Κεφάλαιο 27o
«Ένα καλάθι με φρούτα»
«Ένα καλάθι με φρούτα»
Ο κύριος Θόρντον διεκπεραίωσε με αποφασιστικότητα και
ακρίβεια όλες τις υποχρεώσεις του την επόμενη ημέρα. Είχε ελαφρώς αυξηθεί η
ζήτηση για ετοιμοπαράδοτα προϊόντα και, καθώς αυτό αφορούσε το δικό του
επιχειρηματικό κομμάτι, το εκμεταλλεύτηκε με σκληρές διαπραγματεύσεις. Ήταν
ακριβής στην ώρα συνάντησης με τους συνάδελφούς του ειρηνοδίκες – παρέχοντάς
τους τη μέγιστη δυνατή βοήθεια με την ισχυρή του αίσθηση της λογικής και τη
δυνατότητά του να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες «εν ριπή οφθαλμού», καταλήγοντας
έτσι σε γρήγορες αποφάσεις.
Άνδρες μεγαλύτεροι σε ηλικία, προεξάρχοντες της πόλης
επί μακρόν, άνδρες με πολύ μεγαλύτερη περιουσία -την οποία είχαν σταθεροποιήσει
και μετατρέψει σε γη, ενώ η δική του ήταν εξ ολοκλήρου ρευστό κεφάλαιο, δεσμευμένο
στις ανάγκες του εμπορίου- προσέβλεπαν σε αυτόν για σίγουρες και άμεσες
συμβουλές. Ήταν ο επιφορτισμένος με το καθήκον να συναντιέται με την αστυνομία
και να ρυθμίζει τα πράγματα έτσι ώστε εκείνοι να προβαίνουν στις απαραίτητες
ενέργειες. Και αυτή η σιωπηρή αναγνώριση δεν έμοιαζε να τον επηρεάζει περισσότερο
απ’ ό,τι το απαλό αεράκι που μόλις και άγγιζε λιγάκι τον καπνό από τις ψηλές
καμινάδες στην ανοδική του πορεία προς τον ουρανό. Δεν είχε συναίσθηση του
σεβασμού που σιωπηρά απολάμβανε. Διαφορετικά θα το θεωρούσε εμπόδιο στην πορεία
για το θέμα που είχε κατά νου. Ως είχαν τα πράγματα, μπορούσε να εστιάσει στην
άμεση διευθέτηση αυτού και μόνον του στόχου. Η μητέρα του συνήθως γινόταν
αποδέκτης σχολίων από τις συγγενείς εκείνων των ειρηνοδικών και των πλουσίων
σχετικά με το πόσο πολύ εκτιμούσαν ο κύριος Τάδε και ο κύριος Δείνα τον κύριο
Θόρντον· ότι αν δεν ήταν αυτός, τα πράγματα θα είχαν διαφορετική τροπή – προς
το χειρότερο ασφαλώς.
Έμοιαζε σαν ο βαθύς εξευτελισμός του της χθεσινής
ημέρας και οι άσκοπες ώρες που περιπλανήθηκε εμβρόντητος στη συνέχεια να είχαν
καθαρίσει την ομίχλη από το μυαλό του. Είχε επίγνωση της δύναμής του και
βασιζόταν σε αυτήν. Μπορούσε σχεδόν να αψηφήσει τα
αισθήματά του. Ήταν ικανός να τραγουδήσει -αν τον γνώριζε- τον σκοπό του μυλωνά
στον ποταμό Ντη:
«Κανείς δε νοιάζεται για μένανε κι ελόγου μου δε σκάω
για κανένανε.»
Του παρουσίασαν τα ενοχοποιητικά στοιχεία ενάντια
στον Μπούσερ και τους υπόλοιπους πρωταίτιους των ταραχών: οι κατηγορίες ενάντια
στους άλλους τρεις για συνομωσία απορρίφθηκαν. Εντούτοις, αιτήθηκε σθεναρά στην
αστυνομία να επαγρυπνεί, έτσι ώστε το επιδέξιο χέρι του νόμου να είναι σε
ετοιμότητα να αναλάβει δράση, εφόσον αποδειχθεί κάποια παράβαση. Έπειτα έφυγε
από τη ζεστή, αποπνικτική αίθουσα του Ειρηνοδικείου και βγήκε στην κάπως πιο
δροσερή, αλλά και πάλι υγρή και ζεστή ατμόσφαιρα του δρόμου. Έμοιαζε σαν να
κατέρρευσε με μιας· ήταν τόσο παραζαλισμένος που δεν έλεγχε τις σκέψεις του.
Είχαν στραφεί κατευθείαν σε εκείνη. Ξαναζούσε τη σκηνή – όχι όταν τον
αποστρεφόταν και τον απέρριπτε την προηγούμενη ημέρα, αλλά το ύφος και τις
πράξεις της μια μέρα πριν.
Προχωρούσε μέσα στην κοσμοπλημμύρα των δρόμων,
περνούσε ανάμεσα στους διαβάτες χωρίς να τους βλέπει -η λαχτάρα για εκείνη τη μισή
ώρα σχεδόν του έφερνε ζάλη- την απειροελάχιστη εκείνη στιγμή που τον αγκάλιασε
και ένοιωσε την καρδιά της να χτυπά μαζί με τη δική του – ποθούσε να την ζούσε
ξανά.
«Μα την πίστη μου, κύριε Θόρντον! Με προσπερνάτε πολύ
ψυχρά οφείλω να πω! Πώς είναι η κυρία Θόρντον; Αίθριος ο καιρός σήμερα! Καθόλου
δεν αρέσει σε εμάς τους γιατρούς, σας το υπογράφω!»
«Ζητώ συγγνώμη, δόκτωρ Ντόναλντσον. Πραγματικά δε σας
αντελήφθην. Η μητέρα μου είναι πολύ καλά, σας ευχαριστώ. Είναι ωραία μέρα και
ελπίζω εξαιρετική για τον θερισμό. Αν το σιτάρι είναι ώριμο και στην εποχή του,
τότε θα έχουμε επικερδές εμπόριο την επόμενη χρονιά, όπως και να έρθουν τα
πράγματα για εσάς τους γιατρούς.»
«Σωστά, σωστά. Ο καθείς για τον εαυτό του. Η
κακοκαιρία και οι δικές σας κακοτυχίες είναι για εμάς ωφέλιμος καιρός. Όταν το
εμπόριο παίρνει την κατιούσα, τότε η υγεία επιβαρύνεται πολύ περισσότερο και ο
κίνδυνος θανάτου αυξάνεται περισσότερο απ’ όσον εσείς οι κάτοικοι του Μίλτον
μπορείτε να αντιληφθείτε.»
«Αυτό δεν ισχύει για εμένα, γιατρέ. Είμαι φτιαγμένος
από σίδερο. Τα νέα για το μεγαλύτερο χρέος που είχα ποτέ δεν μου προκάλεσαν την
παραμικρή ταχυπαλμία. Αυτή η απεργία που μου κόστισε περισσότερο παρά σε
οποιονδήποτε άλλον εδώ στο Μίλτον -περισσότερο ακόμα και από τον Χάμπερ- δε μου
έκοψε την όρεξη για φαγητό. Θα πρέπει να ψάξετε αλλού για υποψήφιο ασθενή,
γιατρέ.»
«Αλήθεια, με συστήσατε σε μια θαυμάσια ασθενή – η
καημένη η κυρία! Μη θέλοντας να συνεχίσω σε αυτόν τον άκαρδο τόνο, ειλικρινώς
πιστεύω ότι η κυρία Χέηλ -εκείνη η κυρία στο Κράμπτον που γνωρίζετε- έχει λίγες
εβδομάδες ζωής. Εξαρχής δεν υπήρχε ελπίδα ίασης, όπως πιστεύω πως σας έχω πει,
όμως την επισκέφθηκα σήμερα και την είδα σε άσχημη κατάσταση.»
Ο κύριος Θόρντον παρέμεινε σιωπηλός. Ο μέχρι εκείνη
τη στιγμή σταθερός σφυγμός του άλλαξε για λίγο.
«Γιατρέ, μπορώ να κάνω κάτι;» ρώτησε με αλλοιωμένη
φωνή. «Όπως γνωρίζετε -όπως θα διαπιστώσατε- η οικονομική τους κατάσταση δεν είναι
καλή. Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που θα μπορούσε να της προσφέρει κάποια ανακούφιση
ή άνεση;»
«Όχι» απάντησε ο γιατρός κουνώντας το κεφάλι του. «Έχει
μια μεγάλη λαχτάρα για φρούτα -έχει συνεχώς δέκατα- όμως τα αχλάδια είναι
εξίσου καλά με οτιδήποτε άλλο και υπάρχουν άφθονα στην αγορά αυτή την εποχή.»
«Είμαι σίγουρος πως θα μου πείτε αν υπάρχει κάτι το
οποίο μπορώ να πράξω» απάντησε ο κύριος Θόρντον. «Βασίζομαι σε εσάς.»
«Ω, μη φοβάστε! Δε θα λυπηθώ το βαλάντιό σας – ξέρω
πως είναι αρκετά εύπορο. Μακάρι να μου δίνατε λευκή επιταγή για τις ανάγκες
όλων των ασθενών μου.»
Αλλά ο κύριος Θόρντον δεν ευεργετούσε γενικώς ούτε ήταν φιλάνθρωπος σε ευρύτερη κλίμακα. Λίγοι ήταν αυτοί που θα τον έκριναν ως ιδιαίτερα στοργικό. Όμως κατευθύνθηκε αμέσως στο καλύτερο οπωροπωλείο του Μίλτον, επέλεξε τα εκλεκτότερα σταφύλια, τα πιο φρέσκα και τα πλέον πλούσια σε χρώμα αχλάδια. Αυτά τοποθετήθηκαν σε ένα καλάθι και, καθώς ο μαγαζάτορας ρώτησε: «Πού να τα στείλουμε, κύριε;», δεν έλαβε απάντηση. «Στο εργοστάσιο Μάρλμποροου, υποθέτω, κύριε;»
Αλλά ο κύριος Θόρντον δεν ευεργετούσε γενικώς ούτε ήταν φιλάνθρωπος σε ευρύτερη κλίμακα. Λίγοι ήταν αυτοί που θα τον έκριναν ως ιδιαίτερα στοργικό. Όμως κατευθύνθηκε αμέσως στο καλύτερο οπωροπωλείο του Μίλτον, επέλεξε τα εκλεκτότερα σταφύλια, τα πιο φρέσκα και τα πλέον πλούσια σε χρώμα αχλάδια. Αυτά τοποθετήθηκαν σε ένα καλάθι και, καθώς ο μαγαζάτορας ρώτησε: «Πού να τα στείλουμε, κύριε;», δεν έλαβε απάντηση. «Στο εργοστάσιο Μάρλμποροου, υποθέτω, κύριε;»
«Όχι!» απάντησε ο κύριος Θόρντον. «Δώστε μου το
καλάθι – θα τα πάω εγώ.»
Χρειάστηκε να το πιάσει και με τα δυο του χέρια για
να το μεταφέρει· και έπρεπε να περάσει μέσα από το πλέον πολυσύχναστο σημείο
της πόλης, εκεί όπου σύχναζαν ιδιαίτερα οι κυρίες για να κάνουν τα ψώνια τους.
Πολλές γνωστές του κυρίες γύρισαν να τον κοιτάξουν και το βρήκαν περίεργο που
εκτελούσε χρέη μεταφορέα ή παιδιού για τα θελήματα.
Εκείνος σκεφτόταν: «Δε θα με πτοήσει η σκέψη της από
το να πράξω όπως επιθυμώ. Θέλω να πάω αυτά τα φρούτα στην καημένη την μητέρα
και αυτό είναι το σωστό. Δεν πρόκειται να με επηρεάσει η μομφή της από το να
κάνω αυτό που με ευχαριστεί. Γούστο θα είχε, μα την αλήθεια, αν για τον φόβο
ενός αλαζονικού κοριτσιού παρέλειπα να φανώ ευγενικός σε έναν άνθρωπο που
συμπαθώ! Το κάνω για την κυρία Χέηλ – και το κάνω αψηφώντας εκείνη.»
Βημάτιζε ασυνήθιστα γρήγορα και σύντομα βρέθηκε στο
Κράμπτον. Ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια και μπήκε στο καθιστικό προτού η Ντίξον
προλάβει να τον αναγγείλει – το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο και τα μάτια του
έλαμπαν από ευγένεια και καλοσύνη.
Η κυρία Χέηλ ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, φλεγόμενη
από πυρετό. Ο κύριος Χέηλ διάβαζε δυνατά. Η Μάργκαρετ εργαζόταν σε ένα χαμηλό
σκαμνί δίπλα στην μητέρα της. Αν όχι η δική του, η δική της καρδιά φτερούγισε
με αυτή τη συνάντηση. Όμως δεν έδειξε να την προσέχει, ακόμα και τον κύριο Χέηλ
μόλις που τον αντελήφθη, πήγε κατευθείαν με το καλάθι του στην κυρία Χέηλ και,μιλώντας
με έναν τόνο χαμηλόφωνο και ευγενικό, κάτι που είναι τόσο συγκινητικό, ιδίως
όταν ένας ρωμαλέος άνδρας που χαίρει άκρας υγείας απευθύνεται σε κάποιον
αδύναμο ασθενή, είπε: «Κυρία, συνάντησα τον δόκτορα Ντόναλντσον και, καθώς είπε
ότι τα φρούτα θα σας έκαμαν καλό, πήρα το θάρρος -και με την άδειά σας-
σκέφτηκα να σας φέρω μερικά που μου φάνηκαν εξαιρετικά.»
Η κυρία Χέηλ εξεπλάγην ιδιαιτέρως, αλλά και χάρηκε
ιδιαιτέρως – σχεδόν ρίγησε από ενθουσιασμό.
Ο κύριος Χέηλ με λιγότερα λόγια εξέφρασε τη βαθιά του
ευγνωμοσύνη.
«Πήγαινε φέρε μια πιατέλα, Μάργκαρετ, ένα καλάθι –
κάτι.» Η Μάργκαρετ σηκώθηκε όρθια δίπλα στο τραπέζι, σχεδόν φοβούμενη να
κινηθεί ή να κάνει κάποιο θόρυβο για να μην αντιληφθεί ο κύριος Θόρντον την
παρουσία της στο δωμάτιο. Σκέφτηκε ότι θα προκαλούσε και στους δυο αμηχανία να
έρθουν εν γνώση τους πρόσωπο με πρόσωπο και φαντάστηκε ότι, εφόσον ήταν
πρωτύτερα καθισμένη σε χαμηλό σημείο και έτσι όπως στεκόταν τώρα πίσω από τον
πατέρα της, ο κύριος Θόρντον πάνω στη βιασύνη του δεν την είχε αντιληφθεί. Σαν
να μην ένοιωθε παντού την παρουσία της, μόλο που δεν είχε στρέψει πάνω της τα
μάτια του.
«Πρέπει να πηγαίνω» είπε εκείνος. «Δεν μπορώ να
μείνω. Ζητώ συγγνώμη για το θάρρος μου -τους άξεστους τρόπους μου- ήμουν,
φοβάμαι, πολύ απότομος – όμως θα είμαι περισσότερο ευγενής την επόμενη φορά. Θα
μου επιτρέψετε να έχω την ευχαρίστηση να σας φέρω ξανά κάποια φρούτα, αν τυχόν
βρω κάποια που να είναι λαχταριστά. Καλό σας απόγευμα, κύριε Χέηλ. Αντίο σας,
κυρία μου.»
Έφυγε. Ούτε μια λέξη, ούτε ένα βλέμμα στην Μάργκαρετ.
Πίστεψε ότι δεν την είχε δει. Σιωπηλή, πήγε να φέρει ένα δίσκο και έβαλε μέσα
τα φρούτα, πιάνοντάς τα τρυφερά με τα ακροδάχτυλά της. Καλοσύνη του να τα φέρει
και μάλιστα μετά τα χθεσινά!
«Ω, μα είναι τόσο νόστιμα!» είπε η κυρία Χέηλ με
αδύναμη φωνή. «Πόσο ευγενικό εκ μέρους του που με σκέφτηκε! Μάργκαρετ, αγάπη
μου, δοκίμασε μόνο αυτά τα σταφύλια! Δεν ήταν καλοσύνη του;»
«Ναι!» είπε χαμηλόφωνα η Μάργκαρετ.
«Μάργκαρετ!» είπε η κυρία Χέηλ με παράπονο. «Αντιπαθείς
οτιδήποτε κάνει ο κύριος Θόρντον. Είσαι τρομερά προκατειλημμένη.»
..........................................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου