Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Κεφάλαιο 15- "Αφεντικά και εργάτες" Μέρος Β'





Ο κος Θόρντον εμφανίστηκε το ίδιο βράδυ στο σπιτικό των Χέηλ. Πέρασε στο σαλόνι όπου ο κος Χέηλ  διάβαζε δυνατά στην γυναίκα και την κόρη του.
« Έχω έρθει εν μέρει να σας φέρω ένα σημείωμα από τη μητέρα μου και εν μέρει για να ζητήσω συγνώμη για το ότι δεν υπήρξα συνεπής χθες. Το σημείωμα περιέχει τη σύσταση που ζητήσατε: Δόκτωρ Ντόναλντσον.»
« Σας ευχαριστώ!» είπε βιαστικά η Μάργκαρετ, τείνοντας το χέρι της για να πάρει το σημείωμα, μη θέλοντας να ακούσει η μητέρα της ότι αναζητούσαν γιατρό. Χάρηκε που ο κος Θόρντον φάνηκε να καταλαβαίνει αμέσως τη σκέψη της : Της έδωσε το σημείωμα χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις.
Ο κος Χέηλ άρχισε να μιλάει για την απεργία.  Το πρόσωπο του κου Θόρντον  αμέσως πήρε μια έκφραση τόσο όμοια με  την χειρότερη όψη της κας Θόρντον, που ήταν αποκρουστικό για την Μάργκαρετ.

«Ναι. Αυτοί οι ηλίθιοι θα απεργήσουν. Ας το κάνουν. Εμάς μας συμφέρει. Όμως τους δώσαμε μια ευκαιρία. Νομίζουν ότι το εμπόριο ανθεί όπως την περσινή χρονιά. Είδαμε την θύελλα να έρχεται και κανονίσαμε ανάλογα την πορεία μας. Όμως πιστεύουν ότι φερόμαστε παράλογα επειδή δεν  εξηγούμε τους λόγους. Πρέπει να  τους δίνουμε αναφορά για το πώς ξοδεύουμε ή αποταμιεύουμε τα χρήματά μας. Ο Χέντερσον στο Άσλευ, προσπάθησε να ξεγλιστρήσει από τους εργάτες του αλλά απέτυχε. Μάλλον επιζητούσε την απεργία. Θα τον εξυπηρετούσε σε αυτό που είχε κατά νου.
Έτσι,  όταν οι εργάτες του ήρθαν να ζητήσουν το πέντε τοις εκατό που διεκδικούσαν, εκείνος τους είπε πως θα το σκεφτεί και θα τους δώσει την απάντησή του τη μέρα της πληρωμής – γνωρίζοντας βέβαια από πριν ποια θα ήταν η απάντησή του, όμως θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τους ξεσηκώσει τα μυαλά. Όμως φάνηκαν πιο έξυπνοι από αυτόν και πληροφορήθηκαν για τις άσχημες προοπτικές της αγοράς. Έτσι, όταν ήρθε η Παρασκευή, απέσυραν τις αξιώσεις τους, και τώρα είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει να δουλεύει. Δεν πρόκειται να παραχωρήσουμε ούτε μια πέννα. Τους λέμε  ότι ίσως αναγκαστούμε να μειώσουμε τους μισθούς  ˙ όμως σίγουρα δεν έχουμε την πολυτέλεια να τους αυξήσουμε. Έτσι λοιπόν, παραμένουμε στις θέσεις μας περιμένοντας την επόμενη επίθεσή τους.»

«Και ποια θα είναι αυτή;» ρώτησε ο κος Χέηλ.

«Μια συγχρονισμένη απεργία, όπως εικάζω. Φαντάζομαι, σε λίγες ημέρες,  θα μπορέσετε να δείτε το Μίλτον χωρίς καπνούς, Μις Χέηλ.»

«Μα για ποιο λόγο» ρώτησε εκείνη « δεν μπορείτε να τους εξηγήσετε τους λόγους για τους οποίους περιμένετε μείωση στο εμπόριο; Δεν είμαι σίγουρη αν χρησιμοποιώ τις κατάλληλες λέξεις, αλλά καταλαβαίνετε τι εννοώ.»
«Δίνετε εσείς στο υπηρετικό προσωπικό εξηγήσεις για τις δαπάνες σας ή για τον τρόπο που εξοικονομείτε χρήματα ; Εμείς, οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου, έχουμε  το δικαίωμα να επιλέξουμε πώς θα το διαχειριστούμε.»

« Το δικαίωμα που σας δίνει ο ανθρώπινος νόμος,» είπε η Μάργκαρετ χαμηλόφωνα.

«Συγνώμη, δεν σας άκουσα τι είπατε.»

« Δεν θα ήθελα να το επαναλάβω.» είπε εκείνη « έχει σχέση με κάτι που εσείς δεν μπορείτε να το αισθανθείτε.»

« Δεν θα μου δώσετε μια ευκαιρία;» την παρακάλεσε, εστιάζοντας ξαφνικά την προσοχή του στο να μάθει τι είχε πεί. Εκείνη δυσαρεστήθηκε  με την επιμονή του, αλλά προτίμησε να μην δώσει υπερβολική σπουδαιότητα στα λόγια της.
«Είπα ότι έχετε το ανθρώπινο δικαίωμα. Εννοώ ότι αν εξαιρέσει κανείς τους θρησκευτικούς λόγους, δεν υπάρχουν άλλες αιτίες για να μην διαχειριστείτε όπως νομίζετε αυτά που σας ανήκουν.»
«Γνωρίζω ότι οι θρησκευτικές μας πεποιθήσεις διαφέρουν. Δεν θα μου αναγνωρίσετε όμως ότι έχω κι εγώ κάποιες, μολονότι διαφορετικές ίσως  από τις δικές σας ;»

Είχε χαμηλώσει τη φωνή του, σαν να απευθυνόταν μόνο σ’ εκείνη. Δεν της άρεσε αυτή η αποκλειστικότητα κι έτσι του απάντησε σε κανονικό τόνο φωνής:

«Δεν νομίζω  ότι χρειάζεται να γνωρίζω τις ιδιαίτερες θρησκευτικές σας αντιλήψεις επί του θέματος.  Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν υπάρχει κανένας ανθρώπινος νόμος ο οποίος να απαγορεύει τους εργοδότες από το να  κάνουν ότι θέλουν – ακόμα και να χαλάσουν όλη την περιουσία τους  αν το επιθυμούν. Όμως υπάρχουν αποσπάσματα στην Βίβλο από τα οποία μπορεί κανείς να συμπεραίνει ότι με αυτόν τον τρόπο παραμελούν το καθήκον τους ως κύριοι και οικονόμοι. Ωστόσο, γνωρίζω τόσα λίγα σε σχέση με  απεργίες, μισθοδοσίες, εργασία και κεφάλαιο, που θα ήταν καλύτερα να μην απευθύνομαι σε κάποιον γνώστη της πολιτικής οικονομίας όπως εσείς.»

«Όχι, κάθε άλλο,» είπε εκείνος με θέρμη. «Θα ήμουν ιδιαίτερα ευτυχής να σας εξηγήσω όλα εκείνα που ίσως φαίνονται αφύσικα ή μυστηριώδη σε κάποιον που δεν είναι από τα μέρη μας. Ειδικά σε καιρούς όπως αυτόν, που οι πράξεις μας  σίγουρα θα παρεξηγηθούν από  κάθε κακοπροαίρετο που  είναι σε θέση να συντάξει ένα κείμενο.»
«Σας ευχαριστώ,» απάντησε εκείνη ψυχρά. « Βεβαίως, θα απευθυνθώ στον πατέρα μου σε πρώτη ευκαιρία, για να μου παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία αν τυχόν μου δημιουργηθούν απορίες  από την ζωή εδώ σε μια κοινωνία η οποία μου είναι άγνωστη.»
«Τη θεωρείτε άγνωστη. Γιατί;»
« Δεν ξέρω – ίσως επειδή βλέπω ξεκάθαρα σε αυτήν δύο τάξεις που εξαρτώνται η μία από την άλλη με κάθε δυνατό τρόπο, κι όμως η κάθε μια θεωρεί τα ότι τα συμφέροντα της άλλης αντιμάχονται τα δικά της. Δεν έχω ξαναβρεθεί σε ένα μέρος όπου υπάρχουν δύο ομάδες ανθρώπων που  διαρκώς διασύρουν η μια την άλλη.»
«Ποιόν ακούσατε να διασύρει τους εργοδότες ;  Δεν ρωτάω για ποιους ακούσατε ότι κακομεταχειρίζονται τους εργάτες, γιατί βλέπω ότι επιμένετε να παρανοείτε αυτά που είπα τις προάλλες. Ποιόν όμως ακούσατε να διασύρει τους εργοδότες ;»
Η Μάργκαρετ κοκκίνησε ˙ έπειτα όμως χαμογέλασε λέγοντας:
« Δεν μου αρέσει να δέχομαι κηρύγματα. Αρνούμαι να απαντήσω στην ερώτησή σας. Επιπλέον, δεν έχει σχέση με το θέμα. Μπορείτε να βασιστείτε στο λόγο μου, ότι άκουσα  κάποιους ή μάλλον κάποιον από τους εργάτες να λέει ότι είναι προς το συμφέρον των εργοδοτών να αποτρέπουν τους εργάτες από το να αποκτούν χρήματα. Γιατί θα γίνονταν υπερβολικά ανεξάρτητοι αν είχαν κάποια χρήματα στην άκρη, σ’έναν τραπεζικό λογαριασμό.»

«Τολμώ να πω ότι ήταν  εκείνος  ο άνθρωπος, ο Χίγκινς που σου τα είπε όλα αυτά» είπε  η κα Χέηλ. Ο κος Θόρντον δεν φάνηκε να άκουσε αυτό που η Μάργκαρετ  ήθελε να κρατήσει κρυφό. Εντούτοις το είχε αντιληφθεί.

«Επιπλέον, άκουσα ότι είναι πλεονέκτημα για τους εργοδότες να έχουν αγράμματους  εργάτες – όχι απλά «στραβάδια » όπως συνήθιζε να λέει ο λοχαγός Λέννοξ τους άνδρες στο στράτευμα που συνέχεια έκαναν ερωτήσεις και ήθελαν να μάθουν την αιτία για κάθε διαταγή.» Τα τελευταία της λόγια απευθύνονταν στον πατέρα της περισσότερο παρά στον κο Θόρντον.  Ποιος είναι ο λοχαγός Λέννοξ ; αναρωτήθηκε σιωπηλά ο κος Θόρντον νοιώθοντας μια περίεργη δυσαρέσκεια που τον απέτρεψε προς στιγμήν να της απαντήσει.
Ο πατέρας της  ανέλαβε να συνεχίσει την συζήτηση.
«Μάργκαρετ, δεν σου άρεσαν ποτέ τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, διαφορετικά θα είχες ήδη καταλάβει πόσα πράγματα  έχουν γίνει εδώ στο Μίλτον προς όφελος της εκπαίδευσης.»
«Όχι!» αποκρίθηκε με ξαφνική πραότητα. « Ξέρω πως δεν με ενδιαφέρουν τα  εκπαιδευτικά ιδρύματα. Όμως η γνώση και η άγνοια στις οποίες αναφέρθηκα δεν έχουν σχέση με την ανάγνωση και τη γραφή- την διδασκαλία και την πληροφορία που μπορεί να παρέχει κάποιος σε ένα παιδί. Σας διαβεβαιώνω ότι αυτό που εννοούσα ήταν  η στέρηση  της φρόνησης η οποία μπορεί να καθοδηγήσει άνδρες και γυναίκες. Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι. Όμως αυτός που μου έδωσε τις πληροφορίες, εννοούσε ότι οι εργοδότες θέλουν οι εργάτες τους να είναι απλά μεγαλόσωμα και γεροδεμένα παιδιά – που να ζουν στο παρόν- πειθαρχώντας τυφλά και αλόγιστα.»

«Εν ολίγοις, Μις Χέηλ, είναι φανερό ότι ο πληροφοριοδότης σας, βρήκε ευήκοα ώτα για όλες τις συκοφαντίες που επέλεξε να ξεστομίσει ενάντια στους εργοδότες,» είπε ο κος Θόρντον προσβεβλημένος.
Η Μάργκαρετ δεν απάντησε. Είχε δυσαρεστηθεί από το προσωπικό τόνο που επέλεξε να δώσει ο κος Θόρντον στη συζήτηση.
Εν συνεχεία  μίλησε ο κος Χέηλ:
« Οφείλω να πω ότι αν και δεν έχω γνωρίσει προσωπικά κάποιους εργάτες, όπως  η Μάργκαρετ, έχω μείνει κατάπληκτος από τον ανταγωνισμό μεταξύ εργοδοτών και εργατών, απ ότι τουλάχιστον δείχνουν τα πράγματα. Έχω αποκομίσει αυτήν την εντύπωση ακόμα και από όσα εσείς έχετε πεί κατά καιρούς .»

Ο κος Θόρντον έκανε μια παύση προτού μιλήσει. Η Μάργκαρετ  είχε μόλις φύγει από το δωμάτιο και ήταν οργισμένος από την ένταση μεταξύ τους. Εντούτοις, αυτή η ενόχληση,  καθιστώντας τον  ψυχραιμότερο και περισσότερο προσεκτικό, έδωσε μεγαλύτερη αξιοπρέπεια στα όσα είπε:
« Σύμφωνα με τη θεωρία μου, τα ενδιαφέροντά μου  ταυτίζονται με εκείνα των εργατών μου και vice versa. Γνωρίζω, ότι στην  Μις Χέηλ  δεν αρέσει να αποκαλούνται οι εργάτες «χέρια», γι αυτό λοιπόν δεν θα χρησιμοποιήσω αυτήν την λέξη , αν και μου έρχεται αυθόρμητα στο στόμα καθώς  ως τεχνικός όρος , η προέλευσή του, όποια κι αν είναι αυτή, είναι πολύ παλιά. Στο μέλλον, σε κάποια επόμενη χιλιετία, σε μια Ουτοπία,  αυτή η ενότητα ίσως γίνει πραγματικότητα – έτσι ακριβώς όπως μπορώ να φανταστώ τη δημοκρατία ως την τέλεια μορφή διακυβέρνησης.»
«Θα διαβάσουμε την Πολιτεία του Πλάτωνα, ευθύς μόλις τελειώσουμε τον Όμηρο.»

«Στην εποχή για την οποία μιλάει ο Πλάτων  ίσως συνάγεται ότι όλοι μας- άνδρες, γυναίκες, παιδιά- είμαστε κατάλληλοι για την δημοκρατία όμως για την παρούσα ηθική και πνευματική κατάσταση η συνταγματική νομαρχία θεωρώ ότι είναι το πρέπον πολίτευμα. Στην παιδική μας ηλικία,
χρειαζόμαστε έναν σοφό δεσποτισμό να μας κατευθύνει. Όντως, ακόμα και μετά την παιδική ηλικία, τα παιδιά και τα νεαρά άτομα είναι ευτυχή υπό την καθοδήγηση  των επιτυχημένων κανόνων μιας διακριτικής, στιβαρής εξουσίας. Συμφωνώ με την Μις Χέηλ σχετικά με το ότι θεωρώ τους εργάτες μας στην ηθική κατάσταση των παιδιών, όμως αρνούμαι ότι εμείς, οι εργοδότες τους φέραμε ή τους συντηρούμε σε αυτήν την κατάσταση. 

Επιμένω ότι ο δεσποτισμός είναι το καλύτερο είδος διακυβέρνησης γι αυτούς ˙ έτσι, τις ώρες που έρχομαι σε επαφή μαζί τους, πρέπει αναγκαστικά να είμαι απολυταρχικός. Θα χρησιμοποιήσω όλη μου την καλή προαίρεση – όχι για λόγους απάτης ή φιλανθρωπίας, κάτι το οποίο είναι πλεονάζον εδώ στο Βορρά- για να φτιάξω σωστούς κανόνες και να φτάσω σε σωστές αποφάσεις όσον αφορά την διοίκηση της επιχείρησής μου – κανόνες και αποφάσεις προς το δικό μου συμφέρον εν πρώτοις, και  ύστερα προς το δικό τους συμφέρον. Όμως δεν θα με εξαναγκάσουν να δικαιολογήσω τις αποφάσεις μου ούτε θα οπισθοχωρήσω από τη δεδηλωμένη απόφασή μου. Άς   έρθουν λοιπόν ! Θα δεινοπαθήσω κι εγώ όπως κι αυτοί.  Στο τέλος όμως θα δούν ότι δεν οπισθοχώρησα ούτε άλλαξα γνώμη στο ελάχιστο.»
Η Μάργκαρετ είχε  επιστρέψει στο δωμάτιο και είχε προσηλωθεί στο εργόχειρό της χωρίς να μιλά. Ο κος Χέηλ απάντησε:

«Τολμώ να πω ότι μιλώ με πλήρη άγνοια του θέματος ˙ όμως από τα λίγα που γνωρίζω θα έλεγα ότι  η μάζα των εργατών  ήδη βρισκόταν σε ταχεία μετάβαση στο οχληρό στάδιο που μεσολαβεί ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στην ενηλικίωση και που  είναι το ίδιο τόσο στις κοινωνικές ομάδες όσο και στα  άτομα. Το λάθος που κάνουν στις μέρες μας πολλοί γονείς στο χειρισμό των παιδιών σε ατομικό επίπεδο είναι ότι  επιμένουν στην ίδια παράλογη πειθαρχία όπως όταν τα πρόσταζαν  ‘Να έρχεσαι όταν σε φωνάζω’  ή ‘Κάνε αυτό που σου λέω!’  Ένας σοφός γονέας όμως, ενθαρρύνει την επιθυμία για  ανεξάρτητη δράση έτσι ώστε όταν πάψει η απόλυτος καθοδήγησή του, να γίνει σύμβουλος και φίλος. Αν είναι εσφαλμένος ο συλλογισμός μου, θυμηθείτε ότι εσείς υιοθετήσατε αυτό το κατ’αναλογία παράδειγμα.»
«Πολύ πρόσφατα,» είπε η Μάργκαρετ, «άκουσα μια ιστορία που συνέβη στη Νυρεμβέργη μόλις πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια. Κάποιος πλούσιος έμενε μόνος του σε κάποιες από τις τεράστιες επαύλεις οι οποίες χρησίμευαν παλαιότερα για  κατοικίες και αποθήκες μαζί. Λέγανε πως είχε ένα παιδί αλλά κανείς δεν το γνώριζε αυτό με σιγουριά. Για σαράντα χρόνια, αυτή η φήμη φούντωνε και καταλάγιαζε  χωρίς ποτέ να παύσει ολότελα. Μετά το θάνατό του, αποδείχτηκε πως ήταν αλήθεια. Είχε ένα γυιό – έναν μεσήλικα πλέον, με την απαίδευτη νοημοσύνη ενός παιδιού, τον οποίο είχε κρατήσει σε αυτήν την παράξενη κατάσταση για να τον προφυλάξει από τους πειρασμούς και τα λάθη. Όμως, όπως είναι φυσικό, όταν αυτό το ηλικιωμένο παιδί βγήκε στον κόσμο, έγινε έρμαιο οποιουδήποτε κακοπροαίρετου συμβούλου. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το καλό απ’το κακό. Ο πατέρας του είχε κάνει το ολέθριο σφάλμα να τον μεγαλώσει μέσα στην άγνοια εκλαμβάνοντάς την ως αθωότητα και, έπειτα από δεκατέσσερις μήνες ταραχώδους βίου, οι αρχές της πόλης αναγκάστηκαν να αναλάβουν την φροντίδα του για να τον σώσουν από την λιμοκτονία. Ο χειρισμός του λόγου του ήταν τόσο ανεπαρκής που δεν μπορούσε ούτε να ζητιανέψει με επιτυχία.»

«Χρησιμοποίησα την σύγκριση της θέσης ενός εργοδότη με αυτήν του γονέα, όπως πρότεινε η Μις Χέηλ, επομένως δεν θα παραπονεθώ που στρέψατε αυτήν την παρομοίωση ως όπλο εναντίον μου.
Όμως κύριε Χέηλ, όταν θέσατε ως παράδειγμα για εμάς έναν σοφό γονέα, είπατε ότι υποστηρίζει τα παιδιά του στην επιθυμία τους για ανεξάρτητη δράση. Σας δηλώνω ότι δεν έχει έρθει ακόμα  η ώρα για να έχουν οι εργάτες οποιαδήποτε ανεξάρτητη δράση κατά τη διάρκεια της εργασίας τους  ˙ δεν καταλαβαίνω τι θα θέλατε να πείτε με αυτό. Λέω επίσης, ότι οι εργοδότες θα σφετερίζονταν την ανεξαρτησία των εργατών τους με τέτοιο τρόπο, που εγώ τουλάχιστον, θα  ένοιωθα  ότι θα ήταν άδικο να πράξουμε, αν παρεμβαίναμε υπερβολικά στην ζωή τους εκτός του εργασιακού ωραρίου. Δεν βλέπω το λόγο γιατί θα πρέπει να τους χαλιναγωγήσουμε μόνο και μόνο επειδή δουλεύουν δέκα ώρες την ημέρα για εμάς.  Εκτιμώ τόσο πολύ την ανεξαρτησία μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερο ξεπεσμό από το να με κατευθύνει συνεχώς κάποιος άλλος, να με συμβουλεύει και να μου κάνει κήρυγμα ή έστω και να  επιτηρεί από κοντά με οποιοδήποτε τρόπο τις πράξεις μου. Μπορεί να είναι ο πλέον σοφός ή ο πλέον ισχυρός – το ίδιο θα επαναστατούσα και θα δυσανασχετούσα για  τις παρεμβάσεις του. Φαντάζομαι ότι αυτό το συναίσθημα είναι ισχυρότερο στο Βορρά της Αγγλίας παρά στο Νότο.»


«Με συγχωρείτε, αλλά μήπως αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει η ισότητα που δίνει η φιλία ανάμεσα στον συμβουλάτορα και στις συμβουλευόμενες τάξεις ; Μήπως επειδή κάθε άνθρωπος πασχίζει  να υπερασπίσει τη θέση του απομονωμένος και  με τρόπο μη χριστιανικό, σε διάσταση με τον αδελφό του και φθονώντας τον, συνεχώς φοβούμενος ότι θα καταπατηθούν τα δικαιώματά του ;»
«Εγώ απλά εξέθεσα αυτό που συμβαίνει. Λυπάμαι, αλλά έχω ένα ραντεβού στις οκτώ και θα πρέπει για απόψε να λάβω  τα δεδομένα ως έχουν χωρίς να προσπαθήσω να δώσω λογαριασμό γι αυτά – πράγμα που οπωσδήποτε δεν θα έκανε καμμιά διαφορά ως προς τον καθορισμό του πώς μπορεί κανείς να δράσει, έτσι όπως είναι η κατάσταση- τα δεδομένα πρέπει να γίνουν αποδεκτά ως έχουν.

«Όμως» είπε η Μάργκαρετ χαμηλόφωνα «εμένα μου φαίνεται ότι έχει διαφορά και μεγάλη μάλιστα»- ο πατέρας της της έκανε νεύμα να σωπάσει και να αφήσει τον κο Θόρντον να ολοκληρώσει αυτό που ήθελε να πει. Είχε ήδη σηκωθεί και ετοιμαζόταν να φύγει.

«Επιτρέψτε μου να πω αυτό μόνο. Δεδομένου του ισχυρού αισθήματος ανεξαρτησίας σε κάθε άνδρα του Ντάρκσάιρ,μήπως  έχω κανένα δικαίωμα να επιβάλλω με το ζόρι τις δικές μου και μόνο απόψεις ως προς το τι θα πράξει (κάτι το οποίο κι εγώ ο ίδιος απεχθάνομαι σφοδρά) απλά και μόνο επειδή εκείνος έχει εργασία που θέλει να πουλήσει και εγώ το κεφάλαιο για να την αγοράσω;»

«Ούτε στο ελάχιστο,» είπε η Μάργκαρετ, αποφασισμένη να πει τουλάχιστον αυτό «όχι εξαιτίας των ρόλων σας ως εργασίας και κεφαλαίου, όποιοι κι αν είναι αυτοί, αλλά επειδή είστε ένας άνθρωπος που συναλλάσσεται με μια ομάδα ανθρώπων πάνω στους οποίους έχετε τεράστια επιρροή, είτε απορρίπτετε τη χρήση της, είτε όχι, απλά γιατί  οι ζωές και των δυό σας  όπως και η ευημερία σας είναι σταθερά και  στενά συνυφασμένες μεταξύ τους.  Ο Θεός μας δημιούργησε έτσι ώστε να αλληλεξαρτόμεθα  αμοιβαία. Ίσως αγνοούμε την δική μας εξάρτηση ή αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε  ότι οι άλλοι εξαρτώνται από εμάς για πολύ περισσότερα πράγματα απ΄ ότι ο μισθός τους της εβδομάδας, όμως παρόλ’αυτά έτσι έχουν τα πράγματα. Ούτε εσείς ούτε οι άλλοι εργοδότες μπορείτε από μόνοι σας να βοηθήσετε τον εαυτό σας.  Ακόμα και αυτός που κομπάζει υπερήφανα για την ανεξαρτησία του εξαρτάται από τους άλλους γύρω του εξαιτίας της ασυνείδητης επιρροής τους στο χαρακτήρα του – στη ζωή του. Και το πλέον απομονωμένο απ’όλα τα Εγώ σας εδώ στο Ντάρκσάιρ βρίσκεται περιτριγυρισμένο από ανθρώπους που εξαρτώνται από αυτόν και προσκολλώνται πάνω του απ’όλες τις πλευρές – δεν μπορεί να τους αποτινάξει από πάνω του όπως και ο μεγάλος βράχος στον οποίο μοιάζει δεν μπορεί να αποτινάξει –

«Σε παρακαλώ,  όχι άλλες παρομοιώσεις, Μάργκαρετ – αρκετά μας οδήγησες εκτός θέματος ήδη» είπε ο πατέρας της χαμογελώντας με αμηχανία στη σκέψη ότι καθυστερούσαν τον κο Θόρντον παρά τη θέλησή του – κάτι που ήταν λάθος μια και  σ’ εκείνον άρεσε, εφόσον μιλούσε η Μάργκαρετ, αν και αυτά που έλεγε μονάχα τον εκνεύριζαν.

«Πείτε μου, Μις Χέηλ, βρεθήκατε ποτέ υπό την επιρροή – όχι, μάλλον δεν το εκφράζω σωστά- όμως  αν αντιληφθήκατε ποτέ ότι επηρεάζεστε από άλλους και όχι από καταστάσεις, αυτή η επιρροή ήταν άμεση ή έμμεση; Κατέβαλαν κόπο να προτρέψουν, να δώσουν εντολή, να δράσουν  άμεσα χάριν παραδείγματος  ή μήπως υπήρξαν απλοί άνθρωποι στην αλήθεια τους, που έκαναν το καθήκον τους χωρίς ενδοιασμούς,  χωρίς να υπολογίζουν με ποιόν τρόπο  οι πράξεις τους θα κάνουν τον μεν
εργατικό  τον δε οικονόμο ; Μα την αλήθεια, αν ήμουν εργάτης θα με εντυπωσίαζε είκοσι φορές περισσότερο αν ο εργοδότης μου ήταν τίμιος, τυπικός, ταχύς και αποφασιστικός σε όλες του τις πράξεις (και οι εργάτες συνήθως σ'αυτά τα πράγματα κουτσομπολεύουν αποτελεσματικότερα και από τους υπηρέτες ακόμα) παρά  οποιαδήποτε παρέμβαση, όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι,  σε σχέση με το τί κάνω εκτός εργασιακού ωραρίου. Συνήθως δεν συλλογίζομαι τόσο εμβριθώς το ποιος είμαι, όμως πιστεύω ότι βασίζομαι στην ειλικρινή τιμιότητα των εργατών μου και στην  ανοιχτή εναντίωσή τους, σε αντιδιαστολή  με τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστούν κάποια άλλα εργοστάσια το αποτέλεσμα, απλά επειδή  οι εργάτες μου γνωρίζουν ότι εγώ θα περιφρονήσω το με ανέντιμο τρόπο κερδισμένο πλεονέκτημα ή τις δόλιες πράξεις. Έχει μεγαλύτερο αποτέλεσμα από  μια ολόκληρη σειρά διαλέξεων πάνω στο « Η Τιμιότης είναι η καλύτερη οδός» - ζωή ξεθυμασμένη μέσα στις λέξεις. Όχι, όχι. Ό,τι είναι ο εργοδότης, τέτοιοι θα είναι και οι εργάτες χωρίς ιδιαίτερη σκέψη εκ μέρους του.»


«Αυτό είναι μια σπουδαία παραδοχή» είπε γελώντας η Μάργκαρετ. « Όταν βλέπω εργάτες βίαιους και αμετακίνητους ως προς τη διεκδίκηση των  αιτημάτων  τους, μπορώ με ασφάλεια να συμπεράνω ότι ο εργοδότης είναι το ίδιο ˙  ότι εν μέρη αγνοεί αυτό τους το φρόνημα που υπέφερε επί μακρόν,  είναι ευγενικό και δεν αναζήτησε τα δίκαιά του.»
«Είστε κι εσείς σαν όλους τους ξένους που δεν καταλαβαίνουν πώς λειτουργεί το σύστημά μας, Μις Χέηλ.» είπε βιαστικά.
«Υποθέτετε πως οι εργάτες μας είναι μαριονέτες φτιαγμένες από πηλό, έτοιμοι να τους πλάσουμε όπως θέλουμε.  Ξεχνάτε ότι η  δική μας συναλλαγή μαζί τους διαρκεί λιγότερο από το ένα τρίτο της ζωής τους. Φαίνεται ότι δεν αντιλαμβάνεστε πως  τα καθήκοντα ενός εργοστασιάρχη είναι  μεγαλύτερα και ευρύτερα από αυτά ενός απλού εργοδότη. Πρέπει να διατηρήσουμε  έναν ευρύ εμπορικό χαρακτήρα, πράγμα το οποίο μας καθιστά σκαπανείς του πολιτισμού.»
«Νομίζω » είπε ο κος Χέηλ χαμογελώντας «ότι ίσως όντως πρωτοπορείτε κάπως στον τόπο σας.  Οι εργάτες σας, εδώ στο Μίλτον, είναι ένα τσούρμο άξεστων παγανιστών.»

«Είναι,» απάντησε ο κος Θόρντον. « Δεν μπορείς να τους εγχειρήσεις με ανθόνερο. Ο Κρόμγουελ* θα γινόταν εξαίρετος εργοστασιάρχης, Μις Χέηλ. Μακάρι να τον είχαμε για να μας καταστείλει την απεργία.»
« Ο Κρόμγουελ δεν αποτελεί προσωπικό μου ήρωα,» απάντησε εκείνη ψυχρά. «Όμως προσπαθώ να συμβιβάσω την αυταρχική σας διοίκηση  με  τον σεβασμό που δείχνετε για την ανεξαρτησία του χαρακτήρα των άλλων.»

Κοκκίνησε με το ύφος της. «Επιλέγω να είμαι ο αναμφισβήτητος και ανεύθυνος αφέντης των εργατών μου για τις ώρες που δουλεύουν για μένα. Όμως όταν αυτές οι ώρες τελειώσουν, παύει και η σχέση μας και σέβομαι το ίδιο την ανεξαρτησία τους όπως και τη δική μου.»
Δεν μίλησε ξανά για ένα λεπτό – ήταν πολύ εξοργισμένος. Όμως αμέσως συνήλθε και καληνύχτισε τον κο και την κα Χέηλ.  Έπειτα, πλησιάζοντας την Μάργκαρετ, της είπε σε πιο χαμηλό τόνο-
«Απόψε, σας μίλησα απότομα κάποια στιγμή και φοβάμαι πως υπήρξα κάπως  αγενής. Βλέπετε, δεν είμαι παρά ένας άξεστος εργοστασιάρχης από το Μίλτον. Θα με συγχωρέσετε;»
«Φυσικά», είπε εκείνη χαμογελώντας καθώς τον κοίταζε καταπρόσωπο - σ'αυτό το  πρόσωπο που φαινόταν ταραγμένο και θλιμμένο και δεν φάνηκε να ησυχάζει  ούτε με την γλυκιά, ηλιοφώτεινη όψη της στην οποία τα παγερά σημάδια από την συνομιλία τους είχαν ολωσδιόλου εξαφανιστεί. Όμως δεν του έτεινε το χέρι της και αισθάνθηκε  ξανά την παράλειψη που την απέδωσε σε υπερηφάνεια.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου