Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Κεφάλαιο 30 : "Επιστρέφοντας επιτέλους στο σπίτι "




Βορράς κ Νότος 

Κεφάλαιο 30ο

«Επιστρέφοντας επιτέλους στο σπίτι.»



Η κυρία Θόρντον επισκέφτηκε την κυρία Χέηλ το επόμενο πρωί. Είχε χειροτερεύσει. Μια από εκείνες τις αιφνίδιες μεταπτώσεις, εκείνα τα μεγάλα, ολοφάνερα βήματα της πορείας προς το θάνατο, είχε λάβει χώρα την προηγούμενη νύχτα. Ακόμα και η ίδια της η οικογένεια είχε αιφνιδιαστεί από τη γκρίζα, αποστεωμένη της όψη αυτές τις τελευταίες δώδεκα ώρες που βασανιζόταν. Η κυρία Θόρντον – η οποία είχε εβδομάδες να την δει- αμέσως μαλάκωσε.
..........................................................................................................................................................
 Ενώ η κυρία Θόρντον μπήκε στο δωμάτιο δυναμική  και σφύζουσα από ζωή, η κυρία Χέηλ ήταν ξαπλωμένη, ακίνητη, ωστόσο η όψη  της έδειξε πως αναγνώρισε την επισκέπτρια. Πέρασαν ένα δύο λεπτά μέχρι ν’ ανοίξει τα μάτια της. Τα  βλέφαρά της ήταν γεμάτα δάκρυα, έπειτα σήκωσε το βλέμμα και το αδύναμο χέρι της αναζήτησε πάνω από τα σκεπάσματα τα δυνατά, σταθερά δάχτυλα της κυρίας Θόρντον. Έπειτα είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν – η κυρία Θόρντον αναγκάστηκε αφήνοντας την αλύγιστη στάση της να σκύψει μπροστά και να αφουγκραστεί:

«Την Μάργκαρετ ….έχετε κι εσείς  μια κόρη….. η αδελφή μου είναι στην Ιταλία. Το παιδί μου θα μείνει χωρίς μητέρα ….μόνη σε ξένο τόπο…..αν πεθάνω…..μπορείτε εσείς….»

........................................................................................................

«Θέλετε να σταθώ ως φίλη στην δεσποινίδα Χέηλ», είπε η κυρία Θόρντον με μετρημένη φωνή που δεν είχε μαλακώσει όπως η καρδιά της αλλά ηχούσε ευκρινής και ξεκάθαρη.

Η κυρία Χέηλ έχοντας ακόμα προσηλωμένα τα μάτια της στο πρόσωπο της κυρίας Θόρντον, πίεσε το χέρι που βρισκόταν πάνω στα κλινοσκεπάσματα κάτω από το δικό της.  Δεν ήταν σε θέση να μιλήσει. Η κυρία Θόρντον αναστέναξε. « Θα σταθώ αληθινή φίλη, αν το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Όχι με τρυφερότητα, δεν μπορώ…( «να είμαι τρυφερή μαζί της» ήταν έτοιμη να πει, αλλά βλέποντας εκείνο το ταλαιπωρημένο, ανήσυχο πρόσωπο, μαλάκωσε) … «δεν είναι στη φύση μου να δείχνω τρυφερότητα, ακόμα κι όταν τη νοιώθω, ούτε να σπεύδω πρόθυμα να δίνω συμβουλές εν γένει. Όμως, αφού μου το ζητάτε, εφόσον αυτό είναι παρήγορο για εσάς, σας το υπόσχομαι.» Για λίγο δεν μίλησε κανείς. Η κυρία Θόρντον ήταν πολύ ευσυνείδητη ώστε να υποσχεθεί κάτι που δεν είχε πρόθεση να πράξει ˙ και το να πράξει ο,τιδήποτε ευγενές χάριν της Μάργκαρετ την οποία εκείνη τη στιγμή αντιπαθούσε  όσο κανέναν άλλον, ήταν δύσκολο – σχεδόν ακατόρθωτο.

«Το υπόσχομαι» είπε με αυστηρή σοβαρότητα. Αυτό φάνηκε να εγκαρδιώνει την  ετοιμοθάνατη και να της δίνει πίστη σε κάτι σταθερότερο από την ίδια τη ζωή – την ζωή που τρεμόσβηνε και παράπαιε.  «Υπόσχομαι, πως σε οποιαδήποτε δυσκολία βρεθεί η μις Χέηλ…»

«Πείτε την Μάργκαρετ!» είπε  η κυρία Χέηλ ασθμαίνοντας.

«….και στην οποία θα έρθει σε εμένα για βοήθεια, θα την βοηθήσω με όλες μου τις δυνάμεις σαν να ήταν κόρη μου. Υπόσχομαι επίσης, ότι αν ποτέ την δω να υποπίπτει σε σφάλμα, κατά τη δική μου κρίση …»

.........................................................................................................................................................

Ο κύριος Χέηλ διατηρούσε τις ελπίδες του, δεν απελπιζόταν ανάμεσα στις κρίσεις που προκαλούσε η ασθένεια της γυναίκας του ˙ αναθάρρευε σε κάθε ανάπαυλα από τον πόνο, πιστεύοντας ότι ήταν η αρχή για την οριστική ανάρρωση.  Έτσι όταν ερχόταν νέος παροξυσμός, πιο σοβαρός από τον προηγούμενο,  τον έπιανε ξανά η αγωνία και η απογοήτευση ήταν μεγαλύτερη.  Αυτό το απόγευμα βρισκόταν στο σαλόνι, ανίκανος να βρει παρηγοριά στη μοναξιά του γραφείου του ή σε οποιαδήποτε απασχόληση.  Έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του που ήταν διπλωμένα πάνω στο τραπέζι.  Η Μάργκαρετ ένοιωσε την καρδιά της να πονά βλέποντάς τον, όμως καθώς εκείνος δεν μιλούσε, προτίμησε να μην αποπειραθεί να του προσφέρει παρηγοριά. Η Μάρθα είχε φύγει. Η Ντίξον ήταν δίπλα στην κυρία Χέηλ που κοιμόταν. Το σπίτι ήταν ήσυχο και σιωπηλό και καθώς έπεφτε το σκοτάδι κανείς δεν είχε φροντίσει να ανάψει τα κεριά. Η Μάργκαρετ καθόταν δίπλα στο παράθυρο κυττάζοντας έξω τα φώτα του δρόμου όμως στην πραγματικότητα δεν έβλεπε τίποτα – άκουγε μόνο τον πατέρα της να αναστενάζει βαριά. Δεν ήθελε να πάει κάτω για να φέρει τα κεριά, λες και  αν έλειπε η ήσυχη παρουσία της από το δωμάτιο θα άφηνε χώρο να ξεδιπλωθούν πιο βίαια συναισθήματα και αυτή δεν θα ήταν εκεί για να τον παρηγορήσει. Εντούτοις, τη στιγμή ακριβώς που σκεφτόταν ότι έπρεπε να πάει να κυττάξει τη φωτιά της κουζίνας μια και δεν υπήρχε κανένας άλλος να την φροντίσει εξόν από την ίδια, άκουσε τον απόμακρο ήχο του κουδουνιού της εξώπορτας. Κάποιος το είχε τραβήξει με τόση δύναμη που τα καλώδια αντήχησαν σε όλο το σπίτι μ’ όλο που το ίδιο το κουδούνισμα δεν ήταν δυνατό. Ξαφνιασμένη, σηκώθηκε, προσπέρασε τον πατέρα της που δεν κινήθηκε στο άκουσμα του πνιχτού, σβησμένου ήχου – στράφηκε πάλι πίσω και τον φίλησε τρυφερά. Και πάλι εκείνος δεν κινήθηκε, ούτε που πρόσεξε την τρυφερή της χειρονομία. Έπειτα γλίστρησε κάτω ήσυχα μέσα στο σκοτάδι και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Η Ντίξον θα είχε φροντίσει να βάλει την αλυσίδα από μέσα πριν ανοίξει, όμως η Μάργκαρετ έχοντας αλλού το μυαλό της δεν έβαλε με το νου της κακό. Η ψηλή φιγούρα ενός άνδρα διαγραφόταν με φόντο το φωτισμένο δρόμο. Κυττούσε αλλού αλλά στο άκουσμα του σύρτη στράφηκε αμέσως .
«Εδώ είναι το σπίτι του κυρίου Χέηλ ;» ρώτησε με καθαρή, βαθιά φωνή.
Η Μάργκαρετ έτρεμε ολόκληρη. Στην αρχή δεν αποκρίθηκε. Την επόμενη στιγμή είπε αναστενάζοντας: « Φρέντερικ!» και άπλωσε τα χέρια της για να πιάσει τα δικά του και να τον τραβήξει μέσα.

«Ω, Μαργκαρετ!» είπε  κρατώντας την από τους ώμους και κυττάζοντας την, αφού φιλήθηκαν , σαν να μπορούσε ακόμα και στο σκοτάδι να δει το πρόσωπό της και να διαβάσει στην έκφρασή της γρηγορότερα απ’όσο μπορούσαν να δώσουν οι λέξεις, μια απάντηση.
«Η μητέρα μου, είναι ζωντανή;»

«Ναι, είναι ζωντανή αδελφούλη μου! Είναι πολύ άρρωστη αλλά ζεί – είναι ζωντανή!»

«Δόξα τω Θεώ!»

«Ο πατέρας είναι εξουθενωμένος από τη θλίψη.»

«Με περιμένατε, έτσι δεν είναι;»

«Όχι, δεν λάβαμε γράμμα.»
«Τότε μάλλον έφτασα πριν από αυτό. Όμως η μητέρα γνωρίζει ότι θα έρθω.»

«Ω, όλοι μας το ξέραμε. Όμως, περίμενε λίγο.  Μπες εδώ. Δωσ’  μου το χέρι σου. Τι είναι αυτό ; 
Α, ο σάκκος σου.  Η Ντίξον έχει κλείσει τα στόρια, αλλά εδώ είναι το γραφείο του πατέρα και θα μπορέσεις να ξεκουραστείς για λίγο μέχρι να πάω να του μιλήσω.»

Έψαξε στα τυφλά να βρει ένα κερί και σπαρματσέτα. Ξαφνικά ένοιωσε συστολή καθώς η μικρή αδύναμη φλόγα που τρεμόπαιξε ανάμεσά τους φανέρωσε τα πρόσωπά τους. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ότι το πρόσωπο του αδελφού της είχε μια ασυνήθιστα σκούρα όψη  και λοξοκοιτάζοντας είδε ένα ζευγάρι γαλάζια αμυγδαλωτά μάτια να την παρατηρούν επίσης με μια σπίθα αμοιβαίας κατανόησης. Όμως μολονότι τα δύο αδέλφια αντάλλαξαν βλέμματα αμοιβαίας συμπάθειας δεν είπαν λέξη – μονάχα που η Μάργκαρετ βεβαιώθηκε πως θα έκανε καλή παρέα με τον αδελφό της και θα της άρεσε τόσο πολύ όσο τον αγαπούσε ήδη ως στενό συγγενή.  Ένοιωσε την καρδιά της πιο ανάλαφρη καθώς ανέβαινε επάνω- η θλίψη δεν είχε εκλείψει, ένοιωθε όμως να την βαραίνει λιγότερο τώρα που είχε κάποιον να τη μοιραστεί, κάποιον που βρισκόταν στην ίδια ακριβώς θέση με εκείνη.

Ακόμα και η καταρρακωμένη διάθεση του πατέρα της δεν είχε τη δύναμη να την αποθαρρύνει τώρα. Τον βρήκε ξαπλωμένο στο τραπέζι, ανήμπορο όσο ποτέ – αλλά τώρα είχε τον τρόπο  για να τον εμψυχώσει. Τον  χρησιμοποίησε – κάπως απότομα ίσως – έτσι  ανακουφισμένη καθώς αισθανόταν και η ίδια.

«Πατέρα,» είπε τυλίγοντας τα χέρια της στοργικά γύρω από το λαιμό του και πιάνοντας το κατάκοπο  κεφάλι του το ακούμπησε στον ώμο της έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει τα μάτια του και να τον αφήνει να παίρνει δύναμη και κουράγιο από τα δικά της.

«Πατέρα! Μάντεψε ποιος ήρθε!»

Την κύτταξε και είδε στα βάθη  της θλίψης που σκοτείνιαζε τα μάτια του να λάμπει η αναγνώριση και κατόπιν να την απορρίπτει ως φαντασιοπληξία.
Ρίχτηκε εμπρός και έκρυψε πάλι το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια του όπως και πρώτα.

Τον άκουσε να ψιθυρίζει και έσκυψε πάνω του τρυφερά για να αφουγκραστεί:
« Δεν ξέρω. Μην μου πεις ότι είναι ο Φρέντερικ – όχι ο Φρέντερικ. Δεν το αντέχω – είμαι εξουθενωμένος . Και η μητέρα του πεθαίνει!»

Άρχισε να φωνάζει και να κλαψουρίζει σαν παιδί. Ήταν τόσο διαφορετική η αντίδρασή του από αυτό που ήλπιζε και προσδοκούσε η Μάργκαρετ, που ένοιωσε να σφίγγεται το στομάχι της από την απογοήτευση και για λίγο έμεινε σιωπηλή.  Έπειτα μίλησε ξανά – αλλιώτικα αυτή τη φορά – όχι με τόσο ενθουσιασμό, αλλά πολύ πιο τρυφερά και προσεκτικά.

«Πατέρα, είναι ο Φρέντερικ! Σκέψου πόσο θα χαρεί η μητέρα! Και, πόσο χαρούμενοι θα πρέπει να είμαστε για χάρη της! Και για χάρη του επίσης –το καημένο το παιδί!»

...........................................................................................................................................................

Πριν έρθει το πρωί, όλα είχαν τελειώσει.

Τότε, η Μάργκαρετ άφησε πίσω της την τρεμούλα και την απελπισία και έγινε ο ισχυρός άγγελος της παρηγοριάς για τον πατέρα και τον αδελφό της.  Γιατί ο Φρέντερικ είχε πλέον καταρρεύσει και καμμιά από τις θεωρίες του  δεν τον ωφελούσε σε τίποτα. Έκλαιγε τόσο γοερά όταν κλείστηκε μόνος  στη μικρή  του  κάμαρα το βράδυ, που η Μάργκαρετ με την Ντίξον κατέβηκαν  περίτρομες να του πουν να ησυχάσει γιατί τα χωρίσματα του σπιτιού ήταν λεπτά . Οι γείτονες που έμεναν δίπλα θα μπορούσαν εύκολα να ακούσουν τις δυνατές κραυγές της νεανικής του  ταραχής  που διέφεραν τόσο πολύ από   την ηπιότερη, τρέμουσα αγωνία για το επέκεινα όταν πια έχουμε συνηθίσει τη θλίψη και δεν τολμάμε να επαναστατήσουμε ενάντια στην αναπόδραστη μοίρα, γνωρίζοντας  ποιος είναι Εκείνος  που την καθορίζει.

Η Μάργκαρετ κάθισε με τον πατέρα της στο δωμάτιο μαζί με την νεκρή. Αν τον άκουγε να κλαίει θα ήταν ευγνώμων.  Όμως εκείνος καθόταν δίπλα στο κρεβάτι εντελώς σιωπηλός. Μόνο κάπου-κάπου ξεσκέπαζε το πρόσωπο της νεκρής και το χάιδευε τρυφερά, βγάζοντας έναν απαλό άναρθρο ήχο ίδιον με αυτόν ενός ζώου που χαϊδεύει τα μικρά του. Δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της Μάργκαρετ. Μια ή δυο φορές εκείνη πήγε να τον φιλήσει – δέχτηκε το φιλί παθητικά, απωθώντας την όμως αμέσως μετά σαν η στοργή της να τον αποσπούσε από το να είναι αφοσιωμένος στην νεκρή. Ξαφνιάστηκε όταν άκουσε τις κραυγές του Φρέντερικ, και κούνησε το κεφάλι του: «Καημένο παιδί ! Καημένο παιδί!» είπε και μετά αδιαφόρησε. Η Μάργκαρετ ένιωθε την καρδιά της να συντρίβεται.  Δεν μπορούσε να σκεφτεί το δικό της πένθος αλλά τον πατέρα της. Η νύχτα ξεμάκραινε και η ημέρα  είχε φτάσει ήδη όταν, ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση,  η φωνή της Μάργκαρετ αντήχησε τόσο καθάρια ώστε ξαφνιάστηκε και η ίδια,  σπάζοντας την ακινησία του δωματίου «Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε.» έλεγε η Βίβλος. Και συνέχισε σταθερά να διαβάζει ολόκληρο το κεφάλαιο της άρρητης  παραμυθίας.

1 σχόλιο: