Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Κεφάλαιο 35ο "Εξιλέωση"



Το 2014 κλείνει με μια ακόμα ανάρτηση.
Το κεφάλαιο αυτό είναι αρκετά μεγάλο και η δράση προχωρά αρκετά. Γι αυτό θα ανεβάζω τα μεταφρασμένα κομμάτια καθώς θα τα τελειώνω - ελπίζω έτσι να είναι και πιο εύκολα στην ανάγνωση.
Σας ευχαριστώ για τα σχόλια και τη στήριξή σας ! Με τον καινούριο χρόνο, που εύχομαι να είναι γεμάτος υγεία, ελπίδα και πίστη στο καλύτερο για όλους μας, ελπίζω να προχωρήσουμε λιγάκι ακόμα στις ζωές και στα πάθη των ηρώων μας του Μίλτον.
Ευτυχισμένο και χαρούμενο το 2015!





Κεφάλαιο 35 «Εξιλέωση»

Ο κύριος Θόρντον παράτεινε την επίσκεψή του επί μακρόν. Ένοιωθε ότι η παρουσία του πρόσφερε ευχαρίστηση στον κύριο Χέηλ και είχε συγκινηθεί από τον τρόπο που του ζητούσε χαμηλόφωνα να μείνει λίγο περισσότερο – εκείνο το παρακλητικό «μη φύγετε ακόμα», το οποίο ο καημένος ο φίλος του επαναλάμβανε κάπου-κάπου. Απορούσε που η Μάργκαρετ δεν επέστρεψε. 
......................................................................................................................................
Και όλα αυτά, ενώ η Μάργκαρετ κειτόταν ωχρή και ακίνητη σαν πεθαμένη στο πάτωμα του γραφείου! Το φορτίο της την είχε συντρίψει. Ήταν πολύ βαρύ και το κουβαλούσε εδώ και πολύ καιρό με πραότητα και υπομονή, μέχρι που άξαφνα, σε μια στιγμή, η πίστη της κατέρρευσε και μάταια αναζητούσε να πιαστεί από κάποια ελπίδα! Μια ρυτίδα, που φανέρωνε το πόσο υπέφερε, σκοτείνιαζε το όμορφο μεσόφρυδο, μ’ όλο που κανένα άλλο σημάδι που να δήλωνε ότι είχε τις αισθήσεις της δεν υπήρχε στο πρόσωπό της. Το στόμα, μόλις πριν λίγο σφιγμένο σε άμυνα, ήταν τώρα χαλαρό και ωχρό.


" E par che de la sua labbra si mova
uno spirito soave e pien d'amore,
chi va dicendo a l'anima: sospira!"

«Και μοιάζει ως απ’τα χείλη της να βγαίνει
κάποια γλυκιά πνοή γιομάτη αγάπη
που πηαίνει στην ψυχή και λέει : ανάσα!"

(Σ.τ. Μ.  Dante Alighieri από τη συλλογή ποιημάτων Nova Vita )

..........................................................................
Η είσοδος της Ντίξον στο δωμάτιο την έκανε να συνέλθει – μόλις είχε ξεπροβοδίσει τον κύριο Θόρντον.
Εκείνος δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί από το σπίτι, όταν σταμάτησε μπροστά του ένα ιππήλατο λεωφορείο και ένας άντρας κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του, αγγίζοντας το καπέλο του σε χαιρετισμό. Ήταν ο αστυνομικός επιθεωρητής.
Ο κύριος Θόρντον ήταν αυτός που του είχε εξασφαλίσει αρχικάμια θέση στο Σώμα, και από καιρού εις καιρόν μάθαινε για την πρόοδο του προστατευόμενού του, αλλά δε συναντιόνταν συχνά, κι έτσι στην αρχή δεν τον γνώρισε.
«Ονομάζομαι Ουάτσον, κύριε – Τζώρτζ Ουάτσον, αυτός που…»
«Α, μάλιστα! Θυμάμαι! Λοιπόν, ακούω πως έχεις λαμπρή πρόοδο…»
«Μάλιστα, κύριε. Και οφείλω να σας ευχαριστήσω. Όμως έλαβα το θάρρος να σας μιλήσω για κάτι υπηρεσιακό αυτή τη φορά. Υποθέτω πως είστε ο Ειρηνοδίκης που κλήθηκε για να πάρει κατάθεση από τον άτυχο άνδρα, ο οποίος τελικά απεβίωσε χθες τη νύχτα στο νοσοκομείο;»
«Ναι» απάντησε ο κύριος Θόρντον. «Ήμουν εκεί και άκουσα κάποια ασυνάρτητη κατάθεση, η οποία σύμφωνα με τον υπάλληλο δεν είχε και μεγάλη αξία. Φοβάμαι ότι επρόκειτο για περίπτωση αλκοολικού, αν και αναμφίβολα ο θάνατός του προκλήθηκε από βίαιη ενέργεια. Είχε αρραβωνιαστεί με κάποια από τις υπηρέτριες της μητέρας μου, νομίζω, και σήμερα είναι πραγματικά απελπισμένη. Τι συμβαίνει με αυτόν;»
«Ξέρετε, κύριε, ο θάνατός του κατά περίεργο τρόπο σχετίζεται με κάποιο πρόσωπο της οικίας από την οποία σας είδα να βγαίνετε. Θαρρώ ανήκει σε κάποιον κύριο Χέηλ;»
«Μάλιστα!» είπε ο κύριος Θόρντον, γυρίζοντας απότομα να κοιτάξει τον επιθεωρητή με ξαφνικό ενδιαφέρον. «Τι ακριβώς συμβαίνει;»
«Λοιπόν, κύριε, φαίνεται πως έχω ξεκάθαρες αποδείξεις που εμπλέκουν κάποιον τζέντλεμαν, ο οποίος περπατούσε με την δεσποινίδα Χέηλ εκείνη τη νύχτα στον σταθμό του Άουτγουντ, ως τον άνθρωπο που έσπρωξε τον Λέοναρντς από την αποβάθρα και προκάλεσε με αυτόν τον τρόπο τον θάνατό του. Όμως, η νεαρή κυρία αρνείται ότι βρισκόταν εκεί κατά την ώρα που έλαβε χώρα το συμβάν.»
«Η δεσποινίς Χέηλ αρνείται ότι βρισκόταν εκεί!» επανέλαβε ο κύριος Θόρντον με φωνή αλλοιωμένη. «Πες μου, ποιο βράδυ συνέβη αυτό; Τι ώρα;»
«Γύρω στις έξι, το βράδυ της Πέμπτης, της εικοστής έκτης.»
Περπάτησαν πλάι-πλάι για λίγο σιωπηλοί. Ο επιθεωρητής ήταν ο πρώτος που μίλησε.
«Ξέρετε, κύριε, είναι πολύ πιθανό να γίνει εισαγγελική έρευνα, και έχω την κατάθεση ενός νεαρού ο οποίος είναι απόλυτα βέβαιος -τουλάχιστον ήταν βέβαιος αρχικά- γιατί από τη στιγμή που άκουσε πως η νεαρή κυρία το αρνείται, λέει πώς δεν μπορεί να πάρει όρκο, εντούτοις είναι σχεδόν σίγουρος ότι είδε την δεσποινίδα Χέηλ στον σταθμό να περπατάει μαζί με κάποιον τζέντλεμαν, μερικά λεπτά πριν την ώρα κατά την οποία ένας από τους αχθοφόρους είδε μια συμπλοκή, η οποία θεώρησε ότι ξεκίνησε από κάποια αναιδή συμπεριφορά του Λέοναρντς, αλλά που τελικά προκάλεσε τον θάνατό του. Και βλέποντάς σας να εξέρχεστε από αυτό ακριβώς το σπίτι, κύριε, πήρα το θάρρος να ρωτήσω μήπως… Ξέρετε, είναι πάντα εξαιρετικά δύσκολο, όταν πρόκειται για περιπτώσεις διαφιλονικούμενης ταυτότητας, και δεν είναι καθόλου ευχάριστο να αμφισβητεί κανείς τον λόγο μιας ευϋπόληπτης νεαρής κυρίας, εκτός αν έχει ισχυρές ενδείξεις περί του αντιθέτου.»
«Ώστε, λοιπόν, το αρνείται πως βρισκόταν στον σταθμό εκείνο το βράδυ!» επανέλαβε ο κύριος Θόρντον σιγανά, με ύφος σκυθρωπό.
«Μάλιστα, κύριε, και μάλιστα δύο φορές, με ύφος κατηγορηματικό. Της είπα ότι θα την επισκεπτόμουν ξανά, αλλά βλέποντας εσάς καθώς γυρνούσα από την εξέταση του νεαρού, ο οποίος είπε στη μαρτυρία του πως ήταν εκείνη, σκέφτηκα να ζητήσω τη συμβουλή σας, τόσο με την ιδιότητά σας ως Ειρηνοδίκη που είδε τον Λέοναρντ ετοιμοθάνατο, όσο και ως του ανθρώπου που με διόρισε στο Σώμα.»
«Έπραξες πολύ σωστά» είπε ο κύριος Θόρντον. «Μην προβείς σε περαιτέρω ενέργειες μέχρι να συναντηθούμε ξανά.»
«Μα, η νεαρή κυρία θα περιμένει να την επισκεφτώ και πάλι, όπως της είχα πει.»
«Σου ζητώ να το αναβάλεις για μία ώρα μόνο. Είναι τώρα τρεις, έλα στο γραφείο μου στις τέσσερις.»
«Πολύ καλά, κύριε!»
Έτσι χώρισαν οι δρόμοι τους. Ο κύριος Θόρντον κατευθύνθηκε βιαστικά προς το γραφείο του και, αφού έδωσε αυστηρή εντολή στους υπαλλήλους του να μην τον ενοχλήσει κανείς, κλείστηκε στο ιδιαίτερο γραφείο του και κλείδωσε την πόρτα.



Έπειτα, παραδόθηκε στο μαρτύριο του να σκέφτεται ξανά τα γεγονότα όλα από την αρχή και να τα συλλογίζεται με κάθε λεπτομέρεια. Πώς αφέθηκε να παρασυρθεί από τη φαινομενικά αθώα ηρεμία της δακρύβρεχτης εικόνας της μόλις δυο ώρες πριν, έτσι ώστε να δείξει αδυναμία και να νοιώσει γι' αυτήν οίκτο και λαχτάρα, λησμονώντας την άγρια, γεμάτη υποψίες ζήλεια που είχε ξεσηκώσει μέσα του η θέα εκείνης και του άγνωστου άνδρα, και μάλιστα τόσο αργά και σε ένα τέτοιο μέρος! Πώς μπορούσε κάποια τόσο αθώα να ξεπέσει από την ευπρέπεια και την ευγένεια της ανατροφής της; Όμως ήταν πράγματι ευπρεπής; Ήταν; Μισούσε τον εαυτό του για τη σκέψη που είχε περάσει από το μυαλό του μόλις για μια στιγμή, όχι παραπάνω, κι όμως για εκείνη μονάχα τη στιγμή σκίρτησε μέσα του η προηγούμενη λαχτάρα του για εκείνη. Κι έπειτα, αυτό το ψέμα -πόσο φοβερό θα ήταν να αποκαλυφθεί τέτοιο όνειδος- γιατί στο κάτω-κάτω ένας άνδρας σαν τον Λέοναρντς, πιωμένος καθώς ήταν, θα είχε κατά πάσα πιθανότητα συμπεριφορά τόσο προκλητική ώστε να δικαιολογήσει και με το παραπάνω οποιονδήποτε αναλάμβανε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές. Ποιος ύπουλος και θανάσιμος φόβος έσπρωξε την φιλαλήθη Μάργκαρετ στο ψέμα; Σχεδόν την λυπόταν. Πώς θα τέλειωνε όλο αυτό; Εκείνη δε θα μπορούσε να διανοηθεί σε τι περιπέτειες θα έμπλεκε, αν γινόταν έρευνα και προσήγαγαν τον νεαρό ως μάρτυρα. Ξαφνικά σηκώθηκε όρθιος. Δεν επρόκειτο να γίνει καμία έρευνα. Θα έσωζε την Μάργκαρετ. Θα έπαιρνε αυτός την ευθύνη να σταματήσει την έρευνα, η έκβαση της οποίας, δεδομένης της ασάφειας του ιατρικού πορίσματος (το οποίο είχε αμυδρά ακούσει από τον εφημερεύοντα ιατρό την προηγούμενη νύχτα) θα μπορούσε να είναι αμφίβολη. Οι γιατροί είχαν ανακαλύψει κάποια ασθένεια σε αρκετά προχωρημένο στάδιο, που σίγουρα θα απέβαινε μοιραία. Ο θάνατος, σύμφωνα με αυτά που είπαν, είχε επισπευσθεί από την πτώση, είτε από τη μετέπειτα μέθη και την έκθεση στο κρύο. Αν μονάχα ήξερε εξ αρχής την εμπλοκή της Μάργκαρετ στην υπόθεση – αν είχε προβλέψει ότι η άσπιλη φήμη της θα κηλιδωνόταν από μια ψευδή κατάθεση, θα μπορούσε με μια λέξη του να τη γλιτώσει. Γιατί το αν θα γινόταν ή όχι έρευνα είχε για λίγο σταθεί μετέωρο μόλις την προηγούμενη νύχτα. Ίσως η δεσποινίς Χέηλ αγαπούσε κάποιον άλλον -αυτό ήταν κάτι που έβλεπε με αδιαφορία και περιφρόνηση- όμως μπορούσε ακόμα να της προσφέρει τις πιστές του υπηρεσίες – κάτι που εκείνη δε θα μάθαινε ποτέ. Μπορεί να την περιφρονούσε, όμως δε θα άφηνε στην καταισχύνη την γυναίκα που κάποτε είχε αγαπήσει. Και θα ήταν πράγματι όνειδος για εκείνη να δώσει δημόσια ψευδή κατάθεση μπροστά στο δικαστήριο, διαφορετικά να πρέπει να καταμαρτυρήσει τον λόγο για τον οποίο επιθυμούσε να συσκοτίσει παρά να διαφωτίσει την αλήθεια.
Οι υπάλληλοί του απόρησαν, καθώς είδαν τον κύριο Θόρντον να βγαίνει έξω κάτωχρος και βλοσυρός. Έλειψε για περίπου μισή ώρα, αλλά η όψη του είχε ελάχιστα αλλάξει, αν και η αποστολή του είχε στεφθεί με επιτυχία.
Έγραψε δυο γραμμές σε μια κόλλα χαρτί, την έβαλε σε ένα φάκελο και τον σφράγισε. Τον έδωσε σε κάποιον υπάλληλό του λέγοντας: «Είπα στον Ουάτσον -αυτόν που δούλευε εδώ στη συσκευασία και μετά πήγε στην αστυνομία- να έρθει να με συναντήσει στις τέσσερις. Μόλις συνάντησα έναν κύριο από το Λίβερπουλ που επιθυμεί να με δει πριν αναχωρήσει από την πόλη. Το νου σου να δώσεις αυτό στον Ουάτσον όταν έρθει.»
Το σημείωμα έγραφε τα παρακάτω:
«Δε θα διεξαχθεί έρευνα. Δεν υπάρχουν επαρκή ιατρικά στοιχεία για την αιτιολόγησή της. Μην προβείτε σε περαιτέρω ενέργειες. Δε συναντήθηκα με τον εισαγγελέα, αλλά αναλαμβάνω ο ίδιος την ευθύνη.»
............................................................................................................................................

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Κεφάλαιο 34ο "Αλήθεια και ψεύδος"



«Αλήθεια και ψεύδος»

Το γεγονός ότι  « άντεχε καλύτερα απ’όσο θα περίμενε κανείς» ήταν μια επίπονη προσπάθεια για την Μάργκαρετ. Κάποιες φορές σκεφτόταν ότι έπρεπε να τα παρατήσει και να  αφεθεί να κλάψει από πόνο, καθώς αίφνης την συντάραζε η σκέψη, ακόμα και στη μέση μιας φαινομενικά πρόσχαρης συζήτησης με τον πατέρα της, πως πλέον δεν είχε τη μητέρα της. Όσον αφορούσε τον Φρέντερικ, υπήρχε και εκεί μεγάλη αβεβαιότητα.  Η Κυριακή ήρθε και έφυγε χωρίς καμμιά λέξη από το Λονδίνο ˙ και την Τρίτη η Μάργκαρετ έκπληκτη και αποκαρδιωμένη είδε ότι ακόμα δεν είχε φτάσει  κάποιο γράμμα. Βρισκόταν στο απόλυτο σκοτάδι ως προς το τι σχεδίαζε να κάνει ο Φρέντερικ και ο πατέρας της ήταν θλιμμένος  με όλη αυτή την αβεβαιότητα. Κάτι που τον έκανε να παραβιάσει την συνήθεια που είχε προσφάτως αποκτήσει : να κάθεται σε μια σεζ-λονγκ τις μισές ώρες της ημέρας. Αντίθετα, εξακολουθούσε να κόβει βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιο και ύστερα συνέχιζε και έξω από αυτό. Τον άκουγε να πηγαινοέρχεται στον πάνω όροφο και να ανοιγοκλείνει τις πόρτες των δωματίων χωρίς προφανή λόγο. Προσπάθησε να τον ηρεμήσει  διαβάζοντάς  δυνατά – ήταν όμως φανερό ότι δεν μπορούσε να τον κάνει να συγκεντρωθεί για πολύ. Πόσο χαιρόταν που είχε κρατήσει μόνο για τον εαυτό της μια επιπλέον πηγή ανησυχίας που προκάλεσε η συνάντησή τους με τον Λέοναρντς. Χάρηκε επίσης όταν αναγγέλθηκε η άφιξη  του κυρίου Θόρντον. Η επίσκεψή του θα ανάγκαζε τη σκέψη του πατέρα της να στραφεί σε άλλα θέματα.
Εκείνος, προχώρησε κατευθείαν προς το μέρος του πατέρα της, έπιασε τα χέρια του και τα έσφιξε δυνατά, κρατώντας τα ανάμεσα στα δικά του για πολλή ώρα, ενώ τα μάτια και το βλέμμα  του  έδειχναν περισσότερη συμπόνια απ’ όση θα μπορούσαν να εκφράσουν οι λέξεις.  Έπειτα στράφηκε στη Μάργκαρετ. Δεν φαινόταν «καλύτερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς.» Η αρχοντική της ομορφιά είχε ξεθωριάσει από τις ατελείωτες μέρες φροντίδας και  τα πολλά δάκρυα. Το πρόσωπό της είχε μια έκφραση πραότητας, θλίψης και απαντοχής – ή μάλλον έδειχνε ότι σίγουρα υπέφερε ακόμα. Δεν είχε κατά νου να την χαιρετήσει με τρόπο άλλο από αυτόν της μελετημένης ψυχρότητας που είχε υιοθετήσει πρόσφατα. Όμως, δεν μπόρεσε να μην πάει κοντά της, έτσι όπως εκείνη καθόταν παράμερα με συστολή, εξαιτίας της αβέβαιης, ψυχρής συμπεριφοράς του τον τελευταίο καιρό, και να της πει  δυο τυπικά λόγια παρηγοριάς αλλά με τόσο τρυφερή φωνή που τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και έστρεψε στο πλάι το πρόσωπό της για να κρύψει τη συγκίνησή της. Πήρε το εργόχειρό της και κάθισε πολύ ήσυχη και σιωπηλή. Η καρδιά του κυρίου Θόρντον χτυπούσε γρήγορα και δυνατά και προς στιγμήν  ξέχασε εντελώς το σταθμό του Άουτγουντ.  Προσπάθησε να κουβεντιάσει με τον πατέρα της και -  καθώς η παρουσία του, δυνατή και αποφασιστική όπως  και οι απόψεις του που έμοιαζαν με σίγουρο λιμάνι ευχαριστούσαν πάντα τον κύριο Χέηλ – η Μάργκαρετ είδε πως ο πατέρας της ήταν ασυνήθιστα χαρούμενος.
Εκείνη τη στιγμή, η Ντίξον ήρθε στην πόρτα και είπε : «Δεσποινίς Χέηλ, σας ζητούν.»
Η Ντίξον φαινόταν τόσο ταραγμένη που η Μάργκαρετ ένοιωσε την καρδιά της να βουλιάζει. Κάτι είχε συμβεί στον Φρέντ. Δεν είχε καμμιά αμφιβολία γι αυτό. Ευτυχώς που ο πατέρας της και ο κύριος Θόρντον  ήταν βαθιά απορροφημένοι από τη συζήτησή τους.
«Τι συμβαίνει, Ντίξον ;» ρώτησε η Μάργκαρετ, τη στιγμή που έκλεινε πίσω της την πόρτα του σαλονιού.
«Ελάτε από εδώ, δεσποινίς,» είπε η Ντίξον, ανοίγοντας την πόρτα που άλλοτε οδηγούσε στη κρεββατοκάμαρα της κυρίας Χέηλ όμως τώρα  ανήκε στην Μάργκαρετ, αφού ο πατέρας της αρνιόταν να κοιμηθεί εκεί μετά το θάνατο της γυναίκας του.  «Δεν είναι τίποτα, δεσποινίς» είπε κάπως πνιχτά η Ντίξον. «Μονάχα ένας ανακριτής από την αστυνομία. Θέλει να δει εσάς, δεσποινίς. Αλλά, κατά πως μου φαίνεται, δεν είναι για κάτι σοβαρό.»
«Μήπως ανάφερε…» ρώτησε η Μάργκαρετ με φωνή που σχεδόν δεν ακουγόταν.
«Όχι, δεσποινίς, δεν ανάφερε τίποτα. Ρώτησε μονάχα αν μένετε εδώ, και αν μπορούσε να σας μιλήσει. Η Μάρθα άνοιξε την πόρτα και τον υποδέχτηκε, τον  πέρασε στο γραφείο του κυρίου. Πήγα εγώ να δω τι ήθελε, μήπως μπορούσα να φανώ χρήσιμη, αλλά όχι – ήθελε να δει εσάς.»
Η Μάργκαρετ έμεινε σιωπηλή μέχρι που το χέρι της άγγιξε το πόμολο της πόρτας. Έπειτα  στράφηκε και είπε: « Το νου σου μην κατέβει κάτω ο πατέρας. Είναι μαζί του ο κύριος Θόρντον, τώρα.»
Ο αστυνόμος  κόντεψε να τα χάσει μόλις είδε την Μάργκαρετ να μπαίνει αγέρωχη.  Το  ύφος της πρόδιδε κάποια αγανάκτηση, την οποία όμως συγκρατούσε  τόσο καλά υπό έλεγχο, ώστε έμοιαζε να έχει έναν αέρα απαξιωτικό. Δεν έδειχνε καμμία έκπληξη, ούτε περιέργεια. Στεκόταν και περίμενε από εκείνον να εκθέσει τους λόγους της παρουσίας του. Εκείνη δεν έκανε καμμία  ερώτηση.
«Σας ζητώ συγνώμη, κυρία, αλλά το καθήκον μου με υποχρεώνει να σας θέσω μερικές απλές ερωτήσεις. Ένας άνδρας απεβίωσε  στο Νοσοκομείο, συνεπεία της πτώσης του που συνέβη στο σταθμό Άουτγουντ, μεταξύ των ωρών πέντε και έξι, την Πέμπτη το απόγευμα, εικοσιέξι τρέχοντος. Αρχικά  η πτώση θεωρήθηκε ανευ σημασίας, όμως αποδείχτηκε μοιραία καθώς λένε οι γιατροί, εξαιτίας κάποιου εσωτερικού τραυματισμού και της συνήθειας του ιδίου να πίνει.»
Τα μεγάλα σκούρα μάτια που τον κύτταζαν καταπρόσωπο φάνηκαν να διαστέλλονται λίγο. Αυτή ήταν και η μοναδική αλλαγή που αντιλήφθηκε χάρις  στην παρατηρητικότητα και την εμπειρία του. Τα χείλη της φάνηκαν να στρογγυλεύουν  κάνοντας την κάτω καμπύλη να διαγράφεται ακόμα πιο έντονα, ίσως εξαιτίας της μυικής έντασης αλλά εκείνος δεν γνώριζε πώς ήταν υπό φυσιολογικές συνθήκες το παρουσιαστικό της, ώστε να αναγνωρίσει τις ασυνήθιστα βλοσυρές γραμμές Δεν φάνηκε να σαλεύει στο ελάχιστο. Τον κύτταζε κατάματα. Τώρα, καθώς εκείνος έκανε μια παύση προτού συνεχίσει, είπε – σαν να τον  ενθάρρυνε να αφηγηθεί όλη  την ιστορία του : «Λοιπόν, συνεχίστε !’

« Θα πρέπει να διεξαχθεί  έρευνα. Υπάρχει κάποια αμυδρή ένδειξη ότι το χτύπημα, ή η ώθηση ή η συμπλοκή η οποία προκάλεσε την πτώση,  συνέβησαν επειδή αυτός ο δύστυχος υπό την επήρεια μέθης  φέρθηκε με απρέπεια  σε κάποια νεαρή κυρία που οποία  συνοδευόταν από τον νεαρό άνδρα ο οποίος έσπρωξε τον αποθανόντα κάτω από την αποβάθρα. Αυτό τουλάχιστο κατέθεσε ένας μάρτυρας που ήταν στην αποβάθρα, ο οποίος εντούτοις δεν έδωσε συνέχεια στο γεγονός καθώς προς στιγμήν  το χτύπημα φάνηκε ότι είχε ελάχιστες συνέπειες. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η συγκεκριμένη νεαρή κυρία, ήσασταν εσείς, οπότε  σε αυτήν την περίπτωση…»
«Δεν βρισκόμουν εκεί» είπε  η Μάργκαρετ εξακολουθώντας να τον κυττά ανέκφραστα με το απλανές βλέμμα που έχουν οι υπνοβάτες.
Ο επιθεωρητής υποκλίθηκε αμίλητος. Η κυρία που στεκόταν απέναντί του, δεν έδειχνε κανένα συναίσθημα, κανένα ίχνος φόβου ή ανησυχίας και δεν αδημονούσε να τελειώσει η ανάκριση.
......................................................................
Δεν ήταν εξακριβωμένο πως η νεαρή κυρία και ο τζέντλεμαν  ήταν εκείνο το ζευγάρι , όμως ήταν κάποια σοβαρή πιθανότητα. 
......................................................................
«Επομένως, κυρία μου, έχω την αρνητική σας δήλωση ως προς το ότι ήσασταν εσείς η κυρία που συνοδευόταν από τον τζέντλεμαν ο οποίος κατέφερε το χτύπημα ή την ώθηση που προκάλεσε τον θάνατο εκείνου του άτυχου άνδρα;»
Μια αστραπή πόνου διαπέρασε το μυαλό της Μάργκαρετ: «Ω, Θεέ μου, μακάρι να ήξερα ότι ο Φρέντερικ είναι σώος και ασφαλής!» Ένας ενδελεχής παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης ίσως να έβλεπε την στιγμιαία αγωνία που άστραψε στα μεγάλα, θολά της μάτια, όπως το μαρτύριο ενός μεγάλου θαλάσσιου κήτους που εγκλωβίζεται στην ακτή. Όμως ο επιθεωρητής, καίτοι οξύνους, δεν  ήταν  ιδιαίτερα παρατηρητικός.
Εντούτοις του έκανε κάποια  εντύπωση  το ύφος με το οποίο του αποκρίθηκε, και που  έμοιαζε να είναι μια μηχανική επανάληψη της πρώτης της απάντησης – δεν είχε αλλάξει καθόλου ούτε είχε τροποποιηθεί στο ελάχιστο έτσι ώστε να ταιριάζει στην τελευταία του ερώτηση.
«Δεν βρισκόμουν εκεί,» είπε αργά και με προσπάθεια. Και όλη αυτήν την ώρα δεν ανοιγόκλεισε τα μάτια της ούτε άλλαξε το γυάλινο, ονειροπαρμένο της βλέμμα. Αυτή η απάντηση που απηχούσε ίδια και απαράλλαχτα την πρώτη της απάντηση, του κίνησε υποψίες. Ήταν σαν να είχε αναγκαστεί να επιμείνει σε κάτι αναληθές τόσο, ώστε είχε αποστραγγίσει κάθε της προσπάθεια να το διαφοροποιήσει.
Έβγαλε το σημειωματάριό του και αυτή του η κίνηση ήταν εσκεμμένη. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα του . Εκείνη δεν είχε κινηθεί περισσότερο απ’ ότι θα είχε μετακινηθεί ένα γιγάντιο Αιγυπτιακό άγαλμα.
«Ελπίζω να μην θεωρήσετε απρέπεια το γεγονός ότι θα πρέπει να σας επισκεφθώ και πάλι. Ίσως χρειαστεί να σας καλέσω για ανάκριση για να παρουσιάσετε άλλοθι αν οι μάρτυρές μου» (δεν ήταν παρά ένας και μοναδικός αυτός που την αναγνώρισε) «επιμείνουν στην κατάθεσή τους ότι ήσασταν παρούσα κατά τη διάρκεια του ατυχούς συμβάντος.» Την κύτταξε έντονα. Στεκόταν ακόμα εντελώς ακίνητη – καμμιά αλλαγή χροιάς ή   ένδειξη ενοχής  δεν σκίαζε το υπερήφανο πρόσωπό της. Περίμενε να τη δει να ταράζεται – δεν γνώριζε την Μάργκαρετ Χεηλ.  Φάνηκε να τα χάνει λίγο με την βασιλική της αυτοκυριαρχία. Ίσως είχε γίνει κάποιο λάθος στην αναγνώριση.  Συνέχισε λέγοντας :
«Πολύ πιθανόν να μην χρειαστεί να κάνω κάτι τέτοιο, κυρία.  Ελπίζω να με συγχωρήσετε – κάνω απλώς το καθήκον μου,  όσο κι αν αυτό  μπορεί  φαίνεται αγενές.»
Η Μάργκαρετ έσκυψε το κεφάλι της καθώς εκείνος κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Τα χείλη της  είχαν στεγνώσει. Δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε έναν στοιχειώδη αποχαιρετισμό.  Όμως ξαφνικά, προχώρησε εμπρός, άνοιξε την πόρτα του γραφείου και τον συνόδευσε  μέχρι την πόρτα του σπιτιού ανοίγοντάς την διάπλατα για να βγει.  Συνέχισε να τον κυττά  με το ίδιο θολό, απλανές βλέμμα μέχρι που εκείνος απομακρύνθηκε. Έκλεισε την πόρτα και προχώρησε ως τα μισά του  γραφείου, έπειτα στράφηκε προς τα πίσω σαν από κάποια ενστικτώδη παρόρμηση και κλείδωσε την πόρτα.
Κατόπιν, πήγε στο γραφείο, κοντοστάθηκε, έκανε μερικά  ασταθή βήματα προς τα εμπρός, κοντοστάθηκε ξανά, ταλαντεύθηκε για λίγο εκεί που βρισκόταν και ύστερα έπεσε αναίσθητη στο πάτωμα.

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Κεφάλαιο 33ο "Γαλήνη"


« Γαλήνη»

Το σπίτι έμοιαζε αφύσικα ήσυχο μετά από όλο εκείνον τον φόβο και την ταραχή.  Ο πατέρας της φρόντισε να γίνουν όλες οι ετοιμασίες για να ξεκουραστεί και να τονωθεί κατά την επιστροφή της κι έπειτα ξαναπήρε τη συνηθισμένη του θέση  και βυθίστηκε σε ένα από τα θλιβερά  όνειρα που έβλεπε με τα μάτια ανοιχτά. Η Ντίξον είχε βρει την Μαίρη Χίγκινς για να την κατσαδιάζει και να της δίνει διαταγές στην κουζίνα ˙ και οι εξάψαλμοί της δεν ήταν λιγότερο έντονοι επειδή γίνονταν ψιθυριστά. Το να μιλήσει σε τόνο παραπάνω από ψίθυρο της φαινόταν άπρεπο μια και είχαν πεθαμένο άνθρωπο στο σπίτι. Η Μάργκαρετ είχε αποφασίσει να μην πει τίποτα για το ξαφνικό τρόμο που έζησαν λίγο πριν την αναχώρηση. Δεν είχε νόημα να μιλήσει γι αυτό. Όλα είχαν τελειώσει ομαλά. Το μόνο που φοβόταν ήταν μήπως ο Λέοναρντς  κατάφερνε με κάποιο τρόπο να δανειστεί χρήματα και να πραγματοποιήσει το σχέδιό του για να ακολουθήσει τον Φρέντερικ στο Λονδίνο και να τον κυνηγήσει εκεί.  Όμως υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες για την επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου και η Μάργκαρετ ήταν αποφασισμένη να μην βασανίζει τον εαυτό της με το να σκέπτεται καταστάσεις τις οποίες η ίδια δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει.  Ο Φρέντερικ θα φρόντιζε να περιφρουρήσει  τον εαυτό του τόσο καλά όσο κι αν τον προστάτευε η ίδια και σε μια –δυο μέρες θα είχε απομακρυνθεί με ασφάλεια από την Αγγλία.
«Φαντάζομαι ότι  αύριο θα λάβουμε νέα από τον κύριο Μπελ,» είπε η Μάργκαρετ.
«Ναι,» απάντησε ο πατέρας της. « Έτσι υποθέτω.»
«Αν μπορεί να έρθει, τότε μέχρι αύριο βράδυ θα είναι εδώ, πιστεύω.»
«Αν δεν μπορέσει να έρθει, θα παρακαλέσω  τον κύριο Θόρντον να έρθει μαζί μου στην κηδεία. Δεν μπορώ να πάω μόνος μου. Θα καταρρεύσω εντελώς.»
«Μην παρακαλέσεις τον κύριο Θόρντον, πατέρα. Άσε με να έρθω μαζί σου.» είπε η Μάργκαρετ  με ορμή.
«Εσύ ! Καλό μου παιδί, δεν συνηθίζεται να λαμβάνουν μέρος οι γυναίκες.»
............................................................................
Η Μάργκαρετ δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να πείσει τον πατέρα της να μην καλέσει τον κύριο Θόρντον. Είχε μια απερίγραπτη απροθυμία να γίνει αυτή η ενέργεια. Το βράδυ πριν την κηδεία ήρθε ένα επίσημο σημείωμα από την κυρία Θόρντον στην δεσποινίδα Χέηλ, που έλεγε ότι κατόπιν επιθυμίας του γιού της  η άμαξά τους θα ακολουθούσε την πομπή της κηδείας, αν αυτό δεν δυσαρεστούσε την οικογένεια. Η  Μάργκαρετ έριξε το γράμμα στον πατέρα της.
«Ω, ας μην κρατήσουμε τέτοια τυπικά,» είπε. «Ας πάμε μόνοι μας – εγώ κι εσύ, πατέρα. Δεν νοιάζονται για εμάς διαφορετικά, θα προσφερόταν  να έρθει ο ίδιος και δεν θα πρότεινε να στείλει  μια άδεια άμαξα.»
«Νόμιζα πως ήσουν εντελώς αντίθετη στο να έρθει, Μάργκαρετ» είπε ο κύριος Χέηλ με κάποια έκπληξη.
«Πραγματικά. Δεν τον θέλω να έρθει καθόλου ˙ και κυρίως απεχθάνομαι την ιδέα του να τον καλέσουμε εμείς. Όμως αυτό μοιάζει τόσο πολύ με παρωδία πένθους που δεν το περίμενα από αυτόν.»  Αναλύθηκε σε δάκρυα ξαφνιάζοντας τον πατέρα της.

Είχε καταπιέσει τόσο τη θλίψη της, σκεπτόμενη διαρκώς τους άλλους, τόσο ευγενική και υπομονετική  στα πάντα, ώστε ο πατέρας της αδυνατούσε να καταλάβει την αποψινή της  αναστάτωση. Έμοιαζε ταραγμένη και ανήσυχη, και παρά την τρυφερότητα που  της επιδαψίλευε με τη σειρά του ο πατέρας της, εκείνη έκλαιγε ολοένα και περισσότερο.
.......................................................................
Δεν ήταν μόνο το γεγονός  της παραμονής του Φρέντερικ στο Λονδίνο που την αναστάτωνε, αλλά και  κάποιες νύξεις για την  αναγνώριση που είχε λάβει χώρα την  τελευταία στιγμή στο Μίλτον, και η πιθανότητα μιας καταδίωξης – όλα αυτά  που της πάγωναν το αίμα , τι επίδραση θα είχαν στον πατέρα της;  Πολλές φορές η Μάργκαρετ μετάνιωσε για τη πρότασή της και μάλιστα για την σπουδή που έδειξε να συμβουλευτούν τον κύριο Λέννοξ. Προς το παρόν, έμοιαζε σαν να ήταν μικρή η καθυστέρηση – απλά θα αύξαινε  ανεπαίσθητα τις μικρές πιθανότητες εντοπισμού ˙ κι όμως, όσα είχαν συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή, έτειναν να κάνουν την συνάντηση με τον κύριο Λέννοξ τόσο ανεπιθύμητη. Η Μάργκαρετ, πολέμησε σκληρά αυτή της την μεταμέλεια μ’όλο που τώρα πια ήταν ανώφελο.  Το να μέμφεται τον εαυτό της  επειδή είπε κάτι που τη δεδομένη στιγμή φαινόταν σωστό όμως  τα κατοπινά γεγονότα  το έκαναν να φαίνεται τόσο ανόητο. Όμως ο πατέρας της είχε πέσει σε πολύ βαθιά κατάθλιψη σωματικά και νοητικά  ώστε να μπορέσει να το κατανοήσει με βάση τη λογική – θα παραδινόταν αμαχητί σε όλες τις αφορμές που θα είχε για να μετανοιώσει οικτρά, για κάτι το οποίο δεν μπορούσε να αποφευχθεί.  Η Μάργκαρετ ανασύνταξε όσες δυνάμεις είχε προς αρωγή και βοήθεια της .  Ο πατέρας της έμοιαζε να έχει ξεχάσει ότι είχανε κάποιο λόγο να περιμένουν γράμμα από τον Φρέντερικ εκείνο το πρωί. Ήταν απορροφημένος σε μια και μόνη ιδέα – ότι  θα του στερούσαν το μοναδικό ορατό τεκμήριο της παρουσίας της γυναίκας του και δεν θα την ξανάβλεπε πια. Έτρεμε φριχτά καθώς ο βοηθός του νεκροθάφτη τακτοποιούσε τα πένθιμα κρέπια μπροστά του. Κύτταξε τη Μάργκαρετ με βαθιά μελαγχολία, και όταν του επετράπη πήγε κοντά της με ασταθές βήμα ψιθυρίζοντας : « Προσευχήσου για χάρη μου, Μάργκαρετ. Δεν μου έχει μείνει καθόλου δύναμη.  Δεν μπορώ να προσευχηθώ. Άφησα να μου την πάρουν γιατί  έπρεπε.  Προσπαθώ να το αντέξω- πραγματικά προσπαθώ. Ξέρω ότι  είναι το θέλημα του Θεού. Όμως δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πέθανε. Προσευχήσου για μένα Μάργκαρετ, να βρω τη δύναμη να προσευχηθώ. Είναι μεγάλη στενωπός, παιδί μου.»
Η Μάργκαρετ κάθισε δίπλα του στην άμαξα, σχεδόν υποβαστάζοντάς τον στα χέρια της. Επανέλαβε όλες τις ευλαβικές φράσεις της θείας παρηγοριάς ή των κειμένων που μιλούσαν για εγκαρτέρηση, τα οποία μπορούσε να θυμηθεί.  Η φωνή της δεν έτρεμε στο ελάχιστο  και αυτό έδωσε και στην ίδια κουράγιο. Τα χείλη του πατέρα της κινούνταν ακολουθώντας την, επαναλαμβάνοντας μαζί της τα τόσο γνώριμα κείμενα. Ήταν τρομερό να βλέπει κανείς την αγωνιώδη προσπάθεια που έκανε με υπομονή για να κερδίσει την εγκαρτέρηση  την οποία δεν είχε ο ίδιος τη δύναμη να βρει στην καρδιά του, ως ένα κομμάτι του εαυτού του.
Η Μάργκαρετ ένοιωσε το σθένος της σχεδόν να καταρρέει καθώς η Ντίξον  με μια ελαφριά κίνηση του χεριού, τής έστρεψε την προσοχή στον Νίκολας Χίγκινς και την κόρη του που στέκονταν κάπως παράμερα αλλά παρακολουθούσαν την τελετή με  βαθιά αφοσοίωση. Ο Νίκολας φορούσε τα συνηθισμένα του ρούχα της δουλειάς αλλά στο καπέλο του είχε ραμμένο ένα μαύρο κρέπι  - ένα σημάδι πένθους που δεν είχε δείξει στην μνήμη της κόρης του της Μπέσυ. Μα ο κύριος Χέηλ δεν είδε τίποτα. Συνέχισε να μιλά μόνος του, επαναλαμβάνοντας μηχανικά τα λόγια της εξοδίου  ακολουθίας  καθώς τα διάβαζε ο ιερέας. Αναστέναξε δύο –τρεις φορές όταν όλα τελείωσαν, και  ύστερα εναποθέτοντας το χέρι του στο μπράτσο της Μάργκαρετ αφέθηκε σιωπηλά να τον οδηγήσει ως να ήταν τυφλός κι εκείνη η πιστή του οδηγός.
Η Ντίξον έκλαιγε με δυνατούς λυγμούς, είχε καλύψει με το μαντήλι της το πρόσωπό της , τόσο απορροφημένη στην θλίψη της που δεν αντιλήφθηκε ότι το πλήθος που συνήθως συγκεντρώνεται σε τέτοιες περιπτώσεις είχε αρχίσει να διαλύεται, μέχρι που άκουσε κάποιον δίπλα της να της μιλά. Ήταν ο κύριος Θόρντον. Βρισκόταν εκεί καθ’όλη τη διάρκεια της τελετής, με το κεφάλι σκυφτό πίσω από μια ομάδα ανθρώπων έτσι που στην ουσία κανείς δεν τον αναγνώρισε.
« Σας ζητώ συγνώμη, αλλά μήπως θα μπορούσατε να μου πείτε πώς είναι ο κύριος Χέηλ; Και η δεσποινίδα Χέηλ ; Θα ήθελα να μάθω πώς είναι και οι δύο.»
«Φυσικά, κύριε. Πώς να είναι; Ο κύριος φοβερά συντετριμμένος.  Η δεσποινίδα Χέηλ αντέχει καλύτερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς.»
Ο κύριος Θόρντον θα προτιμούσε να είχε μάθει ότι την βασάνιζε η φυσιολογική θλίψη. Εν πρώτοις ήταν αρκετά εγωιστής ώστε να τον ευχαριστεί η ιδέα πως θα μπορούσε να την παρηγορήσει και να την ανακουφίσει με την απέραντη αγάπη του -  κάτι που έμοιαζε πολύ με την περίεργη, παθιασμένη ευχαρίστηση που ενέχεται στην καρδιά μιας  μητέρας που το άρρωστο παιδί της κουρνιάζει κοντά της και εξαρτάται από την ίδια για το παραμικρό. Όμως αυτό το υπέροχο όραμα του τι θα μπορούσε να συμβεί – και στο οποίο, παρά την αποστροφή της Μάργκαρετ θα είχε παραδοθεί μόλις λίγες μέρες πριν-  έγινε   άθλια συντρίμμια  καθώς θυμήθηκε τι είχε δει  κοντά στο σταθμό του  Άουτγουντ . « Άθλια συντρίμμια!» οι λέξεις δεν ήταν αρκετά δυνατές για να το περιγράψουν. Τον στοίχειωνε η ανάμνηση του όμορφου νεαρού άνδρα με τον οποίο την είχε δει σε στάση τέτοιας οικειότητας και εμπιστοσύνης, κι αυτή η ανάμνηση τον διαπερνούσε οδυνηρά μέχρι που τον έκανε να σφίγγει τις γροθιές του για να καταλαγιάσει τον πόνο.  Τόσο αργά, τόσο μακριά από το σπίτι της!  Χρειάστηκε τεράστια ηθική προσπάθεια για να χαλυβδώσει την εμπιστοσύνη του – τόσο απόλυτα δοσμένη μέχρι πρότινος- προς την αγνή και αιθέρια σεμνότητα της Μάργκαρετ. Όταν σταματούσε την προσπάθεια,  η εμπιστοσύνη του τρεμόσβηνε  αδύναμη και νεκρωνόταν και ξέφρενες σκέψεις οργίαζαν σαν εφιάλτες στο μυαλό του. Και να που αυτό που τον κατέτρωγε επιβεβαιωνόταν ως ένα βαθμό. « Αντέχει καλύτερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς». Εκείνη προσέβλεπε με ελπίδα σε κάτι, σε κάτι τόσο λαμπερό που  -θα μπορούσε να φωτίσει ακόμα και τις σκοτεινές ώρες   μιας φιλόστοργης θυγατέρας που ορφάνεψε μόλις πρόσφατα. Ναι ! Ήξερε τον τρόπο με τον οποίο εκείνη θα αγαπούσε. Με τον να την αγαπήσει, είχε αποκτήσει από ένστικτο την  γνώση των δικών της ικανοτήτων. Η ψυχή της θα περπατούσε θριαμβευτικά λουσμένη στο φως αν  κάποιος άνδρας ήταν άξιος με τη δύναμη της αγάπης του να κερδίσει την δική της αγάπη.  Ακόμα και στην ώρα του πένθους θα αναπαυόταν με ειρηνική εμπιστοσύνη  στην αγάπη εκείνου. Στην αγάπη εκείνου. Ποιός ήταν; Εκείνος ο άλλος άνδρας.  Και το γεγονός ότι υπήρχε κάποιος άλλος ήταν αρκετό για να κάνει το ωχρό, αδύνατο πρόσωπο του κυρίου Θόρντον να χλωμιάσει ακόμα περισσότερο και να γίνει πιο βλοσυρό ακούγοντας την απάντηση της Ντίξον.
«Υποθέτω ότι ίσως περάσω για μια επίσκεψη.» είπε ψυχρά. « Για να δω τον κύριο Χέηλ, δηλαδή. Ίσως μπορέσει να με δεχθεί από μεθαύριο.»
..............................................................................
Για κάποιο λόγο έτυχε η Ντίξον να μην αναφέρει στην Μάργκαρετ τη συνομιλία που είχε με τον κύριο Θόρντον. Μπορεί να ήταν απλά σύμπτωση αλλά η Μάργκαρετ δεν έμαθε ποτέ ότι εκείνος ήταν παρών στην κηδεία της μητέρας της.»


Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Κεφάλαιο 32ο: "Κακοτυχίες"



Κεφάλαιο 32ο

«Κακοτυχίες»

Όλη την επόμενη μέρα την πέρασαν μαζί – οι τρείς τους. Ο κύριος Χέηλ δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου παρά μόνο όταν τον ρωτούσαν τα παιδιά του και τον ανάγκαζαν να στραφεί στο παρόν.  Η θλίψη του Φρέντερικ πλέον δεν εκδηλωνόταν ανοιχτά, το αρχικό ξέσπασμα είχε περάσει και τώρα ντρεπόταν που είχε αφήσει τα συναισθήματά του να κυριαρχήσουν τόσο. Μολονότι η θλίψη του για το χαμό  της μητέρας του ήταν βαθιά και ειλικρινής και θα τον συνόδευε για όλη του τη ζωή,  ήταν κάτι για το οποίο δεν ξαναμίλησε.
......................................................................................................
«Θα συνοδεύσεις τον Φρέντερικ στο σταθμό, Μάργκαρετ! Θέλω να ξέρω ότι αναχώρησε με ασφάλεια. Θα μου πείς ότι έφυγε ασφαλής από το Μίλτον,  έτσι δεν είναι;»
«Φυσικά,» είπε η Μάργκαρετ. « Θα το ήθελα, φτάνει να μην νοιώθεις μόνος σου χωρίς εμένα, πατέρα.»
«Όχι, όχι! Θα φοβάμαι μην τον δει κάποιος, τον αναγνωρίσει και τον σταματήσει, εκτός κι αν τον συνοδεύσεις εσύ.  Και να πάτε στο σταθμό του Άουτγουντ. Είναι αρκετά κοντά και δεν έχει πολύ κόσμο. Να πάρετε μια άμαξα. Είναι λιγότερο πιθανό να σας δει κανείς.  Τι ώρα αναχωρεί το τραίνο σου, Φρέντερικ;»
«Στις έξι και δέκα. Θα έχει σκοτεινιάσει σχεδόν. Επομένως,, τι θα κάνεις, Μάργκαρετ;»
«Ω, θα τα καταφέρω. Έχω αρχίσει και γίνομαι πιο γενναία και ατρόμητη.  Ο δρόμος από το σταθμό για το σπίτι έχει αρκετό φως, σε περίπτωση που σκοτεινιάσει. Έχω βρεθεί έξω και πιο αργά ακόμη.»
Η Μάργκαρετ χάρηκε όταν ο αποχωρισμός έλαβε τέλος. Ο αποχωρισμός από την νεκρή μητέρα και τον ζωντανό πατέρα. Έσπευσε να βάλει τον Φρέντερικ βιαστικά στην άμαξα, θέλοντας να συντομεύσει τη σκηνή που έβλεπε ότι έφερνε πίκρα και οδύνη στον πατέρα της, ο οποίος είχε συνοδεύσει τον γυιό του για να κυττάξει για τελευταία φορά τη μητέρα του. Εν μέρει εξαιτίας αυτής της βιασύνης, αλλά και εν μέρει εξαιτίας κάποιων συνηθισμένων λαθών του «Οδηγού  Σιδηροδρομικών Δρομολογίων» σχετικά με τις ώρες άφιξης στους μικρότερους σταθμούς, φτάνοντας στο Άουτγουντ ανακάλυψαν πως είχαν στην διάθεσή τους είκοσι ολόκληρα λεπτά.
Η Μάργκαρετ είχε περασμένο το χέρι της στο μπράτσο του Φρέντερικ. Εκείνος το κράτησε στοργικά.
«Μάργκαρετ ! Θα ζητήσω τη συμβουλή του κυρίου Λέννοξ όσον αφορά τις πιθανότητες αθώωσής μου, έτσι ώστε να  μπορώ να επιστρέφω στην Αγγλία όποτε θέλω, για χάρη σου περισσότερο παρά για οποιονδήποτε άλλον. Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο μόνη  θα βρεθείς σε περίπτωση που συμβεί κάτι στον πατέρα. Μοιάζει  θλιβερά αλλαγμένος – απολύτως συντετριμμένος.  Μακάρι να τον έπειθες να σκεφτεί το ταξίδι στο Κάντιθ, για πολλούς λόγους. Τι θα έκανες αν έμενες μόνη σου ; Δεν έχεις φίλους εδώ κοντά. Παραδόξως δεν έχουμε πολλούς συγγενείς.»
Η Μάργκαρετ μετά βίας κρατήθηκε για να μην κλάψει, νοιώθοντας την τρυφερή ανησυχία με την οποία ο Φρέντερικ της παρουσίαζε ένα γεγονός  το οποίο  και η ίδια θεωρούσε πιθανό – τόσο είχαν καταβάλλει οι έγνοιες των τελευταίων μηνών τον κύριο Χέηλ.  Όμως προσπάθησε να συνέλθει καθώς έλεγε:
«Συνέβησαν τόσο περίεργες και απρόσμενες αλλαγές στην ζωή μου τα τελευταία δύο χρόνια, που αισθάνομαι  περισσότερο παρά ποτέ πως δεν αξίζει να υπολογίζει κανείς τόσο ενδελεχώς τι θα κάνω αν κάποιο παρόμοιο  γεγονός λάβει χώρα στο μέλλον. Προσπαθώ να σκέφτομαι μόνο το παρόν.»  Έκανε μια παύση˙ στάθηκαν κι οι δύο ακίνητοι για λίγο κοντά στη βάση των σκαλοπατιών που οδηγούσαν στο δρόμο. Ο ήλιος που έδυε έπεφτε στα πρόσωπά τους.  Ο Φρέντερικ κράτησε το χέρι της στα δικά του και κύτταξε το πρόσωπό της μελαγχολικός και ανήσυχος , διαβάζοντας στα χαρακτηριστικά της περισσότερες έγνοιες και προβλήματα απ’όσα θα του έλεγε με λόγια. Εκείνη συνέχισε:
«Θα γράφουμε συχνά ο ένας στον άλλον, και σου υπόσχομαι – μια και αυτό θα σε καθησυχάσει – ότι θα σου  αναφέρω ο,τιδήποτε με απασχολεί. Ο πατέρας ..» φάνηκε να ξαφνιάζεται για λίγο - ένα ανεπαίσθητο ξάφνιασμα, αλλά ο Φρέντερικ ένοιωσε την ξαφνική σύσπαση στο χέρι που κρατούσε και γύρισε να κυττάξει προς τη μεριά του δρόμου, όπου  ένας καβαλάρης περνούσε  αργά ακριβώς μπροστά από το σημείο που στέκονταν. Ο άνδρας ανταπέδωσε ψυχρά και συγκρατημένα  τον χαιρετισμό της Μάργκαρετ.
«Ποιος ήταν αυτός ;» ρώτησε ο Φρέντερικ ενώ ακόμα ο άντρας ήταν σχεδόν σε απόσταση όπου μπορούσε να τους ακούσει. Η Μάργκαρετ είχε σκύψει λίγο, κοκκινίζοντας ελαφρά καθώς απαντούσε: « Ο κύριος Θόρντον – ξέρεις – αυτός που είδες νωρίτερα.»
«Μόνο από πίσω. Δεν φαίνεται διόλου συμπαθητικός. Τι βλοσυρό ύφος ήταν αυτό!»
«Έγινε κάτι που τον πείραξε. Δεν θα τον θεωρούσες αντιπαθητικό αν τον έβλεπες πώς ήταν  με την μητέρα.»
«Νομίζω πως είναι ώρα να πάω να πάρω το εισιτήριό μου. Αν ήξερα πόσο θα σκοτείνιαζε, θα κρατούσα την άμαξα, Μάργκαρετ.»
«Ω, μην ανησυχείς γι αυτό. Μπορώ να πάρω μια άμαξα από εδώ ή  να γυρίσω πίσω  παράλληλα με τις ράγες,  μια και υπάρχει κόσμος και καταστήματα και φώτα σε όλο το δρόμο  ως το σταθμό του Μίλτον. Μην νοιάζεσαι για μένα – εσύ να προσέχεις.  Αρρωσταίνω στην ιδέα ότι ο Λέοναρντς μπορεί να βρίσκεται στο ίδιο τραίνο με εσένα.  Να κυττάξεις καλά το βαγόνι πριν μπεις μέσα.»
Επέστρεψαν πίσω, στο σταθμό. Η Μάργκαρετ επέμενε να πάει εκείνη  μέσα στην άπλετα φωτισμένη  αίθουσα να πάρει το εισιτήριο. Κάποιοι αργόσχολοι νεαροί χαζολογούσαν με τον σταθμάρχη. Της φάνηκε πως είχε ξαναδεί το πρόσωπο ενός από αυτούς και ανταπέδωσε ένα  υπερήφανο βλέμμα προσβεβλημένης αξιοπρέπειας στην κάπως αναιδή έκφραση απροκάλυπτου θαυμασμού του. Βιάστηκε να βγει έξω που την περίμενε ο αδελφός της και πέρασε το χέρι της στο μπράτσο του. «Πήρες το σάκο σου;» Ας περπατήσουμε εδώ στην  αποβάθρα.» είπε κάπως αναστατωμένη στην ιδέα ότι τόσο σύντομα θα έμενε μόνη της και νοιώθοντας το θάρρος της να την εγκαταλείπει  γρηγορότερα κι απ’ότι η ίδια  τολμούσε να παραδεχτεί στον εαυτό της. Άκουσε βήματα να τους ακολουθούν κατά μήκος της αποβάθρας, τα οποία σταμάτησαν μόλις στάθηκαν κι εκείνοι να κυττάξουν μακριά στις ράγες  ακούγοντας τον συριγμό της αμαξοστοιχίας που πλησίαζε. Δεν μιλούσαν ˙ οι καρδιές τους ξεχείλιζαν. Σε ένα λεπτό το τραίνο θα ήταν εδώ ˙ ακόμα ένα λεπτό, κι εκείνος θα είχε φύγει. Η Μάργκαρετ σχεδόν μετάνοιωνε για την βιασύνη με την οποία τον παρακίνησε να επιστρέψει στο Λονδίνο˙ έτσι είχε περισσότερες πιθανότητες να τον ανακαλύψουν. Αν είχε αποπλεύσει για την Ισπανία από το Λίβερπουλ, θα είχε φύγει μέσα σε δύο-τρεις ώρες. Ο Φρέντερικ στράφηκε αντικρυστά στη λάμπα γκαζιού που το φώς της ξεχυνόταν παντού ζωηρό περιμένοντας την άφιξη του τραίνου.
Ένας άνδρας με στολή σιδηροδρομικού ξεπρόβαλλε προς το μέρος τους. Ένας άνθρωπος αποκρουστικός που φαινόταν να έχει πιει σε βαθμό αποκτήνωσης διατηρούσε όμως ακόμα ακέραιες  και τις αισθήσεις και τη λογική του.
«Με την άδειά σας, δεσποινίς!» είπε, σπρώχνοντας βίαια την Μάργκαρετ στο πλάι και αρπάζοντας τον Φρέντερικ από το γιακά.
« Σας λένε Χέηλ, έτσι;»
Μέσα σ’ ένα λεπτό, πως έγινε δεν κατάλαβε η Μάργκαρετ γιατί όλα έμοιαζαν να χορεύουν μπροστά στα μάτια της, αλλά μετά μια ξαφνική λαβή  ο Φρέντερικ τον έκανε να σκοντάψει και να πέσει από  το ύψος των  τριών ή τεσσάρων ποδιών της αποβάθρας κάτω στο μαλακό έδαφος δίπλα στις ράγες. Εκεί έμεινε ακίνητος.
«Τρέξε.. τρέξε…!» είπε με κομμένη την ανάσα η Μάργκαρετ. «Το τραίνο ήρθε.  Ήταν ο Λέοναρντς, σωστά ; Ω, τρέξε! Θα φέρω εγώ την τσάντα σου.» Και τον άρπαξε από το μπράτσο σπρώχνοντάς τον με όση δύναμη της απέμεινε. Μια πόρτα άνοιξε στο συρμό – εκείνος όρμησε μέσα – και καθώς έσκυβε να της πει:  « Ο Θεός να σ’ έχει καλά, Μάργκαρετ!» το τραίνο την προσπέρασε βιαστικά κι εκείνη έμεινε να στέκεται ολομόναχη.  Ήταν τόσο τρομαγμένη και  σχεδόν έτοιμη να λιποθυμήσει  που αισθανόταν ευγνώμων για το ότι ήταν σε θέση να  πάει προς την αίθουσα αναμονής των κυριών και να καθίσει για λίγο. Στην αρχή το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να προσπαθεί  να πάρει μια ανάσα. Έγιναν όλα τόσο βιαστικά, ήταν τόσο κοντά ο κίνδυνος, παρά τρίχα ! Αν το τραίνο δεν είχε ήδη φτάσει  εκείνη τη στιγμή, ο άνδρας θα μπορούσε να ξανασηκωθεί και να φωνάξει  να έρθει βοήθεια για  να τον συλλάβουν. Αναρωτήθηκε αν ο άνδρας σηκώθηκε, προσπάθησε να θυμηθεί αν τον είχε δει να κινείται, σκέφτηκε μήπως ήταν σοβαρά τραυματισμένος. Αποτόλμησε να βγει έξω. Στην αποβάθρα ήταν όλα εντάξει αν και έμοιαζε κάπως έρημη. Προχώρησε στην άκρη και κύτταξε κάτω κάπως τρομαγμένη.  Δεν ήταν κανείς εκεί . Χάρηκε που ανάγκασε τον εαυτό της να πάει και να κυττάξει, διαφορετικά  σκέψεις φριχτές  θα στοίχειωναν τον ύπνο της. Αλλά ακόμα κι έτσι,  έτρεμε κι ήταν τόσο τρομαγμένη που ένοιωθε ότι δεν θα περπατήσει το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι, το δρόμο που τώρα φαινόταν έρημος και σκοτεινός έτσι όπως τον κύτταζε μέσα από τη ζεστή θαλπωρή του σταθμού. Θα περίμενε μέχρι να περάσει το τραίνο προς την πόλη και θα επιβιβαζόταν σε αυτό.  Όμως τι θα γινόταν αν ο Λέοναρντς την αναγνώριζε ως τη συνοδό του Φρέντερικ;
............................................................................................................................................................

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

Κεφάλαιο 31ο "Ξεχνιούνται οι παλιοί γνωστοί ;"

Η ζωή συνεχίζεται στο Μίλτον. Η Μάργκαρετ συνεχίζει να στηρίζει την οικογένεια και να παίρνει αποφάσεις που κανονικά θα έπρεπε να τις αναλάβει ο κύριος Χέηλ. 
Στην εικονογράφηση το πορτραίτο που έχω χρησιμοποιήσει για να εικονογραφήσω τον Λέοναρντς ανήκει στον Robert Cornelious και στην ουσία είναι η πρώτη δαγκεροτυπία που απεικονίζει πρόσωπο, χρονολογημένη από το 1839. Περίπου 15 χρόνια πριν από την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μας. Επίσης, με αφορμή τον τίτλο του 31ου κεφαλαίου, αξίζει να αναζητήσετε πληροφορίες για τον Σκωτσεζο Βάρδο , τον Robert Burns.



"Ξεχνιούνται οι παλιοί γνωστοί ;" *
                             Στίχος του  Σκωτσέζου ποιητή  Robert Burns από το "Auld Lang Syne"

Έφτασε το τσουχτερό πρωινό του Οκτωβρίου. Όχι σαν τον Οκτώβριο της εξοχής του Νότου, με την απαλή, ασημένια πάχνη που  έσβηνε μόλις πρόβαλλαν  οι ηλιαχτίδες φανερώνοντας όλη την μεγαλειώδη ομορφιά των χρωμάτων, αλλά ο Οκτώβριος του Βορρά, στο Μίλτον, όπου η ασημένια πάχνη ήταν πυκνή ομίχλη κι ο ήλιος όταν κατάφερνε να ξεπροβάλλει και να λάμψει έδειχνε μόνο ατέλειωτους σκοτεινούς δρόμους. Η Μάργκαρετ περιφερόταν νωθρά, βοηθώντας την Ντίξον στο να τακτοποιήσει το σπίτι. Τα δάκρυα την τύφλωναν συνεχώς όμως δεν είχε χρόνο για να ξεσπάσει κλαίγοντας όπως θα ήθελε. Ο πατέρας της όπως και ο αδελφός της βασίζονταν πάνω της∙ ενώ εκείνοι είχαν παραδοθεί στον πόνο τους, αυτή έπρεπε να δουλέψει, να σκεφτεί, να υπολογίσει. Ακόμα και  αυτά τα αναγκαία  περί της κηδείας θα έπρεπε να τα διευθετήσει η ίδια.
Μόλις η φωτιά θέριεψε λάμποντας και τριζοβολώντας – όταν όλα ήταν έτοιμα για το πρόγευμα και το τσαγερό στην άκρη σφύριζε το σκοπό του, η Μάργκαρετ έριξε μια ματιά τριγύρω στο δωμάτιο πριν πάει να φωνάξει τον κύριο Χέηλ και τον Φρέντερικ. Ήθελε να είναι όλα όσο το δυνατόν πιο πρόσχαρα, κι όμως μόλις πέτυχε το σκοπό της, η αντίθεση ανάμεσα στην χαρούμενη όψη του δωματίου και στις σκοτεινές της σκέψεις την έκανε να βάλει ξαφνικά τα κλάματα. Είχε γονατίσει δίπλα στον καναπέ, κρύβοντας το πρόσωπό της ανάμεσα στα μαξιλάρια για να μην την ακούσει κανείς, όταν ένοιωσε στον ώμο της το άγγιγμα της Ντίξον.
«Ελάτε, μις Χέηλ, ησυχάστε, καλή μου! Δεν πρέπει να το βάλετε κάτω, ειδαλλιώς τι θ’απογίνουμε ;  Δεν υπάρχει κανένας  άλλος στο σπίτι που να μπορεί να βάλει σε τάξη τα πράγματα και έχουν να γίνουν τόσα πολλά ακόμη. Πρέπει να κανονίσουμε για την κηδεία – ποιοι θα έρθουν, πού θα γίνει και όλα αυτά. Ο κύριος Φρέντερικ έχει τρελαθεί στο κλάμα κι ο αφέντης  που ποτέ δεν τα κατάφερνε σ’αυτά, τώρα μοιάζει να τα’χει χαμένα εντελώς ο δόλιος ! Είναι πολύ σκληρό, καλή μου, το ξέρω, αλλά όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα. Σταθήκατε τυχερή που δεν χάσατε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο ως τα τώρα.»
Ίσως να ήταν έτσι. Όμως αυτή ήταν από μόνη της μια τεράστια απώλεια – δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα άλλο στον κόσμο. Η Μάργκαρετ δεν ένιωσε να την παρηγορούν τα λόγια της Ντίξον, αλλά η ασυνήθιστη τρυφερότητα στον τρόπο της  αυστηρής ηλικιωμένης υπηρέτριας άγγιξε την καρδιά της και για το λόγο αυτό περισσότερο, παρά για οτιδήποτε άλλο, σηκώθηκε και απαντώντας με ένα χαμόγελο  στο ανήσυχο βλέμμα της Ντίξον, πήγε να πει στον πατέρα και τον αδελφό της ότι το πρόγευμα ήταν έτοιμο.
Ο κύριος Χέηλ ήρθε σαν να περπατούσε μέσα σ’ ένα όνειρο- ή μάλλον με τις ασυναίσθητες κινήσεις κάποιου που υπνοβατεί και που τα μάτια και το μυαλό του βλέπουν άλλα πράγματα από αυτά που τον περιβάλλουν.  Ο Φρέντερικ μπήκε μέσα με ζωηρό βήμα και βεβιασμένη φαιδρότητα, της έπιασε το χέρι, την κύτταξε στα μάτια και ξέσπασε σε λυγμούς.  Η Μάργκαρετ έπρεπε να προσπαθεί να βρίσκει διάφορα ανούσια πράγματα προς συζήτηση σε όλη τη διάρκεια  του προγεύματος για να αποστρέφει την σκέψη της συντροφιάς μακριά από την ανάμνηση του τελευταίου γεύματος που είχαν μοιραστεί, όταν συνεχώς είχαν στραμμένη την προσοχή τους για κάποια κίνηση ή ήχο από το δωμάτιο της άρρωστης.
Αφού τελείωσαν, αποφάσισε να μιλήσει στον πατέρα της για  την κηδεία.  Εκείνος, κουνώντας το κεφάλι, συναινούσε σε ό,τι  του πρότεινε, αν  και πολλές από τις προτάσεις της ήταν εντελώς  αντιφατικές.  Η Μάργκαρετ δεν αποκόμισε κάτι βέβαιο από αυτόν και φεύγοντας από το δωμάτιο για να βρει και να συμβουλευτεί την Ντίξον, άκουσε τον πατέρα της να την καλεί πίσω.
«Ρώτα τον κύριο Μπέλλ» της είπε με φωνή υπόκωφη.
«Τον κύριο Μπέλλ!» έκανε εκείνη κάπως έκπληκτη. «Τον κύριο Μπέλλ που ζει στην Οξφόρδη;»
«Τον κύριο Μπελλ» επανέλαβε εκείνος. «Ναι. Ήταν κουμπάρος στο γάμο μου.»
Η Μάργκαρετ κατάλαβε τον σύνδεσμό τους.
«Θα του γράψω αμέσως.» απάντησε. Εκείνος, βυθίστηκε ξανά στην απραξία. Όλο το πρωί η Μάργκαρετ συνέχισε να κοπιάζει, λαχταρώντας να ξεκουραστεί, εντούτοις συνέχισε να καταπιάνεται με τα πάντα, βυθισμένη στη μελαγχολία.
Κοντά στο βράδυ, η Ντίξον της είπε: «Τα κατάφερα, δεσποινίς. Στ’αλήθεια φοβόμουνα για τον κύριο ότι θα του’ρχότανε κόλπος απ’τη στεναχώρια του. Όλη τη μέρα σήμερα την πέρασε με την κυρά. Κι όταν πήγα κι αφουγκράστηκα στην πόρτα, τον άκουγα να της μιλά και να της λέει σαν να’τανε ζωντανή. Σαν μπήκα μέσα, έμενε αμίλητος κι ακούνητος σαν παραζαλισμένος. Έτσι έκατσα κι είπα με το νου μου πως πρέπει κάτι να κάνω να τον ξυπνήσω κι αν  τύχει και ταραχτεί στην αρχή, ίσως να βγει και σε καλό μετά.  Έτσι, πήγα και του’ πα πως νομίζω ότι ο κύριος Φρέντερικ δεν είναι ασφαλής εδώ.  Και πραγματικά έτσι νομίζω. Μόλις την Τρίτη που βγήκα έξω, συνάντησα έναν τύπο από το Σάουθσάμπτον – τον πρώτο που είδα αφότου ήρθα εδώ στο Μίλτον – δεν τυχαίνει να’ρχονται συχνά εδώ, νομίζω.  Που λέτε, ήταν εκείνο το παιδί, ο Λέοναρντς ,ο γυιός του γερο-Λέοναρντς που πουλαγε υφάσματα, ο μεγαλύτερος αλήτης στον κόσμο – κόντεψε να τον πεθάνει το δόλιο τον πατέρα του και ύστερα το ’σκασε και  πήγε στα καράβια. Ποτέ μου δεν τον χώνεψα. Ήταν στο Orion τον ίδιο καιρό με τον κύριο Φρέντερικ, αλλά δε θυμάμαι αν ήταν  εκεί και στην ανταρσία.
«Σε αναγνώρισε;» ρώτησε η Μάργκαρετ ανυπόμονα.
«Μα, αυτό είναι το χειρότερο. Δεν νομίζω ότι θα με καταλάβαινε αν δεν πήγαινα η χαζή να του μιλήσω πρώτη. Ήταν ένας γνωστός από το Σάουθάμπτον σε ένα ξένο μέρος αλλιώς δε θα γύρευα να πιάσω φιλίες με δαύτον – ένας άχρηστος, ένα ρεμάλι ! Μου λέει : «Μις Ντίξον! Ποιος να μου το ’λεγε πως θα σ’ έβλεπα εδώ ; Μήπως όμως λαθεύω και δεν είσαι πια ‘δεσποινίς Ντίξον’ ;» Γύρισα και του ‘πα πως εξακολουθούσα να κρατώ το πατρικό μου όνομα αν και θα είχα καλές ευκαιρίες για γάμο αν δεν ήμουν τόσο επιλεκτική. ‘Εκαμε τον  ευγενικό: « Δεν αμφέβαλε καθόλου πως έτσι ήταν». Δεν θα μ’έπιανε όμως κορόϊδο  ένας του λόγου του και του απάντησα στα ίσα – και για να μη φανεί πως με πείραξε, ρώτησα μέχρι  και για τον πατέρα του (που το’ξερα πως τον είχε πετάξει έξω από το σπίτι) σαν να είχαν τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν, για να με συγχύσει, γιατί βλέπεις μόλο που που είμασταν όλο ευγένεια, είχαμε αρχίσει να τρωγόμαστε, άρχισε να ρωτά για τον κύριο Φρέντερικ, και είπε σε τι φασαρίες είχε μπλέξει ( λες και οι φασαρίες του κυρίου Φρέντερικ θα μπορούσαν ποτέ να ξεπλύνουν τις ντροπές του  Τζωρτζ Λέοναρντ ή θα τον έκαμαν να φαίνεται καλύτερος απ’ότι είναι – ένα άχρηστο παλιοτόμαρο.) Κι έλεγε πως θα τον κρεμάσουν για ανταρσία αν τυχόν και τον πιάσουνε, και πως τον έχουνε επικηρυγμένο για 100 λίρες και πόσο έχει ατιμάσει  την οικογένειά του – κι όλα αυτά για να με συγχύσει, καλή μου, γιατί ήξερε πως κι από παλαιότερα ευχαρίστως θα βόηθαγα τον γερο-Λέοναρντ να τον βάλει σε μια τάξη, εκεί στο Σάουθσάμπτον. ‘Ετσι του ‘πα πως είναι κι άλλες οικογένειες που έχουν πιότερες αιτίες να  ντρέπονται για τα βλαστάρια τους και πως θα το χαίρονταν αν μάθαιναν πως τα παιδιά τους βγάζουνε τίμια το ψωμί τους στα ξένα, μακριά απ’ το σπίτι τους. Κι έπειτα ο αναιδέστατος μου είπε πως μπορώ να του έχω εμπιστοσύνη και αν τυχόν γνωρίζω κάποιο νεαρό που για κακή του τύχη παραστράτησε, και θα’θελε να βρεθεί στον ίσιο δρόμο, ο ίδιος ευχαρίστως να του προσφέρει ο ίδιος καθοδήγηση. Ακούς εκεί! Αυτός θα κόλαζε και άγιο ! Είχα χρόνια να αισθανθώ τόσο άσχημα όσο προχθές που καθόμουνα και του μίλαγα. Μου ’ρχότανε να βάλω τις φωνές που δεν μπορούσα να τον προσβάλλω περισσότερο, έτσι που στεκότανε και μου γελούσε κατάμουτρα λες και έπαιρνε όλες μου τις προσβολές για κοπλιμέντα και δεν τον ένοιαζε σταλιά ό, τι και να του’λεγα ενώ εγώ γινόμουν έξω φρενών με τα λόγια του.»
«Όμως δεν του είπες τίποτα για εμάς…για τον Φρέντερικ;»
«Και βέβαια, όχι !» είπε η Ντίξον. «Δεν μπήκε στον κόπο να με ρωτήσει πού έμενα και να ρώταγε εγώ δε θα του το’λεγα. Ούτε και τον ρώτησα με τι καταπιανόταν.  Περίμενε ένα λεωφορείο  το οποίο ήρθε εκείνη ακριβώς την ώρα και ‘κείνος ανέβηκε πάνω. Όμως για να με συγχύσει ως το τέλος, γύρισε την τελευταία στιγμή πριν ανέβει και μου ‘πε: « Αν με βοηθήσεις να τσακώσουμε τον υποπλοίαρχο Χέηλ, μις Ντίξον, θα μοιραστούμε το παραδάκι. Ξέρω πως θες να γίνουμε συνεταιράκια, έτσι ; Έλα πες το, μην ντρέπεσαι.»
Κι ύστερα ανέβηκε στο λεωφορείο και τον είδα να με λοξοκυττάει με το άσχημο μούτρο του,  κρυφογελώντας που κατάφερε να’χει εκείνος την τελευταία λέξη.»
Η Μάργκαρετ αναστατώθηκε με τα λόγια της Ντίξον.
«Το είπες στον Φρέντερικ;» τη ρώτησε.
«Όχι,» απάντησε η Ντίξον « Ανησυχούσα με τη  σκέψη ότι αυτός ο παλιάνθρωπος ο Λέοναρντς βρισκόταν στην πόλη, αλλά είχα τόσα πράγματα να σκεφτώ εκείνες τις μέρες που δεν κάθησα να το συλλογιστώ και πολύ. Όμως βλέποντας τον κύριο να στέκεται  έτσι ακίνητος κι αμίλητος και με την όψη του θλιμμένη και μες στα δάκρυα, σκέφτηκα ότι ίσως και να τον ταρακουνούσε λιγάκι αν είχε να σκεφτεί την ασφάλεια του κυρίου Φρέντερικ. Έτσι, κάθισα και του τα είπα όλα, μ’όλο που κοκκίνιζα όταν είπα πως ένας νεαρός μιλούσε μαζί μου στο δρόμο. Και του’κανε καλό του κυρίου. Αν πρέπει να εξακολουθήσει να κρύβεται ο κύριος Φρέντερικ, τότε θα πρέπει να φύγει, το δόλιο το παιδί, πριν έρθει ο κύριος Μπέλλ.»
«Ω, δεν φοβάμαι για τον κύριο Μπέλλ, αλλά γι αυτόν τον Λέοναρντς. Πρέπει να το πω στον Φρέντερικ. Πως  είναι ο Λέοναρντς;»
« Ένας κακιασμένος άνθρωπος, σας το λέω, δεσποινίς. Με κάτι τεράστιες κατακόκκινες φαβορίτες – αίσχος! Και μ’όλο που μού ‘πε ότι έχει καλή θέση, φόραγε κάτι ντρίλινα ρούχα σαν εργάτης.»΄
Ήταν φανερό ότι ο Φρέντερικ έπρεπε να φύγει.  Και μάλιστα όταν είχε βρει ξανά την θέση του μέσα στην θαλπωρή της οικογένειας και επρόκειτο να φανεί  σίγουρο στήριγμα στην αδελφή και τον πατέρα του. Ειδικά όταν η φροντίδα για την μητέρα του όσο ήταν ζωντανή και η θλίψη του τώρα που ήταν νεκρή τον έδενα ακόμα περισότερο με τους οικογενειακούς δεσμούς και καθιστούσαν δυσκολότερο τον αποχωρισμό.
Ενώ η Μάργκαρετ καθόταν δίπλα στο αναμμένο τζάκι του καθιστικού και αναλογιζόταν όλα αυτά  - με τον πατέρα της δίπλα ταραγμένο και ανήσυχο κάτω από την πίεση του νέου φόβου, για τον οποίο ακόμα δεν είχε πει κουβέντα -  μπήκε στο δωμάτιο ο Φρέντερικ, με χλωμό το λαμπερό του πρόσωπο, αλλά δείχνοντας ότι το υπερβολικά βίαιο ξέσπασμα  της θλίψης του είχε περάσει. Πήγε κατευθείαν στην Μάργκαρετ και τη φίλησε στο μέτωπο.
«Πόσο χλωμή, είσαι Μάργκαρετ!» είπε χαμηλόφωνα. «Είχες να φροντίσεις για όλους μας και για σένα δεν φρόντισε κανείς. Ξάπλωσε στον καναπέ – δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνεις.»
«Αυτό είναι το χειρότερο απ’όλα ,» ψιθύρισε εκείνη.
Έπειτα πήγε και ξάπλωσε και ο αδελφός της αφού της σκέπασε τα πόδια με μια εσάρπα, πήγε και κάθισε κάτω δίπλα της. Τα δυο αδέλφια άρχισαν να μιλούν χαμηλόφωνα. Η Μάργκαρετ του είπε όλα όσα της αφηγήθηκε η Ντίξον για την συνάντησή της με τον Λέονταρντς. Ο Φρέντερικ έσφιξε τα χείλη του σε μια ίσια γραμμή, φανερά απογοητευμένος.
«Θα’θελα να ξεκαθαρίσω τους λογαριασμούς μου μια και καλή μ’αυτόν τον άνθρωπο. Ο χειρότερος ναύτης που υπηρέτησε ποτέ σε καράβι – κι ο χειρότερος χαρακτήρας. Αυτό στο δηλώνω! Γνωρίζεις τις λεπτομέρειες του περιστατικού, Μάργκαρετ ?»
«Ναι, μου μίλησε η μαμά.»
«Ε, λοιπόν, όταν όλοι οι καλοί και άξιοι ναυτικοί είχαν αγανακτήσει με τον καπετάνιο μας, αυτός ο τύπος για να γίνει αρεστός – φτού! Και να σκεφτεί κανείς ότι βρίσκεται εδώ! Ω, έτσι και είχε την παραμικρή υποψία πως βρίσκομαι σε ακτίνα είκοσι μιλίων από αυτόν, θα με κατέδιδε για να κλείσει παλιούς λογαριασμούς.  Καλύτερα να έπαιρνε οποιοσδήποτε άλλος αυτές τις εκατό λίρες που πιστεύεται ότι αξίζει το κεφάλι μου, παρά αυτό το κάθαρμα. Κρίμα που δεν μπορούμε να πείσουμε την καημένη την γριά-Ντίξον να με καταδώσει και να πάρει την αμοιβή για να’χει μια ασφάλεια στα γεράματά της.»
«Ω, σώπα, Φρέντερικ! Μη μιλάς έτσι.»
Ο κύριος Χέηλ πήγε προς το μέρος τους  τρέμοντας με ανυπομονησία. Είχε ακούσει τι έλεγαν. Πήρε το χέρι του Φρέντερικ στα δικά του.
« Παιδί μου, πρέπει να φύγεις. Είναι πολύ άσχημο, αλλά βλέπω ότι αυτό πρέπει να γίνει. Έκανες ό,τι μπορούσες. Ήσουν μια παρηγοριά για εκείνη.»
«Ω, πατέρα, στ’ αλήθεια πρέπει να φύγει;» έκανε η Μάργκαρετ παρακαλεστικά παρά την  πεποίθηση και της ίδιας ότι αυτό ήταν το σωστό.
«Σας δηλώνω ότι σκέφτομαι να το αντιμετωπίσω και να προσαχθώ σε δίκη. Να μπορούσα  μονάχα να συγκεντρώσω  αποδεικτικά στοιχεία. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι θα με έχει στο χέρι αυτός ο εκβιαστής ο Λέοναρντς. Υπό άλλες συνθήκες, θα απολάμβανα αυτή την επίσκεψη  στα κλεφτά : έχει όλη την γοητεία για την οποία φημίζονται οι Γαλλίδες κυρίες  που ασκούν τις απαγορευμένες ηδονές.»
«Μια από τις πρώτες μου αναμνήσεις, Φρέντ,» είπε η Μάργκαρετ, « είναι ότι  είχες πέσει σε  μεγάλη δυσμένεια επειδή είχες κλέψει μήλα. Είχαμε πολλά δέντρα δικά μας, όλα κατάφορτα με μήλα όμως κάποιος σου είχε πει ότι τα κλεμμένα φρούτα ήταν πιο γλυκά,  κάτι το οποίο πίστεψες κατά γράμμα, και αμέσως πήγες  να τα κλέψεις. Δεν έχεις αλλάξει και πολύ από τότε.»
«Ναι – πρέπει να φύγεις,» επανέλαβε ο κύριος Χέηλ, απαντώντας και στην προηγούμενη ερώτηση της Μάργκαρετ. Ο νους του  ήταν προσηλωμένος σ’ένα και μόνο πράγμα και χρειαζόταν να καταβάλλει προσπάθεια για να παρακολουθήσει τη γρήγορη στιχομυθία των παιδιών του, προσπάθεια που δεν έκανε.
Η Μάργκαρετ και ο Φρέντερικ κυττάχτηκαν μεταξύ τους.  Δεν θα είχαν πια αυτή τη γοργή στιγμιαία αλληλοκατανόηση όταν  εκείνος έφευγε. Μπορούσαν  με το βλέμμα να πουν τόσα πράγματα που δεν τα χωρούσαν οι λέξεις. Και οι δυο αναθεμάτιζαν την ίδια σκέψη, μέχρι που βούλιαξαν στην θλίψη. Πρώτος συνήλθε ο Φρέντερικ.
«Ξέρεις, Μάργκαρετ, σήμερα το απόγευμα κόντεψα να πάρω μια τρομάρα – κι εγώ, κι η Ντίξον. Είχα ακούσει  το κουδούνι της εξώπορτας  να χτυπά, αλλά σκέφτηκα πως ο επισκέπτης θα είχε τελειώσει τη δουλειά του και θα είχε ήδη φύγει, έτσι ήμουν έτοιμος να εμφανιστώ στο διάδρομο, όταν ανοίγοντας την πόρτα της κάμαράς μου, βλέπω την Ντίξον να κατεβαίνει. Συνοφρυώθηκε και με έσπρωξε πάλι μέσα. Άφησα την πόρτα ανοικτή και άκουσα να δίνει κάποιο μήνυμα σε έναν άνδρα που βρισκόταν στο γραφείο του πατέρα, και ο οποίος έφυγε κατόπιν. Ποιος  μπορεί να ήταν ; Κάποιος  από τους εμπόρους;»
«Πολύ πιθανόν,» είπε αδιάφορα η Μάργκαρετ. « Ένας  κοντούλης, ήσυχος ανθρωπάκος ήρθε να λάβει εντολές γύρω στις δύο.»
«Μα, δεν ήταν κάποιος μικροκαμωμένος, αλλά ένας ψηλός γεροδεμένος τύπος. Και ήταν περασμένες τέσσερις όταν έφυγε.»
«Ο κύριος Θόρντον, ήταν» είπε ο κύριος Χέηλ. Χάρηκαν που τον έκαναν να συμμετέχει στη συζήτηση.
«Ο κύριος Θόρντον!» είπε η Μάργκαρετ κάπως έκπληκτη. «Νόμιζα πως…»
«Λοιπόν, τι ήταν αυτό που νόμισες, μικρή μου;» είπε ο Φρέντερικ  καθώς εκείνη άφησε την φράση της μισοτελειωμένη.
«Ω, απλά νόμιζα» είπε εκείνη κυττάζοντάς τον καταπρόσωπο και κοκκινίζοντας « πως εννοούσες κάποιον από διαφορετική κοινωνική τάξη, όχι έναν κύριο – κάποιον που ήρθε για θελήματα.»
«Κάπως έτσι έμοιαζε» είπε ο Φρέντερικ ανέμελα. «Τον θεώρησα έμπορο και αποδείχτηκε ότι ήταν βιοτέχνης.»
Η Μάργκαρετ δεν απάντησε. Θυμήθηκε πώς κι εκείνη στην αρχή, πριν γνωρίσει τον χαρακτήρα του, είχε τη ίδια γνώμη με τον Φρέντερικ και μιλούσε γι αυτόν με τον ίδιο τρόπο. Ήταν φυσικό να προκαλεί τέτοια εντύπωση,   όμως εκείνη την ενοχλούσε λίγο. Δίσταζε να μιλήσει – ήθελε να δώσει στον Φρέντερικ να καταλάβει  τι είδους άνθρωπος ήταν ο κύριος Θόρντον αλλά η γλώσσα της είχε δεθεί κόμπος.
Ο κύριος Χέηλ συνέχισε. «Νομίζω ότι ήρθε να προσφέρει κάθε βοήθεια που θα μπορούσε να παράσχει. Όμως δεν  ήμουν σε θέση να τον δω. Είπα στην Ντίξον να τον ρωτήσει αν ήθελε να δει εσένα  - νομίζω πως της είπα να σε βρει και να πας να τον δεις. Δεν ξέρω τι της είπα.»
«Είναι μια ευχάριστη γνωριμία, σωστά;» πέταξε ό Φρέντερικ την ερώτηση στον αέρα  και περίμενε να δει ποιος θα την πιάσει.
«Ένας πολύ ευγενικός φίλος,» είπε η Μάργκαρετ βλέποντας τον πατέρα της να μην αποκρίνεται.
.................................................................................................................................................