Κεφάλαιο 51ο:
"Νέα Συνάντηση"
Ήταν μια ζεστή βραδυά καλοκαιριού. Η Ήντιθ μπήκε στην κάμαρα της Μάργκαρετ, την πρώτη φορά φορώντας το καθημερινό της φόρεμα, ενώ την δεύτερη ήταν ήδη ντυμένη για το δείπνο.
"Νέα Συνάντηση"
Ήταν μια ζεστή βραδυά καλοκαιριού. Η Ήντιθ μπήκε στην κάμαρα της Μάργκαρετ, την πρώτη φορά φορώντας το καθημερινό της φόρεμα, ενώ την δεύτερη ήταν ήδη ντυμένη για το δείπνο.
Στην αρχή δεν βρήκε κανέναν εκεί ˙ έπειτα βρήκε την Ντίξον
να απλώνει στο κρεβάτι το φόρεμα της Μάργκαρετ. Η Ήντιθ έμεινε για να της
γκρινιάξει σχετικά.
«Ώ, Ντίξον! Μη μου πεις ότι θα βάλεις εκείνα τα απαίσια μπλέ λουλούδια με αυτό το σε απόχρωση
παλιωμένου χρυσού φόρεμα! Τι γούστο !
Περίμενε και θα σου φέρω μερικά άνθη
ροδιάς.»
«Δεν είναι σε απόχρωση παλιωμένου χρυσού. Είναι στο χρώμα
του άχυρου. Και το μπλέ ταιριάζει πάντα με το χρώμα του άχυρου.» Αλλά η Ήντιθ
είχε πάει κι είχε φέρει τα λαμπερά άλικα λουλούδια προτού η Ντίξον προλάβει να
τελειώσει τη φράση της.
«Πού είναι η δεσποινίς Χέηλ;» ρώτησε η Ήντιθ, μόλις τελείωσε το στόλισμα του φορέματος. «Δεν μπορώ να καταλάβω» συνέχισε ενοχλημένη, « πώς η θεία μου της επέτρεπε να κάνει τέτοιους περίπατους στο Μίλτον! Έχω την βεβαιότητα ότι κάτι φριχτό θα έχει κολλήσει σε εκείνα τα απαίσια μέρη που τριγυρνούσε. Δεν θα τολμούσα ποτέ να εμφανιστώ σε εκείνους τους δρόμους αν δεν συνοδευόμουν από κάποιον υπηρέτη. Δεν είναι πρέπον για κυρίες της τάξης μας.»
Η Ντίξον, που ήταν ακόμα θυμωμένη για την απαξίωση του προσωπικού της γούστου, απάντησε μάλλον κοφτά.
« Δεν είναι ν’απορεί κανείς, όταν ακούει κυρίες να κάνουν τόση φασαρία για τον καθωσπρεπισμό τους – και μάλιστα κυρίες τόσο φοβιτσιάρες, ευαίσθητες και μη μου άπτου – λέω λοιπόν, πως δεν είναι ν’απορεί κανείς που χάθηκαν οι άγιοι άνθρωποι από τον κόσμο»
«Πού είναι η δεσποινίς Χέηλ;» ρώτησε η Ήντιθ, μόλις τελείωσε το στόλισμα του φορέματος. «Δεν μπορώ να καταλάβω» συνέχισε ενοχλημένη, « πώς η θεία μου της επέτρεπε να κάνει τέτοιους περίπατους στο Μίλτον! Έχω την βεβαιότητα ότι κάτι φριχτό θα έχει κολλήσει σε εκείνα τα απαίσια μέρη που τριγυρνούσε. Δεν θα τολμούσα ποτέ να εμφανιστώ σε εκείνους τους δρόμους αν δεν συνοδευόμουν από κάποιον υπηρέτη. Δεν είναι πρέπον για κυρίες της τάξης μας.»
Η Ντίξον, που ήταν ακόμα θυμωμένη για την απαξίωση του προσωπικού της γούστου, απάντησε μάλλον κοφτά.
« Δεν είναι ν’απορεί κανείς, όταν ακούει κυρίες να κάνουν τόση φασαρία για τον καθωσπρεπισμό τους – και μάλιστα κυρίες τόσο φοβιτσιάρες, ευαίσθητες και μη μου άπτου – λέω λοιπόν, πως δεν είναι ν’απορεί κανείς που χάθηκαν οι άγιοι άνθρωποι από τον κόσμο»
«Ω, Μάργκαρετ! Ήρθες ! Σε έψαχνα ώρα. Πώς έχεις
αναψοκοκκινήσει από τη ζέστη, καημενούλα μου!
Άκου να δεις τι πήγε κι έκανε αυτός ο εκνευριστικός ο Χένρυ. Ειλικρινά,
ξεπερνάει τα όρια του κουνιάδου. Μόλις που είχα καταφέρει και είχα οργανώσει
τόσο ωραία το δείπνο για τον κύριο Κόλθαρστ, να’σου κι έρχεται ο Χένρυ – η
αλήθεια είναι ότι ζήτησε συγνώμη – και χρησιμοποιώντας το όνομά σου σαν
δικαιολογία, με ρώτησε αν μπορούσε να
φέρει τον κύριο Θόρντον από το Μίλτον – ξέρεις, τον εκμισθωτή σου- ο οποίος
έχει έρθει στο Λονδίνο για κάτι νομικές
υποθέσεις. Θα μου ανατρέψει εντελώς τον
αριθμό των καλεσμένων.»
« Δεν με πειράζει για το δείπνο. Δεν πεινάω.» είπε η
Μάργκαρετ χαμηλόφωνα. « Η Ντίξον μπορεί να μου ανεβάσει ένα φλυτζάνι τσάι, και
θα είμαι στο καθιστικό την ώρα που θα έρθετε. Πραγματικά θα μου άρεσε να πάω να
ξαπλώσω.»
«Όχι, όχι! Ούτε να το συζητάς. Η αλήθεια είναι πως έχεις χλωμιάσει λίγο, αλλά μάλλον είναι εξαιτίας της ζέστης και δεν υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρουμε χωρίς εσένα. (Λίγο πιο χαμηλά αυτά τα λουλούδια, Ντίξον. Μοιάζουν με λαμπερές φλόγες πάνω στα μαύρα σου μαλλιά, Μάργκαρετ.) Το ξέρεις πως υπολογίζουμε σε σένα να μιλήσεις για το Μίλτον στον κύριο Κόλθαρστ. Α, μα βέβαια! Και αυτός ο άνθρωπος προέρχεται επίσης από το Μίλτον! Μα, θα είναι σπουδαίο, τελικά! Ο κύριος Κόλθαρστ θα τον βοηθήσει με τα νομικά, ενώ εσύ και αυτός ο κύριος Θόρντον θα του δώσετε πληροφορίες για το Μίλτον, έτσι ώστε να τις χρησιμοποιήσει στο λόγο του στο Κοινοβούλιο. Πραγματικά, τα κατάφερε περίφημα, ο Χένρυ. Τον ρώτησα, για τον άνθρωπο αυτόν, μην τυχόν και είναι κάποιος που μας ντροπιάσει αλλά μου είπε « Όχι, αν έχεις μια στάλα λογικής, αδελφούλα μου.»
«Όχι, όχι! Ούτε να το συζητάς. Η αλήθεια είναι πως έχεις χλωμιάσει λίγο, αλλά μάλλον είναι εξαιτίας της ζέστης και δεν υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρουμε χωρίς εσένα. (Λίγο πιο χαμηλά αυτά τα λουλούδια, Ντίξον. Μοιάζουν με λαμπερές φλόγες πάνω στα μαύρα σου μαλλιά, Μάργκαρετ.) Το ξέρεις πως υπολογίζουμε σε σένα να μιλήσεις για το Μίλτον στον κύριο Κόλθαρστ. Α, μα βέβαια! Και αυτός ο άνθρωπος προέρχεται επίσης από το Μίλτον! Μα, θα είναι σπουδαίο, τελικά! Ο κύριος Κόλθαρστ θα τον βοηθήσει με τα νομικά, ενώ εσύ και αυτός ο κύριος Θόρντον θα του δώσετε πληροφορίες για το Μίλτον, έτσι ώστε να τις χρησιμοποιήσει στο λόγο του στο Κοινοβούλιο. Πραγματικά, τα κατάφερε περίφημα, ο Χένρυ. Τον ρώτησα, για τον άνθρωπο αυτόν, μην τυχόν και είναι κάποιος που μας ντροπιάσει αλλά μου είπε « Όχι, αν έχεις μια στάλα λογικής, αδελφούλα μου.»
Φαντάζομαι λοιπόν, ότι θα είναι σε θέση να μιλήσει σωστά
Αγγλικά, κάτι για το οποίο δεν φημίζονται στο Ντάρκσάιρ, έτσι Μάργκαρετ;»
«Μήπως ανέφερε ο κύριος Λέννοξ για ποιόν λόγο ήρθε ο κύριος
Θόρντον στο Λονδίνο; Αυτές οι νομικές υποθέσεις είχαν σχέση με την περιουσία
του;» είπε η Μάργκαρετ με σβησμένη φωνή.
« Ω, απλώς ότι χρεοκόπησε ή κάτι τέτοιο όπως σου είπε και
εκείνη την ημέρα που σε είχε πιάσει φοβερός πονοκέφαλος – τι μέρα ήταν; (Έτσι,
μπράβο είναι υπέροχο, Ντίξον. Η δεσποινίδα Χέηλ μας βγάζει ασπροπρόσωπες, έτσι ;)
Μακάρι να ήμουν ψηλή σαν βασίλισσα και μελαχρινή σαν τσιγγάνα, Μάργκαρετ.»
« Ναι, αλλά τι έγινε με τον κύριο Θόρντον;»
«Ω, πραγματικά δεν τα συγκρατώ καθόλου αυτά τα νομικά. Ο Χένρυ
θα είναι πανευτυχής να σου τα εξηγήσει όλα. Αυτό που μου έδωσε να καταλάβω είναι πως ο κύριος Θόρντον βρίσκεται σε πολύ άσχημη
οικονομική κατάσταση, ότι είναι ένας πολύ αξιοσέβαστος άνθρωπος και πως πρέπει
να είμαι ιδιαίτερα ευγενική μαζί του. Και καθώς δεν έχω ιδέα πώς να το κάνω αυτό,
ήρθα σου ζητήσω να με βοηθήσεις. Έλα τώρα κάτω μαζί μου, να ξεκουραστείς στον
καναπέ για λίγη ώρα.»
Ο προνομιούχος κουνιάδος ήρθε νωρίς, και η Μάργκαρετ κοκκινίζοντας
όση ώρα του μιλούσε, άρχισε να τον ρωτά αυτά που ήθελε να μάθει σχετικά με τον
κύριο Θόρντον.
« Ήρθε για να υπενοικιάσει τα ακίνητα – το εργοστάσιο και τα παρακείμενα κτίσματα
δηλαδή. Δεν μπορεί πλέον να τα κρατήσει και πρέπει να συνταχθούν συμβολαιογραφικές
πράξεις και μισθωτήρια. Ελπίζω πως η Ήντιθ να τον υποδεχθεί κοσμίως, αν και μάλλον
ενοχλήθηκε με το θάρρος που πήρα να της ζητήσω να τον συμπεριλάβει στους προσκεκλημένους.
Νομίζω όμως πως εσύ θα ήθελες να του δείξουμε λίγη προσοχή. Και θα πρέπει κανείς
να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στο να αποδίδει κάθε σεβασμό σε κάποιον που χάνει
την κοινωνική του θέση.» Είχε χαμηλώσει τη φωνή του καθώς της μιλούσε καθισμένος
δίπλα της, αλλά τελειώνοντας τη φράση του πετάχτηκε επάνω για να συστήσει, στην
Ήντιθ και στον Λοχαγό Λέννοξ, τον κύριο Θόρντον που μόλις είχε μπει στο δωμάτιο.
Καθώς ο κύριος Θόρντον ήταν απασχολημένος με τις συστάσεις, η Μάργκαρετ τον παρατηρούσε ανήσυχη. Είχε να τον δει παραπάνω από ένα χρόνο, και τα γεγονότα που συνέβησαν στο διάστημα αυτό τον είχαν αρκετά αλλάξει. Η ψηλόλιγνη κορμοστασιά του τον έκανε ακόμα να ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους και η άνεση στις κινήσεις του έδινε έναν ξεχωριστό αέρα που ήταν τόσο δικό του χαρακτηριστικό, αλλά στο πρόσωπό του φαίνονταν τα σημάδια του χρόνου και της έγνοιας. Όμως η έκφραση του προσώπου του είχε μια τέτοια αρχοντιά που εντυπωσίαζε όσους είχαν μόλις μάθει για την απώλεια της κοινωνικής του θέσης, και φανέρωνε έμφυτη αξιοπρέπεια και αρρενωπή δύναμη. Εκείνος, με την πρώτη ματιά που είχε ρίξει στο δωμάτιο είχε καταλάβει ότι παρευρισκόταν και η Μάργκαρετ. Είχε δει πόσο απορροφημένη ήταν στην κουβέντα της με τον κύριο Λέννοξ και την πλησίασε με απόλυτα μετρημένες κινήσεις και τον τρόπο ενός παλιού φίλου. Καθώς άρχισε να της μιλάει ήσυχα, τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα και παρέμειναν έτσι όλο το βράδυ.
Καθώς ο κύριος Θόρντον ήταν απασχολημένος με τις συστάσεις, η Μάργκαρετ τον παρατηρούσε ανήσυχη. Είχε να τον δει παραπάνω από ένα χρόνο, και τα γεγονότα που συνέβησαν στο διάστημα αυτό τον είχαν αρκετά αλλάξει. Η ψηλόλιγνη κορμοστασιά του τον έκανε ακόμα να ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους και η άνεση στις κινήσεις του έδινε έναν ξεχωριστό αέρα που ήταν τόσο δικό του χαρακτηριστικό, αλλά στο πρόσωπό του φαίνονταν τα σημάδια του χρόνου και της έγνοιας. Όμως η έκφραση του προσώπου του είχε μια τέτοια αρχοντιά που εντυπωσίαζε όσους είχαν μόλις μάθει για την απώλεια της κοινωνικής του θέσης, και φανέρωνε έμφυτη αξιοπρέπεια και αρρενωπή δύναμη. Εκείνος, με την πρώτη ματιά που είχε ρίξει στο δωμάτιο είχε καταλάβει ότι παρευρισκόταν και η Μάργκαρετ. Είχε δει πόσο απορροφημένη ήταν στην κουβέντα της με τον κύριο Λέννοξ και την πλησίασε με απόλυτα μετρημένες κινήσεις και τον τρόπο ενός παλιού φίλου. Καθώς άρχισε να της μιλάει ήσυχα, τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα και παρέμειναν έτσι όλο το βράδυ.
Δεν φάνηκε να έχει να του πει πολλά πράγματα. Τον απογοήτευσε,
ρωτώντας τον μόνο τα απολύτως απαραίτητα
σχετικά με τους παλιούς της γνωστούς στο Μίλτον. Καθώς άρχισαν να έρχονται και άλλοι
καλεσμένοι, περισσότερο οικείοι στους οικοδεσπότες, εκείνος φάνηκε να μπαίνει στο περιθώριο όπου μόνο
με τον κύριο Λέννοξ αντάλλασσε περιστασιακά μερικές κουβέντες.
« Η δεσποινίς Χέηλ μοιάζει να είναι πολύ καλά, δεν νομίζετε;»
είπε ο κύριος Λέννοξ. «Το Μίλτον, φαντάζομαι, δεν της ταίριαξε και πολύ καθώς όταν
πρωτοήρθε στο Λονδίνο την είδα πάρα πολύ αλλαγμένη. Απόψε φαίνεται να λάμπει.
Έχει όμως δυναμώσει κιόλας. Το προηγούμενο φθινόπωρο, ένας μικρός περίπατος έφτανε για να την εξουθενώσει. Την Παρασκευή
περπατήσαμε ως το Χάμστηντ και πίσω. Κι όμως, το Σάββατο ήταν σε τόσο καλή κατάσταση
όπως και τώρα.»
«Περπατήσαμε!» Ποιοι ; Οι δυό τους μόνον;
Ο κύριος Κόλθαρστ
ήταν πολύ έξυπνος άνδρας και ανερχόμενο μέλος του Κοινοβουλίου. Είχε την
οξυδέρκεια να αντιλαμβάνεται τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου και εντυπωσιάστηκε από
ένα σχόλιο που έκανε ο κύριος Θόρντον στην διάρκεια του δείπνου. Θέλησε να
μάθει από την Ήντιθ ποιος ήταν αυτός ο κύριος και το ύφος του όταν είπε « Ώστε
αυτός είναι;» την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι – προς μεγάλη της έκπληξη- το
όνομα Θόρντον δεν ήταν τόσο άγνωστο όσο εκείνη πίστευε. Το δείπνο της
εξελισσόταν θαυμάσια. Ο Χένρυ ήταν σε
μεγάλα κέφια και έκανε θαυμάσια επίδειξη του ξηρού, καυστικού του χιούμορ. Οι κύριοι Θόρντον και
Κόλθαρστ, ανακάλυψαν ότι είχαν κάποιους τομείς κοινού ενδιαφέροντος, τους οποίους
και συζήτησαν ακροθιγώς, επιφυλασσόμενοι να εμβαθύνουν στην συζήτησή τους
αργότερα, μετά το δείπνο, σε κατ’ ιδίαν συζήτηση. Η Μάργκαρετ ήταν πανέμορφη με
τα άνθη της ροδιάς και μολονότι, είχε γείρει πίσω στην καρέκλα της και μιλούσε
ελάχιστα, η Ήντιθ δεν ενοχλήθηκε εφόσον η συζήτηση έρεε ομαλά και δίχως τη δική
της συμβολή. Η Μάργκαρετ παρατηρούσε το πρόσωπο του κυρίου Θόρντον. Εκείνος, δεν
κυττούσε ποτέ προς το μέρος της, επομένως μπορούσε να τον παρατηρεί με την
άνεσή της και πρόσεχε τις αλλαγές που ακόμα και αυτός ο σύντομος χρόνος είχε
επιφέρει στην όψη του. Μια φορά μόνο, σε κάποιο απροσδόκητο ευφυολόγημα του
κυρίου Λέννοξ, είδε να αστράφτει στο πρόσωπό του η παλιά γνήσια χαρά, τα μάτια
του να λάμπουν εύθυμα και τα χείλη
του μόλις να σχηματίζουν το λαμπερό
χαμόγελο της παλιάς εποχής. Για μια στιγμή το βλέμμα του αναζήτησε
ενστικτωδώς το δικό της σαν να επιθυμούσε την συμπάθειά της. Όμως,
μόλις συνάντησε τα μάτια της, όλη του η όψη άλλαξε, έγινε ξανά σοβαρή και
ανήσυχη και κράτησε αποφασιστικά το βλέμμα του μακριά της για όλη την υπόλοιπη
διάρκεια του δείπνου.
Υπήρχαν μονάχα άλλες δύο κυρίες στο δείπνο, και καθώς ήταν και οι δύο απασχολημένες σε συζήτηση με
την θεία της και την Ήντιθ, όταν αποσύρθηκαν στο καθιστικό, η Μάργκαρετ
καταπιάστηκε βαριεστημένα με κάποια δουλειά. Σύντομα, ακολούθησαν και οι
άνδρες, εξ αυτών οι κύριοι Θόρντον και Κόλθαρστ απορροφημένοι στη συζήτησή τους.
Ο κύριος Λέννοξ πλησίασε τη Μάργκαρετ και της είπε χαμηλόφωνα:
« Στ’ αλήθεια πιστεύω ότι η Ήντιθ θα πρέπει να με
ευχαριστήσει για την συμβολή μου στο δείπνο της. Δεν έχεις ιδέα πόσο ευχάριστος και σώφρων
άνθρωπος είναι αυτός ο μισθωτής σου. Ήταν ακριβώς ο άνθρωπος που χρειαζόταν για
να καθοδηγήσει τον Κόλθαρστ σχετικά με κάποια γεγονότα. Δεν μπορώ να καταλάβω
πώς κατάφερε να ρίξει έξω την επιχείρησή του.»
«Με τα προσόντα του και τις δυνατότητές του εσύ θα είχες
επιτύχει» είπε η Μάργκαρετ. Δεν τον ικανοποίησε ιδιαίτερα το ύφος που του μίλησε αν και τα λόγια της απηχούσαν
μια σκέψη που είχε περάσει και από το δικό του το μυαλό. Καθώς παρέμενε
σιωπηλός, αντιλήφθηκαν να ανεβαίνουν οι τόνοι στην συζήτηση που λάβαινε χώρα
δίπλα στο τζάκι μεταξύ του κυρίου Κόλθαρστ και του κυρίου Θόρντον.
«Σας διαβεβαιώ, άκουσα να γίνεται λόγος γι αυτό με μεγάλο
ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον που απορρέει από περιέργεια, θα έλεγα. Άκουσα να
αναφέρεται συχνά το όνομά σας κατά την παραμονή μου εκεί.» Έπειτα ακολούθησαν
κάποιες λέξεις τις οποίες δεν άκουσαν και αμέσως μετά μίλησε ο κύριος Θόρντον.
« Δεν έχω τα προσόντα για δημοτικότητα – αν μιλούσαν για
μένα κατ ’αυτόν τον τρόπο, τότε έσφαλλαν. Ενστερνίζομαι βραδέως τους νεωτερισμούς και δυσκολεύομαι να
καταστήσω τον εαυτό μου γνωστό, ακόμα και σε εκείνους που επιθυμώ να με μάθουν και με τους οποίους δεν
θα έπρεπε να είμαι διστακτικός. Κι όμως ακόμα και με όλους αυτούς τους
ενδοιασμούς, ένοιωθα ότι ήμουν στο σωστό δρόμο, και πως με αφετηρία την φιλία
μου τρόπον τινά με έναν, άρχισα να αποκτώ σχέση με περισσότερους. Τα οφέλη ήταν
αμοιβαία: Μαθαίναμε ο ένας από τον άλλον,
συνειδητά ή ασυνείδητα.»
«Είπατε μαθαίναμε.
Ελπίζω πως δεν σκοπεύετε να εγκαταλείψετε αυτόν τον στόχο;»
«Πρέπει να σταματήσω τον Κόλθαρστ,» είπε ο Χένρυ Λέννοξ βιαστικά. Και με μια αιφνίδια όμως a propos ερώτηση έστρεψε αλλού την ροή της
συζήτησης για να προφυλάξει τον κύριο Θόρντον από την ταπείνωση του να
παραδεχθεί την αποτυχία του και επομένως την αλλαγή της κοινωνικής του θέσης. Όμως, αμέσως μόλις το νέο θέμα συζήτησης
εξαντλήθηκε, ο κύριος Θόρντον επανέφερε την συζήτηση στο σημείο διακοπής της
και απάντησε στο ερώτημα του κυρίου Κόλθαρστ.
« Η επιχειρηματική μου δραστηριότητα υπήρξε ανεπιτυχής και
υποχρεώθηκα να αποσυρθώ από την θέση μου ως εργοδότης. Κάνω έρευνες στο Μίλτον
για κάποια θέση όπου θα μπορώ να εργαστώ για κάποιον ο οποίος θα μου παρέχει τη
δυνατότητα να διευθετήσω με τον δικό μου τρόπο παρόμοια θέματα. Έχω εμπιστοσύνη
στον εαυτό μου ότι δεν θα εφαρμόσω απερίσκεπτα νεωτεριστικές πρακτικές. Το μόνο
που θέλω είναι να μου δοθεί η δυνατότητα να καλλιεργήσω κάποια επικοινωνία με
τους εργάτες πέραν της στοιχειώδους οικονομικής συναλλαγής. Αλλά ίσως
αποδειχθεί ότι είναι το σημείο που αναζητούσε ο Αρχιμήδης να σταθεί για να
κινήσει την γη, αν κρίνω από τη σημασία που του αποδίδουν κάποιοι εργοστασιάρχες μας, που αποδοκιμάζουν
και σκυθρωπιάζουν κάθε φορά που αναφέρω ένα –δύο πειραματισμούς που θα ήθελα να
θέσω σε εφαρμογή.»
« Βλέπω ότι χρησιμοποιείτε τον όρο πειραματισμοί» είπε ο
κύριος Κόλθαρστ με μια δόση αυξημένου σεβασμού στον τόνο της φωνής του.
«Διότι πειραματισμοί πιστεύω πως είναι. Δεν είμαι σίγουρος για τα αποτελέσματα που θα προκύψουν. Όμως είμαι πεπεισμένος ότι οφείλουμε να δοκιμάσουμε. Έχω καταλήξει στην πεποίθηση ότι κανένας από τους θεσμούς, όσο σοφά και με περίσκεψη κι αν έχουν οργανωθεί και διευθετηθεί, δεν μπορεί να συμβάλλει στην προσέγγιση των τάξεων στο βαθμό που αυτό πρέπει να γίνει, εκτός κι αν οι θεσμοί έχουν σαν αποτέλεσμα την προσέγγιση ατόμων από διαφορετική τάξη σε αληθινά προσωπικό επίπεδο. Αυτή η επικοινωνία είναι ζωτική ανάσα. Δύσκολα μπορείς να κάνεις έναν εργάτη να καταλάβει πόσο σκληρά έχει κοπιάσει ο εργοδότης του στο γραφείο κάνοντας σχέδια επ’ ωφελεία των εργατών του. Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αναδύεται ως ένα τμήμα μηχανισμού, κατάλληλα προσαρμοσμένο για κάθε ενδεχόμενο. Οι εργάτες όμως το αντιλαμβάνονται όπως και τον μηχανισμό, χωρίς να κατανοούν τον επίπονο πνευματικό μόχθο και την φροντίδα που χρειάζεται για φτάσει στην ολοκλήρωση. Όμως θα μπορούσα να πάρω μία ιδέα, της οποίας η εκτέλεση θα χρειαζόταν προσωπική επαφή. Στην αρχή ίσως να μην πήγαινε πολύ καλά, όμως κάθε εμπόδιο, θα ενεργοποιούσε το ενδιαφέρον ολοένα και περισσότερων εργατών και στο τέλος όλοι θα επιθυμούσαν να την δουν να επιτυγχάνει στην εφαρμογή της, καθώς όλοι συνέβαλλαν στην διαμόρφωση του σχεδίου.
Ακόμα όμως κι έτσι, είμαι σίγουρος ότι θα έχανε τη ζωτική της δύναμη, θα έπαυε να είναι ενεργή αμέσως μόλις έπαυε να είναι στο επίκέντρο του κοινού ενδιαφέροντος, το οποίο πάντα κάνει τους ανθρώπους να μπορούν να βρίσκουν τρόπους και μεθόδους να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, να γνωρίζουν ο ένας τον χαρακτήρα του άλλου, την ψυχοσύνθεση και τον τρόπο έκφρασης. Θα πρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα ο ένας τον άλλον, και τολμώ να πω θα πρέπει να συμπαθήσουμε περισσότερο ο ένας τον άλλον.»
«Και αυτό νομίζετε ότι θα αποτρέψει την επανάληψη απεργιών;»
« Καθόλου. Η υπέρτατη προσδοκία μου φτάνει ως του σημείου ότι θα αποτρέψει τις απεργίες από το να είναι οι πικρές, δηλητηριώδεις πηγές μίσους που γνωρίσαμε μέχρι τώρα. Κάποιος με περισσότερες ελπίδες, θα μπορούσε να φανταστεί ότι μια εγγύτερη και πιο εγκάρδια επικοινωνία μεταξύ των τάξεων θα αποσοβούσε τις απεργίες. Όμως εγώ δεν είμαι άνθρωπος που τρέφει ελπίδες. »
Ξαφνικά, σαν να του ήρθε μια καινούρια ιδέα, διέσχισε το δωμάτιο προς το μέρος που στεκόταν η Μάργκαρετ και άρχισε να της μιλά χωρίς προλόγους, σαν να ήξερε ότι εκείνη άκουγε με προσοχή όλα όσα είχαν ειπωθεί….
«Μις Χέηλ, έλαβα ένα υπόμνημα, υπογεγραμμένο από κάποιους εργάτες μου – ο γραφικός χαρακτήρας, θαρρώ ήταν του Χίγκινς- που δήλωνε την επιθυμία τους να δουλέψουν για λογαριασμό μου, αν βρεθώ ξανά σε θέση να προσλάβω εργάτες για λογαριασμό μου. Ήταν καλό, έτσι δεν είναι ;»
« Μάλιστα! Πολύ καλό. Χαίρομαι γι αυτό.» είπε η Μάργκαρετ ατενίζοντάς τον με τα εκφραστικά της μάτια και χαμηλώνοντας τα ξανά, κάτω από το εύγλωττο βλέμμα του. Της αντιγύρισε για λίγο το βλέμμα σαν να μην ήξερε τι ακριβώς ήθελε να κάνει. Έπειτα αναστέναξε και λέγοντας « Ήξερα ότι θα σας άρεσε» στράφηκε και απομακρύνθηκε και δεν της ξαναμίλησε παρά για να πει ένα τυπικό «καλή σας νύχτα».
Καθώς ο κύριος Λέννοξ ετοιμαζόταν να φύγει, η Μάργκαρετ, κάπως διστακτικά, του είπε κοκκινίζοντας και μην μπορώντας να το κρύψει : «Θα μπορούσα να σας μιλήσω αύριο ; Θα ήθελα την βοήθειά σας για…κάτι.»
«Βεβαιότατα. Θα έρθω όποια ώρα εσείς μου πείτε. Δεν μπορείτε να μου δώσετε μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το να μου δείχνετε ότι σας είμαι χρήσιμος. Στις ένδεκα; Πολύ καλά.»
Τα μάτια του έλαμψαν από ευτυχία. Πώς μάθαινε να στηρίζεται επάνω του! Κατά τα φαινόμενα μια από αυτές τις ημέρες θα του επικύρωνε την βεβαιότητα, δίχως την οποία ήταν αποφασισμένος να μην της κάνει ξανά πρόταση γάμου.
«Διότι πειραματισμοί πιστεύω πως είναι. Δεν είμαι σίγουρος για τα αποτελέσματα που θα προκύψουν. Όμως είμαι πεπεισμένος ότι οφείλουμε να δοκιμάσουμε. Έχω καταλήξει στην πεποίθηση ότι κανένας από τους θεσμούς, όσο σοφά και με περίσκεψη κι αν έχουν οργανωθεί και διευθετηθεί, δεν μπορεί να συμβάλλει στην προσέγγιση των τάξεων στο βαθμό που αυτό πρέπει να γίνει, εκτός κι αν οι θεσμοί έχουν σαν αποτέλεσμα την προσέγγιση ατόμων από διαφορετική τάξη σε αληθινά προσωπικό επίπεδο. Αυτή η επικοινωνία είναι ζωτική ανάσα. Δύσκολα μπορείς να κάνεις έναν εργάτη να καταλάβει πόσο σκληρά έχει κοπιάσει ο εργοδότης του στο γραφείο κάνοντας σχέδια επ’ ωφελεία των εργατών του. Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αναδύεται ως ένα τμήμα μηχανισμού, κατάλληλα προσαρμοσμένο για κάθε ενδεχόμενο. Οι εργάτες όμως το αντιλαμβάνονται όπως και τον μηχανισμό, χωρίς να κατανοούν τον επίπονο πνευματικό μόχθο και την φροντίδα που χρειάζεται για φτάσει στην ολοκλήρωση. Όμως θα μπορούσα να πάρω μία ιδέα, της οποίας η εκτέλεση θα χρειαζόταν προσωπική επαφή. Στην αρχή ίσως να μην πήγαινε πολύ καλά, όμως κάθε εμπόδιο, θα ενεργοποιούσε το ενδιαφέρον ολοένα και περισσότερων εργατών και στο τέλος όλοι θα επιθυμούσαν να την δουν να επιτυγχάνει στην εφαρμογή της, καθώς όλοι συνέβαλλαν στην διαμόρφωση του σχεδίου.
Ακόμα όμως κι έτσι, είμαι σίγουρος ότι θα έχανε τη ζωτική της δύναμη, θα έπαυε να είναι ενεργή αμέσως μόλις έπαυε να είναι στο επίκέντρο του κοινού ενδιαφέροντος, το οποίο πάντα κάνει τους ανθρώπους να μπορούν να βρίσκουν τρόπους και μεθόδους να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, να γνωρίζουν ο ένας τον χαρακτήρα του άλλου, την ψυχοσύνθεση και τον τρόπο έκφρασης. Θα πρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα ο ένας τον άλλον, και τολμώ να πω θα πρέπει να συμπαθήσουμε περισσότερο ο ένας τον άλλον.»
«Και αυτό νομίζετε ότι θα αποτρέψει την επανάληψη απεργιών;»
« Καθόλου. Η υπέρτατη προσδοκία μου φτάνει ως του σημείου ότι θα αποτρέψει τις απεργίες από το να είναι οι πικρές, δηλητηριώδεις πηγές μίσους που γνωρίσαμε μέχρι τώρα. Κάποιος με περισσότερες ελπίδες, θα μπορούσε να φανταστεί ότι μια εγγύτερη και πιο εγκάρδια επικοινωνία μεταξύ των τάξεων θα αποσοβούσε τις απεργίες. Όμως εγώ δεν είμαι άνθρωπος που τρέφει ελπίδες. »
Ξαφνικά, σαν να του ήρθε μια καινούρια ιδέα, διέσχισε το δωμάτιο προς το μέρος που στεκόταν η Μάργκαρετ και άρχισε να της μιλά χωρίς προλόγους, σαν να ήξερε ότι εκείνη άκουγε με προσοχή όλα όσα είχαν ειπωθεί….
«Μις Χέηλ, έλαβα ένα υπόμνημα, υπογεγραμμένο από κάποιους εργάτες μου – ο γραφικός χαρακτήρας, θαρρώ ήταν του Χίγκινς- που δήλωνε την επιθυμία τους να δουλέψουν για λογαριασμό μου, αν βρεθώ ξανά σε θέση να προσλάβω εργάτες για λογαριασμό μου. Ήταν καλό, έτσι δεν είναι ;»
« Μάλιστα! Πολύ καλό. Χαίρομαι γι αυτό.» είπε η Μάργκαρετ ατενίζοντάς τον με τα εκφραστικά της μάτια και χαμηλώνοντας τα ξανά, κάτω από το εύγλωττο βλέμμα του. Της αντιγύρισε για λίγο το βλέμμα σαν να μην ήξερε τι ακριβώς ήθελε να κάνει. Έπειτα αναστέναξε και λέγοντας « Ήξερα ότι θα σας άρεσε» στράφηκε και απομακρύνθηκε και δεν της ξαναμίλησε παρά για να πει ένα τυπικό «καλή σας νύχτα».
Καθώς ο κύριος Λέννοξ ετοιμαζόταν να φύγει, η Μάργκαρετ, κάπως διστακτικά, του είπε κοκκινίζοντας και μην μπορώντας να το κρύψει : «Θα μπορούσα να σας μιλήσω αύριο ; Θα ήθελα την βοήθειά σας για…κάτι.»
«Βεβαιότατα. Θα έρθω όποια ώρα εσείς μου πείτε. Δεν μπορείτε να μου δώσετε μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το να μου δείχνετε ότι σας είμαι χρήσιμος. Στις ένδεκα; Πολύ καλά.»
Τα μάτια του έλαμψαν από ευτυχία. Πώς μάθαινε να στηρίζεται επάνω του! Κατά τα φαινόμενα μια από αυτές τις ημέρες θα του επικύρωνε την βεβαιότητα, δίχως την οποία ήταν αποφασισμένος να μην της κάνει ξανά πρόταση γάμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου