Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Κεφάλαιο 52ο: " Διώξε τα σύννεφα"

Κεφάλαιο 52ο:
"Διώξε τα σύννεφα"

...................................................................................................................................................................
Κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί ο κύριος Λέννοξ δεν ήταν συνεπής στο ραντεβού του την επόμενη ημέρα.
Ο κος Θόρντον όμως, ήταν ακριβής στην ώρα του και αφού τον άφησε να περιμένει σχεδόν μια ώρα , η Μάργκαρετ κατέβηκε – ήταν χλωμή και ανήσυχη.
Άρχισε να μιλάει βιαστικά. « Σας ζητώ συγνώμη που δεν είναι εδώ ο κύριος Λέννοξ – θα μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα από εμένα. Είναι ο σύμβουλός μου σ’ αυτά….»
« Λυπάμαι που ήρθα αν αυτό σας ενοχλεί. Μήπως να πάω στην οικία του και να προσπαθήσω να τον βρω;»
«Όχι, ευχαριστώ. Ήθελα να σας πω πόσο πολύ με λύπησε το ότι θα σας χάσω από ενοικιαστή. Αλλά ο κος Λέννοξ λέει ότι τα πράγματα θα φτιάξουν….»
«Ο κος Λέννοξ δεν γνωρίζει πολλά επ αυτού,» είπε ήσυχα ο κος Θόρντον. «Ευτυχής και τυχερός σε όλα όσα αφορούν έναν άνδρα, δεν κατανοεί τι σημαίνει να μην είσαι πλέον νέος και όμως να πρέπει να ξαναρχίσεις από την αρχή, κάτι που απαιτεί όλη την ενέργεια και την ελπίδα που μπορεί να δώσει η νιότη∙ να νοιώθεις ότι η μισή σου ζωή έχει φύγει και δεν έκανες τίποτα – να μην έχει μείνει τίποτα από την χαμένη ευκαιρία παρά η πικρή ανάμνηση του παρελθόντος. Δεσποινίς Χέηλ, θα προτιμούσα να μην ακούσω την άποψη του κου Λέννοξ για τα όσα με αφορούν. Όσοι είναι επιτυχημένοι και ευτυχείς συχνά δεν παίρνουν στα σοβαρά την δυστυχία των άλλων.»
«Είστε άδικος,» είπε η Μάργκαρετ απαλά. « Ο κος Λέννοξ αναφέρθηκε μόνο στην σπουδαία πιθανότητα που πιστεύει ότι υπάρχει για να ξανακερδίσετε αυτά που χάσατε και ακόμα περισσότερα. Μην μιλήσετε μέχρι να τελειώσω – σας παρακαλώ!»
Συγκεντρώθηκε ξανά και άρχισε να ψάχνει βιαστικά και να ξεφυλλίζει κάποια νομικά έγγραφα και λογιστικούς πίνακες, με χέρια που έτρεμαν. «Ω, να - εδώ είναι! Μου έδειξε μια πρόταση – μακάρι να ήταν εδώ να την εξηγήσει - λέγοντας ότι αν σας έδινα κάποια χρήματα, χίλιες οκτακόσιες πενήντα επτά λίρες, που αυτή τη στιγμή απλά κάθονται άχρηστες στην τράπεζα αποφέροντάς μου μόνο δύο τοις εκατό , θα μπορούσατε να μου αποδώσετε μεγαλύτερο τόκο και να ξαναλειτουργήσετε την κλωστουφαντουργία Μάρλμποροου.»
Η φωνή της ήταν τώρα πιο σταθερή και ξεκάθαρη. Ο κος Θόρντον δεν μίλησε και εκείνη συνέχισε να ψάχνει ανάμεσα στα χαρτιά αναζητώντας για περισσότερη σιγουριά το έγγραφο με την πρόταση∙ επειδή αγωνιούσε να τεθούν όλα υπό το πρίσμα της εμπορικής συναλλαγής έτσι ώστε το να έχει το βασικό πλεονέκτημα με το μέρος της. Ενώ έψαχνε γι αυτό το χαρτί η καρδιά της σταμάτησε από τον τόνο με τον οποίο μίλησε ο κος Θόρντον. Η φωνή του ήταν βραχνή και έτρεμε από τρυφερότητα και πάθος καθώς της είπε:
«Μάργκαρετ!»
Σήκωσε το βλέμμα της στιγμιαία και μετά το χαμήλωσε για να κρύψει τα μάτια της που γυάλιζαν , ακουμπώντας το μέτωπό της στα χέρια της. Πλησιάζοντας πιο κοντά φώναξε το όνομά της ξανά με φωνή που έτρεμε από θέρμη:«Μάργκαρετ!»
Το κεφάλι χαμήλωσε ακόμα περισσότερο, κρύβοντας εντελώς το πρόσωπό της που τώρα σχεδόν ακουμπούσε πάνω στο γραφείο. Πήγε κοντά της. Γονάτισε δίπλα της φέρνοντας το πρόσωπό του στο ίδιο ύψος με το αυτί της και ψιθύρισε – ασθμαίνοντας – τα λόγια:
«Πρόσεξε! Αν δεν μιλήσεις, θα σε διεκδικήσω με τρόπο παράξενο και αλαζονικό. Αν πρέπει να φύγω, διώξε με αμέσως – Μάργκαρετ!»
Σε αυτήν την τρίτη φορά, έστρεψε προς το μέρος του το πρόσωπό της, σκεπασμένο ακόμα με τα μικρά, λευκά της χέρια και έγειρε στον ώμο του, κρύβοντάς το εκεί ∙ ήταν τόσο υπέροχο να αισθάνεται το απαλό της μάγουλο δίπλα στο δικό του που δεν ήθελε να δει ούτε ντροπαλά κοκκινίσματα ούτε βλέμματα αγάπης. Την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του. Όμως κανείς απ΄τους δυό δεν μίλούσε. Στο τέλος, εκείνη μουρμούρισε με σπασμένη φωνή –«Ω, κύριε Θόρντον! Δεν είμαι αρκετά καλή!»
«Δεν είστε αρκετά καλή! Μην περιπαίζετε το δικό μου βαθύτατο αίσθημα ανεπάρκειας»Έπειτα ένα ή δύο λεπτά, της τράβηξε απαλά τα χέρια από το πρόσωπο και τα απόθεσε πάνω του έτσι όπως είχαν σταθεί κάποτε για να τον προστατέψουν από το έξαλλο πλήθος.

«Θυμάσαι αγάπη μου;» μουρμούρισε εκείνος. «Και πώς σου το ανταπέδωσα με την αναίδειά μου την επόμενη μέρα;»«Θυμάμαι πόσο άσχημα σας μίλησα – αυτό μόνο.»
«Δες εδώ! Σήκωσε το κεφάλι σου. Έχω κάτι να σου δείξω!» Εκείνη, αργά, στύλωσε επάνω του το βλέμμα της, λάμποντας με υπέροχη αιδημοσύνη.
«Αναγνωρίζεις αυτά τα τριαντάφυλλα;» είπε βγάζοντας το σημειωματάριό του στο οποίο είχε φυλαγμένα μερικά ξερά λουλούδια.
...........................................................................

Κεφάλαιο 51ο : "Νέα συνάντηση"

Κεφάλαιο 51ο:
"Νέα Συνάντηση"

Ήταν μια ζεστή βραδυά καλοκαιριού. Η Ήντιθ μπήκε στην κάμαρα της Μάργκαρετ, την πρώτη φορά φορώντας το καθημερινό της φόρεμα, ενώ την δεύτερη ήταν ήδη ντυμένη για το δείπνο.

Στην αρχή δεν βρήκε κανέναν εκεί ˙ έπειτα βρήκε την Ντίξον να απλώνει στο κρεβάτι το φόρεμα της Μάργκαρετ. Η Ήντιθ έμεινε για να της γκρινιάξει  σχετικά.
«Ώ, Ντίξον! Μη μου πεις ότι θα βάλεις εκείνα τα απαίσια  μπλέ λουλούδια με αυτό το σε απόχρωση παλιωμένου χρυσού φόρεμα!  Τι γούστο ! Περίμενε και θα σου φέρω μερικά  άνθη ροδιάς.»
«Δεν είναι σε απόχρωση παλιωμένου χρυσού. Είναι στο χρώμα του άχυρου. Και το μπλέ ταιριάζει πάντα με το χρώμα του άχυρου.» Αλλά η Ήντιθ είχε πάει κι είχε φέρει τα λαμπερά άλικα λουλούδια προτού η Ντίξον προλάβει να τελειώσει τη φράση της.
«Πού είναι η δεσποινίς Χέηλ;» ρώτησε η Ήντιθ, μόλις τελείωσε το στόλισμα του φορέματος. «Δεν μπορώ να καταλάβω» συνέχισε ενοχλημένη, « πώς η θεία μου  της επέτρεπε να κάνει τέτοιους περίπατους στο Μίλτον! Έχω την βεβαιότητα ότι κάτι  φριχτό θα έχει κολλήσει  σε εκείνα τα απαίσια μέρη που τριγυρνούσε. Δεν θα τολμούσα ποτέ να εμφανιστώ σε εκείνους τους δρόμους αν δεν συνοδευόμουν από κάποιον υπηρέτη. Δεν είναι πρέπον για  κυρίες της τάξης μας.»
Η Ντίξον, που ήταν ακόμα θυμωμένη για την απαξίωση του προσωπικού της γούστου, απάντησε μάλλον κοφτά.
« Δεν είναι ν’απορεί κανείς, όταν ακούει  κυρίες να κάνουν τόση φασαρία για τον καθωσπρεπισμό τους – και μάλιστα κυρίες τόσο φοβιτσιάρες, ευαίσθητες και μη μου άπτου – λέω λοιπόν, πως δεν είναι ν’απορεί κανείς που χάθηκαν οι άγιοι άνθρωποι από τον κόσμο»
«Ω, Μάργκαρετ! Ήρθες ! Σε έψαχνα ώρα. Πώς έχεις αναψοκοκκινήσει από τη ζέστη, καημενούλα μου!  Άκου να δεις τι πήγε κι έκανε αυτός ο εκνευριστικός ο Χένρυ. Ειλικρινά, ξεπερνάει τα όρια του κουνιάδου. Μόλις που είχα καταφέρει και είχα οργανώσει τόσο ωραία το δείπνο για τον κύριο Κόλθαρστ, να’σου κι έρχεται ο Χένρυ – η αλήθεια είναι ότι ζήτησε συγνώμη – και χρησιμοποιώντας το όνομά σου σαν δικαιολογία,  με ρώτησε αν μπορούσε να φέρει τον κύριο Θόρντον από το Μίλτον – ξέρεις, τον εκμισθωτή σου- ο οποίος έχει έρθει στο Λονδίνο για κάτι  νομικές υποθέσεις. Θα μου ανατρέψει εντελώς  τον αριθμό των καλεσμένων.»
« Δεν με πειράζει για το δείπνο. Δεν πεινάω.» είπε η Μάργκαρετ χαμηλόφωνα. « Η Ντίξον μπορεί να μου ανεβάσει ένα φλυτζάνι τσάι, και θα είμαι στο καθιστικό την ώρα που θα έρθετε. Πραγματικά θα μου άρεσε να πάω να ξαπλώσω.»
«Όχι, όχι! Ούτε να το συζητάς. Η αλήθεια είναι πως έχεις χλωμιάσει λίγο, αλλά μάλλον είναι εξαιτίας της ζέστης και δεν υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρουμε χωρίς εσένα. (Λίγο πιο χαμηλά αυτά τα λουλούδια, Ντίξον. Μοιάζουν με λαμπερές φλόγες πάνω στα μαύρα σου μαλλιά, Μάργκαρετ.) Το ξέρεις πως υπολογίζουμε σε σένα να μιλήσεις για το Μίλτον στον κύριο Κόλθαρστ. Α, μα βέβαια! Και αυτός ο άνθρωπος προέρχεται επίσης από το Μίλτον! Μα, θα είναι σπουδαίο, τελικά! Ο κύριος Κόλθαρστ θα τον βοηθήσει με τα νομικά, ενώ εσύ και αυτός ο κύριος Θόρντον θα του  δώσετε  πληροφορίες  για το Μίλτον, έτσι ώστε να τις χρησιμοποιήσει στο λόγο του στο Κοινοβούλιο. Πραγματικά, τα κατάφερε περίφημα, ο Χένρυ. Τον ρώτησα, για τον άνθρωπο αυτόν, μην τυχόν και είναι κάποιος που μας ντροπιάσει αλλά μου είπε « Όχι, αν έχεις μια στάλα λογικής, αδελφούλα μου.»
Φαντάζομαι λοιπόν, ότι θα είναι σε θέση να μιλήσει σωστά Αγγλικά, κάτι για το οποίο δεν φημίζονται στο Ντάρκσάιρ, έτσι Μάργκαρετ;»
«Μήπως ανέφερε ο κύριος Λέννοξ για ποιόν λόγο ήρθε ο κύριος Θόρντον στο Λονδίνο; Αυτές οι νομικές υποθέσεις είχαν σχέση με την περιουσία του;» είπε η Μάργκαρετ με σβησμένη φωνή.
« Ω, απλώς ότι χρεοκόπησε ή κάτι τέτοιο όπως σου είπε και εκείνη την ημέρα που σε είχε πιάσει φοβερός πονοκέφαλος – τι μέρα ήταν; (Έτσι, μπράβο είναι υπέροχο, Ντίξον. Η δεσποινίδα Χέηλ μας βγάζει ασπροπρόσωπες, έτσι ;) Μακάρι να ήμουν ψηλή σαν βασίλισσα και μελαχρινή σαν τσιγγάνα, Μάργκαρετ.»
« Ναι, αλλά τι έγινε με τον κύριο Θόρντον;»
«Ω, πραγματικά δεν τα συγκρατώ καθόλου αυτά τα νομικά. Ο Χένρυ θα είναι πανευτυχής να σου τα εξηγήσει όλα. Αυτό που  μου έδωσε να καταλάβω είναι  πως ο κύριος Θόρντον βρίσκεται σε πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση, ότι είναι ένας πολύ αξιοσέβαστος άνθρωπος και πως πρέπει να είμαι ιδιαίτερα ευγενική μαζί του. Και καθώς δεν έχω ιδέα πώς να το κάνω αυτό, ήρθα σου ζητήσω να με βοηθήσεις. Έλα τώρα κάτω μαζί μου, να ξεκουραστείς στον καναπέ για λίγη ώρα.»
Ο προνομιούχος κουνιάδος ήρθε νωρίς, και η Μάργκαρετ κοκκινίζοντας όση ώρα του μιλούσε, άρχισε να τον ρωτά αυτά που ήθελε να μάθει σχετικά με τον κύριο Θόρντον.
« Ήρθε για να υπενοικιάσει τα ακίνητα – το εργοστάσιο και τα παρακείμενα κτίσματα δηλαδή. Δεν μπορεί πλέον να τα κρατήσει και πρέπει να συνταχθούν συμβολαιογραφικές πράξεις και μισθωτήρια. Ελπίζω πως η Ήντιθ να τον υποδεχθεί κοσμίως, αν και μάλλον ενοχλήθηκε με το θάρρος που πήρα να της ζητήσω να τον συμπεριλάβει στους προσκεκλημένους. Νομίζω όμως πως εσύ θα ήθελες να του δείξουμε λίγη προσοχή. Και θα πρέπει κανείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στο να αποδίδει κάθε σεβασμό σε κάποιον που χάνει την κοινωνική του θέση.» Είχε χαμηλώσει τη φωνή του καθώς της μιλούσε καθισμένος δίπλα της, αλλά τελειώνοντας τη φράση του πετάχτηκε επάνω για να συστήσει, στην Ήντιθ και στον Λοχαγό Λέννοξ, τον κύριο Θόρντον που μόλις είχε μπει στο δωμάτιο.
Καθώς ο κύριος Θόρντον ήταν απασχολημένος με τις συστάσεις, η Μάργκαρετ τον παρατηρούσε ανήσυχη. Είχε να τον δει παραπάνω από ένα χρόνο, και τα γεγονότα που συνέβησαν στο διάστημα αυτό τον είχαν αρκετά αλλάξει. Η ψηλόλιγνη κορμοστασιά του τον έκανε ακόμα να ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους και η άνεση στις κινήσεις του έδινε έναν ξεχωριστό αέρα που ήταν τόσο δικό του χαρακτηριστικό, αλλά στο πρόσωπό του φαίνονταν τα σημάδια του χρόνου και της έγνοιας. Όμως η έκφραση του προσώπου του είχε μια τέτοια αρχοντιά που εντυπωσίαζε όσους είχαν μόλις μάθει για την απώλεια της κοινωνικής του θέσης, και φανέρωνε έμφυτη αξιοπρέπεια και αρρενωπή δύναμη. Εκείνος, με την πρώτη ματιά που είχε ρίξει στο δωμάτιο είχε καταλάβει  ότι παρευρισκόταν και η Μάργκαρετ. Είχε δει πόσο απορροφημένη ήταν στην κουβέντα της με τον κύριο Λέννοξ και την πλησίασε με απόλυτα μετρημένες κινήσεις και τον τρόπο ενός παλιού φίλου. Καθώς άρχισε να της μιλάει ήσυχα, τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα και παρέμειναν έτσι όλο το βράδυ.
Δεν φάνηκε να έχει να του πει πολλά πράγματα. Τον απογοήτευσε, ρωτώντας τον μόνο  τα απολύτως απαραίτητα σχετικά με τους παλιούς της γνωστούς στο Μίλτον. Καθώς άρχισαν να έρχονται και άλλοι καλεσμένοι, περισσότερο οικείοι στους οικοδεσπότες,  εκείνος φάνηκε να μπαίνει στο περιθώριο όπου μόνο με τον κύριο Λέννοξ αντάλλασσε περιστασιακά μερικές κουβέντες.
« Η δεσποινίς Χέηλ μοιάζει να είναι πολύ καλά, δεν νομίζετε;» είπε ο κύριος Λέννοξ. «Το Μίλτον, φαντάζομαι, δεν της ταίριαξε και πολύ καθώς όταν πρωτοήρθε στο Λονδίνο την είδα πάρα πολύ αλλαγμένη. Απόψε φαίνεται να λάμπει. Έχει όμως δυναμώσει κιόλας. Το προηγούμενο φθινόπωρο, ένας μικρός περίπατος  έφτανε για να την εξουθενώσει. Την Παρασκευή περπατήσαμε ως το Χάμστηντ και πίσω. Κι όμως, το Σάββατο ήταν σε τόσο καλή κατάσταση όπως και τώρα.»
«Περπατήσαμε!» Ποιοι ; Οι δυό τους μόνον;


Ο κύριος Κόλθαρστ  ήταν πολύ έξυπνος άνδρας και ανερχόμενο μέλος του Κοινοβουλίου. Είχε την οξυδέρκεια να αντιλαμβάνεται τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου και εντυπωσιάστηκε από ένα σχόλιο που έκανε ο κύριος Θόρντον στην διάρκεια του δείπνου. Θέλησε να μάθει από την Ήντιθ ποιος ήταν αυτός ο κύριος και το ύφος του όταν είπε « Ώστε αυτός είναι;» την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι – προς μεγάλη της έκπληξη- το όνομα Θόρντον δεν ήταν τόσο άγνωστο όσο εκείνη πίστευε. Το δείπνο της εξελισσόταν θαυμάσια.  Ο Χένρυ ήταν σε μεγάλα κέφια και έκανε θαυμάσια επίδειξη του ξηρού,  καυστικού του χιούμορ. Οι κύριοι Θόρντον και Κόλθαρστ, ανακάλυψαν ότι είχαν κάποιους τομείς κοινού ενδιαφέροντος, τους οποίους και συζήτησαν ακροθιγώς, επιφυλασσόμενοι να εμβαθύνουν στην συζήτησή τους αργότερα, μετά το δείπνο, σε κατ’ ιδίαν συζήτηση. Η Μάργκαρετ ήταν πανέμορφη με τα άνθη της ροδιάς και μολονότι, είχε γείρει πίσω στην καρέκλα της και μιλούσε ελάχιστα, η Ήντιθ δεν ενοχλήθηκε εφόσον η συζήτηση έρεε ομαλά και δίχως τη δική της συμβολή. Η Μάργκαρετ παρατηρούσε το πρόσωπο του κυρίου Θόρντον. Εκείνος, δεν κυττούσε ποτέ προς το μέρος της, επομένως μπορούσε να τον παρατηρεί με την άνεσή της και πρόσεχε τις αλλαγές που ακόμα και αυτός ο σύντομος χρόνος είχε επιφέρει στην όψη του. Μια φορά μόνο, σε κάποιο απροσδόκητο ευφυολόγημα του κυρίου Λέννοξ, είδε να αστράφτει στο πρόσωπό του η παλιά γνήσια χαρά, τα μάτια του να λάμπουν  εύθυμα και τα χείλη του  μόλις να σχηματίζουν το λαμπερό χαμόγελο της παλιάς εποχής. Για μια στιγμή το βλέμμα του αναζήτησε ενστικτωδώς  το δικό της  σαν να επιθυμούσε την συμπάθειά της. Όμως, μόλις συνάντησε τα μάτια της, όλη του η όψη άλλαξε, έγινε ξανά σοβαρή και ανήσυχη και κράτησε αποφασιστικά το βλέμμα του μακριά της για όλη την υπόλοιπη διάρκεια του δείπνου.
Υπήρχαν μονάχα άλλες δύο κυρίες στο δείπνο, και καθώς  ήταν και οι δύο απασχολημένες σε συζήτηση με την θεία της και την Ήντιθ, όταν αποσύρθηκαν στο καθιστικό, η Μάργκαρετ καταπιάστηκε βαριεστημένα με κάποια δουλειά. Σύντομα, ακολούθησαν και οι άνδρες, εξ αυτών οι κύριοι Θόρντον και Κόλθαρστ απορροφημένοι στη συζήτησή τους. Ο κύριος Λέννοξ πλησίασε τη Μάργκαρετ και της είπε χαμηλόφωνα:
« Στ’ αλήθεια πιστεύω ότι η Ήντιθ θα πρέπει να με ευχαριστήσει για την συμβολή μου στο δείπνο της.  Δεν έχεις ιδέα πόσο ευχάριστος και σώφρων άνθρωπος είναι αυτός ο μισθωτής σου. Ήταν ακριβώς ο άνθρωπος που χρειαζόταν για να καθοδηγήσει τον Κόλθαρστ σχετικά με κάποια γεγονότα. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς κατάφερε να ρίξει έξω την επιχείρησή του.»
«Με τα προσόντα του και τις δυνατότητές του εσύ θα είχες επιτύχει» είπε η Μάργκαρετ. Δεν τον ικανοποίησε ιδιαίτερα το ύφος  που του μίλησε αν και τα λόγια της απηχούσαν μια σκέψη που είχε περάσει και από το δικό του το μυαλό. Καθώς παρέμενε σιωπηλός, αντιλήφθηκαν να ανεβαίνουν οι τόνοι στην συζήτηση που λάβαινε χώρα δίπλα στο τζάκι μεταξύ του κυρίου Κόλθαρστ και του κυρίου Θόρντον.
«Σας διαβεβαιώ, άκουσα να γίνεται λόγος γι αυτό με μεγάλο ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον που απορρέει από περιέργεια, θα έλεγα. Άκουσα να αναφέρεται συχνά το όνομά σας κατά την παραμονή μου εκεί.» Έπειτα ακολούθησαν κάποιες λέξεις τις οποίες δεν άκουσαν και αμέσως μετά μίλησε ο κύριος Θόρντον.
« Δεν έχω τα προσόντα για δημοτικότητα – αν μιλούσαν για μένα κατ ’αυτόν τον τρόπο, τότε έσφαλλαν. Ενστερνίζομαι βραδέως  τους νεωτερισμούς και δυσκολεύομαι να καταστήσω τον εαυτό μου γνωστό, ακόμα και σε εκείνους που  επιθυμώ να με μάθουν και με τους οποίους δεν θα έπρεπε να είμαι διστακτικός. Κι όμως ακόμα και με όλους αυτούς τους ενδοιασμούς, ένοιωθα ότι ήμουν στο σωστό δρόμο, και πως με αφετηρία την φιλία μου τρόπον τινά με έναν, άρχισα να αποκτώ σχέση με περισσότερους. Τα οφέλη ήταν αμοιβαία: Μαθαίναμε ο ένας από τον άλλον,  συνειδητά ή ασυνείδητα.»
«Είπατε μαθαίναμε. Ελπίζω πως δεν σκοπεύετε να εγκαταλείψετε αυτόν τον στόχο;»
«Πρέπει να σταματήσω τον Κόλθαρστ,» είπε ο Χένρυ Λέννοξ  βιαστικά. Και με μια αιφνίδια όμως  a propos ερώτηση έστρεψε αλλού την ροή της συζήτησης για να προφυλάξει τον κύριο Θόρντον από την ταπείνωση του να παραδεχθεί την αποτυχία του και επομένως την αλλαγή της κοινωνικής του θέσης.  Όμως, αμέσως μόλις το νέο θέμα συζήτησης εξαντλήθηκε, ο κύριος Θόρντον επανέφερε την συζήτηση στο σημείο διακοπής της και απάντησε στο ερώτημα του κυρίου Κόλθαρστ.
« Η επιχειρηματική μου δραστηριότητα υπήρξε ανεπιτυχής και υποχρεώθηκα να αποσυρθώ από την θέση μου ως εργοδότης. Κάνω έρευνες στο Μίλτον για κάποια θέση όπου θα μπορώ να εργαστώ για κάποιον ο οποίος θα μου παρέχει τη δυνατότητα να διευθετήσω με τον δικό μου τρόπο παρόμοια θέματα. Έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου ότι δεν θα εφαρμόσω απερίσκεπτα νεωτεριστικές πρακτικές. Το μόνο που θέλω είναι να μου δοθεί η δυνατότητα να καλλιεργήσω κάποια επικοινωνία με τους εργάτες πέραν της στοιχειώδους οικονομικής συναλλαγής. Αλλά ίσως αποδειχθεί ότι είναι το σημείο που αναζητούσε ο Αρχιμήδης να σταθεί για να κινήσει την γη, αν κρίνω από τη σημασία που του αποδίδουν  κάποιοι εργοστασιάρχες μας, που αποδοκιμάζουν και σκυθρωπιάζουν κάθε φορά που αναφέρω ένα –δύο πειραματισμούς που θα ήθελα να θέσω σε εφαρμογή.»
« Βλέπω ότι χρησιμοποιείτε τον όρο πειραματισμοί» είπε ο κύριος Κόλθαρστ με μια δόση αυξημένου σεβασμού στον τόνο της φωνής του.
«Διότι πειραματισμοί πιστεύω πως είναι. Δεν είμαι σίγουρος για τα αποτελέσματα που θα προκύψουν. Όμως είμαι πεπεισμένος ότι οφείλουμε να δοκιμάσουμε. Έχω καταλήξει στην πεποίθηση ότι κανένας από τους θεσμούς, όσο σοφά και με περίσκεψη κι αν έχουν οργανωθεί και διευθετηθεί, δεν μπορεί να συμβάλλει στην προσέγγιση των τάξεων στο βαθμό που αυτό πρέπει να γίνει, εκτός κι αν οι θεσμοί έχουν σαν αποτέλεσμα την προσέγγιση ατόμων από διαφορετική τάξη σε αληθινά προσωπικό επίπεδο. Αυτή η επικοινωνία είναι ζωτική ανάσα. Δύσκολα μπορείς να κάνεις έναν εργάτη να καταλάβει πόσο σκληρά έχει κοπιάσει ο εργοδότης του στο γραφείο κάνοντας σχέδια επ’ ωφελεία των εργατών του. Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αναδύεται ως ένα τμήμα μηχανισμού, κατάλληλα προσαρμοσμένο για κάθε ενδεχόμενο. Οι εργάτες όμως το αντιλαμβάνονται όπως και τον μηχανισμό, χωρίς να κατανοούν τον επίπονο πνευματικό μόχθο και την φροντίδα που χρειάζεται για φτάσει στην ολοκλήρωση. Όμως θα μπορούσα να πάρω μία ιδέα, της οποίας η εκτέλεση θα χρειαζόταν προσωπική επαφή. Στην αρχή ίσως να μην πήγαινε πολύ καλά, όμως κάθε εμπόδιο, θα ενεργοποιούσε το ενδιαφέρον ολοένα και περισσότερων εργατών και στο τέλος όλοι θα επιθυμούσαν να την δουν να επιτυγχάνει στην εφαρμογή της, καθώς όλοι συνέβαλλαν στην διαμόρφωση του σχεδίου.
Ακόμα όμως κι έτσι, είμαι σίγουρος ότι θα έχανε τη ζωτική της δύναμη, θα έπαυε να είναι ενεργή αμέσως μόλις έπαυε να είναι στο επίκέντρο του κοινού ενδιαφέροντος, το οποίο πάντα κάνει τους ανθρώπους να μπορούν να βρίσκουν τρόπους και μεθόδους να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, να γνωρίζουν ο ένας τον χαρακτήρα του άλλου, την ψυχοσύνθεση και τον τρόπο έκφρασης. Θα πρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα ο ένας τον άλλον, και τολμώ να πω θα πρέπει να συμπαθήσουμε περισσότερο ο ένας τον άλλον.»

«Και αυτό νομίζετε ότι θα αποτρέψει την επανάληψη απεργιών;»
« Καθόλου. Η υπέρτατη προσδοκία μου φτάνει ως του σημείου ότι θα αποτρέψει τις απεργίες από το να είναι οι πικρές, δηλητηριώδεις πηγές μίσους που γνωρίσαμε μέχρι τώρα. Κάποιος με περισσότερες ελπίδες, θα μπορούσε να φανταστεί ότι μια εγγύτερη και πιο εγκάρδια επικοινωνία μεταξύ των τάξεων θα αποσοβούσε τις απεργίες. Όμως εγώ δεν είμαι άνθρωπος που τρέφει ελπίδες. »
Ξαφνικά, σαν να του ήρθε μια καινούρια ιδέα, διέσχισε το δωμάτιο προς το μέρος που στεκόταν η Μάργκαρετ και άρχισε να της μιλά χωρίς προλόγους, σαν να ήξερε ότι εκείνη άκουγε με προσοχή όλα όσα είχαν ειπωθεί….
«Μις Χέηλ, έλαβα ένα υπόμνημα, υπογεγραμμένο από κάποιους εργάτες μου – ο γραφικός χαρακτήρας, θαρρώ ήταν του Χίγκινς- που δήλωνε την επιθυμία τους να δουλέψουν για λογαριασμό μου, αν βρεθώ ξανά σε θέση να προσλάβω εργάτες για λογαριασμό μου. Ήταν καλό, έτσι δεν είναι ;»
« Μάλιστα! Πολύ καλό. Χαίρομαι γι αυτό.» είπε η Μάργκαρετ ατενίζοντάς τον με τα εκφραστικά της μάτια και χαμηλώνοντας τα ξανά, κάτω από το εύγλωττο βλέμμα του. Της αντιγύρισε για λίγο το βλέμμα σαν να μην ήξερε τι ακριβώς ήθελε να κάνει. Έπειτα αναστέναξε και λέγοντας « Ήξερα ότι θα σας άρεσε» στράφηκε και απομακρύνθηκε και δεν της ξαναμίλησε παρά για να πει ένα τυπικό «καλή σας νύχτα».
Καθώς ο κύριος Λέννοξ ετοιμαζόταν να φύγει, η Μάργκαρετ, κάπως διστακτικά, του είπε κοκκινίζοντας και μην μπορώντας να το κρύψει : «Θα μπορούσα να σας μιλήσω αύριο ; Θα ήθελα την βοήθειά σας για…κάτι.»
«Βεβαιότατα. Θα έρθω όποια ώρα εσείς μου πείτε. Δεν μπορείτε να μου δώσετε μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το να μου δείχνετε ότι σας είμαι χρήσιμος. Στις ένδεκα; Πολύ καλά.»
Τα μάτια του έλαμψαν από ευτυχία. Πώς μάθαινε να στηρίζεται επάνω του! Κατά τα φαινόμενα μια από αυτές τις ημέρες θα του επικύρωνε την βεβαιότητα, δίχως την οποία ήταν αποφασισμένος να μην της κάνει ξανά πρόταση γάμου.

Κεφάλαιο 50ο "Το Μίλτον αλλάζει"

Κεφάλαιο 50ο

"Το Μίλτον αλλάζει"


Εν τω μεταξύ, στο Μίλτον  οι καμινάδες κάπνιζαν, και οι μηχανές συνέχιζαν την ζαλιστική  περιδίνησή τους μέσα σε βουητό και ατέρμονο χτύπο.

Το σίδερο, το ξύλο και ο ατμός,  παράλογα και ασκόπως, μοχθούσαν χωρίς σταματημό. Αλλά την επίμονη και  μονότονη εργασία τους συναγωνιζόταν  η ακαταπόνητη καρτερία του πλήθους που με σκοπό και λογική, μοχθούσε αδιάκοπα ψάχνοντας για – ποιο πράγμα;
Στους δρόμους περιφέρονταν λίγοι αργόσχολοι – κανένας δεν το έκανε απλώς από ευχαρίστηση. Σε κάθε πρόσωπο ήταν ζωγραφισμένη η ανησυχία και η ανυπομονησία. Πάσχιζαν άπληστα να μάθουν νέα και έβλεπες άνδρες να διαγκωνίζονται στην Αγορά και στο Χρηματιστήριο, εγωιστικά και με βαθύ ανταγωνισμό όπως και στην ζωή. Κατήφεια σκέπαζε την πόλη. Λίγοι έρχονταν να αγοράσουν και ακόμα κι αυτοί αντιμετωπίζονταν με καχυποψία από τους πωλητές, γιατί το κέρδος ήταν αβέβαιο και οι πλέον εξασφαλισμένοι, ίσως επηρεάζονταν οικονομικά από τις σαρωτικές αλλαγές στους ναυτιλιακούς οίκους του παρακείμενου λιμένος. Προσώρας, κανείς δεν είχε χρεοκοπήσει στο Μίλτον ˙ όμως από την τεραστίας έκτασης κερδοσκοπία που αποκαλύφθηκε ότι είχε αποτύχει οικτρά στην Αμερική αλλά και πλησιέστερα στην Αγγλία, είχε γίνει γνωστό ότι κάποιοι εμπορικοί οίκοι  στο Μίλτον είχαν τέτοιες ζημίες ώστε κάθε μέρα, στα πρόσωπα όλων, ακόμα κι αν δεν το εξέφραζαν ρητώς, ήταν γραμμένο το ερώτημα: «Τι νέα; Ποιος πτώχευσε; Πώς θα με επηρεάσει;»
...........................................................................................................................................................


Όμως τώρα ήταν μια από τις άσχημες για το εμπόριο εποχές, όπου η πτώση της αγοράς είχε μειώσει την αξία των μεγάλων στοκ. Όσον αφορά τον κύριο Θόρντον, είχε χάσει τη μισή του αξία. Δεν υπήρχαν καινούριες παραγγελίες, έτσι έχασε το κέρδος από το κεφάλαιο που είχε δεσμεύσει στα καινούρια μηχανήματα. Ήταν δύσκολο να πληρωθεί ακόμα και για τις παραγγελίες που είχε ολοκληρώσει, ενώ παράλληλα υπήρχε συνεχής εκροή χρημάτων για την λειτουργία του εργοστασίου.
Έπειτα, έληγαν οι προθεσμίες πληρωμής για το βαμβάκι που είχε αγοραστεί, και το ρευστό χρήμα ήταν σπάνιο ενώ μπορούσε να δανειστεί με υπέρογκα επιτόκια και παράλληλα δεν μπορούσε να ρευστοποιήσει τίποτα από την περιουσία του. Όμως, δεν απελπιζόταν. Νυχθημερόν κατέβαλλε επίπονες προσπάθειες ώστε να προβλέψει και να φροντίσει όλα τα επείγοντα. Στο σπίτι του ήταν ήρεμος και ευγενικός όπως πάντα και στους εργάτες του δεν είχε πολλά λόγια, όμως εκείνοι τον γνώριζαν πια, και πολλές φορές, μια κοφτή, απότομη απάντησή του προσλαμβανόταν με συμπάθεια μάλλον , εξαιτίας της έγνοιας  που έβλεπαν να τον τρώει, παρά με τον κρυφό ανταγωνισμό που σιγόκαιγε παλαιότερα και τους ωθούσε σε σκληρά λόγια και επικρίσεις σε κάθε περίπτωση. «Τ’αφεντικό έχει πολλά ντράβαλα στο κεφάλι του» είπε ο Χίγκινς μια μέρα, ακούγοντας τον κύριο Θόρντον  να ρωτάει κοφτά γιατί εκτελέστηκε μια εντολή που είχε δώσει, κι ύστερα να πνίγει έναν αναστεναγμό καθώς περνούσε από μια αίθουσα  όπου οι εργάτες δούλευαν. Ο Χίγκινς και  ένας άλλος εργάτης δούλεψαν υπερωρίες εκείνη την νύχτα, χωρίς κανείς να το γνωρίζει,  για να τελειώσουν τη δουλειά που είχε αμεληθεί. Ο κύριος Θόρντον δεν το έμαθε ποτέ, απλώς πίστεψε ότι ο επιστάτης, στον οποίο  είχε δοθεί η εντολή, την είχε εκτελέσει ο ίδιος. « Μα την αλήθεια, ξέρω ποιος θε να στεναχωριότανε έτσι κι έβλεπε τ’αφεντικό μας να τα ’χει βάψει μαύρα. ΄κείνος ο  ‘φημέριος, θε να σπάραζε η καρδιά του έτσι και τον έβλεπε τόσο σκασμένο.» σκέφτηκε ο Χίγκινς μια μέρα, καθώς πλησίαζε τον κύριο Θόρντον  στην οδό Μάρλμποροου.
«Αφεντικό,» του είπε, κάνοντάς τον να σταματήσει τον ταχύ, αποφασιστικό διασκελισμό του, και να του ρίξει ένα γρήγορο, ξαφνιασμένο βλέμμα, σαν να ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του.

« Μάθατε τίποτις για την δεσποινίδα Μάργκρετ, τώρα τελευταία;»
«Για την ποια ;»
«Για την δεσποινίδα Μάργκρετ, την κόρη ΄κεινού  του ‘φημέριου- για βάλτε λιγάκι με το νού σας…ξέρετε για ποιάνε λέω.» Στο ύφος του δεν υπήρχε ίχνος αναίδειας.
«Α, μάλιστα!» και ξαφνικά το βλέμμα του που στοίχειωναν οι έγνοιες σαν βαρυχειμωνιά,  ξαστέρωσε λες και είχε διώξει τις σκοτούρες καλοκαιρινό μελτέμι και μ’ όλο που τα χείλη του ήταν σφιγμένα όπως και πριν, τα μάτια του χαμογελούσαν καλοσυνάτα στον συνομιλητή του.
« Ξέρεις, Χίγκινς, είναι μισθώτριά μου, τώρα. Μαθαίνω νέα της πού και πού από τον  εκπρόσωπό της εδώ. Είναι καλά και σε φιλικό περιβάλλον – σ’ευχαριστώ, Χίγκινς.»  Εκείνο το   «ευχαριστώ»,  που ακολούθησε με καθυστέρηση την προηγούμενη φράση, φώτισε μια σκέψη στο μυαλό του παρατηρητικού Χίγκινς. Ίσως και να ήτανε απλώς ιδέα του  αλλά θα την ακολουθούσε και θα έβλεπε πού θα τον οδηγούσε.
« Και δεν έχει παντρευτεί ακόμα, αφεντικό;»
«Όχι ακόμα.» Το βλέμμα του συννέφιασε ξανά. « Κάτι ακούγεται περι γάμου με κάποιον γνωστό της οικογένειας.»
« Το λοιπόν, δε θα την ξαναδούμε στο Μίλτον, έτσι ;»
«Όχι!»
« Στάσου, μια στιγμή αφέντη.» Κατόπιν, πλησιάζοντας, του είπε εμπιστευτικά : «’κείνος εκεί ο νεαρός, ξεκαθάρισε με την υπόθεσή του ;» Ενίσχυσε την βαθιά του γνώση επί του θέματος μ’ ένα κλείσιμο του ματιού που έκανε τα πράγματα ακόμα πιο μυστήρια για τον κύριο Θόρντον. «’κείνος ο νεαρός, εννοώ ο κύριος Φρέντερικ, έτσι τον έλεγαν, ο αδελφός της, ξέρετε…που είχε έρθει ‘δω πέρα!.»
«Εδώ πέρα!»
«Μα ναι ! Τότε που πέθανε η κυρά. Μη φοβάστε, δε θα το πω πουθενά. Η Μαίρη κι ελόγου μου το ξέραμε αλλά δε λέγαμε τίποτα. Η Μαίρη το’χε μάθει γιατί ‘κείνες τις μέρες δούλευε στο σπίτι τους.»
«Και είχε έρθει εδώ ; Ο αδελφός της ήταν;»
«Όπως σας το λέω και θαρρούσα πώς το ξέρατε κι ελόγου σας, ειδάλλως δε θε να σας το’λεγα. Δε το ξέρατε πως είχε αδελφό;»

«Ναι, γνωρίζω τα πάντα γι αυτόν. Ώστε είχε έρθει εδώ όταν πέθανε η κυρία Χέηλ;»
«Όχι, δεν πρόκειται να πω κουβέντα. Μπορεί και να τους έκαμα ζημιά μ’ αυτό που είπα γιατί το ’χανε κρυφό. Ήθελα να μάθω  μοναχά αν ξεκαθαρίσανε τα πράγματα μ’ελόγου του.»
« Απ’ όσο γνωρίζω, όχι. Δεν ξέρω τίποτα. Ό,τι μαθαίνω για την δεσποινίδα Μάργκαρετ, ως μισθώτριά μου, τα μαθαίνω μέσω του δικηγόρου της.»
Ξεμάκρυνε και συνέχισε τον δρόμο του, αφήνοντας τον Χίγκινς μπερδεμένο.
«Ήταν ο αδελφός της.» σκέφτηκε ο κύριος Θόρντον. «Χαίρομαι. Ίσως να μην την ξαναδώ, αλλά είναι παρήγορο – λυτρωτικό- που το έμαθα. Ήξερα πώς δεν ήταν δυνατόν να φερθεί με απρέπεια, κι όμως, λαχταρούσα μια επιβεβαίωση. Τώρα είμαι χαρούμενος.»
Ήταν  μια ακτίδα φωτός μέσα στην σκοτεινιά της  παρούσας κατάστασης του  που μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο ζοφερή.  Ο αντιπρόσωπός του  είχε πλήρως  εμπιστευθεί έναν εμπορικό οίκο στην Αμερική, ο οποίος χρεωκόπησε μαζί με αρκετούς άλλους ακριβώς εκείνη την εποχή, παρασύροντας στην πτώση και άλλους σαν τραπουλόχαρτα. Πώς θα επηρέαζε το γεγονός αυτό τον κύριο Θόρντον; Ποία η θέση του;
Τη μία νύχτα μετά την άλλη, έπαιρνε βιβλία και έγγραφα στο δωμάτιό του και έμεινε κλεισμένος  εκεί πολύ μετά αφού η υπόλοιπη οικογένεια είχε πάει να πλαγιάσει. Πίστευε ότι κανείς άλλος δεν γνώριζε για αυτή του την ασχολία τις ώρες που θα έπρεπε να αφιερώνει στον ύπνο. Ένα πρωινό που  το φως της αυγής μόλις είχε αρχίσει να μπαίνει από τα παντζούρια, εκείνος ακόμα δεν είχε πάει για ύπνο και με αδιαφορία που προέκυπτε από την απελπισία,  σκεφτόταν ότι μπορούσε και χωρίς τις μια δυο ώρες ύπνου που θα είχε ακόμα μέχρι να ξεκινήσει ο ξέφρενος ρυθμός της ημέρας, όταν η πόρτα του δωματίου του άνοιξε και είδε τη μητέρα του να στέκεται εκεί, με τα ίδια ρούχα που φορούσε την προηγούμενη. Όπως κι εκείνος, δεν είχε πλαγιάσει καθόλου όλη τη νύχτα. Κυττάχτηκαν στα μάτια. Τα πρόσωπά τους ήταν παγωμένα, αλύγιστα και ωχρά από την αγρύπνια.
«Μητέρα! Γιατί δεν είσαι στο κρεββάτι σου;»
«Γιέ μου, νομίζεις ότι μπορώ να πέσω να κοιμηθώ ήρεμη όταν εσύ ξενυχτάς γεμάτος έγνοιες; Δεν μου είπες τι σε προβληματίζει, αλλά σίγουρα όλες αυτές τις μέρες έχεις μεγάλες σκοτούρες.»
«Το εμπόριο δεν πάει καλά.»
«Και φοβάσαι πως..»
«Δεν φοβάμαι τίποτα !» της απάντησε σηκώνοντας και κρατώντας ορθό το κεφάλι του. «Ξέρω πως κανείς δεν θα δυστυχήσει εξαιτίας μου. Αυτή  ήταν η έγνοια μου.»
« Αλλά τώρα, εσύ, σε ποια θέση βρίσκεσαι; Θα κηρύξεις….θα υπάρξει χρεοκοπία;»
η σταθερή της φωνή τρεμόπαιξε με τρόπο ασυνήθιστο.
« Χρεοκοπία, όχι. Θα πρέπει να κλείσω την επιχείρηση, αλλά θα πληρώσω όλους τους εργάτες. Ίσως μπορέσω να ξεφύγω – μπαίνω στ’ αλήθεια στον πειρασμό- »

«Με τι τρόπο ; Ω, Τζών! Κράτα ψηλά το όνομά σου, με κάθε ρίσκο!  Πώς μπορείς να ξεφύγεις;»
« Μέσω μιας   άκρως ριψοκίνδυνης  κερδοσκοπικής επένδυσης, που όμως αν πετύχει θα με ξελασπώσει έτσι που κανείς ποτέ δεν θα μάθει σε πόσο δύσκολη θέση βρέθηκα. Όμως αν αποτύχει..»


«Αν αποτύχει…» είπε εκείνη, πλησιάζοντας και ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο του, με μια λάμψη ανυπομονησίας στο βλέμμα. Κράτησε την ανάσα της περιμένοντας να τελειώσει τη φράση του.
«Έντιμοι άνθρωποι θα καταστραφούν  από έναν απατεώνα.»  απάντησε σκυθρωπά. «Όπως έχουν τα πράγματα, τα χρήματα των πιστωτών μου είναι εξασφαλισμένα – μέχρι την τελευταία δεκάρα. Όμως δεν μπορώ να βρω δικά μου χρήμα- μπορεί να έχουν χαθεί όλα και να είμαι άφραγκος αυτή τη στιγμή. Επομένως, αυτό που θα ριψοκινδυνεύσω είναι τα χρήματα των πιστωτών.»
«Όμως αν πετύχει, δεν θα το μάθουν ποτέ. Είναι τόσο ριψοκίνδυνη επένδυση; Σίγουρα όχι, αλλιώς δεν θα την σκεφτόσουν. Αν πετύχει….»
«Θα είμαι πλούσιος και θα το έχω βάρος στη συνείδησή μου!»
«Γιατί ; Δεν θα έχεις βλάψει κανέναν.»
« Όχι, αλλά θα έχω ριψοκινδυνεύσει να καταστρέψω πολλούς για μια τιποτένια προσωπική άνοδο. Μητέρα, πήρα την απόφασή μου! Δεν θα λυπηθείς πολύ που θα αφήσουμε αυτό το σπίτι, έτσι, καλή μου μητέρα;
«Όχι! Αλλά το να γίνεις κάποιος άλλος από αυτό που είσαι τώρα, θα μου ράγιζε την καρδιά. Τι θα κάνεις;»
«Θα παραμείνω ο ίδιος Τζων Θόρντον υπό οποιεσδήποτε συνθήκες ˙ να πασχίζω να κάνω τα πάντα σωστά και  να αποτυγχάνω μεγαλοπρεπώς. Και να προσπαθώ με γενναιότητα να ξαναρχίσω απ’ την αρχή. Αλλά είναι δύσκολο, μητέρα. Δούλεψα τόσο πολύ και έκανα τόσα σχέδια. Ανακάλυψα καινούριο δυναμικό που μου πρόσφερε η θέση μου όταν ήταν πλέον πολύ αργά. Και τώρα όλα τελειώσαν – είμαι πολύ μεγάλος για να ξεκινήσω με το ίδιο κουράγιο. Είναι σκληρό, μητέρα.»
Στράφηκε από την άλλη μεριά και σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια του.
«Δεν μπορώ να το διανοηθώ,» είπε εκείνη με ύφος σκοτεινό και περιφρονητικό «πως ήρθαν έτσι τα πράγματα. Ορίστε, το παιδί μου, καλός γυιός, δίκαιος άνδρας με τρυφερή καρδιά, και αποτυγχάνει σε όλα του τα σχέδια: Βρίσκει μια γυναίκα να αγαπήσει και αυτή δεν νοιάζεται για εκείνον περισσότερο από ό,τι για τον πρώτο τυχόντα. Μοχθεί, και οι κόποι του πάνε στο βρόντο. Άλλοι άνθρωποι προκόβουν και πλουτίζουν και υψώνουν τα τιποτένια τους ονόματα πέρα από κάθε ντροπή.»
« Ποτέ δεν ντροπιάστηκα,»  της είπε χαμηλόφωνα, αλλά εκείνη συνέχισε.

«Κάμποσες φορές αναρωτήθηκα πού να πήγε το δίκαιο αλλά τώρα ξέρω ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στον κόσμο – ορίστε πού έφτασες ˙εσύ, παιδί μου, ο Τζων Θόρντον,  αν και μπορεί εσύ κι εγώ να διακονέψουμε μαζί, παιδί  μου αγαπημένο!»
Έπεσε στην πάνω του και τον φίλησε κλαίγοντας.
«Μητέρα!» της είπε κρατώντας την τρυφερά στην αγκαλιά του «ποιος μου έστειλε  της ζωής μου τον κλήρο, και τον καλό και τον κακό;»
Κούνησε το κεφάλι της.  Εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να ακούσει τίποτα περί θρησκείας.
«Μητέρα,» συνέχισε βλέποντας πως δεν του απαντούσε, « κι εγώ υπήρξα ανυπότακτος, αλλά θα προσπαθήσω να μην είμαι πια. Βοήθησέ με, όπως όταν ήμουν παιδί. Τότε, μου ‘λεγες τόσες καλές κουβέντες – όταν είχε πεθάνει ο πατέρας μου και  κάποιες φορές βρισκόμασταν σε μεγάλη ανέχεια – κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί τώρα. Μου μιλούσες με θάρρος, ευγένεια, γεμάτη εμπιστοσύνη, τότε μητέρα, μου είχες πει λόγια τότε, μητέρα, που ποτέ δεν τα ξέχασα, μ’ όλο που έμοιαζαν να κοιμούνται μέσα μου. Μίλα μου, πάλι όπως και τότε, μητέρα. Ας μην πούμε ότι ο κόσμος σκλήρυνε τόσο πολύ τις καρδιές μας. Αν μου πεις ξανά εκείνα τα παλιά, όμορφα λόγια,  θα νοιώσω πάλι κάτι από την γεμάτη ευσέβεια απλότητα των παιδικών μου χρόνων. Τα ξαναλέω στον εαυτό μου, αλλά από ‘σένα θα ακουστούν διαφορετικά, με βάση όλες τις δοκιμασίες  και τις έγνοιες που άντεξες.»
«Τράβηξα πολλά,» είπε εκείνη με λυγμούς, «αλλά τίποτα δεν ήταν τόσο σκληρό όσο αυτό. Να σε βλέπω να ξεπέφτεις από την θέση που σου ανήκει! Θα μπορούσα να το αντέξω αυτό για τον εαυτό μου, Τζων, αλλά όχι για ‘σένα. Όχι για ‘σένα ! Ο Θεός σου φέρθηκε πολύ σκληρά, πάρα πολύ!»
Οι λυγμοί την συντάραξαν σπασμωδικά όπως γίνεται κάθε φορά που κλαίει ένας ηλικιωμένος. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκε ότι γύρω της επικρατούσε σιωπή και ηρέμησε για να αφουγκραστεί. Απόλυτη σιγή. Κύτταξε γύρω της. Ο γυιός της ήταν ήταν ριγμένος πάνω στο γραφείο, με το κεφάλι μπρούμυτα, πάνω στ’απλωμένα του χέρια.
«Ω, Τζών!» είπε, και του  ανασήκωσε το πρόσωπο. Η  ζοφερή όψη του ήταν τόσο παράξενα ωχρή,  που για μια στιγμή πίστεψε ότι βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου. Όμως καθώς η ακινησία τον εγκατέλειπε και το χρώμα επανερχόταν στο πρόσωπό του, είδε ότι ξανάβρισκε τον εαυτό του και  όλες οι ντροπές του κόσμου έσβησαν από την επίγνωση του πόσο μεγάλη ευλογία ήταν γι αυτήν το να είναι εκείνος ζωντανός. Ευχαρίστησε τον Θεό γι αυτό, και μόνον γι αυτό,  με μια θέρμη που παραμέρισε όλες τις πρότερες ανατρεπτικές σκέψεις από το μυαλό της.
Εκείνος, δεν μίλησε αμέσως, αλλά πήγε και άνοιξε τα παντζούρια αφήνοντας το πορφυρό  φως της αυγής να πλημμυρίσει το δωμάτιο. Όμως  ο άνεμος ήταν ανατολικός ˙ το κρύο διαπεραστικό  όπως εδώ κι εβδομάδες. Δεν θα υπήρχε ζήτηση για ελαφρά καλοκαιρινά υφάσματα φέτος το καλοκαίρι. Η ελπίδα ότι έτσι θα ξαναζωντάνευε το εμπόριο, έπρεπε να θαφτεί  οριστικά.
.........................................................................................................................................................................