Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Κεφάλαιο 14 "Η Ανταρσία"


Βορράς και Νότος

Κεφάλαιο 14

 « Η Ανταρσία»

Ήταν παρήγορο για την Μάργκαρετ εκείνη την περίοδο , να ανακαλύψει ότι η μητέρα της ερχόταν περισσότερο κοντά της συναισθηματικά, σε μια σχέση τόσο στενή και τρυφερή όσο και στα παιδικά της χρόνια. Της έδειχνε εμπιστοσύνη και της άνοιγε την καρδιά της, κάτι το οποίο πάντα επιθυμούσε η Μάργκαρετ και ζήλευε παλαιότερα την Ντίξον που είχε αυτό το ρόλο. Η Μάργκαρετ καταγινόταν με το να ανταποκρίνεται αμέσως σε κάθε κάλεσμα για συμπόνια που της γινότανε –και δεν ήταν λίγες οι φορές- ακόμα κι όταν επρόκειτο για πράγματα άνευ σημασίας, τα οποία δεν θα αντιλαμβανόταν και δεν θα πρόσεχε η ίδια περισσότερο απ’ ότι ένας ελέφαντας αντιλαμβάνεται τη μικρή καρφίτσα στα πόδια του, την οποία εν τούτοις σηκώνει προσεκτικά όταν τον προστάξει ο κύριος του. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται η Μάργκαρετ έμελλε να ανταμειφθεί.
 Κάποιο απόγευμα, απόντος του κυρίου Χέηλ, η μητέρα της άρχισε να της μιλά για τον αδελφό της τον Φρέντερικ, το θέμα ακριβώς για το οποίο η Μάργκαρετ λαχταρούσε να ρωτήσει αλλά ίσως και το μοναδικό για το οποίο η δειλία της ξεπερνούσε την έμφυτη ανοιχτότητά της. Όσο περισσότερο ήθελε να μάθει γι αυτόν, τόσο λιγότερο πιθανό ήταν να μιλήσει.
«Ω, Μάργκαρετ ! Είχε τόσο αέρα χθες το βράδυ ! Τον άκουγα να λυσσομανά από την καμινάδα της κρεβατοκάμαράς μας. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ποτέ δεν μπορώ όταν έχει τόσο τρομερό αέρα. Απέκτησα τη συνήθεια να ξαγρυπνάω όταν ο καημένος ο Φρέντερικ έφυγε για τα καράβια. Και τώρα, ακόμα κι αν δεν ξυπνήσω αμέσως, θα τον δω στον ύπνο μου να ταξιδεύει σε μια τρικυμισμένη θάλασσα, με τα κύματα να υψώνονται πελώρια, διάφανα και καταπράσινα γύρω από το πλοίο του, πιο ψηλά κι από τα κατάρτια και να συστρέφονται σαν ένα απαίσιο γιγάντιο ερπετό στεφανωμένο από άσπρους αφρούς. Είναι ένα όνειρο που βλέπω από παλιά αλλά επιμένει να ξαναέρχεται τις νύχτες που έχει αέρα, μέχρι που πετάγομαι παγωμένη από τον τρόμο και ευγνώμων επειδή έχω ξυπνήσει. Ο καημένος ο Φρέντερικ! Βρίσκεται στη στεριά τώρα, έτσι ο αέρας δεν μπορεί να τον βλάψει. Μολονότι πιστεύω ότι ίσως και να μπορεί να γκρεμίσει κάποιες από αυτές τις ψηλές καμινάδες.»
«Πού βρίσκεται τώρα ο Φρέντερικ, μητέρα; Οι επιστολές μας αναγράφουν Υπ’όψιν των κυρίων Μπαρμπούρ στο Καντίθ, το γνωρίζω, αλλά ο ίδιος πού βρίσκεται ;»
 «Δεν θυμάμαι πώς λέγεται το μέρος, όμως ο ίδιος δεν λέγεται Χέηλ – να το θυμάσαι αυτό Μάργκαρετ. Πρόσεξε τα Φ.Ντ. στις γωνίες των επιστολών. Έχει υιοθετήσει το επίθετο Ντίκινσον. Θα επιθυμούσα να πάρει το όνομα Μπερσφορντ επί του οποίου έχει κάποια δικαιώματα, αλλά ο πατέρας σου πίστευε πως θα ήταν προτιμότερο να μην το κάνει. Θα μπορούσαν, ξέρεις, να τον ανακαλύψουν αν είχε πάρει το πατρικό μου όνομα.»
 «Μητέρα» είπε η Μάργκαρετ «βρισκόμουν στη θεία Σω τότε που συνέβησαν όλα αυτά. Υποθέτω ήμουν πολύ μικρή για να μάθω όλες τις λεπτομέρειες. Όμως τώρα, θα ήθελα αν γίνεται, να ξέρω – αν βέβαια δεν σου είναι οδυνηρό να μιλάς γι αυτό.»
 «Οδυνηρό! Όχι.» απάντησε η κα Χέηλ και τα μάγουλά της άναψαν. «Οδυνηρό είναι να σκέφτομαι ότι ίσως δεν ξαναδώ ποτέ το λατρεμένο μου αγόρι. Όμως, έκανε το σωστό, Μάργκαρετ. Ας λένε ό,τι θέλουν, εγώ όμως έχω τα γράμματά του για απόδειξη και μολονότι είναι γυιός μου, τον πιστεύω περισσότερο απ’οποιοδήποτε ναυτοδικείο στη γή. Πήγαινε στη μικρό Γιαπωνέζικο ερμάρι μου – στο αριστερό συρτάρι θα βρείς ένα πακέτο επιστολές.»
 Η Μάργκαρετ πήγε. Εκεί βρίσκονταν οι κιτρινισμένες, θαλασσοβρεγμένες επιστολές, με εκείνη την παράξενη ευωδιά που αναδίδουν οι επιστολές που έρχονται από τον ωκεανό. Η Μάργκαρετ της έδωσε στην μητέρα της που έλυσε με τρεμάμενα δάχτυλα τη μεταξένια κορδέλα και παρατηρώντας τις ημερομηνίες, έδωσε να τις διαβάσει η Μάργκαρετ κάνοντας βιαστικά και ανήσυχα σχόλια πάνω στο περιεχόμενό τους, σχεδόν προτού προλάβει η κόρη της να καταλάβει το νόημά τους. «Βλέπεις Μάργκαρετ, πώς από την πρώτη κιόλας στιγμή αντιπάθησε τον Κάπταιν Ρήντ. Ήταν ο υποπλοίαρχος στο Orion, το πλοίο με το οποίο πρωτομπαρκάρησε ο Φρέντερικ. Το καημένο το αγόρι μου, πόσο όμορφος ήταν με τη στολή του δόκιμου - έκοβε τις εφημερίδες με το ξιφίδιό του σαν να ήταν χαρτοκόπτης! Όμως αυτός, ο κύριος Ρήντ, όπως λεγόταν τότε, φάνηκε να αντιπαθεί τον Φρέντερικ εξαρχής. Κι έπειτα – στάσου ! Αυτές είναι οι επιστολές που μου έγραψε από το Russel. Όταν τον μετέθεσαν και βρήκε εκεί τον παλιό του εχθρό, τον Κάπταιν Ρήντ να είναι επικεφαλής, είχε την πρόθεση να ανεχτεί υπομονετικά την τυραννία του. Δες ! Αυτή είναι η επιστολή. Διάβασέ τη Μάργκαρετ. Να, κάπου εδώ το λέει - Στάσου!  Ο πατέρας πρέπει να βασίζεται σε μ ένα ότι θα υπομείνω με όλη την δέουσα υπομονή οτιδήποτε μπορεί να αντιμετωπίσω από έναν άλλο αξιωματικό και τζέντλεμαν. Όμως από την προηγούμενη εμπειρία μου με τον τωρινό καπετάνιο, ομολογώ ότι φοβούμαι πως με περιμένει μια μακρά τυραννία πάνω στο Russel. Βλέπεις, υπόσχεται να το αντέξει υπομονετικά και είμαι σίγουρη ότι έτσι έπραξε γιατί είχε την πιο ήπια ιδιοσυγκρασία του κόσμου όταν δεν τον εξόργιζαν. Αυτή είναι η επιστολή στην οποία αναφέρει πόσο θυμωμένος ήταν ο Kάπταιν Ρήντ επειδή οι άντρες δεν εκτελούσαν τους ελιγμούς του πλοίου τόσο γρήγορα όσο το πλήρωμα του Avenger; Βλέπεις, λέει ότι στο Russel είχαν πολλούς καινούριους στο πλήρωμα, ενώ στο Avenger είχε μείνει τρία χρόνια στον σταθμό ελλιμενισμού χωρίς να κάνει τίποτα άλλο από το να κρατάει μακρυά τους δουλέμπορους και να βάζει το πλήρωμα να δουλεύει σαν τρελό ανεβοκατεβαίνοντας τα ξάρτια.»

