Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Κεφάλαιο 15ο "Αφεντικά και εργάτες" Μέρος Α'



Βορράς κ Νότος
Κεφάλαιο 15ο

« Αφεντικά κι εργάτες»   (Μέρος Α΄)

«Μάργκαρετ»  είπε ο πατέρας της την επόμενη μέρα, « πρέπει να ανταποδώσουμε την επίσκεψη στην κυρία Θόρντον. Η μητέρα σου δεν αισθάνεται πολύ καλά και θεωρεί πως δεν μπορεί να περπατήσει τόσο μακριά, όμως εσύ κι εγώ θα πάμε σήμερα το απόγευμα.»
....................................................................................................................
Είχαν χρόνο να χαλαρώσουν και να μιλήσουν μεταξύ τους  χαμηλόφωνα πριν κάνει την εμφάνισή της η κυρία Θόρντον.  Δεν είχαν μυστικά να πούν, αλλά είναι συνηθισμένο φαινόμενο, δωμάτια σαν κι αυτό να κάνουν τους ανθρώπους να μιλούν χαμηλόφωνα σαν να μη θέλουν να αφυπνίσουν την κοιμισμένους αντίλαλους.
Επιτέλους, η κυρία Θόρντον έκανε την είσοδό της, σε θροϊζον μαύρο μετάξι όπως ήταν το  συνήθειό της, με τις μουσαλίνες και τις δαντέλες της να συναγωνίζονται  χωρίς να υπερκαλύπτουν την άσπιλη λευκότητα των υφασμάτων του δωματίου. Η Μάργκαρετ εξήγησε τους λόγους για τους οποίους η μητέρα της δεν μπορούσε να ανταποδώσει την επίσκεψη στην κα Θόρντον.  Όμως στην έγνοια της να μην αναζωπυρώσει τους φόβους του πατέρα της, έδωσε μια μάλλον αμήχανη εξήγηση, δίνοντας την εντύπωση στην κα Θόρντον ότι η κα Χέηλ είχε μια περαστική αδιαθεσία ή κάποια κατά φαντασίαν γυναικεία αδιαθεσία, η οποία θα μπορούσε – αν υπήρχε ισχυρό κίνητρο- να τεθεί κατά μέρος  ή πως απλά η επίσκεψη θα μπορούσε να αναβληθεί αν η αδιαθεσία ήταν πράγματι τόσο σοβαρή.  Ενθυμούμενη επίσης τα άλογα που χρειάστηκε να ενοικιάσει για την άμαξά της ή τον τρόπο με τον οποίο ο κος Θόρντον έδωσε εντολή στην Φάννυ να τη συνοδεύσει με σκοπό να τιμήσουν  με τον δέοντα τρόπο τους Χέηλ, η κα Θόρντον ένοιωσε  ελαφρώς προσβεβλημένη και όχι μόνο δεν έδειξε καμιά συμπόνια για την Μάργκαρετ αλλά μετά βίας σχολίασε την υγεία της μητέρας της.
«Πώς είναι ο κος Θόρντον;» ρώτησε ο κος Χέηλ. «Φοβήθηκα μήπως είναι ασθενής μετά το βεβιασμένο σημείωμα που που έστειλε χθες.»
« Ο γιός μου σπανίως ασθενεί. Και όταν ασθενεί, δεν μιλά γι αυτό ούτε το χρησιμοποιεί σαν δικαιολογία για να μην κάνει κάτι. Μου είπε ότι δεν είχε χρόνο για να διαβάσει μαζί σας, εχθές, κύριε. Είμαι βέβαιη ότι λυπήθηκε, εκτιμά πολύ τις ώρες που περνά μαζί σας.»
« Σας βεβαιώ ότι είναι και για εμένα εξίσου ευχάριστες,»  είπε ο κος Χέηλ.  « Με αναζωογονεί να βλέπω την απόλαυση  που λαμβάνει και την εκτίμηση που τρέφει για ό,τι το εκλεκτότερον από  την κλασσική λογοτεχνία.»
«Δεν αμφιβάλλω διόλου, ότι η κλασσική λογοτεχνία είναι πολύ ελκυστική για όσους έχουν ελεύθερο χρόνο. Σας εκμυστηρεύομαι όμως ότι ήταν ενάντια στην επιθυμία μου η απόφαση του γιού μου να ανανεώσει τις σπουδές του στους κλασσικούς. Αυτή η περίοδος και ο τόπος στον οποίο ζει, απαιτούν όλη του την ενέργεια και το αμέριστο ενδιαφέρον του. Οι κλασσικοί μπορεί να ταιριάζουν σε άνδρες που περνάνε ευχάριστα το χρόνο τους στις εξοχές ή στα κολέγια ˙ όμως οι άνδρες του Μίλτον οφείλουν να αφιερώνουν την σκέψη και την ενέργειά τους στην καθημερινή τους εργασία. Τουλάχιστον αυτή είναι η προσωπική μου άποψη.» Αυτό το τελευταίο σχόλιό της ειπώθηκε με μια δόση υπερηφάνειας που προσπαθούσε να καλυφθεί πίσω από ψεύτικη μετριοφροσύνη.
«Όμως, σαφέστατα αν ο νούς είναι επικεντρωμένος επί μακρόν σε  ένα μόνο αντικείμενο τότε σκληραίνει και γίνεται δύσκαμπτος  άρα και ανίκανος να λειτουργήσει σε πολλά από τα συμφέροντά του.» είπε η Μάργκαρετ.

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε μιλώντας για σκληρό και δύσκαμπτο νου. Ούτε εκτιμώ αυτούς τους  χαρακτήρες που αρέσκονται να στροβιλίζονται από το ένα αντικείμενο στο άλλο ξεχνώντας την μια ημέρα αυτό που μονοπωλούσε το ενδιαφέρον τους την προηγούμενη. Η ποικιλία των ενδιαφερόντων δεν  ταιριάζει στην ζωή ενός εργοστασιάρχη εδώ στο Μίλτον. Αρκεί, ή θα όφειλε να του ήταν αρκετό, το να έχει έναν και μόνο διακαή πόθο και να εστιάζει όλους τους επιμέρους στόχους της ζωής του στην πραγμάτωση αυτού.»
«Ο οποίος πόθος είναι…..;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
Τα ωχρά της μάγουλα άναψαν και τα μάτια της σπινθήρισαν καθώς απαντούσε :
« Να κατακτήσει και να διατηρήσει μια υψηλή, έντιμη θέση ανάμεσα στους έμπορους της χώρας τους – ανάμεσα στους άνδρες της πόλης του.  Μια τέτοια θέση κατέχει ο γιός μου με την αξία του. Πηγαίνετε  όπου θέλετε – όχι μόνον στην Αγγλία αλλά και στην Ευρώπη-  το όνομα του Τζών Θόρντον από το Μίλτον είναι γνωστό και σεβαστό ανάμεσα σε όλους όσους ασχολούνται με επιχειρήσεις. Φυσικά, είναι άγνωστο στους κύκλους της μόδας» συνέχισε  περιφρονητικά. « Οι οκνηροί  κύριοι και κυρίες της αριστοκρατίας  είναι απίθανο να γνωρίζουν πολλά για έναν εργοστασιάρχη από το Μίλτον εκτός κι αν εισέλθει στο Κοινοβούλιο ή νυμφευθεί την κόρη ενός  λόρδου.»
Τόσο ο κος Χέηλ όσο και η Μάργκαρετ, συνειδητοποίησαν με  αμηχανία αλλά και ευθυμία ότι δεν είχαν ποτέ τους ακούσει αυτό το σπουδαίο όνομα μέχρι που ο κος Μπέλλ τους είχε  γράψει  ότι θα ήταν καλό να έχουν τη φιλία του κου Θόρντον στο Μίλτον.  Ο κόσμος της μητρικής υπερηφάνειας δεν ήταν  ο δικός τους κόσμος της αριστοκρατικής Χάρλευ Στρήτ αφενός ή των επαρχιακών κληρικών και των αρχόντων του Χάμπσάιρ αφετέρου.  Το πρόσωπο της Μάργκαρετ, όσο κι αν πάσχιζε να διατηρήσει την έκφραση της απλής ακροάτριας,  αποκάλυψε στην ευαίσθητη  κα Θόρντον τα πραγματικά της αισθήματα.
«Σκέφτεστε ότι δεν είχατε ακούσει ποτέ για τον υπέροχο γιό μου, Μις Χέηλ. Ότι είμαι μια γριά που το μόνο που ξέρει είναι το Μίλτον και πως σαν την κουκουβάγια του μύθου θεωρεί το παιδί της το πιο όμορφο απ’όλα.»
«Όχι,» απάντησε η Μάργκαρετ με κάποια τόλμη. « Αληθεύει ίσως ότι σκεφτόμουν πως το όνομα του κυρίου Θόρντον μου ήταν άγνωστο πριν έλθω στο Μίλτον, όμως αφότου εγκαταστάθηκα εδώ έχω ακούσει αρκετά για να με κάνουν να τον εκτιμήσω και να τον θαυμάσω, για να αισθανθώ  πόσο αληθινά και δίκαια είναι τα όσα είπατε γι αυτόν.»
«Ποιος σας μίλησε γι αυτόν;»  ρώτησε η κα Θόρντον, λίγο πιο καταπραϋμένη, φθονώντας ωστόσο μην τυχόν  η περιγραφή κάποιου άλλου αδικούσε το παιδί της.
Η Μάργκαρετ δίστασε πριν απαντήσει. Δεν της άρεσε ο αυταρχικός τόνος της ερώτησης. Τότε παρενέβη ο κος Χέηλ για να σώσει, κατά τη γνώμη του, την κατάσταση.
«Ο τρόπος που ο ίδιος ο κος Θόρντον μιλούσε, μας έκανε να καταλάβουμε την ευγένεια του χαρακτήρα του. Έτσι δεν είναι, Μάργκαρετ ;»
Τότε η κα Θόρντον ανασηκώθηκε και είπε :
«Ο γιός μου δεν είναι από τους ανθρώπους που μιλούν για τα επιτεύγματά τους. Μπορώ να σας ρωτήσω ξανά, Μις Χέηλ, βασιζόμενη στις εκτιμήσεις τίνος σχηματίσατε  ευνοϊκή άποψη για τον γιό μου ; Θα γνωρίζετε βέβαια, πως μια μητέρα είναι φυσικό να έχει την περιέργεια και να μην χορταίνει να ακούει επιδοκιμαστικά σχόλια για  τα παιδιά της.»
Η Μάργκαρετ απάντησε: « Περισσότερο ήταν τα όσα ο κος Θόρντον δεν μας είπε αλλά ήδη γνωρίζαμε από τον κο Μπέλλ για τον πρότερο βίο του – περισσότερο κι από αυτά που είπε, τα οποία μας έκαναν να αισθανθούμε τους λόγους που έχετε να είσθε υπερήφανη γι αυτόν.»
«Ο κος Μπέλλ ! Και τι μπορεί να ξέρει αυτός για τον Τζών ;  Αυτός  που ζει οκνά την ράθυμη ζωή του κολεγίου! Εντούτοις σας είμαι υπόχρεη, Μις Χέηλ.  Πολλές νεαρές δεσποσύνες  θα δίσταζαν να δώσουν σε μια γριά γυναίκα την ευχαρίστηση να μάθει ότι το όνομα του γιού της έχει συζητηθεί επί μακρόν.»
«Γιατί ;» ρώτησε η Μάργκαρετ, κυττάζοντας με απορία την κα Θόρντον καταπρόσωπο.
«Γιατί ! Επειδή υποθέτω ότι θα είχαν συνείδηση  πώς η γριά μητέρα θα συνηγορούσε υπέρ τους σε περίπτωση που έτρεφαν ελπίδες για την καρδιά του γιού.»
Χαμογέλασε βλοσυρά γιατί είχε ευχαριστηθεί με την ειλικρίνεια της Μάργκαρετ. Ίσως και να αισθάνθηκε ότι έκανε υπερβολικά πολλές ερωτήσεις σαν να είχε το δικαίωμα να κάνει κήρυγμα. Η Μάργκαρετ, ευθύς γέλασε με αυτήν την προοπτική και μάλιστα γέλασε με τόση ευθυμία που ήχησε άσχημα στα αυτιά της κας Θόρντον, σαν να είχε θεωρήσει τα λόγια που προκάλεσαν αυτή το ξέσπασμα ολότελα γελοία.
Η Μάργκαρετ συγκράτησε την ευθυμία της αμέσως μόλις είδε το ενοχλημένο ύφος της κας Θόρντον.
«Σας ζητώ συγνώμη, κυρία.  Όμως πραγματικά σας είμαι υπόχρεη που με απαλλάσσετε από το να κάνω οποιοδήποτε σχέδιο όσον αφορά την καρδιά του κου Θόρντον.»
«Πολλές νεαρές  έχουν ήδη κάνει .»  απάντησε η κα Θόρντον .
«Ελπίζω ότι η Μις Θόρντον είναι καλά,» παρενέβη ο κος Χέηλ, επιθυμώντας σφόδρα να αλλάξει τη ροή της συζήτησης.
«Όπως πάντα. Δεν είναι ιδιαίτερα σθεναρή,» απάντησε η κα Θόρντον κοφτά.
«Και ο κος Θόρντον; Μπορώ να ελπίζω ότι θα τον δω την Πέμπτη;»
«Δεν μπορώ να απαντήσω για το τι κανονίζει ο γιός μου. Γίνονται κάποιες δυσάρεστες κινήσεις στην πόλη- πλανάται η απειλή της απεργίας. Σε τέτοια περίπτωση, οι φίλοι του θα αναζητήσουν την συμβουλή του λόγω της εμπειρίας και της κρίσης του. Πιστεύω, όμως, ότι  θα έρθει την Πέμπτη. Όπως και να’χει, αν δεν μπορεί, θα σας ειδοποιήσει.»
«Απεργία!» έκανε η Μάργκαρετ. «Γιατί ; Για ποιό λόγο θα απεργήσουν;»
«Για να καταχραστούν και να γίνουν κύριοι  ξένης περιουσίας» είπε η κα Θόρντον περιφρονητικά. « Για το λόγο αυτό γίνονται πάντα οι απεργίες. Έτσι και οι εργάτες του γιού μου απεργήσουν, το μόνο που θα πώ είναι ότι θα είναι  ένα μάτσο αχάριστα παλιόσκυλα. Όμως αναμφίβολα θα απεργήσουν.»
«Υποθέτω πως θέλουν υψηλότερες αμοιβές;»  ρώτησε ο κος Χέηλ.
« Αυτό είναι μόνο η επιφάνεια.  Η αλήθεια όμως είναι πως θέλουν να γίνουν αφεντικά και να κάνουν τα αφεντικά δούλους στα ίδια τους τα εργοστάσια. Πάντα αυτό πασχίζουν ˙ όλο σ’αυτό έχουν το μυαλό τους και κάθε πέντε ή έξι χρόνια ξεσπά  μια μάχη ανάμεσα στους εργάτες και στα αφεντικά. Όμως αυτή τη φορά λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο – φαντάζομαι πως δεν υποψιάζονται τι τους περιμένει. Έτσι και εγκαταλείψουν το εργοστάσιο, δεν θα επιστρέψουν έτσι εύκολα.  Νομίζω ότι τα αφεντικά έχουν στο μυαλό τους μερικές ιδέες που θα τους κάνουν να μην παίρνουν βιαστικές αποφάσεις για απεργίες, αν το αποφασίσουν αυτή τη φορά.»

« Δεν θα προκαλέσει αναστάτωση στην πόλη ;» ρώτησε η Μάργκαρετ.
« Μα, και βέβαια ! Σίγουρα όμως δεν είσαι λιπόψυχη, έτσι ; Το Μίλτον δεν είναι μέρος για λιποψυχιές. Στις μέρες μου, χρειάστηκε να διασχίσω ένα πλήθος από έξαλλους εργάτες που απειλούσαν να  σφάξουν τον Μάκινσον έτσι και τολμούσε να ξεμυτίσει από το εργοστάσιό του. Κι εκείνος δεν ήξερε τίποτα, έτσι έπρεπε κάποιος να πάει και να τον ειδοποιήσει, αλλιώς θα τον σκότωναν. Έπρεπε να πάει μια γυναίκα και πήγα εγώ. Κι όταν μπήκα μέσα, εγκλωβίστηκα και δεν μπορούσα να ξαναβγώ. Έπρεπε να παλέψω για τη ζωή μου. Έτσι, ανέβηκα στην στέγη όπου είχανε σωριάσει πέτρες για να τις χρησιμοποιήσουν σε περίπτωση που οι εργάτες  επιχειρούσαν να εισβάλλουν στο εργοστάσιο.  Και ήμουν έτοιμη να σηκώσω αυτές τις βαριές πέτρες και να σημαδέψω καθώς και ο καλύτερος άνδρας ανάμεσά τους, αλλά λιποθύμησα από την ένταση και την αγωνία. Αν ζεις στο Μίλτον, Μις Χέηλ, θα πρέπει να μάθεις να είσαι γενναία.»
« Θα βάλω τα δυνατά μου,» αποκρίθηκε η Μάργκαρετ κάπως ωχρή. «Δεν μπορώ να ξέρω αν είμαι γενναία ή όχι μέχρι να υποστώ τη δοκιμασία. Νομίζω όμως  ότι θα δειλιάσω.»
« Οι επαρχιώτες του Νότου συχνά τρομοκρατούνται από αυτό που για τους άνδρες και της γυναίκες του Ντάρκσαϊρ είναι απλά αγώνας για επιβίωση. Αν όμως είχες ζήσει για δέκα χρόνια ανάμεσα σε ανθρώπους οι οποίοι πάντα  φθονούν τους καλύτερους τους και διαρκώς περιμένουν μια ευκαιρία να τους εκδικηθούν, τότε- στο λόγο μου-  θα ήξερες αν είσαι δειλή ή όχι.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου