλει μια λευκή χαραμάδα ανάμεσα από τις καμπύλες τους. Η ανάσα της βαθιά και απαλή έκανε τα  κοντυλένια ρουθούνια της να διαστέλλονται  - αυτή ήταν και η μόνη κίνηση που διέκρινε πάνω της. Το αλαβάστρινο δέρμα της, οι καμπυλόγραμμες παρειές, το πλούσιο περίγραμμα των χειλιών  που οι  άκρες που έσβηναν σε λακάκια,  όλα ήταν ωχρά και άτονα σήμερα κάτι που τόνιζε ακόμα περισσότερο ο σκοτεινός όγκος των πλούσιων μαλλιών της που έπεφτε πλούσιος  στους κροτάφους για να καλύψει το σημάδι του χτυπήματος που είχε δεχθεί. Το κεφάλι της, παρά το κατεβασμένο βλέμμα, έστεκε ορθό στην παλιά περήφανη στάση του. Τα μακριά της χέρια έστεκαν ακίνητα  στο πλάι. Σε γενικές γραμμές  έμοιαζε σαν φυλακισμένη , που κατηγορούνταν άδικα για κάποιο έγκλημα το οποίο απεχθανόταν και μισούσε και για το οποίο ήταν πολύ αγανακτισμένη για να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

Ο κύριος Θόρντον έκανε ένα –δυο βιαστικά βήματα προς τα εμπρός ∙ έπειτα συνήλθε και πήγε ήσυχα και σταθερά προς την πόρτα  (την οποία εκείνη είχε αφήσει ανοικτή) και την έκλεισε. Κατόπιν  επέστρεψε, και στάθηκε απέναντί της κυττάζοντας την όμορφη παρουσία  της για λίγο, προτού τολμήσει να  την διακόψει  – ίσως και να την απωθήσει- με αυτά που είχε να πει.

«Δεσποινίς Χέηλ, υπήρξα πολύ αγνώμων εχθές…»

«Δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο να πρέπει να αισθάνεστε ευγνωμοσύνη,» είπε εκείνη σηκώνοντας το βλέμμα και κυττάζοντάς τον κατάματα. « Υποθέτω, ότι εννοείτε πως κατά τη γνώμη σας θα  έπρεπε να με ευχαριστήσετε για ό,τι έκανα.» Αντίθετα στη θέλησή της και αψηφώντας το θυμό της, το αναψοκοκκίνισμα κάλυψε πάλι το πρόσωπό της φλογίζοντας τα μάτια της χωρίς να αλλάξει το σταθερό και σοβαρό της ύφος.  «Ήταν μια φυσιολογική, ενστικτώδης κίνηση. Κάθε γυναίκα θα μπορούσε  να κάνει το ίδιο.  Όλες μας συναισθανόμαστε την ιερότητα του φύλου μας σαν ένα υψηλό προνόμιο όταν βλέπουμε κίνδυνο. Μάλλον εγώ» συνέχισε βιαστικά « θα έπρεπε να απολογηθώ σε εσάς γιατί σας είπα λόγια απερίσκεπτα που σας εξέθεσαν σε κίνδυνο.»

«Δεν ήταν τα λόγια σας, με όλη τη δριμύτητά τους – ήταν η αλήθεια που κρυβόταν σ’αυτά. Όμως δεν θα με κάνετε να παρεκκλίνω   έτσι ώστε να αποφύγετε την έκφρασή της βαθιάς μου ευγνωμοσύνης, την ….» Τώρα βρισκόταν  στην κόψη του ξυραφιού ∙ δεν θα βιαζόταν να μιλήσει παρασυρμένος από το πάθος – θα ζύγιαζε κάθε λέξη. Ήταν αποφασισμένος να το κάνει  και η θέλησή του υπερίσχυσε. Σταμάτησε στη μέση της φράσης.

«Δεν προσπαθώ να αποφύγω τίποτα,» είπε εκείνη. «Λέω, απλώς,  ότι δεν μου οφείλετε καμία ευγνωμοσύνη και πρέπει να προσθέσω ότι κάθε τέτοια εκδήλωση θα μου ήταν επώδυνη  γιατί νοιώθω ότι δεν την αξίζω. Εντούτοις, αν σας απαλλάξει από μια υποχρέωση έστω και φανταστική, παρακαλώ μιλήστε.»

«Δεν επιθυμώ να απαλλαγώ από κάποια υποχρέωση» είπε εκείνος, ενθαρρυμένος από τον ήρεμο τρόπο της. « Φανταστική ή όχι – δεν αναρωτιέμαι- προτιμώ να πιστεύω ότι χρωστάω την ζωή μου σ’εσάς – ναι- χαμογελάστε και θεωρήστε το υπερβολή αν θέλετε. Το πιστεύω, γιατί προσθέτει αξία σ’αυτή τη ζωή να νομίζω πως …Ω, δεσποινίς Χέηλ!....» συνέχισε εκείνος χαμηλώνοντας τη φωνή του σ’έναν τόνο τέτοιας έντασης και πάθους που εκείνη  ρίγησε και άρχισε να τρέμει μπροστά του «….να  νομίζω πως οι περιστάσεις τα έφεραν έτσι ώστε  ο,τιδήποτε κι αν κατορθώσω από ‘δω και στο εξής να μπορώ να λέω στον εαυτό μου: ‘Όλη αυτή τη χαρά στη ζωή, όλη την τίμια περηφάνεια που έχεις  κάνοντας τη δουλειά που σου αναλογεί στον κόσμο, όλη αυτήν την αψιά αίσθηση του να είσαι ζωντανός, την οφείλεις σ’εκείνη!’  Και είναι διπλή η χαρά, πιο λαμπερή η υπερηφάνεια, τόσο έντονη η αίσθηση του να είμαι ζωντανός  που δεν ξέρω αν μου προκαλεί οδύνη ή χαρά, επειδή γνωρίζω  ότι οφείλω την ζωή μου σε αυτήν  που  - ναι, πρέπει να το ακούσετε και θα το ακούσετε»  - είπε εκείνος, κάνοντας αποφασιστικά ένα βήμα εμπρός – « σε αυτήν που αγαπώ  τόσο, όσο δεν  έχει ποτέ αγαπήσει  άνδρας γυναίκα άλλη.» Είχε κλεισμένο το χέρι της  στο χέρι του. Περίμενε  ασθμαίνοντας  ν’ ακούσει   αυτό που έμελλε να έρθει. Τίναξε πέρα το χέρι της με αγανάκτηση σαν την άκουσε να απαντάει παγωμένα ˙ γιατί η φωνή της ήταν παγωμένη  μ’ όλο που οι λέξεις  έβγαιναν τραυλίζοντας  σαν να μην ήξερε πού να τις βρει.

« Ο τρόπος που μιλάτε με προσβάλλει. Είναι βλάσφημος. Έτσι το αισθάνθηκα, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Ίσως και να μην είναι έτσι, τολμώ να πω, αν είμαι σε θέση να καταλάβω το είδος του συναισθήματος που περιγράφετε. Δεν επιθυμώ να σας κάνω να θυμώσετε ˙ και μάλιστα  πρέπει και  να μιλάμε ήρεμα γιατί η μητέρα κοιμάται, αλλά ο τρόπος σας γενικά με προσβάλλει…»
«Πώς ;»  αναφώνησε εκείνος. « Σας προσβάλλει, λέτε! Είμαι κακότυχος, στ’αλήθεια.»

«Μάλιστα!» συνέχισε εκείνη ξαναβρίσκοντας την αξιοπρέπειά της. « Όντως αισθάνομαι προσβεβλημένη και δικαίως νομίζω. Φαίνεται πως  φαντάζεστε ότι  η χθεσινή συμπεριφορά μου…» και ξανά κόκκινα ρόδα έβαψαν τα μάγουλά της όμως αυτή τη φορά  με φλόγες αγανάκτησης μάλλον κι όχι ντροπής «…αφορούσε κάτι προσωπικό ανάμεσα σε εσάς και σε μένα, και πως μπορείτε να έρθετε να με ευχαριστήσετε γι αυτό αντί να το εκλάβετε όπως θα το εκλάμβανε ένας τζέντλεμαν – ναι, ένας τζέντλεμαν,» επανέλαβε με νόημα κάνοντας νύξη στην παλαιότερη συζήτησή τους σχετικά με αυτή τη λέξη « πως δηλαδή οποιαδήποτε γυναίκα άξια να φέρει το όνομα της γυναίκας, θα έμπαινε μπροστά για να προστατεύσει με την ιερή  ασυλία που διαθέτει  ως ασθενές φύλο, έναν άνδρα που κινδυνεύει από την βιαιότητα των πολλών.»

«Και  ο τζέντλεμαν , λοιπόν,  που σώθηκε με τέτοιον τρόπο, απαγορεύεται  να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του!»  τη διέκοψε εκείνος με περιφρόνηση. «Είμαι άνδρας. Διεκδικώ το δικαίωμα να εκφράσω τα αισθήματά  μου.»

«Κι εγώ  συγκατατέθηκα σε αυτό το δικαίωμα  ˙  απλά λέω ότι μου είναι οδυνηρό να επιμένετε σε αυτό,» απάντησε υπερήφανα. «Όμως φαίνεται πως φαντάζεστε ότι τα κίνητρά μου δεν ήταν καθοδηγούμενα από θηλυκό ένστικτο αλλά..» και εδώ τα δάκρυα της ταραχής που τόση ώρα πάλευε να καταπολεμήσει ανάβλυσαν στα μάτια της και η φωνή της κόμπιασε «…αλλά ότι παρακινήθηκα από συγκεκριμένα αισθήματα προς εσάς – εσάς!  Μα θα έτρεφα πολύ μεγαλύτερη  συμπάθεια για  οποιονδήποτε από αυτούς τους φτωχούς, δυστυχισμένους ανθρώπους που βρίσκονταν σ’ εκείνο το πλήθος, και θα είχα κάνει αυτό το λίγο που μπορούσα με περισσότερη προθυμία.»
«Συνεχίστε, δεσποινίς Χέηλ.  Γνωρίζω κάλλιστα τις άστοχες συμπάθειες που έχετε. Πιστεύω τώρα ότι ήταν απλώς  η έμφυτη σ’ εσάς  αίσθηση  του ηθικού χρέους  (ναι, ακόμα κι εγώ μολονότι εργοδότης, μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει ηθικό χρέος ) που σας ώθησε να πράξετε με τόσο ευγενικά φρονήματα. Γνωρίζω ότι με απεχθάνεστε ˙ επιτρέψτε μου να πω ότι αυτό συμβαίνει επειδή δεν με καταλαβαίνετε.»


«Δεν με ενδιαφέρει να καταλάβω,» απάντησε εκείνη ακουμπώντας στο τραπέζι για να  μην πέσει, επειδή τον θεωρούσε σκληρό  -όπως ήταν πράγματι- και εκείνη αδύναμη από αγανάκτηση.

«Όχι, το βλέπω . Είστε άδικη και κρίνετε λάθος.»

Η Μάργκαρετ έσφιξε τα χείλη της. Δεν θα απαντούσε σε αυτές τις κατηγορίες. Εντούτοις  παρά τα σκληρά του λόγια,  εκείνος θα  μπορούσε να  είχε πέσει στα πόδια της και να φιλήσει την άκρη του φορέματός της. Εκείνη έστεκε ακίνητη χωρίς να μιλά. Τα δάκρυα της πληγωμένης της υπερηφάνειας έτρεχαν καυτά. Εκείνος περίμενε για λίγο, λαχταρώντας  από εκείνη να πει  κάτι, έστω και κάτι χλευαστικό , για να μπορέσει να το αντικρούσει.  Όμως εκείνη παρέμεινε σιωπηλή. Σήκωσε το καπέλο του.

«Μια λέξη μόνο ακόμα. Φέρεστε  σαν να σας αμαυρώνει το γεγονός ότι σας αγαπώ.  Δεν μπορείτε να το αποφύγετε. Κι εγώ ο ίδιος δεν θα μπορούσα να σας απαλλάξω απ’ αυτό. Ακόμα και να μπορούσα δεν θα το έκανα. Δεν έχω αγαπήσει άλλη γυναίκα ποτέ μου. Η ζωή μου ήταν υπερβολικά φορτωμένη  και την σκέψη μου απορροφούσαν  άλλα πράγματα. Τώρα αγαπώ και θα συνεχίσω να το κάνω. Όμως μην φοβάστε ότι θα σας το εκφράσω σε υπερβολικό βαθμό.»

« Δεν φοβάμαι,» απάντησε εκείνη ορθώνοντας το ανάστημά της. «Κανείς ως τώρα δεν τόλμησε να μου φερθεί με αυθάδεια και  αυτό δεν θα συμβεί ούτε και στο μέλλον. Όμως, κύριε Θόρντον, έχετε φερθεί πολύ ευγενικά στον πατέρα μου» είπε εκείνη αλλάζοντας το ύφος της και συμπεριφερόμενη   με περισσότερη  γυναικεία λεπτότητα. «Ας μην συνεχίσουμε να εξοργίζουμε ο  ένας τον άλλον. Σας παρακαλώ, ας μην το κάνουμε!»   


Εκείνος δεν έδωσε σημασία στα λόγια της. Ήταν απασχολημένος με το να ισιώνει το καπέλο του  με το μανίκι  για κάμποσο  κι έπειτα αγνοώντας το απλωμένο της χέρι και κάνοντας πως δεν είδε τη σοβαρή της έκφραση που δήλωνε μεταμέλεια, στράφηκε ξαφνικά και βγήκε από το δωμάτιο. Η Μάργκαρετ πρόλαβε και είδε το πρόσωπό του καθώς έφευγε.

Της φάνηκε ότι είδε να γυαλίζουν στα μάτια του δάκρυα που μόλις συγκρατούνταν. Κι αυτό μετάστρεψε την υπερήφανη αντιπάθειά της σε κάτι διαφορετικό και ευγενικότερο, ωστόσο εξίσου οδυνηρό – μεμφόταν τον εαυτό της για το ότι είχε προκαλέσει τόση ταπείνωση σε κάποιον. 

«Όμως πώς μπορούσα να το αποφύγω;» αναρωτήθηκε. «Ποτέ δεν τον συμπάθησα. Ήμουν ευγενική αλλά δεν προσπάθησα να κρύψω την αδιαφορία μου. Πραγματικά δεν σκέφτηκα ποτέ για εμένα κι  εκείνον, τόσα πράγματα στην συμπεριφορά μου θα πρέπει να έδειξαν  την αλήθεια. Όλα αυτά τα οποία παρανόησε εχθές. Όμως είναι δικό του λάθος, όχι δικό μου. Θα το ξανάκανα αν υπήρχε ανάγκη, μόλο που μου έφερε τόσα προβλήματα  και ντροπή.»




Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Κεφάλαιο 23ο - "Παρανοήσεις"


Έτοιμο και το 23ο κεφάλαιο !  
 ....και με τίτλο σημαδιακό ! Οι παρανοήσεις και οι παρεξηγήσεις δίνουν και παίρνουν στο Μίλτον. Και φυσικά, η πεθερά  - Μεσογειακή ή μη -  έχει πάντα ως πρότυπο την Τασσω Καββαδία .....that's a truth universally acknowledged όπως θα έλεγε και  η αγαπητή Jane Austen.

Βορράς κ Νότος


Κεφάλαιο 23ο



«ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ»


Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά από τη στιγμή που έφυγε η Μάργκαρετ, όταν μπήκε μέσα ο κύριος Θόρντον με το πρόσωπό ν’αστράφτει.

«Δεν μπορούσα να έρθω νωρίτερα: Ο επιστάτης ήθελε να – πού είναι ;» Κύτταξε τριγύρω στο δωμάτιο και έπειτα σχεδόν με οργή την μητέρα του η οποία είχε βαλθεί να τακτοποιεί  τα έπιπλα και δεν του απάντησε αμέσως.
«Πού είναι η δεσποινίς Χέηλ;» την ξαναρώτησε.

«Πήγε στο σπίτι της» του απάντησε μάλλον κοφτά.

«Πήγε στο σπίτι της !»

«Ναι. Αισθανόταν πολύ καλύτερα. Πραγματικά, δεν νομίζω ότι είχε χτυπήσει τόσο πολύ. Απλώς μερικοί άνθρωποι λιποθυμούν με το παραμικρό.»

«Λυπάμαι που έφυγε» είπε εκείνος περπατώντας ανήσυχα  πάνω κάτω. «Δεν νομίζω ότι ήταν σε θέση να φύγει.»

«Το είπε μόνη της πως ήταν σε  θέση να φύγει. Το ίδιο είπε και ο γιατρός Λόου. Πήγα εγώ η ίδια και τον έφερα.»


«Ευχαριστώ μητέρα.»  Σταμάτησε και έκανε να απλώσει το χέρι του σε μια χειρονομία ευγνωμοσύνης. Όμως εκείνη δεν πρόσεξε την κίνησή του.

«Τι έκανες με τους Ιρλανδούς σου ;»
«Έστειλα να φέρουν από το  ‘Ντράγκον’  ένα καλό γεύμα γι αυτούς τους φουκαράδες. Και έπειτα, ευτυχώς πέτυχα τον Πατέρα Γκρέηντυ και  του ζήτησα να τους μιλήσει και να τους αποθαρρύνει από το να φύγουν όλοι μαζί. Πώς πήγε στο σπίτι της η δεσποινίς Χέηλ ;  Είμαι βέβαιος ότι δεν θα ήταν σε θέση να περπατήσει.»

«Έφυγε με άμαξα. Κανονίστηκαν όλα κατά πως πρέπει ακόμα και τα κόμιστρα. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Αρκετή ταραχή  προκάλεσε.»

«Δεν ξέρω πού θα ήμουν τώρα  χωρίς αυτήν.»
«Τόσο αδύναμος κατάντησες ώστε να χρειάζεται να σε υπερασπίσει μια κοπέλα;» έκανε η κυρία Θόρντον περιφρονητικά.

Εκείνος κοκκίνισε. «Λίγες κοπέλες θα  δέχονταν χτύπημα που προοριζόταν για μένα – και μάλιστα προορισμένο με  ιδιαίτερη δύναμη και οργή.»

«Ένα ερωτευμένο κορίτσι θα το δεχόταν  και με το παραπάνω» απάντησε η κυρία Θόρντον κοφτά.
«Μητέρα!» Έκανε ένα βήμα μπροστά  ∙ έπειτα έμεινε ακίνητος μόλις συγκρατώντας την ταραχή του.

Εκείνη ξαφνιάστηκε από την ολοφάνερη προσπάθεια την οποία κατέβαλε για να παραμείνει ήρεμος. Δεν ήταν σίγουρη για το τι είδους αισθήματα του είχε προκαλέσει, παρά μονάχα ότι ήταν βίαια. Ήταν θυμός ; Τα μάτια του άστραφταν, το κορμί του ορθωνόταν τεράστιο, η ανάσα του έβγαινε κοφτή και γρήγορη. Ήταν ένα συνονθύλευμα χαράς, θυμού, υπερηφάνειας, ευχάριστης έκπληξης, ασθμαίνουσας αμφιβολίας ∙  αλλά δεν μπορούσε να το ξεκαθαρίσει. Όμως την  ανησύχησε πράγμα που  συνέβαινε με όλα τα δυνατά συναισθήματα τα οποία δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει ή να συμμεριστεί .
.......................................................................................................................

«Μητέρα! Γνωρίζεις τι  θα πρέπει να πω αύριο στην δεσποινίδα Χέηλ ;»

Η ερώτηση, κατά τη διάρκεια μιας παύσης στην οποία η ίδια τουλάχιστον είχε ξεχάσει την Μάργκαρετ, την ξάφνιασε.

Γύρισε και τον κύτταξε.

«Ναι, το γνωρίζω. Δεν μπορείς να πράξεις διαφορετικά.»

«Να πράξω διαφορετικά! Δεν σε καταλαβαίνω.»

«Εννοώ ότι εφόσον άφησε να εκδηλωθούν τόσο ολοφάνερα τα αισθήματά της, θεωρώ ότι για λόγους εντιμότητας είσαι υποχρεωμένος….»
«Για λόγους εντιμότητας!» είπε με περιφρόνηση. «Φοβάμαι ότι η εντιμότητα δεν έχει να κάνει. ‘…άφησε να εκδηλωθούν τα αισθήματά της!’  Ποια αισθήματα εννοείς;»

«Έλα τώρα, Τζων, δεν υπάρχει λόγος να θυμώνεις. Δεν έτρεξε κάτω και κρεμάστηκε επάνω σου για να σε προφυλάξει  από τον κίνδυνο ;»

«Ναι, το έκανε!» είπε εκείνος. «Όμως μητέρα,» συνέχισε σταματώντας απότομα μπροστά της « Δεν τολμώ να ελπίζω. Δεν έχω δειλιάσει ποτέ ως τώρα στη ζωή μου ˙ όμως δεν πιστεύω ότι ένα τέτοιο πλάσμα νοιάζεται για μένα.»


«Μην είσαι ανόητος , Τζων. Ένα τέτοιο πλάσμα! Έτσι όπως μιλάς θα νόμιζε κανείς ότι πρόκειται για μια δούκισσα. Και τι παραπάνω θα ήθελες για απόδειξη ότι νοιάζεται για σένα ; Πιστεύω πως πάλεψε με την αριστοκρατική της συνείδηση , αλλά την συμπαθώ ακόμα περισσότερο γιατί στο τέλος είδε τα πράγματα ξεκάθαρα. Και για να το λέω εγώ αυτό, κάτι σημαίνει» είπε η κυρία Θόρντον χαμογελώντας αργά, ενώ τα δάκρυα έλαμπαν στα μάτια της ˙ «γιατί  από αύριο εγώ θα έρχομαι δεύτερη. Ήταν για να σε έχω δικό μου, ολόδικό μου για μερικές ακόμα ώρες, γι αυτό σε παρακάλεσα να μην πάς μέχρι αύριο.»

«Αγαπημένη μου μητέρα!»  (Όμως η αγάπη είναι εγωίστρια και αμέσως εκείνος στράφηκε στις δικές του ελπίδες και τους φόβους με έναν τρόπο που έστειλε ένα κρύο σκοτεινό σύννεφο να ζώσει  την καρδιά της κυρίας Θόρντον.) «Όμως ξέρω ότι εκείνη δεν ενδιαφέρεται για μένα. Θα γονατίσω μπροστά της – πρέπει. Ακόμα κι αν έχω μια πιθανότητα στις χίλιες – ή στο εκατομμύριο- θα το κάνω.»
«Μην έχεις κανένα φόβο!» είπε η μητέρα του καταπιέζοντας το δικό της  αίσθημα ταπείνωσης  επειδή  τόσο λίγη ανταπόκριση βρήκε η σπάνια εκδήλωση της μητρικής της στοργής, το τσίμπημα της ζήλιας που πρόδιδε  το μέγεθος της  παραπεταμένης της αγάπης. «Μην φοβάσαι,» είπε ψύχραιμα. «Όσον αφορά το θέμα της αγάπης, της αξίζεις. Θα χρειάστηκε να παλέψει αρκετά για να ξεπεράσει την υπερηφάνεια της.  Μην φοβάσαι, Τζων.» του είπε φιλώντας τον, καθώς τον καληνύχτιζε. Και βγήκε αργά και μεγαλοπρεπώς από το δωμάτιο.  Μόλις όμως μπήκε στο δικό της, κλείδωσε την πόρτα, κάθισε κάτω και άρχισε να κλαίει με δάκρυα πρωτόγνωρης θλίψης.



Η Μάργκαρετ μπήκε στο δωμάτιο ( όπου ο πατέρας και η μητέρα της συζητούσαν χαμηλόφωνα) με όψη πολύ χλωμή και κάτωχρη. Πλησίασε αρκετά κοντά και μόνο τότε βρήκε τη δύναμη να μιλήσει.


«Η κυρία Θόρντον θα στείλει το στρώμα ύδατος, μαμά.»
«Καλή μου, φαίνεσαι πολύ κουρασμένη! Κάνει πολύ ζέστη, Μάργκαρετ;»

«Πάρα πολύ, και οι δρόμοι είναι ανάστατοι με την απεργία.»
Η όψη της Μάργκαρετ ρόδισε ξανά και έλαμψε αλλά ευθύς αμέσως χλώμιασε πάλι.

«Να, εδώ έχεις ένα μήνυμα από την Μπέσσυ Χίγκινς που σε θέλει να πας εκεί» είπε η κυρία Χέηλ. «Όμως σίγουρα είσαι πολύ κουρασμένη.»
«Ναι!» είπε η Μάργκαρετ. «Είμαι κουρασμένη, δεν μπορώ να πάω.»


..........................................................................................................................





Ξάπλωσε χωρίς να γυρίσει πλευρό ούτε μια φορά. Το να κινήσει έστω και το δάχτυλό της ήταν πέρα από τη δύναμη της θέλησης ή του σώματός της. Ήταν τόσο κουρασμένη, τόσο εξουθενωμένη  που νόμισε ότι δεν κοιμήθηκε καθόλου ˙ οι πυρετώδεις σκέψεις της την έφερναν μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης  ξανά και ξανά με τρόπο βασανιστικό.  Ξαπλωμένη κι αδύναμη καθώς ήταν, εντούτοις νόμιζε ότι δεν μπορούσε να μείνει  μόνη της –  ένα σύννεφο από πρόσωπα έμοιαζε να την κυττούν, χωρίς να της προκαλούν οργή ή αίσθηση κινδύνου αλλά  μια βαθύτατη αίσθηση αισχύνης.  Αισχύνη για το ότι  ήταν το αντικείμενο παρατήρησης τόσων πολλών ανθρώπων , μια τόσο οδυνηρή αίσθηση ντροπής που  ένοιωθε πως ευχαρίστως θα μπορούσε να μπει στα κατάβαθα της γης για να κρυφτεί, αλλά και πάλι δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από το αμείλικτο βλέμμα χιλιάδων ματιών.

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Κεφάλαιο 22ο "Τα επακόλουθα ενός χτυπήματος"



Συντομοτερα από το αναμενόμενο, έρχεται το 22ο κεφάλαιο. Οι εξελίξεις τρέχουν χωρίς σταματημό και το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πως θα τελειώσουν όλα αυτά.
Η κυρία Θόρντον πάντως, αποδεικνύεται εξίσου αποφασιστική και άτομο της δράσης όπως ο γιός της...και η Μάργκαρετ δεν είναι απο τα κοριτσάκια που θα καθήσουν στη γωνία πλέκοντας δαντέλα. Α, και να σας θυμήσω και μια παροιμία:  "Η νύφη που θα γεννηθεί στην πεθερά της μοιάζει" - αν με εννοείτε !!!
ΥΓ.
Η Χριστίνα Γαλανάκη για μια ακόμα φορά συμμάζεψε όρθογραφικές  και συντακτικές ατασθαλίες μου ! Ευχαριστώ πολύ Χριστίνα μου !


Βορράς και Νότος


Κεφάλαιο 22o

«Τα επακόλουθα ενός χτυπήματος»


Οδήγησαν την Μάργκαρετ στο καθιστικό. 

.................................................................................................................

Η κυρία Θόρντον μπήκε με ύφος δυσοίωνο και βλοσυρό, και η Μάργκαρετ κατάλαβε πως είχε έρθει σε μια πολύ άσχημη στιγμή για να την ενοχλήσει με το αίτημά της. Ήταν όμως επιθυμία της ίδιας της κυρίας Θόρντον να ζητήσει οτιδήποτε χρειαζόταν κατά την πορεία της ασθένειας της μητέρας της. Το μέτωπο της κυρίας Θόρντον συνοφρυώθηκε και τα χείλη της σφίχτηκαν, ενόσω η Μάργκαρετ τής μιλούσε ευγενικά και σεμνά για τη δυσκολία της μητέρας της να βρει ανάπαυση και για την επιθυμία του δόκτορος Ντόναλντσον να της παράσχουν ανακούφιση με ένα στρώμα ύδατος. Σταμάτησε. Η κυρία Θόρντον δεν απάντησε αμέσως. Έπειτα τινάχτηκε πάνω και άρχισε να  φωνάζει:

«Είναι στην πύλη! Φάννυ, φώναξε τον Τζων – πήγαινε και φώναξέ τον να έρθει από το εργοστάσιο! Βρίσκονται στην πύλη! Θα την ρίξουν κάτω! Φώναξε τον Τζων, είπα!»

Ταυτοχρόνως, ο αυξανόμενος ήχος βημάτων -στον οποίο η κυρία Θόρντον είχε στραμμένη την προσοχή της, αντί για τα λεγόμενα της Μάργκαρετ- ακουγόταν ακριβώς έξω από τον τοίχο και μια οχλαγωγία από οργισμένες φωνές υψωνόταν ολοένα και πιο δυνατή πίσω από το ξύλινο εμπόδιο, το οποίο τρανταζόταν λες και οι αθέατοι άνθρωποι, έξαλλοι από οργή, χρησιμοποιούσαν το σώμα τους ως πολιορκητικό κριό, χτυπώντας και οπισθοχωρώντας λίγο μόνο, για να ξαναγυρίσουν με περισσότερη και πιο συγκεντρωμένη ορμή, μέχρις ότου τα ισχυρά πλήγματα που κατάφερναν έκαναν τη δυνατή πύλη να σείεται σαν καλάμι στον άνεμο.
.................................................................................................................................


Ο κύριος Θόρντον έσπευσε να πάει κοντά.

«Λυπάμαι, δεσποινίς Χέηλ, που μας επισκέπτεστε σε μια τέτοια άτυχη στιγμή, όπου φοβάμαι πως θα εμπλακείτε σε όποιον κίνδυνο τυχόν απειλήσει και εμάς. Μητέρα! Δεν θα ήταν καλύτερα να πάτε στα πίσω δωμάτια; Φοβάμαι μην τυχόν έχουν βρει πέρασμα από το δρομάκι της Πίννερ Λέιν προς τους στάβλους· αν όμως όχι, τότε θα είστε πιο ασφαλείς εκεί, παρά εδώ. Πήγαινε, Τζέην!» συνέχισε απευθυνόμενος στην οικονόμο. Και εκείνη έφυγε ακολουθούμενη από τις άλλες υπηρέτριες.

«Θα μείνω εδώ!» είπε η μητέρα του. «Όπου βρίσκεσαι εσύ, εκεί θα μείνω κι εγώ!» Και πραγματικά το να αποτραβηχτούν στα πίσω δωμάτια ήταν μάταιο· το πλήθος είχε περικυκλώσει την εξωτερική περίμετρο και έστελνε απειλητικά την τρομερή βοή του από το πίσω μέρος του κτιρίου. Οι υπηρέτριες με κραυγές και κλάματα βρήκαν καταφύγιο στη σοφίτα. Ο κύριος Θόρντον χαμογέλασε περιφρονητικά ακούγοντάς τις. Κοίταξε προς την Μάργκαρετ που στεκόταν ολομόναχη στο παράθυρο που βρισκόταν πλησιέστερα στο εργοστάσιο. Τα μάτια της γυάλιζαν και το χρώμα του προσώπου της είχε σκουρύνει στα χείλη και τις παρειές. Σαν να ένοιωσε το βλέμμα του, στράφηκε προς το μέρος του και του έκανε την ερώτηση που ήταν στο νου της για κάμποση ώρα τώρα:

«Πού βρίσκονται οι εργάτες που φέρατε; Εκεί στο εργοστάσιο;»

«Ναι! Τους άφησα σ’ ένα μικρό δωμάτιο, ψηλά στην κορυφή της πίσω σκάλας· είναι κατατρομαγμένοι. Τους έδωσα εντολή, αν διατρέξουν κίνδυνο, να ξεφύγουν και να κατεβούν από εκεί, αν ακούσουν να γίνεται επίθεση στις πύλες του εργοστασίου. Όμως δεν γυρεύουν αυτούς – εμένα θέλουν.»

«Πότε θα μπορέσουν να έρθουν εδώ οι στρατιώτες;» ρώτησε η μητέρα του με χαμηλή αλλά σταθερή φωνή.

Έβγαλε το ρολόι του με την ίδια σταθερή αυτοκυριαρχία που χαρακτήριζε όλες του τις κινήσεις. Έκανε κάποιους μικρούς υπολογισμούς.

«Αν υποθέσουμε ότι ο Γουίλλιαμς έφυγε αμέσως μόλις του είπα και δε χρειάστηκε να ξεγλιστρήσει ανάμεσά τους – χρειάζονται άλλα είκοσι λεπτά.»

«Είκοσι λεπτά!» είπε η μητέρα του, αφήνοντας για πρώτη φορά να φανεί ο φόβος στη φωνή της.

«Ασφάλισε αμέσως τα παράθυρα, μητέρα!» είπε εκείνος. «Η πύλη δε θα αντέξει για πολύ. Κλείστε εκείνο το παράθυρο, δεσποινίς Χέηλ.»

Η Μάργκαρετ έκλεισε το παράθυρό της και έπειτα πήγε να βοηθήσει την κυρία Θόρντον που έτρεμαν τα δάκτυλά της.

Για κάποιο λόγο επικράτησε σιγή για αρκετά λεπτά από την αθέατη πλευρά του δρόμου. Η κυρία Θόρντον κοίταζε με έντονη ανησυχία τον γιο της, σαν να μπορούσε να βγάλει από εκείνον συμπεράσματα για την ξαφνική ησυχία. Το πρόσωπό του άκαμπτο, με μια έκφραση περιφρονητικής αψηφισιάς, δεν πρόδιδε ούτε φόβο ούτε ελπίδα.

Η Φάννυ έκανε να ανασηκωθεί.

«Έφυγαν;» ρώτησε ψιθυριστά.

«Να φύγουν;!» απάντησε εκείνος «Άκου!»

Και πραγματικά άκουσε· όλοι μπορούσαν να ακούσουν εκείνη τη συλλογική τεταμένη ανάσα, το τρίξιμο του ξύλου που υποχωρούσε, τα σίδερα που λύγιζαν, την εκκωφαντική πτώση της βαριάς πύλης. Η Φάννυ σηκώθηκε τρικλίζοντας, έκανε ένα-δυο βήματα προς τη μητέρα της και έπεσε λιπόθυμη στην αγκαλιά της. Η κυρία Θόρντον την σήκωσε με μια δύναμη που προερχόταν τόσο από το σώμα της όσο και από τη δύναμη της θέλησής της και την έβγαλε έξω από το δωμάτιο.

«Δόξα τω Θεώ!» είπε ο κύριος Θόρντον, καθώς την είδε να βγαίνει. «Δεν πηγαίνετε καλύτερα κι εσείς πάνω, δεσποινίς Χέηλ;»

Είδε τα χείλη της Μάργκαρετ να σχηματίζουν τη λέξη «Όχι!», αλλά δεν μπορούσε να ακούσει τη φωνή της. Κάτω ακριβώς από τον τοίχο του σπιτιού είχε ξεσπάσει ένα βαθύ μανιασμένο μουγκρητό από εκατοντάδες οργισμένες φωνές, με μια χροιά άγριας ικανοποίησης που τις έκανε πιο τρομακτικές από τις μισοπνιγμένες κραυγές που ακούγονταν λίγα λεπτά πριν.

«Δεν πειράζει!» είπε εκείνος, προσπαθώντας να της δώσει κουράγιο. «Λυπάμαι πολύ που παγιδευτήκατε σε αυτήν την κατάσταση, όμως δε θα κρατήσει για πολύ ακόμα. Σε λίγο οι στρατιώτες θα είναι εδώ.»

«Ω, Θεέ μου» φώναξε ξαφνικά η Μάργκαρετ «αυτός είναι ο Μπούσερ. Το γνώρισα το πρόσωπό του, παρότι έχει γίνει κάτασπρο από θυμό. Προσπαθεί να βγει μπροστά. Κοιτάξτε! Κοιτάξτε!»

«Ποιος είναι ο Μπούσερ;» ρώτησε ο κύριος Θόρντον ψυχρά, πλησιάζοντας το παράθυρο για να δει τον άνθρωπο που κίνησε τόσο το ενδιαφέρον της Μάργκαρετ. Μόλις το πλήθος είδε τον κύριο Θόρντον, έβγαλε ένα ουρλιαχτό που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο – ήταν η δαιμονισμένη κραυγή ενός τρομερού κτήνους που διψάει για τροφή. Ακόμα και ο ίδιος τραβήχτηκε πίσω για μια στιγμή, θορυβημένος από την ένταση του μίσους που είχε προκαλέσει.

«Άσ’ τους να φωνάζουν!» είπε. «Πέντε λεπτά ακόμα – ελπίζω μόνο να μην έχουν παραφρονήσει από τον φόβο τους οι δύστυχοι οι Ιρλανδοί μου από αυτήν τη δαιμονισμένη οχλοβοή. Κάντε κουράγιο πέντε ακόμα λεπτά, δεσποινίς Χέηλ.»

«Μην φοβάστε για μένα» είπε εκείνη βιαστικά. «Αλλά τι μπορεί να γίνει σε πέντε λεπτά; Δεν μπορείτε να κάνετε κάτι για να ηρεμήσετε αυτούς τους καημένους; Είναι τρομερό να τους βλέπει κανείς.»

«Οι στρατιώτες θα έρθουν κατευθείαν εδώ και αυτό θα τους λογικέψει.»

«Θα τους λογικέψει!» είπε η Μάργκαρετ βιαστικά. «Με ποιον τρόπο;»

«Με τον μόνο τρόπο που μπορεί κανείς να επιβάλλει λογική σε ανθρώπους που έχουν αποκτηνωθεί. Κύριε των Δυνάμεων! Στράφηκαν προς την είσοδο του εργοστασίου!»

«Κύριε Θόρντον» είπε η Μάργκαρετ, ενώ η παραφορά την τάραζε σύγκορμη, «αν δεν είστε δειλός, κατεβείτε κάτω αυτή τη στιγμή. Κατεβείτε κάτω και αντιμετωπίστε τους ως άνδρας. Σώστε αυτούς τους δύστυχους ξένους που μαζέψατε εκεί πάνω. Μιλήστε στους εργάτες σας και αντιμετωπίστε τους ως ανθρώπινα όντα. Μιλήστε τους με καλοσύνη. Μην αφήσετε τους στρατιώτες να έρθουν και να χτυπήσουν αυτούς τους καημένους που παραφρόνησαν. Βλέπω εκεί έναν που σίγουρα έχει τρελαθεί. Αν υπάρχει μέσα σας ίχνος θαρραλέου ή ευγενούς ανθρώπου, βγείτε και μιλήστε τους ως άνδρας προς άνδρες!»


Στράφηκε και την κοίταξε, ενώ του μιλούσε. Η όψη του συννέφιασε, καθώς την άκουγε. Τα δόντια του σφίχτηκαν στα λόγια της.


«Θα πάω. Θα σας παρακαλέσω να με συνοδεύσετε κάτω και να ασφαλίσετε την πόρτα, όταν θα βγω. Πρέπει να προστατεύσω την μητέρα μου και την αδελφή μου.»

«Ω, κύριε Θόρντον! Δεν ξέρω… Μπορεί και να κάνω λάθος… Μονάχα…»

Όμως είχε ήδη φύγει. .................................................................
 Η Μάργκαρετ αισθάνθηκε ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπούσε πανδαιμόνιο – το πρώτο άγγιγμα θα προκαλούσε μια τέτοια έκρηξη ώστε ανάμεσα σε τόσους οργισμένους άνδρες και παράτολμους νεαρούς θα απειλούνταν ακόμα και η ζωή του κυρίου Θόρντον. Ένα ακόμη λεπτό και όλα τα θυελλώδη πάθη θα έσπαγαν τους φραγμούς τους, σαρώνοντας κάθε ίχνος λογικής ή συναίσθησης των συνεπειών.

Ακόμα και αυτήν τη στιγμή που παρακολουθούσε, είδε κάποιους νεαρούς στο βάθος να σκύβουν για να βγάλουν τα βαριά ξυλοπάπουτσά τους – το πιο πρόσφορο αντικείμενο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως «πολεμοφόδιο». Κατάλαβε πως αυτό θα ήταν η σπίθα στο μπαρούτι και, με μια κραυγή που δεν ακούστηκε από κανέναν, όρμησε έξω από το δωμάτιο, κατέβηκε, σήκωσε την σιδερένια μπάρα από την πόρτα, τραβώντας την αποφασιστικά, άνοιξε την πόρτα διάπλατα και βρέθηκε εκεί, αντιμέτωπη με την εξαγριωμένη ανθρωποθάλασσα, ρίχνοντάς τους ματιές διάπυρης μομφής. Τα χέρια που κρατούσαν τα ξυλοπάπουτσα στάθηκαν μετέωρα, τα πρόσωπα τόσο παθιασμένα μόλις ένα λεπτό νωρίτερα, τώρα έμοιαζαν αναποφάσιστα σαν να αναρωτιόνταν τι σήμαινε αυτό. Επειδή εκείνη είχε σταθεί ανάμεσα σε αυτούς και τον εχθρό τους. Δεν μπορούσε να μιλήσει και, μέχρι να ξαναβρεί την αναπνοή της, άπλωσε τα χέρια προς το μέρος τους.


«Ω, μη χρησιμοποιήσετε βία! Είναι ένας κι εσείς είστε πολλοί.» Όμως τα λόγια της έσβησαν γιατί η φωνή της ήταν αδύναμη – ένας βραχνός μόλις ψίθυρος. Ο κύριος Θόρντον έστεκε λίγο πιο πέρα. Είχε μετακινηθεί λίγο μακρύτερα από την ίδια, λες και ζήλευε οτιδήποτε θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο ανάμεσα σε αυτόν και τον κίνδυνο.

«Φύγετε!» είπε και η φωνή της τώρα έμοιαζε με κραυγή. «Έχουν κληθεί οι στρατιώτες – έρχονται. Πηγαίνετε ήρεμα. Φύγετε. Θα λυτρωθείτε από τα βάσανά σας, όποια κι αν είναι.»

«Θα πάνε από κει που ’ρθανε αυτοί οι λεχρίτες οι Ιρλανδοί;» ρώτησε κάποιος από το πλήθος με την απειλή να υποβόσκει άγρια στη φωνή του.

«Ποτέ, με το “έτσι θέλω” το δικό σας!» φώναξε ο κύριος Θόρντον.

Κι αμέσως ξέσπασε η θύελλα. Φωνές και κραυγές υψώθηκαν και γέμισαν τον αέρα, αλλά η Μάργκαρετ δεν τις άκουγε. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στην ομάδα των νεαρών που λίγο πριν είχε οπλιστεί με τα ξυλοπάπουτσα. Είδε την κίνησή τους – ήξερε τι σήμαινε και κατάλαβε τον στόχο τους. Το επόμενο λεπτό ίσως έπεφτε χτυπημένος ο κύριος Θόρντον, ο άνθρωπος τον οποίο η ίδια είχε προτρέψει και μάλιστα τον είχε προκαλέσει να έρθει σ’ αυτό το επικίνδυνο σημείο. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς θα μπορούσε να τον σώσει. Τύλιξε τα χέρια της γύρω του και έκανε το σώμα της ασπίδα από το οργισμένο πλήθος αντίκρυ. Κι όμως, αυτός με τα χέρια διπλωμένα την έκανε πέρα.

«Φύγε» της είπε με τη βαθειά φωνή του. «Δεν πρέπει να βρίσκεσαι εδώ.»

«Πρέπει. Εσείς δεν είδατε αυτό που είδα εγώ.» Αν νόμιζε ότι το φύλο της θα την προστάτευε –αν, αποστρέφοντας το βλέμμα, πίστευε ότι θα ξέφευγε από την τρομερή οργή εκείνων των ανθρώπων και πως με μια δεύτερη ματιά θα έβλεπε ότι είχε κοπάσει ο θυμός τους, είχαν μπει σε σκέψεις και είχαν αποσυρθεί- τότε είχε κάνει λάθος. Η παράφορη τόλμη τους είχε ξεπεράσει πλέον τα όρια και δεν μπορούσε να σταματήσει – τουλάχιστον όσον αφορά κάποιους από αυτούς. Γιατί πάντα υπάρχουν κάποιοι εξαγριωμένοι νεαροί που, παρασυρμένοι από την έξαψη της βίας, πρωτοστατούν στις ταραχές αδιαφορώντας για την αιματοχυσία που ενδέχεται να προκαλέσουν. Ένα ξυλοπάπουτσο έσκισε τον αέρα σφυρίζοντας. Η Μάργκαρετ αποσβολωμένη παρακολούθησε την πορεία του με το βλέμμα. Αστόχησε και της ήρθε ναυτία από τον τρόμο, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση της, μονάχα έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο του κυρίου Θόρντον. Έπειτα στράφηκε και μίλησε ξανά:

«Για τ’ όνομα του Θεού! Μη βλάπτετε την απεργία σας με αυτές τις βιαιότητες. Δεν ξέρετε τι κάνετε.» Πάσχισε να κάνει τα λόγια της να ακουστούν.

Μια αιχμηρή πέτρα πέρασε δίπλα της, γδέρνοντάς της μέτωπο και παρειά, και ρίχνοντας ένα κόκκινο πέπλο στα μάτια της. Έπεσε σαν νεκρή στον ώμο του κυρίου Θόρντον. Εκείνος άνοιξε τα χέρια του και, συγκρατώντας την, φώναξε:


«Ωραία τα καταφέρατε! Ήρθατε να διώξετε μια ξένη που δεν έφταιξε σε τίποτα. Ριχτήκατε -εκατοντάδες εσείς- σε έναν άνθρωπο. Κι όταν μια γυναίκα έρχεται ενώπιόν σας να σας παρακαλέσει για το δικό σας καλό να λογικευτείτε, ξεσπάτε πάνω της την οργή σας, δειλοί! Ωραία τα καταφέρατε!» Έμειναν βουβοί όσο μιλούσε. Παρακολουθούσαν, με μάτια και στόματα διάπλατα ανοιχτά, το ρυάκι του αίματος που έμοιαζε να τους ξυπνά από την έκσταση της παραφοράς τους. Όσοι βρίσκονταν πιο κοντά στην πύλη ξεγλίστρησαν ντροπιασμένοι, μια κίνηση απλώθηκε σε όλο το πλήθος – μια κίνηση οπισθοχώρησης.

Μια φωνή μόνο φώναξε: «Αλλού σημάδευε η πέτρα – αλλά εσύ κρύφτηκες πίσω από τα φουστάνια μιας γυναίκας!»

Ο κύριος Θόρντον έτρεμε από οργή. Η αιμορραγία συνέφερε αμυδρά την Μάργκαρετ. Εκείνος την απόθεσε απαλά στο κατώφλι, με το κεφάλι της να στηρίζεται στον παραστάτη της πόρτας.

«Μπορείτε να στηριχθείτε για λίγο εδώ;» τη ρώτησε. Και, χωρίς να περιμένει την απάντησή της, κατέβηκε αργά τα σκαλιά και στάθηκε στη μέση του πλήθους.

«Σκοτώστε με τώρα, αν αυτό θέλετε, κτήνη! Δεν κρύβομαι πίσω από καμιά γυναίκα. Στέκομαι εδώ. Μπορείτε να με σκοτώσετε στο ξύλο -δεν πρόκειται να μου αλλάξετε γνώμη- όχι εσείς.» Στάθηκε ανάμεσά τους με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, ακριβώς στην ίδια στάση που είχε πριν.

Αλλά η υποχώρηση προς την πύλη είχε ήδη ξεκινήσει – τόσο τυφλά και παράλογα όσο και η συγχρονισμένη οργή τους. Ίσως όμως ήταν και η γνώση ότι οι στρατιώτες πλησίαζαν, καθώς και η θέα του ωχρού, ανεστραμμένου προσώπου, με τα μάτια κλειστά, ακίνητου και θλιμμένου σαν άγαλμα, με τα δάκρυα να ξεχειλίζουν από το φράγμα των μακριών βλεφαρίδων και το αίμα να σταλάζει από την πληγή πιο αργά, πιο βαριά από τα δάκρυα. Ακόμα και οι πλέον απεγνωσμένοι ανάμεσά τους, ακόμα και ο Μπούσερ, τραβήχτηκαν πίσω και έφυγαν, βρίζοντας το αφεντικό που στεκόταν ακόμα στην ίδια απαράλλακτη στάση, να παρακολουθεί την φυγή τους με μάτια που έλαμπαν προκλητικά. Τη στιγμή που η οπισθοχώρηση έγινε φυγή (κάτι που ήταν εξαρχής βέβαιο ότι θα συμβεί), ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά προς την Μάργκαρετ.
Εκείνη προσπάθησε να σηκωθεί χωρίς τη βοήθειά του.

«Δεν είναι τίποτα» είπε με ένα αδύναμο χαμόγελο. «Μια αμυχή μόνο και ζαλίστηκα λίγο εκείνη τη στιγμή. Ω, είμαι ευγνώμων που έφυγαν!» Και άφησε τον εαυτό της να ξεσπάσει σε κλάματα.

Εκείνος δεν μπορούσε να συμμεριστεί τα αισθήματά της. Ο θυμός του δεν είχε κοπάσει, μάλλον φούντωνε περισσότερο καθώς η αίσθηση του άμεσου κινδύνου απομακρυνόταν. Ακούστηκε από μακριά η κλαγγή των στρατιωτών που πλησίαζαν· πέντε λεπτά νωρίτερα και ο όχλος που τώρα είχε εξαφανιστεί θα είχε προλάβει να νοιώσει τη δύναμη της εξουσίας και της τάξης. Ήλπιζε οι εργάτες να δουν τους στρατιώτες και να καταλάβουν πόσο φθηνά τη γλίτωσαν. Ενώ αυτές οι σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό του, η Μάργκαρετ αρπάχτηκε από την πόρτα για να στηριχθεί, όμως τα μάτια της σκοτείνιασαν – εκείνος την άρπαξε εγκαίρως. «Μητέρα, μητέρα!» φώναξε «έλα κάτω, αυτοί έφυγαν και η δεσποινίς Χέηλ έχει χτυπήσει!» Την μετέφερε στην τραπεζαρία και την ξάπλωσε στον καναπέ που υπήρχε εκεί. Την απόθεσε απαλά και, κοιτάζοντας το καθαρό, χλωμό της πρόσωπο, το συναίσθημα του τι ήταν εκείνη γι’ αυτόν τον κατέλαβε τόσο έντονα που μέσα στον πόνο του μίλησε χωρίς να σκεφτεί.


«Ω, Μάργκαρετ, Μάργκαρέτ μου! Κανένας δεν ξέρει τι σημαίνεις για μένα! Παγωμένη έως θανάτου καθώς κείτεσαι εδώ, κι όμως είσαι η μόνη γυναίκα που αγάπησα ποτέ μου! Ω, Μάργκαρετ- Μάργκαρετ!»

Μπερδεμένα καθώς μιλούσε, γονατισμένος δίπλα της και περισσότερο βογκώντας, παρά ξεστομίζοντας τα λόγια, σηκώθηκε αμέσως ντροπιασμένος, καθώς μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα του. Δεν είδε τίποτα παρά τον γιο της λίγο πιο χλωμό, λίγο πιο βλοσυρό απ’ ό,τι συνήθως.

«Η δεσποινίς Χέηλ χτύπησε, μητέρα. Μια πέτρα την βρήκε στο μέτωπο. Φοβάμαι ότι έχασε αρκετό αίμα.»

«Το χτύπημά της φαίνεται σοβαρό – θα πίστευα πως είναι νεκρή» είπε η κυρία Θόρντον αρκετά θορυβημένη.

«Δεν είναι παρά μια λιποθυμία. Μου μίλησε μετά το χτύπημα. Όμως εκείνος έτρεμε σύγκορμος και έμοιαζε λες κι όλο το αίμα να είχε μαζευτεί στην καρδιά του.

«Πήγαινε να φωνάξεις την Τζέην – εκείνη θα μου βρει όσα χρειάζομαι. Και μετά να πας στους Ιρλανδούς σου που κλαίνε και φωνάζουν ξετρελαμένοι από τον φόβο τους.»

Έφυγε. Έφυγε από κοντά της, σαν όλα του τα μέλη να είχαν κρεμασμένα βαρίδια. Φώναξε την Τζέην, φώναξε και την αδελφή του. Έπρεπε να έχει κάθε περιποίηση από τις γυναίκες του σπιτιού, κάθε τρυφερή φροντίδα. Όμως το αίμα του σφυροκοπούσε, καθώς θυμόταν πώς εκείνη κατέβηκε και έθεσε τον εαυτό της σε άμεσο κίνδυνο – για να σώσει αυτόν άραγε;

Εκείνη τη στιγμή την είχε σπρώξει παράμερα και είχε μιλήσει με αγένεια· δεν έβλεπε τίποτα παρά το ότι είχε θέσει τον εαυτό της χωρίς λόγο σε κίνδυνο. Πήγε και βρήκε τους Ιρλανδούς, αλλά κάθε ίνα του κορμιού του έτρεμε τόσο στη σκέψη εκείνης, ώστε δυσκολεύτηκε πολύ να καταλάβει τι του έλεγαν και να διασκεδάσει τους φόβους τους. Έλεγαν πως οι απεργοί δε θα σταματούσαν, απαιτούσαν να τους στείλει πίσω. Έτσι έπρεπε να σκεφτεί, να μιλήσει, να τους πείσει.

Η κυρία Θόρντον έβρεξε τους κροτάφους της Μάργκαρετ με κολόνια. Καθώς το οινόπνευμα άγγιξε την πληγή, την οποία μέχρι τότε ούτε η κυρία Θόρντον ούτε η Τζέην είχαν αντιληφθεί, η Μάργκαρετ άνοιξε τα μάτια της· όμως ήταν φανερό ότι δεν αναγνώρισε ούτε το μέρος ούτε τα πρόσωπα. Οι μαύροι κύκλοι σκούρυναν περισσότερο, τα χείλη της τρεμούλιασαν και σφίχτηκαν, και λιποθύμησε για άλλη μια φορά.

«Είναι πολύ χτυπημένη» είπε η κυρία Θόρντον. «Μπορεί κάποιος να πάει να καλέσει τον γιατρό;»

«Όχι εγώ, κυρία, σας παρακαλώ» είπε η Τζέην, ενώ αποτραβιόταν προς τα πίσω.

«Εκείνος ο όχλος μπορεί να τριγυρνάει ακόμα εκεί έξω. Δεν νομίζω ότι η πληγή είναι τόσο βαθιά όσο δείχνει.»

«Δε θα το διακινδυνεύσω. Στο σπίτι μας πληγώθηκε. Αν είσαι εσύ δειλή, Τζέην, εγώ δεν είμαι. Θα πάω εγώ.»

.........................................................................................................................

Η κυρία Θόρντον μπήκε μέσα βιαστική μαζί με τον γιατρό που μπόρεσε να βρει στην πιο κοντινή απόσταση.

«Πώς είναι; Είσαι καλύτερα, αγαπητή μου;» ρώτησε, καθώς η Μάργκαρετ άνοιγε θολά τα μάτια της και την κοίταζε ζαλισμένη. «Ο κύριος Λόου ήρθε να σε δει.»
Η κυρία Θόρντον μιλούσε δυνατά και καθαρά, σαν να απευθυνόταν σε άτομο με κώφωση. Η Μάργκαρετ προσπάθησε να σηκωθεί και ενστικτωδώς τράβηξε τα πλούσια, όμορφα μαλλιά της πάνω από την πληγή.

«Τώρα είμαι καλύτερα» είπε με χαμηλή, ασθενική φωνή, «ήμουν λίγο αδύναμη.»

Άφησε τον γιατρό να πιάσει το χέρι της και να αφουγκραστεί τον σφυγμό της. Το χρώμα ξαναγύρισε για λίγο στο πρόσωπό της, όταν εκείνος της ζήτησε να εξετάσει την πληγή στο μέτωπό της κι εκείνη κοίταξε την Τζέην, σαν να φοβόταν το δικό της βλέμμα περισσότερο παρά του γιατρού.

«Δεν είναι κάτι σοβαρό, νομίζω. Τώρα είμαι καλύτερα. Πρέπει να πάω σπίτι.»

«Όχι πριν σου κάνω μερικά ράμματα και αναπαυθείς για λίγο.»

Κάθισε βιαστικά, χωρίς να ξαναμιλήσει, και επέτρεψε στον γιατρό να κάνει τη δουλειά του.

«Τώρα, αν μου επιτρέπετε» είπε εκείνη «πρέπει να φύγω. Νομίζω ότι η μητέρα δε θα το δει. Κρύβεται από τα μαλλιά, έτσι;»

«Απολύτως. Δε φαίνεται καθόλου.»

«Μα, δεν πρέπει να φύγετε» είπε η κυρία Θόρντον ανυπόμονα. «Δεν είστε σε θέση να φύγετε.»

«Πρέπει» είπε η Μάργκαρετ αποφασιστικά. «Σκεφτείτε την μητέρα. Αν τυχόν ακούσουν- Εξάλλου, πρέπει να φύγω» είπε με πάθος «δεν γίνεται να μείνω εδώ. Είναι εύκολο να καλέσετε μία άμαξα;»

«Είστε αναψοκοκκινισμένη και μοιάζει να έχετε πυρετό» παρατήρησε ο κύριος Λόου.

«Είναι που βρίσκομαι εδώ, ενώ επιθυμώ τόσο να φύγω. Ο φρέσκος αέρας, όταν θα βγω έξω, θα μου κάνει περισσότερο καλό απ’ οτιδήποτε άλλο» παρακάλεσε εκείνη.

«Πιστεύω ότι είναι έτσι όπως τα λέει» απάντησε ο κύριος Λόου. «Αν η μητέρα της είναι τόσο άρρωστη όσο μου είπατε καθ’ οδόν, ίσως χειροτερέψει αν ακούσει για τις ταραχές και δε δει την κόρη της να επιστρέφει την αναμενόμενη ώρα. Η πληγή δεν είναι βαθειά. Θα βρω εγώ μια άμαξα, αν οι υπηρέτες σας φοβούνται ακόμα να βγουν έξω.»

«Ω, σας ευχαριστώ!» είπε η Μάργκαρετ. «Θα μου κάνει περισσότερο καλό απ’ οτιδήποτε. Η ατμόσφαιρα σ’ αυτό το δωμάτιο είναι που με αρρωσταίνει.»




......................................................................................................................................