Η Μάργκαρετ, διάβασε αργά την επιστολή, που ήταν πολύ ξεθωριασμένη πιά και δυσανάγνωστη. Ίσως ο αφηγητής να είχε υπερβάλει – και πιθανόν να είχε όντως υπερβάλλει- όσον αφορά την αυταρχικότητα του Κάπταιν Ρηντ για ασήμαντες αιτίες, μια και η επιστολή είχε γραφεί ενώ το επεισόδιο της φιλονικίας ήταν ακόμα πολύ φρέσκο. Κάποιοι ναύτες ήταν ψηλά στο δεύτερο ψηλότερο ιστίο, όταν ο καπετάνιος έδωσε εντολή να κατέβουν γρήγορα, απειλώντας τον τελευταίο που θα φτάσει με την ποινή της «γάτας με τις εννιά ουρές». Ο ναύτης που είχε ανεβεί ψηλότερα από τους άλλους, καταλαβαίνοντας ότι ήταν αδύνατον να προσπεράσει τους συντρόφους του, πλην όμως θέλοντας απεγνωσμένα να αποφύγει το μαστίγωμα, όρμησε με απελπισία να πιάσει ένα σκοινί αρκετά χαμηλότερα, αστόχησε και έπεσε αναίσθητος στο κατάστρωμα. Πέθανε λίγες ώρες αργότερα και η αγανάκτηση του πληρώματος, είχε φτάσει σε σημείο βρασμού όταν ο νεαρός Χέηλ έγραφε την επιστολή.
«Όμως, την επιστολή αυτή την λάβαμε πολύ καιρό αφού έφθασαν σ’ εμάς τα νέα για την ανταρσία. Ο καημένος μου ο Φρέντ! Μπορώ να πώ ότι ήταν μια λύτρωση γι αυτόν το ότι έγραψε το γράμμα, ακόμα κι αν δεν ήξερε πώς να το στείλει, το παλικάρι μου ! Κι έπειτα διαβάσαμε στις εφημερίδες – πολύ πριν έρθει σ’ εμάς η επιστολή του Φρέντ- ότι μια τρομερή ανταρσία ξέσπασε στο Russel , και πuως οι στασιαστές κατέλαβαν το πλοίο , το οποίο από ‘κει κει πέρα θεωρήθηκε πειρατικό, και πως ο Κάπταιν Ρήντ αφέθηκε με μια βάρκα έρμαιο των κυμάτων, μαζί με κάποιους από το πλήρωμα – αξιωματικούς ή κάτι τέτοιο- των οποίων τα ονόματα δόθηκαν γιατί τους περισυνέλεξε όλους ένα ατμόπλοιο από τις Δυτικές Ινδίες. Ω, Μάργκαρετ ! Τι συντριβή ήταν για μένα και τον πατέρα σου όταν είδαμε πως στον κατάλογο αυτό δεν υπήρχε το όνομα «Φρέντερικ Χέηλ». Σκεφτήκαμε πως ίσως να είχε γίνει κάποιο λάθος, γιατί ο καημένος ο Φρέντερικ ήταν τόσο καλό παιδί, ίσως μόνο λίγο οξύθυμος μερικές φορές, και ελπίζαμε ότι το όνομα Κάρ που υπήρχε στον κατάλογο, πιθανόν να ήταν το Χέηλ γραμμένο λάθος – οι εφημερίδες κάνουν συχνά λάθη. Έτσι, την επόμενη μέρα, την ώρα του ταχυδρομείου, ο πατέρας ξεκίνησε πεζή για το Σάουθαμπτον να πάρει τις εφημερίδες - μα δεν μπορούσα να τον περιμένω σπίτι, ξεκίνησα να τον βρώ και κάθησα να τον περιμένω πέρα από το φράχτη. Επιτέλους, τον είδα να έρχεται: Τα χέρια του κρέμονταν βαριά, το κεφάλι σκυφτό , να περπατά αργά και κοπιαστικά σαν κάθε του βήμα να ήταν τεράστιος μόχθος. Σαν να τον βλέπω τώρα, Μάργκαρετ.» «Μη συνεχίζεις, μητέρα. Καταλαβαίνω.» είπε η Μάργκαρετ σκύβοντας στοργικά στο πλευρό της μητέρας της και φιλώντας της το χέρι .

 «Όχι, δεν μπορείς να καταλάβεις, Μάργκαρετ. Όποιος δεν τον είδε έτσι, τότε, δεν μπορεί να καταλάβει. Με δυσκολία σηκώθηκα για να πάω να τον συναντήσω – όλα γύρω μου έμοιαζαν να καταρρέουν μεμιάς. Κι όταν τον πλησίασα, δεν μίλησε, ούτε φάνηκε να εκπλήσσεται βλέποντάς με εκεί, πάνω από τρία μίλια μακριά από το σπίτι, δίπλα στην οξιά του Όλντχαμ ˙ μόνο πήρε το χέρι μου κι άρχισε να το χαϊδεύει σαν να ήθελε να με καταπραϋνει για να μείνω ήρεμη όταν δεχτώ το μεγάλο πλήγμα. Κι όταν άρχισα να τρέμω τόσο ώστε να μην μπορώ να βγάλω λέξη, με αγκάλιασε, έσκυψε το κεφάλι του στο δικό μου κι άρχισε να τραντάζεται και να κλαίει με ένα παράξενο και πνιγμένο αναφιλητό, μέχρι που από τον μεγάλο μου τρόμο έμεινα εντελώς ακίνητη και το μόνο που έκανα ήτα να τον παρακαλώ να μου πει τι ήταν αυτό που έμαθε. Και τότε, το χέρι του τινάχτηκε σπασμωδικά σαν κάποιος άλλος να το κινούσε παρά την θέλησή του, και μου έδωσε να διαβάσω μια εφημερίδα, μια αισχρή φυλλάδα, που αποκαλούσε τον Φρέντ μας « προδότη του χειρότερου είδους» , «έναν φαύλο και ανάξιο της υπηρεσίας του». Ω, δεν μπορώ να σου περιγράψω τις φοβερές λέξεις που χρησιμοποίησαν! Μόλις το διάβασα, άρπαξα το χαρτί και το έσκισα με τα χέρια μου, το έκανα κομματάκια – ω, Μάργκαρετ – νομίζω πως το ξέσκισα και με τα δόντια μου. Δεν έκλαψα. Δεν μπορούσα. Τα μάγουλά μου ήταν φλογισμένα και τα μάτια μου τα ένοιωθα να καίνε μέσα στο κεφάλι μου. Ο πατέρας σου με κυττούσε σοβαρός. Του είπα πως τα θεωρούσα όλα ψέματα και έτσι ήταν. Μήνες αργότερα, έφτασε αυτό το γράμμα και είδες το κίνητρο του Φρέντερικ. Δεν στασίασε για τον εαυτό του ή για τη δική του ταλαιπωρία . Όμως έλεγε στον Κάπταιν Ρήντ αυτό που πίστευε, και τα πράγματα πήγαν από το κακό στο χειρότερο- και βλέπεις, οι περισσότεροι ναύτες πήραν το μέρος του Φρέντερικ. Μάργκαρετ, νομίζω πως..» συνέχισε τρέμοντας με φωνή αδύναμη και εξασθενημένη « ..χαίρομαι γι αυτό. Είμαι περισσότερο υπερήφανη που ο Φρέντερικ αντιστάθηκε στην αδικία παρά αν ήταν απλά ένας καλός αξιωματικός.»
«Εγώ το ξέρω πως είμαι περήφανη,» είπε η Μάργκαρετ αποφασιστικά. «Καλή η πίστη και η υπακοή στην φρόνηση και στο δίκαιο αλλά ακόμα καλύτερο να αψηφά κανείς την αυθαιρεσία μιας βάναυσης και άδικης εξουσίας, όχι για προσωπικό του όφελος αλλά για χάρη άλλων που είναι περισσότερο αδύναμοι.»
 «Έπειτα απ’όλα αυτά θα ήθελα να μπορούσα να δώ τον Φρέντερικ, μια ακόμα φορά. Μια μόνο φορά. Ήταν το πρώτο μου μωρό, Μάργκαρετ.» Η κα Χέηλ μιλούσε με λαχτάρα και σχεδόν σαν να απολογούνταν γι αυτό, σαν αυτή της η επιθυμία να ήταν απαξιωτική για το άλλο της παιδί. Όμως μια τέτοια ιδέα δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό της Μάργκαρετ. Σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να εκπληρώσει την επιθυμία της μητέρας της.
«Έχουν περάσει έξι ή επτά χρόνια. Θα ισχύει ακόμα η δίωξη εναντίον του, μητέρα; Αν ερχόταν και αντιμετώπιζε το δικαστήριο, ποιά θα ήταν η ποινή του ; Σίγουρα θα μπορούσε να προσκομίσει αποδείξεις για το δίκιο του.»
 «Θα ήταν ανώφελο.» απάντησε η κα Χέηλ. «Κάποιοι από τους συντρόφους του Φρέντερικ συνελήφθησαν και πέρασαν από ναυτοδικείο πάνω στο Amicia . Πίστεψα όσα είπαν στην υπεράσπισή τους, οι δύστυχοι, γιατί συμφωνούσαν με τα όσα έγραψε ο Φρέντ – ήταν όμως μάταιο.» - και για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της συζήτησης, η κα Χέηλ άρχισε να κλαίει. Όμως, κάτι έκανε την Μάργκαρετ να πιέσει την μητέρα της για να μάθει την πληροφορία την οποία μάντευε αλλά και φοβόταν. «Τι τους έκαναν, μητέρα;» ρώτησε. «Τους κρέμασαν από τις αντένες» είπε η κα Χέηλ. « Και το χειρότερο είναι πως οι δικαστές, καταδικάζοντάς τους σε θάνατο, είπαν ότι είχαν προκαλέσει μόνοι τους το θάνατό τους, γιατί αφέθηκαν να παρασυρθούν από τα καθήκοντά τους, υπακούοντας στους ανώτερούς τους.» Σώπασαν για αρκετή ώρα. «Κι ο Φρέντερικ ήταν στην Νότια Αμερική για αρκετά χρόνια, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Και τώρα βρίσκεται στην Ισπανία. Στο Καντίθ ή κάπου εκεί κοντά. Αν έρθει στην Αγγλία, θα τον κρεμάσουν. Δεν θα τον δω ποτέ ξανά, γιατί αν έρθει στην Αγγλία, θα τον κρεμάσουν.» Δεν υπήρχε παρηγοριά. Η κα Χέηλ στράφηκε προς τον τοίχο και έμεινε τελείως ακίνητη μέσα στην απελπισία της ως μητέρα. Τίποτα δεν θα μπορούσε να πει κανείς για να την παρηγορήσει. Αποτράβηξε το χέρι της από της Μάργκαρετ με μια κάπως απότομη κίνηση σαν να ήθελε να μείνει μόνη της με την ανάμνηση του γιου της . Όταν μπήκε στο δωμάτιο ο κος Χέηλ, η Μάργκαρετ βγήκε έξω με την ψυχή βαριά, χωρίς να βλέπει πουθενά στον ορίζοντα την παραμικρή υπόσχεση ηλιαχτίδας.

3 σχόλια:

  1. Συγχαρητήρια!Περιμένω με αγωνία τα επόμενα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έχει ήδη ανέβει το 15ο κεφάλαιο, σε δύο μέρη λόγω μεγέθους, και εντός του Ιανουαρίου ανάμένεται και το 16ο ! Καλή ανάγνωση ! :-)

      Διαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή