Κεφάλαιο 50ο
"Το Μίλτον αλλάζει"
Εν τω μεταξύ, στο Μίλτον οι καμινάδες κάπνιζαν, και οι μηχανές συνέχιζαν την ζαλιστική περιδίνησή τους μέσα σε βουητό και ατέρμονο χτύπο.
"Το Μίλτον αλλάζει"
Εν τω μεταξύ, στο Μίλτον οι καμινάδες κάπνιζαν, και οι μηχανές συνέχιζαν την ζαλιστική περιδίνησή τους μέσα σε βουητό και ατέρμονο χτύπο.
Το σίδερο, το ξύλο και ο ατμός, παράλογα και ασκόπως, μοχθούσαν χωρίς
σταματημό. Αλλά την επίμονη και μονότονη
εργασία τους συναγωνιζόταν η ακαταπόνητη
καρτερία του πλήθους που με σκοπό και λογική, μοχθούσε αδιάκοπα ψάχνοντας για –
ποιο πράγμα;
Στους δρόμους περιφέρονταν λίγοι αργόσχολοι – κανένας δεν το
έκανε απλώς από ευχαρίστηση. Σε κάθε πρόσωπο ήταν ζωγραφισμένη η ανησυχία και η
ανυπομονησία. Πάσχιζαν άπληστα να μάθουν νέα και έβλεπες άνδρες να
διαγκωνίζονται στην Αγορά και στο Χρηματιστήριο, εγωιστικά και με βαθύ
ανταγωνισμό όπως και στην ζωή. Κατήφεια σκέπαζε την πόλη. Λίγοι έρχονταν να
αγοράσουν και ακόμα κι αυτοί αντιμετωπίζονταν με καχυποψία από τους πωλητές,
γιατί το κέρδος ήταν αβέβαιο και οι πλέον εξασφαλισμένοι, ίσως επηρεάζονταν
οικονομικά από τις σαρωτικές αλλαγές στους ναυτιλιακούς οίκους του παρακείμενου
λιμένος. Προσώρας, κανείς δεν είχε χρεοκοπήσει στο Μίλτον ˙ όμως από την
τεραστίας έκτασης κερδοσκοπία που αποκαλύφθηκε ότι είχε αποτύχει οικτρά στην
Αμερική αλλά και πλησιέστερα στην Αγγλία, είχε γίνει γνωστό ότι κάποιοι εμπορικοί
οίκοι στο Μίλτον είχαν τέτοιες ζημίες
ώστε κάθε μέρα, στα πρόσωπα όλων, ακόμα κι αν δεν το εξέφραζαν ρητώς, ήταν
γραμμένο το ερώτημα: «Τι νέα; Ποιος πτώχευσε; Πώς θα με επηρεάσει;»
...........................................................................................................................................................
Όμως τώρα ήταν μια από τις άσχημες για το εμπόριο εποχές, όπου
η πτώση της αγοράς είχε μειώσει την αξία των μεγάλων στοκ. Όσον αφορά τον κύριο
Θόρντον, είχε χάσει τη μισή του αξία. Δεν υπήρχαν καινούριες παραγγελίες, έτσι έχασε
το κέρδος από το κεφάλαιο που είχε δεσμεύσει στα καινούρια μηχανήματα. Ήταν δύσκολο
να πληρωθεί ακόμα και για τις παραγγελίες που είχε ολοκληρώσει, ενώ παράλληλα υπήρχε
συνεχής εκροή χρημάτων για την λειτουργία του εργοστασίου.
Έπειτα, έληγαν οι προθεσμίες πληρωμής για το βαμβάκι που είχε αγοραστεί, και το ρευστό χρήμα ήταν σπάνιο ενώ μπορούσε να δανειστεί με υπέρογκα επιτόκια και παράλληλα δεν μπορούσε να ρευστοποιήσει τίποτα από την περιουσία του. Όμως, δεν απελπιζόταν. Νυχθημερόν κατέβαλλε επίπονες προσπάθειες ώστε να προβλέψει και να φροντίσει όλα τα επείγοντα. Στο σπίτι του ήταν ήρεμος και ευγενικός όπως πάντα και στους εργάτες του δεν είχε πολλά λόγια, όμως εκείνοι τον γνώριζαν πια, και πολλές φορές, μια κοφτή, απότομη απάντησή του προσλαμβανόταν με συμπάθεια μάλλον , εξαιτίας της έγνοιας που έβλεπαν να τον τρώει, παρά με τον κρυφό ανταγωνισμό που σιγόκαιγε παλαιότερα και τους ωθούσε σε σκληρά λόγια και επικρίσεις σε κάθε περίπτωση. «Τ’αφεντικό έχει πολλά ντράβαλα στο κεφάλι του» είπε ο Χίγκινς μια μέρα, ακούγοντας τον κύριο Θόρντον να ρωτάει κοφτά γιατί εκτελέστηκε μια εντολή που είχε δώσει, κι ύστερα να πνίγει έναν αναστεναγμό καθώς περνούσε από μια αίθουσα όπου οι εργάτες δούλευαν. Ο Χίγκινς και ένας άλλος εργάτης δούλεψαν υπερωρίες εκείνη την νύχτα, χωρίς κανείς να το γνωρίζει, για να τελειώσουν τη δουλειά που είχε αμεληθεί. Ο κύριος Θόρντον δεν το έμαθε ποτέ, απλώς πίστεψε ότι ο επιστάτης, στον οποίο είχε δοθεί η εντολή, την είχε εκτελέσει ο ίδιος. « Μα την αλήθεια, ξέρω ποιος θε να στεναχωριότανε έτσι κι έβλεπε τ’αφεντικό μας να τα ’χει βάψει μαύρα. ΄κείνος ο ‘φημέριος, θε να σπάραζε η καρδιά του έτσι και τον έβλεπε τόσο σκασμένο.» σκέφτηκε ο Χίγκινς μια μέρα, καθώς πλησίαζε τον κύριο Θόρντον στην οδό Μάρλμποροου.
«Αφεντικό,» του είπε, κάνοντάς τον να σταματήσει τον ταχύ, αποφασιστικό διασκελισμό του, και να του ρίξει ένα γρήγορο, ξαφνιασμένο βλέμμα, σαν να ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του.
Έπειτα, έληγαν οι προθεσμίες πληρωμής για το βαμβάκι που είχε αγοραστεί, και το ρευστό χρήμα ήταν σπάνιο ενώ μπορούσε να δανειστεί με υπέρογκα επιτόκια και παράλληλα δεν μπορούσε να ρευστοποιήσει τίποτα από την περιουσία του. Όμως, δεν απελπιζόταν. Νυχθημερόν κατέβαλλε επίπονες προσπάθειες ώστε να προβλέψει και να φροντίσει όλα τα επείγοντα. Στο σπίτι του ήταν ήρεμος και ευγενικός όπως πάντα και στους εργάτες του δεν είχε πολλά λόγια, όμως εκείνοι τον γνώριζαν πια, και πολλές φορές, μια κοφτή, απότομη απάντησή του προσλαμβανόταν με συμπάθεια μάλλον , εξαιτίας της έγνοιας που έβλεπαν να τον τρώει, παρά με τον κρυφό ανταγωνισμό που σιγόκαιγε παλαιότερα και τους ωθούσε σε σκληρά λόγια και επικρίσεις σε κάθε περίπτωση. «Τ’αφεντικό έχει πολλά ντράβαλα στο κεφάλι του» είπε ο Χίγκινς μια μέρα, ακούγοντας τον κύριο Θόρντον να ρωτάει κοφτά γιατί εκτελέστηκε μια εντολή που είχε δώσει, κι ύστερα να πνίγει έναν αναστεναγμό καθώς περνούσε από μια αίθουσα όπου οι εργάτες δούλευαν. Ο Χίγκινς και ένας άλλος εργάτης δούλεψαν υπερωρίες εκείνη την νύχτα, χωρίς κανείς να το γνωρίζει, για να τελειώσουν τη δουλειά που είχε αμεληθεί. Ο κύριος Θόρντον δεν το έμαθε ποτέ, απλώς πίστεψε ότι ο επιστάτης, στον οποίο είχε δοθεί η εντολή, την είχε εκτελέσει ο ίδιος. « Μα την αλήθεια, ξέρω ποιος θε να στεναχωριότανε έτσι κι έβλεπε τ’αφεντικό μας να τα ’χει βάψει μαύρα. ΄κείνος ο ‘φημέριος, θε να σπάραζε η καρδιά του έτσι και τον έβλεπε τόσο σκασμένο.» σκέφτηκε ο Χίγκινς μια μέρα, καθώς πλησίαζε τον κύριο Θόρντον στην οδό Μάρλμποροου.
«Αφεντικό,» του είπε, κάνοντάς τον να σταματήσει τον ταχύ, αποφασιστικό διασκελισμό του, και να του ρίξει ένα γρήγορο, ξαφνιασμένο βλέμμα, σαν να ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του.
« Μάθατε τίποτις για την δεσποινίδα Μάργκρετ, τώρα τελευταία;»
«Για την ποια ;»
«Για την δεσποινίδα Μάργκρετ, την κόρη ΄κεινού του ‘φημέριου- για βάλτε λιγάκι με το νού σας…ξέρετε
για ποιάνε λέω.» Στο ύφος του δεν υπήρχε ίχνος αναίδειας.
«Α, μάλιστα!» και ξαφνικά το βλέμμα του που στοίχειωναν οι έγνοιες
σαν βαρυχειμωνιά, ξαστέρωσε λες και είχε
διώξει τις σκοτούρες καλοκαιρινό μελτέμι και μ’ όλο που τα χείλη του ήταν σφιγμένα
όπως και πριν, τα μάτια του χαμογελούσαν καλοσυνάτα στον συνομιλητή του.
« Ξέρεις, Χίγκινς, είναι μισθώτριά μου, τώρα. Μαθαίνω νέα της
πού και πού από τον εκπρόσωπό της εδώ. Είναι
καλά και σε φιλικό περιβάλλον – σ’ευχαριστώ, Χίγκινς.» Εκείνο το «ευχαριστώ»,
που ακολούθησε με καθυστέρηση την προηγούμενη
φράση, φώτισε μια σκέψη στο μυαλό του παρατηρητικού Χίγκινς. Ίσως και να ήτανε
απλώς ιδέα του αλλά θα την ακολουθούσε
και θα έβλεπε πού θα τον οδηγούσε.
« Και δεν έχει παντρευτεί ακόμα, αφεντικό;»
«Όχι ακόμα.» Το βλέμμα του συννέφιασε ξανά. « Κάτι ακούγεται
περι γάμου με κάποιον γνωστό της οικογένειας.»
« Το λοιπόν, δε θα την ξαναδούμε στο Μίλτον, έτσι ;»
«Όχι!»
« Στάσου, μια στιγμή αφέντη.» Κατόπιν, πλησιάζοντας, του είπε εμπιστευτικά : «’κείνος εκεί ο νεαρός, ξεκαθάρισε με την υπόθεσή του ;» Ενίσχυσε την βαθιά του γνώση επί του θέματος μ’ ένα κλείσιμο του ματιού που έκανε τα πράγματα ακόμα πιο μυστήρια για τον κύριο Θόρντον. «’κείνος ο νεαρός, εννοώ ο κύριος Φρέντερικ, έτσι τον έλεγαν, ο αδελφός της, ξέρετε…που είχε έρθει ‘δω πέρα!.»
« Στάσου, μια στιγμή αφέντη.» Κατόπιν, πλησιάζοντας, του είπε εμπιστευτικά : «’κείνος εκεί ο νεαρός, ξεκαθάρισε με την υπόθεσή του ;» Ενίσχυσε την βαθιά του γνώση επί του θέματος μ’ ένα κλείσιμο του ματιού που έκανε τα πράγματα ακόμα πιο μυστήρια για τον κύριο Θόρντον. «’κείνος ο νεαρός, εννοώ ο κύριος Φρέντερικ, έτσι τον έλεγαν, ο αδελφός της, ξέρετε…που είχε έρθει ‘δω πέρα!.»
«Εδώ πέρα!»
«Μα ναι ! Τότε που πέθανε η κυρά. Μη φοβάστε, δε θα το πω
πουθενά. Η Μαίρη κι ελόγου μου το ξέραμε αλλά δε λέγαμε τίποτα. Η Μαίρη το’χε μάθει
γιατί ‘κείνες τις μέρες δούλευε στο σπίτι τους.»
«Και είχε έρθει εδώ ; Ο αδελφός της ήταν;»
«Όπως σας το λέω και θαρρούσα πώς το ξέρατε κι ελόγου σας,
ειδάλλως δε θε να σας το’λεγα. Δε το ξέρατε πως είχε αδελφό;»
«Ναι, γνωρίζω τα πάντα γι αυτόν. Ώστε είχε έρθει εδώ όταν πέθανε
η κυρία Χέηλ;»
«Όχι, δεν πρόκειται να πω κουβέντα. Μπορεί και να τους έκαμα
ζημιά μ’ αυτό που είπα γιατί το ’χανε κρυφό. Ήθελα να μάθω μοναχά αν ξεκαθαρίσανε τα πράγματα μ’ελόγου
του.»
« Απ’ όσο γνωρίζω, όχι. Δεν ξέρω τίποτα. Ό,τι μαθαίνω για την δεσποινίδα Μάργκαρετ, ως μισθώτριά μου, τα μαθαίνω μέσω του δικηγόρου της.»
Ξεμάκρυνε και συνέχισε τον δρόμο του, αφήνοντας τον Χίγκινς μπερδεμένο.
« Απ’ όσο γνωρίζω, όχι. Δεν ξέρω τίποτα. Ό,τι μαθαίνω για την δεσποινίδα Μάργκαρετ, ως μισθώτριά μου, τα μαθαίνω μέσω του δικηγόρου της.»
Ξεμάκρυνε και συνέχισε τον δρόμο του, αφήνοντας τον Χίγκινς μπερδεμένο.
«Ήταν ο αδελφός της.» σκέφτηκε ο κύριος Θόρντον. «Χαίρομαι. Ίσως
να μην την ξαναδώ, αλλά είναι παρήγορο – λυτρωτικό- που το έμαθα. Ήξερα πώς δεν
ήταν δυνατόν να φερθεί με απρέπεια, κι όμως, λαχταρούσα μια επιβεβαίωση. Τώρα είμαι
χαρούμενος.»
Ήταν μια ακτίδα φωτός μέσα στην σκοτεινιά της παρούσας κατάστασης του που μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο ζοφερή. Ο αντιπρόσωπός του είχε πλήρως εμπιστευθεί έναν εμπορικό οίκο στην Αμερική, ο οποίος χρεωκόπησε μαζί με αρκετούς άλλους ακριβώς εκείνη την εποχή, παρασύροντας στην πτώση και άλλους σαν τραπουλόχαρτα. Πώς θα επηρέαζε το γεγονός αυτό τον κύριο Θόρντον; Ποία η θέση του;
Ήταν μια ακτίδα φωτός μέσα στην σκοτεινιά της παρούσας κατάστασης του που μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο ζοφερή. Ο αντιπρόσωπός του είχε πλήρως εμπιστευθεί έναν εμπορικό οίκο στην Αμερική, ο οποίος χρεωκόπησε μαζί με αρκετούς άλλους ακριβώς εκείνη την εποχή, παρασύροντας στην πτώση και άλλους σαν τραπουλόχαρτα. Πώς θα επηρέαζε το γεγονός αυτό τον κύριο Θόρντον; Ποία η θέση του;
Τη μία νύχτα μετά την άλλη, έπαιρνε βιβλία και έγγραφα στο δωμάτιό του και έμεινε
κλεισμένος εκεί πολύ μετά αφού η υπόλοιπη
οικογένεια είχε πάει να πλαγιάσει. Πίστευε ότι κανείς άλλος δεν γνώριζε για αυτή
του την ασχολία τις ώρες που θα έπρεπε να αφιερώνει στον ύπνο. Ένα πρωινό που
το φως της αυγής μόλις είχε αρχίσει να μπαίνει από τα παντζούρια, εκείνος ακόμα
δεν είχε πάει για ύπνο και με αδιαφορία που προέκυπτε από την απελπισία, σκεφτόταν ότι μπορούσε και χωρίς τις μια
δυο ώρες ύπνου που θα είχε ακόμα μέχρι να ξεκινήσει ο ξέφρενος ρυθμός της ημέρας, όταν
η πόρτα του δωματίου του άνοιξε και είδε τη μητέρα του να στέκεται εκεί, με τα ίδια
ρούχα που φορούσε την προηγούμενη. Όπως κι εκείνος, δεν είχε πλαγιάσει καθόλου όλη
τη νύχτα. Κυττάχτηκαν στα μάτια. Τα πρόσωπά τους ήταν παγωμένα, αλύγιστα και
ωχρά από την αγρύπνια.
«Μητέρα! Γιατί δεν είσαι στο κρεββάτι σου;»
«Γιέ μου, νομίζεις ότι μπορώ να πέσω να κοιμηθώ ήρεμη όταν εσύ ξενυχτάς γεμάτος έγνοιες; Δεν μου είπες τι σε προβληματίζει, αλλά σίγουρα όλες αυτές τις μέρες έχεις μεγάλες σκοτούρες.»
«Γιέ μου, νομίζεις ότι μπορώ να πέσω να κοιμηθώ ήρεμη όταν εσύ ξενυχτάς γεμάτος έγνοιες; Δεν μου είπες τι σε προβληματίζει, αλλά σίγουρα όλες αυτές τις μέρες έχεις μεγάλες σκοτούρες.»
«Το εμπόριο δεν πάει καλά.»
«Και φοβάσαι πως..»
«Δεν φοβάμαι τίποτα !» της απάντησε σηκώνοντας και κρατώντας ορθό το κεφάλι του. «Ξέρω πως κανείς δεν θα δυστυχήσει εξαιτίας μου. Αυτή ήταν η έγνοια μου.»
« Αλλά τώρα, εσύ, σε ποια θέση βρίσκεσαι; Θα κηρύξεις….θα υπάρξει χρεοκοπία;»
«Και φοβάσαι πως..»
«Δεν φοβάμαι τίποτα !» της απάντησε σηκώνοντας και κρατώντας ορθό το κεφάλι του. «Ξέρω πως κανείς δεν θα δυστυχήσει εξαιτίας μου. Αυτή ήταν η έγνοια μου.»
« Αλλά τώρα, εσύ, σε ποια θέση βρίσκεσαι; Θα κηρύξεις….θα υπάρξει χρεοκοπία;»
η σταθερή της φωνή τρεμόπαιξε με τρόπο ασυνήθιστο.
« Χρεοκοπία, όχι. Θα πρέπει να κλείσω την επιχείρηση, αλλά
θα πληρώσω όλους τους εργάτες. Ίσως μπορέσω να ξεφύγω – μπαίνω στ’ αλήθεια στον
πειρασμό- »
«Με τι τρόπο ; Ω, Τζών! Κράτα ψηλά το όνομά σου, με κάθε ρίσκο! Πώς μπορείς να ξεφύγεις;»
« Μέσω μιας άκρως ριψοκίνδυνης κερδοσκοπικής επένδυσης, που όμως αν πετύχει θα
με ξελασπώσει έτσι που κανείς ποτέ δεν θα μάθει σε πόσο δύσκολη θέση βρέθηκα. Όμως
αν αποτύχει..»
«Αν αποτύχει…» είπε εκείνη, πλησιάζοντας και ακουμπώντας το
χέρι της στον ώμο του, με μια λάμψη ανυπομονησίας στο βλέμμα. Κράτησε την ανάσα
της περιμένοντας να τελειώσει τη φράση του.
«Έντιμοι άνθρωποι θα καταστραφούν από έναν απατεώνα.» απάντησε σκυθρωπά. «Όπως έχουν τα πράγματα,
τα χρήματα των πιστωτών μου είναι εξασφαλισμένα – μέχρι την τελευταία δεκάρα. Όμως
δεν μπορώ να βρω δικά μου χρήμα- μπορεί να έχουν χαθεί όλα και να είμαι
άφραγκος αυτή τη στιγμή. Επομένως, αυτό που θα ριψοκινδυνεύσω είναι τα χρήματα
των πιστωτών.»
«Όμως αν πετύχει, δεν θα το μάθουν ποτέ. Είναι τόσο
ριψοκίνδυνη επένδυση; Σίγουρα όχι, αλλιώς δεν θα την σκεφτόσουν. Αν πετύχει….»
«Θα είμαι πλούσιος και θα το έχω βάρος στη συνείδησή μου!»
«Θα είμαι πλούσιος και θα το έχω βάρος στη συνείδησή μου!»
«Γιατί ; Δεν θα έχεις βλάψει κανέναν.»
« Όχι, αλλά θα έχω ριψοκινδυνεύσει να καταστρέψω πολλούς για μια τιποτένια προσωπική άνοδο. Μητέρα, πήρα την απόφασή μου! Δεν θα λυπηθείς πολύ που θα αφήσουμε αυτό το σπίτι, έτσι, καλή μου μητέρα;
« Όχι, αλλά θα έχω ριψοκινδυνεύσει να καταστρέψω πολλούς για μια τιποτένια προσωπική άνοδο. Μητέρα, πήρα την απόφασή μου! Δεν θα λυπηθείς πολύ που θα αφήσουμε αυτό το σπίτι, έτσι, καλή μου μητέρα;
«Όχι! Αλλά το να γίνεις κάποιος άλλος από αυτό που είσαι
τώρα, θα μου ράγιζε την καρδιά. Τι θα κάνεις;»
«Θα παραμείνω ο ίδιος Τζων Θόρντον υπό οποιεσδήποτε συνθήκες
˙ να πασχίζω να κάνω τα πάντα σωστά και
να αποτυγχάνω μεγαλοπρεπώς. Και να προσπαθώ με γενναιότητα να ξαναρχίσω
απ’ την αρχή. Αλλά είναι δύσκολο, μητέρα. Δούλεψα τόσο πολύ και έκανα τόσα
σχέδια. Ανακάλυψα καινούριο δυναμικό που μου πρόσφερε η θέση μου όταν ήταν
πλέον πολύ αργά. Και τώρα όλα τελειώσαν – είμαι πολύ μεγάλος για να ξεκινήσω με
το ίδιο κουράγιο. Είναι σκληρό, μητέρα.»
Στράφηκε από την άλλη μεριά και σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια του.
Στράφηκε από την άλλη μεριά και σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια του.
«Δεν μπορώ να το διανοηθώ,» είπε εκείνη με ύφος σκοτεινό και
περιφρονητικό «πως ήρθαν έτσι τα πράγματα. Ορίστε, το παιδί μου, καλός γυιός,
δίκαιος άνδρας με τρυφερή καρδιά, και αποτυγχάνει σε όλα του τα σχέδια: Βρίσκει
μια γυναίκα να αγαπήσει και αυτή δεν νοιάζεται για εκείνον περισσότερο από ό,τι
για τον πρώτο τυχόντα. Μοχθεί, και οι κόποι του πάνε στο βρόντο. Άλλοι άνθρωποι
προκόβουν και πλουτίζουν και υψώνουν τα τιποτένια τους ονόματα πέρα από κάθε
ντροπή.»
« Ποτέ δεν ντροπιάστηκα,»
της είπε χαμηλόφωνα, αλλά εκείνη συνέχισε.
«Κάμποσες φορές αναρωτήθηκα πού να πήγε το δίκαιο αλλά τώρα
ξέρω ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στον κόσμο – ορίστε πού έφτασες ˙εσύ, παιδί μου, ο Τζων Θόρντον, αν και μπορεί εσύ κι εγώ να διακονέψουμε μαζί, παιδί μου αγαπημένο!»
Έπεσε στην πάνω του και τον φίλησε κλαίγοντας.
«Μητέρα!» της είπε κρατώντας την τρυφερά στην αγκαλιά του «ποιος μου έστειλε της ζωής μου τον κλήρο, και τον καλό και τον κακό;»
«Μητέρα!» της είπε κρατώντας την τρυφερά στην αγκαλιά του «ποιος μου έστειλε της ζωής μου τον κλήρο, και τον καλό και τον κακό;»
Κούνησε το κεφάλι της.
Εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να ακούσει τίποτα περί θρησκείας.
«Μητέρα,» συνέχισε βλέποντας πως δεν του απαντούσε, « κι εγώ
υπήρξα ανυπότακτος, αλλά θα προσπαθήσω να μην είμαι πια. Βοήθησέ με, όπως όταν
ήμουν παιδί. Τότε, μου ‘λεγες τόσες καλές κουβέντες – όταν είχε πεθάνει ο
πατέρας μου και κάποιες φορές
βρισκόμασταν σε μεγάλη ανέχεια – κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί τώρα. Μου μιλούσες
με θάρρος, ευγένεια, γεμάτη εμπιστοσύνη, τότε μητέρα, μου είχες πει λόγια τότε,
μητέρα, που ποτέ δεν τα ξέχασα, μ’ όλο που έμοιαζαν να κοιμούνται μέσα μου.
Μίλα μου, πάλι όπως και τότε, μητέρα. Ας μην πούμε ότι ο κόσμος σκλήρυνε τόσο
πολύ τις καρδιές μας. Αν μου πεις ξανά εκείνα τα παλιά, όμορφα λόγια, θα νοιώσω πάλι κάτι από την γεμάτη ευσέβεια
απλότητα των παιδικών μου χρόνων. Τα ξαναλέω στον εαυτό μου, αλλά από ‘σένα θα
ακουστούν διαφορετικά, με βάση όλες τις δοκιμασίες και τις έγνοιες που άντεξες.»
«Τράβηξα πολλά,» είπε εκείνη με λυγμούς, «αλλά τίποτα δεν
ήταν τόσο σκληρό όσο αυτό. Να σε βλέπω να ξεπέφτεις από την θέση που σου
ανήκει! Θα μπορούσα να το αντέξω αυτό για τον εαυτό μου, Τζων, αλλά όχι για
‘σένα. Όχι για ‘σένα ! Ο Θεός σου φέρθηκε πολύ σκληρά, πάρα πολύ!»
Οι λυγμοί την συντάραξαν σπασμωδικά όπως γίνεται κάθε φορά
που κλαίει ένας ηλικιωμένος. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκε ότι γύρω της επικρατούσε
σιωπή και ηρέμησε για να αφουγκραστεί. Απόλυτη σιγή. Κύτταξε γύρω της. Ο γυιός
της ήταν ήταν ριγμένος πάνω στο γραφείο, με το κεφάλι μπρούμυτα, πάνω
στ’απλωμένα του χέρια.
«Ω, Τζών!» είπε, και του ανασήκωσε το πρόσωπο. Η ζοφερή όψη του ήταν τόσο παράξενα ωχρή, που για μια στιγμή πίστεψε ότι βρισκόταν στα
πρόθυρα του θανάτου. Όμως καθώς η ακινησία τον εγκατέλειπε και το χρώμα
επανερχόταν στο πρόσωπό του, είδε ότι ξανάβρισκε τον εαυτό του και όλες οι ντροπές του κόσμου έσβησαν από την
επίγνωση του πόσο μεγάλη ευλογία ήταν γι αυτήν το να είναι εκείνος ζωντανός.
Ευχαρίστησε τον Θεό γι αυτό, και μόνον γι αυτό,
με μια θέρμη που παραμέρισε όλες τις πρότερες ανατρεπτικές σκέψεις από
το μυαλό της.
Εκείνος, δεν μίλησε αμέσως, αλλά πήγε και άνοιξε τα
παντζούρια αφήνοντας το πορφυρό φως της
αυγής να πλημμυρίσει το δωμάτιο. Όμως ο
άνεμος ήταν ανατολικός ˙ το κρύο διαπεραστικό
όπως εδώ κι εβδομάδες. Δεν θα υπήρχε ζήτηση για ελαφρά καλοκαιρινά
υφάσματα φέτος το καλοκαίρι. Η ελπίδα ότι έτσι θα ξαναζωντάνευε το εμπόριο,
έπρεπε να θαφτεί οριστικά.
.........................................................................................................................................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου