Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Κεφάλαιο 15- "Αφεντικά και εργάτες" Μέρος Β'





Ο κος Θόρντον εμφανίστηκε το ίδιο βράδυ στο σπιτικό των Χέηλ. Πέρασε στο σαλόνι όπου ο κος Χέηλ  διάβαζε δυνατά στην γυναίκα και την κόρη του.
« Έχω έρθει εν μέρει να σας φέρω ένα σημείωμα από τη μητέρα μου και εν μέρει για να ζητήσω συγνώμη για το ότι δεν υπήρξα συνεπής χθες. Το σημείωμα περιέχει τη σύσταση που ζητήσατε: Δόκτωρ Ντόναλντσον.»
« Σας ευχαριστώ!» είπε βιαστικά η Μάργκαρετ, τείνοντας το χέρι της για να πάρει το σημείωμα, μη θέλοντας να ακούσει η μητέρα της ότι αναζητούσαν γιατρό. Χάρηκε που ο κος Θόρντον φάνηκε να καταλαβαίνει αμέσως τη σκέψη της : Της έδωσε το σημείωμα χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις.
Ο κος Χέηλ άρχισε να μιλάει για την απεργία.  Το πρόσωπο του κου Θόρντον  αμέσως πήρε μια έκφραση τόσο όμοια με  την χειρότερη όψη της κας Θόρντον, που ήταν αποκρουστικό για την Μάργκαρετ.

«Ναι. Αυτοί οι ηλίθιοι θα απεργήσουν. Ας το κάνουν. Εμάς μας συμφέρει. Όμως τους δώσαμε μια ευκαιρία. Νομίζουν ότι το εμπόριο ανθεί όπως την περσινή χρονιά. Είδαμε την θύελλα να έρχεται και κανονίσαμε ανάλογα την πορεία μας. Όμως πιστεύουν ότι φερόμαστε παράλογα επειδή δεν  εξηγούμε τους λόγους. Πρέπει να  τους δίνουμε αναφορά για το πώς ξοδεύουμε ή αποταμιεύουμε τα χρήματά μας. Ο Χέντερσον στο Άσλευ, προσπάθησε να ξεγλιστρήσει από τους εργάτες του αλλά απέτυχε. Μάλλον επιζητούσε την απεργία. Θα τον εξυπηρετούσε σε αυτό που είχε κατά νου.
Έτσι,  όταν οι εργάτες του ήρθαν να ζητήσουν το πέντε τοις εκατό που διεκδικούσαν, εκείνος τους είπε πως θα το σκεφτεί και θα τους δώσει την απάντησή του τη μέρα της πληρωμής – γνωρίζοντας βέβαια από πριν ποια θα ήταν η απάντησή του, όμως θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τους ξεσηκώσει τα μυαλά. Όμως φάνηκαν πιο έξυπνοι από αυτόν και πληροφορήθηκαν για τις άσχημες προοπτικές της αγοράς. Έτσι, όταν ήρθε η Παρασκευή, απέσυραν τις αξιώσεις τους, και τώρα είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει να δουλεύει. Δεν πρόκειται να παραχωρήσουμε ούτε μια πέννα. Τους λέμε  ότι ίσως αναγκαστούμε να μειώσουμε τους μισθούς  ˙ όμως σίγουρα δεν έχουμε την πολυτέλεια να τους αυξήσουμε. Έτσι λοιπόν, παραμένουμε στις θέσεις μας περιμένοντας την επόμενη επίθεσή τους.»

«Και ποια θα είναι αυτή;» ρώτησε ο κος Χέηλ.

«Μια συγχρονισμένη απεργία, όπως εικάζω. Φαντάζομαι, σε λίγες ημέρες,  θα μπορέσετε να δείτε το Μίλτον χωρίς καπνούς, Μις Χέηλ.»

«Μα για ποιο λόγο» ρώτησε εκείνη « δεν μπορείτε να τους εξηγήσετε τους λόγους για τους οποίους περιμένετε μείωση στο εμπόριο; Δεν είμαι σίγουρη αν χρησιμοποιώ τις κατάλληλες λέξεις, αλλά καταλαβαίνετε τι εννοώ.»
«Δίνετε εσείς στο υπηρετικό προσωπικό εξηγήσεις για τις δαπάνες σας ή για τον τρόπο που εξοικονομείτε χρήματα ; Εμείς, οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου, έχουμε  το δικαίωμα να επιλέξουμε πώς θα το διαχειριστούμε.»

« Το δικαίωμα που σας δίνει ο ανθρώπινος νόμος,» είπε η Μάργκαρετ χαμηλόφωνα.

«Συγνώμη, δεν σας άκουσα τι είπατε.»

« Δεν θα ήθελα να το επαναλάβω.» είπε εκείνη « έχει σχέση με κάτι που εσείς δεν μπορείτε να το αισθανθείτε.»

« Δεν θα μου δώσετε μια ευκαιρία;» την παρακάλεσε, εστιάζοντας ξαφνικά την προσοχή του στο να μάθει τι είχε πεί. Εκείνη δυσαρεστήθηκε  με την επιμονή του, αλλά προτίμησε να μην δώσει υπερβολική σπουδαιότητα στα λόγια της.
«Είπα ότι έχετε το ανθρώπινο δικαίωμα. Εννοώ ότι αν εξαιρέσει κανείς τους θρησκευτικούς λόγους, δεν υπάρχουν άλλες αιτίες για να μην διαχειριστείτε όπως νομίζετε αυτά που σας ανήκουν.»
«Γνωρίζω ότι οι θρησκευτικές μας πεποιθήσεις διαφέρουν. Δεν θα μου αναγνωρίσετε όμως ότι έχω κι εγώ κάποιες, μολονότι διαφορετικές ίσως  από τις δικές σας ;»

Είχε χαμηλώσει τη φωνή του, σαν να απευθυνόταν μόνο σ’ εκείνη. Δεν της άρεσε αυτή η αποκλειστικότητα κι έτσι του απάντησε σε κανονικό τόνο φωνής:

«Δεν νομίζω  ότι χρειάζεται να γνωρίζω τις ιδιαίτερες θρησκευτικές σας αντιλήψεις επί του θέματος.  Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν υπάρχει κανένας ανθρώπινος νόμος ο οποίος να απαγορεύει τους εργοδότες από το να  κάνουν ότι θέλουν – ακόμα και να χαλάσουν όλη την περιουσία τους  αν το επιθυμούν. Όμως υπάρχουν αποσπάσματα στην Βίβλο από τα οποία μπορεί κανείς να συμπεραίνει ότι με αυτόν τον τρόπο παραμελούν το καθήκον τους ως κύριοι και οικονόμοι. Ωστόσο, γνωρίζω τόσα λίγα σε σχέση με  απεργίες, μισθοδοσίες, εργασία και κεφάλαιο, που θα ήταν καλύτερα να μην απευθύνομαι σε κάποιον γνώστη της πολιτικής οικονομίας όπως εσείς.»

«Όχι, κάθε άλλο,» είπε εκείνος με θέρμη. «Θα ήμουν ιδιαίτερα ευτυχής να σας εξηγήσω όλα εκείνα που ίσως φαίνονται αφύσικα ή μυστηριώδη σε κάποιον που δεν είναι από τα μέρη μας. Ειδικά σε καιρούς όπως αυτόν, που οι πράξεις μας  σίγουρα θα παρεξηγηθούν από  κάθε κακοπροαίρετο που  είναι σε θέση να συντάξει ένα κείμενο.»
«Σας ευχαριστώ,» απάντησε εκείνη ψυχρά. « Βεβαίως, θα απευθυνθώ στον πατέρα μου σε πρώτη ευκαιρία, για να μου παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία αν τυχόν μου δημιουργηθούν απορίες  από την ζωή εδώ σε μια κοινωνία η οποία μου είναι άγνωστη.»
«Τη θεωρείτε άγνωστη. Γιατί;»
« Δεν ξέρω – ίσως επειδή βλέπω ξεκάθαρα σε αυτήν δύο τάξεις που εξαρτώνται η μία από την άλλη με κάθε δυνατό τρόπο, κι όμως η κάθε μια θεωρεί τα ότι τα συμφέροντα της άλλης αντιμάχονται τα δικά της. Δεν έχω ξαναβρεθεί σε ένα μέρος όπου υπάρχουν δύο ομάδες ανθρώπων που  διαρκώς διασύρουν η μια την άλλη.»
«Ποιόν ακούσατε να διασύρει τους εργοδότες ;  Δεν ρωτάω για ποιους ακούσατε ότι κακομεταχειρίζονται τους εργάτες, γιατί βλέπω ότι επιμένετε να παρανοείτε αυτά που είπα τις προάλλες. Ποιόν όμως ακούσατε να διασύρει τους εργοδότες ;»
Η Μάργκαρετ κοκκίνησε ˙ έπειτα όμως χαμογέλασε λέγοντας:
« Δεν μου αρέσει να δέχομαι κηρύγματα. Αρνούμαι να απαντήσω στην ερώτησή σας. Επιπλέον, δεν έχει σχέση με το θέμα. Μπορείτε να βασιστείτε στο λόγο μου, ότι άκουσα  κάποιους ή μάλλον κάποιον από τους εργάτες να λέει ότι είναι προς το συμφέρον των εργοδοτών να αποτρέπουν τους εργάτες από το να αποκτούν χρήματα. Γιατί θα γίνονταν υπερβολικά ανεξάρτητοι αν είχαν κάποια χρήματα στην άκρη, σ’έναν τραπεζικό λογαριασμό.»

«Τολμώ να πω ότι ήταν  εκείνος  ο άνθρωπος, ο Χίγκινς που σου τα είπε όλα αυτά» είπε  η κα Χέηλ. Ο κος Θόρντον δεν φάνηκε να άκουσε αυτό που η Μάργκαρετ  ήθελε να κρατήσει κρυφό. Εντούτοις το είχε αντιληφθεί.

«Επιπλέον, άκουσα ότι είναι πλεονέκτημα για τους εργοδότες να έχουν αγράμματους  εργάτες – όχι απλά «στραβάδια » όπως συνήθιζε να λέει ο λοχαγός Λέννοξ τους άνδρες στο στράτευμα που συνέχεια έκαναν ερωτήσεις και ήθελαν να μάθουν την αιτία για κάθε διαταγή.» Τα τελευταία της λόγια απευθύνονταν στον πατέρα της περισσότερο παρά στον κο Θόρντον.  Ποιος είναι ο λοχαγός Λέννοξ ; αναρωτήθηκε σιωπηλά ο κος Θόρντον νοιώθοντας μια περίεργη δυσαρέσκεια που τον απέτρεψε προς στιγμήν να της απαντήσει.
Ο πατέρας της  ανέλαβε να συνεχίσει την συζήτηση.
«Μάργκαρετ, δεν σου άρεσαν ποτέ τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, διαφορετικά θα είχες ήδη καταλάβει πόσα πράγματα  έχουν γίνει εδώ στο Μίλτον προς όφελος της εκπαίδευσης.»
«Όχι!» αποκρίθηκε με ξαφνική πραότητα. « Ξέρω πως δεν με ενδιαφέρουν τα  εκπαιδευτικά ιδρύματα. Όμως η γνώση και η άγνοια στις οποίες αναφέρθηκα δεν έχουν σχέση με την ανάγνωση και τη γραφή- την διδασκαλία και την πληροφορία που μπορεί να παρέχει κάποιος σε ένα παιδί. Σας διαβεβαιώνω ότι αυτό που εννοούσα ήταν  η στέρηση  της φρόνησης η οποία μπορεί να καθοδηγήσει άνδρες και γυναίκες. Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι. Όμως αυτός που μου έδωσε τις πληροφορίες, εννοούσε ότι οι εργοδότες θέλουν οι εργάτες τους να είναι απλά μεγαλόσωμα και γεροδεμένα παιδιά – που να ζουν στο παρόν- πειθαρχώντας τυφλά και αλόγιστα.»

«Εν ολίγοις, Μις Χέηλ, είναι φανερό ότι ο πληροφοριοδότης σας, βρήκε ευήκοα ώτα για όλες τις συκοφαντίες που επέλεξε να ξεστομίσει ενάντια στους εργοδότες,» είπε ο κος Θόρντον προσβεβλημένος.
Η Μάργκαρετ δεν απάντησε. Είχε δυσαρεστηθεί από το προσωπικό τόνο που επέλεξε να δώσει ο κος Θόρντον στη συζήτηση.
Εν συνεχεία  μίλησε ο κος Χέηλ:
« Οφείλω να πω ότι αν και δεν έχω γνωρίσει προσωπικά κάποιους εργάτες, όπως  η Μάργκαρετ, έχω μείνει κατάπληκτος από τον ανταγωνισμό μεταξύ εργοδοτών και εργατών, απ ότι τουλάχιστον δείχνουν τα πράγματα. Έχω αποκομίσει αυτήν την εντύπωση ακόμα και από όσα εσείς έχετε πεί κατά καιρούς .»

Ο κος Θόρντον έκανε μια παύση προτού μιλήσει. Η Μάργκαρετ  είχε μόλις φύγει από το δωμάτιο και ήταν οργισμένος από την ένταση μεταξύ τους. Εντούτοις, αυτή η ενόχληση,  καθιστώντας τον  ψυχραιμότερο και περισσότερο προσεκτικό, έδωσε μεγαλύτερη αξιοπρέπεια στα όσα είπε:
« Σύμφωνα με τη θεωρία μου, τα ενδιαφέροντά μου  ταυτίζονται με εκείνα των εργατών μου και vice versa. Γνωρίζω, ότι στην  Μις Χέηλ  δεν αρέσει να αποκαλούνται οι εργάτες «χέρια», γι αυτό λοιπόν δεν θα χρησιμοποιήσω αυτήν την λέξη , αν και μου έρχεται αυθόρμητα στο στόμα καθώς  ως τεχνικός όρος , η προέλευσή του, όποια κι αν είναι αυτή, είναι πολύ παλιά. Στο μέλλον, σε κάποια επόμενη χιλιετία, σε μια Ουτοπία,  αυτή η ενότητα ίσως γίνει πραγματικότητα – έτσι ακριβώς όπως μπορώ να φανταστώ τη δημοκρατία ως την τέλεια μορφή διακυβέρνησης.»
«Θα διαβάσουμε την Πολιτεία του Πλάτωνα, ευθύς μόλις τελειώσουμε τον Όμηρο.»

«Στην εποχή για την οποία μιλάει ο Πλάτων  ίσως συνάγεται ότι όλοι μας- άνδρες, γυναίκες, παιδιά- είμαστε κατάλληλοι για την δημοκρατία όμως για την παρούσα ηθική και πνευματική κατάσταση η συνταγματική νομαρχία θεωρώ ότι είναι το πρέπον πολίτευμα. Στην παιδική μας ηλικία,
χρειαζόμαστε έναν σοφό δεσποτισμό να μας κατευθύνει. Όντως, ακόμα και μετά την παιδική ηλικία, τα παιδιά και τα νεαρά άτομα είναι ευτυχή υπό την καθοδήγηση  των επιτυχημένων κανόνων μιας διακριτικής, στιβαρής εξουσίας. Συμφωνώ με την Μις Χέηλ σχετικά με το ότι θεωρώ τους εργάτες μας στην ηθική κατάσταση των παιδιών, όμως αρνούμαι ότι εμείς, οι εργοδότες τους φέραμε ή τους συντηρούμε σε αυτήν την κατάσταση. 

Επιμένω ότι ο δεσποτισμός είναι το καλύτερο είδος διακυβέρνησης γι αυτούς ˙ έτσι, τις ώρες που έρχομαι σε επαφή μαζί τους, πρέπει αναγκαστικά να είμαι απολυταρχικός. Θα χρησιμοποιήσω όλη μου την καλή προαίρεση – όχι για λόγους απάτης ή φιλανθρωπίας, κάτι το οποίο είναι πλεονάζον εδώ στο Βορρά- για να φτιάξω σωστούς κανόνες και να φτάσω σε σωστές αποφάσεις όσον αφορά την διοίκηση της επιχείρησής μου – κανόνες και αποφάσεις προς το δικό μου συμφέρον εν πρώτοις, και  ύστερα προς το δικό τους συμφέρον. Όμως δεν θα με εξαναγκάσουν να δικαιολογήσω τις αποφάσεις μου ούτε θα οπισθοχωρήσω από τη δεδηλωμένη απόφασή μου. Άς   έρθουν λοιπόν ! Θα δεινοπαθήσω κι εγώ όπως κι αυτοί.  Στο τέλος όμως θα δούν ότι δεν οπισθοχώρησα ούτε άλλαξα γνώμη στο ελάχιστο.»
Η Μάργκαρετ είχε  επιστρέψει στο δωμάτιο και είχε προσηλωθεί στο εργόχειρό της χωρίς να μιλά. Ο κος Χέηλ απάντησε:

«Τολμώ να πω ότι μιλώ με πλήρη άγνοια του θέματος ˙ όμως από τα λίγα που γνωρίζω θα έλεγα ότι  η μάζα των εργατών  ήδη βρισκόταν σε ταχεία μετάβαση στο οχληρό στάδιο που μεσολαβεί ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στην ενηλικίωση και που  είναι το ίδιο τόσο στις κοινωνικές ομάδες όσο και στα  άτομα. Το λάθος που κάνουν στις μέρες μας πολλοί γονείς στο χειρισμό των παιδιών σε ατομικό επίπεδο είναι ότι  επιμένουν στην ίδια παράλογη πειθαρχία όπως όταν τα πρόσταζαν  ‘Να έρχεσαι όταν σε φωνάζω’  ή ‘Κάνε αυτό που σου λέω!’  Ένας σοφός γονέας όμως, ενθαρρύνει την επιθυμία για  ανεξάρτητη δράση έτσι ώστε όταν πάψει η απόλυτος καθοδήγησή του, να γίνει σύμβουλος και φίλος. Αν είναι εσφαλμένος ο συλλογισμός μου, θυμηθείτε ότι εσείς υιοθετήσατε αυτό το κατ’αναλογία παράδειγμα.»
«Πολύ πρόσφατα,» είπε η Μάργκαρετ, «άκουσα μια ιστορία που συνέβη στη Νυρεμβέργη μόλις πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια. Κάποιος πλούσιος έμενε μόνος του σε κάποιες από τις τεράστιες επαύλεις οι οποίες χρησίμευαν παλαιότερα για  κατοικίες και αποθήκες μαζί. Λέγανε πως είχε ένα παιδί αλλά κανείς δεν το γνώριζε αυτό με σιγουριά. Για σαράντα χρόνια, αυτή η φήμη φούντωνε και καταλάγιαζε  χωρίς ποτέ να παύσει ολότελα. Μετά το θάνατό του, αποδείχτηκε πως ήταν αλήθεια. Είχε ένα γυιό – έναν μεσήλικα πλέον, με την απαίδευτη νοημοσύνη ενός παιδιού, τον οποίο είχε κρατήσει σε αυτήν την παράξενη κατάσταση για να τον προφυλάξει από τους πειρασμούς και τα λάθη. Όμως, όπως είναι φυσικό, όταν αυτό το ηλικιωμένο παιδί βγήκε στον κόσμο, έγινε έρμαιο οποιουδήποτε κακοπροαίρετου συμβούλου. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το καλό απ’το κακό. Ο πατέρας του είχε κάνει το ολέθριο σφάλμα να τον μεγαλώσει μέσα στην άγνοια εκλαμβάνοντάς την ως αθωότητα και, έπειτα από δεκατέσσερις μήνες ταραχώδους βίου, οι αρχές της πόλης αναγκάστηκαν να αναλάβουν την φροντίδα του για να τον σώσουν από την λιμοκτονία. Ο χειρισμός του λόγου του ήταν τόσο ανεπαρκής που δεν μπορούσε ούτε να ζητιανέψει με επιτυχία.»

«Χρησιμοποίησα την σύγκριση της θέσης ενός εργοδότη με αυτήν του γονέα, όπως πρότεινε η Μις Χέηλ, επομένως δεν θα παραπονεθώ που στρέψατε αυτήν την παρομοίωση ως όπλο εναντίον μου.
Όμως κύριε Χέηλ, όταν θέσατε ως παράδειγμα για εμάς έναν σοφό γονέα, είπατε ότι υποστηρίζει τα παιδιά του στην επιθυμία τους για ανεξάρτητη δράση. Σας δηλώνω ότι δεν έχει έρθει ακόμα  η ώρα για να έχουν οι εργάτες οποιαδήποτε ανεξάρτητη δράση κατά τη διάρκεια της εργασίας τους  ˙ δεν καταλαβαίνω τι θα θέλατε να πείτε με αυτό. Λέω επίσης, ότι οι εργοδότες θα σφετερίζονταν την ανεξαρτησία των εργατών τους με τέτοιο τρόπο, που εγώ τουλάχιστον, θα  ένοιωθα  ότι θα ήταν άδικο να πράξουμε, αν παρεμβαίναμε υπερβολικά στην ζωή τους εκτός του εργασιακού ωραρίου. Δεν βλέπω το λόγο γιατί θα πρέπει να τους χαλιναγωγήσουμε μόνο και μόνο επειδή δουλεύουν δέκα ώρες την ημέρα για εμάς.  Εκτιμώ τόσο πολύ την ανεξαρτησία μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερο ξεπεσμό από το να με κατευθύνει συνεχώς κάποιος άλλος, να με συμβουλεύει και να μου κάνει κήρυγμα ή έστω και να  επιτηρεί από κοντά με οποιοδήποτε τρόπο τις πράξεις μου. Μπορεί να είναι ο πλέον σοφός ή ο πλέον ισχυρός – το ίδιο θα επαναστατούσα και θα δυσανασχετούσα για  τις παρεμβάσεις του. Φαντάζομαι ότι αυτό το συναίσθημα είναι ισχυρότερο στο Βορρά της Αγγλίας παρά στο Νότο.»


«Με συγχωρείτε, αλλά μήπως αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει η ισότητα που δίνει η φιλία ανάμεσα στον συμβουλάτορα και στις συμβουλευόμενες τάξεις ; Μήπως επειδή κάθε άνθρωπος πασχίζει  να υπερασπίσει τη θέση του απομονωμένος και  με τρόπο μη χριστιανικό, σε διάσταση με τον αδελφό του και φθονώντας τον, συνεχώς φοβούμενος ότι θα καταπατηθούν τα δικαιώματά του ;»
«Εγώ απλά εξέθεσα αυτό που συμβαίνει. Λυπάμαι, αλλά έχω ένα ραντεβού στις οκτώ και θα πρέπει για απόψε να λάβω  τα δεδομένα ως έχουν χωρίς να προσπαθήσω να δώσω λογαριασμό γι αυτά – πράγμα που οπωσδήποτε δεν θα έκανε καμμιά διαφορά ως προς τον καθορισμό του πώς μπορεί κανείς να δράσει, έτσι όπως είναι η κατάσταση- τα δεδομένα πρέπει να γίνουν αποδεκτά ως έχουν.

«Όμως» είπε η Μάργκαρετ χαμηλόφωνα «εμένα μου φαίνεται ότι έχει διαφορά και μεγάλη μάλιστα»- ο πατέρας της της έκανε νεύμα να σωπάσει και να αφήσει τον κο Θόρντον να ολοκληρώσει αυτό που ήθελε να πει. Είχε ήδη σηκωθεί και ετοιμαζόταν να φύγει.

«Επιτρέψτε μου να πω αυτό μόνο. Δεδομένου του ισχυρού αισθήματος ανεξαρτησίας σε κάθε άνδρα του Ντάρκσάιρ,μήπως  έχω κανένα δικαίωμα να επιβάλλω με το ζόρι τις δικές μου και μόνο απόψεις ως προς το τι θα πράξει (κάτι το οποίο κι εγώ ο ίδιος απεχθάνομαι σφοδρά) απλά και μόνο επειδή εκείνος έχει εργασία που θέλει να πουλήσει και εγώ το κεφάλαιο για να την αγοράσω;»

«Ούτε στο ελάχιστο,» είπε η Μάργκαρετ, αποφασισμένη να πει τουλάχιστον αυτό «όχι εξαιτίας των ρόλων σας ως εργασίας και κεφαλαίου, όποιοι κι αν είναι αυτοί, αλλά επειδή είστε ένας άνθρωπος που συναλλάσσεται με μια ομάδα ανθρώπων πάνω στους οποίους έχετε τεράστια επιρροή, είτε απορρίπτετε τη χρήση της, είτε όχι, απλά γιατί  οι ζωές και των δυό σας  όπως και η ευημερία σας είναι σταθερά και  στενά συνυφασμένες μεταξύ τους.  Ο Θεός μας δημιούργησε έτσι ώστε να αλληλεξαρτόμεθα  αμοιβαία. Ίσως αγνοούμε την δική μας εξάρτηση ή αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε  ότι οι άλλοι εξαρτώνται από εμάς για πολύ περισσότερα πράγματα απ΄ ότι ο μισθός τους της εβδομάδας, όμως παρόλ’αυτά έτσι έχουν τα πράγματα. Ούτε εσείς ούτε οι άλλοι εργοδότες μπορείτε από μόνοι σας να βοηθήσετε τον εαυτό σας.  Ακόμα και αυτός που κομπάζει υπερήφανα για την ανεξαρτησία του εξαρτάται από τους άλλους γύρω του εξαιτίας της ασυνείδητης επιρροής τους στο χαρακτήρα του – στη ζωή του. Και το πλέον απομονωμένο απ’όλα τα Εγώ σας εδώ στο Ντάρκσάιρ βρίσκεται περιτριγυρισμένο από ανθρώπους που εξαρτώνται από αυτόν και προσκολλώνται πάνω του απ’όλες τις πλευρές – δεν μπορεί να τους αποτινάξει από πάνω του όπως και ο μεγάλος βράχος στον οποίο μοιάζει δεν μπορεί να αποτινάξει –

«Σε παρακαλώ,  όχι άλλες παρομοιώσεις, Μάργκαρετ – αρκετά μας οδήγησες εκτός θέματος ήδη» είπε ο πατέρας της χαμογελώντας με αμηχανία στη σκέψη ότι καθυστερούσαν τον κο Θόρντον παρά τη θέλησή του – κάτι που ήταν λάθος μια και  σ’ εκείνον άρεσε, εφόσον μιλούσε η Μάργκαρετ, αν και αυτά που έλεγε μονάχα τον εκνεύριζαν.

«Πείτε μου, Μις Χέηλ, βρεθήκατε ποτέ υπό την επιρροή – όχι, μάλλον δεν το εκφράζω σωστά- όμως  αν αντιληφθήκατε ποτέ ότι επηρεάζεστε από άλλους και όχι από καταστάσεις, αυτή η επιρροή ήταν άμεση ή έμμεση; Κατέβαλαν κόπο να προτρέψουν, να δώσουν εντολή, να δράσουν  άμεσα χάριν παραδείγματος  ή μήπως υπήρξαν απλοί άνθρωποι στην αλήθεια τους, που έκαναν το καθήκον τους χωρίς ενδοιασμούς,  χωρίς να υπολογίζουν με ποιόν τρόπο  οι πράξεις τους θα κάνουν τον μεν
εργατικό  τον δε οικονόμο ; Μα την αλήθεια, αν ήμουν εργάτης θα με εντυπωσίαζε είκοσι φορές περισσότερο αν ο εργοδότης μου ήταν τίμιος, τυπικός, ταχύς και αποφασιστικός σε όλες του τις πράξεις (και οι εργάτες συνήθως σ'αυτά τα πράγματα κουτσομπολεύουν αποτελεσματικότερα και από τους υπηρέτες ακόμα) παρά  οποιαδήποτε παρέμβαση, όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι,  σε σχέση με το τί κάνω εκτός εργασιακού ωραρίου. Συνήθως δεν συλλογίζομαι τόσο εμβριθώς το ποιος είμαι, όμως πιστεύω ότι βασίζομαι στην ειλικρινή τιμιότητα των εργατών μου και στην  ανοιχτή εναντίωσή τους, σε αντιδιαστολή  με τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστούν κάποια άλλα εργοστάσια το αποτέλεσμα, απλά επειδή  οι εργάτες μου γνωρίζουν ότι εγώ θα περιφρονήσω το με ανέντιμο τρόπο κερδισμένο πλεονέκτημα ή τις δόλιες πράξεις. Έχει μεγαλύτερο αποτέλεσμα από  μια ολόκληρη σειρά διαλέξεων πάνω στο « Η Τιμιότης είναι η καλύτερη οδός» - ζωή ξεθυμασμένη μέσα στις λέξεις. Όχι, όχι. Ό,τι είναι ο εργοδότης, τέτοιοι θα είναι και οι εργάτες χωρίς ιδιαίτερη σκέψη εκ μέρους του.»


«Αυτό είναι μια σπουδαία παραδοχή» είπε γελώντας η Μάργκαρετ. « Όταν βλέπω εργάτες βίαιους και αμετακίνητους ως προς τη διεκδίκηση των  αιτημάτων  τους, μπορώ με ασφάλεια να συμπεράνω ότι ο εργοδότης είναι το ίδιο ˙  ότι εν μέρη αγνοεί αυτό τους το φρόνημα που υπέφερε επί μακρόν,  είναι ευγενικό και δεν αναζήτησε τα δίκαιά του.»
«Είστε κι εσείς σαν όλους τους ξένους που δεν καταλαβαίνουν πώς λειτουργεί το σύστημά μας, Μις Χέηλ.» είπε βιαστικά.
«Υποθέτετε πως οι εργάτες μας είναι μαριονέτες φτιαγμένες από πηλό, έτοιμοι να τους πλάσουμε όπως θέλουμε.  Ξεχνάτε ότι η  δική μας συναλλαγή μαζί τους διαρκεί λιγότερο από το ένα τρίτο της ζωής τους. Φαίνεται ότι δεν αντιλαμβάνεστε πως  τα καθήκοντα ενός εργοστασιάρχη είναι  μεγαλύτερα και ευρύτερα από αυτά ενός απλού εργοδότη. Πρέπει να διατηρήσουμε  έναν ευρύ εμπορικό χαρακτήρα, πράγμα το οποίο μας καθιστά σκαπανείς του πολιτισμού.»
«Νομίζω » είπε ο κος Χέηλ χαμογελώντας «ότι ίσως όντως πρωτοπορείτε κάπως στον τόπο σας.  Οι εργάτες σας, εδώ στο Μίλτον, είναι ένα τσούρμο άξεστων παγανιστών.»

«Είναι,» απάντησε ο κος Θόρντον. « Δεν μπορείς να τους εγχειρήσεις με ανθόνερο. Ο Κρόμγουελ* θα γινόταν εξαίρετος εργοστασιάρχης, Μις Χέηλ. Μακάρι να τον είχαμε για να μας καταστείλει την απεργία.»
« Ο Κρόμγουελ δεν αποτελεί προσωπικό μου ήρωα,» απάντησε εκείνη ψυχρά. «Όμως προσπαθώ να συμβιβάσω την αυταρχική σας διοίκηση  με  τον σεβασμό που δείχνετε για την ανεξαρτησία του χαρακτήρα των άλλων.»

Κοκκίνησε με το ύφος της. «Επιλέγω να είμαι ο αναμφισβήτητος και ανεύθυνος αφέντης των εργατών μου για τις ώρες που δουλεύουν για μένα. Όμως όταν αυτές οι ώρες τελειώσουν, παύει και η σχέση μας και σέβομαι το ίδιο την ανεξαρτησία τους όπως και τη δική μου.»
Δεν μίλησε ξανά για ένα λεπτό – ήταν πολύ εξοργισμένος. Όμως αμέσως συνήλθε και καληνύχτισε τον κο και την κα Χέηλ.  Έπειτα, πλησιάζοντας την Μάργκαρετ, της είπε σε πιο χαμηλό τόνο-
«Απόψε, σας μίλησα απότομα κάποια στιγμή και φοβάμαι πως υπήρξα κάπως  αγενής. Βλέπετε, δεν είμαι παρά ένας άξεστος εργοστασιάρχης από το Μίλτον. Θα με συγχωρέσετε;»
«Φυσικά», είπε εκείνη χαμογελώντας καθώς τον κοίταζε καταπρόσωπο - σ'αυτό το  πρόσωπο που φαινόταν ταραγμένο και θλιμμένο και δεν φάνηκε να ησυχάζει  ούτε με την γλυκιά, ηλιοφώτεινη όψη της στην οποία τα παγερά σημάδια από την συνομιλία τους είχαν ολωσδιόλου εξαφανιστεί. Όμως δεν του έτεινε το χέρι της και αισθάνθηκε  ξανά την παράλειψη που την απέδωσε σε υπερηφάνεια.



Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Κεφάλαιο 15ο "Αφεντικά και εργάτες" Μέρος Α'



Βορράς κ Νότος
Κεφάλαιο 15ο

« Αφεντικά κι εργάτες»   (Μέρος Α΄)

«Μάργκαρετ»  είπε ο πατέρας της την επόμενη μέρα, « πρέπει να ανταποδώσουμε την επίσκεψη στην κυρία Θόρντον. Η μητέρα σου δεν αισθάνεται πολύ καλά και θεωρεί πως δεν μπορεί να περπατήσει τόσο μακριά, όμως εσύ κι εγώ θα πάμε σήμερα το απόγευμα.»
....................................................................................................................
Είχαν χρόνο να χαλαρώσουν και να μιλήσουν μεταξύ τους  χαμηλόφωνα πριν κάνει την εμφάνισή της η κυρία Θόρντον.  Δεν είχαν μυστικά να πούν, αλλά είναι συνηθισμένο φαινόμενο, δωμάτια σαν κι αυτό να κάνουν τους ανθρώπους να μιλούν χαμηλόφωνα σαν να μη θέλουν να αφυπνίσουν την κοιμισμένους αντίλαλους.
Επιτέλους, η κυρία Θόρντον έκανε την είσοδό της, σε θροϊζον μαύρο μετάξι όπως ήταν το  συνήθειό της, με τις μουσαλίνες και τις δαντέλες της να συναγωνίζονται  χωρίς να υπερκαλύπτουν την άσπιλη λευκότητα των υφασμάτων του δωματίου. Η Μάργκαρετ εξήγησε τους λόγους για τους οποίους η μητέρα της δεν μπορούσε να ανταποδώσει την επίσκεψη στην κα Θόρντον.  Όμως στην έγνοια της να μην αναζωπυρώσει τους φόβους του πατέρα της, έδωσε μια μάλλον αμήχανη εξήγηση, δίνοντας την εντύπωση στην κα Θόρντον ότι η κα Χέηλ είχε μια περαστική αδιαθεσία ή κάποια κατά φαντασίαν γυναικεία αδιαθεσία, η οποία θα μπορούσε – αν υπήρχε ισχυρό κίνητρο- να τεθεί κατά μέρος  ή πως απλά η επίσκεψη θα μπορούσε να αναβληθεί αν η αδιαθεσία ήταν πράγματι τόσο σοβαρή.  Ενθυμούμενη επίσης τα άλογα που χρειάστηκε να ενοικιάσει για την άμαξά της ή τον τρόπο με τον οποίο ο κος Θόρντον έδωσε εντολή στην Φάννυ να τη συνοδεύσει με σκοπό να τιμήσουν  με τον δέοντα τρόπο τους Χέηλ, η κα Θόρντον ένοιωσε  ελαφρώς προσβεβλημένη και όχι μόνο δεν έδειξε καμιά συμπόνια για την Μάργκαρετ αλλά μετά βίας σχολίασε την υγεία της μητέρας της.
«Πώς είναι ο κος Θόρντον;» ρώτησε ο κος Χέηλ. «Φοβήθηκα μήπως είναι ασθενής μετά το βεβιασμένο σημείωμα που που έστειλε χθες.»
« Ο γιός μου σπανίως ασθενεί. Και όταν ασθενεί, δεν μιλά γι αυτό ούτε το χρησιμοποιεί σαν δικαιολογία για να μην κάνει κάτι. Μου είπε ότι δεν είχε χρόνο για να διαβάσει μαζί σας, εχθές, κύριε. Είμαι βέβαιη ότι λυπήθηκε, εκτιμά πολύ τις ώρες που περνά μαζί σας.»
« Σας βεβαιώ ότι είναι και για εμένα εξίσου ευχάριστες,»  είπε ο κος Χέηλ.  « Με αναζωογονεί να βλέπω την απόλαυση  που λαμβάνει και την εκτίμηση που τρέφει για ό,τι το εκλεκτότερον από  την κλασσική λογοτεχνία.»
«Δεν αμφιβάλλω διόλου, ότι η κλασσική λογοτεχνία είναι πολύ ελκυστική για όσους έχουν ελεύθερο χρόνο. Σας εκμυστηρεύομαι όμως ότι ήταν ενάντια στην επιθυμία μου η απόφαση του γιού μου να ανανεώσει τις σπουδές του στους κλασσικούς. Αυτή η περίοδος και ο τόπος στον οποίο ζει, απαιτούν όλη του την ενέργεια και το αμέριστο ενδιαφέρον του. Οι κλασσικοί μπορεί να ταιριάζουν σε άνδρες που περνάνε ευχάριστα το χρόνο τους στις εξοχές ή στα κολέγια ˙ όμως οι άνδρες του Μίλτον οφείλουν να αφιερώνουν την σκέψη και την ενέργειά τους στην καθημερινή τους εργασία. Τουλάχιστον αυτή είναι η προσωπική μου άποψη.» Αυτό το τελευταίο σχόλιό της ειπώθηκε με μια δόση υπερηφάνειας που προσπαθούσε να καλυφθεί πίσω από ψεύτικη μετριοφροσύνη.
«Όμως, σαφέστατα αν ο νούς είναι επικεντρωμένος επί μακρόν σε  ένα μόνο αντικείμενο τότε σκληραίνει και γίνεται δύσκαμπτος  άρα και ανίκανος να λειτουργήσει σε πολλά από τα συμφέροντά του.» είπε η Μάργκαρετ.

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε μιλώντας για σκληρό και δύσκαμπτο νου. Ούτε εκτιμώ αυτούς τους  χαρακτήρες που αρέσκονται να στροβιλίζονται από το ένα αντικείμενο στο άλλο ξεχνώντας την μια ημέρα αυτό που μονοπωλούσε το ενδιαφέρον τους την προηγούμενη. Η ποικιλία των ενδιαφερόντων δεν  ταιριάζει στην ζωή ενός εργοστασιάρχη εδώ στο Μίλτον. Αρκεί, ή θα όφειλε να του ήταν αρκετό, το να έχει έναν και μόνο διακαή πόθο και να εστιάζει όλους τους επιμέρους στόχους της ζωής του στην πραγμάτωση αυτού.»
«Ο οποίος πόθος είναι…..;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
Τα ωχρά της μάγουλα άναψαν και τα μάτια της σπινθήρισαν καθώς απαντούσε :
« Να κατακτήσει και να διατηρήσει μια υψηλή, έντιμη θέση ανάμεσα στους έμπορους της χώρας τους – ανάμεσα στους άνδρες της πόλης του.  Μια τέτοια θέση κατέχει ο γιός μου με την αξία του. Πηγαίνετε  όπου θέλετε – όχι μόνον στην Αγγλία αλλά και στην Ευρώπη-  το όνομα του Τζών Θόρντον από το Μίλτον είναι γνωστό και σεβαστό ανάμεσα σε όλους όσους ασχολούνται με επιχειρήσεις. Φυσικά, είναι άγνωστο στους κύκλους της μόδας» συνέχισε  περιφρονητικά. « Οι οκνηροί  κύριοι και κυρίες της αριστοκρατίας  είναι απίθανο να γνωρίζουν πολλά για έναν εργοστασιάρχη από το Μίλτον εκτός κι αν εισέλθει στο Κοινοβούλιο ή νυμφευθεί την κόρη ενός  λόρδου.»
Τόσο ο κος Χέηλ όσο και η Μάργκαρετ, συνειδητοποίησαν με  αμηχανία αλλά και ευθυμία ότι δεν είχαν ποτέ τους ακούσει αυτό το σπουδαίο όνομα μέχρι που ο κος Μπέλλ τους είχε  γράψει  ότι θα ήταν καλό να έχουν τη φιλία του κου Θόρντον στο Μίλτον.  Ο κόσμος της μητρικής υπερηφάνειας δεν ήταν  ο δικός τους κόσμος της αριστοκρατικής Χάρλευ Στρήτ αφενός ή των επαρχιακών κληρικών και των αρχόντων του Χάμπσάιρ αφετέρου.  Το πρόσωπο της Μάργκαρετ, όσο κι αν πάσχιζε να διατηρήσει την έκφραση της απλής ακροάτριας,  αποκάλυψε στην ευαίσθητη  κα Θόρντον τα πραγματικά της αισθήματα.
«Σκέφτεστε ότι δεν είχατε ακούσει ποτέ για τον υπέροχο γιό μου, Μις Χέηλ. Ότι είμαι μια γριά που το μόνο που ξέρει είναι το Μίλτον και πως σαν την κουκουβάγια του μύθου θεωρεί το παιδί της το πιο όμορφο απ’όλα.»
«Όχι,» απάντησε η Μάργκαρετ με κάποια τόλμη. « Αληθεύει ίσως ότι σκεφτόμουν πως το όνομα του κυρίου Θόρντον μου ήταν άγνωστο πριν έλθω στο Μίλτον, όμως αφότου εγκαταστάθηκα εδώ έχω ακούσει αρκετά για να με κάνουν να τον εκτιμήσω και να τον θαυμάσω, για να αισθανθώ  πόσο αληθινά και δίκαια είναι τα όσα είπατε γι αυτόν.»
«Ποιος σας μίλησε γι αυτόν;»  ρώτησε η κα Θόρντον, λίγο πιο καταπραϋμένη, φθονώντας ωστόσο μην τυχόν  η περιγραφή κάποιου άλλου αδικούσε το παιδί της.
Η Μάργκαρετ δίστασε πριν απαντήσει. Δεν της άρεσε ο αυταρχικός τόνος της ερώτησης. Τότε παρενέβη ο κος Χέηλ για να σώσει, κατά τη γνώμη του, την κατάσταση.
«Ο τρόπος που ο ίδιος ο κος Θόρντον μιλούσε, μας έκανε να καταλάβουμε την ευγένεια του χαρακτήρα του. Έτσι δεν είναι, Μάργκαρετ ;»
Τότε η κα Θόρντον ανασηκώθηκε και είπε :
«Ο γιός μου δεν είναι από τους ανθρώπους που μιλούν για τα επιτεύγματά τους. Μπορώ να σας ρωτήσω ξανά, Μις Χέηλ, βασιζόμενη στις εκτιμήσεις τίνος σχηματίσατε  ευνοϊκή άποψη για τον γιό μου ; Θα γνωρίζετε βέβαια, πως μια μητέρα είναι φυσικό να έχει την περιέργεια και να μην χορταίνει να ακούει επιδοκιμαστικά σχόλια για  τα παιδιά της.»
Η Μάργκαρετ απάντησε: « Περισσότερο ήταν τα όσα ο κος Θόρντον δεν μας είπε αλλά ήδη γνωρίζαμε από τον κο Μπέλλ για τον πρότερο βίο του – περισσότερο κι από αυτά που είπε, τα οποία μας έκαναν να αισθανθούμε τους λόγους που έχετε να είσθε υπερήφανη γι αυτόν.»
«Ο κος Μπέλλ ! Και τι μπορεί να ξέρει αυτός για τον Τζών ;  Αυτός  που ζει οκνά την ράθυμη ζωή του κολεγίου! Εντούτοις σας είμαι υπόχρεη, Μις Χέηλ.  Πολλές νεαρές δεσποσύνες  θα δίσταζαν να δώσουν σε μια γριά γυναίκα την ευχαρίστηση να μάθει ότι το όνομα του γιού της έχει συζητηθεί επί μακρόν.»
«Γιατί ;» ρώτησε η Μάργκαρετ, κυττάζοντας με απορία την κα Θόρντον καταπρόσωπο.
«Γιατί ! Επειδή υποθέτω ότι θα είχαν συνείδηση  πώς η γριά μητέρα θα συνηγορούσε υπέρ τους σε περίπτωση που έτρεφαν ελπίδες για την καρδιά του γιού.»
Χαμογέλασε βλοσυρά γιατί είχε ευχαριστηθεί με την ειλικρίνεια της Μάργκαρετ. Ίσως και να αισθάνθηκε ότι έκανε υπερβολικά πολλές ερωτήσεις σαν να είχε το δικαίωμα να κάνει κήρυγμα. Η Μάργκαρετ, ευθύς γέλασε με αυτήν την προοπτική και μάλιστα γέλασε με τόση ευθυμία που ήχησε άσχημα στα αυτιά της κας Θόρντον, σαν να είχε θεωρήσει τα λόγια που προκάλεσαν αυτή το ξέσπασμα ολότελα γελοία.
Η Μάργκαρετ συγκράτησε την ευθυμία της αμέσως μόλις είδε το ενοχλημένο ύφος της κας Θόρντον.
«Σας ζητώ συγνώμη, κυρία.  Όμως πραγματικά σας είμαι υπόχρεη που με απαλλάσσετε από το να κάνω οποιοδήποτε σχέδιο όσον αφορά την καρδιά του κου Θόρντον.»
«Πολλές νεαρές  έχουν ήδη κάνει .»  απάντησε η κα Θόρντον .
«Ελπίζω ότι η Μις Θόρντον είναι καλά,» παρενέβη ο κος Χέηλ, επιθυμώντας σφόδρα να αλλάξει τη ροή της συζήτησης.
«Όπως πάντα. Δεν είναι ιδιαίτερα σθεναρή,» απάντησε η κα Θόρντον κοφτά.
«Και ο κος Θόρντον; Μπορώ να ελπίζω ότι θα τον δω την Πέμπτη;»
«Δεν μπορώ να απαντήσω για το τι κανονίζει ο γιός μου. Γίνονται κάποιες δυσάρεστες κινήσεις στην πόλη- πλανάται η απειλή της απεργίας. Σε τέτοια περίπτωση, οι φίλοι του θα αναζητήσουν την συμβουλή του λόγω της εμπειρίας και της κρίσης του. Πιστεύω, όμως, ότι  θα έρθει την Πέμπτη. Όπως και να’χει, αν δεν μπορεί, θα σας ειδοποιήσει.»
«Απεργία!» έκανε η Μάργκαρετ. «Γιατί ; Για ποιό λόγο θα απεργήσουν;»
«Για να καταχραστούν και να γίνουν κύριοι  ξένης περιουσίας» είπε η κα Θόρντον περιφρονητικά. « Για το λόγο αυτό γίνονται πάντα οι απεργίες. Έτσι και οι εργάτες του γιού μου απεργήσουν, το μόνο που θα πώ είναι ότι θα είναι  ένα μάτσο αχάριστα παλιόσκυλα. Όμως αναμφίβολα θα απεργήσουν.»
«Υποθέτω πως θέλουν υψηλότερες αμοιβές;»  ρώτησε ο κος Χέηλ.
« Αυτό είναι μόνο η επιφάνεια.  Η αλήθεια όμως είναι πως θέλουν να γίνουν αφεντικά και να κάνουν τα αφεντικά δούλους στα ίδια τους τα εργοστάσια. Πάντα αυτό πασχίζουν ˙ όλο σ’αυτό έχουν το μυαλό τους και κάθε πέντε ή έξι χρόνια ξεσπά  μια μάχη ανάμεσα στους εργάτες και στα αφεντικά. Όμως αυτή τη φορά λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο – φαντάζομαι πως δεν υποψιάζονται τι τους περιμένει. Έτσι και εγκαταλείψουν το εργοστάσιο, δεν θα επιστρέψουν έτσι εύκολα.  Νομίζω ότι τα αφεντικά έχουν στο μυαλό τους μερικές ιδέες που θα τους κάνουν να μην παίρνουν βιαστικές αποφάσεις για απεργίες, αν το αποφασίσουν αυτή τη φορά.»

« Δεν θα προκαλέσει αναστάτωση στην πόλη ;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
« Μα, και βέβαια ! Σίγουρα όμως δεν είσαι λιπόψυχη, έτσι ; Το Μίλτον δεν είναι μέρος για λιποψυχιές. Στις μέρες μου, χρειάστηκε να διασχίσω ένα πλήθος από έξαλλους εργάτες που απειλούσαν να  σφάξουν τον Μάκινσον έτσι και τολμούσε να ξεμυτίσει από το εργοστάσιό του. Κι εκείνος δεν ήξερε τίποτα, έτσι έπρεπε κάποιος να πάει και να τον ειδοποιήσει, αλλιώς θα τον σκότωναν. Έπρεπε να πάει μια γυναίκα και πήγα εγώ. Κι όταν μπήκα μέσα, εγκλωβίστηκα και δεν μπορούσα να ξαναβγώ. Έπρεπε να παλέψω για τη ζωή μου. Έτσι, ανέβηκα στην στέγη όπου είχανε σωριάσει πέτρες για να τις χρησιμοποιήσουν σε περίπτωση που οι εργάτες  επιχειρούσαν να εισβάλλουν στο εργοστάσιο.  Και ήμουν έτοιμη να σηκώσω αυτές τις βαριές πέτρες και να σημαδέψω καθώς και ο καλύτερος άνδρας ανάμεσά τους, αλλά λιποθύμησα από την ένταση και την αγωνία. Αν ζεις στο Μίλτον, Μις Χέηλ, θα πρέπει να μάθεις να είσαι γενναία.»
« Θα βάλω τα δυνατά μου,» αποκρίθηκε η Μάργκαρετ κάπως ωχρή. «Δεν μπορώ να ξέρω αν είμαι γενναία ή όχι μέχρι να υποστώ τη δοκιμασία. Νομίζω όμως  ότι θα δειλιάσω.»
« Οι επαρχιώτες του Νότου συχνά τρομοκρατούνται από αυτό που για τους άνδρες και της γυναίκες του Ντάρκσαϊρ είναι απλά αγώνας για επιβίωση. Αν όμως είχες ζήσει για δέκα χρόνια ανάμεσα σε ανθρώπους οι οποίοι πάντα  φθονούν τους καλύτερους τους και διαρκώς περιμένουν μια ευκαιρία να τους εκδικηθούν, τότε- στο λόγο μου-  θα ήξερες αν είσαι δειλή ή όχι.»

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Κεφάλαιο 14 "Η Ανταρσία"


Βορράς και Νότος

Κεφάλαιο 14

 « Η Ανταρσία»

Ήταν παρήγορο για την Μάργκαρετ εκείνη την περίοδο , να ανακαλύψει ότι η μητέρα της ερχόταν περισσότερο κοντά της συναισθηματικά, σε μια σχέση τόσο στενή και τρυφερή όσο και στα παιδικά της χρόνια. Της έδειχνε εμπιστοσύνη και της άνοιγε την καρδιά της, κάτι το οποίο πάντα επιθυμούσε η Μάργκαρετ και ζήλευε παλαιότερα την Ντίξον που είχε αυτό το ρόλο. Η Μάργκαρετ καταγινόταν με το να ανταποκρίνεται αμέσως σε κάθε κάλεσμα για συμπόνια που της γινότανε –και δεν ήταν λίγες οι φορές- ακόμα κι όταν επρόκειτο για πράγματα άνευ σημασίας, τα οποία δεν θα αντιλαμβανόταν και δεν θα πρόσεχε η ίδια περισσότερο απ’ ότι ένας ελέφαντας αντιλαμβάνεται τη μικρή καρφίτσα στα πόδια του, την οποία εν τούτοις σηκώνει προσεκτικά όταν τον προστάξει ο κύριος του. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται η Μάργκαρετ έμελλε να ανταμειφθεί.
 Κάποιο απόγευμα, απόντος του κυρίου Χέηλ, η μητέρα της άρχισε να της μιλά για τον αδελφό της τον Φρέντερικ, το θέμα ακριβώς για το οποίο η Μάργκαρετ λαχταρούσε να ρωτήσει αλλά ίσως και το μοναδικό για το οποίο η δειλία της ξεπερνούσε την έμφυτη ανοιχτότητά της. Όσο περισσότερο ήθελε να μάθει γι αυτόν, τόσο λιγότερο πιθανό ήταν να μιλήσει.
«Ω, Μάργκαρετ ! Είχε τόσο αέρα χθες το βράδυ ! Τον άκουγα να λυσσομανά από την καμινάδα της κρεβατοκάμαράς μας. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ποτέ δεν μπορώ όταν έχει τόσο τρομερό αέρα. Απέκτησα τη συνήθεια να ξαγρυπνάω όταν ο καημένος ο Φρέντερικ έφυγε για τα καράβια. Και τώρα, ακόμα κι αν δεν ξυπνήσω αμέσως, θα τον δω στον ύπνο μου να ταξιδεύει σε μια τρικυμισμένη θάλασσα, με τα κύματα να υψώνονται πελώρια, διάφανα και καταπράσινα γύρω από το πλοίο του, πιο ψηλά κι από τα κατάρτια και να συστρέφονται σαν ένα απαίσιο γιγάντιο ερπετό στεφανωμένο από άσπρους αφρούς. Είναι ένα όνειρο που βλέπω από παλιά αλλά επιμένει να ξαναέρχεται τις νύχτες που έχει αέρα, μέχρι που πετάγομαι παγωμένη από τον τρόμο και ευγνώμων επειδή έχω ξυπνήσει. Ο καημένος ο Φρέντερικ! Βρίσκεται στη στεριά τώρα, έτσι ο αέρας δεν μπορεί να τον βλάψει. Μολονότι πιστεύω ότι ίσως και να μπορεί να γκρεμίσει κάποιες από αυτές τις ψηλές καμινάδες.»
«Πού βρίσκεται τώρα ο Φρέντερικ, μητέρα; Οι επιστολές μας αναγράφουν Υπ’όψιν των κυρίων Μπαρμπούρ στο Καντίθ, το γνωρίζω, αλλά ο ίδιος πού βρίσκεται ;»
 «Δεν θυμάμαι πώς λέγεται το μέρος, όμως ο ίδιος δεν λέγεται Χέηλ – να το θυμάσαι αυτό Μάργκαρετ. Πρόσεξε τα Φ.Ντ. στις γωνίες των επιστολών. Έχει υιοθετήσει το επίθετο Ντίκινσον. Θα επιθυμούσα να πάρει το όνομα Μπερσφορντ επί του οποίου έχει κάποια δικαιώματα, αλλά ο πατέρας σου πίστευε πως θα ήταν προτιμότερο να μην το κάνει. Θα μπορούσαν, ξέρεις, να τον ανακαλύψουν αν είχε πάρει το πατρικό μου όνομα.»
 «Μητέρα» είπε η Μάργκαρετ «βρισκόμουν στη θεία Σω τότε που συνέβησαν όλα αυτά. Υποθέτω ήμουν πολύ μικρή για να μάθω όλες τις λεπτομέρειες. Όμως τώρα, θα ήθελα αν γίνεται, να ξέρω – αν βέβαια δεν σου είναι οδυνηρό να μιλάς γι αυτό.»
 «Οδυνηρό! Όχι.» απάντησε η κα Χέηλ και τα μάγουλά της άναψαν. «Οδυνηρό είναι να σκέφτομαι ότι ίσως δεν ξαναδώ ποτέ το λατρεμένο μου αγόρι. Όμως, έκανε το σωστό, Μάργκαρετ. Ας λένε ό,τι θέλουν, εγώ όμως έχω τα γράμματά του για απόδειξη και μολονότι είναι γυιός μου, τον πιστεύω περισσότερο απ’οποιοδήποτε ναυτοδικείο στη γή. Πήγαινε στη μικρό Γιαπωνέζικο ερμάρι μου – στο αριστερό συρτάρι θα βρείς ένα πακέτο επιστολές.»
 Η Μάργκαρετ πήγε. Εκεί βρίσκονταν οι κιτρινισμένες, θαλασσοβρεγμένες επιστολές, με εκείνη την παράξενη ευωδιά που αναδίδουν οι επιστολές που έρχονται από τον ωκεανό. Η Μάργκαρετ της έδωσε στην μητέρα της που έλυσε με τρεμάμενα δάχτυλα τη μεταξένια κορδέλα και παρατηρώντας τις ημερομηνίες, έδωσε να τις διαβάσει η Μάργκαρετ κάνοντας βιαστικά και ανήσυχα σχόλια πάνω στο περιεχόμενό τους, σχεδόν προτού προλάβει η κόρη της να καταλάβει το νόημά τους. «Βλέπεις Μάργκαρετ, πώς από την πρώτη κιόλας στιγμή αντιπάθησε τον Κάπταιν Ρήντ. Ήταν ο υποπλοίαρχος στο Orion, το πλοίο με το οποίο πρωτομπαρκάρησε ο Φρέντερικ. Το καημένο το αγόρι μου, πόσο όμορφος ήταν με τη στολή του δόκιμου - έκοβε τις εφημερίδες με το ξιφίδιό του σαν να ήταν χαρτοκόπτης! Όμως αυτός, ο κύριος Ρήντ, όπως λεγόταν τότε, φάνηκε να αντιπαθεί τον Φρέντερικ εξαρχής. Κι έπειτα – στάσου ! Αυτές είναι οι επιστολές που μου έγραψε από το Russel. Όταν τον μετέθεσαν και βρήκε εκεί τον παλιό του εχθρό, τον Κάπταιν Ρήντ να είναι επικεφαλής, είχε την πρόθεση να ανεχτεί υπομονετικά την τυραννία του. Δες ! Αυτή είναι η επιστολή. Διάβασέ τη Μάργκαρετ. Να, κάπου εδώ το λέει - Στάσου!  Ο πατέρας πρέπει να βασίζεται σε μ ένα ότι θα υπομείνω με όλη την δέουσα υπομονή οτιδήποτε μπορεί να αντιμετωπίσω από έναν άλλο αξιωματικό και τζέντλεμαν. Όμως από την προηγούμενη εμπειρία μου με τον τωρινό καπετάνιο, ομολογώ ότι φοβούμαι πως με περιμένει μια μακρά τυραννία πάνω στο Russel. Βλέπεις, υπόσχεται να το αντέξει υπομονετικά και είμαι σίγουρη ότι έτσι έπραξε γιατί είχε την πιο ήπια ιδιοσυγκρασία του κόσμου όταν δεν τον εξόργιζαν. Αυτή είναι η επιστολή στην οποία αναφέρει πόσο θυμωμένος ήταν ο Kάπταιν Ρήντ επειδή οι άντρες δεν εκτελούσαν τους ελιγμούς του πλοίου τόσο γρήγορα όσο το πλήρωμα του Avenger; Βλέπεις, λέει ότι στο Russel είχαν πολλούς καινούριους στο πλήρωμα, ενώ στο Avenger είχε μείνει τρία χρόνια στον σταθμό ελλιμενισμού χωρίς να κάνει τίποτα άλλο από το να κρατάει μακρυά τους δουλέμπορους και να βάζει το πλήρωμα να δουλεύει σαν τρελό ανεβοκατεβαίνοντας τα ξάρτια.»

Η Μάργκαρετ, διάβασε αργά την επιστολή, που ήταν πολύ ξεθωριασμένη πιά και δυσανάγνωστη. Ίσως ο αφηγητής να είχε υπερβάλει – και πιθανόν να είχε όντως υπερβάλλει- όσον αφορά την αυταρχικότητα του Κάπταιν Ρηντ για ασήμαντες αιτίες, μια και η επιστολή είχε γραφεί ενώ το επεισόδιο της φιλονικίας ήταν ακόμα πολύ φρέσκο. Κάποιοι ναύτες ήταν ψηλά στο δεύτερο ψηλότερο ιστίο, όταν ο καπετάνιος έδωσε εντολή να κατέβουν γρήγορα, απειλώντας τον τελευταίο που θα φτάσει με την ποινή της «γάτας με τις εννιά ουρές». Ο ναύτης που είχε ανεβεί ψηλότερα από τους άλλους, καταλαβαίνοντας ότι ήταν αδύνατον να προσπεράσει τους συντρόφους του, πλην όμως θέλοντας απεγνωσμένα να αποφύγει το μαστίγωμα, όρμησε με απελπισία να πιάσει ένα σκοινί αρκετά χαμηλότερα, αστόχησε και έπεσε αναίσθητος στο κατάστρωμα. Πέθανε λίγες ώρες αργότερα και η αγανάκτηση του πληρώματος, είχε φτάσει σε σημείο βρασμού όταν ο νεαρός Χέηλ έγραφε την επιστολή.
«Όμως, την επιστολή αυτή την λάβαμε πολύ καιρό αφού έφθασαν σ’ εμάς τα νέα για την ανταρσία. Ο καημένος μου ο Φρέντ! Μπορώ να πώ ότι ήταν μια λύτρωση γι αυτόν το ότι έγραψε το γράμμα, ακόμα κι αν δεν ήξερε πώς να το στείλει, το παλικάρι μου ! Κι έπειτα διαβάσαμε στις εφημερίδες – πολύ πριν έρθει σ’ εμάς η επιστολή του Φρέντ- ότι μια τρομερή ανταρσία ξέσπασε στο Russel , και πuως οι στασιαστές κατέλαβαν το πλοίο , το οποίο από ‘κει κει πέρα θεωρήθηκε πειρατικό, και πως ο Κάπταιν Ρήντ αφέθηκε με μια βάρκα έρμαιο των κυμάτων, μαζί με κάποιους από το πλήρωμα – αξιωματικούς ή κάτι τέτοιο- των οποίων τα ονόματα δόθηκαν γιατί τους περισυνέλεξε όλους ένα ατμόπλοιο από τις Δυτικές Ινδίες. Ω, Μάργκαρετ ! Τι συντριβή ήταν για μένα και τον πατέρα σου όταν είδαμε πως στον κατάλογο αυτό δεν υπήρχε το όνομα «Φρέντερικ Χέηλ». Σκεφτήκαμε πως ίσως να είχε γίνει κάποιο λάθος, γιατί ο καημένος ο Φρέντερικ ήταν τόσο καλό παιδί, ίσως μόνο λίγο οξύθυμος μερικές φορές, και ελπίζαμε ότι το όνομα Κάρ που υπήρχε στον κατάλογο, πιθανόν να ήταν το Χέηλ γραμμένο λάθος – οι εφημερίδες κάνουν συχνά λάθη. Έτσι, την επόμενη μέρα, την ώρα του ταχυδρομείου, ο πατέρας ξεκίνησε πεζή για το Σάουθαμπτον να πάρει τις εφημερίδες - μα δεν μπορούσα να τον περιμένω σπίτι, ξεκίνησα να τον βρώ και κάθησα να τον περιμένω πέρα από το φράχτη. Επιτέλους, τον είδα να έρχεται: Τα χέρια του κρέμονταν βαριά, το κεφάλι σκυφτό , να περπατά αργά και κοπιαστικά σαν κάθε του βήμα να ήταν τεράστιος μόχθος. Σαν να τον βλέπω τώρα, Μάργκαρετ.» «Μη συνεχίζεις, μητέρα. Καταλαβαίνω.» είπε η Μάργκαρετ σκύβοντας στοργικά στο πλευρό της μητέρας της και φιλώντας της το χέρι .

 «Όχι, δεν μπορείς να καταλάβεις, Μάργκαρετ. Όποιος δεν τον είδε έτσι, τότε, δεν μπορεί να καταλάβει. Με δυσκολία σηκώθηκα για να πάω να τον συναντήσω – όλα γύρω μου έμοιαζαν να καταρρέουν μεμιάς. Κι όταν τον πλησίασα, δεν μίλησε, ούτε φάνηκε να εκπλήσσεται βλέποντάς με εκεί, πάνω από τρία μίλια μακριά από το σπίτι, δίπλα στην οξιά του Όλντχαμ ˙ μόνο πήρε το χέρι μου κι άρχισε να το χαϊδεύει σαν να ήθελε να με καταπραϋνει για να μείνω ήρεμη όταν δεχτώ το μεγάλο πλήγμα. Κι όταν άρχισα να τρέμω τόσο ώστε να μην μπορώ να βγάλω λέξη, με αγκάλιασε, έσκυψε το κεφάλι του στο δικό μου κι άρχισε να τραντάζεται και να κλαίει με ένα παράξενο και πνιγμένο αναφιλητό, μέχρι που από τον μεγάλο μου τρόμο έμεινα εντελώς ακίνητη και το μόνο που έκανα ήτα να τον παρακαλώ να μου πει τι ήταν αυτό που έμαθε. Και τότε, το χέρι του τινάχτηκε σπασμωδικά σαν κάποιος άλλος να το κινούσε παρά την θέλησή του, και μου έδωσε να διαβάσω μια εφημερίδα, μια αισχρή φυλλάδα, που αποκαλούσε τον Φρέντ μας « προδότη του χειρότερου είδους» , «έναν φαύλο και ανάξιο της υπηρεσίας του». Ω, δεν μπορώ να σου περιγράψω τις φοβερές λέξεις που χρησιμοποίησαν! Μόλις το διάβασα, άρπαξα το χαρτί και το έσκισα με τα χέρια μου, το έκανα κομματάκια – ω, Μάργκαρετ – νομίζω πως το ξέσκισα και με τα δόντια μου. Δεν έκλαψα. Δεν μπορούσα. Τα μάγουλά μου ήταν φλογισμένα και τα μάτια μου τα ένοιωθα να καίνε μέσα στο κεφάλι μου. Ο πατέρας σου με κυττούσε σοβαρός. Του είπα πως τα θεωρούσα όλα ψέματα και έτσι ήταν. Μήνες αργότερα, έφτασε αυτό το γράμμα και είδες το κίνητρο του Φρέντερικ. Δεν στασίασε για τον εαυτό του ή για τη δική του ταλαιπωρία . Όμως έλεγε στον Κάπταιν Ρήντ αυτό που πίστευε, και τα πράγματα πήγαν από το κακό στο χειρότερο- και βλέπεις, οι περισσότεροι ναύτες πήραν το μέρος του Φρέντερικ. Μάργκαρετ, νομίζω πως..» συνέχισε τρέμοντας με φωνή αδύναμη και εξασθενημένη « ..χαίρομαι γι αυτό. Είμαι περισσότερο υπερήφανη που ο Φρέντερικ αντιστάθηκε στην αδικία παρά αν ήταν απλά ένας καλός αξιωματικός.»
«Εγώ το ξέρω πως είμαι περήφανη,» είπε η Μάργκαρετ αποφασιστικά. «Καλή η πίστη και η υπακοή στην φρόνηση και στο δίκαιο αλλά ακόμα καλύτερο να αψηφά κανείς την αυθαιρεσία μιας βάναυσης και άδικης εξουσίας, όχι για προσωπικό του όφελος αλλά για χάρη άλλων που είναι περισσότερο αδύναμοι.»
 «Έπειτα απ’όλα αυτά θα ήθελα να μπορούσα να δώ τον Φρέντερικ, μια ακόμα φορά. Μια μόνο φορά. Ήταν το πρώτο μου μωρό, Μάργκαρετ.» Η κα Χέηλ μιλούσε με λαχτάρα και σχεδόν σαν να απολογούνταν γι αυτό, σαν αυτή της η επιθυμία να ήταν απαξιωτική για το άλλο της παιδί. Όμως μια τέτοια ιδέα δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό της Μάργκαρετ. Σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να εκπληρώσει την επιθυμία της μητέρας της.
«Έχουν περάσει έξι ή επτά χρόνια. Θα ισχύει ακόμα η δίωξη εναντίον του, μητέρα; Αν ερχόταν και αντιμετώπιζε το δικαστήριο, ποιά θα ήταν η ποινή του ; Σίγουρα θα μπορούσε να προσκομίσει αποδείξεις για το δίκιο του.»
 «Θα ήταν ανώφελο.» απάντησε η κα Χέηλ. «Κάποιοι από τους συντρόφους του Φρέντερικ συνελήφθησαν και πέρασαν από ναυτοδικείο πάνω στο Amicia . Πίστεψα όσα είπαν στην υπεράσπισή τους, οι δύστυχοι, γιατί συμφωνούσαν με τα όσα έγραψε ο Φρέντ – ήταν όμως μάταιο.» - και για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της συζήτησης, η κα Χέηλ άρχισε να κλαίει. Όμως, κάτι έκανε την Μάργκαρετ να πιέσει την μητέρα της για να μάθει την πληροφορία την οποία μάντευε αλλά και φοβόταν. «Τι τους έκαναν, μητέρα;» ρώτησε. «Τους κρέμασαν από τις αντένες» είπε η κα Χέηλ. « Και το χειρότερο είναι πως οι δικαστές, καταδικάζοντάς τους σε θάνατο, είπαν ότι είχαν προκαλέσει μόνοι τους το θάνατό τους, γιατί αφέθηκαν να παρασυρθούν από τα καθήκοντά τους, υπακούοντας στους ανώτερούς τους.» Σώπασαν για αρκετή ώρα. «Κι ο Φρέντερικ ήταν στην Νότια Αμερική για αρκετά χρόνια, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Και τώρα βρίσκεται στην Ισπανία. Στο Καντίθ ή κάπου εκεί κοντά. Αν έρθει στην Αγγλία, θα τον κρεμάσουν. Δεν θα τον δω ποτέ ξανά, γιατί αν έρθει στην Αγγλία, θα τον κρεμάσουν.» Δεν υπήρχε παρηγοριά. Η κα Χέηλ στράφηκε προς τον τοίχο και έμεινε τελείως ακίνητη μέσα στην απελπισία της ως μητέρα. Τίποτα δεν θα μπορούσε να πει κανείς για να την παρηγορήσει. Αποτράβηξε το χέρι της από της Μάργκαρετ με μια κάπως απότομη κίνηση σαν να ήθελε να μείνει μόνη της με την ανάμνηση του γιου της . Όταν μπήκε στο δωμάτιο ο κος Χέηλ, η Μάργκαρετ βγήκε έξω με την ψυχή βαριά, χωρίς να βλέπει πουθενά στον ορίζοντα την παραμικρή υπόσχεση ηλιαχτίδας.