Επιτέλους το πολυαναμενόμενο κεφάλαιο έτοιμο και σενιαρισμένο. Αν είχε μουσική υπόκρουση αυτή θα ήταν το τραγούδι του Νταλάρα "Δεν φταις εσύ, η φαντασία μου τα φταίει...."
Τι να κάνουμε, κύριε Θόρντον μου ; Συμβαίνουνε και στις καλύτερες οικογένειες....!
Τι να κάνουμε, κύριε Θόρντον μου ; Συμβαίνουνε και στις καλύτερες οικογένειες....!
Βορράς κ Νότος
Κεφάλαιο 24
« Οι παρανοήσεις ξεδιαλύνονται »
..........................................................................................................................
Η Ντίξον άνοιξε πολύ σιγά την πόρτα και ήρθε ακροπατώντας
δίπλα στο σκιασμένο παράθυρο όπου καθόταν η Μάργκαρετ.
«Ο κύριος Θόρντον , δεσποινίς Μάργκαρετ. Είναι στο
καθιστικό.»
Η Μάργκαρετ άφησε το εργόχειρο να πέσει στην ποδιά της.
«Ζήτησε να δει εμένα ; Δεν είναι ο πατέρας στο σπίτι ;»
«Ζήτησε εσάς, δεσποινίς και ο κύριος έχει βγει έξω.»
«Ζήτησε εσάς, δεσποινίς και ο κύριος έχει βγει έξω.»
«Πολύ καλά, έρχομαι.» είπε η Μάργκαρετ ήρεμα. Παραδόξως
όμως, χρονοτριβούσε.
Ο κύριος Θόρτον στεκόταν κοντά στο παράθυρο με την πλάτη
στραμμένη στην πόρτα, φαινομενικά
αφοσιωμένος στο να κυττά κάτι έξω στο
δρόμο. Στην πραγματικότητα όμως φοβόταν τον εαυτό του. Η καρδιά του χτυπούσε
δυνατά στη σκέψη του ερχομού της. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το άγγιγμα των χεριών
της γύρω από το λαιμό του που εκείνη τη στιγμή το είχε πάρει αψήφιστα και με
ανυπομονησία αλλά τώρα η θύμηση του πώς
τον υπερασπίστηκε με το αγκάλιασμά της τον έκανε να ανατριχιάζει ως τα κατάβαθα
της ψυχής του ˙ έλιωνε σαν κερί στη φλόγα η κάθε του απόφαση και όλη του η αυτοκυριαρχία.
Φοβόταν ότι θα έτρεχε από μόνος του να την προϋπαντήσει με τα χέρια ανοιχτά, ικετεύοντας την σιωπηλά να έρθει και να φωλιάσει εκεί όπως το είχε κάνει την προηγούμενη μέρα και εκείνος την είχε αγνοήσει, όμως δεν σκόπευε να την αγνοήσει ποτέ ξανά. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε. Ήταν δυνατός άνδρας κι όμως έτρεμε στη σκέψη του τι θα έλεγε και ποιάς υποδοχής θα τύχαιναν τα λόγια του. Εκείνη μπορεί να κοκκίνιζε και να ερχόταν να κουρνιάσει ταραγμένη στην αγκαλιά του και να βρει το φυσικό της καταφύγιο. Τη μια στιγμή άστραφτε από ανυπομονησία στη σκέψη ότι μπορεί να έκανε αυτό και την άλλη φοβόταν σφοδρότατη απόρριψη, στην ιδέα και μόνο της οποίας το μέλλον του έμοιαζε να γίνεται στάχτη και αρνούνταν ακόμα και να το σκεφτεί. Ξαφνιάστηκε σαν ένοιωσε την παρουσία κάποιου άλλου στο δωμάτιο. Στράφηκε. Εκείνη είχε μπει τόσο απαλά που δεν την άκουσε. Οι θόρυβοι από το δρόμο είχαν σκεπάσει στο απορροφημένο μυαλό του το θρόισμα που έκανε το φουστάνι της από απαλή μουσελίνα.
Φοβόταν ότι θα έτρεχε από μόνος του να την προϋπαντήσει με τα χέρια ανοιχτά, ικετεύοντας την σιωπηλά να έρθει και να φωλιάσει εκεί όπως το είχε κάνει την προηγούμενη μέρα και εκείνος την είχε αγνοήσει, όμως δεν σκόπευε να την αγνοήσει ποτέ ξανά. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε. Ήταν δυνατός άνδρας κι όμως έτρεμε στη σκέψη του τι θα έλεγε και ποιάς υποδοχής θα τύχαιναν τα λόγια του. Εκείνη μπορεί να κοκκίνιζε και να ερχόταν να κουρνιάσει ταραγμένη στην αγκαλιά του και να βρει το φυσικό της καταφύγιο. Τη μια στιγμή άστραφτε από ανυπομονησία στη σκέψη ότι μπορεί να έκανε αυτό και την άλλη φοβόταν σφοδρότατη απόρριψη, στην ιδέα και μόνο της οποίας το μέλλον του έμοιαζε να γίνεται στάχτη και αρνούνταν ακόμα και να το σκεφτεί. Ξαφνιάστηκε σαν ένοιωσε την παρουσία κάποιου άλλου στο δωμάτιο. Στράφηκε. Εκείνη είχε μπει τόσο απαλά που δεν την άκουσε. Οι θόρυβοι από το δρόμο είχαν σκεπάσει στο απορροφημένο μυαλό του το θρόισμα που έκανε το φουστάνι της από απαλή μουσελίνα.
Στεκόταν δίπλα στο τραπέζι χωρίς να του πει να καθίσει. Οι
βλεφαρίδες γυρτές, μισόκρυβαν τα μάτια της. Τα δόντια κλειστά αλλά όχι
σφιγμένα, τα χείλη της ελαφρώς ανοιχτά μόλις που επέτρεπαν να προβάλλει μια
λευκή χαραμάδα ανάμεσα από τις καμπύλες τους. Η ανάσα της βαθιά και απαλή
έκανε τα κοντυλένια ρουθούνια της να
διαστέλλονται - αυτή ήταν και η μόνη
κίνηση που διέκρινε πάνω της. Το αλαβάστρινο δέρμα της, οι καμπυλόγραμμες
παρειές, το πλούσιο περίγραμμα των χειλιών που οι άκρες που έσβηναν σε λακάκια, όλα ήταν ωχρά και άτονα σήμερα κάτι που
τόνιζε ακόμα περισσότερο ο σκοτεινός όγκος των πλούσιων μαλλιών της που έπεφτε πλούσιος στους κροτάφους για να καλύψει το σημάδι του χτυπήματος που είχε δεχθεί.
Το κεφάλι της, παρά το κατεβασμένο βλέμμα, έστεκε ορθό στην παλιά περήφανη
στάση του. Τα μακριά της χέρια έστεκαν ακίνητα
στο πλάι. Σε γενικές γραμμές
έμοιαζε σαν φυλακισμένη , που κατηγορούνταν άδικα για κάποιο έγκλημα το
οποίο απεχθανόταν και μισούσε και για το οποίο ήταν πολύ αγανακτισμένη για να
υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Ο κύριος Θόρντον έκανε ένα –δυο βιαστικά βήματα προς τα
εμπρός ∙ έπειτα συνήλθε και πήγε ήσυχα και σταθερά προς την πόρτα (την οποία εκείνη είχε αφήσει ανοικτή) και
την έκλεισε. Κατόπιν επέστρεψε, και
στάθηκε απέναντί της κυττάζοντας την όμορφη παρουσία της για λίγο, προτού τολμήσει να την διακόψει
– ίσως και να την απωθήσει- με αυτά που είχε να πει.
«Δεσποινίς Χέηλ, υπήρξα πολύ αγνώμων εχθές…»
«Δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο να πρέπει να αισθάνεστε
ευγνωμοσύνη,» είπε εκείνη σηκώνοντας το βλέμμα και κυττάζοντάς τον κατάματα. «
Υποθέτω, ότι εννοείτε πως κατά τη γνώμη σας θα
έπρεπε να με ευχαριστήσετε για ό,τι έκανα.» Αντίθετα στη θέλησή της και
αψηφώντας το θυμό της, το αναψοκοκκίνισμα κάλυψε πάλι το πρόσωπό της
φλογίζοντας τα μάτια της χωρίς να αλλάξει το σταθερό και σοβαρό της ύφος. «Ήταν μια φυσιολογική, ενστικτώδης κίνηση.
Κάθε γυναίκα θα μπορούσε να κάνει το
ίδιο. Όλες μας συναισθανόμαστε την
ιερότητα του φύλου μας σαν ένα υψηλό προνόμιο όταν βλέπουμε κίνδυνο. Μάλλον
εγώ» συνέχισε βιαστικά « θα έπρεπε να απολογηθώ σε εσάς γιατί σας είπα λόγια
απερίσκεπτα που σας εξέθεσαν σε κίνδυνο.»
«Δεν ήταν τα λόγια σας, με όλη τη δριμύτητά τους – ήταν η αλήθεια
που κρυβόταν σ’αυτά. Όμως δεν θα με κάνετε να παρεκκλίνω έτσι ώστε να αποφύγετε την έκφρασή της
βαθιάς μου ευγνωμοσύνης, την ….» Τώρα βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού ∙ δεν θα βιαζόταν να
μιλήσει παρασυρμένος από το πάθος – θα ζύγιαζε κάθε λέξη. Ήταν αποφασισμένος να
το κάνει και η θέλησή του υπερίσχυσε.
Σταμάτησε στη μέση της φράσης.
«Δεν προσπαθώ να αποφύγω τίποτα,» είπε εκείνη. «Λέω,
απλώς, ότι δεν μου οφείλετε καμία
ευγνωμοσύνη και πρέπει να προσθέσω ότι κάθε τέτοια εκδήλωση θα μου ήταν επώδυνη γιατί νοιώθω ότι δεν την αξίζω. Εντούτοις, αν σας
απαλλάξει από μια υποχρέωση έστω και φανταστική, παρακαλώ μιλήστε.»
«Δεν επιθυμώ να απαλλαγώ από κάποια υποχρέωση» είπε εκείνος,
ενθαρρυμένος από τον ήρεμο τρόπο της. « Φανταστική ή όχι – δεν αναρωτιέμαι-
προτιμώ να πιστεύω ότι χρωστάω την ζωή μου σ’εσάς – ναι- χαμογελάστε και
θεωρήστε το υπερβολή αν θέλετε. Το πιστεύω, γιατί προσθέτει αξία σ’αυτή τη ζωή
να νομίζω πως …Ω, δεσποινίς Χέηλ!....» συνέχισε εκείνος χαμηλώνοντας τη φωνή
του σ’έναν τόνο τέτοιας έντασης και πάθους που εκείνη ρίγησε και άρχισε να τρέμει μπροστά του
«….να νομίζω πως οι περιστάσεις τα
έφεραν έτσι ώστε ο,τιδήποτε κι αν
κατορθώσω από ‘δω και στο εξής να μπορώ να λέω στον εαυτό μου: ‘Όλη αυτή τη
χαρά στη ζωή, όλη την τίμια περηφάνεια που έχεις κάνοντας τη δουλειά που σου αναλογεί στον
κόσμο, όλη αυτήν την αψιά αίσθηση του να είσαι ζωντανός, την οφείλεις σ’εκείνη!’ Και είναι διπλή η χαρά, πιο λαμπερή η υπερηφάνεια, τόσο έντονη η αίσθηση του να είμαι ζωντανός που δεν ξέρω αν μου προκαλεί οδύνη ή χαρά,
επειδή γνωρίζω ότι οφείλω την ζωή μου σε
αυτήν που - ναι, πρέπει να το ακούσετε και θα το
ακούσετε» - είπε εκείνος, κάνοντας
αποφασιστικά ένα βήμα εμπρός – « σε αυτήν που αγαπώ τόσο, όσο δεν
έχει ποτέ αγαπήσει άνδρας γυναίκα
άλλη.» Είχε κλεισμένο το χέρι της στο
χέρι του. Περίμενε ασθμαίνοντας ν’ ακούσει
αυτό που έμελλε να έρθει. Τίναξε πέρα το χέρι της με αγανάκτηση σαν την
άκουσε να απαντάει παγωμένα ˙ γιατί η φωνή της ήταν παγωμένη μ’ όλο που οι λέξεις έβγαιναν τραυλίζοντας σαν να μην ήξερε πού να τις βρει.
« Ο τρόπος που μιλάτε με προσβάλλει. Είναι βλάσφημος. Έτσι
το αισθάνθηκα, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Ίσως και να μην είναι έτσι, τολμώ να
πω, αν είμαι σε θέση να καταλάβω το είδος του συναισθήματος που περιγράφετε.
Δεν επιθυμώ να σας κάνω να θυμώσετε ˙ και μάλιστα πρέπει και
να μιλάμε ήρεμα γιατί η μητέρα κοιμάται, αλλά ο τρόπος σας γενικά με
προσβάλλει…»
«Πώς ;» αναφώνησε εκείνος. « Σας προσβάλλει, λέτε! Είμαι κακότυχος, στ’αλήθεια.»
«Πώς ;» αναφώνησε εκείνος. « Σας προσβάλλει, λέτε! Είμαι κακότυχος, στ’αλήθεια.»
«Μάλιστα!» συνέχισε εκείνη ξαναβρίσκοντας την αξιοπρέπειά
της. « Όντως αισθάνομαι προσβεβλημένη και δικαίως νομίζω. Φαίνεται πως φαντάζεστε ότι η χθεσινή συμπεριφορά μου…» και ξανά κόκκινα
ρόδα έβαψαν τα μάγουλά της όμως αυτή τη φορά
με φλόγες αγανάκτησης μάλλον κι όχι ντροπής «…αφορούσε κάτι προσωπικό
ανάμεσα σε εσάς και σε μένα, και πως μπορείτε να έρθετε να με ευχαριστήσετε γι
αυτό αντί να το εκλάβετε όπως θα το εκλάμβανε ένας τζέντλεμαν – ναι, ένας
τζέντλεμαν,» επανέλαβε με νόημα κάνοντας νύξη στην παλαιότερη συζήτησή τους
σχετικά με αυτή τη λέξη « πως δηλαδή οποιαδήποτε γυναίκα άξια να φέρει το όνομα
της γυναίκας, θα έμπαινε μπροστά για να προστατεύσει με την ιερή ασυλία που διαθέτει ως ασθενές φύλο, έναν άνδρα που κινδυνεύει
από την βιαιότητα των πολλών.»
«Και ο τζέντλεμαν , λοιπόν, που σώθηκε με τέτοιον τρόπο,
απαγορεύεται να εκφράσει την ευγνωμοσύνη
του!» τη διέκοψε εκείνος με περιφρόνηση.
«Είμαι άνδρας. Διεκδικώ το δικαίωμα να εκφράσω τα αισθήματά μου.»
«Κι εγώ συγκατατέθηκα
σε αυτό το δικαίωμα ˙ απλά λέω ότι μου είναι οδυνηρό να επιμένετε
σε αυτό,» απάντησε υπερήφανα. «Όμως φαίνεται πως φαντάζεστε ότι τα κίνητρά μου
δεν ήταν καθοδηγούμενα από θηλυκό ένστικτο αλλά..» και εδώ τα δάκρυα της
ταραχής που τόση ώρα πάλευε να καταπολεμήσει ανάβλυσαν στα μάτια της και η φωνή
της κόμπιασε «…αλλά ότι παρακινήθηκα από συγκεκριμένα αισθήματα προς εσάς –
εσάς! Μα θα έτρεφα πολύ μεγαλύτερη συμπάθεια
για οποιονδήποτε από αυτούς τους φτωχούς,
δυστυχισμένους ανθρώπους που βρίσκονταν σ’ εκείνο το πλήθος, και θα είχα κάνει αυτό
το λίγο που μπορούσα με περισσότερη προθυμία.»
«Συνεχίστε, δεσποινίς Χέηλ. Γνωρίζω κάλλιστα τις άστοχες συμπάθειες που έχετε. Πιστεύω τώρα ότι ήταν απλώς η έμφυτη σ’ εσάς αίσθηση του ηθικού χρέους (ναι, ακόμα κι εγώ μολονότι εργοδότης, μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει ηθικό χρέος ) που σας ώθησε να πράξετε με τόσο ευγενικά φρονήματα. Γνωρίζω ότι με απεχθάνεστε ˙ επιτρέψτε μου να πω ότι αυτό συμβαίνει επειδή δεν με καταλαβαίνετε.»
«Συνεχίστε, δεσποινίς Χέηλ. Γνωρίζω κάλλιστα τις άστοχες συμπάθειες που έχετε. Πιστεύω τώρα ότι ήταν απλώς η έμφυτη σ’ εσάς αίσθηση του ηθικού χρέους (ναι, ακόμα κι εγώ μολονότι εργοδότης, μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει ηθικό χρέος ) που σας ώθησε να πράξετε με τόσο ευγενικά φρονήματα. Γνωρίζω ότι με απεχθάνεστε ˙ επιτρέψτε μου να πω ότι αυτό συμβαίνει επειδή δεν με καταλαβαίνετε.»
«Δεν με ενδιαφέρει να καταλάβω,» απάντησε εκείνη ακουμπώντας
στο τραπέζι για να μην πέσει, επειδή τον
θεωρούσε σκληρό -όπως ήταν πράγματι-
και εκείνη αδύναμη από αγανάκτηση.
«Όχι, το βλέπω . Είστε άδικη και κρίνετε λάθος.»
Η Μάργκαρετ έσφιξε τα χείλη της. Δεν θα απαντούσε σε αυτές τις
κατηγορίες. Εντούτοις παρά
τα σκληρά του λόγια, εκείνος θα μπορούσε να είχε πέσει στα πόδια της και να φιλήσει την
άκρη του φορέματός της. Εκείνη έστεκε ακίνητη χωρίς να μιλά. Τα δάκρυα της πληγωμένης
της υπερηφάνειας έτρεχαν καυτά. Εκείνος περίμενε για λίγο, λαχταρώντας από εκείνη να πει κάτι, έστω και κάτι χλευαστικό , για να μπορέσει να το αντικρούσει. Όμως εκείνη παρέμεινε σιωπηλή. Σήκωσε το καπέλο
του.
«Μια λέξη μόνο ακόμα. Φέρεστε σαν να σας αμαυρώνει το γεγονός ότι σας αγαπώ. Δεν μπορείτε να το αποφύγετε. Κι εγώ ο ίδιος δεν
θα μπορούσα να σας απαλλάξω απ’ αυτό. Ακόμα και να μπορούσα δεν θα το έκανα.
Δεν έχω αγαπήσει άλλη γυναίκα ποτέ μου. Η ζωή μου ήταν υπερβολικά φορτωμένη και την σκέψη μου απορροφούσαν άλλα πράγματα. Τώρα αγαπώ και θα συνεχίσω να
το κάνω. Όμως μην φοβάστε ότι θα σας το εκφράσω σε υπερβολικό βαθμό.»
« Δεν φοβάμαι,» απάντησε εκείνη ορθώνοντας το ανάστημά της. «Κανείς
ως τώρα δεν τόλμησε να μου φερθεί με αυθάδεια και αυτό δεν θα συμβεί ούτε και στο μέλλον. Όμως,
κύριε Θόρντον, έχετε φερθεί πολύ ευγενικά στον πατέρα μου» είπε εκείνη αλλάζοντας
το ύφος της και συμπεριφερόμενη με περισσότερη γυναικεία λεπτότητα. «Ας μην συνεχίσουμε
να εξοργίζουμε ο ένας τον άλλον. Σας παρακαλώ,
ας μην το κάνουμε!»
Εκείνος δεν έδωσε σημασία στα λόγια της. Ήταν απασχολημένος με το να ισιώνει το καπέλο του με το μανίκι για κάμποσο κι έπειτα αγνοώντας το απλωμένο της χέρι και κάνοντας πως δεν είδε τη σοβαρή της έκφραση που δήλωνε μεταμέλεια, στράφηκε ξαφνικά και βγήκε από το δωμάτιο. Η Μάργκαρετ πρόλαβε και είδε το πρόσωπό του καθώς έφευγε.
Εκείνος δεν έδωσε σημασία στα λόγια της. Ήταν απασχολημένος με το να ισιώνει το καπέλο του με το μανίκι για κάμποσο κι έπειτα αγνοώντας το απλωμένο της χέρι και κάνοντας πως δεν είδε τη σοβαρή της έκφραση που δήλωνε μεταμέλεια, στράφηκε ξαφνικά και βγήκε από το δωμάτιο. Η Μάργκαρετ πρόλαβε και είδε το πρόσωπό του καθώς έφευγε.
Της φάνηκε ότι είδε να γυαλίζουν στα μάτια του
δάκρυα που μόλις συγκρατούνταν. Κι αυτό μετάστρεψε την υπερήφανη αντιπάθειά της
σε κάτι διαφορετικό και ευγενικότερο, ωστόσο εξίσου οδυνηρό – μεμφόταν τον εαυτό
της για το ότι είχε προκαλέσει τόση ταπείνωση σε κάποιον.
«Όμως πώς μπορούσα να το αποφύγω;» αναρωτήθηκε. «Ποτέ δεν
τον συμπάθησα. Ήμουν ευγενική αλλά δεν προσπάθησα να κρύψω την αδιαφορία μου.
Πραγματικά δεν σκέφτηκα ποτέ για εμένα κι εκείνον, τόσα πράγματα στην συμπεριφορά
μου θα πρέπει να έδειξαν την αλήθεια. Όλα αυτά τα οποία παρανόησε εχθές. Όμως είναι
δικό του λάθος, όχι δικό μου. Θα το ξανάκανα αν υπήρχε ανάγκη, μόλο που μου έφερε
τόσα προβλήματα και ντροπή.»
μπραβο σου πολυ καλή δουλειά!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤον σακάτεψε τον άνθρωπο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαρία, Τέζλου, δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ μαζί σου !
ΑπάντησηΔιαγραφήΠώς το λέει και το τραγούδι των Κατσιμίχα " Γι αυτό λοιπόν σε χαιρετώ και φευγω δίχως λογια με το κεφάλι μου ψηλά και την ψυχή στα πόδια." Κάπως έτσι φαντάζομαι την αναχώρηση του Θόρντον από το σπίτι των Χέηλ. Θα το δούμε και στο επόμενο κεφάλαιο που συγνώμη για την καθυστέρηση, αλλά ΔΕΝ το έχω ακόμα ξεκινήσει. Ευελπιστώ κάποια στιγμή μέσα στην εβδομάδα.
Ευχαρστώ πολύ για τα σχόλια, ειναι ωραίο να νοιώθω πως κάποιοι "εκεί έξω" παρακολουθούν τις περιπέτειες του Τζών και της Μάργκαρετ.
Αχ, τι εξομολογηση!!!!!!!!!!!και ποσες αμφιβολίες είχε...δεν αφηνε τον εαυτό του να ελπίζει...σε αντίθεση με τον κύριο Ντάρσυ που έκανε την πρότασή του με τόση σιγουριά...πόνεσε η καρδιά μου...άλλο να το βλέπεις και άλλο να το διαβάζεις....να είσαι καλά Margo!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή