Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Κεφάλαιο 29ο "Ακτίνα Ηλίου"



Κεφάλαιο 29ο


«Ακτίνα Ηλίου»


Το επόμενο πρωί ήρθε ένα γράμμα της Ήντιθ για την Μάργκαρετ. Ήταν στοργικό και χωρίς ειρμό όπως ακριβώς και η επιστολογράφος. Όμως η στοργή συγκινούσε  την Μάργκαρετ που είχε και η ίδια στοργική φύση κι όσο για την έλλειψη ειρμού, είχε μεγαλώσει με την Ήντιθ και έτσι δεν την αντιλαμβανόταν. Το γράμμα είχε ως εξής:


«Ω, Μάργκαρετ, αξίζει να κάνεις το ταξίδι από την Αγγλία για να δεις το  μωρό μου! Είναι ένας θαυμάσιος  πιτσιρίκος, ειδικά όταν φοράει τα σκουφάκια του και πιο συγκεκριμένα αυτό που του έστειλες εσύ- καλή μου, κρινοδάκτυλη, χρυσοχέρα δεσποσύνη !
 Έχοντας κάνει όλες τις άλλες μητέρες εδώ να ζηλέψουν, θέλω να τον επιδείξω σε κάποιο καινούριο πρόσωπο και να ακούσω νέες εκφράσεις θαυμασμού – ίσως αυτός να είναι ο λόγος. Μπορεί και όχι. Μπά, μάλλον υπάρχει και λίγη εξαδελφική αγάπη μαζί μ’αυτό, όμως αλήθεια θέλω τόσο πολύ να έρθεις εδώ, Μάργκαρετ !  
 Είμαι σίγουρη ότι θα ήταν το καλύτερο για την υγεία της θείας Χέηλ.  Όλοι εδώ είναι νέοι και υγιείς, ο ουρανός πάντα γαλάζιος, ο ήλιος  πάντα φωτεινός   η μπάντα παίζει  υπέροχα και για να ξαναγυρίσω σ’αυτό που έλεγα στην αρχή, το μωρό μου πάντα γελάει !........................................................................................................................
Να το αγοράκι μου, Μάργκαρετ – αν δεν φτιάξεις τις βαλίτσες σου αμέσως μόλις λάβεις αυτή την επιστολή για να έρθεις να τον δεις, θα υποθέσω ότι κατάγεσαι από τον Βασιλιά Ηρώδη !»


Η Μάργκαρετ λαχταρούσε να ζήσει μια μέρα από τη ζωή της Ήντιθ! – την ανεμελιά της, το χαρούμενο σπιτικό της, τον ηλιόλουστο ουρανό της. Αν μια ευχή μπορούσε να τη μεταφέρει, θα είχε φύγει κατευθείαν ακόμα και για μια μόνο μέρα.  Λαχταρούσε με πάθος το σθένος που θα  μπορούσε να της προσφέρει  μια τέτοια αλλαγή –έστω και για λίγες ώρες να βρισκόταν σε αυτήν την  φωτεινή  ζωή και να αισθανθεί ξανά τόσο νέα. Ούτε είκοσι χρόνων, και έπρεπε να αντέξει τέτοιο βάρος που την έκανε να αισθάνεται πολύ μεγαλύτερη. Αυτή ήταν η πρώτη της αίσθηση  μόλις διάβασε το γράμμα της Ήντιθ. Το ξαναδιάβασε και αποξεχασμένη βρήκε διασκεδαστικό το πόσο  έμοιαζε το γράμμα με την ίδια την Ήντιθ, και γελούσε εύθυμα με τη σκέψη αυτή όταν μπήκε η κυρία Χέηλ στο καθιστικό στηριγμένη στο μπράτσο της Ντίξον. Η  Μάργκαρετ έτρεξε να φτιάξει τις μαξιλάρες. Η μητέρα της φαινόταν πιο αδύναμη απ’ ότι συνήθως.

«Με ποιο πράγμα γελάς, Μάργκαρετ ;»   ρώτησε καθώς πάσχιζε να συνέλθει από την προσπάθεια να βολευτεί στον καναπέ.

«Ένα γράμμα που έλαβα από την Ήντιθ, μητέρα. Να σου το διαβάσω;»

Το διάβασε δυνατά ˙ και για λίγο φάνηκε να κεντρίζει το ενδιαφέρον της μητέρας της η οποία άρχισε να αναρωτιέται ποιο όνομα είχε δώσει η Ήντιθ στο γυιό της, να προτείνει όλα τα πιθανά ονόματα καθώς και όλους τις εύλογες αιτίες για τις οποίες το κάθε ένα ξεχωριστά και όλα μαζί θα έπρεπε να δοθούν.  Πάνω ακριβώς σε αυτές τις πιθανολογίες, ήρθε ο κύριος Θόρντον φέρνοντας άλλη μια προσφορά σε φρούτα για την κυρία Χέηλ. Δεν μπορούσε – ή μάλλον δεν ήθελε- να αρνηθεί στον εαυτό του την ευχαρίστηση να δει την Μάργκαρετ. Δεν είχε κανένα άλλο σκοπό παρά αυτήν την ευχαρίστηση. Ήταν το ρωμαλέο  πείσμα ενός κατά τα άλλα λογικού και εγκρατή άνδρα.  Μπήκε στο δωμάτιο και με μια γρήγορη ματιά αντιλήφθηκε την παρουσία της Μάργκαρετ ˙ όμως ύστερα από την πρώτη  ψυχρή  και εκ του μακρόθεν υπόκλιση δεν άφησε ξανά το βλέμμα του να πέσει πάνω της. Έμεινε μόνο για να δείξει τα ροδάκινα που έφερε – να πει μερικά ευγενικά λόγια και να εκφράσει την συμπάθειά του – κι έπειτα το ψυχρό, προσβεβλημένο βλέμμα του  συνάντησε το βλέμμα της Μάργκαρετ σε έναν σοβαρό αποχαιρετισμό καθώς έφευγε από το δωμάτιο. Εκείνη κάθισε χλωμή και σιωπηλή.

«Ξέρεις, Μάργκαρετ, πραγματικά έχω αρχίσει να συμπαθώ τον κύριο Θόρντον.»

Καμμία απάντηση, αρχικά. Έπειτα η Μάργκαρετ πρόφερε ένα βεβιασμένο και ψυχρό:
« Α, ναι ;»
«Ναι! Νομίζω ότι οι τρόποι του έχουν αρχίσει να βελτιώνονται αισθητά.»
Η Μάργκαρετ μπορούσε να ελέγξει καλύτερα τη φωνή της τώρα.

«Είναι πολύ ευγενικός και περιποιητικός – δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία γι αυτό.»

«Αναρωτιέμαι γιατί δεν ήρθε καθόλου η κυρία Θόρντον να με δει. Πρέπει να ξέρει ότι είμαι άρρωστη αφού ζητήσαμε το υδατόστρωμα.»

«Τολμώ να πω ότι μαθαίνει από τον γυιό της τα νέα για την υγεία σου.»

Η Μάργκαρετ κατάλαβε τι σκεφτόταν η μητέρα της. Λαχταρούσε να εξασφαλίσει την καλοσύνη μιας άλλης γυναίκας  προς την θυγατέρα που σε λίγο έμελλε να μείνει ορφανή. Όμως της ήταν αδύνατο να μιλήσει.

«Μήπως» είπε η κυρία Χέηλ μετά από μια παύση, «μπορείς να πάς και να ζητήσεις από την κυρία Θόρντον να έρθει να με δει; Μια φορά μονάχα – δεν θέλω να τη βάλω σε κόπο.»

«Θα κάνω ό,τιδήποτε θέλησεις, μητέρα, αλλά αν – όταν- έρθει ο Φρέντερικ…..»
«Α, σωστά! Θα πρέπει να κρατήσουμε το σπίτι κλειστό – δεν πρέπει να δεχτούμε κανέναν. Σχεδόν δεν ξέρω αν  τολμώ να επιθυμήσω τον ερχομό του ή όχι.  Κάποιες φορές νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να μην έρθει. Βλέπω  τόσο τρομακτικά όνειρα γι αυτόν!»

«Ω, μητέρα! Θα προσέξουμε πολύ. Θα ασφαλίσω το μάνταλο στην πόρτα πριν καν διανοηθεί κανείς να τον βλάψει. Άφησέ το σε μένα, μητέρα, θα τον φροντίσω. Θα τον προσέχω όπως η λέαινα τα μικρά της.»

«Πότε θα λάβουμε νέα του;»
«Σίγουρα μετά από μια εβδομάδα –ίσως και περισσότερο.»

«Πρέπει να διώξουμε τη Μάρθα  εγκαίρως. Δεν θα ήταν σωστό να είναι εδώ  όταν φτάσει εκείνος και μετά να την διώξουμε βιαστικά.»

«Η Ντίξον σίγουρα θα έχει το νου της και θα μας το υπενθυμίσει. Σκεφτόμουν πως αν ίσως χρειαζόμασταν βοήθεια για το σπίτι θα μπορούσαμε ίσως  να φέρουμε την Μαίρη Χίγκινς. Έχει μεγάλες αναδουλειές τώρα  και  είναι πολύ καλό κορίτσι κι είμαι σίγουρη ότι θα βάλει τα δυνατά της. Θα κοιμάται στο σπίτι της και δεν χρειάζεται να ανεβαίνει πάνω για να βλέπει ποιος είναι στο σπίτι.»

«Όπως νομίζεις. Αν συμφωνεί και η Ντίξον. Όμως Μάργκαρετ, μην χρησιμοποιείς αυτούς τους ιδιωματισμούς του Μίλτον.  Το  «αναδουλειά»  είναι ιδιωματισμός. Τι θα πει η θεία Σω αν σε ακούσει να μιλάς έτσι όταν επιστρέψει;»

«Ω, μαμά, μην παριστάνεις την θεία Σω σαν τον μπαμπούλα» είπε η Μάργκαρετ γελώντας «Η Ήντιθ υιοθέτησε όλους τους στρατιωτικούς ιδιωματισμούς από τον Λοχαγό Λέννοξ και η θεία Σω ούτε που το πρόσεξε.»

«Μα εσύ χρησιμοποιείς βιομηχανικούς ιδιωματισμούς.»

«Αφού ζω σε μια βιομηχανική πόλη, θα πρέπει να χρησιμοποιώ την βιομηχανική γλώσσα αν το επιθυμώ. Ε, λοιπόν, μαμά θα εκπλαγείς αν μάθεις πόσες ακόμα  περισσότερες λέξεις ξέρω. Δεν νομίζω να γνωρίζεις τι σημαίνει 'καρφί'  .”

“Ασφαλώς, όχι, παιδί μου. Ξέρω όμως ότι ηχεί πολύ άσχημα και δεν θέλω να χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη.»

«Πολύ καλά, αγαπημένη μου μαμά, θα συμμορφωθώ. Αλλά θα πρέπει να χρησιμοποιήσω μια πολύ μεγαλύτερη πρόταση για να την πω περιφραστικά.»

«Δεν μου αρέσει αυτό το Μίλτον,» είπε η κυρία Χέηλ «η Ήντιθ έχει απόλυτο  δίκιο που λέει ότι είναι αυτή  η κάπνα που με αρρώστησε.»

Η Μάργκαρετ ξαφνιάστηκε ακούγοντας τη  μητέρα της να λέει κάτι τέτοιο. Ο πατέρας της είχε μόλις μπει στο δωμάτιο κι αυτό την ανησύχησε πολύ. Δεν ήθελε η αόριστη εντύπωση που εκείνος είχε ήδη στο μυαλό του ότι η ατμόσφαιρα του Μίλτον είχε επιδεινώσει την υγεία της μητέρας της να επιβεβαιωθεί. Δεν ήταν σίγουρη αν είχε ακούσει αυτό που είπε η κυρία Χέηλ ή όχι, ξεκίνησε λοιπόν να μιλάει βιαστικά για άλλα πράγματα, χωρίς να έχει αντιληφθεί ότι ο κύριος Θόρντον ακολουθούσε κατά πόδας τον πατέρα της.

«Η μαμά με κατηγορεί ότι αφότου ήρθαμε στο Μιλτον  υιοθέτησα αρκετές χοντράδες.»

Οι «χοντράδες» στις οποίες για τις οποίες μιλούσε  η Μάργκαρετ είχαν σχέση αποκλειστικά με την χρήση των ιδιωματισμών του τόπου και ο χαρακτηρισμός προέκυψε από την συζήτηση που μόλις είχε με τη μητέρα της. Όμως ο κύριος Θόρντον σκυθρώπιασε και η Μάργκαρετ κατάλαβε τον τρόπο με τον οποίο είχε παρεξηγήσει τα λόγια της, έτσι, επιθυμώντας από ευγένεια να μην τον προσβάλλει άλλο άθελά της, πίεσε τον εαυτό της να προχωρήσει  σε έναν σύντομο χαιρετισμό και να συνεχίσει αυτό που έλεγε απευθυνόμενη αποκλειστικά σε αυτόν.

«Λοιπόν, κύριε Θόρντον, αν και η λέξη 'καρφί'   δεν ηχεί και τόσο χαριτωμένα, είναι ωστόσο πολύ γλαφυρή, δεν βρίσκετε ; Πώς μπορώ να μην τη χρησιμοποιήσω αν θέλω να μιλήσω για αυτό στο οποίο αναφέρεται ; Αν είναι χοντράδα το να χρησιμοποιείς τοπικούς ιδιωματισμούς, τότε έκανα πολλές χοντράδες στο Φόστερ – θυμάσαι μητέρα ;»

Ήταν ασυνήθιστο για την Μάργκαρετ να επιβάλλει  έτσι φορτικά ένα θέμα συζήτησης στους άλλους, όμως τώρα ήθελε τόσο πολύ να μην αισθανθεί ενοχλημένος ο κύριος Θόρντον από τη συζήτηση που άκουσε τυχαία, ώστε μόνο αφού ολοκλήρωσε το λόγο της αισθάνθηκε να κοκκινίζει συνειδητοποιώντας αυτό που έκανε. Ειδικά  εφόσον ο κύριος Θόρντον δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται στο ελάχιστο  την ουσία των λόγων της ή έστω  να ακούει αυτό που είχε να πει, αντιθέτως, την προσπέρασε κρατώντας μια ψυχρή και επίσημη στάση για να μιλήσει με τον κυρία Χέηλ. Εκείνη, μόλις τον είδε θυμήθηκε ότι ήθελε να δει την μητέρα του και να της εμπιστευτεί την φροντίδα της Μάργκαρετ.  Η Μάργκαρετ που καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, σιωπούσε γεμάτη ντροπή και ταραχή εξαιτίας της αδυναμίας της να κρατήσει την ψύχραιμη, αδιάφορη στάση της όταν ο κύριος Θόρντον ήταν παρών, άκουσε την χαμηλόφωνη παράκληση της μητέρας της : να την επισκεφθεί η κυρία Θόρντον σύντομα –ει δυνατόν την επόμενη ημέρα. Ο κύριος Θόρντον της το υποσχέθηκε  - συνέχισε για λίγο ακόμα τη συζήτηση και έπειτα έφυγε ˙ η Μάργκαρετ αισθάνθηκε σαν να ξαναβρήκε τη φωνή και την κίνησή της που μέχρι τότε βάραιναν αόρατες αλυσίδες. Δεν  έστρεψε καθόλου  το βλέμμα του πάνω της ˙ κι όμως, την απέφευγε τόσο προσεκτικά και μελετημένα ώστε με κάποιον τρόπο, έμοιαζε να ξέρει ακριβώς σε ποιο σημείο αν κύτταζε, θα έπεφτε επάνω της η ματιά του. Κάθε φορά που εκείνη μιλούσε, εκείνος έμοιαζε να μην δίνει καμμιά σημασία εντούτοις η επόμενη φράση του ήταν σε σχέση με κάτι που εκείνη είχε πει ˙ κάποιες φορές ήταν η απάντηση σε κάποια δική της παρατήρηση όμως απευθυνόταν σε ένα άλλο άτομο σαν να μην την είχε εκφράσει εκείνη. Δεν  την αγνοούσε από έλλειψη καλών τρόπων αλλά υιοθετούσε σκόπιμα κακούς τρόπους γιατί ένοιωθε  βαθιά προσβεβλημένος. Το έκανε εσκεμμένα εκείνη τη στιγμή και το μετάνοιωνε αργότερα.

Ωστόσο κανένα σοφά μελετημένο σχέδιο και  καμμία  πονηρή δολοπλοκία δεν θα είχαν φέρει καλύτερα αποτελέσματα. Η Μάργκαρετ τον σκεφτόταν περισσότερο παρά ποτέ: όχι με την παραμικρή  υποψία αυτού που λέγεται έρωτας αλλά με λύπη επειδή τον είχε πληγώσει τόσο βαθιά και με κάποια ευγενική, τρυφερή απαντοχή πως κάποτε θα ξανάβρισκαν την παλιότερη σχέση τους –αυτή της ανταγωνιστικής φιλίας. Γιατί είχε συνειδητοποιήσει ότι τον θεωρούσε φίλο τόσο η ίδια όσο και η υπόλοιπη οικογένεια.  Στη συμπεριφορά της ως προς αυτόν  επικρατούσε αρκετή ταπεινοσύνη ως να ζητούσε σιωπηλά συγνώμη για τα υπερβολικά σκληρά λόγια της που τα είχαν προκαλέσει τα συμβάντα της ημέρας των ταραχών.

Ωστόσο, εκείνα τα λόγια τον είχαν πικράνει πολύ. Αντηχούσαν στ’ αυτιά του και ήταν περήφανος για το αίσθημα δικαίου που τον ωθούσε να προσφέρει το καλύτερο που μπορούσε στους γονείς της. Καμάρωνε για την δύναμη που έδειχνε υποβάλλοντας  τον εαυτό του στην δοκιμασία  να την αντικρίζει  κάθε φορά που σκεφτόταν κάποια πράξη που θα έδινε χαρά στον πατέρα ή τη μητέρα της . Νόμιζε ότι ήταν δυσάρεστο να βλέπει εκείνη που τον είχε ταπεινώσει τόσο πολύ, αλλά έκανε λάθος. Ένοιωθε μια οδυνηρή ευχαρίστηση να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο μαζί της, να νοιώθει την παρουσία της. Όμως δεν μπορούσε να αναλύσει ιδιαίτερα τα ίδια του τα κίνητρα, κι όπως είπα, έκανε λάθος.

Σημείωση Της Μεταφράστριας (τρομάρα της!)
Με τη λέξη 'καρφί' που χρησιμοποιεί η Μάργκαρετ ως ενδεικτική της αργκό του Μίλτον, αποδίδω το Αγγλικό knobstick που σημαίνει τον απεργοσπάστη ή αυτόν που εγκαταλείπει  ή δεν θέλει να συμμετέχει σε ένα εργατικό συνδικάτο.  Δεν μπόρεσα να βρω κάποια αντίστοιχα  'αργκό' για το "απεργοσπάστης". Τα  κάπως παραπλήσια  νοηματικά 'χαφιες' και 'ρουφιάνος' απλά δεν μου 'κόλλαγαν'. Αν υπάρχει κάποια πρόταση επ'αυτού καλοί μου αναγνώστες,  είναι ευπρόσδεκτη !

2 σχόλια: