Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Κεφάλαιο 28ο "Θλίψεως παραμυθία"



Κεφάλαιο 28o

"Θλίψεως παραμυθία"

(Μέρος Α')

Εκείνο το απόγευμα κατευθύνθηκε με σταθερά βήματα στο σπιτικό των Χίγκινς. 
 Η Μαίρη την αναζήτησε με έκφραση σχεδόν δύσπιστη. Η Μάργκαρετ  την κοίταξε στα μάτια και της χαμογέλασε καθησυχάζοντάς την σιωπηλά. Πέρασαν βιαστικά από τα δωμάτια του σπιτιού και κατευθύνθηκαν επάνω εκεί όπου κυριαρχούσε η ήσυχη παρουσία της νεκρής.   Εκείνο το  πρόσωπο, τόσο ταλαιπωρημένο από τον πόνο, τόσο ανήσυχο συχνά από τις σκέψεις, τώρα είχε το αχνό χαμόγελο της αιώνιας ανάπαυσης. Τα μάτια της Μάργκαρετ γέμισαν δάκρυα αλλά ανείπωτη γαλήνη πλημμύρισε την ψυχή της. Ώστε αυτός ήταν ο θάνατος!  Έμοιαζε να είναι πιο γαλήνιος από την ζωή. Της ήρθαν στο μυαλό κάποια  γλαφυρά επιτύμβια: «Των κόπων ανάπαυσιν  ηύρον»      «Οι κοπιώντες θέλουσιν αναπαυθήναι»  «Έδωκε τοις πεφιλημένοις Αυτού ανάπαυσιν» .
Και τότε η Μάργκαρετ χάρηκε που είχε πάει.
Αργά, πολύ αργά η Μάργκαρετ στράφηκε μακριά από το νεκροκρέβατο. Η Μαίρη έκλαιγε με πνιχτά αναφιλητά στο βάθος. Κατέβηκαν κάτω αμίλητες. Ο Νίκολας Χίγκινς στεκόταν στη μέση του δωματίου ακουμπώντας το χέρι του πάνω στο τραπέζι. Το βλέμμα του ξαφνιασμένο από τα νέα που του είχαν προφτάσει πολλοί και διάφοροι καθώς διέσχιζε την αυλή. Τα μάτια του αδάκρυτα και αγριεμένα καθώς προσπαθούσε να συλλάβει την πραγματικότητα του θανάτου, πολεμώντας να καταλάβει ότι το σπίτι της δεν θα την ξανάβλεπε. Επειδή ήταν άρρωστη και στο κατώφλι του θανάτου για τόσο πολύ καιρό ώστε είχε πείσει τον εαυτό του πως δεν θα πέθαινε αλλά πως θα  κρατούσε έτσι ακόμα.
Η Μάργκαρετ αισθάνθηκε πως δεν είχε θέση εκεί, εξοικειωμένη καθώς ήταν  η ίδια με την είδηση του θανάτου την οποία  εκείνος, ο πατέρας,  είχε μόλις δεχθεί. Μόλις τον είδε είχε μείνει ακίνητη για λίγο δίπλα στην παλιά, στρεβλωμένη  καρέκλα αλλά  τώρα προσπαθούσε να τον  προσπεράσει κλεφτά χωρίς να την αντιληφθεί καθώς εκείνος κύτταζε ακόμα σαν χαμένος, και να τον αφήσει στην μεγάλη δυστυχία η οποία είχε ενσκήψει στο σπίτι του.
Η Μαίρη, κάθησε στη πρώτη καρέκλα που βρέθηκε μπροστά της και σκεπάζοντας το πρόσωπό της με την ποδιά της άρχισε να κλαίει.
Αυτό φάνηκε να τον συνεφέρνει. Έπιασε ξαφνικά την Μάργκαρετ από το μπράτσο και την κράτησε μέχρι να μπορέσει να βρει τα λόγια για να της μιλήσει. Ο λαιμός του ήταν στεγνός. Οι λέξεις έβγαιναν πνιχτές και βραχνές:
«Ήσουνα μαζί της ? Την είδες να ξεψυχά;»
«Όχι!» απάντησε η Μάργκαρετ στέκοντας ακίνητη με άκρα υπομονή καθώς η παρουσία της είχε γίνει αντιληπτή. Πέρασε λίγη ώρα πριν της μιλήσει ξανά αλλά συνέχισε να την κρατά από το μπράτσο.
«Όλοι θα πεθάνουμε κάποια μέρα» είπε στο τέλος, με μια περίεργη σοβαρότητα που αρχικά έκανε την Μάργκαρετ να πιστέψει ότι  είχε πιει – όχι  τόσο ώστε να μεθύσει αλλά αρκετά ώστε να θολώσει η σκέψη του. “Ήταν όμως πιο νέα από εμένα». Ακόμα αναλογιζόταν το γεγονός, χωρίς να κυττάζει την Μάργκαρετ παρόλο που την κρατούσε ακόμα σφιχτά. Ξαφνικά την κύτταξε με μια φρενιασμένη αγωνία στο βλέμμα. « Είσαι σίγουρη πως είναι νεκρή – μην της ήρθε λιγοθυμιά  ή  είναι σε λήθαργο;  Δεν είναι η πρώτη φορά - το παθαίνει συχνά.»
«Είναι νεκρή,» απάντησε η Μάργκαρετ. Δεν φοβόταν  να του μιλήσει μόλο που η λαβή του της πονούσε το χέρι και το βλέμμα του άστραφτε αγριεμένο αν και δίχως  ακόμα να καταλαβαίνει.
«Πέθανε!» του είπε.
Την κύτταξε ξανά και το βλέμμα του είχε μια απορία που σιγά σιγά έμοιαζε να σβήνει. Έπειτα, ξαφνικά, άφησε το χέρι της Μάργκαρετ και σωριάστηκε πάνω στο τραπέζι τραντάζοντάς το ολόκληρο καθώς έκλαιγε με άγρια αναφιλητά. Η Μαίρη τον πλησίασε τρέμοντας.
«Φύγε εσύ – χάσου !» φώναζε κλαίγοντας και χειρονομώντας τυφλά προς το μέρος της. «Σκοτίστηκα για λόγου σου!»  Η Μάργκαρετ  της πήρε το χέρι και το κράτησε τρυφερά στο δικό της. Εκείνος τράβαγε τα μαλλιά του, χτυπούσε το κεφάλι του πάνω στο ξύλο κι έπειτα έμεινε ξέπνοος και σαν χαμένος. Η Μάργκαρετ και η κόρη του εξακολουθούσαν να μένουν ακίνητες. Η Μαίρη έτρεμε σύγκορμη.
Στο τέλος, μπορεί να είχε περάσει ένα τέταρτο μπορεί και μια ώρα, όρθωσε το κορμί του.  Τα μάτια του ήταν πρησμένα και κατακόκκινα κι έμοιαζε να έχει ξεχάσει ότι  υπήρχαν άνθρωποι γύρω του ∙ τους κύτταξε με βλέμμα αγριεμένο. Ένα ρίγος φάνηκε να τον διαπερνά, έριξε μια ακόμα βλοσυρή ματιά τριγύρω και άρχισε να κατευθύνεται προς την πόρτα.
«Ω, πατέρα, πατέρα!» φώναξε η Μαίρη πέφτοντας στο μπράτσο του – «όχι απόψε!  Οποιαδήποτε άλλη νύχτα εκτός από απόψε. Βοήθησέ με, θα πάει να  πιεί ξανά!  Δεν θα σ’αφήσω, πατέρα! Χτύπα με, αλλά δεν σ’αφήνω. Το τελευταίο πράμα που μού΄πε ήταν να μη σ’αφήσω να πιείς!»
Αλλά και η Μάργκαρετ είχε σταθεί στην πόρτα σιωπηλή μα αποφασισμένη. Την κύτταξε αψηφώντας την.
«Αυτό είναι το σπίτι μου. Κάνε παραπέρα, κοπέλα μου αλλιώς θα σε παραμερίσω εγώ!» Είχε αποτινάξει βίαια την Μαίρη κι έμοιαζε έτοιμος να χτυπήσει την Μάργκαρετ. Όμως εκείνη δεν κίνησε ούτε βλέφαρο, παρά έμεινε να τον κυττάζει κατάματα με σοβαρότητα . Της αντιγύρισε ένα βλέμμα σκυθρωπό και άγριο. Αν εκείνη είχε κάνει κάποια κίνηση  θα την είχε πετάξει στο πλάι με μεγαλύτερη βιαιότητα από αυτή που είχε χρησιμοποιήσει στην κόρη του  της οποίας το πρόσωπο αιμορραγούσε τώρα  από την πτώση της σε μια καρέκλα.
«Τι με κυττάζεις έτσι;» τη ρώτησε στο τέλος αποκαρδιωμένος και γεμάτος δέος μπροστά  στην ήρεμη αυστηρότητά της. « Αν θαρρείς πως επειδής εκείνη σ’αγάπαγε θα μ’εμποδίσεις απ’το να πάω  όπου διάτανο θέλω, και μάλιστα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, σε γελάσανε! Είναι σκληρό για έναν άντρα να μην μπορεί να πάει στη μόνη παρηγοριά που του απόμεινε.»

Η Μάργκαρετ κατάλαβε ότι αναγνώριζε τη δύναμή της. Τι μπορούσε να κάνει μετά; Εκείνος είχε καθίσει σε μα καρέκλα δίπλα στην πόρτα ˙ έμοιαζε κάπως ηττημένος, κάπως παραιτημένος, έχοντας πάντα κατά νου να φύγει μόλις εκείνη άφηνε τη θέση της, όμως απρόθυμος να μεταχειριστεί τη βία με την οποία την είχε απειλήσει μόλις προ ολίγου. Η Μάργκαρετ άπλωσε το χέρι της και τον άγγιξε στον ώμο.
«Έλα μαζί μου,» του είπε. « Έλα να την δείς!»
Του μίλησε με φωνή σιγανή και σοβαρή, χωρίς  ίχνος φόβου ή  αμφιβολίας είτε απέναντι σ’αυτόν ή στην τάση του να υποχωρήσει . Σηκώθηκε σκυθρωπός. Στεκόταν αβέβαιος με μια πεισματάρικη έκφραση στο πρόσωπό του. Τον περίμενε εκεί ˙ περίμενε ήσυχα και υπομονετικά  τη στιγμή που θα ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Αισθανόταν μια περίεργη ευχαρίστηση στο να τη κάνει να περιμένει αλλά επιτέλους κινήθηκε προς τη σκάλα.
Στάθηκαν και οι δυο τους δίπλα στη σωρό.
«Τα τελευταία  λόγια που είπε στην Μαίρη ήταν ‘Μην αφήσεις τον πατέρα να πιει’».
«Δεν θα τηνε πειράξει τώρα,» μουρμούρισε  εκείνος. «Τίποτις δεν μπορεί να τηνε πειράξει τώρα.»  Έπειτα, υψώνοντας τη φωνή του σε θρηνητική κραυγή, συνέχισε «Μπορεί να τσακωθούμε  και να μη μιλιόμαστε- μπορεί να τα ξαναβρούμε  και να φιλιώσουμε – μπορεί να ψοφήσουμε από την πείνα μέχρι  που να μείνουμε πετσί και κόκαλο – κανένα βάσανο δε θε να την ταράξει άλλο. Κι από βάσανα άλλο τίποτα. Μια που δούλευε σαν το σκυλί μετά που τη βρήκε η αρρώστεια, τι ζωή τράβηξε! Και να πεθάνει χωρίς να νοιώσει μια στάλα χαράς σ’όλη της τη ζήση! Όχι, κοπελιά, ότι και να λές,  εκείνη δεν καταλαβαίνει τίποτα τώρα κι εγώ θε να πάω να πιω μια κούπα  να με στυλώσει στη δυστυχία μου.»
«Όχι,» είπε η Μάργκαρετ  πιο ήπια τώρα που κι αυτός είχε μαλακώσει. « Δεν θα πάς. Αν η ζωή της ήταν έτσι όπως λες, παρ’όλ’αυτά δεν φοβόταν το θάνατο όπως τον φοβούνται μερικοί. Ω, θα έπρεπε να την ακούσεις να μιλά για την άλλη ζωή, τη ζωή κοντά στο Θεό, εκεί που βρίσκεται τώρα.»
Κούνησε το κεφάλι του λοξοκυττάζοντας τη Μάργκαρετ. Το χλωμό, τσακισμένο του πρόσωπο της έκανε οδυνηρή εντύπωση.
«Φαίνεσαι πολύ εξουθενωμένος. Πού  βρισκόσουν όλη μέρα – όχι στη δουλειά ;»
«Όχι, στη δουλειά δεν ήμουν σίγουρα,» απάντησε με ένα κοφτό, βλοσυρό γέλιο. «Όχι σε αυτό που ελόγου σου θα 'λεγες δουλειά.  Ήμουνα στην επιτροπή μέχρι που μπούχτισα προσπαθώντας να κάνω τους βλάκες να καταλάβουνε. Με φωνάξανε στη γυναίκα του Μπούσερ απ’τις εφτά το πρωί. Είναι κατάκοιτη  μα δεν έβαζε γλώσσα μέσα της της -  όλο φώναζε και γύρευε να μάθει πού να βρίσκεται εκείνος ο ανεπρόκοπος ο άντρας της. Λες και ήξερα εγώ που ήταν ή λες και μπορούσα να του πω πού να πάει και τι να κάνει. Εκείνο το άχρηστο τομάρι που πήγε και χάλασε όλα μας τα σχέδια! Κι απόστασαν  τα πόδια μου να γυρίζω για να βρω κάτι τύπους που δεν  έπρεπε να με δουν μαζί τους, μια που τώρα  μας κυνηγάει ο νόμος. Και πιο πολύ απ’ τα πόδια μου, απόστασε η ψυχή μου, πράμα που είναι χειρότερο απ’το να σε πονάν’ τα πόδια σου. Κι αν τύχαινε ν’απαντήσω κανένα φίλο πού’θελε να με κεράσει, ούτε που θα μάθαινα ότι εκείνη ξεψύχαγε εδώ. Μπέσσυ, κόρη μου, με πιστεύεις, εσύ με πιστεύεις, έτσι δεν είναι  ;» στράφηκε προς το άψυχο σώμα φρενιασμένος.
«Είμαι σίγουρη,» είπε η Μάργκαρετ, «Είμαι σίγουρη πως δεν  ήξερες – ήταν ξαφνικό. Τώρα, όμως βλέπεις, είναι διαφορετικό – τώρα ξέρεις – τη βλέπεις να κείτεται εδώ, ξέρεις τι είπε με την τελευταία της ανάσα. Δεν θα πάς, έτσι δεν είναι;»
Καμμία απάντηση. Και πραγματικά, πού αλλού θα στρεφόταν εκείνος για παρηγοριά ;
«Έλα μαζί μου στο σπίτι μου,» αποτόλμησε με θάρρος  εκείνη στο τέλος, σχεδόν τρέμοντας με την ίδια της την τόλμη καθώς το πρότεινε. «Τουλάχιστον, θα  βρείς ένα πιάτο καλό φαί, κάτι που σίγουρα το  χρειάζεσαι.»
«Ο πατέρας σου είναι παπάς;» είπε εκείνος καθώς η σκέψη του στρεφόταν αλλού.
«Ήταν.» είπε λακωνικά η Μάργκαρετ.
«Θα’ρθώ να πιω μια κούπα τσάι μαζί του αφού με κάλεσες. Είναι πολλά πράματα που πάντα ήθελα να πω σ’έναν παπά δεν με νοιάζει  αν είναι τώρα στον άμβωνα ή όχι.»
Η Μάργκαρετ είχε σαστίσει . Η ιδέα του να πάει εκείνος για τσάι με τον πατέρα της, ο οποίος θα ήταν εντελώς απροετοίμαστος για τον επισκέπτη του – και με τη μητέρα της τόσο άρρωστη – φαινόταν εντελώς αδύνατη. Και πάλι, αν οπισθοχωρούσε τώρα, θα έκανε τα πράγματα χειρότερα  - ήταν σίγουρο ότι θα τον οδηγούσε στο καπηλειό. Σκέφτηκε πως αν μονάχα κατάφερνε να τον πάει στο σπίτι της, αυτό από μόνο του ήταν τόσο σημαντικό βήμα, ώστε μπορούσε να επαφίεται για τη συνέχεια στην καλή της τύχη.
«Έχε γειά, κορίτσι μου! Χωρίσανε οι δρόμοι μας, κατά πως φαίνεται – χωριστήκαμε! Μα από την ώρα που γεννήθηκες ήσουνα παρηγοριά για τον πατέρα σου. Αχ, τ’άσπρα σου χειλάκια κόρη μου  - χαμογελούνε τώρα! Και χαίρομαι που σε βλέπω να χαμογελάς πάλι μ’όλο που απομένω τώρα  μόνος κι έρημος  για πάντα.»
Έσκυψε και φίλησε τρυφερά την κόρη του ˙ κάλυψε το πρόσωπό τη και στράφηκε να ακολουθήσει την Μάργκαρετ.  Εκείνη είχε κατέβει βιαστικά να ενημερώσει την Μαίρη για αυτό που είχε κανονίσει, να της πει ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να τον κρατήσει μακριά από το καπηλειό και να της ζητήσει με θέρμη να έρθει και αυτή μαζί γιατί η καρδιά της δεν άντεχε στην ιδέα ότι το καημένο κορίτσι που ήταν τόσο στοργικό, θα έμενε μόνο του.
Η Μαίρη της είπε ότι είχε φίλους στη γειτονιά που θα έρχονταν να καθίσουν λιγάκι μαζί της, θα ήταν εντάξει, ο πατέρας όμως..
Εκείνος ήταν ήδη κοντά τους, αλλιώς το κορίτσι θα έλεγε κι άλλα. Είχε αποτινάξει τη συγκίνησή του σαν να ντρεπόταν που της είχε επιτρέψει να τον νικήσει. Είχε μάλιστα τόσο υπερβεί τον εαυτό του που προσποιούνταν ένα είδος πικρής ευθυμίας – σαν το γρατσούνισμα κρυμμένων αγκαθιών μέσα στα άνθη.
«Θα πάω να πάρω το τσάι μου, με τον πατέρα της, εγώ!»
Όμως κατέβασε τη σκούφια του μέχρι τα φρύδια βγαίνοντας  έξω στο δρόμο και χωρίς να κυττάζει ούτε δεξιά ούτε αριστερά, βημάτιζε βαριά δίπλα στη Μάργκαρετ.  Περισσότερο από τα λόγια, φοβόταν μήπως ταραχθεί από τα βλέμματα των γειτόνων που  έρχονταν να συλλυπηθούν. Έτσι, αυτός κι η Μάργκαρετ συνέχισαν το δρόμο τους σιωπηλοί.
Καθώς πλησίαζαν στον δρόμο που ήξερε ότι έμενε η Μάργκαρετ, κύτταξε τα χέρια του, τα ρούχα του και τα παπούτσια του.
«Σάμπως να ‘πρεπε να πλυθώ πρώτα;»
Σίγουρα αυτό θα ήταν επιθυμητό, όμως η Μάργκαρετ τον διαβεβαίωσε  ότι θα του έδιναν σαπούνι και πετσέτα και ότι μπορούσε να πλυθεί στην αυλή  - δεν θα τον άφηνε να της ξεγλυστρίσει τώρα πια.
 Ενώ εκείνος ακολούθησε την υπηρέτρια στο διάδρομο και από εκεί στην κουζίνα, πατώντας προσεχτικά σε κάθε σκούρο πλακάκι του δαπέδου για να μην φαίνονται οι βρώμικες πατημασιές  η Μάργκαρετ έτρεξε επάνω. Συνάντησε την Ντίξον στο κεφαλόσκαλο.
«Πώς είναι η μητέρα ; Ο πατέρας πού είναι;»
Η κυρία ήταν κουρασμένη και είχε αποσυρθεί στο δωμάτιό της. Ήθελε να ξαπλώσει στο κρεβάτι όμως η Ντίξον την έπεισε να ξαπλώσει στον καναπέ και να σερβιριστεί εκεί το τσάι της – θα ήταν καλύτερο από το να την πιάσει ανησυχία λόγω της πολύωρης παραμονής στο κρεβάτι.
Μέχρι εδώ καλά. Όμως πού βρισκόταν ο κύριος Χέηλ;  Στο καθιστικό. Η Μάργκαρετ μπήκε μέσα ξέπνοη σχεδόν καθώς βιαζόταν να πει τα καθέκαστα.  Φυσικά δεν τα διηγήθηκε όλα και ο πατέρας της μάλλον αιφνιδιάστηκε με την ιδέα ότι  ένας πιωμένος υφαντής ήταν στο ήσυχο γραφείο του και τον περίμενε, και μάλιστα έπρεπε να πιούνε τσάι μαζί μ’αυτόν τον άνθρωπο για χάρη του οποίου η Μάργκαρετ τον εκλιπαρούσε με αγωνία. Ο πράος, καλόκαρδος κύριος Χέηλ πρόθυμα θα μπορούσε να τον παρηγορήσει στη θλίψη του όμως η Μάργκαρετ, ατυχώς, έδινε έμφαση στο  γεγονός ότι εκείνος ήταν  πιωμένος  και ότι τον είχε φέρει σπίτι για να τον αποτρέψει από το να πάει στο καπηλειό. Το ένα είχε φέρει το άλλο τόσο φυσικά που η Μάργκαρετ δεν είχε αντιληφθεί  ακριβώς  τι είχε κάνει μέχρι που είδε στον πατέρα της κάποια έκφραση ελαφριάς απέχθειας.
«Ω, πατέρα! Είναι ένας άνθρωπος που δεν θα τον αντιπαθήσεις – αν δεν σε σοκάρει, για να πω την αλήθεια.»
«Αλλά, Μάργκαρετ, να φέρεις στο σπίτι έναν πιωμένο  – και με την μητέρα σου τόσο άρρωστη !»
Το πρόσωπο της Μάργκαρετ έδειξε απογοήτευση. «Συγνώμη, πατέρα. Είναι πολύ ήσυχος και καθόλου μεθυσμένος. Απλά φερόταν περίεργα στην αρχή – όμως ίσως ήταν το σοκ από το θάνατο της καημένης της Μπέσσυ.» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ο κύριος Χέηλ πήρε στα χέρια του το  γλυκό της πρόσωπό  που τον κυττούσε ικετευτικά και την φίλησε στο μέτωπο.
«Εντάξει, καλή μου.  Θα πάω και θα προσπαθήσω να τον κάνω να νοιώσει όσο το δυναντόν πιο άνετα, κι εσύ πήγαινε να φροντίσεις την μητέρα σου. Μονάχα που αν μπορούσες να έρθεις και να είσαι η τρίτη στην παρέα μας, θα το χαιρόμουν.»
«Ω, ναι – σ’ευχαριστώ.» Αλλά καθώς ο κύριος Χέηλ  έβγαινε από το δωμάτιο, έτρεξε πίσω του. « Πατέρα – μην απορήσεις με ό,τι πει ….Είναι ….εννοώ ότι δεν πιστεύει σε όλα αυτά που πιστεύουμε εμείς.»
«Σε καλό μου! Ένας μέθυσος , άπιστος υφαντής!» είπε μέσα του ο κύριος Χέηλ θορυβημένος. Όμως στην Μάργκαρετ αρκέστηκε να πει :  «Αν η μητέρα σου πάει για ύπνο, φρόντισε να έρθεις αμέσως.»
...............................................................................................................

