Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Κεφάλαιο 35ο "Εξιλέωση"



Το 2014 κλείνει με μια ακόμα ανάρτηση.
Το κεφάλαιο αυτό είναι αρκετά μεγάλο και η δράση προχωρά αρκετά. Γι αυτό θα ανεβάζω τα μεταφρασμένα κομμάτια καθώς θα τα τελειώνω - ελπίζω έτσι να είναι και πιο εύκολα στην ανάγνωση.
Σας ευχαριστώ για τα σχόλια και τη στήριξή σας ! Με τον καινούριο χρόνο, που εύχομαι να είναι γεμάτος υγεία, ελπίδα και πίστη στο καλύτερο για όλους μας, ελπίζω να προχωρήσουμε λιγάκι ακόμα στις ζωές και στα πάθη των ηρώων μας του Μίλτον.
Ευτυχισμένο και χαρούμενο το 2015!





Κεφάλαιο 35 «Εξιλέωση»

Ο κύριος Θόρντον παράτεινε την επίσκεψή του επί μακρόν. Ένοιωθε ότι η παρουσία του πρόσφερε ευχαρίστηση στον κύριο Χέηλ και είχε συγκινηθεί από τον τρόπο που του ζητούσε χαμηλόφωνα να μείνει λίγο περισσότερο – εκείνο το παρακλητικό «μη φύγετε ακόμα», το οποίο ο καημένος ο φίλος του επαναλάμβανε κάπου-κάπου. Απορούσε που η Μάργκαρετ δεν επέστρεψε. 
......................................................................................................................................
Και όλα αυτά, ενώ η Μάργκαρετ κειτόταν ωχρή και ακίνητη σαν πεθαμένη στο πάτωμα του γραφείου! Το φορτίο της την είχε συντρίψει. Ήταν πολύ βαρύ και το κουβαλούσε εδώ και πολύ καιρό με πραότητα και υπομονή, μέχρι που άξαφνα, σε μια στιγμή, η πίστη της κατέρρευσε και μάταια αναζητούσε να πιαστεί από κάποια ελπίδα! Μια ρυτίδα, που φανέρωνε το πόσο υπέφερε, σκοτείνιαζε το όμορφο μεσόφρυδο, μ’ όλο που κανένα άλλο σημάδι που να δήλωνε ότι είχε τις αισθήσεις της δεν υπήρχε στο πρόσωπό της. Το στόμα, μόλις πριν λίγο σφιγμένο σε άμυνα, ήταν τώρα χαλαρό και ωχρό.


" E par che de la sua labbra si mova
uno spirito soave e pien d'amore,
chi va dicendo a l'anima: sospira!"

«Και μοιάζει ως απ’τα χείλη της να βγαίνει
κάποια γλυκιά πνοή γιομάτη αγάπη
που πηαίνει στην ψυχή και λέει : ανάσα!"

(Σ.τ. Μ.  Dante Alighieri από τη συλλογή ποιημάτων Nova Vita )

..........................................................................
Η είσοδος της Ντίξον στο δωμάτιο την έκανε να συνέλθει – μόλις είχε ξεπροβοδίσει τον κύριο Θόρντον.
Εκείνος δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί από το σπίτι, όταν σταμάτησε μπροστά του ένα ιππήλατο λεωφορείο και ένας άντρας κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του, αγγίζοντας το καπέλο του σε χαιρετισμό. Ήταν ο αστυνομικός επιθεωρητής.
Ο κύριος Θόρντον ήταν αυτός που του είχε εξασφαλίσει αρχικάμια θέση στο Σώμα, και από καιρού εις καιρόν μάθαινε για την πρόοδο του προστατευόμενού του, αλλά δε συναντιόνταν συχνά, κι έτσι στην αρχή δεν τον γνώρισε.
«Ονομάζομαι Ουάτσον, κύριε – Τζώρτζ Ουάτσον, αυτός που…»
«Α, μάλιστα! Θυμάμαι! Λοιπόν, ακούω πως έχεις λαμπρή πρόοδο…»
«Μάλιστα, κύριε. Και οφείλω να σας ευχαριστήσω. Όμως έλαβα το θάρρος να σας μιλήσω για κάτι υπηρεσιακό αυτή τη φορά. Υποθέτω πως είστε ο Ειρηνοδίκης που κλήθηκε για να πάρει κατάθεση από τον άτυχο άνδρα, ο οποίος τελικά απεβίωσε χθες τη νύχτα στο νοσοκομείο;»
«Ναι» απάντησε ο κύριος Θόρντον. «Ήμουν εκεί και άκουσα κάποια ασυνάρτητη κατάθεση, η οποία σύμφωνα με τον υπάλληλο δεν είχε και μεγάλη αξία. Φοβάμαι ότι επρόκειτο για περίπτωση αλκοολικού, αν και αναμφίβολα ο θάνατός του προκλήθηκε από βίαιη ενέργεια. Είχε αρραβωνιαστεί με κάποια από τις υπηρέτριες της μητέρας μου, νομίζω, και σήμερα είναι πραγματικά απελπισμένη. Τι συμβαίνει με αυτόν;»
«Ξέρετε, κύριε, ο θάνατός του κατά περίεργο τρόπο σχετίζεται με κάποιο πρόσωπο της οικίας από την οποία σας είδα να βγαίνετε. Θαρρώ ανήκει σε κάποιον κύριο Χέηλ;»
«Μάλιστα!» είπε ο κύριος Θόρντον, γυρίζοντας απότομα να κοιτάξει τον επιθεωρητή με ξαφνικό ενδιαφέρον. «Τι ακριβώς συμβαίνει;»
«Λοιπόν, κύριε, φαίνεται πως έχω ξεκάθαρες αποδείξεις που εμπλέκουν κάποιον τζέντλεμαν, ο οποίος περπατούσε με την δεσποινίδα Χέηλ εκείνη τη νύχτα στον σταθμό του Άουτγουντ, ως τον άνθρωπο που έσπρωξε τον Λέοναρντς από την αποβάθρα και προκάλεσε με αυτόν τον τρόπο τον θάνατό του. Όμως, η νεαρή κυρία αρνείται ότι βρισκόταν εκεί κατά την ώρα που έλαβε χώρα το συμβάν.»
«Η δεσποινίς Χέηλ αρνείται ότι βρισκόταν εκεί!» επανέλαβε ο κύριος Θόρντον με φωνή αλλοιωμένη. «Πες μου, ποιο βράδυ συνέβη αυτό; Τι ώρα;»
«Γύρω στις έξι, το βράδυ της Πέμπτης, της εικοστής έκτης.»
Περπάτησαν πλάι-πλάι για λίγο σιωπηλοί. Ο επιθεωρητής ήταν ο πρώτος που μίλησε.
«Ξέρετε, κύριε, είναι πολύ πιθανό να γίνει εισαγγελική έρευνα, και έχω την κατάθεση ενός νεαρού ο οποίος είναι απόλυτα βέβαιος -τουλάχιστον ήταν βέβαιος αρχικά- γιατί από τη στιγμή που άκουσε πως η νεαρή κυρία το αρνείται, λέει πώς δεν μπορεί να πάρει όρκο, εντούτοις είναι σχεδόν σίγουρος ότι είδε την δεσποινίδα Χέηλ στον σταθμό να περπατάει μαζί με κάποιον τζέντλεμαν, μερικά λεπτά πριν την ώρα κατά την οποία ένας από τους αχθοφόρους είδε μια συμπλοκή, η οποία θεώρησε ότι ξεκίνησε από κάποια αναιδή συμπεριφορά του Λέοναρντς, αλλά που τελικά προκάλεσε τον θάνατό του. Και βλέποντάς σας να εξέρχεστε από αυτό ακριβώς το σπίτι, κύριε, πήρα το θάρρος να ρωτήσω μήπως… Ξέρετε, είναι πάντα εξαιρετικά δύσκολο, όταν πρόκειται για περιπτώσεις διαφιλονικούμενης ταυτότητας, και δεν είναι καθόλου ευχάριστο να αμφισβητεί κανείς τον λόγο μιας ευϋπόληπτης νεαρής κυρίας, εκτός αν έχει ισχυρές ενδείξεις περί του αντιθέτου.»
«Ώστε, λοιπόν, το αρνείται πως βρισκόταν στον σταθμό εκείνο το βράδυ!» επανέλαβε ο κύριος Θόρντον σιγανά, με ύφος σκυθρωπό.
«Μάλιστα, κύριε, και μάλιστα δύο φορές, με ύφος κατηγορηματικό. Της είπα ότι θα την επισκεπτόμουν ξανά, αλλά βλέποντας εσάς καθώς γυρνούσα από την εξέταση του νεαρού, ο οποίος είπε στη μαρτυρία του πως ήταν εκείνη, σκέφτηκα να ζητήσω τη συμβουλή σας, τόσο με την ιδιότητά σας ως Ειρηνοδίκη που είδε τον Λέοναρντ ετοιμοθάνατο, όσο και ως του ανθρώπου που με διόρισε στο Σώμα.»
«Έπραξες πολύ σωστά» είπε ο κύριος Θόρντον. «Μην προβείς σε περαιτέρω ενέργειες μέχρι να συναντηθούμε ξανά.»
«Μα, η νεαρή κυρία θα περιμένει να την επισκεφτώ και πάλι, όπως της είχα πει.»
«Σου ζητώ να το αναβάλεις για μία ώρα μόνο. Είναι τώρα τρεις, έλα στο γραφείο μου στις τέσσερις.»
«Πολύ καλά, κύριε!»
Έτσι χώρισαν οι δρόμοι τους. Ο κύριος Θόρντον κατευθύνθηκε βιαστικά προς το γραφείο του και, αφού έδωσε αυστηρή εντολή στους υπαλλήλους του να μην τον ενοχλήσει κανείς, κλείστηκε στο ιδιαίτερο γραφείο του και κλείδωσε την πόρτα.



Έπειτα, παραδόθηκε στο μαρτύριο του να σκέφτεται ξανά τα γεγονότα όλα από την αρχή και να τα συλλογίζεται με κάθε λεπτομέρεια. Πώς αφέθηκε να παρασυρθεί από τη φαινομενικά αθώα ηρεμία της δακρύβρεχτης εικόνας της μόλις δυο ώρες πριν, έτσι ώστε να δείξει αδυναμία και να νοιώσει γι' αυτήν οίκτο και λαχτάρα, λησμονώντας την άγρια, γεμάτη υποψίες ζήλεια που είχε ξεσηκώσει μέσα του η θέα εκείνης και του άγνωστου άνδρα, και μάλιστα τόσο αργά και σε ένα τέτοιο μέρος! Πώς μπορούσε κάποια τόσο αθώα να ξεπέσει από την ευπρέπεια και την ευγένεια της ανατροφής της; Όμως ήταν πράγματι ευπρεπής; Ήταν; Μισούσε τον εαυτό του για τη σκέψη που είχε περάσει από το μυαλό του μόλις για μια στιγμή, όχι παραπάνω, κι όμως για εκείνη μονάχα τη στιγμή σκίρτησε μέσα του η προηγούμενη λαχτάρα του για εκείνη. Κι έπειτα, αυτό το ψέμα -πόσο φοβερό θα ήταν να αποκαλυφθεί τέτοιο όνειδος- γιατί στο κάτω-κάτω ένας άνδρας σαν τον Λέοναρντς, πιωμένος καθώς ήταν, θα είχε κατά πάσα πιθανότητα συμπεριφορά τόσο προκλητική ώστε να δικαιολογήσει και με το παραπάνω οποιονδήποτε αναλάμβανε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές. Ποιος ύπουλος και θανάσιμος φόβος έσπρωξε την φιλαλήθη Μάργκαρετ στο ψέμα; Σχεδόν την λυπόταν. Πώς θα τέλειωνε όλο αυτό; Εκείνη δε θα μπορούσε να διανοηθεί σε τι περιπέτειες θα έμπλεκε, αν γινόταν έρευνα και προσήγαγαν τον νεαρό ως μάρτυρα. Ξαφνικά σηκώθηκε όρθιος. Δεν επρόκειτο να γίνει καμία έρευνα. Θα έσωζε την Μάργκαρετ. Θα έπαιρνε αυτός την ευθύνη να σταματήσει την έρευνα, η έκβαση της οποίας, δεδομένης της ασάφειας του ιατρικού πορίσματος (το οποίο είχε αμυδρά ακούσει από τον εφημερεύοντα ιατρό την προηγούμενη νύχτα) θα μπορούσε να είναι αμφίβολη. Οι γιατροί είχαν ανακαλύψει κάποια ασθένεια σε αρκετά προχωρημένο στάδιο, που σίγουρα θα απέβαινε μοιραία. Ο θάνατος, σύμφωνα με αυτά που είπαν, είχε επισπευσθεί από την πτώση, είτε από τη μετέπειτα μέθη και την έκθεση στο κρύο. Αν μονάχα ήξερε εξ αρχής την εμπλοκή της Μάργκαρετ στην υπόθεση – αν είχε προβλέψει ότι η άσπιλη φήμη της θα κηλιδωνόταν από μια ψευδή κατάθεση, θα μπορούσε με μια λέξη του να τη γλιτώσει. Γιατί το αν θα γινόταν ή όχι έρευνα είχε για λίγο σταθεί μετέωρο μόλις την προηγούμενη νύχτα. Ίσως η δεσποινίς Χέηλ αγαπούσε κάποιον άλλον -αυτό ήταν κάτι που έβλεπε με αδιαφορία και περιφρόνηση- όμως μπορούσε ακόμα να της προσφέρει τις πιστές του υπηρεσίες – κάτι που εκείνη δε θα μάθαινε ποτέ. Μπορεί να την περιφρονούσε, όμως δε θα άφηνε στην καταισχύνη την γυναίκα που κάποτε είχε αγαπήσει. Και θα ήταν πράγματι όνειδος για εκείνη να δώσει δημόσια ψευδή κατάθεση μπροστά στο δικαστήριο, διαφορετικά να πρέπει να καταμαρτυρήσει τον λόγο για τον οποίο επιθυμούσε να συσκοτίσει παρά να διαφωτίσει την αλήθεια.
Οι υπάλληλοί του απόρησαν, καθώς είδαν τον κύριο Θόρντον να βγαίνει έξω κάτωχρος και βλοσυρός. Έλειψε για περίπου μισή ώρα, αλλά η όψη του είχε ελάχιστα αλλάξει, αν και η αποστολή του είχε στεφθεί με επιτυχία.
Έγραψε δυο γραμμές σε μια κόλλα χαρτί, την έβαλε σε ένα φάκελο και τον σφράγισε. Τον έδωσε σε κάποιον υπάλληλό του λέγοντας: «Είπα στον Ουάτσον -αυτόν που δούλευε εδώ στη συσκευασία και μετά πήγε στην αστυνομία- να έρθει να με συναντήσει στις τέσσερις. Μόλις συνάντησα έναν κύριο από το Λίβερπουλ που επιθυμεί να με δει πριν αναχωρήσει από την πόλη. Το νου σου να δώσεις αυτό στον Ουάτσον όταν έρθει.»
Το σημείωμα έγραφε τα παρακάτω:
«Δε θα διεξαχθεί έρευνα. Δεν υπάρχουν επαρκή ιατρικά στοιχεία για την αιτιολόγησή της. Μην προβείτε σε περαιτέρω ενέργειες. Δε συναντήθηκα με τον εισαγγελέα, αλλά αναλαμβάνω ο ίδιος την ευθύνη.»
............................................................................................................................................

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Κεφάλαιο 34ο "Αλήθεια και ψεύδος"



«Αλήθεια και ψεύδος»

Το γεγονός ότι  « άντεχε καλύτερα απ’όσο θα περίμενε κανείς» ήταν μια επίπονη προσπάθεια για την Μάργκαρετ. Κάποιες φορές σκεφτόταν ότι έπρεπε να τα παρατήσει και να  αφεθεί να κλάψει από πόνο, καθώς αίφνης την συντάραζε η σκέψη, ακόμα και στη μέση μιας φαινομενικά πρόσχαρης συζήτησης με τον πατέρα της, πως πλέον δεν είχε τη μητέρα της. Όσον αφορούσε τον Φρέντερικ, υπήρχε και εκεί μεγάλη αβεβαιότητα.  Η Κυριακή ήρθε και έφυγε χωρίς καμμιά λέξη από το Λονδίνο ˙ και την Τρίτη η Μάργκαρετ έκπληκτη και αποκαρδιωμένη είδε ότι ακόμα δεν είχε φτάσει  κάποιο γράμμα. Βρισκόταν στο απόλυτο σκοτάδι ως προς το τι σχεδίαζε να κάνει ο Φρέντερικ και ο πατέρας της ήταν θλιμμένος  με όλη αυτή την αβεβαιότητα. Κάτι που τον έκανε να παραβιάσει την συνήθεια που είχε προσφάτως αποκτήσει : να κάθεται σε μια σεζ-λονγκ τις μισές ώρες της ημέρας. Αντίθετα, εξακολουθούσε να κόβει βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιο και ύστερα συνέχιζε και έξω από αυτό. Τον άκουγε να πηγαινοέρχεται στον πάνω όροφο και να ανοιγοκλείνει τις πόρτες των δωματίων χωρίς προφανή λόγο. Προσπάθησε να τον ηρεμήσει  διαβάζοντάς  δυνατά – ήταν όμως φανερό ότι δεν μπορούσε να τον κάνει να συγκεντρωθεί για πολύ. Πόσο χαιρόταν που είχε κρατήσει μόνο για τον εαυτό της μια επιπλέον πηγή ανησυχίας που προκάλεσε η συνάντησή τους με τον Λέοναρντς. Χάρηκε επίσης όταν αναγγέλθηκε η άφιξη  του κυρίου Θόρντον. Η επίσκεψή του θα ανάγκαζε τη σκέψη του πατέρα της να στραφεί σε άλλα θέματα.
Εκείνος, προχώρησε κατευθείαν προς το μέρος του πατέρα της, έπιασε τα χέρια του και τα έσφιξε δυνατά, κρατώντας τα ανάμεσα στα δικά του για πολλή ώρα, ενώ τα μάτια και το βλέμμα  του  έδειχναν περισσότερη συμπόνια απ’ όση θα μπορούσαν να εκφράσουν οι λέξεις.  Έπειτα στράφηκε στη Μάργκαρετ. Δεν φαινόταν «καλύτερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς.» Η αρχοντική της ομορφιά είχε ξεθωριάσει από τις ατελείωτες μέρες φροντίδας και  τα πολλά δάκρυα. Το πρόσωπό της είχε μια έκφραση πραότητας, θλίψης και απαντοχής – ή μάλλον έδειχνε ότι σίγουρα υπέφερε ακόμα. Δεν είχε κατά νου να την χαιρετήσει με τρόπο άλλο από αυτόν της μελετημένης ψυχρότητας που είχε υιοθετήσει πρόσφατα. Όμως, δεν μπόρεσε να μην πάει κοντά της, έτσι όπως εκείνη καθόταν παράμερα με συστολή, εξαιτίας της αβέβαιης, ψυχρής συμπεριφοράς του τον τελευταίο καιρό, και να της πει  δυο τυπικά λόγια παρηγοριάς αλλά με τόσο τρυφερή φωνή που τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και έστρεψε στο πλάι το πρόσωπό της για να κρύψει τη συγκίνησή της. Πήρε το εργόχειρό της και κάθισε πολύ ήσυχη και σιωπηλή. Η καρδιά του κυρίου Θόρντον χτυπούσε γρήγορα και δυνατά και προς στιγμήν  ξέχασε εντελώς το σταθμό του Άουτγουντ.  Προσπάθησε να κουβεντιάσει με τον πατέρα της και -  καθώς η παρουσία του, δυνατή και αποφασιστική όπως  και οι απόψεις του που έμοιαζαν με σίγουρο λιμάνι ευχαριστούσαν πάντα τον κύριο Χέηλ – η Μάργκαρετ είδε πως ο πατέρας της ήταν ασυνήθιστα χαρούμενος.
Εκείνη τη στιγμή, η Ντίξον ήρθε στην πόρτα και είπε : «Δεσποινίς Χέηλ, σας ζητούν.»
Η Ντίξον φαινόταν τόσο ταραγμένη που η Μάργκαρετ ένοιωσε την καρδιά της να βουλιάζει. Κάτι είχε συμβεί στον Φρέντ. Δεν είχε καμμιά αμφιβολία γι αυτό. Ευτυχώς που ο πατέρας της και ο κύριος Θόρντον  ήταν βαθιά απορροφημένοι από τη συζήτησή τους.
«Τι συμβαίνει, Ντίξον ;» ρώτησε η Μάργκαρετ, τη στιγμή που έκλεινε πίσω της την πόρτα του σαλονιού.
«Ελάτε από εδώ, δεσποινίς,» είπε η Ντίξον, ανοίγοντας την πόρτα που άλλοτε οδηγούσε στη κρεββατοκάμαρα της κυρίας Χέηλ όμως τώρα  ανήκε στην Μάργκαρετ, αφού ο πατέρας της αρνιόταν να κοιμηθεί εκεί μετά το θάνατο της γυναίκας του.  «Δεν είναι τίποτα, δεσποινίς» είπε κάπως πνιχτά η Ντίξον. «Μονάχα ένας ανακριτής από την αστυνομία. Θέλει να δει εσάς, δεσποινίς. Αλλά, κατά πως μου φαίνεται, δεν είναι για κάτι σοβαρό.»
«Μήπως ανάφερε…» ρώτησε η Μάργκαρετ με φωνή που σχεδόν δεν ακουγόταν.
«Όχι, δεσποινίς, δεν ανάφερε τίποτα. Ρώτησε μονάχα αν μένετε εδώ, και αν μπορούσε να σας μιλήσει. Η Μάρθα άνοιξε την πόρτα και τον υποδέχτηκε, τον  πέρασε στο γραφείο του κυρίου. Πήγα εγώ να δω τι ήθελε, μήπως μπορούσα να φανώ χρήσιμη, αλλά όχι – ήθελε να δει εσάς.»
Η Μάργκαρετ έμεινε σιωπηλή μέχρι που το χέρι της άγγιξε το πόμολο της πόρτας. Έπειτα  στράφηκε και είπε: « Το νου σου μην κατέβει κάτω ο πατέρας. Είναι μαζί του ο κύριος Θόρντον, τώρα.»
Ο αστυνόμος  κόντεψε να τα χάσει μόλις είδε την Μάργκαρετ να μπαίνει αγέρωχη.  Το  ύφος της πρόδιδε κάποια αγανάκτηση, την οποία όμως συγκρατούσε  τόσο καλά υπό έλεγχο, ώστε έμοιαζε να έχει έναν αέρα απαξιωτικό. Δεν έδειχνε καμμία έκπληξη, ούτε περιέργεια. Στεκόταν και περίμενε από εκείνον να εκθέσει τους λόγους της παρουσίας του. Εκείνη δεν έκανε καμμία  ερώτηση.
«Σας ζητώ συγνώμη, κυρία, αλλά το καθήκον μου με υποχρεώνει να σας θέσω μερικές απλές ερωτήσεις. Ένας άνδρας απεβίωσε  στο Νοσοκομείο, συνεπεία της πτώσης του που συνέβη στο σταθμό Άουτγουντ, μεταξύ των ωρών πέντε και έξι, την Πέμπτη το απόγευμα, εικοσιέξι τρέχοντος. Αρχικά  η πτώση θεωρήθηκε ανευ σημασίας, όμως αποδείχτηκε μοιραία καθώς λένε οι γιατροί, εξαιτίας κάποιου εσωτερικού τραυματισμού και της συνήθειας του ιδίου να πίνει.»
Τα μεγάλα σκούρα μάτια που τον κύτταζαν καταπρόσωπο φάνηκαν να διαστέλλονται λίγο. Αυτή ήταν και η μοναδική αλλαγή που αντιλήφθηκε χάρις  στην παρατηρητικότητα και την εμπειρία του. Τα χείλη της φάνηκαν να στρογγυλεύουν  κάνοντας την κάτω καμπύλη να διαγράφεται ακόμα πιο έντονα, ίσως εξαιτίας της μυικής έντασης αλλά εκείνος δεν γνώριζε πώς ήταν υπό φυσιολογικές συνθήκες το παρουσιαστικό της, ώστε να αναγνωρίσει τις ασυνήθιστα βλοσυρές γραμμές Δεν φάνηκε να σαλεύει στο ελάχιστο. Τον κύτταζε κατάματα. Τώρα, καθώς εκείνος έκανε μια παύση προτού συνεχίσει, είπε – σαν να τον  ενθάρρυνε να αφηγηθεί όλη  την ιστορία του : «Λοιπόν, συνεχίστε !’

« Θα πρέπει να διεξαχθεί  έρευνα. Υπάρχει κάποια αμυδρή ένδειξη ότι το χτύπημα, ή η ώθηση ή η συμπλοκή η οποία προκάλεσε την πτώση,  συνέβησαν επειδή αυτός ο δύστυχος υπό την επήρεια μέθης  φέρθηκε με απρέπεια  σε κάποια νεαρή κυρία που οποία  συνοδευόταν από τον νεαρό άνδρα ο οποίος έσπρωξε τον αποθανόντα κάτω από την αποβάθρα. Αυτό τουλάχιστο κατέθεσε ένας μάρτυρας που ήταν στην αποβάθρα, ο οποίος εντούτοις δεν έδωσε συνέχεια στο γεγονός καθώς προς στιγμήν  το χτύπημα φάνηκε ότι είχε ελάχιστες συνέπειες. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η συγκεκριμένη νεαρή κυρία, ήσασταν εσείς, οπότε  σε αυτήν την περίπτωση…»
«Δεν βρισκόμουν εκεί» είπε  η Μάργκαρετ εξακολουθώντας να τον κυττά ανέκφραστα με το απλανές βλέμμα που έχουν οι υπνοβάτες.
Ο επιθεωρητής υποκλίθηκε αμίλητος. Η κυρία που στεκόταν απέναντί του, δεν έδειχνε κανένα συναίσθημα, κανένα ίχνος φόβου ή ανησυχίας και δεν αδημονούσε να τελειώσει η ανάκριση.
......................................................................
Δεν ήταν εξακριβωμένο πως η νεαρή κυρία και ο τζέντλεμαν  ήταν εκείνο το ζευγάρι , όμως ήταν κάποια σοβαρή πιθανότητα. 
......................................................................
«Επομένως, κυρία μου, έχω την αρνητική σας δήλωση ως προς το ότι ήσασταν εσείς η κυρία που συνοδευόταν από τον τζέντλεμαν ο οποίος κατέφερε το χτύπημα ή την ώθηση που προκάλεσε τον θάνατο εκείνου του άτυχου άνδρα;»
Μια αστραπή πόνου διαπέρασε το μυαλό της Μάργκαρετ: «Ω, Θεέ μου, μακάρι να ήξερα ότι ο Φρέντερικ είναι σώος και ασφαλής!» Ένας ενδελεχής παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης ίσως να έβλεπε την στιγμιαία αγωνία που άστραψε στα μεγάλα, θολά της μάτια, όπως το μαρτύριο ενός μεγάλου θαλάσσιου κήτους που εγκλωβίζεται στην ακτή. Όμως ο επιθεωρητής, καίτοι οξύνους, δεν  ήταν  ιδιαίτερα παρατηρητικός.
Εντούτοις του έκανε κάποια  εντύπωση  το ύφος με το οποίο του αποκρίθηκε, και που  έμοιαζε να είναι μια μηχανική επανάληψη της πρώτης της απάντησης – δεν είχε αλλάξει καθόλου ούτε είχε τροποποιηθεί στο ελάχιστο έτσι ώστε να ταιριάζει στην τελευταία του ερώτηση.
«Δεν βρισκόμουν εκεί,» είπε αργά και με προσπάθεια. Και όλη αυτήν την ώρα δεν ανοιγόκλεισε τα μάτια της ούτε άλλαξε το γυάλινο, ονειροπαρμένο της βλέμμα. Αυτή η απάντηση που απηχούσε ίδια και απαράλλαχτα την πρώτη της απάντηση, του κίνησε υποψίες. Ήταν σαν να είχε αναγκαστεί να επιμείνει σε κάτι αναληθές τόσο, ώστε είχε αποστραγγίσει κάθε της προσπάθεια να το διαφοροποιήσει.
Έβγαλε το σημειωματάριό του και αυτή του η κίνηση ήταν εσκεμμένη. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα του . Εκείνη δεν είχε κινηθεί περισσότερο απ’ ότι θα είχε μετακινηθεί ένα γιγάντιο Αιγυπτιακό άγαλμα.
«Ελπίζω να μην θεωρήσετε απρέπεια το γεγονός ότι θα πρέπει να σας επισκεφθώ και πάλι. Ίσως χρειαστεί να σας καλέσω για ανάκριση για να παρουσιάσετε άλλοθι αν οι μάρτυρές μου» (δεν ήταν παρά ένας και μοναδικός αυτός που την αναγνώρισε) «επιμείνουν στην κατάθεσή τους ότι ήσασταν παρούσα κατά τη διάρκεια του ατυχούς συμβάντος.» Την κύτταξε έντονα. Στεκόταν ακόμα εντελώς ακίνητη – καμμιά αλλαγή χροιάς ή   ένδειξη ενοχής  δεν σκίαζε το υπερήφανο πρόσωπό της. Περίμενε να τη δει να ταράζεται – δεν γνώριζε την Μάργκαρετ Χεηλ.  Φάνηκε να τα χάνει λίγο με την βασιλική της αυτοκυριαρχία. Ίσως είχε γίνει κάποιο λάθος στην αναγνώριση.  Συνέχισε λέγοντας :
«Πολύ πιθανόν να μην χρειαστεί να κάνω κάτι τέτοιο, κυρία.  Ελπίζω να με συγχωρήσετε – κάνω απλώς το καθήκον μου,  όσο κι αν αυτό  μπορεί  φαίνεται αγενές.»
Η Μάργκαρετ έσκυψε το κεφάλι της καθώς εκείνος κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Τα χείλη της  είχαν στεγνώσει. Δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε έναν στοιχειώδη αποχαιρετισμό.  Όμως ξαφνικά, προχώρησε εμπρός, άνοιξε την πόρτα του γραφείου και τον συνόδευσε  μέχρι την πόρτα του σπιτιού ανοίγοντάς την διάπλατα για να βγει.  Συνέχισε να τον κυττά  με το ίδιο θολό, απλανές βλέμμα μέχρι που εκείνος απομακρύνθηκε. Έκλεισε την πόρτα και προχώρησε ως τα μισά του  γραφείου, έπειτα στράφηκε προς τα πίσω σαν από κάποια ενστικτώδη παρόρμηση και κλείδωσε την πόρτα.
Κατόπιν, πήγε στο γραφείο, κοντοστάθηκε, έκανε μερικά  ασταθή βήματα προς τα εμπρός, κοντοστάθηκε ξανά, ταλαντεύθηκε για λίγο εκεί που βρισκόταν και ύστερα έπεσε αναίσθητη στο πάτωμα.