Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

Κεφάλαιο 31ο "Ξεχνιούνται οι παλιοί γνωστοί ;"

Η ζωή συνεχίζεται στο Μίλτον. Η Μάργκαρετ συνεχίζει να στηρίζει την οικογένεια και να παίρνει αποφάσεις που κανονικά θα έπρεπε να τις αναλάβει ο κύριος Χέηλ. 
Στην εικονογράφηση το πορτραίτο που έχω χρησιμοποιήσει για να εικονογραφήσω τον Λέοναρντς ανήκει στον Robert Cornelious και στην ουσία είναι η πρώτη δαγκεροτυπία που απεικονίζει πρόσωπο, χρονολογημένη από το 1839. Περίπου 15 χρόνια πριν από την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μας. Επίσης, με αφορμή τον τίτλο του 31ου κεφαλαίου, αξίζει να αναζητήσετε πληροφορίες για τον Σκωτσεζο Βάρδο , τον Robert Burns.



"Ξεχνιούνται οι παλιοί γνωστοί ;" *
                             Στίχος του  Σκωτσέζου ποιητή  Robert Burns από το "Auld Lang Syne"

Έφτασε το τσουχτερό πρωινό του Οκτωβρίου. Όχι σαν τον Οκτώβριο της εξοχής του Νότου, με την απαλή, ασημένια πάχνη που  έσβηνε μόλις πρόβαλλαν  οι ηλιαχτίδες φανερώνοντας όλη την μεγαλειώδη ομορφιά των χρωμάτων, αλλά ο Οκτώβριος του Βορρά, στο Μίλτον, όπου η ασημένια πάχνη ήταν πυκνή ομίχλη κι ο ήλιος όταν κατάφερνε να ξεπροβάλλει και να λάμψει έδειχνε μόνο ατέλειωτους σκοτεινούς δρόμους. Η Μάργκαρετ περιφερόταν νωθρά, βοηθώντας την Ντίξον στο να τακτοποιήσει το σπίτι. Τα δάκρυα την τύφλωναν συνεχώς όμως δεν είχε χρόνο για να ξεσπάσει κλαίγοντας όπως θα ήθελε. Ο πατέρας της όπως και ο αδελφός της βασίζονταν πάνω της∙ ενώ εκείνοι είχαν παραδοθεί στον πόνο τους, αυτή έπρεπε να δουλέψει, να σκεφτεί, να υπολογίσει. Ακόμα και  αυτά τα αναγκαία  περί της κηδείας θα έπρεπε να τα διευθετήσει η ίδια.
Μόλις η φωτιά θέριεψε λάμποντας και τριζοβολώντας – όταν όλα ήταν έτοιμα για το πρόγευμα και το τσαγερό στην άκρη σφύριζε το σκοπό του, η Μάργκαρετ έριξε μια ματιά τριγύρω στο δωμάτιο πριν πάει να φωνάξει τον κύριο Χέηλ και τον Φρέντερικ. Ήθελε να είναι όλα όσο το δυνατόν πιο πρόσχαρα, κι όμως μόλις πέτυχε το σκοπό της, η αντίθεση ανάμεσα στην χαρούμενη όψη του δωματίου και στις σκοτεινές της σκέψεις την έκανε να βάλει ξαφνικά τα κλάματα. Είχε γονατίσει δίπλα στον καναπέ, κρύβοντας το πρόσωπό της ανάμεσα στα μαξιλάρια για να μην την ακούσει κανείς, όταν ένοιωσε στον ώμο της το άγγιγμα της Ντίξον.
«Ελάτε, μις Χέηλ, ησυχάστε, καλή μου! Δεν πρέπει να το βάλετε κάτω, ειδαλλιώς τι θ’απογίνουμε ;  Δεν υπάρχει κανένας  άλλος στο σπίτι που να μπορεί να βάλει σε τάξη τα πράγματα και έχουν να γίνουν τόσα πολλά ακόμη. Πρέπει να κανονίσουμε για την κηδεία – ποιοι θα έρθουν, πού θα γίνει και όλα αυτά. Ο κύριος Φρέντερικ έχει τρελαθεί στο κλάμα κι ο αφέντης  που ποτέ δεν τα κατάφερνε σ’αυτά, τώρα μοιάζει να τα’χει χαμένα εντελώς ο δόλιος ! Είναι πολύ σκληρό, καλή μου, το ξέρω, αλλά όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα. Σταθήκατε τυχερή που δεν χάσατε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο ως τα τώρα.»
Ίσως να ήταν έτσι. Όμως αυτή ήταν από μόνη της μια τεράστια απώλεια – δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα άλλο στον κόσμο. Η Μάργκαρετ δεν ένιωσε να την παρηγορούν τα λόγια της Ντίξον, αλλά η ασυνήθιστη τρυφερότητα στον τρόπο της  αυστηρής ηλικιωμένης υπηρέτριας άγγιξε την καρδιά της και για το λόγο αυτό περισσότερο, παρά για οτιδήποτε άλλο, σηκώθηκε και απαντώντας με ένα χαμόγελο  στο ανήσυχο βλέμμα της Ντίξον, πήγε να πει στον πατέρα και τον αδελφό της ότι το πρόγευμα ήταν έτοιμο.
Ο κύριος Χέηλ ήρθε σαν να περπατούσε μέσα σ’ ένα όνειρο- ή μάλλον με τις ασυναίσθητες κινήσεις κάποιου που υπνοβατεί και που τα μάτια και το μυαλό του βλέπουν άλλα πράγματα από αυτά που τον περιβάλλουν.  Ο Φρέντερικ μπήκε μέσα με ζωηρό βήμα και βεβιασμένη φαιδρότητα, της έπιασε το χέρι, την κύτταξε στα μάτια και ξέσπασε σε λυγμούς.  Η Μάργκαρετ έπρεπε να προσπαθεί να βρίσκει διάφορα ανούσια πράγματα προς συζήτηση σε όλη τη διάρκεια  του προγεύματος για να αποστρέφει την σκέψη της συντροφιάς μακριά από την ανάμνηση του τελευταίου γεύματος που είχαν μοιραστεί, όταν συνεχώς είχαν στραμμένη την προσοχή τους για κάποια κίνηση ή ήχο από το δωμάτιο της άρρωστης.
Αφού τελείωσαν, αποφάσισε να μιλήσει στον πατέρα της για  την κηδεία.  Εκείνος, κουνώντας το κεφάλι, συναινούσε σε ό,τι  του πρότεινε, αν  και πολλές από τις προτάσεις της ήταν εντελώς  αντιφατικές.  Η Μάργκαρετ δεν αποκόμισε κάτι βέβαιο από αυτόν και φεύγοντας από το δωμάτιο για να βρει και να συμβουλευτεί την Ντίξον, άκουσε τον πατέρα της να την καλεί πίσω.
«Ρώτα τον κύριο Μπέλλ» της είπε με φωνή υπόκωφη.
«Τον κύριο Μπέλλ!» έκανε εκείνη κάπως έκπληκτη. «Τον κύριο Μπέλλ που ζει στην Οξφόρδη;»
«Τον κύριο Μπελλ» επανέλαβε εκείνος. «Ναι. Ήταν κουμπάρος στο γάμο μου.»
Η Μάργκαρετ κατάλαβε τον σύνδεσμό τους.
«Θα του γράψω αμέσως.» απάντησε. Εκείνος, βυθίστηκε ξανά στην απραξία. Όλο το πρωί η Μάργκαρετ συνέχισε να κοπιάζει, λαχταρώντας να ξεκουραστεί, εντούτοις συνέχισε να καταπιάνεται με τα πάντα, βυθισμένη στη μελαγχολία.
Κοντά στο βράδυ, η Ντίξον της είπε: «Τα κατάφερα, δεσποινίς. Στ’αλήθεια φοβόμουνα για τον κύριο ότι θα του’ρχότανε κόλπος απ’τη στεναχώρια του. Όλη τη μέρα σήμερα την πέρασε με την κυρά. Κι όταν πήγα κι αφουγκράστηκα στην πόρτα, τον άκουγα να της μιλά και να της λέει σαν να’τανε ζωντανή. Σαν μπήκα μέσα, έμενε αμίλητος κι ακούνητος σαν παραζαλισμένος. Έτσι έκατσα κι είπα με το νου μου πως πρέπει κάτι να κάνω να τον ξυπνήσω κι αν  τύχει και ταραχτεί στην αρχή, ίσως να βγει και σε καλό μετά.  Έτσι, πήγα και του’ πα πως νομίζω ότι ο κύριος Φρέντερικ δεν είναι ασφαλής εδώ.  Και πραγματικά έτσι νομίζω. Μόλις την Τρίτη που βγήκα έξω, συνάντησα έναν τύπο από το Σάουθσάμπτον – τον πρώτο που είδα αφότου ήρθα εδώ στο Μίλτον – δεν τυχαίνει να’ρχονται συχνά εδώ, νομίζω.  Που λέτε, ήταν εκείνο το παιδί, ο Λέοναρντς ,ο γυιός του γερο-Λέοναρντς που πουλαγε υφάσματα, ο μεγαλύτερος αλήτης στον κόσμο – κόντεψε να τον πεθάνει το δόλιο τον πατέρα του και ύστερα το ’σκασε και  πήγε στα καράβια. Ποτέ μου δεν τον χώνεψα. Ήταν στο Orion τον ίδιο καιρό με τον κύριο Φρέντερικ, αλλά δε θυμάμαι αν ήταν  εκεί και στην ανταρσία.
«Σε αναγνώρισε;» ρώτησε η Μάργκαρετ ανυπόμονα.
«Μα, αυτό είναι το χειρότερο. Δεν νομίζω ότι θα με καταλάβαινε αν δεν πήγαινα η χαζή να του μιλήσω πρώτη. Ήταν ένας γνωστός από το Σάουθάμπτον σε ένα ξένο μέρος αλλιώς δε θα γύρευα να πιάσω φιλίες με δαύτον – ένας άχρηστος, ένα ρεμάλι ! Μου λέει : «Μις Ντίξον! Ποιος να μου το ’λεγε πως θα σ’ έβλεπα εδώ ; Μήπως όμως λαθεύω και δεν είσαι πια ‘δεσποινίς Ντίξον’ ;» Γύρισα και του ‘πα πως εξακολουθούσα να κρατώ το πατρικό μου όνομα αν και θα είχα καλές ευκαιρίες για γάμο αν δεν ήμουν τόσο επιλεκτική. ‘Εκαμε τον  ευγενικό: « Δεν αμφέβαλε καθόλου πως έτσι ήταν». Δεν θα μ’έπιανε όμως κορόϊδο  ένας του λόγου του και του απάντησα στα ίσα – και για να μη φανεί πως με πείραξε, ρώτησα μέχρι  και για τον πατέρα του (που το’ξερα πως τον είχε πετάξει έξω από το σπίτι) σαν να είχαν τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν, για να με συγχύσει, γιατί βλέπεις μόλο που που είμασταν όλο ευγένεια, είχαμε αρχίσει να τρωγόμαστε, άρχισε να ρωτά για τον κύριο Φρέντερικ, και είπε σε τι φασαρίες είχε μπλέξει ( λες και οι φασαρίες του κυρίου Φρέντερικ θα μπορούσαν ποτέ να ξεπλύνουν τις ντροπές του  Τζωρτζ Λέοναρντ ή θα τον έκαμαν να φαίνεται καλύτερος απ’ότι είναι – ένα άχρηστο παλιοτόμαρο.) Κι έλεγε πως θα τον κρεμάσουν για ανταρσία αν τυχόν και τον πιάσουνε, και πως τον έχουνε επικηρυγμένο για 100 λίρες και πόσο έχει ατιμάσει  την οικογένειά του – κι όλα αυτά για να με συγχύσει, καλή μου, γιατί ήξερε πως κι από παλαιότερα ευχαρίστως θα βόηθαγα τον γερο-Λέοναρντ να τον βάλει σε μια τάξη, εκεί στο Σάουθσάμπτον. ‘Ετσι του ‘πα πως είναι κι άλλες οικογένειες που έχουν πιότερες αιτίες να  ντρέπονται για τα βλαστάρια τους και πως θα το χαίρονταν αν μάθαιναν πως τα παιδιά τους βγάζουνε τίμια το ψωμί τους στα ξένα, μακριά απ’ το σπίτι τους. Κι έπειτα ο αναιδέστατος μου είπε πως μπορώ να του έχω εμπιστοσύνη και αν τυχόν γνωρίζω κάποιο νεαρό που για κακή του τύχη παραστράτησε, και θα’θελε να βρεθεί στον ίσιο δρόμο, ο ίδιος ευχαρίστως να του προσφέρει ο ίδιος καθοδήγηση. Ακούς εκεί! Αυτός θα κόλαζε και άγιο ! Είχα χρόνια να αισθανθώ τόσο άσχημα όσο προχθές που καθόμουνα και του μίλαγα. Μου ’ρχότανε να βάλω τις φωνές που δεν μπορούσα να τον προσβάλλω περισσότερο, έτσι που στεκότανε και μου γελούσε κατάμουτρα λες και έπαιρνε όλες μου τις προσβολές για κοπλιμέντα και δεν τον ένοιαζε σταλιά ό, τι και να του’λεγα ενώ εγώ γινόμουν έξω φρενών με τα λόγια του.»
«Όμως δεν του είπες τίποτα για εμάς…για τον Φρέντερικ;»
«Και βέβαια, όχι !» είπε η Ντίξον. «Δεν μπήκε στον κόπο να με ρωτήσει πού έμενα και να ρώταγε εγώ δε θα του το’λεγα. Ούτε και τον ρώτησα με τι καταπιανόταν.  Περίμενε ένα λεωφορείο  το οποίο ήρθε εκείνη ακριβώς την ώρα και ‘κείνος ανέβηκε πάνω. Όμως για να με συγχύσει ως το τέλος, γύρισε την τελευταία στιγμή πριν ανέβει και μου ‘πε: « Αν με βοηθήσεις να τσακώσουμε τον υποπλοίαρχο Χέηλ, μις Ντίξον, θα μοιραστούμε το παραδάκι. Ξέρω πως θες να γίνουμε συνεταιράκια, έτσι ; Έλα πες το, μην ντρέπεσαι.»
Κι ύστερα ανέβηκε στο λεωφορείο και τον είδα να με λοξοκυττάει με το άσχημο μούτρο του,  κρυφογελώντας που κατάφερε να’χει εκείνος την τελευταία λέξη.»
Η Μάργκαρετ αναστατώθηκε με τα λόγια της Ντίξον.
«Το είπες στον Φρέντερικ;» τη ρώτησε.
«Όχι,» απάντησε η Ντίξον « Ανησυχούσα με τη  σκέψη ότι αυτός ο παλιάνθρωπος ο Λέοναρντς βρισκόταν στην πόλη, αλλά είχα τόσα πράγματα να σκεφτώ εκείνες τις μέρες που δεν κάθησα να το συλλογιστώ και πολύ. Όμως βλέποντας τον κύριο να στέκεται  έτσι ακίνητος κι αμίλητος και με την όψη του θλιμμένη και μες στα δάκρυα, σκέφτηκα ότι ίσως και να τον ταρακουνούσε λιγάκι αν είχε να σκεφτεί την ασφάλεια του κυρίου Φρέντερικ. Έτσι, κάθισα και του τα είπα όλα, μ’όλο που κοκκίνιζα όταν είπα πως ένας νεαρός μιλούσε μαζί μου στο δρόμο. Και του’κανε καλό του κυρίου. Αν πρέπει να εξακολουθήσει να κρύβεται ο κύριος Φρέντερικ, τότε θα πρέπει να φύγει, το δόλιο το παιδί, πριν έρθει ο κύριος Μπέλλ.»
«Ω, δεν φοβάμαι για τον κύριο Μπέλλ, αλλά γι αυτόν τον Λέοναρντς. Πρέπει να το πω στον Φρέντερικ. Πως  είναι ο Λέοναρντς;»
« Ένας κακιασμένος άνθρωπος, σας το λέω, δεσποινίς. Με κάτι τεράστιες κατακόκκινες φαβορίτες – αίσχος! Και μ’όλο που μού ‘πε ότι έχει καλή θέση, φόραγε κάτι ντρίλινα ρούχα σαν εργάτης.»΄
Ήταν φανερό ότι ο Φρέντερικ έπρεπε να φύγει.  Και μάλιστα όταν είχε βρει ξανά την θέση του μέσα στην θαλπωρή της οικογένειας και επρόκειτο να φανεί  σίγουρο στήριγμα στην αδελφή και τον πατέρα του. Ειδικά όταν η φροντίδα για την μητέρα του όσο ήταν ζωντανή και η θλίψη του τώρα που ήταν νεκρή τον έδενα ακόμα περισότερο με τους οικογενειακούς δεσμούς και καθιστούσαν δυσκολότερο τον αποχωρισμό.
Ενώ η Μάργκαρετ καθόταν δίπλα στο αναμμένο τζάκι του καθιστικού και αναλογιζόταν όλα αυτά  - με τον πατέρα της δίπλα ταραγμένο και ανήσυχο κάτω από την πίεση του νέου φόβου, για τον οποίο ακόμα δεν είχε πει κουβέντα -  μπήκε στο δωμάτιο ο Φρέντερικ, με χλωμό το λαμπερό του πρόσωπο, αλλά δείχνοντας ότι το υπερβολικά βίαιο ξέσπασμα  της θλίψης του είχε περάσει. Πήγε κατευθείαν στην Μάργκαρετ και τη φίλησε στο μέτωπο.
«Πόσο χλωμή, είσαι Μάργκαρετ!» είπε χαμηλόφωνα. «Είχες να φροντίσεις για όλους μας και για σένα δεν φρόντισε κανείς. Ξάπλωσε στον καναπέ – δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνεις.»
«Αυτό είναι το χειρότερο απ’όλα ,» ψιθύρισε εκείνη.
Έπειτα πήγε και ξάπλωσε και ο αδελφός της αφού της σκέπασε τα πόδια με μια εσάρπα, πήγε και κάθισε κάτω δίπλα της. Τα δυο αδέλφια άρχισαν να μιλούν χαμηλόφωνα. Η Μάργκαρετ του είπε όλα όσα της αφηγήθηκε η Ντίξον για την συνάντησή της με τον Λέονταρντς. Ο Φρέντερικ έσφιξε τα χείλη του σε μια ίσια γραμμή, φανερά απογοητευμένος.
«Θα’θελα να ξεκαθαρίσω τους λογαριασμούς μου μια και καλή μ’αυτόν τον άνθρωπο. Ο χειρότερος ναύτης που υπηρέτησε ποτέ σε καράβι – κι ο χειρότερος χαρακτήρας. Αυτό στο δηλώνω! Γνωρίζεις τις λεπτομέρειες του περιστατικού, Μάργκαρετ ?»
«Ναι, μου μίλησε η μαμά.»
«Ε, λοιπόν, όταν όλοι οι καλοί και άξιοι ναυτικοί είχαν αγανακτήσει με τον καπετάνιο μας, αυτός ο τύπος για να γίνει αρεστός – φτού! Και να σκεφτεί κανείς ότι βρίσκεται εδώ! Ω, έτσι και είχε την παραμικρή υποψία πως βρίσκομαι σε ακτίνα είκοσι μιλίων από αυτόν, θα με κατέδιδε για να κλείσει παλιούς λογαριασμούς.  Καλύτερα να έπαιρνε οποιοσδήποτε άλλος αυτές τις εκατό λίρες που πιστεύεται ότι αξίζει το κεφάλι μου, παρά αυτό το κάθαρμα. Κρίμα που δεν μπορούμε να πείσουμε την καημένη την γριά-Ντίξον να με καταδώσει και να πάρει την αμοιβή για να’χει μια ασφάλεια στα γεράματά της.»
«Ω, σώπα, Φρέντερικ! Μη μιλάς έτσι.»
Ο κύριος Χέηλ πήγε προς το μέρος τους  τρέμοντας με ανυπομονησία. Είχε ακούσει τι έλεγαν. Πήρε το χέρι του Φρέντερικ στα δικά του.
« Παιδί μου, πρέπει να φύγεις. Είναι πολύ άσχημο, αλλά βλέπω ότι αυτό πρέπει να γίνει. Έκανες ό,τι μπορούσες. Ήσουν μια παρηγοριά για εκείνη.»
«Ω, πατέρα, στ’ αλήθεια πρέπει να φύγει;» έκανε η Μάργκαρετ παρακαλεστικά παρά την  πεποίθηση και της ίδιας ότι αυτό ήταν το σωστό.
«Σας δηλώνω ότι σκέφτομαι να το αντιμετωπίσω και να προσαχθώ σε δίκη. Να μπορούσα  μονάχα να συγκεντρώσω  αποδεικτικά στοιχεία. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι θα με έχει στο χέρι αυτός ο εκβιαστής ο Λέοναρντς. Υπό άλλες συνθήκες, θα απολάμβανα αυτή την επίσκεψη  στα κλεφτά : έχει όλη την γοητεία για την οποία φημίζονται οι Γαλλίδες κυρίες  που ασκούν τις απαγορευμένες ηδονές.»
«Μια από τις πρώτες μου αναμνήσεις, Φρέντ,» είπε η Μάργκαρετ, « είναι ότι  είχες πέσει σε  μεγάλη δυσμένεια επειδή είχες κλέψει μήλα. Είχαμε πολλά δέντρα δικά μας, όλα κατάφορτα με μήλα όμως κάποιος σου είχε πει ότι τα κλεμμένα φρούτα ήταν πιο γλυκά,  κάτι το οποίο πίστεψες κατά γράμμα, και αμέσως πήγες  να τα κλέψεις. Δεν έχεις αλλάξει και πολύ από τότε.»
«Ναι – πρέπει να φύγεις,» επανέλαβε ο κύριος Χέηλ, απαντώντας και στην προηγούμενη ερώτηση της Μάργκαρετ. Ο νους του  ήταν προσηλωμένος σ’ένα και μόνο πράγμα και χρειαζόταν να καταβάλλει προσπάθεια για να παρακολουθήσει τη γρήγορη στιχομυθία των παιδιών του, προσπάθεια που δεν έκανε.
Η Μάργκαρετ και ο Φρέντερικ κυττάχτηκαν μεταξύ τους.  Δεν θα είχαν πια αυτή τη γοργή στιγμιαία αλληλοκατανόηση όταν  εκείνος έφευγε. Μπορούσαν  με το βλέμμα να πουν τόσα πράγματα που δεν τα χωρούσαν οι λέξεις. Και οι δυο αναθεμάτιζαν την ίδια σκέψη, μέχρι που βούλιαξαν στην θλίψη. Πρώτος συνήλθε ο Φρέντερικ.
«Ξέρεις, Μάργκαρετ, σήμερα το απόγευμα κόντεψα να πάρω μια τρομάρα – κι εγώ, κι η Ντίξον. Είχα ακούσει  το κουδούνι της εξώπορτας  να χτυπά, αλλά σκέφτηκα πως ο επισκέπτης θα είχε τελειώσει τη δουλειά του και θα είχε ήδη φύγει, έτσι ήμουν έτοιμος να εμφανιστώ στο διάδρομο, όταν ανοίγοντας την πόρτα της κάμαράς μου, βλέπω την Ντίξον να κατεβαίνει. Συνοφρυώθηκε και με έσπρωξε πάλι μέσα. Άφησα την πόρτα ανοικτή και άκουσα να δίνει κάποιο μήνυμα σε έναν άνδρα που βρισκόταν στο γραφείο του πατέρα, και ο οποίος έφυγε κατόπιν. Ποιος  μπορεί να ήταν ; Κάποιος  από τους εμπόρους;»
«Πολύ πιθανόν,» είπε αδιάφορα η Μάργκαρετ. « Ένας  κοντούλης, ήσυχος ανθρωπάκος ήρθε να λάβει εντολές γύρω στις δύο.»
«Μα, δεν ήταν κάποιος μικροκαμωμένος, αλλά ένας ψηλός γεροδεμένος τύπος. Και ήταν περασμένες τέσσερις όταν έφυγε.»
«Ο κύριος Θόρντον, ήταν» είπε ο κύριος Χέηλ. Χάρηκαν που τον έκαναν να συμμετέχει στη συζήτηση.
«Ο κύριος Θόρντον!» είπε η Μάργκαρετ κάπως έκπληκτη. «Νόμιζα πως…»
«Λοιπόν, τι ήταν αυτό που νόμισες, μικρή μου;» είπε ο Φρέντερικ  καθώς εκείνη άφησε την φράση της μισοτελειωμένη.
«Ω, απλά νόμιζα» είπε εκείνη κυττάζοντάς τον καταπρόσωπο και κοκκινίζοντας « πως εννοούσες κάποιον από διαφορετική κοινωνική τάξη, όχι έναν κύριο – κάποιον που ήρθε για θελήματα.»
«Κάπως έτσι έμοιαζε» είπε ο Φρέντερικ ανέμελα. «Τον θεώρησα έμπορο και αποδείχτηκε ότι ήταν βιοτέχνης.»
Η Μάργκαρετ δεν απάντησε. Θυμήθηκε πώς κι εκείνη στην αρχή, πριν γνωρίσει τον χαρακτήρα του, είχε τη ίδια γνώμη με τον Φρέντερικ και μιλούσε γι αυτόν με τον ίδιο τρόπο. Ήταν φυσικό να προκαλεί τέτοια εντύπωση,   όμως εκείνη την ενοχλούσε λίγο. Δίσταζε να μιλήσει – ήθελε να δώσει στον Φρέντερικ να καταλάβει  τι είδους άνθρωπος ήταν ο κύριος Θόρντον αλλά η γλώσσα της είχε δεθεί κόμπος.
Ο κύριος Χέηλ συνέχισε. «Νομίζω ότι ήρθε να προσφέρει κάθε βοήθεια που θα μπορούσε να παράσχει. Όμως δεν  ήμουν σε θέση να τον δω. Είπα στην Ντίξον να τον ρωτήσει αν ήθελε να δει εσένα  - νομίζω πως της είπα να σε βρει και να πας να τον δεις. Δεν ξέρω τι της είπα.»
«Είναι μια ευχάριστη γνωριμία, σωστά;» πέταξε ό Φρέντερικ την ερώτηση στον αέρα  και περίμενε να δει ποιος θα την πιάσει.
«Ένας πολύ ευγενικός φίλος,» είπε η Μάργκαρετ βλέποντας τον πατέρα της να μην αποκρίνεται.
.................................................................................................................................................

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Κεφάλαιο 30 : "Επιστρέφοντας επιτέλους στο σπίτι "




Βορράς κ Νότος 

Κεφάλαιο 30ο

«Επιστρέφοντας επιτέλους στο σπίτι.»



Η κυρία Θόρντον επισκέφτηκε την κυρία Χέηλ το επόμενο πρωί. Είχε χειροτερεύσει. Μια από εκείνες τις αιφνίδιες μεταπτώσεις, εκείνα τα μεγάλα, ολοφάνερα βήματα της πορείας προς το θάνατο, είχε λάβει χώρα την προηγούμενη νύχτα. Ακόμα και η ίδια της η οικογένεια είχε αιφνιδιαστεί από τη γκρίζα, αποστεωμένη της όψη αυτές τις τελευταίες δώδεκα ώρες που βασανιζόταν. Η κυρία Θόρντον – η οποία είχε εβδομάδες να την δει- αμέσως μαλάκωσε.
..........................................................................................................................................................
 Ενώ η κυρία Θόρντον μπήκε στο δωμάτιο δυναμική  και σφύζουσα από ζωή, η κυρία Χέηλ ήταν ξαπλωμένη, ακίνητη, ωστόσο η όψη  της έδειξε πως αναγνώρισε την επισκέπτρια. Πέρασαν ένα δύο λεπτά μέχρι ν’ ανοίξει τα μάτια της. Τα  βλέφαρά της ήταν γεμάτα δάκρυα, έπειτα σήκωσε το βλέμμα και το αδύναμο χέρι της αναζήτησε πάνω από τα σκεπάσματα τα δυνατά, σταθερά δάχτυλα της κυρίας Θόρντον. Έπειτα είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν – η κυρία Θόρντον αναγκάστηκε αφήνοντας την αλύγιστη στάση της να σκύψει μπροστά και να αφουγκραστεί:

«Την Μάργκαρετ ….έχετε κι εσείς  μια κόρη….. η αδελφή μου είναι στην Ιταλία. Το παιδί μου θα μείνει χωρίς μητέρα ….μόνη σε ξένο τόπο…..αν πεθάνω…..μπορείτε εσείς….»

........................................................................................................

«Θέλετε να σταθώ ως φίλη στην δεσποινίδα Χέηλ», είπε η κυρία Θόρντον με μετρημένη φωνή που δεν είχε μαλακώσει όπως η καρδιά της αλλά ηχούσε ευκρινής και ξεκάθαρη.

Η κυρία Χέηλ έχοντας ακόμα προσηλωμένα τα μάτια της στο πρόσωπο της κυρίας Θόρντον, πίεσε το χέρι που βρισκόταν πάνω στα κλινοσκεπάσματα κάτω από το δικό της.  Δεν ήταν σε θέση να μιλήσει. Η κυρία Θόρντον αναστέναξε. « Θα σταθώ αληθινή φίλη, αν το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Όχι με τρυφερότητα, δεν μπορώ…( «να είμαι τρυφερή μαζί της» ήταν έτοιμη να πει, αλλά βλέποντας εκείνο το ταλαιπωρημένο, ανήσυχο πρόσωπο, μαλάκωσε) … «δεν είναι στη φύση μου να δείχνω τρυφερότητα, ακόμα κι όταν τη νοιώθω, ούτε να σπεύδω πρόθυμα να δίνω συμβουλές εν γένει. Όμως, αφού μου το ζητάτε, εφόσον αυτό είναι παρήγορο για εσάς, σας το υπόσχομαι.» Για λίγο δεν μίλησε κανείς. Η κυρία Θόρντον ήταν πολύ ευσυνείδητη ώστε να υποσχεθεί κάτι που δεν είχε πρόθεση να πράξει ˙ και το να πράξει ο,τιδήποτε ευγενές χάριν της Μάργκαρετ την οποία εκείνη τη στιγμή αντιπαθούσε  όσο κανέναν άλλον, ήταν δύσκολο – σχεδόν ακατόρθωτο.

«Το υπόσχομαι» είπε με αυστηρή σοβαρότητα. Αυτό φάνηκε να εγκαρδιώνει την  ετοιμοθάνατη και να της δίνει πίστη σε κάτι σταθερότερο από την ίδια τη ζωή – την ζωή που τρεμόσβηνε και παράπαιε.  «Υπόσχομαι, πως σε οποιαδήποτε δυσκολία βρεθεί η μις Χέηλ…»

«Πείτε την Μάργκαρετ!» είπε  η κυρία Χέηλ ασθμαίνοντας.

«….και στην οποία θα έρθει σε εμένα για βοήθεια, θα την βοηθήσω με όλες μου τις δυνάμεις σαν να ήταν κόρη μου. Υπόσχομαι επίσης, ότι αν ποτέ την δω να υποπίπτει σε σφάλμα, κατά τη δική μου κρίση …»

.........................................................................................................................................................

Ο κύριος Χέηλ διατηρούσε τις ελπίδες του, δεν απελπιζόταν ανάμεσα στις κρίσεις που προκαλούσε η ασθένεια της γυναίκας του ˙ αναθάρρευε σε κάθε ανάπαυλα από τον πόνο, πιστεύοντας ότι ήταν η αρχή για την οριστική ανάρρωση.  Έτσι όταν ερχόταν νέος παροξυσμός, πιο σοβαρός από τον προηγούμενο,  τον έπιανε ξανά η αγωνία και η απογοήτευση ήταν μεγαλύτερη.  Αυτό το απόγευμα βρισκόταν στο σαλόνι, ανίκανος να βρει παρηγοριά στη μοναξιά του γραφείου του ή σε οποιαδήποτε απασχόληση.  Έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του που ήταν διπλωμένα πάνω στο τραπέζι.  Η Μάργκαρετ ένοιωσε την καρδιά της να πονά βλέποντάς τον, όμως καθώς εκείνος δεν μιλούσε, προτίμησε να μην αποπειραθεί να του προσφέρει παρηγοριά. Η Μάρθα είχε φύγει. Η Ντίξον ήταν δίπλα στην κυρία Χέηλ που κοιμόταν. Το σπίτι ήταν ήσυχο και σιωπηλό και καθώς έπεφτε το σκοτάδι κανείς δεν είχε φροντίσει να ανάψει τα κεριά. Η Μάργκαρετ καθόταν δίπλα στο παράθυρο κυττάζοντας έξω τα φώτα του δρόμου όμως στην πραγματικότητα δεν έβλεπε τίποτα – άκουγε μόνο τον πατέρα της να αναστενάζει βαριά. Δεν ήθελε να πάει κάτω για να φέρει τα κεριά, λες και  αν έλειπε η ήσυχη παρουσία της από το δωμάτιο θα άφηνε χώρο να ξεδιπλωθούν πιο βίαια συναισθήματα και αυτή δεν θα ήταν εκεί για να τον παρηγορήσει. Εντούτοις, τη στιγμή ακριβώς που σκεφτόταν ότι έπρεπε να πάει να κυττάξει τη φωτιά της κουζίνας μια και δεν υπήρχε κανένας άλλος να την φροντίσει εξόν από την ίδια, άκουσε τον απόμακρο ήχο του κουδουνιού της εξώπορτας. Κάποιος το είχε τραβήξει με τόση δύναμη που τα καλώδια αντήχησαν σε όλο το σπίτι μ’ όλο που το ίδιο το κουδούνισμα δεν ήταν δυνατό. Ξαφνιασμένη, σηκώθηκε, προσπέρασε τον πατέρα της που δεν κινήθηκε στο άκουσμα του πνιχτού, σβησμένου ήχου – στράφηκε πάλι πίσω και τον φίλησε τρυφερά. Και πάλι εκείνος δεν κινήθηκε, ούτε που πρόσεξε την τρυφερή της χειρονομία. Έπειτα γλίστρησε κάτω ήσυχα μέσα στο σκοτάδι και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Η Ντίξον θα είχε φροντίσει να βάλει την αλυσίδα από μέσα πριν ανοίξει, όμως η Μάργκαρετ έχοντας αλλού το μυαλό της δεν έβαλε με το νου της κακό. Η ψηλή φιγούρα ενός άνδρα διαγραφόταν με φόντο το φωτισμένο δρόμο. Κυττούσε αλλού αλλά στο άκουσμα του σύρτη στράφηκε αμέσως .
«Εδώ είναι το σπίτι του κυρίου Χέηλ ;» ρώτησε με καθαρή, βαθιά φωνή.
Η Μάργκαρετ έτρεμε ολόκληρη. Στην αρχή δεν αποκρίθηκε. Την επόμενη στιγμή είπε αναστενάζοντας: « Φρέντερικ!» και άπλωσε τα χέρια της για να πιάσει τα δικά του και να τον τραβήξει μέσα.

«Ω, Μαργκαρετ!» είπε  κρατώντας την από τους ώμους και κυττάζοντας την, αφού φιλήθηκαν , σαν να μπορούσε ακόμα και στο σκοτάδι να δει το πρόσωπό της και να διαβάσει στην έκφρασή της γρηγορότερα απ’όσο μπορούσαν να δώσουν οι λέξεις, μια απάντηση.
«Η μητέρα μου, είναι ζωντανή;»

«Ναι, είναι ζωντανή αδελφούλη μου! Είναι πολύ άρρωστη αλλά ζεί – είναι ζωντανή!»

«Δόξα τω Θεώ!»

«Ο πατέρας είναι εξουθενωμένος από τη θλίψη.»

«Με περιμένατε, έτσι δεν είναι;»

«Όχι, δεν λάβαμε γράμμα.»
«Τότε μάλλον έφτασα πριν από αυτό. Όμως η μητέρα γνωρίζει ότι θα έρθω.»

«Ω, όλοι μας το ξέραμε. Όμως, περίμενε λίγο.  Μπες εδώ. Δωσ’  μου το χέρι σου. Τι είναι αυτό ; 
Α, ο σάκκος σου.  Η Ντίξον έχει κλείσει τα στόρια, αλλά εδώ είναι το γραφείο του πατέρα και θα μπορέσεις να ξεκουραστείς για λίγο μέχρι να πάω να του μιλήσω.»

Έψαξε στα τυφλά να βρει ένα κερί και σπαρματσέτα. Ξαφνικά ένοιωσε συστολή καθώς η μικρή αδύναμη φλόγα που τρεμόπαιξε ανάμεσά τους φανέρωσε τα πρόσωπά τους. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ότι το πρόσωπο του αδελφού της είχε μια ασυνήθιστα σκούρα όψη  και λοξοκοιτάζοντας είδε ένα ζευγάρι γαλάζια αμυγδαλωτά μάτια να την παρατηρούν επίσης με μια σπίθα αμοιβαίας κατανόησης. Όμως μολονότι τα δύο αδέλφια αντάλλαξαν βλέμματα αμοιβαίας συμπάθειας δεν είπαν λέξη – μονάχα που η Μάργκαρετ βεβαιώθηκε πως θα έκανε καλή παρέα με τον αδελφό της και θα της άρεσε τόσο πολύ όσο τον αγαπούσε ήδη ως στενό συγγενή.  Ένοιωσε την καρδιά της πιο ανάλαφρη καθώς ανέβαινε επάνω- η θλίψη δεν είχε εκλείψει, ένοιωθε όμως να την βαραίνει λιγότερο τώρα που είχε κάποιον να τη μοιραστεί, κάποιον που βρισκόταν στην ίδια ακριβώς θέση με εκείνη.

Ακόμα και η καταρρακωμένη διάθεση του πατέρα της δεν είχε τη δύναμη να την αποθαρρύνει τώρα. Τον βρήκε ξαπλωμένο στο τραπέζι, ανήμπορο όσο ποτέ – αλλά τώρα είχε τον τρόπο  για να τον εμψυχώσει. Τον  χρησιμοποίησε – κάπως απότομα ίσως – έτσι  ανακουφισμένη καθώς αισθανόταν και η ίδια.

«Πατέρα,» είπε τυλίγοντας τα χέρια της στοργικά γύρω από το λαιμό του και πιάνοντας το κατάκοπο  κεφάλι του το ακούμπησε στον ώμο της έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει τα μάτια του και να τον αφήνει να παίρνει δύναμη και κουράγιο από τα δικά της.

«Πατέρα! Μάντεψε ποιος ήρθε!»

Την κύτταξε και είδε στα βάθη  της θλίψης που σκοτείνιαζε τα μάτια του να λάμπει η αναγνώριση και κατόπιν να την απορρίπτει ως φαντασιοπληξία.
Ρίχτηκε εμπρός και έκρυψε πάλι το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια του όπως και πρώτα.

Τον άκουσε να ψιθυρίζει και έσκυψε πάνω του τρυφερά για να αφουγκραστεί:
« Δεν ξέρω. Μην μου πεις ότι είναι ο Φρέντερικ – όχι ο Φρέντερικ. Δεν το αντέχω – είμαι εξουθενωμένος . Και η μητέρα του πεθαίνει!»

Άρχισε να φωνάζει και να κλαψουρίζει σαν παιδί. Ήταν τόσο διαφορετική η αντίδρασή του από αυτό που ήλπιζε και προσδοκούσε η Μάργκαρετ, που ένοιωσε να σφίγγεται το στομάχι της από την απογοήτευση και για λίγο έμεινε σιωπηλή.  Έπειτα μίλησε ξανά – αλλιώτικα αυτή τη φορά – όχι με τόσο ενθουσιασμό, αλλά πολύ πιο τρυφερά και προσεκτικά.

«Πατέρα, είναι ο Φρέντερικ! Σκέψου πόσο θα χαρεί η μητέρα! Και, πόσο χαρούμενοι θα πρέπει να είμαστε για χάρη της! Και για χάρη του επίσης –το καημένο το παιδί!»

...........................................................................................................................................................

Πριν έρθει το πρωί, όλα είχαν τελειώσει.

Τότε, η Μάργκαρετ άφησε πίσω της την τρεμούλα και την απελπισία και έγινε ο ισχυρός άγγελος της παρηγοριάς για τον πατέρα και τον αδελφό της.  Γιατί ο Φρέντερικ είχε πλέον καταρρεύσει και καμμιά από τις θεωρίες του  δεν τον ωφελούσε σε τίποτα. Έκλαιγε τόσο γοερά όταν κλείστηκε μόνος  στη μικρή  του  κάμαρα το βράδυ, που η Μάργκαρετ με την Ντίξον κατέβηκαν  περίτρομες να του πουν να ησυχάσει γιατί τα χωρίσματα του σπιτιού ήταν λεπτά . Οι γείτονες που έμεναν δίπλα θα μπορούσαν εύκολα να ακούσουν τις δυνατές κραυγές της νεανικής του  ταραχής  που διέφεραν τόσο πολύ από   την ηπιότερη, τρέμουσα αγωνία για το επέκεινα όταν πια έχουμε συνηθίσει τη θλίψη και δεν τολμάμε να επαναστατήσουμε ενάντια στην αναπόδραστη μοίρα, γνωρίζοντας  ποιος είναι Εκείνος  που την καθορίζει.

Η Μάργκαρετ κάθισε με τον πατέρα της στο δωμάτιο μαζί με την νεκρή. Αν τον άκουγε να κλαίει θα ήταν ευγνώμων.  Όμως εκείνος καθόταν δίπλα στο κρεβάτι εντελώς σιωπηλός. Μόνο κάπου-κάπου ξεσκέπαζε το πρόσωπο της νεκρής και το χάιδευε τρυφερά, βγάζοντας έναν απαλό άναρθρο ήχο ίδιον με αυτόν ενός ζώου που χαϊδεύει τα μικρά του. Δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της Μάργκαρετ. Μια ή δυο φορές εκείνη πήγε να τον φιλήσει – δέχτηκε το φιλί παθητικά, απωθώντας την όμως αμέσως μετά σαν η στοργή της να τον αποσπούσε από το να είναι αφοσιωμένος στην νεκρή. Ξαφνιάστηκε όταν άκουσε τις κραυγές του Φρέντερικ, και κούνησε το κεφάλι του: «Καημένο παιδί ! Καημένο παιδί!» είπε και μετά αδιαφόρησε. Η Μάργκαρετ ένιωθε την καρδιά της να συντρίβεται.  Δεν μπορούσε να σκεφτεί το δικό της πένθος αλλά τον πατέρα της. Η νύχτα ξεμάκραινε και η ημέρα  είχε φτάσει ήδη όταν, ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση,  η φωνή της Μάργκαρετ αντήχησε τόσο καθάρια ώστε ξαφνιάστηκε και η ίδια,  σπάζοντας την ακινησία του δωματίου «Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε.» έλεγε η Βίβλος. Και συνέχισε σταθερά να διαβάζει ολόκληρο το κεφάλαιο της άρρητης  παραμυθίας.