Η Μάργκαρετ χάρηκε όταν, έχοντας εκτελέσει ήρεμα και προσεκτικά τα θυγατρικά της καθήκοντα, μπορούσε πλέον να κατέβει στο γραφείο. Αναρωτιόνταν πώς να τα πήγαιναν μεταξύ τους ο πατέρας της και ο Χίγκινς.
Κατ’ αρχάς, ο ευπρεπής, καλόκαρδος, απλός και παλαιάς κοπής κύριος, με τους δικούς του κόσμιους και κομψούς τρόπους, είχε ασυνείδητα φέρει στην επιφάνεια την κρυμμένη ευγένεια του άλλου.
Ο κύριος Χέηλ αντιμετώπιζε όλους τους συνανθρώπους του το ίδιο: Δεν του περνούσε ποτέ από το μυαλό να κάνει διακρίσεις εξαιτίας της κοινωνικής του τάξης. Έφερε ένα κάθισμα για τον Νίκολας και παρέμεινε όρθιος μέχρι εκείνος να καθίσει αφού  πρώτα του το ζήτησε ο κύριος Χέηλ. Τον αποκαλούσε σταθερά «κύριο Χίγκινς» αντί του ξερού «Νίκολας» ή  «Χίγκινς» που είχε συνηθίσει ο «μέθυσος, άπιστος υφαντής». Όμως ο Νίκολας δεν  ήταν  καθ’εξιν  πότης  ούτε ολωσδιόλου άπιστος. Έπινε για να πνίξει τα βάσανα, όπως θα έλεγε κι  ο ίδιος και ήταν άπιστος στο βαθμό που δεν είχε βρει κάποια μορφή πίστεως στην οποία να προσκολληθεί ψυχή τε και σώματι.
Η Μάργκαρετ ξαφνιάστηκε λιγάκι και φάνηκε πολύ ευχαριστημένη που βρήκε τον πατέρα της και τον Χίγκινς σε σοβαρή συζήτηση  - ο ένας να μιλάει στον άλλον με  ευγένεια, όσο κι αν οι απόψεις τους συγκρούονταν. Ο Νίκολας, περιποιημένος, καθαρός (αν και στη σκάφη  της υδραντλίας) και προσηνής, ήταν γι αυτήν που ως τότε τον είχε γνωρίσει μόνο στο  άξεστο περιβάλλον του σπιτιού του, ένας καινούριος άνθρωπος.  Είχε «στρώσει» τα μαλλιά του με φρέσκο νερό,  είχε τακτοποιήσει το μαντήλι που φορούσε στο λαιμό, είχε δανειστεί ένα αποκέρι για να γυαλίσει τα ξυλοπάπουτσά του και να που καθόταν προσπαθώντας να κάνει τον πατέρα της να ενστερνιστεί κάποια ιδέα, μιλώντας με βαριά προφορά του Ντάρκσαιρ, είναι αλήθεια, όμως με φωνή χαμηλή και με έκφραση ειλικρινή και καλοπροαίρετη στο πρόσωπό του. Κι ο  πατέρας της από τη μεριά του ενδιαφερόταν γι αυτά που έλεγε ο συνομιλητής του. Γύρισε και την κύτταξε καθώς εκείνη μπήκε στο δωμάτιο, χαμογέλασε και της έδωσε ήρεμα την καρέκλα του ˙ έπειτα  ξανακαθισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε με μια μικρή υπόκλιση προς τον καλεσμένο του απολογούμενος για την διακοπή. Ο Χίγγινς της ένευσε σε χαιρετισμό και  εκείνη τακτοποίησε αθόρυβα τα υλικά για το  εργόχειρό της στο τραπέζι και ετοιμάστηκε για να ακούσει τη συζήτηση.
«Έτσι το λοιπόν, κύριε, λογιάζω πως κι εσείς  δε θα είχατε μεγάλη πίστη αν ζούσατε στα μέρη μας – αν ήσασταν γέννημα θρέμμα. Να με συμπαθάτε αν δεν τα λέω με τις λέξεις που πρέπει μα αυτό που λογιάζω για πίστη τώρα είναι  το να λογιάζει  κανείς σε λόγια και σοφίες και υποσχέσεις που φτιάξανε κάποιοι που δεν τους έχει δει ποτέ για πράγματα και ζωή που δεν την έχει δει ποτέ του  κανένας. Τώρα, εσείς λέτε πως είναι αληθινά αυτά τα πράγματα και πως τα λόγια και η ζωή υπάρχουνε στ’αλήθεια. Εγώ λέω μονάχα ‘που είν’η απόδειξη;’  Υπάρχουν πολλοί σοφότεροι και πιο πετυχημένοι από ελόγου μου, ανθρώποι που είχαν  το χρόνο να τα σκεφτούν αυτά  ενώ εγώ είχα χρόνο μόνο για να πασχίζω να βγάλω το ψωμί μου. Ε, το λοιπόν εγώ αυτούς τους ξέρω. Κατέχω τι ζωή κάνουνε. Άνθρωποι που ζούνε γύρω μας. Δεν πιστεύουνε στην Βίβλο – το δίχως  άλλο. Μπορεί για τους τύπους να καμώνονται πως πιστεύουν αλλά, στο Θεό που πιστεύετε, κύριε, νομίζετε πως η πρώτη τους σκέψη το πρωί είναι «Πώς θα κερδίσω την αιώνια ζωή;» ή «Τι να κάνω για να γεμίσω το πουγκί μου και σήμερα; Πού να πάω; Τι συμφωνίες να  κλείσω;» Το πουγκί, και το χρυσάφι και τα χαρτονομίσματα είναι πράματα αληθινά, τα νοιώθεις και τα πιάνεις. Για δαύτους είναι η πραγματική ζωή. Ενώ η αιώνια ζωή είναι μόνο λόγια, λόγια που ταιριάζουνε μια χαρά στους…συμπαθάτε με, κύριε, μια και είστε παπάς δίχως δουλειά, θαρρώ. Ας είναι ! Δε θα προσβάλλω  ποτέ κάποιον που είναι άσχημα στριμωγμένος όπως κι  ελόγου μου. Μα θε να σας κάμω μια άλλη ερώτηση, κύριε, και δε θέλω να μου απαντήσετε, μόνο να τηνε  σκεφτείτε με το πάσο σας πριν αρχίσετε να αποπαίρνετε εμάς τα κουτορνίθια που πιστεύουμε μοναχά σ’αυτό που μπορούμε να δούμε με τα μάτια μας. Άμα η σωτηρία και ο παράδεισος ή η κόλαση, υπήρχανε στ’αλήθεια, και δε λέω στα λόγια μοναχά, αλλά μέσα στην καρδιά των ανθρώπων, δε θα μας είχανε  πάρει τ’ αυτιά με δαύτηνε όπως με την  πολιτική ‘κονομία ; Γιατί στ’αλήθεια έχουνε βαλθεί να μας αλλάξουνε τα μυαλά με αυτή τους τη  «σοφία» , όμως η άλλη  θε να’τανε ακόμα πιο σπουδαία άμα ήτανε αληθινή.»
«Μα οι εργοδότες δεν έχουν σχέση με την θρησκεία σας.  Το μόνο που τους συνδέει μαζί σας είναι το εμπόριο  -έτσι νομίζουν- και το  μόνο που τους ενδιαφέρει  και συνεπώς θέλουν να μεταστρέψουν τη γνώμη σας, είναι η επιστήμη του εμπορίου.»
«Χαίρομαι, κύριε» είπε ο Χίγκινς μ’ένα ασυνήθιστο κλείσιμο του ματιού «που είπατε ‘έτσι νομίζουν’. Φοβάμαι πως θα σας λογάριαζα  για ανέντιμο άνθρωπο άμα δεν το’χατε πει, κι ας είστε και παπάς, η μάλλον επειδής είστε παπάς. Άμα δηλαδή μιλάγατε για τη θρησκεία λέγοντας πως είναι κάτι που δε θα ‘πρεπε όλοι οι άνθρωποι να ’χουνε κατα νου να μιλήσουνε γι αυτή στους άλλους και μάλιστα πιότερο απ’ότιδήποτε άλλο, μιας και είναι αληθινή, τότε θε να πίστευα πως είστε ένας παπάς αγύρτης.  Και  κάλλιο να σας πίστευα για βλάκα παρά για αγύρτη. Με το συμπάθιο, κύριε.»
«Παρακαλώ! Θεωρείτε τη γνώμη μου εσφαλμένη και θεωρώ με τη σειρά μου τη δική σας εσφαλμένη με τρόπο περισσότερο ολέθριο. Δεν προσδοκώ να σας πείσω σε μία μέρα, ούτε σε μια συνομιλία, όμως ας γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον και  ας μιλήσουμε ελεύθερα για αυτά τα θέματα μεταξύ μας, και η αλήθεια θα υπερισχύσει. Δεν θα είχα πίστη στον Θεό αν δεν είχα πίστη σε αυτό.  Κύριε Χίγκινς, ελπίζω  πως ό,τι άλλο κι αν αποκηρύξατε, εξακολουθείτε να πιστεύετε  (εδώ η φωνή του κυρίου Χεηλ χαμήλωσε με σεβασμό) να πιστεύετε σε Εκείνον;»


Ξαφνικά ο Νίκολας Χίγκινς τινάχτηκε πάνω  όρθιος και αλύγιστος. Η Μάργκαρετ πετάχτηκε από τη θέση της γιατί από τις εκφράσεις στο πρόσωπό του πίστεψε ότι θα τον έπιανε παροξυσμός. Ο κύριος Χέηλ την κύτταξε φοβισμένος.  Επιτέλους ο Χίγκινς, κατάφερε να βρει τα λόγια να πει:

«Άνθρωπέ μου! Θα μπορούσα να  σε βροντήξω κάτω που πας να με παρασύρεις.  Τι δουλειά έχεις να με δοκιμάζεις βάζοντάς μου αμφιβολίες; Σκέψου την να κείτεται εκεί, μετά απ’ όσα έζησε  και σκέψου πώς μου αρνιέσαι την μόνη παρηγοριά  που μου ‘μεινε ; Ότι  υπάρχει Θεός που όρισε τη ζωή της. Δεν θαρρώ ότι θα έχει κι άλλη ζωή» είπε εκείνος καθώς ξανακαθόταν και συνέχισε να μιλά με ύφος σκοτεινό σαν να απευθυνόνταν στην φωτιά που εξακολουθούσε χωρίς καμμιά συμπόνοια να καίει. «Δεν πιστεύω σε άλλη ζωή παρεκτός απ’αυτήνα ‘δω, αυτήνα που τηνε πότισε τόσα φαρμάκια και βάσανα ατέλειωτα. Και δεν το βαστάω να συλλογιέμαι πως ήταν όλα ένα καπρίτσιο της τύχης και όλα μπορούσαν ν’αλλάξουν με το φύσημα τ’ανέμου.  Κάμποσες φορές συλλογίστηκα πως δεν πιστεύω στο Θεό μα δεν το ξεστόμισα όπως κάνουνε πολλοί. Μπορεί και να γέλασα  μ’αυτούς που λέγανε πως δεν πιστεύουνε τάχα  για να δείξω αψηφισιά μα ύστερα κύτταγα γύρω μου να δω μην μ’άκουσε Εκείνος,  όμως τώρα δα που απόμεινα έρμος δε θε ν’ακούσω  τι με ρωτάς και σε τι πειρασμούς με βάνεις. Υπάρχει ένα  μονάχα στέρεο  πράμα σ’αυτόν τον κόσμο που σβουρίζει ολοένα και λογικό ή όχι εγώ θα πιαστώ από αυτό . Είναι ένα απάγκιο για τους έρμους τους ανθρώπους…»
Η Μάργκαρετ τον άγγιξε  πολύ απαλά στο μπράτσο.  Δεν είχε  ξαναμιλήσει πριν ούτε την είχε ακούσει που σηκώθηκε.

«Νίκολας, δεν θέλουμε να το αναλύσουμε με τη λογική ˙ παρεξήγησες τον πατέρα μου. Δεν επικαλούμαστε τη λογική – πιστεύουμε. Το ίδιο κι εσύ. Είναι η μόνη παρηγοριά σε τέτοιους καιρούς.»

Εκείνος στράφηκε και έπιασε το χέρι της. « Ναι, έτσι δα είναι …έτσι είναι» (σκουπίζοντας τα δάκρυά του με την ανάστροφη της παλάμης του) «Μα να, βλέπεις, εκείνη είναι στο σπίτι πεθαμένη και έχω παραλογίσει από τη λύπη κι είναι φορές που μήτε ξέρω τι λέω. Τα λόγια που άκουγα να λένε κάποτε – έξυπνες και σωστές κουβέντες μου φαίνονταν τότε – μου ’ρχονται στο μυαλό τώρα που η καρδιά μου είναι μαύρη. Κι η απεργία απότυχε – το ‘ξερες αυτό, δεσποινίς;  Πήγαινα σπίτι να της ζητήσω σαν το διακονιάρη λίγη παρηγοριά σ’αυτό το βάσανο και μου ’ρθε νταμπλάς όταν μου ‘πε κάποιος  πως ήτανε πεθαμένη – έτσι μου ’πε –πεθαμένη. Αυτό ήταν όλο κι όλο, μα για μένα έφτανε και περίσσευε.

Ο κύριος Χέηλ φύσηξε τη μύτη του και σηκώθηκε δήθεν  να κόψει την καύτρα από τα κεριά  για να κρύψει την συγκίνησή του.  «Δεν είναι άπιστος, Μάργκαρετ, πως μπόρεσες να πεις κάτι τέτοιο;» της ψιθύρισε επιτιμητικά. «Νομίζω πως θα ήταν καλό να του διαβάσω το 14ο κεφάλαιο του Ιώβ.»
«Πατέρα,  όχι ακόμα. Ίσως και καθόλου. Ας τον ρωτήσουμε για την απεργία και ας του δώσουμε τη συμπαράσταση που χρειάζεται και ήλπιζε να την βρει στην καημένη τη Μπέσσυ.»

Έτσι ρωτούσαν και άκουγαν.  
.................................................................................................................................

«Το λοιπόν, κύριε» είπε ο Χίγκινς κάπως πεισμωμένος, «μπορεί, αλλά ίσως πάλι κι όχι. Υπάρχουν δύο γνώμες γι αυτό.  Αλλά ακόμα κι αν υπήρχε δυο φορές αλήθεια σ’αυτό, αν  δε μπόραγα να τηνε καταλάβω δε θε να’τανε αλήθεια για μένα. Υπάρχουν αλήθεια σ’αυτά τα βιβλία που’χετε στα ράφια, τολμώ να πω,  μα για μένα δεν  είναι αλήθεια, είναι λόγια τ’ αέρα παρεκτός κι αν μπορέσω να καταλάβω τι νόημα έχουν. Αν ελόγου σας, κύριε, ή κάποιος άλλος γραμματιζούμενος κι άνθρωπος με υπομονή ερχόταν και μ’ έπιανε και μου ‘λεγε πως θα με βοηθήσει να καταλάβω τι σημαίνουν αυτά τα λόγια, χωρίς να μ’ αποπάρει αν τύχει κι είμαι κομματάκι  χαζός ή αν ξεχνάω τι σημαίνει το’ να και τ’ άλλο  - ε, τι στο καλό, με τον καιρό ίσως να ‘βλεπα κι εγώ την αλήθεια, ίσως κι όχι. Δεν μπορώ να πω ότι στο τέλος θα σκεφτώ τα ίδια πράγματα με κάποιον άλλονε. Και δε λέω πως την αλήθεια την κόβεις σε λέξεις και τη ράβεις στα μέτρα σου, όμορφα και παστρικά  όπως οι εργάτες κόβουνε τη λαμαρίνα. Μα  ο καθείς το καταλαβαίνει με τον τρόπο του. Σε κάποιον δεν θ’ αρέσει το ένα και σ’ άλλονε το άλλο. Για να μην πω πως μερικά πράγματα σε μερικούς θα πέσουνε πολύ βαριά και γι άλλους θα ‘ναι αλαφριά. Οι άνθρωποι που ‘χουνε σκοπό να γιατροπορέψουνε τον κόσμο με την αλήθεια τους, θα πρέπει να ‘χουνε κατά νού ότι οι άνθρωποι κουβαλάνε διαφορετικά μυαλά ο καθένας. Και να ‘ναι κι αυτοί  και μια στάλα τρυφεροί στο τρόπο που τηνε δίνουνε γιατί ο δόλιος ο άρρωστος  κοσμάκης μπορεί και να τους τη φτύσει  στα μούτρα. Οσο για τον Χάμπερ, πρώτα μου βάρεσε μια στ’αυτί και μετά μου πετάει  το «χάπι» του λέγοντας πως τέτοιος βλάκας που ’μαι δεν θα μου κάνει καλό, αλλά ας είναι.»

«Εύχομαι κάποιοι από τους πιο ευγενικούς και σώφρονες εργοδότες να μπορούσαν να συναντηθούν με κάποιους από εσάς τους εργάτες και να κάμετε  μια όμορφη  συζήτηση πάνω σ’αυτά τα θέματα.Θα είναι σίγουρα ο καλύτερος τρόπος για να ξεπεράσετε τις δυσκολίες σας, οι οποίες έχω την πεποίθηση ότι  προέρχονται από την άγνοιά σας – συγχωρέστε με κύριε Χίγκινς -  πάνω σε θέματα για  τα οποία συμφέρει και τους εργάτες και τους εργοδότες να υπάρξει αμοιβαία κατανόηση. Αναρωτιέμαι,» είπε - απευθυνόμενος μάλλον προς την κόρη του- μήπως θα μπορούσαμε να επηρεάσουμε  τον κύριο Θόρντον ώστε   να πράξει κάτι τέτοιο;»
«Θυμήσου, πατέρα,» είπε εκείνη πολύ χαμηλόφωνα, «τι είχε πει κάποια μέρα – ξέρεις, για τις κυβερνήσεις. Δεν ήθελε να κάνει πιο ξεκάθαρη νύξη σχετικά με την συζήτηση που είχε διαμειφθεί ως προς τον τρόπο καθοδήγησης της εργατικής τάξης –με την παροχή εκπαίδευσης ικανής ώστε να έχουν οι ίδιοι το αυτεξούσιο ή μέσω μιας πεφωτισμένης δεσποτείας από την πλευρά των εργοδοτών – είδε ότι ο Χίγκινς είχε ακούσει το όνομα του κυρίου Θόρντον, αν όχι ολόκληρο το σχόλιο και πράγματι άρχισε να μιλά γι αυτόν.

«Ο Θόρντον! Είναι ο μάγκας που έστειλε αμέσως και φέρανε εκείνους τους Ιρλανδέζους – και φτάσανε τα πράγματα στις ταραχές που καταστρέψανε την απεργία! Ακόμα κι ο Χάμπερ μ’όλο το νταηλίκι του, θα περίμενε κάμποσο – μα εκείνος ο Θόρντον το’πε και το’κανε ! Και τώρα, που το Συνδικάτο  θε να τον ‘φχαριστούσε που ‘καμε μήνυση  στον Μπούσερ και σε ‘κείνους τους τύπους που παρακούσανε τις εντολές μας, πάει ο καλός σου ο Θόρντον και λέει  χωρίς να κουνήσει βλέφαρο, ότι μιας και η απεργία τέλειωσε, εκείνος ως ζημιωμένος, δε θέλει να προχωρήσει  την καταγγελία απέναντι στους ταραχοποιούς.  Πίστευα πως θε να’χε πιότερο κουράγιο. Θαρρούσα πως θα τους πήγαινε δικαστικά και θα ‘παιρνε το αίμα του πίσω καθαρά και ξάστερα. Όμως ‘κείνος είπε ( κάποιος στο δικαστήριο μου τα’πε λέξη προς λέξη): ‘Τους ξέρουν όλοι ποιοι είναι. Θα βρουν την τιμωρία που τους αξίζει γιατί θα είναι δύσκολο να ξαναπιάσουν δουλειά. Αυτό και μόνο θα είναι αρκετά σκληρό.’ Μακάρι μοναχά να πιάνανε τον Μπούσερ και να τον φέρνανε μπροστά στον Χάμπερ. Θα τον έκανε μια χαψιά το γέρικο παλιόσκυλο ! Έτσι θα τον άφηνε νομίζεις  ; Αμ, όχι αυτός !»

«Ο κύριος Θόρντον είχε δίκιο» είπε η Μάργκαρετ. «Τώρα είσαι θυμωμένος με τον Μπούσερ, ειδάλλως πρώτος εσύ  θα έβλεπες πως ενώ η φυσιολογική τιμωρία θα ήταν αρκετή για το παράπτωμα, κάθε περαιτέρω τιμωρία θα έμοιαζε με εκδίκηση.»
«Η κόρη μου δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τον κύριο Θόρντον» είπε ο κύριος Χέηλ, χαμογελώντας προς την μεριά της Μάργκαρετ, ενώ εκείνη κατακόκκινη σαν το γαρίφαλο βάλθηκε να κεντά με περισσότερη επιμέλεια, «όμως πιστεύω ότι  λέει αλήθεια. Τον εκτιμώ για την πράξη του αυτή.»

«Το λοιπόν, κύριε, εκόπιασα πολύ για δαύτηνε την απεργία, και δεν ειν’ παράξενο που είμαι κομμάτι φουρκισμένος βλέποντάς την να παγαίνει στράφι για το χατήρι λίγων ανθρώπων που δε θέλανε να βαστάξουνε σιωπηλά και να υπομείνουνε αντρίκεια και αλύγιστα.»

«Ξεχνάς!» είπε η Μάργκαρετ. «Δεν γνωρίζω καλά τον Μπούσερ αλλά την μοναδική φορά που τον είδα, δεν μίλαγε για τις δικές του ταλαιπωρίες αλλά για την άρρωστη γυναίκα του  - για τα μικρά του παιδιά.»

«Σωστά! Μα κι ελόγου του δεν ήταν από σίδερο. Άρχισε ύστερα να λέει για τα δικά του  βάσανα. Δεν ήταν καμωμένος για ν’ αντέχει.»

«Πώς ήρθε στο Συνδικάτο;» ρώτησε αθώα η Μάργκαρετ. «Δεν φαίνεται να έχεις πολύ σεβασμό γι αυτόν ούτε να κερδίσατε τίποτα που τον είχατε μέλος.»

Το πρόσωπο του Χίγκινς συννέφιασε. Έμεινε σιωπηλός για λίγα λεπτά. Κι ύστερα είπε αρκετά λακωνικά:

«Δεν είναι στο χέρι μου να μιλήσω για το Συνδικάτο. Κάνουν ό,τι κάνουν.  ‘Κείνοι που είναι στη συντεχνία πρέπει να είναι ενωμένοι κι άμα θέλουνε να είναι ξέχωρα απ’ τους άλλους το Συνδικάτο έχει τον τρόπο του.»

Ο κύριος Χέηλ είδε πως ο Χίγκινς  είχε θυμώσει με την τροπή της συζήτησης και δεν μίλησε.  Όχι όμως και η Μάργκαρετ παρότι έβλεπε κι εκείνη ξεκάθαρα τα αισθήματα του Χίγκινς. Ενστικτωδώς κατάλαβε πως αν  κατάφερνε να τον κάνει να εκφραστεί με απλά λόγια, θα μπορούσε κάτι ξεκάθαρο να βγει απ’ αυτό, πάνω στο οποίο θα  μπορούσαν βασιστούν για να βρουν το σωστό και το δίκαιο.

«Και ποιος είναι ο τρόπος του Συνδικάτου;"

Σήκωσε το πρόσωπό του και την κύτταξε, μοιάζοντας αποφασισμένος όσο ποτέ να αντισταθεί πεισματάρικα στην επιθυμία της να μάθει. Όμως το ήρεμο βλέμμα της, σταθερά προσηλωμένο επάνω του με υπομονή και εμπιστοσύνη, τον ανάγκασε να αποκριθεί:

«Να! Αν κάποιος δεν ανήκει στο Συνδικάτο, ‘κείνοι που δουλεύουν δίπλα του στη μηχανή  έχουνε εντολές να μη του μιλάνε – αν  τύχει κι είναι στεναχωρημένος ή άρρωστος αδιάφορο. Τον κρατάμε μακριά. Δεν είναι δικός μας. Σε κάποια μέρη όσοι τους μιλάνε τρώνε πρόστιμο. Είναι να μη σου τύχει δεσποινίς. Τράβα να δουλέψεις κανά δυο χρόνια σ’ένα μέρος  και οι άλλοι να γυρίζουν  αλλού το κεφάλι σαν τους κυττάς. Τράβα  να δουλέψεις δίπλα- δίπλα με ανθρώπους που ξέρεις πως στραβώνουν τα μούτρα τους για ελόγου σου – να μην έχεις κανέναν να πεις τη χαρά σου και να χαρεί . Κι αν τύχει κι η καρδιά σου είναι βαριά, κανείς δε θα δώσει σημασία ούτε στον αναστεναγμό ούτε στην στεναχωρημένη σου όψη (και κανένας άντρας δε θα καταδεχότανε ν’ αρχίσει τα παράπονα επειδής δεν τον ρωτάνε οι άλλοι ‘τι τρέχει’). Τράβα να το ζήσεις αυτό, δεσποινίς – δέκα ώρες για τρακόσες μέρες, και θα καταλάβεις τι σημαίνει Συνδικάτο.»
«Μα επιτέλους!» είπε η Μάργκαρετ «τι τυραννία είναι αυτή; Όχι, Χίγκινς – δεν με νοιάζει στο ελάχιστο ο θυμός σου. Γνωρίζω πως δεν θα θύμωνες με εμένα  ακόμα κι αν ήθελες -  και πρέπει να σου πω την αλήθεια: Ποτέ, μα ποτέ, σε ολόκληρη την ιστορία που έχω διαβάσει δεν έχω ακούσει για πιο αργό και μακρόσυρτο βασανιστήριο απ’ αυτό. Και ανήκεις στο Συνδικάτο! Και μιλάς για την τυραννία των εργοδοτών! »

«Μπά!» είπε ο Χίγκινς, «πες ότι θες! Η πεθαμένη στέκεται ανάμεσα σε σένα και σε κάθε θυμωμένη λέξη απ’ ελόγου μου. Θαρρείς πως ξαστοχάω ποια κείτεται εκεί και πόσο εκείνη σ’ αγάπαγε ; Και είναι τ’αφεντικά που μας ρίξανε στο κρίμα αν το Συνδικάτο είναι κρίμα. Ίσως όχι αυτή η γενιά αλλά οι πατεράδες τους. Οι πατεράδες τους συντρίψανε τους δικούς μας τους κάμανε σκόνη! Παπά! Θαρρώ πως ειχ΄ ακούσει τη μάνα μου να διαβάζει από το ‘Βαγγέλιο:  «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Έτσι και με δαύτους. Τα συνδικάτα ξεκινήσανε εκείνον τον καιρό  της σκληρής καταπίεσης – ήταν ανάγκη να γίνουν. Και είναι  και τώρα ανάγκη, έτσι θαρρώ. Για ν’αντιπαλέψουνε την αδικία  - αυτή που ήταν, αυτή που είναι κι αυτή που θε να’ρθει. Μοιάζει σάμπως με πόλεμο ˙ θα γίνουνε και κάποια παραστρατήματα – μα θε να’τανε μεγαλύτερο κρίμα να μέναμε μονάχοι. Μοναχή μας ελπίδα είναι να ενώσουμε τον κόσμο σ’ ένα κοινό σκοπό. Κι αν  υπάρχουν και κάποιοι κιοτήδες και κάποιοι μουρλοί, πρέπει να’ ρθούνε  και να ενωθούν μαζί μας  στη μεγάλη πορεία που η μόνη της δύναμη είναι το πλήθος.»

«Ω!» είπε ο κύριος Χέηλ αναστενάζοντας, «το Συνδικάτο σας αυτό καθεαυτό, θα μπορούσε να είναι υπέροχο, μεγαλειώδες – η Χριστιανοσύνη η ίδια- αν μονάχα είχε στόχο το κοινό καλό και όχι απλά το συμφέρον μιας τάξης ενάντια στην άλλη.»

«Θαρρώ, πως είναι ώρα να φεύγω, κύριε,» είπε ο Χίγκινς καθώς το ρολόι σήμανε δέκα.

«Για το σπίτι;» έκανε η Μάργκαρετ πολύ ήρεμα. Εκείνος κατάλαβε τι εννοούσε και πήρε το απλωμένο χέρι που του έτεινε. «Για το σπίτι, δεσποινίς. Μπορείς να μού ’χεις ‘μπιστοσύνη μ’ όλο που είμαι του Συνδικάτου.»
«Σε εμπιστεύομαι απόλυτα, Νίκολας»

«Μείνετε!» είπε ο κύριος Χέηλ σπεύδοντας προς τη βιβλιοθήκη. «Κύριε Χίγκινς, θα μας κάνετε παρέα στην βραδυνή μας προσευχή;»
Ο Χίγκινς κύτταξε την Μάργκαρετ με αμφιβολία. Το γλυκό, σοβαρό της βλέμμα συνάντησε το δικό του. Δεν είδε καμμία πίεση, μόνο βαθύ ενδιαφέρον. Δεν μίλησε παρά έμεινε εκεί που βρισκόταν.
Η Μάργκαρετ, το Κορίτσι της Εκκλησίας,  ο πατέρας της ο Σχισματικός και ο Χίγκινς ο Άπιστος γονάτισαν μαζί. Και αυτό, δεν τους έβλαψε καθόλου.


3 σχόλια:

  1. "... Ώστε αυτός ήταν ο θάνατος! Έμοιαζε να είναι πιο γαλήνιος από την ζωή....."
    περιμένω τη συνέχεια....
    Η Ελίζαμπεθ Γκάσκελ μοιάζει να είναι εξοικειωμένη με το θάνατο και περιγράφει γλαφυρά τις αντιδράσεις της Μάργκαρετ ,της Μαίρης και του Νίκολας. Τρεις διαφορετικές μεταξύ τους αντιδράσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κατάφερα να διαβάσω όλα τα κεφάλαια μονοκοπανιά και έχω να πω ότι έχω ενθουσιαστεί! Και με την πλοκή, αλλά και με τη μετάφραση της φίλης Μαργαρίτας. Είναι εξαιρετική η δουλειά που έχει κάνει! Ανυπομονώ για να ανέβει το επόμενο κεφάλαιο. Χθες πήρα το βιβλίο στα αγγλικά και το ξεκίνησα από εκεί που σταμάτησε η μετάφραση. Υπόψη, δεν έχω δει τη σειρά και δεν ξέρω τι γίνεται στο τέλος. Υποθέτω ότι άμα δω τη σειρά θα κολλήσω, ε?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Άλκηστή μου σ'ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια !
      Χαίρομαι που σου άρεσε η απόδοση γιατί η αλήθεια είναι πως βάζω τα δυνατά μου αλλά πάντα έχω μια έγνοια ότι θα μπορούσα και καλύτερα (και συνήθως έχω δίκιο) αλλά ο χρόνος τρέχει και δεν θέλω να τρενάρω τα κεφάλαια. Το βιβλίο είναι υπέροχο, θα το δείς και μόνη σου. Έχω τα dvd της σειράς με αγγλικούς υπότιτλους. Όποτε θες στη διάθεσή σου. Είναι εξαιρετική ΚΑΙ η σειρά ....!

      Διαγραφή