Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

Κεφάλαιο 31ο "Ξεχνιούνται οι παλιοί γνωστοί ;"

Η ζωή συνεχίζεται στο Μίλτον. Η Μάργκαρετ συνεχίζει να στηρίζει την οικογένεια και να παίρνει αποφάσεις που κανονικά θα έπρεπε να τις αναλάβει ο κύριος Χέηλ. 
Στην εικονογράφηση το πορτραίτο που έχω χρησιμοποιήσει για να εικονογραφήσω τον Λέοναρντς ανήκει στον Robert Cornelious και στην ουσία είναι η πρώτη δαγκεροτυπία που απεικονίζει πρόσωπο, χρονολογημένη από το 1839. Περίπου 15 χρόνια πριν από την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μας. Επίσης, με αφορμή τον τίτλο του 31ου κεφαλαίου, αξίζει να αναζητήσετε πληροφορίες για τον Σκωτσεζο Βάρδο , τον Robert Burns.



"Ξεχνιούνται οι παλιοί γνωστοί ;" *
                             Στίχος του  Σκωτσέζου ποιητή  Robert Burns από το "Auld Lang Syne"

Έφτασε το τσουχτερό πρωινό του Οκτωβρίου. Όχι σαν τον Οκτώβριο της εξοχής του Νότου, με την απαλή, ασημένια πάχνη που  έσβηνε μόλις πρόβαλλαν  οι ηλιαχτίδες φανερώνοντας όλη την μεγαλειώδη ομορφιά των χρωμάτων, αλλά ο Οκτώβριος του Βορρά, στο Μίλτον, όπου η ασημένια πάχνη ήταν πυκνή ομίχλη κι ο ήλιος όταν κατάφερνε να ξεπροβάλλει και να λάμψει έδειχνε μόνο ατέλειωτους σκοτεινούς δρόμους. Η Μάργκαρετ περιφερόταν νωθρά, βοηθώντας την Ντίξον στο να τακτοποιήσει το σπίτι. Τα δάκρυα την τύφλωναν συνεχώς όμως δεν είχε χρόνο για να ξεσπάσει κλαίγοντας όπως θα ήθελε. Ο πατέρας της όπως και ο αδελφός της βασίζονταν πάνω της∙ ενώ εκείνοι είχαν παραδοθεί στον πόνο τους, αυτή έπρεπε να δουλέψει, να σκεφτεί, να υπολογίσει. Ακόμα και  αυτά τα αναγκαία  περί της κηδείας θα έπρεπε να τα διευθετήσει η ίδια.
Μόλις η φωτιά θέριεψε λάμποντας και τριζοβολώντας – όταν όλα ήταν έτοιμα για το πρόγευμα και το τσαγερό στην άκρη σφύριζε το σκοπό του, η Μάργκαρετ έριξε μια ματιά τριγύρω στο δωμάτιο πριν πάει να φωνάξει τον κύριο Χέηλ και τον Φρέντερικ. Ήθελε να είναι όλα όσο το δυνατόν πιο πρόσχαρα, κι όμως μόλις πέτυχε το σκοπό της, η αντίθεση ανάμεσα στην χαρούμενη όψη του δωματίου και στις σκοτεινές της σκέψεις την έκανε να βάλει ξαφνικά τα κλάματα. Είχε γονατίσει δίπλα στον καναπέ, κρύβοντας το πρόσωπό της ανάμεσα στα μαξιλάρια για να μην την ακούσει κανείς, όταν ένοιωσε στον ώμο της το άγγιγμα της Ντίξον.
«Ελάτε, μις Χέηλ, ησυχάστε, καλή μου! Δεν πρέπει να το βάλετε κάτω, ειδαλλιώς τι θ’απογίνουμε ;  Δεν υπάρχει κανένας  άλλος στο σπίτι που να μπορεί να βάλει σε τάξη τα πράγματα και έχουν να γίνουν τόσα πολλά ακόμη. Πρέπει να κανονίσουμε για την κηδεία – ποιοι θα έρθουν, πού θα γίνει και όλα αυτά. Ο κύριος Φρέντερικ έχει τρελαθεί στο κλάμα κι ο αφέντης  που ποτέ δεν τα κατάφερνε σ’αυτά, τώρα μοιάζει να τα’χει χαμένα εντελώς ο δόλιος ! Είναι πολύ σκληρό, καλή μου, το ξέρω, αλλά όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα. Σταθήκατε τυχερή που δεν χάσατε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο ως τα τώρα.»
Ίσως να ήταν έτσι. Όμως αυτή ήταν από μόνη της μια τεράστια απώλεια – δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα άλλο στον κόσμο. Η Μάργκαρετ δεν ένιωσε να την παρηγορούν τα λόγια της Ντίξον, αλλά η ασυνήθιστη τρυφερότητα στον τρόπο της  αυστηρής ηλικιωμένης υπηρέτριας άγγιξε την καρδιά της και για το λόγο αυτό περισσότερο, παρά για οτιδήποτε άλλο, σηκώθηκε και απαντώντας με ένα χαμόγελο  στο ανήσυχο βλέμμα της Ντίξον, πήγε να πει στον πατέρα και τον αδελφό της ότι το πρόγευμα ήταν έτοιμο.
Ο κύριος Χέηλ ήρθε σαν να περπατούσε μέσα σ’ ένα όνειρο- ή μάλλον με τις ασυναίσθητες κινήσεις κάποιου που υπνοβατεί και που τα μάτια και το μυαλό του βλέπουν άλλα πράγματα από αυτά που τον περιβάλλουν.  Ο Φρέντερικ μπήκε μέσα με ζωηρό βήμα και βεβιασμένη φαιδρότητα, της έπιασε το χέρι, την κύτταξε στα μάτια και ξέσπασε σε λυγμούς.  Η Μάργκαρετ έπρεπε να προσπαθεί να βρίσκει διάφορα ανούσια πράγματα προς συζήτηση σε όλη τη διάρκεια  του προγεύματος για να αποστρέφει την σκέψη της συντροφιάς μακριά από την ανάμνηση του τελευταίου γεύματος που είχαν μοιραστεί, όταν συνεχώς είχαν στραμμένη την προσοχή τους για κάποια κίνηση ή ήχο από το δωμάτιο της άρρωστης.
Αφού τελείωσαν, αποφάσισε να μιλήσει στον πατέρα της για  την κηδεία.  Εκείνος, κουνώντας το κεφάλι, συναινούσε σε ό,τι  του πρότεινε, αν  και πολλές από τις προτάσεις της ήταν εντελώς  αντιφατικές.  Η Μάργκαρετ δεν αποκόμισε κάτι βέβαιο από αυτόν και φεύγοντας από το δωμάτιο για να βρει και να συμβουλευτεί την Ντίξον, άκουσε τον πατέρα της να την καλεί πίσω.
«Ρώτα τον κύριο Μπέλλ» της είπε με φωνή υπόκωφη.
«Τον κύριο Μπέλλ!» έκανε εκείνη κάπως έκπληκτη. «Τον κύριο Μπέλλ που ζει στην Οξφόρδη;»
«Τον κύριο Μπελλ» επανέλαβε εκείνος. «Ναι. Ήταν κουμπάρος στο γάμο μου.»
Η Μάργκαρετ κατάλαβε τον σύνδεσμό τους.
«Θα του γράψω αμέσως.» απάντησε. Εκείνος, βυθίστηκε ξανά στην απραξία. Όλο το πρωί η Μάργκαρετ συνέχισε να κοπιάζει, λαχταρώντας να ξεκουραστεί, εντούτοις συνέχισε να καταπιάνεται με τα πάντα, βυθισμένη στη μελαγχολία.
Κοντά στο βράδυ, η Ντίξον της είπε: «Τα κατάφερα, δεσποινίς. Στ’αλήθεια φοβόμουνα για τον κύριο ότι θα του’ρχότανε κόλπος απ’τη στεναχώρια του. Όλη τη μέρα σήμερα την πέρασε με την κυρά. Κι όταν πήγα κι αφουγκράστηκα στην πόρτα, τον άκουγα να της μιλά και να της λέει σαν να’τανε ζωντανή. Σαν μπήκα μέσα, έμενε αμίλητος κι ακούνητος σαν παραζαλισμένος. Έτσι έκατσα κι είπα με το νου μου πως πρέπει κάτι να κάνω να τον ξυπνήσω κι αν  τύχει και ταραχτεί στην αρχή, ίσως να βγει και σε καλό μετά.  Έτσι, πήγα και του’ πα πως νομίζω ότι ο κύριος Φρέντερικ δεν είναι ασφαλής εδώ.  Και πραγματικά έτσι νομίζω. Μόλις την Τρίτη που βγήκα έξω, συνάντησα έναν τύπο από το Σάουθσάμπτον – τον πρώτο που είδα αφότου ήρθα εδώ στο Μίλτον – δεν τυχαίνει να’ρχονται συχνά εδώ, νομίζω.  Που λέτε, ήταν εκείνο το παιδί, ο Λέοναρντς ,ο γυιός του γερο-Λέοναρντς που πουλαγε υφάσματα, ο μεγαλύτερος αλήτης στον κόσμο – κόντεψε να τον πεθάνει το δόλιο τον πατέρα του και ύστερα το ’σκασε και  πήγε στα καράβια. Ποτέ μου δεν τον χώνεψα. Ήταν στο Orion τον ίδιο καιρό με τον κύριο Φρέντερικ, αλλά δε θυμάμαι αν ήταν  εκεί και στην ανταρσία.
«Σε αναγνώρισε;» ρώτησε η Μάργκαρετ ανυπόμονα.
«Μα, αυτό είναι το χειρότερο. Δεν νομίζω ότι θα με καταλάβαινε αν δεν πήγαινα η χαζή να του μιλήσω πρώτη. Ήταν ένας γνωστός από το Σάουθάμπτον σε ένα ξένο μέρος αλλιώς δε θα γύρευα να πιάσω φιλίες με δαύτον – ένας άχρηστος, ένα ρεμάλι ! Μου λέει : «Μις Ντίξον! Ποιος να μου το ’λεγε πως θα σ’ έβλεπα εδώ ; Μήπως όμως λαθεύω και δεν είσαι πια ‘δεσποινίς Ντίξον’ ;» Γύρισα και του ‘πα πως εξακολουθούσα να κρατώ το πατρικό μου όνομα αν και θα είχα καλές ευκαιρίες για γάμο αν δεν ήμουν τόσο επιλεκτική. ‘Εκαμε τον  ευγενικό: « Δεν αμφέβαλε καθόλου πως έτσι ήταν». Δεν θα μ’έπιανε όμως κορόϊδο  ένας του λόγου του και του απάντησα στα ίσα – και για να μη φανεί πως με πείραξε, ρώτησα μέχρι  και για τον πατέρα του (που το’ξερα πως τον είχε πετάξει έξω από το σπίτι) σαν να είχαν τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν, για να με συγχύσει, γιατί βλέπεις μόλο που που είμασταν όλο ευγένεια, είχαμε αρχίσει να τρωγόμαστε, άρχισε να ρωτά για τον κύριο Φρέντερικ, και είπε σε τι φασαρίες είχε μπλέξει ( λες και οι φασαρίες του κυρίου Φρέντερικ θα μπορούσαν ποτέ να ξεπλύνουν τις ντροπές του  Τζωρτζ Λέοναρντ ή θα τον έκαμαν να φαίνεται καλύτερος απ’ότι είναι – ένα άχρηστο παλιοτόμαρο.) Κι έλεγε πως θα τον κρεμάσουν για ανταρσία αν τυχόν και τον πιάσουνε, και πως τον έχουνε επικηρυγμένο για 100 λίρες και πόσο έχει ατιμάσει  την οικογένειά του – κι όλα αυτά για να με συγχύσει, καλή μου, γιατί ήξερε πως κι από παλαιότερα ευχαρίστως θα βόηθαγα τον γερο-Λέοναρντ να τον βάλει σε μια τάξη, εκεί στο Σάουθσάμπτον. ‘Ετσι του ‘πα πως είναι κι άλλες οικογένειες που έχουν πιότερες αιτίες να  ντρέπονται για τα βλαστάρια τους και πως θα το χαίρονταν αν μάθαιναν πως τα παιδιά τους βγάζουνε τίμια το ψωμί τους στα ξένα, μακριά απ’ το σπίτι τους. Κι έπειτα ο αναιδέστατος μου είπε πως μπορώ να του έχω εμπιστοσύνη και αν τυχόν γνωρίζω κάποιο νεαρό που για κακή του τύχη παραστράτησε, και θα’θελε να βρεθεί στον ίσιο δρόμο, ο ίδιος ευχαρίστως να του προσφέρει ο ίδιος καθοδήγηση. Ακούς εκεί! Αυτός θα κόλαζε και άγιο ! Είχα χρόνια να αισθανθώ τόσο άσχημα όσο προχθές που καθόμουνα και του μίλαγα. Μου ’ρχότανε να βάλω τις φωνές που δεν μπορούσα να τον προσβάλλω περισσότερο, έτσι που στεκότανε και μου γελούσε κατάμουτρα λες και έπαιρνε όλες μου τις προσβολές για κοπλιμέντα και δεν τον ένοιαζε σταλιά ό, τι και να του’λεγα ενώ εγώ γινόμουν έξω φρενών με τα λόγια του.»
«Όμως δεν του είπες τίποτα για εμάς…για τον Φρέντερικ;»
«Και βέβαια, όχι !» είπε η Ντίξον. «Δεν μπήκε στον κόπο να με ρωτήσει πού έμενα και να ρώταγε εγώ δε θα του το’λεγα. Ούτε και τον ρώτησα με τι καταπιανόταν.  Περίμενε ένα λεωφορείο  το οποίο ήρθε εκείνη ακριβώς την ώρα και ‘κείνος ανέβηκε πάνω. Όμως για να με συγχύσει ως το τέλος, γύρισε την τελευταία στιγμή πριν ανέβει και μου ‘πε: « Αν με βοηθήσεις να τσακώσουμε τον υποπλοίαρχο Χέηλ, μις Ντίξον, θα μοιραστούμε το παραδάκι. Ξέρω πως θες να γίνουμε συνεταιράκια, έτσι ; Έλα πες το, μην ντρέπεσαι.»
Κι ύστερα ανέβηκε στο λεωφορείο και τον είδα να με λοξοκυττάει με το άσχημο μούτρο του,  κρυφογελώντας που κατάφερε να’χει εκείνος την τελευταία λέξη.»
Η Μάργκαρετ αναστατώθηκε με τα λόγια της Ντίξον.
«Το είπες στον Φρέντερικ;» τη ρώτησε.
«Όχι,» απάντησε η Ντίξον « Ανησυχούσα με τη  σκέψη ότι αυτός ο παλιάνθρωπος ο Λέοναρντς βρισκόταν στην πόλη, αλλά είχα τόσα πράγματα να σκεφτώ εκείνες τις μέρες που δεν κάθησα να το συλλογιστώ και πολύ. Όμως βλέποντας τον κύριο να στέκεται  έτσι ακίνητος κι αμίλητος και με την όψη του θλιμμένη και μες στα δάκρυα, σκέφτηκα ότι ίσως και να τον ταρακουνούσε λιγάκι αν είχε να σκεφτεί την ασφάλεια του κυρίου Φρέντερικ. Έτσι, κάθισα και του τα είπα όλα, μ’όλο που κοκκίνιζα όταν είπα πως ένας νεαρός μιλούσε μαζί μου στο δρόμο. Και του’κανε καλό του κυρίου. Αν πρέπει να εξακολουθήσει να κρύβεται ο κύριος Φρέντερικ, τότε θα πρέπει να φύγει, το δόλιο το παιδί, πριν έρθει ο κύριος Μπέλλ.»
«Ω, δεν φοβάμαι για τον κύριο Μπέλλ, αλλά γι αυτόν τον Λέοναρντς. Πρέπει να το πω στον Φρέντερικ. Πως  είναι ο Λέοναρντς;»
« Ένας κακιασμένος άνθρωπος, σας το λέω, δεσποινίς. Με κάτι τεράστιες κατακόκκινες φαβορίτες – αίσχος! Και μ’όλο που μού ‘πε ότι έχει καλή θέση, φόραγε κάτι ντρίλινα ρούχα σαν εργάτης.»΄
Ήταν φανερό ότι ο Φρέντερικ έπρεπε να φύγει.  Και μάλιστα όταν είχε βρει ξανά την θέση του μέσα στην θαλπωρή της οικογένειας και επρόκειτο να φανεί  σίγουρο στήριγμα στην αδελφή και τον πατέρα του. Ειδικά όταν η φροντίδα για την μητέρα του όσο ήταν ζωντανή και η θλίψη του τώρα που ήταν νεκρή τον έδενα ακόμα περισότερο με τους οικογενειακούς δεσμούς και καθιστούσαν δυσκολότερο τον αποχωρισμό.
Ενώ η Μάργκαρετ καθόταν δίπλα στο αναμμένο τζάκι του καθιστικού και αναλογιζόταν όλα αυτά  - με τον πατέρα της δίπλα ταραγμένο και ανήσυχο κάτω από την πίεση του νέου φόβου, για τον οποίο ακόμα δεν είχε πει κουβέντα -  μπήκε στο δωμάτιο ο Φρέντερικ, με χλωμό το λαμπερό του πρόσωπο, αλλά δείχνοντας ότι το υπερβολικά βίαιο ξέσπασμα  της θλίψης του είχε περάσει. Πήγε κατευθείαν στην Μάργκαρετ και τη φίλησε στο μέτωπο.
«Πόσο χλωμή, είσαι Μάργκαρετ!» είπε χαμηλόφωνα. «Είχες να φροντίσεις για όλους μας και για σένα δεν φρόντισε κανείς. Ξάπλωσε στον καναπέ – δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνεις.»
«Αυτό είναι το χειρότερο απ’όλα ,» ψιθύρισε εκείνη.
Έπειτα πήγε και ξάπλωσε και ο αδελφός της αφού της σκέπασε τα πόδια με μια εσάρπα, πήγε και κάθισε κάτω δίπλα της. Τα δυο αδέλφια άρχισαν να μιλούν χαμηλόφωνα. Η Μάργκαρετ του είπε όλα όσα της αφηγήθηκε η Ντίξον για την συνάντησή της με τον Λέονταρντς. Ο Φρέντερικ έσφιξε τα χείλη του σε μια ίσια γραμμή, φανερά απογοητευμένος.
«Θα’θελα να ξεκαθαρίσω τους λογαριασμούς μου μια και καλή μ’αυτόν τον άνθρωπο. Ο χειρότερος ναύτης που υπηρέτησε ποτέ σε καράβι – κι ο χειρότερος χαρακτήρας. Αυτό στο δηλώνω! Γνωρίζεις τις λεπτομέρειες του περιστατικού, Μάργκαρετ ?»
«Ναι, μου μίλησε η μαμά.»
«Ε, λοιπόν, όταν όλοι οι καλοί και άξιοι ναυτικοί είχαν αγανακτήσει με τον καπετάνιο μας, αυτός ο τύπος για να γίνει αρεστός – φτού! Και να σκεφτεί κανείς ότι βρίσκεται εδώ! Ω, έτσι και είχε την παραμικρή υποψία πως βρίσκομαι σε ακτίνα είκοσι μιλίων από αυτόν, θα με κατέδιδε για να κλείσει παλιούς λογαριασμούς.  Καλύτερα να έπαιρνε οποιοσδήποτε άλλος αυτές τις εκατό λίρες που πιστεύεται ότι αξίζει το κεφάλι μου, παρά αυτό το κάθαρμα. Κρίμα που δεν μπορούμε να πείσουμε την καημένη την γριά-Ντίξον να με καταδώσει και να πάρει την αμοιβή για να’χει μια ασφάλεια στα γεράματά της.»
«Ω, σώπα, Φρέντερικ! Μη μιλάς έτσι.»
Ο κύριος Χέηλ πήγε προς το μέρος τους  τρέμοντας με ανυπομονησία. Είχε ακούσει τι έλεγαν. Πήρε το χέρι του Φρέντερικ στα δικά του.
« Παιδί μου, πρέπει να φύγεις. Είναι πολύ άσχημο, αλλά βλέπω ότι αυτό πρέπει να γίνει. Έκανες ό,τι μπορούσες. Ήσουν μια παρηγοριά για εκείνη.»
«Ω, πατέρα, στ’ αλήθεια πρέπει να φύγει;» έκανε η Μάργκαρετ παρακαλεστικά παρά την  πεποίθηση και της ίδιας ότι αυτό ήταν το σωστό.
«Σας δηλώνω ότι σκέφτομαι να το αντιμετωπίσω και να προσαχθώ σε δίκη. Να μπορούσα  μονάχα να συγκεντρώσω  αποδεικτικά στοιχεία. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι θα με έχει στο χέρι αυτός ο εκβιαστής ο Λέοναρντς. Υπό άλλες συνθήκες, θα απολάμβανα αυτή την επίσκεψη  στα κλεφτά : έχει όλη την γοητεία για την οποία φημίζονται οι Γαλλίδες κυρίες  που ασκούν τις απαγορευμένες ηδονές.»
«Μια από τις πρώτες μου αναμνήσεις, Φρέντ,» είπε η Μάργκαρετ, « είναι ότι  είχες πέσει σε  μεγάλη δυσμένεια επειδή είχες κλέψει μήλα. Είχαμε πολλά δέντρα δικά μας, όλα κατάφορτα με μήλα όμως κάποιος σου είχε πει ότι τα κλεμμένα φρούτα ήταν πιο γλυκά,  κάτι το οποίο πίστεψες κατά γράμμα, και αμέσως πήγες  να τα κλέψεις. Δεν έχεις αλλάξει και πολύ από τότε.»
«Ναι – πρέπει να φύγεις,» επανέλαβε ο κύριος Χέηλ, απαντώντας και στην προηγούμενη ερώτηση της Μάργκαρετ. Ο νους του  ήταν προσηλωμένος σ’ένα και μόνο πράγμα και χρειαζόταν να καταβάλλει προσπάθεια για να παρακολουθήσει τη γρήγορη στιχομυθία των παιδιών του, προσπάθεια που δεν έκανε.
Η Μάργκαρετ και ο Φρέντερικ κυττάχτηκαν μεταξύ τους.  Δεν θα είχαν πια αυτή τη γοργή στιγμιαία αλληλοκατανόηση όταν  εκείνος έφευγε. Μπορούσαν  με το βλέμμα να πουν τόσα πράγματα που δεν τα χωρούσαν οι λέξεις. Και οι δυο αναθεμάτιζαν την ίδια σκέψη, μέχρι που βούλιαξαν στην θλίψη. Πρώτος συνήλθε ο Φρέντερικ.
«Ξέρεις, Μάργκαρετ, σήμερα το απόγευμα κόντεψα να πάρω μια τρομάρα – κι εγώ, κι η Ντίξον. Είχα ακούσει  το κουδούνι της εξώπορτας  να χτυπά, αλλά σκέφτηκα πως ο επισκέπτης θα είχε τελειώσει τη δουλειά του και θα είχε ήδη φύγει, έτσι ήμουν έτοιμος να εμφανιστώ στο διάδρομο, όταν ανοίγοντας την πόρτα της κάμαράς μου, βλέπω την Ντίξον να κατεβαίνει. Συνοφρυώθηκε και με έσπρωξε πάλι μέσα. Άφησα την πόρτα ανοικτή και άκουσα να δίνει κάποιο μήνυμα σε έναν άνδρα που βρισκόταν στο γραφείο του πατέρα, και ο οποίος έφυγε κατόπιν. Ποιος  μπορεί να ήταν ; Κάποιος  από τους εμπόρους;»
«Πολύ πιθανόν,» είπε αδιάφορα η Μάργκαρετ. « Ένας  κοντούλης, ήσυχος ανθρωπάκος ήρθε να λάβει εντολές γύρω στις δύο.»
«Μα, δεν ήταν κάποιος μικροκαμωμένος, αλλά ένας ψηλός γεροδεμένος τύπος. Και ήταν περασμένες τέσσερις όταν έφυγε.»
«Ο κύριος Θόρντον, ήταν» είπε ο κύριος Χέηλ. Χάρηκαν που τον έκαναν να συμμετέχει στη συζήτηση.
«Ο κύριος Θόρντον!» είπε η Μάργκαρετ κάπως έκπληκτη. «Νόμιζα πως…»
«Λοιπόν, τι ήταν αυτό που νόμισες, μικρή μου;» είπε ο Φρέντερικ  καθώς εκείνη άφησε την φράση της μισοτελειωμένη.
«Ω, απλά νόμιζα» είπε εκείνη κυττάζοντάς τον καταπρόσωπο και κοκκινίζοντας « πως εννοούσες κάποιον από διαφορετική κοινωνική τάξη, όχι έναν κύριο – κάποιον που ήρθε για θελήματα.»
«Κάπως έτσι έμοιαζε» είπε ο Φρέντερικ ανέμελα. «Τον θεώρησα έμπορο και αποδείχτηκε ότι ήταν βιοτέχνης.»
Η Μάργκαρετ δεν απάντησε. Θυμήθηκε πώς κι εκείνη στην αρχή, πριν γνωρίσει τον χαρακτήρα του, είχε τη ίδια γνώμη με τον Φρέντερικ και μιλούσε γι αυτόν με τον ίδιο τρόπο. Ήταν φυσικό να προκαλεί τέτοια εντύπωση,   όμως εκείνη την ενοχλούσε λίγο. Δίσταζε να μιλήσει – ήθελε να δώσει στον Φρέντερικ να καταλάβει  τι είδους άνθρωπος ήταν ο κύριος Θόρντον αλλά η γλώσσα της είχε δεθεί κόμπος.
Ο κύριος Χέηλ συνέχισε. «Νομίζω ότι ήρθε να προσφέρει κάθε βοήθεια που θα μπορούσε να παράσχει. Όμως δεν  ήμουν σε θέση να τον δω. Είπα στην Ντίξον να τον ρωτήσει αν ήθελε να δει εσένα  - νομίζω πως της είπα να σε βρει και να πας να τον δεις. Δεν ξέρω τι της είπα.»
«Είναι μια ευχάριστη γνωριμία, σωστά;» πέταξε ό Φρέντερικ την ερώτηση στον αέρα  και περίμενε να δει ποιος θα την πιάσει.
«Ένας πολύ ευγενικός φίλος,» είπε η Μάργκαρετ βλέποντας τον πατέρα της να μην αποκρίνεται.
.................................................................................................................................................

4 σχόλια:

  1. Η άνεση της σχέσης ανάμεσα στη Μάργκαρετ και τον Φρέντερικ είναι ολοφάνερη στο βιβλίο. Ο Φρέντερικ είναι ένα πειραχτήρι που πατάει όμως σταθερά στη γη. Έχει καταπληκτική αίσθηση του χιούμορ! Μου αρέσει... Ο Λέοναρντς τελικά ήταν ναύτης στο πλοίο που έγινε η ανταρσία! Και υπήρχαν προηγούμενοι λογαριασμοί μεταξύ του Φρέντερικ και αυτού.
    Η Μάργκαρετ για άλλη μία φορά είναι ο στυλοβάτης και η λογική της οικογένειας..Τα σχόλια όμως του αδερφού της για τον κ. Θόρτον την ενόχλησαν ! Δεν μπορεί να πει όμως κάτι..και αυτή την ίδια άποψη είχε για το κ. Θόρτον στην αρχή της γνωριμίας!
    ( περιμένω τη συνέχεια με αγωνία Μαργαρίτα...)
    Επίσης έψαξα για τον ρομαντικό και μποέμ Σκοτσέζο ποιητή Ρόμπερτ Μπερνς..
    O my Luve's like a red, red rose
    That’s newly sprung in June:
    O my Luve's like the melodie
    That’s sweetly play'd in tune......

    Η αγάπη μου είναι ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο,
    που τον Ιούνη πρωτανθίζει.
    Η αγάπη μου είναι μελωδία,
    σκοπό γλυκόλαλο σκορπίζει....
    [ στο ίντερνετ βρήκα τη μετάφραση..Θα μου άρεσε να διάβαζα αυτό το ποίημα με δική σου μετάφραση!!]
    Μου τα χάλασε λίγο που έγινε εφοριακός υπάλληλος στο τέλος...κρίμα όμως που πέθανε τόσο νέος (37 ετών) Ίσως αν ζούσε περισσότερο ξαναγινόταν ο μποέμ τύπος της νιότης του....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δίπλα στο λήμμα "άσωτος " πρέπει να είχαν την εικόνα του Ρόμπερτ Μπέρνς, Χρύσα μου ! Για χρόνια συζητιόταν να γίνει ταινία η ζωή του και μάλιστα ο πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν ευσεβής πόθος ενός πολύ συγκεκριμενου Σκωτσέζου ηθοποιού αλλά προφανώς το σχέδιο δεν ευοδώθηκε.
    Οι παλαιοτερες εξ υμών θα θυμάστε ίσως στις αρχές του '90 μια διαφήμιση ουίσκυ που άρχιζε με το ποίημα αυτό "Oh, my luv is like a red red rose..."

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δεν θυμάμαι τη διαφήμιση που λές.
    Θα μου άρεσε όμως μια ταινία με τη ζωή του...με πρωταγωνιστή τον πολύ συγκεκριμένο Σκωτσέζο ηθοποιό!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Άσε...έχω σκάσει γιατί δεν μπορώ να βρω πουθενά τη διαφήμιση....!

      Διαγραφή