Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Κεφάλαιο 26ο "Μητέρα και γυιός"

Βορράς κ Νότος


Κεφάλαιο 26 «Μητέρα και γιος»

Ο κύριος Θόρντον έφυγε εκείνο το πρωινό από το σπίτι των Χέηλ τυφλωμένος και μπερδεμένος από τα παράφορα αισθήματά του. Αισθανόταν τόσο ζαλισμένος λες και η Μάργκαρετ, αντί για μια χαριτόβρυτη και λεπτεπίλεπτη νέα κοπέλα, να ήταν μια στιβαρή ανδρογυναίκα και να του είχε καταφέρει ένα δυνατό χτύπημα με τη γροθιά της. Αυτό που ένοιωθε ήταν σαφέστατα σωματικός πόνος – ένας ισχυρός πονοκέφαλος στο ρυθμό ενός παλλόμενου σφυγμού. Δεν μπορούσε να αντέξει το θόρυβο, το εκτυφλωτικό φως, τη συνεχή βοή και κίνηση του δρόμου. Θεωρούσε τον εαυτό του ανόητο που υπέφερε τόσο, κι όμως δεν μπορούσε -τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή- να θυμηθεί την αιτία για την οποία υπέφερε και αν άξιζε τα όσα επακόλουθα. Θα τον ανακούφιζε να καθίσει στο κατώφλι ενός σπιτιού και να κλάψει παρέα μ’ ένα μικρό παιδί που μέσα από τα δάκρυά του θρηνεί και μανιάζει για κάποιο χτύπημα που δέχτηκε. Έλεγε μέσα του ότι μισούσε την Μάργκαρετ. Όμως ένα οξύ, κοφτερό αίσθημα αγάπης ξέσχιζε το μουδιασμένο του συναίσθημα σαν κεραυνός, τη στιγμή ακόμα που ξεστόμιζε την έκφραση μίσους. Μεγαλύτερη παρηγοριά ήταν να ενστερνιστεί το μαρτύριό του, καθώς και το να αισθάνεται, όπως της το είχε πει κιόλας, ότι παρά το γεγονός ότι εκείνη τον απεχθανόταν, τον απέρριπτε και του συμπεριφερόταν με την αλαζονική και αφ’ υψηλού αδιαφορία της, εκείνος δεν θα άλλαζε στο ελάχιστο. Δεν μπορούσε να τον κάνει να αλλάξει. Την αγαπούσε και θα την αγαπούσε, και θα αψηφούσε την ίδια και αυτόν τον άθλιο πόνο που τον βασάνιζε σωματικά.


Στάθηκε ακίνητος για λίγο για να ξεδιαλύνει τις σκέψεις του. Εκείνη τη στιγμή περνούσε ένα ιππήλατο τραμ με κατεύθυνση προς την ύπαιθρο· ο οδηγός, νομίζοντας ότι ήθελε να επιβιβαστεί, σταμάτησε κοντά στο πεζοδρόμιο. Μη θέλοντας να μπει στον κόπο να ζητήσει συγγνώμη και να δώσει εξηγήσεις, επιβιβάστηκε και αφέθηκε να φύγει μακριά – πέρα από τις μακριές, στριμωγμένες σειρές των σπιτιών, πέρα από τις μοναχικές επαύλεις με τους φροντισμένους κήπους, μέχρι που έφτασαν στην ύπαιθρο με τις δεντροστοιχίες και σιγά-σιγά σε μια μικρή εξοχική πόλη. Εκεί όλοι αποβιβάστηκαν και το ίδιο έκανε και ο κύριος Θόρντον και, καθώς ξεμάκρυναν όλοι, ξεμάκρυνε κι εκείνος. Περιπλανήθηκε στα χωράφια με γρήγορο βήμα, γιατί η έντονη κίνηση ήταν μια ανακούφιση για το νου του. Τώρα μπορούσε να τα φέρει ξανά όλα στο μυαλό του· το πόσο οικτρό θέαμα θα πρέπει να παρουσίαζε, τον παράλογο τρόπο με τον οποίο είχε κάνει αυτό που τόσες φορές είχε συμφωνήσει με τον εαυτό του ότι θα ήταν το πιο ηλίθιο πράγμα στον κόσμο, αν το έκανε. Και είχε έρθει αντιμέτωπος με εκείνες ακριβώς τις συνέπειες τις οποίες σε εχέφρονα κατάσταση είχε προβλέψει πως θα αντιμετώπιζε, αν ποτέ πήγαινε και γελοιοποιούνταν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μήπως τον είχαν μαγέψει εκείνα τα υπέροχα μάτια, εκείνο το απαλό μισάνοιχτο στόμα που είχε αναστενάξει τόσο κοντά στον ώμο του μόλις εχθές; Δεν μπορούσε να διώξει τη σκέψη ότι εκείνη βρισκόταν εκεί, ότι τα χέρια της τον είχαν αγκαλιάσει για μία φορά – και τελευταία. Της είχε ρίξει μόνο κλεφτές ματιές· δεν μπορούσε καθόλου να την κατανοήσει. Τη μια στιγμή ήταν τόσο γενναία και την άλλη τόσο συνεσταλμένη, τη μια τόσο τρυφερή και την άλλη τόσο αλαζονικά ακατάδεκτη. Κι έπειτα πάλι, αναλογίστηκε την κάθε φορά που την είχε συναντήσει, σαν να ήταν να την ξεχάσει οριστικά. Την είδε με κάθε φόρεμα που είχε φορέσει, με κάθε διάθεση, και δεν ήξερε τι της ταίριαζε περισσότερο. Ακόμα κι εκείνο το πρωινό πόσο μεγαλόπρεπη έδειχνε – τα μάτια της έριχναν απάνω του αστραπές με την ιδέα και μόνο ότι, επειδή είχε μοιραστεί μαζί του τον κίνδυνο εχθές, θα μπορούσε να νοιάζεται για εκείνον στο ελάχιστο!
Αν ο κύριος Θόρντον ήταν ένας ηλίθιος το πρωί -όπως είχε διαβεβαιώσει τον εαυτό του τουλάχιστον είκοσι φορές- δεν κατέστη σοφότερος μέχρι το βράδυ. Το μόνο που κέρδισε στην επιστροφή από την περιήγησή του με το ιππήλατο τραμ των έξι πεννών ήταν η ακόμα εντονότερη πεποίθηση ότι δεν υπήρξε ούτε θα υπήρχε στο μέλλον άλλη σαν την Μάργκαρετ· ότι δεν τον αγαπούσε και ούτε επρόκειτο να τον αγαπήσει, αλλά και ότι ούτε εκείνη ούτε ολόκληρος ο κόσμος δεν θα μπορούσαν να τον εμποδίσουν να την αγαπά. Έτσι, επέστρεψε στο κέντρο της μικρής πόλης και επιβιβάστηκε ξανά στο ιππήλατο τραμ για να επιστρέψει στο Μίλτον.
Ήταν αργά το απόγευμα όταν αποβιβάστηκε κοντά στην κεντρική του αποθήκη. Τα συνήθη μέρη επανέφεραν τις συνήθεις δραστηριότητες και σκέψεις. Ήξερε ότι είχε πολλά να κάνει – περισσότερα από αυτά που συνήθως έκανε, εξαιτίας των ταραχών της προηγούμενης ημέρας. Έπρεπε να συναντήσει τους άλλους ειρηνοδίκες, έπρεπε να ολοκληρώσει τις συμφωνίες που είχε αφήσει στη μέση το πρωί, να επιληφθεί για την ασφάλεια και την άνεση των Ιρλανδών εργατών του που είχαν φθάσει πρόσφατα, έπρεπε να εξασφαλίσει ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να συναντήσουν τους δυσαρεστημένους εργάτες του Μίλτον. Τέλος, θα έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι και να αντιμετωπίσει την μητέρα του.
Η κυρία Θόρντον καθόταν στην τραπεζαρία όλη την ημέρα, προσμένοντας από λεπτό σε λεπτό να πληροφορηθεί τα νέα ότι η δεσποινίδα Χέηλ έκανε δεκτή την πρόταση γάμου του γιου της. Πολλές φορές είχε προετοιμαστεί γι’ αυτό, ακούγοντας κάποιον ξαφνικό θόρυβο, και καμωνόταν πως ξανάπιανε το μισοαφημένο της εργόχειρο αρχίζοντας να περνά τη βελόνα με επιμέλεια, όμως με μάτια θολά και χέρι που έτρεμε. Και πολλές φορές η πόρτα είχε ανοίξει για να μπει κάποιο άσχετο άτομο και να κάνει κάποια ασήμαντη εργασία.
Κι έπειτα το πρόσωπό της έχανε την αυστηρή, γκρίζα του επιβλητικότητα και τα χαρακτηριστικά της φανέρωναν μια ασυνήθιστη γι’ αυτήν μελαγχολία. Προσπαθούσε να αποστρέψει τη σκέψη της από όλες τις θλιβερές αλλαγές που θα επέφερε στη ζωή της ο γάμος του γιου της. Πίεσε τον εαυτό της να σκεφτεί τις συνήθεις υποχρεώσεις του σπιτιού. Οι μελλόνυμφοι θα χρειάζονταν καινούργια οικιακά λινά και η κυρία Θόρντον είχε μπροστά της ένα σωρό καλάθια γεμάτα τραπεζομάντηλα και πετσέτες, και άρχισε να υπολογίζει τις ποσότητες.
Υπήρχε μια μικρή σύγχυση ανάμεσα σε αυτά που ανήκαν στην ίδια, και κατά συνέπεια είχαν τα διακριτικά Τ.Χ.Θ. (Τζωρτζ και Χάννα Θόρντον), και αυτά που ήταν του γιου της, είχαν αγοραστεί με δικά του χρήματα και έφεραν τα αρχικά του. Κάποια από εκείνα με τα διακριτικά Τ.Χ.Θ. ήταν από Ολλανδέζικο δαμασκηνό παλαιάς κοπής και ιδιαίτερης λεπτότητας – κανένα από τα τωρινά δεν τους έμοιαζε. Η κυρία Θόρντον στάθηκε και τα κοίταζε για ώρα – είχαν υπάρξει το καμάρι της τότε που ήταν νεόνυμφη. Έπειτα, σμίγοντας τα φρύδια και σφίγγοντας ερμητικά τα χείλη, άρχισε να ξηλώνει τα αρχικά Τ.Χ. Μάλιστα έφτασε στο σημείο να αναζητήσει την άλικη κλωστή μαρκαρίσματος για να προσθέσει τα καινούρια αρχικά, αλλά είχε χρησιμοποιηθεί όλη και δεν της έκανε ακόμα καρδιά να στείλει να αγοράσουν άλλη.
Έτσι κάρφωσε το βλέμμα της στο κενό· ένα σωρό εικόνες περνούσαν μπροστά στα μάτια της στις οποίες ο γιος της κατείχε τη μοναδική, την κυρίαρχη θέση – ο γιος της, το καμάρι και η περιουσία της. Δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Αναμφίβολα ήταν με την δεσποινίδα Χέηλ. Η καινούρια αγάπη έπαιρνε την πρωτοκαθεδρία που πρωτύτερα κατείχε εκείνη στην καρδιά του. Ένας φρικτός πόνος -μια σουβλιά μάταιης ζήλειας- διαπέρασε την καρδιά της. Δεν ήξερε να πει αν ήταν σωματική ή ψυχική οδύνη, όμως την ανάγκασε να καθίσει. Το επόμενο λεπτό είχε σταθεί ξανά όρθια, στητή όπως πάντα, με ένα βεβιασμένο χαμόγελο στο πρόσωπό της για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα, έτοιμη να δει την πόρτα να ανοίγει και εκείνον να μπαίνει χαρούμενος και θριαμβευτής. Εκείνον που δεν έπρεπε ποτέ να μάθει για τη σφοδρή αντίθεση της μητέρας του στο γάμο του.
Μέσα σε όλα αυτά πολύ λίγο την απασχόλησε η σκέψη της μέλλουσας νύφης της ως ανεξάρτητης προσωπικότητας. Έμελλε να γίνει σύζυγος του Τζων. Η ανάληψη της θέσης της κυρίας Θόρντον ως οικοδέσποινας του σπιτιού ήταν ένα μόνο από τα σημαντικά επακόλουθα που συνόδευαν την υπέρτατη τιμή: όλα τα πλούτη και οι ανέσεις του σπιτιού, τα πορφυρά εκλεκτά λινά, η τιμή, η αγάπη, η υπακοή, πλήθος φίλων θα έρχονταν τόσο φυσιολογικά όσο τα πετράδια στο στέμμα ενός βασιλιά και μικρή σημασία θα είχε η αξία του συγκεκριμένου προσώπου. Ακόμα και μια απλή παραδουλεύτρα θα ξεχώριζε από τον υπόλοιπο κόσμο αν την είχε επιλέξει ο Τζων. Και η δεσποινίς Χέηλ δεν ήταν τόσο κακή. Αν ήταν κορίτσι από το Μίλτον, τότε η κυρία Θόρντον θα την είχε συμπαθήσει το δίχως άλλο. Ήταν ετοιμόλογη, είχε γούστο, καρδιά και άποψη. Η αλήθεια είναι πως ήταν θλιβερά προκατειλημμένη και με μεγάλη άγνοια – όμως αυτό ήταν φυσικό αφού είχε γεννηθεί και ανατραφεί στον Νότο. Μια περίεργη και καταίσχυντη σύγκριση μεταξύ της δεσποινίδας Χέηλ και της Φάννυ τής ήρθε στο νου και για μία και μόνη φορά μίλησε απότομα στην κόρη της, την αποπήρε άσχημα κι έπειτα ως εξιλέωση πήρε τα Ερρίκεια Κείμενα της Βίβλου* και προσπάθησε να εστιάσει την προσοχή της εκεί, αντί να ασχοληθεί με ό,τι της προκαλούσε υπερηφάνεια και ευχαρίστηση, και να συνεχίσει την επιθεώρηση των λινών για την τραπεζαρία.
Επιτέλους, τα βήματά του! Τον άκουσε, μ’ όλο που νόμιζε ότι ήταν συγκεντρωμένη στο να τελειώσει μια πρόταση· ενώ τα μάτια της ήταν προσηλωμένα σ’ αυτήν και η μνήμη της μπορούσε να την ανακαλέσει μηχανικά λέξη προς λέξη, τον άκουσε να μπαίνει στο χολ. Η οξυμένη αίσθησή της μπορούσε να καταλάβει κάθε του κίνηση. Τώρα ακουμπούσε το καπέλο του στην κρεμάστρα, τώρα έφτασε μπροστά στην πόρτα της τραπεζαρίας. Γιατί σταμάτησε; Ας είναι προετοιμασμένη για το χειρότερο. Εντούτοις, ήταν ακόμα σκυμμένη πάνω από το βιβλίο· δε σήκωσε το βλέμμα της. Εκείνος πλησίασε το τραπέζι και στάθηκε ακίνητος εκεί, περιμένοντάς την να τελειώσει μια παράγραφο η οποία την είχε εμφανώς απορροφήσει. Κατέβαλε προσπάθεια να σηκώσει το βλέμμα της.
«Λοιπόν, Τζων;»
Εκείνος ήξερε τι σήμαιναν αυτές οι δύο λέξεις. Αλλά είχε ατσαλώσει τον εαυτό του. Λαχταρούσε να μπορούσε να απαντήσει με έναν αστεϊσμό, η πίκρα στην καρδιά του θα μπορούσε να είχε αρθρώσει κάτι, όμως η μητέρα του περίμενε από αυτόν κάτι καλύτερο. Την πλησίασε από πίσω, έτσι ώστε εκείνη να μην μπορεί να δει την όψη του, και γέρνοντας στο χλωμό, πετρωμένο της πρόσωπο το φίλησε λέγοντας: «Κανείς δε μ’ αγαπά – κανείς δε με νοιάζεται, μητέρα, εκτός από εσένα».

Στράφηκε και στάθηκε, ακουμπώντας το κεφάλι του στο περβάζι του τζακιού, το αντρίκειο του βλέμμα βουρκωμένο. Εκείνη σηκώθηκε παραπαίοντας. Για πρώτη φορά στη ζωή της εκείνη η δυνατή γυναίκα παρέπαιε. Ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του· ήταν ψηλή γυναίκα. Τον κοίταξε καταπρόσωπο και τον ανάγκασε να την κοιτάξει στα μάτια.
«Η αγάπη της μητέρας είναι δοσμένη από τον Θεό, Τζων. Είναι σταθερή και κρατάει για πάντα. Η αγάπη μιας κοπέλας είναι σαν ένα σύννεφο καπνού – αλλάζει με κάθε φύσημα του ανέμου. Και δε σε ήθελε, παλικάρι μου, έτσι δεν είναι;» Έσφιξε το σαγόνι της, αφήνοντας σαν σκύλα να φανούν τα δόντια της σε όλο το μήκος τους. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του.
«Δεν είμαι άξιος γι’ αυτήν, μητέρα· το ήξερα πως δεν ήμουν.»
Κάτι ξεστόμισε μέσα από τα σφιγμένα της δόντια. Εκείνος δεν κατάλαβε τι είπε, αλλά από το βλέμμα της κατάλαβε ότι ήταν κατάρα – μολονότι δεν την εξέφρασε καθαρά, η έντασή της αυτό φανέρωνε. Κι όμως, η καρδιά της αναπήδησε ανάλαφρα ξέροντας ότι ήταν ξανά δικός της.
«Μητέρα!» είπε εκείνος βιαστικά. «Μην ακούσω λέξη εναντίον της. Κάνε μου τη χάρη! Είμαι καταβεβλημένος, κι η καρδιά μου πονά – την αγαπώ ακόμη. Την αγαπώ περισσότερο από ποτέ.»
«Κι εγώ την μισώ» είπε η κυρία Θόρντον με σιγανή, αγριεμένη φωνή.
«Προσπάθησα να μην την μισήσω, όταν μπήκε ανάμεσα σε σένα και σε μένα, επειδή -έτσι είπα στον εαυτό μου- θα σε έκανε ευτυχισμένο· και θα έδινα και το αίμα μου ακόμα γι’ αυτό. Όμως τώρα την μισώ γιατί σε έκανε δυστυχισμένο. Μάλιστα, Τζων, δεν ωφελεί να κρύβεις την πληγωμένη σου καρδιά από εμένα. Εγώ είμαι η μάνα που σε γέννησε και ο δικός σου πόνος για μένα είναι μαρτύριο. Κι αν δεν την μισείς εσύ, την μισώ εγώ.»
«Τότε, μητέρα, με κάνεις να την αγαπώ περισσότερο. Της φέρεσαι άδικα και πρέπει να αποκαταστήσω το δίκαιο. Αλλά για ποιο λόγο μιλάμε για αγάπη και μίσος; Δε νοιάζεται για μένα και αυτό είναι αρκετό – και με το παραπάνω. Ας μην ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό. Είναι το μόνο πράγμα που μπορείς να κάνεις για μένα όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα. Ας μην αναφέρουμε ξανά το όνομά της.»
«Μετά χαράς! Μακάρι εκείνη και ό,τι έχει σχέση μ’ αυτήν να πήγαινε στα τσακίδια από κει που ήρθε.»
Εκείνος έμεινε ακίνητος, κοιτάζοντας τη φωτιά, για μερικά ακόμη λεπτά. Τα στεγνά, σκοτεινά μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα που δεν έμελλε να χυθούν, καθώς τον κοίταζε· όμως παρέμεινε σοβαρή και ήσυχη όπως πάντα, όταν εκείνος μίλησε στο τέλος.
«Απαγγέλθηκαν καταγγελίες για συνομωσία εναντίον τριών ανδρών, μητέρα. Οι χθεσινές ταραχές βοήθησαν να κατασταλεί η απεργία.»
Και το όνομα της Μάργκαρετ δεν ακούστηκε ξανά από την κυρία Θόρντον και τον γιο της.
Ξαναβρήκαν τις παλιές τους συνήθειες στη συζήτηση – μιλούσαν για γεγονότα, όχι απόψεις, πόσω μάλλον για συναισθήματα. Ο τόνος της φωνής τους ήταν ήρεμος και ψυχρός· κάποιος ξένος θα μπορούσε να πει πως δεν είχε ποτέ του δει τόσο παγωμένη και αδιάφορη συζήτηση μεταξύ δύο τόσο στενών συγγενών.


* Ερρίκεια Κείμενα της Βίβλου: Η Βίβλος με σχολιασμούς και επεξηγήσεις, έργο του Matthew Henry, πρεσβυτεριανού θεολόγου και κληρικού του 17ου αιώνα.

1 σχόλιο:

  1. Λιώνω με αυτό το κεφάλαιο.Όλες οι σκηνές ανάμεσα σε αυτούς τους δύο υπέροχους χαρακτήρες είναι επικές.
    Κορίτσι μου δεν έχω λόγια για την υπέροχη δουλειά σου.
    Σε ευχαριστώ από καρδιάς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή