Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Κεφάλαιο 25ο "Φρέντερικ"

Τα μεθεόρτια μιας ακόμα αποτυχημένης πρότασης γάμου. Η ηρωίδα μας το έχει κάνει συνήθεια.
Και σαν να μην της έφταναν αυτά, έχει και να γιατροπορέψει κόσμο !
Το 25ο κεφάλαιο είναι έτοιμο - μου μένει ακόμα η τελευταία σελίδα  να μεταφράσω. Ξεκινήστε το διάβασμα και....οσονούπω ανεβαίνει και αυτή !


ΒΟΡΡΑΣ Κ ΝΟΤΟΣ

Κεφάλαιο 25

«Φρέντερικ»

Η Μάργκαρετ άρχισε να αναρωτιέται αν όλες  οι προτάσεις  γάμου ήσαν εκ των προτέρων  τόσο απροσδόκητες και επέφεραν τόση αναστάτωση  κατά  την στιγμή στην οποία ελάμβαναν  χώρα, όσο εκείνες  οι δύο τις  οποίες είχε δεχθεί.  Άθελά της  άρχισε να συγκρίνει στο μυαλό της τον κύριο Λέννοξ και τον κύριο Θόρντον.  Είχε λυπηθεί που  ο κύριος  Λέννοξ είχε παρασυρθεί από τις περιστάσεις  έτσι ώστε να εκφράσει  άλλο συναίσθημα πέραν της φιλίας.
...............................................................................................................................
 Όσον αφορά τον κύριο Θόρντον, απ’όσα  τουλάχιστον γνώριζε η  Μάργκαρετ, δεν είχε υπάρξει το ενδιάμεσο στάδιο της φιλίας. Η  μεταξύ τους  σχέση ήταν μια συνεχής αντιπαράθεση.
......................................................................................................................................................
 Και να που τώρα, είχε έρθει  με αυτόν τον παράξενο, παθιασμένο και παράφορο τρόπο να της φανερώσει τον έρωτά του! Επειδή, μολονότι αρχικά της είχε φανεί πως εκείνος είχε αγκαστικά  παρασυρθεί  στο να της κάνει πρόταση  από συμπόνια για τον τρόπο με τον  οποίο είχε αφήσει τον εαυτό της να εκτεθεί – κάτι που κι εκείνος  όπως και άλλοι είχαν παρερμηνεύσει – εντούτοις, πριν ακόμα εκείνος φύγει από το δωμάτιο, και σίγουρα πριν περάσουν πέντε λεπτά από την αναχώρησή του, η καθαρή αλήθεια της είχε φανερωθεί, λαμπερή και κρυστάλλινη: Την  αγαπούσε. Την είχε αγαπήσει και θα εξακολουθούσε να την αγαπά.  Κι εκείνη αποτραβήχτηκε ανατριχιάζοντας σαν να βρισκόταν  κάτω από την επιρροή μιας μεγάλης δύναμης , αντίθετης σε σχέση με την εως τώρα ζωή της. Έτρεξε να κρυφτεί από τη  σκέψη του. Μάταια όμως.  Παραφράζοντας από το  «Torquato Τasso»  του Φαίρφαξ:
                      «Η κραταιή του σκέψη κρατούσε το μυαλό της».
Τον αντιπαθούσε περισσότερο επειδή είχε κυριεύσει τα μύχια της θέλησής της. Πώς τόλμησε να της πει ότι θα την αγαπούσε ακόμα παρά το γεγονός ότι τον είχε απορρίψει περιφρονητικά ; Μακάρι να του είχε μιλήσει περισσότερο και εντονότερα.
......................................................................................................................................

 « Θα πάω να δω την Μπέσσυ Χίγκινς, φυσικά !» σκέφτηκε καθώς άστραψε στο μυαλό της η ανάμνηση από το χθεσινοβραδυνό μήνυμα. Και  ξεκίνησε να πάει.
 Μόλις έφτασε, είδε την Μπέσσυ ξαπλωμένη στη σεζ λονγκ την οποία είχαν μετακινήσει δίπλα στη φωτιά, μολονότι η μέρα ήταν ασφυκτικά αποπνικτική. Κείτονταν εξουθενωμένη και άτονη σαν να ξεκουραζόταν  μετά από κάποιο οδυνηρό παροξυσμό.  Η Μάργκαρετ  ήταν σίγουρη ότι θα έπρεπε να μπορεί να αναπνεύσει καλύτερα, κάτι που θα της  εξασφάλιζε το να ανασηκωθεί σε  όρθια θέση. Χωρίς  να πει λέξη, την ανασήκωσε και τακτοποίησε τα μαξιλάρια έτσι ώστε  παρά την ατονία της, η Μπέσσυ να είναι πιο ανακουφισμένη  αν και ακόμα αποχαυνωμένη.
«Θαρρούσα πως δε θα σε ματάβλεπα», είπε κάποια στιγμή κυττάζοντας  με λαχτάρα το πρόσωπο της Μάργκαρετ.
«Φοβάμαι πως έχεις χειροτερέψει.  Όμως δεν μπορούσα να έρθω χθες,  επειδή η μητέρα μου ήταν πολύ άρρωστη – και για κάποιους ακόμα λόγους» έκανε η Μάργκαρετ κοκκινίζοντας.

«Ίσως και να θάρρεψες πως δεν έκαμα σωστά που  σου μήνυσα με τη Μαίρη να ’ρθεις – πως λησμόνησα τη θέση μου.» Μα ΄κείνες οι φωνές και οι τσακωμοί μου ταράξανε τα σωθικά και σαν έφυγε ο πατέρας, σκέφτηκα  ‘Αχ, τη φωνή της μόνο ν’ άκουγα να μου διαβάζει κάποια λόγια παρηγοριάς κι υπόσχεσης, θα μπορούσα έτσι ν’αφεθώ να ξεψυχήσω στη γαλήνη και στα χέρια του Θεού, όπως τα μωρά ησυχάζουν σαν τα νανουρίζει η μάνα τους.’
«Θέλεις να σου διαβάσω τώρα ένα κεφάλαιο;»
« Ναι, αμέ ! Μπορεί στην αρχή να μην καταλάβω τα νοήματα - να ‘ναι πολύ ξέμακρα για μένα μα σα φτάσεις στις λέξεις που μ’αρέσουνε,  σ’εκείνα τα κομμάτια που μιλάνε για παρηγοριά, τότε θα  έρχονται  πιο εύκολα στ’αυτιά μου ως και μέσα στην καρδιά μου σαν και πρώτα.»
Η Μάργκαρετ ξεκίνησε.  Η Μπέσσυ  αναδευόταν συνεχώς. Αν, με κάποια προσπάθεια έμενε ήσυχη για ένα λεπτό, αμέσως μετά φαινόταν να την ταράζεται στο διπλάσιο.  Στο τέλος  ξέσπασε: «Μη μου διαβάζεις άλλο!  Δε ‘φελάει. Όλη την ώρα βρίζω από μέσα μου σα σκέφτομαι όλα όσα δεν είναι μπορετό ν ’αλλάξουνε.  Θα άκουσες  ίσως για το κακό που έγινε χθες στη φάμπρικα του Μάρλμποροου;  Εκεινού του Θόρντον, ξέρεις.»
«Ο πατέρας σου δεν ήταν  εκεί, σωστά;» ρώτησε η Μάργκαρετ  κατακόκκινη.
«Όχι, δεν ήταν. Θα ‘δινε και το δεξί του χέρι για να μην είχε συμβεί  ποτέ. Κι αυτό είναι  που μου τρώει τα σωθικά. Δε μπορεί να το βγάλει από το μυαλό του. Και δε ‘φελάει να του πει κανείς  πως αυτοί που ‘ναι  λειψοί στο μυαλό πάντα θε να κάνουνε του κεφαλιού τους. Δεν θα’ χεις δει άνθρωπο πιο αποκαρδιωμένο  απ’ ελόγου του.»
«Όμως, γιατί ;» ρώτησε η Μάργκαρετ. «Δεν καταλαβαίνω».
«Σ’αυτήνα ‘δω την απεργία, ο πατέρας είναι στην Επιτροπή. Το Συνδικάτο τον όρισε γιατί, και το λέω αν και δεν πρέπει, τον έχουνε για άνθρωπο μυαλωμένο και τίμιο  όσο δεν παίρνει . Και κείνος μαζί με τους άλλους της  επιτροπής καταστρώσανε τα σχέδιά τους. Θε ‘να στέκονταν ενωμένοι ότι και να γινόταν, πιστοί σ’αυτό που αποφασίσανε οι περσσότεροι, είτε το θέλανε είτε όχι. Και πάνω απ’όλα δε θα πηγαίνανε κόντρα στο νόμο της χώρας. Ο λαός θα ακολουθούσε αν τους έβλεπε να αγωνίζονται και να υπομένουν την πείνα καρτερικά ∙ μα έφτανε μονάχα μια φορά να ξεσπάσει  καυγάς και ταραχή  - ακόμα και με απεργοσπάστες και όλα θε να τέλειωναν  όπως έχει γίνει τόσες φορές παλιότερα. Θα προσπαθούσανε να μιλήσουνε στους απεργοσπάστες, να τους πάρουνε με το καλό, να τους λογικέψουνε ακόμα και να τους προειδοποιήσουνε, μα ότι και να τύχαινε, η Επιτροπή όρισε σε όλα τα μέλη του Συνδικάτου, να πέσουν καταγής να πεθάνουνε αν χρειαστεί παρά να σηκώσουνε το χέρι να χτυπήσουνε – έτσι ήτανε σίγουροι πως θα παίρνανε τον κόσμο με το μέρος τους. Κι ακομα η Επιτροπή ήξερε πως έτσι ήταν το σωστό να κάμουνε και δε θέλανε να μπερδέψει ο κόσμος τι’ναι σωστό και τι’ναι λάθος έτσι που στο τέλος να μη μπορούνε να τα ξεδιαλύνουνε. Ίδια κι απαράλλαχτα σαν τη σκόνη εκείνη, το φάρμακο με το ζελέ που μου ’δωκες να τ’ ανακατέψω . Ο ζελές ήτανε περσότερος μα η γεύση από το φάρμακο ξεχώριζε για τα καλά. Το λοιπόν, σου τα εξιστόρησα όλα καταπώς έχουνε – απόστασα πιά. Κάτσε και στοχάσου και μοναχή σου τι σημαίνει για τον πατέρα να δει όλους τους κόπους του να χαλιούνται έτσι, και μάλιστα από έναν παλαβό σαν τον Μπούσερ που έπρεπε σώνει και καλά να πάει αντίθετα στις εντολές της Επιτροπής και να καταστρέψει την απεργία, ίδια κι απαράλλαχτα σαν το Γιούδα. Α, μα ο πατέρας του ’δωκε να καταλάβει χθες το βράδυ ! Έφτασε να του πει ότι θα τον έδινε στην αστυνομία – θα μαρτύραγε που κρυβότανε ο καπετάνιος της ανταρσίας  και θα τον έδινε στ’αφεντικά να τονέ κάμουνε κατά πως  θέλανε. Να μάθει ο κόσμος ότι τα πραγματικά κεφάλια της απεργίας δεν ήταν σαν και τον Μπούσερ, αλλά ήταν σοβαροί, υπεύθυνοι ανθρώποι, καλοί εργάτες και πολίτες  με σέβας στο νόμο και στο δίκιο, που υποστηρίζανε την τάξη και που το μόνο που θέλανε ήταν  να πάρουν το μεροκάματό τους σωστό και που δε θα γυρνούσαν στην δουλειά ακόμα κι αν πεινάγανε αλλά ποτές δε θα βλάφτανε τη ζωή και το βιός κάποιου άλλου. Γιατί» είπε χαμηλώνοντας τη φωνή της  «λένε ότι αυτός ο Μπούσερ έριξε μια πέτρα στην αδελφή του Θόρντον και παραλίγο να τη σκοτώσει.»
«Δεν είναι αλήθεια,» είπε η Μάργκαρετ «δεν έριξε ο Μπούσερ την πέτρα.» Έγινε κατακόκκινη και αμέσως  χλώμιασε. «Ήσουνα ‘κει, τότε, έτσι;» τη ρώτησε η Μπέσσυ ξεψυχισμένα και αλήθεια είχε μιλήσει με πολλές παύσεις  σαν να της ήταν ασυνήθιστα δύσκολο το να μιλά.
«Ναι. Τέλος πάντων. Συνέχισε. Απλά δεν ήταν ο Μπούσερ αυτός που πέταξε την πέτρα. Όμως, τι του απάντησε του πατέρα σου;»

“Δεν έβγαλε άχνα.  Έτρεμε ο δόλιος τόσο από εξάντληση κι οργή που δεν άντεχα να τον κυττάζω. Τον άκουγα να κοντανασαίνει και κάποια στιγμή θάρρεψα πως  έκλαιγε μ’αναφιλητά. Μα σαν του’πε ο πατέρας πως θα τονέ παράδινε στους αστυνόμους, έβγαλε μια φοβερή κραυγή, έριξε  στον πατέρα μια γροθιοά καταπρόσωπο  κι έφυγε αστραπή. Ο πατέρας  τα σάστισε για λίγο με το χτύπημα, γιατί θαρρούσε πως ο Μπούσερ ήταν αδύναμος απ’την πείνα και την ταλαιπωρία. Κάθισε για λίγο και σκέπασε με το χέρι τα μάτια του, έπειτα κίνησε για την πόρτα. Δεν ξέρω πού  τηνε’ βρήκα τη δύναμη, μα σηκώθηκα απ’το κρεβάτι  και χύθηκα καταπάνω του και τον αγκάλιασα. «Πατέρα, πατέρα!» του’πα. «Μην τολμήσεις να πάς να τονε καταδώσεις  αυτόν τον έρμο  που ψοφά της πείνας. Δε σ’αφήνω να φύγεις α δε μου υποσχεθείς πως δε θα το κάνεις.»
«Μην είσ’ανόητη» μού’πε εκείνος. «Σε μερικούς τα λόγια τρέχουν μπροστά από το μυαλό τους. Δεν το’χα σκοπό ποτέ να τονέ καταδώσω , αν και, μα το Θ - , αυτό θα του’πρεπε. Και δε θα μ’ένοιαζε σταλιά αν κάποιος άλλος έβγαζε το φίδι από την τρύπα και τον έδινε να τον μπουζουριάσουν. Όμως αφού με βάρεσε, τώρα είναι που δεν μπορώ να το κάνω με τίποτα γιατί θα’ναι σαν να βάζω άλλους να  πάρουν εκδίκηση για ελόγου μου. Μα αν τύχει και ξεμπερδέψει με το καλό, και έρθει στα συγκαλά του, τότε εκείνος κι εγώ θα  έχουμε λογαριασμούς να ξεκαθαρίσουμε και τότε θα τα πούμε.»  
Κι έτσι ο πατέρας μ’αποτράβηξε από πάνω του, γιατί πραγματικά κόντευα να λιποθυμήσω  κι εκεινού το πρόσωπο ήταν άσπρο σαν το πανί και σε τόπους τόπους κατακόκκινο έτσι που  αρρώσταινα σαν τονέ κύτταζα.  Και δεν κατέχω αν ήμουνα ξυπνητή για όχι, μπορεί και να’χα λιγοθυμήσει ώσπου ήρθε η Μαίρη και της είπα να πάει να σε φωνάξει για χάρη μου. Μα μη μου μιλήσεις άλλο πιά, μοναχά διάβαζέ μου. Σαν να ξαλάφρωσα τώρα που τά βγαλα από μέσα μου, θέλω όμως ν’ακούσω  άλλα πράγματα του έξω  κόσμου, μακρινά για να ξεπλύνω την πίκρα από μέσα μου.  Διάβασέ μου κάτι , όχι απ’τα κηρύγματα μα από τις ιστορίες  - έχουνε εικόνες και μπορώ να τις βλέπω ακόμα και με σφαλιχτά τα μάτια. Διάβασέ μου για τη Νέα Παράδεισο και για τη Νέα Γη κι έτσι ίσως και ν’αποξεχαστώ.»
Η Μάργκαρετ άρχισε να διαβάζει απαλά και χαμηλόφωνα. Αν και τα μάτια της Μπέσσυ ήταν κλειστά,  το’νοιωθε πως για κάμποση ώρα άκουγε γιατί έβλεπε τα δάκρυα να λάμπουν ανάμεσα στα κλειστά της βλέφαρα. Κάποια στιγμή κοιμήθηκε∙  όμως το κορμί της συνέχισε να τινάζεται και την άκουγε να μουρμουρίζει ικετευτικά.. Η Μάργκαρετ την σκέπασε και την άφησε, γιατί είχε ένα ανήσυχο προαίσθημα ότι ίσως την γύρευαν στο σπίτι κι όμως  μέχρι εκείνη τη στιγμή της φαινόταν σκληρό να αφήσει το ετοιμοθάνατο κορίτσι.
Η κυρία Χέηλ ήταν  στο καθιστικό  όταν επέστρεψε η κόρη της.  Βρισκόταν σε  μια από τις καλές  της μέρες  και δεν έπαυε να πλέκει το εγκώμιο του υδατοστρώματος. Έμοιαζε με τα στρώματα που ήξερε από το σπίτι του Λόρδου Μπέρεσφορντ περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο είχε συναντήσει έκτοτε.  Αγνοούσε το λόγο, όμως  έμοιαζε σαν να είχε χαθεί η τεχνική κατασκευής τέτοιων κρεβατιών σαν και αυτών που θυμόταν στα χρόνια της νεότητάς της.  Θα έλεγε κανείς πως ήταν αρκετά εύκολο, υπήρχε  προς χρήση το ίδιο είδος φτερών κι ωστόσο για κάποιο λόγο, ένας Θεός ξέρει από πότε είχε να κοιμηθεί τόσο καλά όσο την προηγούμενη νύχτα.. Ο κύριος Χέηλ υπαινίχθηκε πως κάποια από τα πλεονεκτήματα των στρωμάτων παλαιότερων εποχών θα μπορούσαν να αποδοθούν στην δραστηριότητα της νιότης η οποία έκανε θελκτικότερη την ανάπαυση, όμως αυτή η ιδέα δεν έγινε δεκτή  ευμενώς από τη σύζυγό του.
«Όχι, στ’αλήθεια κύριε Χέηλ, έτσι ήταν εκείνα τα κρεβάτια στου Λόρδου Τζων. Μάργκαρετ, καλή μου, είσαι νέα και  δραστηριοποιείσαι αρκετά όλη την ημέρα – βρίσκεις  ότι τα κρεβάτια είναι άνετα;  Ζητώ τη γνώμη σου. Σου δίνουν την αίσθηση της απόλυτης ξεκούρασης όταν ξαπλώνεις σε αυτά  ή μήπως στριφογυρνάς  πασχίζοντας μάταια να βρεις  μια βολική θέση  και ξυπνάς το πρωί το ίδιο κουρασμένη όπως όταν πήγες για ύπνο;»
Η Μάργκαρετ γέλασε. « Για να είμαι ειλικρινής, μητέρα, δεν σκέφτομαι καθόλου τι είδους είναι το κρεβάτι μου. Το βράδυ   είμαι τόσο κουρασμένη που αρκεί να ξαπλώσω οπουδήποτε για να με πάρει αμέσως ο ύπνος. Επομένως είναι αναρμόδια για να εκφέρω άποψη. Ξέρεις όμως, ότι δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να δοκιμάσω τα κρεβάτια στην οικία του Λόρδου Μπέρεσφορντ. Δεν έχω πάει ποτέ στο Όξενχαμ.»
«Μα δεν ήσουν  εσύ ; Ω, σίγουρα όχι. Θυμάμαι ότι είχα πάρει μαζί μου τον καημένο τον Φρέντερικ. Μονάχα μια φορά πήγα στο Όξενχαμ αφ’ότου παντρεύτηκα, στον γάμο της θείας σου Σω, και  ο καημενούλης ο Φρέντερικ ήταν μωρό τότε. Και ήξερα ότι στην Ντίξον δεν άρεσε που από προσωπική υπηρέτρια έγινε γκουβερνάντα και φοβόμουν ότι αν την έπαιρνα κοντά στο μέρος που ήταν το  παλιό της σπίτι ίσως να μου έφευγε. Αλλά το καημένο το μωρό αρρώστησε από τα δοντάκια του στο Όξενχαμ και με όλη αυτή τη φασαρία για το γάμο της Άννας, και με τη δική μου φιλάσθενη κράση, η Ντίξον  ανέλαβε  τη φροντίδα του περισσότερο παρά ποτέ και αυτό την έκανε να τον αγαπήσει πολύ κι ήταν τόσο περήφανη όταν ο μικρός δεν πήγαινε σε κανέναν άλλον  παρά στην αγκαλιά της, που δεν  νομίζω ότι σκέφτηκε ξανά να μας εγκαταλείψει έκτοτε, αν και τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά απ’αυτά που είχε συνηθίσει.  Ο καημένος ο Φρέντ!  Όλοι τον αγαπούσαν.  Γεννήθηκε προικισμένος να κερδίζει τους ανθρώπους. Σκέφτομαι τα χειρότερα για τον Κάπταιν Ρηντ όταν αναλογίζομαι ότι αντιπαθούσε το καημένο μου το αγόρι. Θεωρώ ότι αυτό από μόνο του  ήταν  χειροπιαστή απόδειξη πως ήταν κακός άνθρωπος. Α, ο καημένος ο πατέρας σου Μάργκαρετ. Έφυγε απ’το δωμάτιο. Δεν αντέχει να ακούει να μιλάμε για τον Φρέντερικ.»
«Μου αρέσει να ακούω γι αυτόν, μητέρα. Πες μου ό,τι θέλεις. Δεν χορταίνω ν’ακούω. Πες μου πώς ήταν σαν μωρό.»
«Ε, λοιπόν, Μάργκαρετ, δεν πρέπει να στεναχωρηθείς  αλλά ήταν πολύ πιο χαριτωμένο μωρό από εσένα. Θυμάμαι, όταν σε πρωτοείδα να σε κρατάει η Ντίξον σκέφτηκα; ‘ Μα τι ασχημούλικο μωράκι!’ Και εκείνη είπε ‘ Δεν μοιάζουν όλα τα μωρά στον κύριο Φρέντ, η Παναγιά μαζί του!’  Χριστέ μου, πόσο καλά το θυμάμαι ! Κι έπειτα μπορούσα να κρατώ το Φρέντ στην αγκαλιά μου κάθε στιγμή της ημέρας και το κρεβατάκι του ήταν δίπλα στο δικό μου και τώρα, τώρα – Μάργκαρετ-  δεν ξέρω πού  είναι το αγόρι μου και μερικές φορές σκέφτομαι ότι δεν θα τον ξαναδώ ποτέ.»
Η Μάργκαρετ, κάθισε δίπλα στην πολυθρόνα της μητέρας της και απαλά πήρε το χέρι της και άρχισε να το φιλά και να το χαϊδεύει για να την παρηγορήσει. Η κυρία Χέηλ έκλαιγε χωρίς να μπορεί να συγκρατηθεί. Στο τέλος ίσιωσε το κορμί της στην πολυθρόνα και γυρνώντας προς την κόρη της τής είπε πνιγμένη στα δάκρυα αλλά σοβαρά και με επισημότητα « Μάργκαρετ, θα αναρρώσω , αν ο Θεός μου επιτρέψει  να έχω ελπίδες ανάρρωσης, μόνο αν δω τον γυιό μου τον Φρέντερικ άλλη μια φορά. Θα ξυπνήσει κάθε ικμάδα ευρωστίας που έχω μέσα μου.» Σώπασε και φάνηκε ότι προσπαθούσε να μαζέψει δυνάμεις για να πει κάτι ακόμα. Η φωνή της ακούστηκε πνιχτή καθώς συνέχισε- έτρεμε στη σκέψη κάποιας παράλογης αλλά ξεκάθαρης ιδέας.
«Και, αν πεθάνω Μάργκαρετ – αν είναι γραφτό μου να φύγω σε μερικές εβδομάδες- πρέπει πρώτα να δω το παιδί μου. Δεν ξέρω πώς μπορεί να γίνει αυτό, όμως απευθύνομαι σε σένα Μάργκαρετ, όπως κι εσύ ελπίζεις για παρηγοριά στις τελευταίες σου ημέρες, φερ’τον μου πίσω να του δώσω την ευχή μου. Μόνον για πέντε λεπτά, Μάργκαρετ. Δεν θα υπάρξει  κίνδυνος  για πέντε λεπτά. Ω, Μάργκαρετ, κάνε να τον δω  πριν πεθάνω!»

Η Μάργκαρετ δεν μπορούσε να βρει κάτι εντελώς παράλογο σε αυτά τα λόγια. Δεν ψάχνει κανείς να βρει τις λογικές αιτίες πίσω από τις διάπυρες ικεσίες  κάποιου που βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου. Μας κεντρίζει  η σκέψη αμέτρητων  χαμένων ευκαιριών που  είχαμε για να εκπληρώσουμε τις επιθυμίες εκείνων που σύντομα θα έχουν φύγει μακριά μας και σαν τύχει να μας το ζητήσουν, για να ζήσουμε στο εξής ευτυχισμένοι, καθιστούμε τους  ίδιους υπεύθυνους γι αυτό και βγάζουμε το βάρος από πάνω μας.  Όμως αυτή η επιθυμία της κυρίας Χέηλ ήταν τόσο φυσιολογική, τόσο δίκαιη τόσο σωστή και για τα δύο μέρη που η Μάργκαρετ ένοιωσε υποχρεωμένη τόσο για χάρη του Φρέντερικ όσο και για τη μητέρα της να παραβλέψει  κάθε πιθανότητα κινδύνου και να δεσμευτεί  να πράξει  στα πλαίσια των δυνάμεών της  το πάν, για να την πραγματοποιήσει.  Τα μεγάλα, διεσταλμένα μάτια  την καρφώνανε με ένα βλέμμα σταθερό, γεμάτο λαχτάρα  ωστόσο τα χλωμά της χείλη έτρεμαν σαν μικρού παιδιού. Η Μάργκαρετ σηκώθηκε απαλά και στάθηκε απέναντι στην εύθραστη φιγούρα της μητέρας της , θέλοντας με τη δική της  ήρεμη σταθερότητα να της καθησυχάσει ότι η επιθυμία της θα πραγματοποιηθεί. «Μητέρα, θα γράψω  μια επιστολή απόψε και θα αναφέρω στον Φρέντερικ αυτά που είπες. Είμαι σίγουρη , όσο είμαι σίγουρη και για την ίδια μου τη ζωή, ότι θα έρθει αμέσως.  Ησύχασε, μητέρα αν μπορώ να σου υποσχεθώ κάτι  αυτό είναι ότι θα τον δείς.»
«Θα του γράψεις απόψε! Ναι, Μάργκαρετ; Το ταχυδρομείο φεύγει στις πέντε – θα το προλάβεις, έτσι; Μου έχει  μείνει τόσος λίγος χρόνος, νοιώθω πως δεν πρόκειται να αναρρώσω ποτέ, αν και ο πατέρας σου  μερικές φορές  το παρακάνει με την πειθώ του και με παρασύρει σε ελπίδες. Θα του γράψεις αμέσως, ναι ; Μην χάσεις το  ταχυδρομείο, γιατί μπορεί και με την παραμικρή καθυστέρηση μπορεί να μην με προλάβει.»
«Όμως , μητέρα, ο πατέρας λείπει.»

«Ο πατέρας λείπει! Και τι μ’αυτό ; Πιστεύεις ότι θα μου αρνιόταν  αυτήν την τελευταία επιθυμία, Μάργκαρετ ; Μα, δεν θ’αρρώσταινα- δεν θα πέθαινα- αν δεν με έπαιρνε από το Χέλστοουν να με φέρει σε αυτό το ανθυγιεινό, ανήλιαγο και γεμάτο καπνούς μέρος.»
«Αχ, μητέρα!» είπε η Μάργκαρετ.
«Ναι, έτσι ακριβώς. Το ξέρει και ο  ίδιος, το έχει πει πολλές φορές. Θα έκανε τα πάντα για μένα – μην φανταστείς ότι θα μου στερούσε αυτήν την τελευταία επιθυμία – αυτήν την παράκληση, πες. Και πραγματικά, Μάργκαρετ,  η λαχτάρα μου να ξαναδώ τον Φρέντερικ  στέκεται ανάμεσα σε μένα και στον Θεό. Δεν μπορώ να προσευχηθώ  μέχρι να αποκτήσω αυτό και μόνον αυτό – πραγματικά μου είναι αδύνατον.  Μην χάνεις χρόνο,  πολυαγαπημένη μου Μάργκαρετ. Γράψ’ του με το αμέσως επόμενο  ταχυδρομείο. Έτσι, θα είναι εδώ σε εικοσιδύο ημέρες! Γιατί σίγουρα θα έρθει.  Τίποτα δεν θα μπορέσει να σταθεί εμπόδιο.  Σε εικοσιδύο μέρες θα δώ το αγόρι μου.»  Έγειρε πίσω και για κάμποση ώρα δεν πρόσεξε ότι η Μάργκαρετ στεκόταν ακίνητη με το χέρι μπροστά στα μάτια της.
«Δεν γράφεις!» είπε στο τέλος η μητέρα της. «Φέρε μου χαρτί και μολύβι. Θα προσπαθήσω να γράψω εγώ.» Ανακάθισε τρέμοντας σύγκορμη με πυρετώδη ζήλο. Η Μάργκαρετ, χαμήλωσε το χέρι της και κύτταξε τη μητέρα της  περίλυπη.
«Περίμενε μόνο μέχρι να έρθει ο πατέρας. Να τον ρωτήσουμε πώς είναι καλύτερα να το κάνουμε.»
«Το υποσχέθηκες, Μάργκαρετ. Μόλις πριν από λίγο – είπες ότι θα έρθει.»
«Και όντως θα έρθει, μητέρα – μην κλαίς καλή μου, αγαπημένη μου μητέρα. Θα του γράψω τώρα, εδώ – θα με δεις που θα του γράψω – και θα το στείλω με το επόμενο ταχυδρομείο, και αν ο πατέρας θεωρήσει ότι είναι σωστό, μπορεί να του γράψει κι εκείνος  όταν έρθει – θα καθυστερήσει μια μόνο  ημέρα. Αχ, μητέρα, μην κλαίς τόσο,  μου ραγίζεις την καρδιά.»
...........................................................................................................................................................

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου